«Κάντε τώρα αίτηση σύνδεσης και κερδίστε το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος δωρεάν στη Μύκονο», αναγγέλλει η διαφήμιση εταιρείας κινητής τηλεφωνίας. Την ίδια περίπου προσφορά και την ανάλογη διαφημιστική καμπάνια κάνουν τις τελευταίες μέρες -εκτός από τηλεφωνικές εταιρείες- τουριστικά πρακτορεία, τράπεζες, αεροπορικές εταιρείες, εμπορικά πολυκαταστήματα. Λογικό είναι, ο περισσότερος κόσμος προτιμά να αντιλαμβάνεται τη σκληρή εργασιακή του καθημερινότητα σαν διάλειμμα ανάμεσα σε αργίες, άδειες και διακοπές. Είναι η πιο υγιής αντίδραση σ’ έναν καταναγκασμό που δεν διεκπεραιώνεται ευχάριστα, ιδιαίτερα σε συνθήκες ύφεσης, ψυχολογικών εκβιασμών και οικονομικού άγχους. Έπειτα, το καλοκαίρι είναι ήδη εδώ κι αυτή η αργία επισημοποιεί την είσοδο στην περίοδο της ραστώνης.
Βεβαίως, αυτή η αργία της 8ης Ιουνίου έχει φέτος αυτή την αναποδιά. Είναι αμέσως μετά την 7η Ιουνίου των ευρωεκλογών. Τι δίλημμα κι αυτό! Η αγορά -τουλάχιστον αυτό το κομμάτι της που επενδύει στις αργίες και στη φυγή- δεν φαίνεται να βασανίζεται ιδιαίτερα από το δίλημμα αυτό. Ψηφίζει αναφανδόν αποχή από την ευρωκάλπη ή τουλάχιστον αυτό συνιστά στους πελάτες της. Οι ξενοδόχοι της περιφέρειας -και ιδιαίτερα των νησιών- δηλώνουν εξαιρετικά ικανοποιημένοι από την πληρότητα που έχουν εξασφαλίσει για το πρώτο τριήμερο του καλοκαιριού. Που σημαίνει ότι αρκετοί ψηφοφόροι-καταναλωτές έχουν απαντήσει προ πολλού με τον ίδιο τρόπο στο δίλημμα «κάλπη ή βουτιά;», επιλέγοντας τη δεύτερη. Ως εκ τούτου, η συντεταγμένη υποχρεωτικότητα της ψηφοφορίας είναι μια μάλλον γραφική λεπτομέρεια στο σκηνικό αυτό.
Τα κόμματα, οι διεκδικητές της ψήφου μας, δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα από την επαπειλούμενη αποχή στις ευρωεκλογές, παρ’ ότι δηλώνουν πως επενδύουν πολλά σ’ αυτή την αναμέτρηση. Ωστόσο, δεν είναι και πολύ πειστικοί για τη γνησιότητα της αγωνίας τους. Είναι πρόθυμοι να συνδέσουν την αποχή με την ιερή αργία για να της αποδυναμώσουν κάθε ίχνος πολιτικής στάσης.
Πάλι καλά, στην Ελλάδα έχουμε αυτή τη βολική δικαιολογία της αργίας του Αγίου Πνεύματος (διότι η αργία του μη αγίου πνεύματος είναι διαρκής…) για να αντέξουμε μιαν αποχή ακόμη και πάνω από 40%. Άλλωστε, από καταβολής αειμνήστου, τα μπάνια του λαού είναι καθαγιασμένα και από την επίσημη πολιτική. Αλλά στη λοιπή Ευρώπη; Πώς θα δικαιολογήσουν ποσοστά αποχής άνω του 50% και 60% στη Βρετανία, στην Ιταλία, στη Ρουμανία ή στην Πολωνία; Τι ερμηνεία θα δώσουν στο δεδομένο ότι ο μέσος Ευρωπαίος θεωρεί πολυτελώς περιττή τη συμμετοχή του στη μόνη δημοκρατική διαδικασία της Ενωμένης Ευρώπης, στον μόνο αντιπροσωπευτικό και με στοιχειώδη νομιμοποίηση θεσμό της;
Παραδόξως, κι εκεί η αγορά είναι που αποφασίζει για το μέγεθος της αποχής, ίσως όχι με τον τρόπο που αποφασίζει στην Ελλάδα και στον μεσογειακό νότο, με τις ζεστές θάλασσες και τις κατάλληλες αργίες. Στις 27 χώρες των σχεδόν 500 εκατομμυρίων πολιτών, η αγορά, ως κυρίαρχη διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εκτοπίζει συστηματικά την πολιτική και υπονομεύει με τρόπο ηγεμονικό τις λιγοστές διαδικασίες δημοκρατικής έκφρασης. Η συμπεριφορά απέναντι στα δημοψηφίσματα που απορρίπτουν τις εκάστοτε ευρωπαϊκές συνθήκες είναι χαρακτηριστική. Τι λέει το Ευαγγέλιο; «Και έσται ο λόγος ναι ναι και ου ου». Ε, λοιπόν, ξεχάστε το. Στη χριστιανική κατά τα λοιπά Ευρώπη, αυτό δεν ισχύει. Η διαδικασία δημοκρατικής νομιμοποίησης κάθε βήματος προς την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση είναι ένα είδος εξετάσεων των ψηφοφόρων. Αν απαντήσουν «όχι» στο οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο όραμα της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ, έχουν δύο επιλογές: ή να επανεξεταστούν μέχρι να προκύψει το απαιτούμενο «ναι» ή να απορριφθούν, εξαιρούμενοι από τα τυχόν οφέλη της ενοποίησης. Ακόμη και να αποπεμφθούν ως έθνη και οικονομίες. Η αντίληψη και η συμπεριφορά αυτή είναι τρομακτικές στην αντιδημοκρατικότητά τους και στην αλαζονεία τους. Λένε, εν ολίγοις, ότι η ιθύνουσα τάξη της Ευρώπης κατέχει ένα υψηλό όραμα του μέλλοντος, πολύ σημαντικό για να αφήνεται στα χέρια των κοινών θνητών και στα δημοψηφίσματά τους. Αν λοιπόν οι θνητοί αδυνατούν να παρακολουθήσουν και να επιβραβεύσουν τα πολιτικά μέσα με τα οποία υλοποιείται το όραμα αυτό, καλύτερα να κάτσουν σπίτια τους. Απ’ αυτή την άποψη, η πολιτική Ευρώπη, στον ίδιο περίπου βαθμό με την οικονομική Ευρώπη, την αγορά, ενθαρρύνει την αποχή ως στάση των ψηφοφόρων. Και για τους πολίτες, αντίστροφα, η πολιτική Ευρώπη γίνεται τρομακτικά απούσα από την καθημερινότητά τους που τόσο καθορίζει ως αγορά. Γίνεται ένα πουκάμισο αδειανό, μια Ελένη…
Όσο αντιευρωπαϊστής ή ευρωσκεπτικιστής κι αν είναι κανείς, οφείλει να αναγνωρίσει ότι, έστω κι απ’ τη σκοπιά των κυρίαρχων τάξεων και των πολιτικών ελίτ της Ευρώπης, το εγχείρημα της σταδιακής της ενοποίησης τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι μια τεράστια πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν των παγκόσμιων και ευρωπαϊκών πολέμων των οποίων η Γηραιά Ήπειρος ήταν το προνομιακό θέατρο, με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς. Η αντίληψη ότι μια ενιαία αγορά μπορεί να αποτρέψει την εκτόνωση του οικονομικού ανταγωνισμού σε αιματηρές πολεμικές συρράξεις ή ανώφελους εθνικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς είχε έναν ταξικό ρεαλισμό. Εξάλλου, το εγχείρημα αντιστοιχούσε στο νέο επίπεδο κοσμοπολιτισμού του ευρωπαϊκού κεφαλαίου που λειτουργούσε ασφυκτικά κάτω από τον υπερατλαντικό πατερναλισμό του Σχεδίου Μάρσαλ. Ωστόσο, οι παράλληλες διαδικασίες οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης, εκτός από βασανιστικά, εξελίχθηκαν και τρομακτικά άνισα. Η αγορά έγινε ταχύτατα μια απτή πραγματικότητα, το ίδιο και η οικονομική διακυβέρνηση, που πήρε γρήγορα τη μορφή ενός αυταρχικού διευθυντηρίου που επιβάλλει κανόνες, οικονομικές πολιτικές, φόρους, μεταρρυθμίσεις, αλλαγές κυβερνητικών προγραμμάτων, εγκρίνει ή απορρίπτει μέτρα που έχουν την έστω τυπική δημοκρατική νομιμοποίηση των εθνικών Κοινοβουλίων ή των ψηφοφόρων κάθε κράτους. Αλλά του «διευθυντηρίου» οι επιλογές ποια δημοκρατική νομιμοποίηση έχουν; Κατά κανόνα, καμιά. Η οικονομική αγορά αποφασίζει καθημερινά, μέσω χρηματιστηρίων, μέσω επιχειρηματικών λόμπι, μέσω συναλλαγών που επιβραβεύουν ή στέλνουν απορριπτικά μηνύματα στις αποφάσεις της Κομισιόν ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η πολιτική αγορά των 500 εκατομμυρίων, όμως, μένει τρομακτικά σιωπηλή για πέντε χρόνια και, όταν καλείται να εκλέξει εκπροσώπους, όταν δεν απέχει απ’ αυτή την πολυτελή διαδικασία, συμμετέχει με κρύα καρδιά και με σχεδόν αμιγώς εθνικά κριτήρια. Το Μπερλεμόν είναι πολύ μακριά και, ακόμη κι αν καίγεται, όπως την περασμένη Δευτέρα, δύσκολα στην Αθήνα θα πάρει κανείς μυρωδιά. Έτσι, η ευρωκρατία νομιμοποιείται εκ των υστέρων να κρίνει αφ’ υψηλού την επιλογή των Ευρωπαίων (την αποχή, την απάθεια, την πριμοδότηση μικρών, «περιθωριακών», γραφικών κομμάτων, την αποδοκιμασία των κυρίαρχων «ευρωπαϊκών» κομμάτων) «σαν μια επιλογή μεταξύ γνώσης και άγνοιας, μεταξύ εμπειρογνωμοσύνης και ιδεολογίας, μεταξύ μετα-πολιτικής διακυβέρνησης και παλαιών πολιτικών παθών», όπως γράφει ο Σλαβόι Ζίζεκ. Σωστά, αλλά, όταν η ενιαία αγορά τρέχει με 200 χιλιόμετρα την ώρα, η πολιτική ελίτ της Ευρώπης τρέχει με 100 και ο μέσος Ευρωπαίος έχει καθηλωθεί στα 5 χιλιόμετρα την ώρα (και με τα πόδια), δεν μπορείς να τον λες από πάνω και άσχετο. Κάποιου είδους πολιτική δυσφορία κρύβει η σιωπή, η αποχή του, η «εναλλακτική ψήφος» του.
Βεβαίως, απ’ την άλλη υπάρχουν τα λεφτά. Πολλά λεφτά, είναι αλήθεια, που πέφτουν σαν μάνα εξ ουρανού από τα ΚΠΣ και τα Ταμεία Συνοχής σε παλαιές και νέες χώρες που συνωστίσθηκαν στην είσοδο της Ευρώπης, κάθε φορά που άνοιγε λίγο ή διάπλατα η πόρτα της διεύρυνσης. Τα λεφτά γίνονται το άλλοθι του δημοκρατικού ελλείμματος, γίνονται ένας μηχανισμός εξαγοράς της πολιτικής ανοχής των Ευρωπαίων στην αμήχανη, νεκροζώντανη πολιτική δημοκρατία. Αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει την Ε.Ε. περίπου σαν φιλανθρωπικό ίδρυμα, με χορηγούς τις μεγάλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και επαίτες την ευρωπαϊκή περιφέρεια, τους Βαλκάνιους εταίρους, τις χώρες του πρώην «ανύπαρκτου» σοσιαλισμού κ.λπ. Πρόκειται για μιαν ιστορική λαθροχειρία. Τα λεφτά ήταν πράγματι πολλά, πολλά κι αυτά που χάθηκαν στον δρόμο, πολλά κι αυτά που βγήκαν από τα ταμεία των γενναιόδωρων χορηγών, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας. Αλλά, κάποιος πρέπει επιτέλους να κάτσει και να υπολογίσει τι λεφτά έχουν βγάλει οι φιλάνθρωποι χορηγοί από το γεγονός ότι μετέτρεψαν τα αξιοπρεπή τους εθνικά σούπερ μάρκετ σε ένα γιγάντιο Mall 4,3 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, 27 χωρών, 23 γλωσσών, 500 εκατομμυρίων πελατών και δισεκατομμυρίων αγαθών με το σήμα CE. Αν βγει ποτέ ο ισολογισμός (μην ελπίζετε…) να δείτε πως τα λεφτά είναι πολύ λίγα για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ευρώπη τόσο καχεκτική πολιτικά…
No comments:
Post a Comment