Ο Γιούργκις έστησε πάλι καρτέρι στις πύλες των εργοστασίων. Μα ποτέ πιο πριν, απ’ όταν ήρθε στο Σικάγο, δεν είχε λιγότερες πιθανότητες. Πρώτα πρώτα, ξέσπασε η μεγάλη κρίση, κάνα-δυο εκατομμύρια εργάτες είχανε μείνει άνεργοι κείνη την άνοιξη και το καλοκαίρι, και ακόμα δεν τους πήραν πίσω. Έπειτα, με την απεργία, εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα, γυναίκες και άνδρες, μείναν ανάδουλοι για δυο μήνες – μονάχα στο Σικάγο ήταν είκοσι χιλιάδες, κι οι πιο πολλοί παρακαλούσαν τώρα για μια δουλειά από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη. Τα πράγματα δεν διορθώθηκαν όταν, λίγες μέρες μετά, η απεργία έληξε και οι μισοί περίπου απεργοί γύρισαν στα πόστα τους, γιατί για τον καθένα που έπαιρναν πίσω, υπήρχε ένας απεργοσπάστης που τον έδιωχναν. Κάπου δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες ανειδίκευτοι, ξένοι και νέγροι, του σκοινιού και του παλουκιού βρέθηκαν τώρα αμολυτοί και αλώνιζαν. Όπου και να πήγαινε ο Γιούργκις, έπεφτε πάνω τους, έτρεμε μπας και ξέρει κανείς τους ότι «καταζητείται». Είπε να φύγει απ’ το Σικάγο, μα όταν πια στενέψανε τα πράγματα, δεν είχε δεκάρα. Και θα ήταν πιο καλά να πάει φυλακή παρά να τόνε βρει ο χειμώνας έξω.
Άπτον Σίνκλαιρ, «Η ζούγκλα»
No comments:
Post a Comment