Το ’πε μια, το ’πε δυο, δεν ξέρω αν τρίτωσε το πράγμα στις προγραμματικές, εγώ πάντως θ’ αρχίσω να το πιστεύω πια. Θ’ αρχίσω να πιστεύω πως είμαστε στα πρόθυρα του μεγάλου άλματος προς την κατάργηση του κράτους, έτοιμοι να αποικίσουμε τον κομμουνισμό του μέλλοντός μας. Τόσο, που σκέπτομαι μήπως γι’ αυτό ο Χρυσοχοΐδης κάνει τις σκούπες στα Εξάρχεια και μαζεύει αντιεξουσιαστές και λοιπούς συνήθεις υπόπτους όχι για να τους φορτώσει δικογραφίες με τον μισό ποινικό κώδικα, αλλά για να εξασφαλίσει την εκπροσώπησή τους στο υπό (νέα) επανίδρυση κράτος. Προφανώς, στα χιλιάδες βιογραφικά που στάλθηκαν στο Μαξίμου για τις θέσεις γραμματέων και ΔΕΚΑρχών δεν υπήρχαν αρκετοί με τα απαραίτητα αντιεξουσιαστικά προσόντα. Κι αφού δεν έρχονται οι αντιεξουσιαστές στην εξουσία, ας πάει η εξουσία σ’ αυτούς, για να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες τους. Δεν εξηγείται αλλιώς...
Δεν ξέρω ποιος εισηγήθηκε στον Γ. Παπανδρέου αυτή την ενδιαφέρουσα ατάκα περί «αντιεξουσιαστών στην εξουσία», ωστόσο, πέρα από την πλάκα και τις επικοινωνιακές προθέσεις, περιγράφει τη θεμελιώδη -και σχεδόν σχιζοειδή- αντίφαση της πολιτικής κοινωνίας. Από τη στιγμή που τα ανθρώπινα πλάσματα αποφάσισαν να αποσπαστούν από τη φυσική κατάσταση του αυτεξούσιου -κατάσταση διόλου παραγωγική αφού συνεπαγόταν τον κατά Τόμας Χομπς πόλεμο πάντων κατά πάντων-, οι κοινωνίες βρίσκονται σε μια διαρκή διελκυστίνδα. Από τη μια πλευρά εκχωρούν όλο και περισσότερες σφαίρες της ζωής τους στη δημόσια εξουσία που θα τις προστατέψει από τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, από την άλλη προσδοκούν αυτή η δημόσια εξουσία να τους οδηγήσει σε εκείνη την κατάσταση ευδαιμονίας και ελευθερίας που εγκατέλειψαν στον «Κήπο της Εδέμ» και που θα καταστήσει περιττή την ύπαρξη εξουσίας. Θεωρητικά, κάθε δημόσια εξουσία την οποία έχουμε ανάγκη θα έπρεπε να κατατείνει στην αποδυνάμωσή της, και τελικά στην αυτοκατάργησή της. Τα περισσότερα κοσμοθεωρητικά συστήματα για τον τρόπο οργάνωσης των πολιτικών κοινωνιών, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Μπακούνιν και από τους αναρχικούς μέχρι τους νεοφιλελεύθερους, ομνύουν στον ίδιο σκοπό. Στην πράξη συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Η δημόσια εξουσία στην οποία οι άνθρωποι εκχωρούν -κατά συνθήκη- ισχύ, δικαιώματα και ελευθερίες γίνεται ένας αυτοσκοπός. Η εξουσία αποκτά μια τέτοια αυτονομία συμφερόντων, ώστε τελικά γίνεται απλώς ένα ακόμη χαράκωμα του πολέμου όλων εναντίον όλων. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: οι καλύτερες προθέσεις, οι πιο ανατρεπτικές και επαναστατικές διαθέσεις πνίγηκαν στο αίμα, στη βία και στην απληστία.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση είναι κοινότοπη, αλλά ουδείς την έχει αμφισβητήσει μέχρι σήμερα. Η εξουσία εκ φύσεως εκμαυλίζει τους εξουσιαστές, ακόμη κι όταν είναι ακραιφνείς αντιεξουσιαστές. Για να μη συμβεί αυτό θα πρέπει να φανταστούμε μια δημόσια εξουσία χωρίς ανθρώπινα χαρακτηριστικά, χωρίς τις αναπηρίες που αναπαράγουν τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Να φανταστούμε δηλαδή ότι ο εξουσιαστής θα κάνει απλώς τη δουλειά του, σαν μια καλά προγραμματισμένη μηχανή που παίρνει αποφάσεις με μοναδικό κριτήριο να επιτυγχάνει την ιδεώδη ισορροπία συμφερόντων. Έναν υπολογιστή, σαν τον Hal του Άρθουρ Κλαρκ στην «Οδύσσεια του Διαστήματος», που να συνυπολογίζει τις βουλήσεις εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων ανθρώπινων πλασμάτων πριν από κάθε του απόφαση – εξαιρώντας πλήρως μόνο μία βούληση, τη δική του, που καλύτερα είναι να μην τη διαθέτει καν. Φυσικά, η διεύθυνση της πολιτικής κοινωνίας δεν πρόκειται να ανατεθεί ποτέ σε μηχανές και οι άνθρωποι, οι τάξεις, οι φυλές, τα κόμματα, τα λόμπι θα συνεχίσουν για αιώνες να παλεύουν για την εξουσία, ακόμη κι αν η πρόθεσή τους είναι να την καταργήσουν.
Ως εκ τούτου, πρέπει να βολευτούμε με τους ανθρώπινους εξουσιαστές. Και θα πρέπει να φανταστούμε έναν μαγικό τρόπο -μια λοβοτομή ίσως;- για να τους απαλλάξουμε από τις πρωταρχικές αιτίες που σπρώχνουν την ανθρώπινη φύση στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπως απλά και γλαφυρά τις όρισε ο Χομπς: τον ανταγωνισμό, τη δυσπιστία και τη δόξα. Ο πρώτος αντιστοιχεί στην απληστία, στο κυνήγι του πλούτου, στην αντίληψη ότι η ιδιοκτησία και η ιδιοποίηση είναι ο μοναδικός τρόπος να απολαμβάνουμε τα αγαθά. Η δεύτερη αντιστοιχεί στην ανασφάλεια, στον διαρκή φόβο ότι οι άλλοι είναι μια διαρκής απειλή για τα αγαθά που κατέχουμε -είτε τα έχουμε παραγάγει είτε απλώς ιδιοποιηθεί (δηλαδή, κλέψει). Και η τρίτη αντιστοιχεί στην επιθυμία διάκρισης από τους άλλους, στη φήμη, στο υπερτροφικό εγώ, στη λαμπερή δημόσια εικόνα μας. Η εξουσία δίνει τόσο άφθονες ευκαιρίες για να υπηρετηθούν αυτές οι τρεις ανθρώπινες αναπηρίες, κι αυτές οι ευκαιρίες είναι κατά κανόνα το κίνητρο όσων προσέρχονται στον στίβο της διεκδίκησής της. Έστω κι αν δεν υπάρχουν σωρευτικά, έστω κι αν ο πολιτικός είναι ήδη αρκετά πλούσιος για να φιλοδοξεί να πλουτίσει κι άλλο, έστω κι αν είναι αρκετά ασφαλής για να αισθανθεί προστατευμένος στον υπουργικό θώκο, έστω κι αν είναι πολύ διάσημος για να πιστεύει ότι το να ακούει καθημερινά τ’ όνομά τους στις ειδήσεις και να βγαίνει τουλάχιστον μία φορά την ημέρα στα τηλεοπτικά «παράθυρα» θα προσθέσει κάτι στη δημόσια εικόνα του.
Επομένως, ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγουμε τον εκμαυλιστικό μηχανισμό της εξουσίας είναι να επιστρατεύσουμε στην άσκησή της όχι αντιεξουσιαστές, αλλά αναχωρητές, ασκητές, ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τα «απεχθή» στοιχεία της ανθρώπινης φύσης τους. Κοσμοκαλόγερους ντυμένους με φθαρμένα ράσα, ρακένδυτους, γυμνούς από περιουσία, παραιτημένους από φιλοδοξία, αδιάφορους για την εικόνα τους, απαθείς στις απειλές κατά της ζωής τους, καρτερικούς στη δημόσια κατακραυγή, άκαμπτους στις πιέσεις και στους πειρασμούς, απρόθυμους για δημόσιες σχέσεις, χωρίς την παραμικρή διάθεση να επικοινωνήσουν το έργο και τις αποφάσεις τους, απρόσιτους στα ΜΜΕ και στους δημοσιογράφους, σκοτεινούς, βλοσυρούς, λιγομίλητους, σχεδόν μισάνθρωπους. Ακριβώς σαν τους στυλίτες των πρώτων χριστιανικών αιώνων που επέλεγαν την πιο ακραία μορφή ασκητισμού, την τέλεια απομόνωση από την κοινωνία και τους πειρασμούς της, πάνω σε έναν στύλο αρκετά μέτρα ψηλά από το έδαφος και ελάχιστα πιο κοντά στη μόνη εξουσία που αναγνώριζαν, την εξουσία του Θεού.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό το μοντέλο δημόσιας εξουσίας, εκτός του ότι θα έβρισκε ελάχιστους πρόθυμους λειτουργούς, δεν θα είχε καμία τύχη μετά λίγα εικοσιτετράωρα. Περιττό να πω ότι δεν θα είχαν καμία τύχη ως αιρετοί – το πιθανότερο είναι να μην έβρισκαν ούτε έναν σταυρό πέραν του δικού τους στα ψηφοδέλτια. Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι προσέρχονταν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας ως εξωκοινοβουλευτικοί λειτουργοί, με βιογραφικά ή χωρίς, χωρίς ταξικές προκαταλήψεις και με μόνο εφόδιο μια αφηρημένη αντίληψη περί εξυπηρέτησης του κοινού καλού, του δημοσίου συμφέροντος, της προόδου του έθνους, σύντομα θα ανακάλυπταν ότι υπηρετούν μια χίμαιρα. Ότι κοινό καλό δεν υφίσταται, ότι δημόσιο συμφέρον σημαίνει διευθέτηση πολλών συγκρουόμενων και ασυμφιλίωτων συμφερόντων και πως σε κάθε έθνος υπάρχουν πολλά έθνη που βρίσκονται σ’ έναν υπολανθάνοντα και απλώς ανομολόγητο εμφύλιο. Φυσικά, τα πρωτοσέλιδα θα έκαναν λόγο για «Ρασπούτιν» του εξουσίας και θα αποκάλυπταν ντοκουμέντα για τα μοναχικά όργια των στυλιτών της εξουσίας επί των στύλων τους, η αγορά θα απαιτούσε τη σταύρωσή τους διότι το αντικαταναλωτικό μοντέλο τους προκαλούσε καταστροφή, η αντιπολίτευση θα επιστράτευε όλα τα τοπ μόντελ της πιάτσας για να τα αντιπαραθέσει στους miserabile visu εξουσιαστές και θα οργάνωνε επανάσταση της πασαρέλας (και όχι της κατσαρόλας) με το σύνθημα: «Διώξτε τους στυλίτες και φέρτε τους στυλίστες»!
Φαύλος κύκλος, λοιπόν; Κι ακόμα χειρότερα, αν υπολογίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός, περισσότερα από όλα τα προγενέστερα συστήματα, αποδυναμώνει τη δημόσια εξουσία, δίνοντας τη δυνατότητα σ’ ένα σωρό άλλα κέντρα ισχύος, πρωτίστως οικονομικής, να επιβάλλουν τη δική τους εξουσία, μια εξουσία στα όρια της αναρχίας, ντυμένη τη θεσμική φορεσιά της ελευθερίας των αγαθών και των κεφαλαίων. Από την οποία δεν μας σώζουν ούτε οι στυλίτες ούτε οι αντιεξουσιαστές της εξουσίας. Αλλά, επειδή θα συνυπάρξουμε ως είδος για αρκετούς αιώνες με την εξουσία και το ερώτημα θα είναι πάντα «ποιος μας φυλάσσει από τους φύλακες», η απάντηση ίσως βρίσκεται στην τεχνική προσέγγιση του Μοντεσκιέ που εξαρχής εντόπισε τη σχιζοειδή αντίφαση κάθε συστήματος εξουσίας. «Προκειμένου να μην υπάρχει κατάχρηση της εξουσίας, χρειάζεται η εξουσία να σταματάει την εξουσία», έλεγε και όρισε ως απάντηση τη διάκριση των εξουσιών. Εν τω μεταξύ, οι διακεκριμένες εξουσίες έγιναν αυγοτάραχο κι απέκτησαν τόσους ανταγωνιστές που είναι πια θλιβερή καρικατούρα του παρελθόντος τους. Τώρα η διάκριση των εξουσιών δεν αρκεί. Η διάχυσή τους ίσως είναι η επόμενη απάντηση. Power to the people, που τραγουδούσαν κάποιοι γραφικοί…
No comments:
Post a Comment