Τρία επιφωνήματα. Απλοί ήχοι, δηλωτικοί της αντίδρασής μας σ’ ένα εξαιρετικό γεγονός. Στα τρία επιφωνήματα του τίτλου συμπυκνώνονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις στη διαχείριση της καταστροφής που μας απειλεί. Για την οποία δεν έχουμε βεβαιωθεί ακόμη αν είναι το παρ’ ολίγον τέλος του καπιταλισμού ή απλώς ένας σπασμός του γαστρεντερικού του συστήματος, λίγο πριν την αφόδευση του άχρηστου φορτίου του.
Ουφ! Μπα…Ωχ! Ανακούφιση, αμφιβολία, απαισιοδοξία. Όταν τη Δευτέρα τα χρηματιστήρια του κόσμου επιδοκίμαζαν με άλματα εις ύψος τον πακτωλό δισεκατομμυρίων που πρόσφεραν αφειδώς οι κυβερνήσεις για τη σωτηρία τραπεζικού Λεβιάθαν ακούσαμε το πρώτο «ουφ!». Κυριολεκτικά. Βρετανός δημοσιογράφος ρωτάει χρηματιστή: πώς σχολιάζει την απόφαση των υπουργών Οικονομίας της Ευρωζώνης. «Ουφ!» απαντάει αυτός. Τίποτε άλλο. «Ουφ», επανέλαβαν και οι άνκορμεν της εγχώριας τηλεοπτικής δημοκρατίας. Από την Τετάρτη, όμως, τους κόπηκε η λαλιά. Κομμένα τα επιφωνήματα. Αχάριστες που είναι οι αγορές…
Τα επιφωνήματα, όμως, διατηρούν την σημασία και την άναρθρη ευγλωττία τους. «Ουφ!» είχε κάθε λόγο να πει η παγκόσμια ελίτ του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα μέτρα που αποφασίζουν οι κυβερνήσεις για τη διάσωσή της, πέρα από το ρητορικό ψόγο που περιέχουν, αποτελούν την πιο κραυγαλέα επιβράβευση του παρασιτισμού και της καταστροφικής απληστίας του κλάδου που έχει καταστεί καρδιά του οικονομικού μας πολιτισμού. Θα περίμενε κανείς μια λογική «τιμωρία», μια κάποια «ποινή» ή έστω και μια ηθική και πολιτική απαξίωση στον τυχοδιωκτικό μηχανισμό που φέρνει όλο και συχνότερα την ανθρωπότητα στο χείλος της οικονομικής αβύσσου. Αλλά, όχι. Ουσιαστικά, και το αμερικανικό και το ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας περιλαμβάνουν δύο καθοριστικά στοιχεία: Πρώτον, αναγνωρίζουν και πάλι στο τραπεζικό κεφάλαιο την πρωτοκαθεδρία, προσθέτοντάς του μάλιστα το λεηλατημένο κύρος του κράτους. Και δεύτερον, του προσφέρουν άφθονο δωρεάν χρήμα, αποσπασμένο βίαια από παραγωγικές δραστηριότητες είτε του ίδιου του κράτους, είτε των άλλων επιχειρηματικών κλάδων που είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με τη δημιουργία απασχόλησης και την ενίσχυση της κατανάλωσης. Το «ουφ!», λοιπόν, αφορά την χρηματοοικονομική ελίτ, έστω κι αν με τα «αχ! βαχ!» και τις βουτιές των δεικτών που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, μας υπενθύμισαν πόσο άπληστοι και αχόρταγοι είναι.
Και ακολουθεί το «μπα…» Άλλοτε με ερωτηματικό κι άλλοτε με αποσιωπητικά. Στην πρώτη περίπτωση έχει μια δόση έκπληξης, στη δεύτερη πλημμυρίζει από αμφιβολία. «Μπα;» αναρωτήθηκαν μ’ έναν τόνο ειρωνείας όσοι άκουγαν βερεσέ τις βαρύγδουπες προαναγγελίες περί κατάρρευσης του καπιταλισμού. «Μπα…» ψέλλισαν κι όσοι αμφέβαλαν για την θριαμβευτική επιστροφή του κράτους στην οικονομία. Σ’ αυτήν την πλευρά, παραδόξως, συνυπάρχουν οι ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι (που ωστόσο δεν πάσχουν από αλλεργική ιδεοληψία και γνωρίζουν ότι το κράτος είναι ένα εργαλείο κατά περίπτωση χρησιμοποιούμενο) και οι φανατικοί, εξ αίματος αντικαπιταλιστές (που δεν τρέφουν αυταπάτες για τον αυτόματο θάνατο του συστήματος που απεχθάνονται). Οι πρώτοι ήδη ψελλίζουν διακριτικά (αφού πήραν τα λεφτά στο χέρι) ότι δεν χρειάζεται αλλαγή του φιλελεύθερου παραδείγματος που κυριάρχησε στην παγκόσμια οικονομία την τελευταία τριακονταετία. Και ακόμη ότι το κράτος δεν ήρθε για να μείνει στην οικονομία, περαστικό είναι. Οι αντιρρήσεις τους έχουν τον κυνισμό της ελίτ (πολιτικής, επιχειρηματικής, ακαδημαϊκής) που βαπτίστηκε στα νάματα του νεοφιλελευθερισμού χωρίς όμως να πνιγεί σ’ αυτά. Και που δεν δίστασε καθόλου να το ρίξει στη μελέτη του Μαρξ, να ξεσκονίσει πάλι τον Κέυνς και τον Γκαλπμρέιθ, να μελετήσει προσεκτικότερα τον Νικολάι Κοντράτιεφ και τα μακρά κύματά του και τελικά να βραβεύσει τον Πολ Κρούγκμαν με το Νόμπελ Οικονομίας, αναζητώντας ακαδημαϊκό άλλοθι για τη συντελούμενη δεύτερη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου. Στο «μπά…» των άλλων, των αντικαπιταλιστών, υπάρχει ένας εξίσου βάσιμος πεσιμιστικός ρεαλισμός που δεν αφήνει περιθώρια για ιστορική αισιοδοξία. Ελλείψει επαναστατικού υποκειμένου, χωρίς στέρεο, προγραμματικό αντίλογο από την Αριστερά, με τα κινήματα εν υπνώσει και τους παρίες του οικονομικού πολιτισμού μεταξύ καταθετικού πανικού και πολιτικής αναπηρίας, δεν μπορείς να περιμένεις από τον καπιταλισμό να αυτοκτονήσει από τύψεις. Πολλώ μάλλον από τους καπιταλιστές.
Τέλος, περνάμε στο «ωχ!». Ένα «ωχ» που κυμαίνεται από υπόκωφο στεναγμό απογοήτευσης μέχρι βαθύ γογγυσμό. Ανάλογα με το τι αντιλαμβάνεται καθένας ότι πραγματικά συμβαίνει. Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι στη Γη και εκατοντάδες εκατομμύρια στις χώρες που αποτέλεσαν θέατρο της κρίσης οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να φωνάζουν «ωχ» κάθε φορά που ένας πρωθυπουργός ή ένας υπουργός Οικονομίας ανεβάζει τα κτυπήματα στον πλειστηριασμό των πακέτων σωτηρίας. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Ελλάδα είχε το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς στο πεδίο αυτό. Την ώρα που ο κ. Αλογοσκούφης ανακοίνωνε το πλουσιοπάροχο πακέτο των 28 δισ. ευρώ για τη σωτηρία των τραπεζιτών, αυτοί ανακοίνωναν προσφυγές κατά της απόφασης του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας να επικυρώσει υπέρ τραπεζοϋπαλλήλων τη συλλογική σύμβαση. Οι τραπεζοϋπάλληλοι είπαν «ωχ», τα συνδικάτα πρόσθεσαν τα δικά τους οργισμένα «ωχ», αλλά το επεισόδιο, ανεξάρτητα από την κατάληξή του, είναι αποκαλυπτικό της απληστίας του πιστωτικού συστήματος. Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος… Όσοι ήλπιζαν ότι η δημόσια ευεργεσία υπέρ τραπεζιτών θα ακολουθηθεί από ψήγματα, έστω, κοινωνικής ευαισθησίας, προσεχώς θα διαψευστούν πολλαπλώς και θα εκστομίσουν πολλά «ωχ». Ούτε οι αποφάσεις των 15 της Ευρωζώνης, ούτε αυτές των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε τα πατριωτικά σύνορα που θα ορθώσουν οι κατά τα λοιπά ελεύθερες αγορές, ούτε ο επιχειρηματικός εθνικισμός που θα αντικαταστήσει τις ρήτρες αλληλεγγύης, ούτε η χαλάρωση ή και αποδόμηση του επαχθούς Μάαστριχτ πρόκειται να μεταφραστούν σε μέτρα ανακούφισης των οικονομικά ασθενέστερων από το υφεσιακό τσουνάμι που έρχεται. Το αντίθετο. Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι η θεραπεία μιας λεηλασίας με μια δεύτερη λεηλασία. Ζεστό χρήμα των φορολογουμένων κόβεται από δημόσιες επενδύσεις, κοινωνική πολιτική, κατανάλωση, ακόμη και από επιδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, για να αποδοθεί στον πιο αντιπαραγωγικό κλάδο της οικονομίας. Η παγκόσμια πολιτική ελίτ κατευνάζει την υπαρξιακή αγωνία ενός οικονομικού συστήματος, που προφανέστατα φτάνει στα όριά του, με βάση το μόνο δόγμα στο οποίο παραμένει μέχρι τέλους πιστή: στην πεποίθηση ότι το χρήμα γεννάει χρήμα. Κι άρα, ο έλεγχος της ροής του χρήματος από το κράτος αρκεί για να επαναφέρει το σύστημα σε ηρεμία. Όπως θα έλεγε κι ο Μέτερνιχ, «είναι χειρότερο από έγκλημα. Είναι λάθος!» Και αποδεικνύεται από τις πανικόβλητες κατολισθήσεις των χρηματιστηριακών δεικτών που συνεχίζονται παρά τη γενναιοδωρία των κυβερνήσεων.
Ευτυχώς, υπάρχει μια μακρά σειρά επιφωνημάτων που μπορούμε ακόμη να εκστομίσουμε, σε όλες τις γλώσσες, σε κάθε απόχρωση και ένταση. Κι επειδή είναι βέβαιο ότι η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να βυθίζεται στην ύφεση για μήνες ακόμη, ίσως και χρόνια (είτε πρόκειται για έναν ακόμη, είτε για τον τελευταίο και φαρμακερό κύκλο του συστήματος), για να περιορίσουν το μέγεθος της καταστροφής κυβερνήσεις και υπερεθνικοί οργανισμού έχουν την ευχέρεια να αντιδράσουν με μια στοιχειώδη πράξη ανθρωπισμού: να κλείσουν τα χρηματιστήρια, να βάλουν λουκέτο στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, να παγώσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, να σταματήσουν κάθε πεδίο υποτιμητικής και υπερτιμητικής κερδοσκοπίας στις αγορές χρήματος και αξιών, να κλείσουν τις οθόνες της online, ανά δευτερόλεπτο μέτρησης της καταστροφής που τίποτε δεν αποδεικνύει ότι και αυτή τη φορά θα είναι δημιουργική. Να σταματήσουν να απολαμβάνουν ως Νέρωνες το θέαμα της φλεγομένης Ρώμης ρίχνοντας μόνο λάδι (δηλαδή τζάμπα χρήμα) στη φωτιά. (Δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε στον επενδυτή το δικαίωμα να ρευστοποιεί την περιουσία του, είπε ο κ. Καπράλος. Τι επιχείρημα! Και το δικαίωμα να προστατεύσουμε τον κοινωνικό πλούτο, να εμποδίσουμε την κοινωνία να βυθιστεί στη φτώχεια, ποιος θα το ασκήσει;)
Αν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ δεν το κάνουν και συνεχίσουν να θυσιάζουν άφθονες μερίδες κράτους στον χρηματοοικονομικό Μολώχ, οι κοινωνίες μπορεί να σταματήσουν τα «ουφ», τα «ωχ» και τα «μπα» και να αντιδράσουν με το ύστατο επιφώνημα: «Ουστ!». Το οποίο μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο βίαιο απ’ όσο ακούγεται ή διαβάζεται.
...δεν μπορείς να περιμένεις από τον καπιταλισμό να αυτοκτονήσει από τύψεις...
ReplyDelete...no comment