Friday, August 13, 2010

Το δέκατο πέμπτο γράμμα (13/8/2010)

Αγαπητή Γιούλα,
Έλαβα το γράμμα σου, στη μορφή ενός βιβλίου ογδόντα και κάτι σελίδων, αλλά κλεισμένο κανονικά στον φάκελό του, με αποστολέα και παραλήπτη και γραμματόσημα κι απ’ όλα. Ξεφυλλίζοντάς το, βεβαίως, ανακάλυψα ότι δεν είναι ένα, αλλά δεκατέσσερα γράμματα. Εκ πρώτης όψεως ένα μόνο με αφορά. Για τα υπόλοιπα αναρωτιέμαι αν διατρέχω τον κίνδυνο να κατηγορηθώ για παραβίαση απορρήτου αλληλογραφίας. Μάλλον όχι, αφού μόνη σου αποφάσισες να εκθέσεις τον εαυτό σου, τις σκέψεις σου, τα αισθήματά σου για τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεσαι. Αποκλείεται, λοιπόν, να θεωρηθώ εγώ ο Βαλμόν που αποφασίζει να εκδικηθεί τη Μερτέιγ των «Επικίνδυνων Σχέσεων» του Λακλό, δίνοντας στη δημοσιότητα τις επιστολές της. Παλιά τέχνη το outing...

Λοιπόν, το έχεις παρατηρήσει; Παρ’ ότι οι άνθρωποι γράφουν περισσότερο από ποτέ -γράφουν SMS στα κινητά τους, γράφουν ηλεκτρονικά μηνύματα στο Διαδίκτυο, γράφουν κείμενα σε blogs, γράφουν βιβλία, πολλά βιβλία- ελάχιστοι γράφουν πια επιστολές. Τα ταχυδρομεία και τα couriers διακινούν καθημερινά εκατομμύρια φακέλους και δέματα, αλλά τα περισσότερα από αυτά περιέχουν λογαριασμούς ή διαφημιστικά μηνύματα. Εσχάτως και κατασχετήρια. Τα γραμματοκιβώτια φρακάρουν, αλλά ελάχιστοι από τους φακέλους τους περιέχουν πραγματικά γράμματα. Γράμματα σε δικούς μας ή σε ξένους. Ίσως γι’ αυτό και το επιστολικό μυθιστόρημα δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας στην εποχή μας. Ενδεχομένως να είχε καλύτερη τύχη ένα μυθιστόρημα των SMS ή των e-mail. Αλλά τι να πει και τι να επικοινωνήσει κανείς με τα θραύσματα λόγου που αποτελούν το ψηφιακό μας λεξιλόγιο; Ιδού, λοιπόν, η καινοτομία σου: επιστολικά μυθιστορήματα γράφτηκαν πολλά. Αλλά κανείς δεν είχε σκεφτεί να εκδώσει μια μικρή συλλογή «επιστολικών διηγημάτων». Δεν είμαι αρμόδιος να δημιουργώ όρους, αλλά αυτό τον χαρακτηρισμό θα έδινα στην πολλαπλή επιστολή που μου έστειλες.

Αγαπητή Γιούλα,
Δεν ξέρω αν θα σου κάνω καλό ή κακό γράφοντας εδώ, σ’ αυτήν εδώ τη στήλη, ανάμεσα σε ζοφερές ή αισιόδοξες προβλέψεις για την οικονομία, τα δημοσιονομικά μεγέθη, τις τιμές των αγαθών, τις μετοχές, τα νομίσματα μια δέκατη πέμπτη επιστολή-απάντηση στις 14 της συλλογής σου «Εκ των υστέρων (γράμματα σ’ έναν ξένο)». Διάβασα απνευστί τις 80 σελίδες σου. Για να είμαι ειλικρινής, μπήκα κι εγώ στον πειρασμό να κρυφοκοιτάξω από τη μικρή κλειδαρότρυπα που άνοιξες, να μαντέψω ποιοι είναι οι 14 «ξένοι» στους οποίους απευθύνεσαι -ποιος είναι ο πατέρας, ποιος ο φίλος, ποιος ο δάσκαλος, ο διευθυντής, ο εργοδότης, ο εραστής, οι πρώην ή οι νυν, ποιοι κρύβονται πίσω από τον στρατηγό, τον διευθυντή, τον γιατρό ή τον λύκο- εκμεταλλευόμενος και τη φιλία μας και τα λίγα (ή πολλά;) που ξέρω για σένα. Μάλλον αστόχησα σε αρκετούς – αναγνώρισα, βεβαίως, με επιτυχία τον εαυτό μου και σ’ ευχαριστώ που με περιέλαβες στους 14 «ξένους» σου. Με κολάκεψε αυτό, αλλά ταυτόχρονα με τρόμαξε η ιδέα ότι μια συμβουλή μου, μια ιδέα μου μπορεί να ασκήσει την παραμικρή επιρροή σε έναν δικό μου «ξένο», ιδιαίτερα στο ναρκοθετημένο πεδίο της δουλειάς που κι εγώ κι εσύ έχουμε επιλέξει. Αν ισχύει αυτό, έχω ήδη μερίδιο συνενοχής στο ότι εσύ και πολλοί άλλοι συνάδελφοι («αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», όπως θυμίζεις στο «μότο» της 11ης επιστολής) είστε στα «αζήτητα». Με ρωτάς επ’ αυτού, στο υστερόγραφο της επιστολής που μου απευθύνεις: «Πες μου, ρε φίλε, τι δεν κάνω καλά; Και κυρίως πες μου από ποιον, τελικά, να πάρω συνέντευξη; Έχεις καμιά καλή ιδέα; Ή μήπως να πάρω μία από τον εαυτό μου τελικά;». Η απάντηση στο ερώτημά σου -και η εξήγηση για το μυστήριο των «αζήτητων»- είναι το ίδιο το βιβλίο, τα «επιστολικά σου διηγήματα». Σε 80 μόλις σελίδες έχεις περιλάβει μονολόγους, μονόπρακτα θεατρικά, αφηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, τηλεγραφήματα, χρονογραφήματα – μετράω τουλάχιστον 6 εναλλακτικές μορφές λογοτεχνικής έκφρασης, ασκήσεις πυκνότητας, λυρικότητας, σκληρότητας (κυρίως έναντι του εαυτού σου). Αυτά, Γιούλα μου, είναι αντι-προσόντα για μια δουλειά που απαιτεί πια απλοϊκότητα, κλισέ, ατάκες, γλωσσική πενία και ταχύτητα μετάδοσης πληροφοριών. Η επεξεργασία απαγορεύεται – άλλωστε βλάπτει τη σκέψη. Ή μήπως είναι η σκέψη που βλάπτει; Μάλλον το δεύτερο –έχει γίνει άλλωστε το αγαπημένο ανέκδοτο στους χώρους εργασίας: «Δεν πληρώνεστε για να σκέπτεσθε».

Αγαπητή Γιούλα,
Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να απαντήσω (δεν μου πέφτει λόγος άλλωστε) στα γράμματα των άλλων «ξένων», στους σκοτεινούς διαλόγους με τον εαυτό σου, στους θυμωμένους διαλόγους με τον ψυχαναλυτή σου, στις θυμωμένες απαντήσεις προς τους «δικαστές» σου, στα τρυφερά ή σκληρά λόγια που απευθύνεις σ’ όσους σε συνόδεψαν στο ταξίδι από την παιδική ηλικία μέχρι την ωριμότητα. Μπορώ ν’ απαντήσω κατ’ αρχάς στο δικό μου γράμμα και να σου πω ότι φυσικά είχε δίκιο ο προϊστάμενός σου να σου υποδείξει ότι «πρέπει να κατέβεις στον λαό» με τη δημοσιογραφία που θα ασκείς. Και φυσικά ήταν απόλυτη ανοησία να πάρεις συνέντευξη από την καθαρίστρια του ΜΜΕ που δούλευες, υποθέτοντας ότι αυτή αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση του λαού. Πού το είδες αυτό γραμμένο; Λαός είναι οι λαϊκές ξανθές «σελέμπριτι» που περιφέρουν τη σαγηνευτική ανοησία τους στις πρωινές και μεσημεριανές τηλεοπτικές ζώνες, λαός είναι οι ατσαλάκωτες νοικοκυρές των τηλεοπτικών διαφημίσεων, λαός είναι οι λαμπεροί άνθρωποι του πολιτικο-κοινωνικού σταρ σίστεμ που ανοίγουν πρόθυμα την καρδιά τους και τα χλιδάτα σπίτια τους στις τηλεοπτικές κάμερες, λαός είναι οι πολιτικοί ηγέτες μας που δεν φοβούνται να εκθέσουν τις ιδιωτικές τους αδυναμίες, την αγάπη τους για το κολύμπι ή το κανό, τη λατρεία τους για το τένις ή το γκολφ, το «κόλλημά» τους με τις εκλογικές τους περιφέρειες. Λαός είναι τα υστερικά πλάσματα των κωμικών σειρών, οι αλαζονικοί άνκορμεν των τηλεοπτικών ειδήσεων, οι σταρ της επιχειρηματικότητας, οι γενναιόδωροι χορηγοί της αμεριμνησίας μας. Λαός είναι πια και ο Πολ Τόμσεν, ο Σερβάς Ντερούς ή ο Κλάους Μαζούχ, η τριανδρία του μνημονίου που εισβάλλει καθημερινά στα σπίτια μας με νουθεσίες, εύσημα και προειδοποιήσεις για ό,τι μας περιμένει. Μπορείς να μάθεις ποια είναι η γυναίκα τους και ποια η γκόμενά τους, να βρεις πού μένουν, τι τρώνε, ποια είναι τα γούστα και ποια τα βίτσια τους, τι κάνουν στον ελεύθερο χρόνο τους, όταν δεν κατεδαφίζουν κοινωνίες; Αν ναι, έχεις μια πιθανότητα να κατέβεις στον λαό της εικονικής μας πραγματικότητας.

Επίτρεψέ μου μια απόκλιση από την αρχή της μη επέμβασης στις επιστολές των άλλων «ξένων»: Το 5ο γράμμα σου, αυτό προς τον δΔιευθυντή, ταλαντούχο και βραβευμένο μάνατζερ διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και εξουδετέρωσης ανθρώπων με δημιουργική φαντασία, διακρίνεται από μια ανεξήγητη χαιρεκακία για μια δεξιότητα που στο εξής θα είναι απόλυτο κριτήριο αξιολόγησης των στελεχών: αν επαληθευτεί η πρόβλεψη για ανεργία πάνω από 15%, ελέω μνημονίου, θα πρέπει να αναρωτηθείς τι είδους άνθρωποι θα μπορέσουν να διαχειριστούν τις χιλιάδες απολύσεις δημιουργικών, παραγωγικών, νέων ή ώριμων ανθρώπων που απλώς θα περισσεύουν. Όπως αντιλαμβάνεσαι, αν διαθέτουν τις αναστολές και τις ευαισθησίες σου δεν πρόκειται να γίνει δουλειά. Γι’ αυτό δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ διευθύντρια. Δεν στο εύχομαι κιόλας. Συνέχισε όμως να γράφεις. Η συγγραφή είναι ένα αποτελεσματικό αντικαταθλιπτικό. Και για τον συγγραφέα. Και για τον αναγνώστη.
Υ.Γ.1 Σου υπενθυμίζω, πάντως, ότι ο συνδυασμός «δημοσιογράφος- συγγραφέας» έχει γίνει αρκετά κακόφημος για να τον διατηρεί κανείς επ’ αόριστον. Σου εύχομαι να κρατήσεις το δεύτερο σκέλος του.
Υ.Γ. 2 Αυτό το υστερόγραφο δεν απευθύνεται σε σένα, αλλά σε όσους τυχόν διαβάσουν αυτή τη στήλη στην κάψα του Δεκαπενταύγουστου. Το βιβλίο της Γιούλας Ράπτη «Εκ των Υστέρων» (εκδόσεις Γαβριηλίδη) δεν είναι ό,τι καλύτερο για θερινό ανάγνωσμα. Δεν προσφέρεται για αναψυχή και είναι εντελώς ακατάλληλο για παραλία. Το συνιστώ πάντως σ’ όσους δεν φοβούνται να αναμετρηθούν με την «αποτυχία» τους και σ’ όσους δεν έχουν πληγεί από τον ιό της αισιοδοξίας για την «επανάσταση του αυτονόητου» που αλλάζει την Ελλάδα. Και τα φώτα μας…

3 comments:

  1. Εξαιρετικό απολαυστικά σκληρό. Ρεαλισμός και αυτοσαρκασμός για όλους μας, που ξεσκίζει συνειδησιακές σάρκες. Θα σταθώ στην πιο τέλεια φράση από όλες ...τι κάνουν στον ελεύθερο χρόνο τους όταν δεν κατεδαφίζουν κοινωνίες.... Τί να προσθέσουμε. Υποκλυνόμαστε στον ποιητή

    ReplyDelete
  2. ΚΙΜΠΙ, σ' ευχαριστώ για τη δροσιά των γραπτών σου.
    Άσχετη ερώτηση: Η ΕΛΛΑΔΑ ζει ακόμα;
    Υπάρχουν Έλληνες ή ανήκουν στο παρελθόν; Κάτι, ας πούμε Βαβυλώνιοι, Σουμέριοι... Κι αυτοί που ζούνε στην Ελλάδα σήμερα τί είμαστε;
    γ.κ.

    ReplyDelete
  3. Φίλε μου αγαπημένε. Κατασυγκινημένη!!!
    Νομίζω ότι από τις 14 δικές μου επιστολές αυτή η 15η είναι η καλύτερη... (Κι αν έχω πρόβλημα που δεν δουλεύω, μου λείπει πιο πολύ που δεν δουλεύουμε μαζί!). Σε φιλώ!

    ReplyDelete