«Τι περιμένεις από μένα, από τις συνεδρίες μας;», ρωτάει ο θεραπευτής τον ασθενή του. Ο ασθενής βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς ανησυχίας, κινείται συνέχεια πάνω στην πολυθρόνα, αλλάζει στάση, σημείο στήριξης, τρώει τα νύχια του, ανακατεύει νευρικά τα μαλλιά του κι αποφεύγει με κάθε τρόπο το βλέμμα του γιατρού. Διστάζει πολύ πριν απαντήσει.
«Τι να περιμένω; Ν’ ανακαλύψω το νόημα της ύπαρξής μου. Όλα πάνω μου είναι λάθος. Ακόμη και τ’ όνομά μου. Ακούς εκεί “Έλλειμμα”…Τι οντότητα μπορεί να έχει ένα πλάσμα που ονομάζεται “Έλλειμμα”; Θα λείψω από κανένα όταν θα εκλείψω; Όχι, βέβαια!».
«Αυτό είναι απλό. Μετονομάσου σε “Πλεόνασμα”. Υποθέτω ότι όλοι θα σ’ αγαπήσουν τότε;».
«Με δουλεύεις, γιατρέ; Από μένα εξαρτάται; Δεν ορίζω την ύπαρξή μου σε τίποτα. Ούτε στα κιλά μου, ούτε στο ύψος μου, ούτε στην ηλικία μου. Η ταυτότητά μου αλλάζει τα μισά της στοιχεία κάθε μήνα. Να φανταστείς ότι αν και έχω πραγματική ηλικία τουλάχιστον 120 ετών -υπολόγισε, πόσοι προϋπολογισμοί έχουν καταρτιστεί από εποχής Τρικούπη- με αντιμετωπίζουν όλοι σαν κακομαθημένο δεκάχρονο. Μέχρι το 1999 αδιαφορούσαν για την ύπαρξή μου. Δεν πάει να ’μουνα 1% ή 101%, το ίδιο τους έκανε. Ξαφνικά, άρχισαν να με μετράνε μανιωδώς. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ένας αριθμός είμαι στο κάτω κάτω…».
«Όχι ένας, είσαι μια μακρά σειρά αριθμών, σχεδόν ένα άπειρο», διόρθωσε ο θεραπευτής.
«Ναι, αλλά βρες μου έστω και έναν που να μου το επιτρέπει. Όλοι ισχυρίζονται πως θέλουν να με μηδενίσουν. Δηλαδή, η ιδεώδης κατάσταση ύπαρξής μου είναι το μηδέν, η ανυπαρξία. Τι νόημα έχει να συνεχίσω;».
«Όχι, έχεις λάθος σ’ αυτό. Γιατί αποκλείεις να μεταλλαχθείς σε πλεόνασμα;».
«Πλάκα κάνεις! Στον 22ο αιώνα, ίσως… Εδώ οι άνθρωποι χρωστάνε της Μιχαλούς. Και το βρακί που φοράνε, δανεικό το ’χουν. Και ξέρεις, εγώ πάω πακέτο με το Χρέος. Δεν υπάρχει ελπίς… Εμένα μου αρκούν πιο μέτρια πράγματα. Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα γεράσω με το Σύμφωνο Σταθερότητας – ας το βρίζουν όλοι, ρούπι δεν το κουνάνε από τις οδηγίες του. Αν είχαν τσαμπουκά θα το είχαν διαλύσει. Γι’ αυτό σου λέω, γιατρέ. Μου αρκεί μια υπαρξιακή ισορροπία στην περιοχή του ορίου 3%. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, δεν έχει τόση σημασία… Ούτε ο Αλμούνια, ούτε ο Τρισέ θα πουν τίποτα».
«Ωραία! Πού είναι το πρόβλημα, λοιπόν;».
«Αααα… Νομίζω ότι δεν έχουμε καλή χημεία, γιατρέ. Σαν να μη με παρακολουθείς καθόλου. Ή μήπως εγώ στα λέω άλλα αντ’ άλλων; Λοιπόν, στα εξιστορώ λεπτομερώς. Το 1999 ήμουν καρφωμένο στο 3%, πανηγύρια οι Ελληνάρες, μπήκαν στην ΟΝΕ, είχαν πάθει και μια υστερία τότε με το Χρηματιστήριο και νόμιζαν ότι έβρεχε ο ουρανός χρήμα, κι ο Σημίτης μεσ’ στην καλή χαρά κράδαινε τα ευρώπουλα όπως ο αρχάγγελος Μιχαήλ την πύρινη ρομφαία του, κι ας πάθανε την πλάκα τους οι καταναλωτές κι οι μισθωτοί με το νέο νόμισμα, νόμιζαν ότι έφταιγε αυτό για τις τρύπες στις τσέπες τους, πού να πάρουν πρέφα ότι τους λήστευαν κανονικά κάτω από τη μύτη τους, νόμιζαν ότι τους είχαν κάνει βουντού. Πέρασα μια μάλλον ανέφελη τετραετία, δεν με πολυενοχλούσαν, τότε ασχολούνταν μόνο με τον πληθωρισμό. Α, και με τον ρυθμό ανάπτυξης -τι πάθος κι αυτό με το ΑΕΠ-, κάναμε πρωταθλητισμό ευρωπαϊκού επιπέδου, χόρτασαν τα λαμόγια κι οι εθνικοί προμηθευτές, έβγαλαν χρήμα και για τα τρισέγγονά τους. Τον πέμπτο χρόνο, πάνω που ετοιμαζόμουνα να απολαύσω την εθνική ολυμπιακή ευφορία, να ’σου προκύπτει κυβερνητική αλλαγή, έρχεται ο Αλογοσκούφης, μου κάνει ένα κεφαλοκλείδωμα κι έπειτα μου ρίχνει μια απογραφή που είδα τον Χριστό φαντάρο. “Τι 3% και κουραφέξαλα”, μου είπε, “εσύ είσαι 6% και βάλε”. Πέρασα μια υπερεντατική δίαιτα παχύνσεως – για να είμαι ειλικρινής, όχι μόνο εγώ, αλλά κι άλλοι απ’ το σόι μου, η ανεργία, για παράδειγμα, πέρασε κι αυτή τον παθών της τον τάραχο. Από το 7% την έφτασαν στο 11%. Και να τα σούρτα φέρτα Αθήνα – Βρυξέλες, έρχονταν κι οι χαρτογιακάδες της Eurostat, με μέτραγαν από δω, με μέτραγαν από εκεί, τέλος πάντων κατέληξαν πόσο είμαι. Ήταν θέμα ηθικής τάξεως, λέει. Καθαρά τεφτέρια. Πάνω που τέλειωσα τη δίαιτα πάχυνσης, άρχισε η αντίστροφη διαδικασία. Με ξενηστικώσανε μέχρι να ξαναπέσω στο 3%. Και καλά, εγώ δεν παθαίνω τίποτα, αν εξαιρέσεις το βρισίδι που έφαγα απ’ τον κόσμο που τ’ ακουμπούσε κανονικά στην εφορία, αλλά αυτοί οι ανόητοι που είχαν χάψει τα περί φορολογικής δικαιοσύνης και δεν προλάβαιναν να χωνέψουν τον ένα φόρο μετά τον άλλο, τι χρώσταγαν;».
«Πάρε μια ανάσα…», διέκοψε ο θεραπευτής το Έλλειμμα.
«Αδύνατον! Θα χάσω τον ειρμό της σκέψης. Μ’ έβριζαν, που λες όλοι, “απογραμμένο” με ανέβαζαν “ξεγραμμένο” με κατέβαζαν. Τέλος πάντων, με την εντατική γυμναστική και δίαιτα ξαναβρήκα την ισορροπία στην περιοχή του 3% – μεγάλα γλέντια. Και να διθύραμβοι για την άρση της επιτήρησης και χειροκροτήματα και “εύγε” από τους κοινοτικούς -ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήταν σημαντικό το μέγεθός μου, κατάλαβα όμως πόσο δίκιο είχε εκείνος ο χριστιανός όταν έλεγε ότι στην Ελλάδα ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι-, το κακό είναι, βέβαια, ότι και όταν δυστυχούν οι αριθμοί οι άνθρωποι πάλι δεινοπαθούν μαζί τους. Κάπως έτσι ένιωθα εγώ με την ευημερία μου, μια αναπηρία ήταν, για να μη νομίζεις ότι ήμουν ένα ξερός και αναίσθητος αριθμός. Έτσι κύλησαν τα τρία πρώτα χρόνια της ήπιας προσαρμογής, έπειτα ήρθε εκείνο το φοβερό καλοκαίρι, κάηκε το σύμπαν, παρανάλωμα και 80 τόσοι άνθρωποι, αυτό το έλλειμμα δεν καταγράφηκε πουθενά, και της Eurostat και της Κομισιόν καρφάκι δεν τους κάηκε. Και, σαν να μην έτρεχε κάστανο, έκανε τις εκλογές και τις πήρε πάλι ο Καραμανλής, κι εμένα μου κατσικώθηκε άλλον ενάμιση χρόνο ο Αλογοσκούφης, τσάρος πασών των ελλειμμάτων. Θέλησε να κάνει απογραφή και στο ΑΕΠ, γέλασε κι ο κάθε πικραμένος, μέχρι και τις πουτάνες ήθελε να μετρήσει για το παραγόμενο προϊόν – σε τι να το μετρήσει; Σε προφυλακτικά; Πριν χρονίσει στη νέα της θητεία η κυβέρνηση, σκάει και φούσκα, το έλα να δεις στις αγορές, κατά διαόλου τα δημοσιονομικά, ύφεση στις οικονομίες, έπεσαν και τα κάστρα – να οι Αμερικάνοι, να οι Κινέζοι, από κοντά κι οι Ευρωπαίοι που ξαφνικά, σαν να τους τσίμπησε μύγα, “τι το θέλουμε το Σύμφωνο Σταθερότητας; Ποιος χέστηκε για το έλλειμμα;”, άρχισαν να ψελλίζουν στην αρχή, να το κραυγάζουν μετά. Αυτός ο δικός μας, εκεί, ακούνητος, δημοσιονομική ορθοδοξία ή θάνατος. Άρχισε να βράζει ο κόσμος, “κι άλλους φόρους; Εδώ δεν έχουμε να βγάλουμε τον μήνα. Δεν ξέρουμε αν θα ’χουμε δουλειές, παραγγελίες, τζίρους. Αλήθεια, τι είναι αυτή ή ύφεση;”. Έπρεπε, βλέπεις, να μάθουν όλοι και καινούργιες λέξεις. Τέλος πάντων, τον έφαγε η βουή του κόσμου τον δικό μου, τον έφαγε η μαρμάγκα του ανασχηματισμού. Κι εκεί που είχα συνηθίσει το φυσικό μου μέγεθος, έρχεται ο Παπαθανασίου, της πιάτσας άνθρωπος και καλά, “όταν έχουμε ύφεση και απειλούνται θέσεις εργασίας, το έλλειμμα δεν είναι η πρώτη μας προτεραιότητα”, είπε. Κατάλαβα, σκέφτηκα εγώ. Τώρα θα υποστώ την απογραφή της απογραφής. Και μ’ άφησαν ελεύθερο, το ’ριξα στην πάχυνση κι εγώ και μέσα σε λίγους μήνες -δεν μου ήταν και δύσκολο- το έπιασα και το 4% και το 5%, έφτασα κάπου στο 6% λίγο πριν τις εκλογές. Και πάλι δεν ήμουν σίγουρο πόσο ακριβώς ήμουν, άκουγα κάτι μισόλογα από τον Προβόπουλο, ίσως να ’μαι και 8%, έπαψα ν’ ασχολούμαι πια κι αποφάσισα να περιμένω το αποτέλεσμα των εκλογών. Και οι φόβοι μου αποδείχθηκαν αληθινοί – δεν είμαι κατά των αλλαγών, αλλά υποψιαζόμουν τι με περιμένει. “Καταγραφή” ονομάστηκε η νέα εντατική θεραπεία παχύνσεως, δηλαδή καταγραφή της απογραφής μιας προηγούμενης καταγραφής. Και μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα εκτοξεύτηκα στο 12,5%. Τριπλασιάστηκα! Πόσα κιλά είσαι εσύ; Κάπου 80; Φαντάζεσαι σ’ έναν μήνα να γινόσουν 240 κιλά; Πώς θα αισθανόσουν; Και στο κάτω κάτω, τι σημαίνει αυτό; Τι αλλάζει στη ζωή των ανθρώπων αν είμαι 12% ή 112%; Τι αλλάζει για τον άνεργο αν του πεις ότι η ανεργία δεν είναι 11% αλλά 15%; Θα βρει πιο γρήγορα δουλειά; Όχι, απλώς του ασκείς ψυχολογικό εκβιασμό, έτσι δεν είναι; Του λες ότι πρέπει να ρίξει την τιμή του, αν θέλει να έχει κάποια τύχη. Και με μένα το ίδιο γίνεται. Ξέρεις τι είμαι; Ένας μπαμπούλας για να τρώνε το φαΐ τους τα παιδιά, για να πληρώνουν οι φορολογούμενοι τους φόρους τους, για να κάθονται οι μισθωτοί στ’ αυγά τους. Δεν αντέχω άλλο πια… Κι αυτά τα αντικαταθλιπτικά παχαίνουν, δεν παχαίνουν; Με βλέπω μέχρι το τέλος του χρόνου να χτυπάω ένα 14% με 15%».
«Ωραία», διέκοψε ο γιατρός. «Και τι θέλεις τώρα; Πέρασες μια απογραφή, περνάς τώρα μια καταγραφή… Τι θα ’θελες ν’ ακολουθήσει;»
«Μια παραγραφή… Ή, μια πλήρης διαγραφή καλύτερα. Να με ξεχάσουν όλοι στην ανυπαρξία τού 0%. Αφού ως έλλειμμα είμαι ανεπιθύμητο και ως πλεόνασμα ανέφικτο, γιατί δεν μ’ αφήνουν στην ησυχία μου;».
Kαι όμως, υπάρχει πλεονασματικός προυπολογισμός στα δημόσια οικονομικά της ελληνικής καθημερινότητας!Μια φούσκα των νοερών επενδύσεων, που πολλοί φτιάχνουν εντός της ψωροκώσταινας, μας κάνει πολλές φορές να πετάμε σε αερόστατα ελπίδας, εκεί στá Da Capo των αναλύσεων, ''ειδικοί'' ,κατευθύνουν την κλειστή ελληνική οικονομία στο σύμπαν του φαντασιακού ευδαιμόνισμού...
ReplyDeleteΧαίρομαι πολύ, αγαπητέ "Κιμπι"
ReplyDeleteπου τυχαία σε βρίσκω μέσα στο απέραντο κυβερνο-χάος - και στην ...ογκώδη bubble του ελείμματος ;)
αφού χαθήκαμε στα (ερτζιανά) κύματα~~~
έρρωσο !
Θα ήθελα να κάνω μια καταγγελία παρακαλώ...
ReplyDeleteΚαταγγέλω την αντιεπαγγελματική στάση του θεραπευτή, που παίζει ρόλο διακοσμητικό αγγίζοντας τη σφαίρα της ανυπαρξίας.
Διάφορες θεωρίες υποστηρίζουν πως κάποιες ασθένειες είναι όντως αθεράπευτες, μα αυτές είναι διατυπωμένες κυρίως από βαθέως διεστραμμένους θεωρητικούς, που σφαιτερίζονται τα λεφτά, τη δόξα και την διαπλοκή με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και βολεύονται στο να πιστεύει ο κόσμος τα λεγόμενά τους...
Παρόλα αυτά ένας θεραπευτής ως άξιο μέλος του συλλόγου, θα πρέπει να υποστηρίζει τον πελάτη του ή ασθενή του (όπως προτιμάτε) και να τον καθοδηγεί, όπως γνωρίζει προς την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της ασθενείας του.
Συμπάσχουμε όλοι με το Έλλειμα και ελπίζουμε α. να αποφασίσει επιτέλους να δουλέψει τα προβλήματά του με έναν συνετό, αξιόλογο και παράλληλα βαθειά ηθικόν και φιλάνθρωπο θεραπευτή και β. να μη σπαταλάται πια σε ανήθικες συναναστροφές, που κανέναν δεν ωφελούν...
(Μπράβο Κίμπι- Πολύ μου άρεσε η αλληγορία σου)
Δε παίζεσαι.Τι γίνεται θα τα βγάλεις βιβλίο ποτέ.
ReplyDeleteΞέρεις εχω αρχίσει να αισθάνομαι σαν... έλλειμα. Ολο φουσκώνω!