Πάντα είχα την απορία πώς ισορροπούν οι γυναίκες πάνω στα δεκάποντα τακούνια που εδώ και πολλές δεκαετίες, από την εποχή των παππούδων μας, έχουν γίνει απόλυτο σύμβολο θηλυκότητας, ανελέητο φετίχ της γυναικείας σεξουαλικότητας. Όσοι άντρες, ως παιδιά τουλάχιστον, δοκίμασαν τις γόβες-στιλέτο των μαμάδων τους, ίσως έχουν μια αμυδρή ανάμνηση για την ακροβατική δεξιότητα που απαιτεί το περπάτημα με τα πόδια επτά έως δέκα πόντους πάνω από το έδαφος και σε γωνία σχεδόν σαρανταπέντε μοιρών. Γι’ αυτό και οι λίγοι άρρενες που επιμένουν συστηματικά να φορούν ψηλοτάκουνα και ως ενήλικες κάνουν ένα αποδεδειγμένα επικίνδυνο επάγγελμα, με επιπλέον ρίσκο την πτώση από το μπόι τους και τα κατάγματα (για τους τραβεστί μιλάω, όχι για όσους φοράνε τα ψηλοτάκουνα από χόμπι…).
Δεν ξέρω αν τα ψηλά τακούνια είναι μια αντρική συνωμοσία για την εξόντωση των γυναικών ή αντιστρόφως, μια γυναικεία συνωμοσία για την ερωτική υποδούλωση των ανδρών. Έχουν γίνει κάποιες φιλότιμες, πλην φαιδρές προσπάθειες να εντοπιστεί το επιστημονικό υπόστρωμα που συνδυάζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα με το σχήμα του ποδιού και της γάμπας πάνω στο ψηλό τακούνι – ένα φαλλικό υπονοούμενο, κατά μία εκδοχή. Μια ανεκδιήγητη καθηγήτρια ιταλικού πανεπιστημίου (προφανώς θα έπαιρνε το κατιτί της από τις βιομηχανίες της μόδας) «απέδειξε» προ ετών πως το περπάτημα πάνω σε επτά (τουλάχιστον) πόντους τακούνια ασκεί με έναν ειδικό και αποτελεσματικό τρόπο τους μύες της λεκάνης που συνδέονται με τον γυναικείο οργασμό.
Η ιστορία των τακουνιών πάντως μάλλον διαψεύδει τον συμπαθή σύγχρονο αστικό μας μύθο. Πολύ πριν τα τακούνια γίνουν γυναικείο (ή μάλλον ανδρικό;) φετίχ, ήταν ένα από τα πολλά ενδυματολογικά σύμβολα διαχωρισμού των τάξεων ή το πολύ αξεσουάρ ειδικών επαγγελμάτων. Ακόμη και 3.500 χρόνια π.Χ., στην Αίγυπτο, οι ανώτερες τάξεις φρόντιζαν να απεικονίζουν την ανωτερότητά τους με ψηλοτάκουνα παπούτσια (όχι στιλέτο, πάντως). Το ίδιο γινόταν στην Κίνα κι αργότερα στην Ευρώπη, κατά τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και μέχρι τα χρόνια των Λουδοβίκων. Αλλά, ψηλοτάκουνα φορούσαν και οι ηθοποιοί της αρχαίας Αθήνας και της Ρώμης, ή οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χασάπηδες για λόγους καθαρά πρακτικούς, όπως -για παράδειγμα- για να κυκλοφορούν ανάμεσα στα ζώα που επρόκειτο να επιλέξουν προς σφαγή. Σε γενικές γραμμές, τα ψηλοτάκουνα τα φορούσαν για χιλιετίες άνδρες και γυναίκες, κατά κανόνα για να υπογραμμίσουν την κοινωνική τους ανωτερότητα, χωρίς καμία σεξουαλική απόχρωση, εκτός κι αν λάβουμε υπόψη ότι έτσι κι αλλιώς η εξουσία που συμβόλιζαν τα παπούτσια τους λειτουργούσε και τότε ως αφροδισιακό. Άλλωστε, ως σύμβολα εξουσίας και ταξικής ανισότητας δαιμονοποιήθηκαν τα ψηλοτάκουνα, εξ ου και ο Ναπολεόντειος Κώδικας τα απαγόρευσε, ενώ η Μαρία Αντουανέτα απαίτησε να πεθάνει στη λαιμητόμο φορώντας τουλάχιστον τις γόβες της.
Εν πάση περιπτώσει, σχεδόν κανείς δεν είχε αποδώσει στα ψηλά τακούνια τις μαγικές σεξουαλικές ιδιότητες που σήμερα τους αποδίδονται πριν ο Κριστιάν Ντιορ, στη δεκαετία του ’50, λανσάρει τη γόβα-στιλέτο και πριν τα παπαγαλάκια της βιομηχανίας της μόδας, με τη βοήθεια του Χόλιγουντ και μερικών ευφάνταστων συγγραφέων, της αποδώσουν τον υπαινιγμό της ανδρικής στύσης. Και ενδεχομένως υπάρχει μια συνάρτηση, αν υποθέσουμε ότι μια καλά εκπαιδευμένη γυναίκα περπατά πάνω στα «στιλέτα» λικνίζοντας τους γοφούς μ’ έναν μαυλιστικό τρόπο που αφυπνίζει το ανδρικό μαλακό υπογάστριο. Τελικά είναι μάλλον πιθανότερο το ψηλοτάκουνο να θεωρηθεί ένα αποτελεσματικό φονικό όπλο, παρά ερωτικό αξεσουάρ. Ο φετιχισμός που εν τω μεταξύ αναπτύχθηκε είναι προφανώς προϊόν της συστηματικής έκθεσής μας στη διαφήμιση της βιομηχανίας της μόδας.
Ωστόσο, η έσχατη λειτουργία της γόβας-στιλέτο δεν είναι του ερωτικού αλλά του εργασιακού αξεσουάρ. Προ εβδομάδων, η είδηση ότι τα βρετανικά συνδικάτα έθεσαν ζήτημα κατάργησης της χρήσης των ψηλοτάκουνων στους χώρους εργασίας ή αντιμετώπισής τους ως συντελεστή για την ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά, έγινε δεκτή με θυμηδία, σαν να επρόκειτο για πλάκα, ανέκδοτο ή χοντροκομμένο συνδικαλιστικό μαξιμαλισμό. Θα ήταν ενδιαφέρον, να επιβληθεί στους μειδιώντες πολιτικούς, γραφειοκράτες ή επιθεωρητές εργασίας να φορέσουν γόβες-στιλέτο για εβδομάδα, τουλάχιστον για το εργασιακό τους οκτάωρο, πριν αποφανθούν αν το αίτημα στερείται σοβαρότητας. Και μάλιστα η δοκιμασία να γίνει επί των pencil heels, της μετεξέλιξης των «στιλέτων», που μαθαίνω πως κάνουν θραύση στη Βρετανία και απαιτούν ειδική εκπαίδευση όσων θέλουν να ισορροπήσουν σ’ αυτά. Γιατί η αλήθεια είναι ότι, ακόμη και αν για τις γυναίκες το ψηλοτάκουνο είναι απαραίτητο συμπλήρωμα φιλαρέσκειας, οι περισσότερες μάλλον δεν θα το επέλεγαν για ένα οκτάωρο εργασίας και ορθοστασίας μπροστά στους πάγκους των πωλήσεων, στα ταμεία των καταστημάτων ρούχων, στα καταστήματα καλλυντικών. Ούτε στα γραφεία των διευθυντών και των μάνατζερ που θέλουν τις γραμματείς τους λεπτές, με άψογο μακιγιάζ, ντυμένες στην τρίχα και λικνιζόμενες πάνω στις γόβες τους. Ούτε στις χρηματοπιστωτικές και άλλες υπηρεσίες όπου το dress code είναι ένα επιπλέον πεδίο εργασιακού ανταγωνισμού στις χώρες του ευημερούντος, απαστράπτοντος και απαραίτητα κομψού καπιταλισμού. Αυτός ο ενδυματολογικός κώδικας άλλωστε -που συμπληρώνει επαγγελματικές δεξιότητες όπως η ειδίκευση, το πτυχίο, το μεταπτυχιακό, οι ξένες γλώσσες, αλλά και το ωραίο χαμόγελο- χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια κλάδους όπου ανθούν η μερική απασχόληση, οι μειωμένες παροχές και οι ελάχιστες εγγυήσεις, δηλαδή κατεξοχήν χώρους υποβάθμισης των όρων εργασίας. Κι είναι ένα ερώτημα (πέραν της καταπόνησης πάνω στους δέκα πόντους των τακουνιών), πώς ακριβώς φαντάζονται οι εργοδότες ότι μπορεί μια μισθωτή των 800 ή 1.000 ευρώ να καλύψει το κόστος του να είναι κομψή, όμορφη και πάντα ντυμένη με φιρμάτα ρούχα και παπούτσια. Ισχύει και για τους άντρες, βέβαια, τους Νάρκισσους των 800 ευρώ, που ως σερβιτόροι, μπάρμεν, πωλητές οφείλουν να είναι νέοι, χαριτωμένοι, μοντέρνα κουρεμένοι και να υποβάλλουν συστηματικά τα σώματά τους στη «γλυπτική» των γυμναστηρίων ούτως ώστε να μένουν πάντα στο πλαίσιο του αρχαιοελληνικού κάλλους, έστω κι αν τα δάχτυλά τους πρέπει να βγάλουν κάλους (απ’ τα βαράκια, μην πάει αλλού το μυαλό σας...).
Εν ολίγοις, τα ψηλά τακούνια, κι όλα τ’ άλλα αξεσουάρ του ενδυματολογικού (και σωματικού) κώδικα της εργασίας, δεν είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις φόρμες και τα κασκέτα των μεταλλωρύχων, τους ιμάντες ασφαλείας των εναεριτών, τις μάσκες των οξυγονοκολλητών. Και το μακιγιάζ της πωλήτριας καλλυντικών μάλλον είναι το αντίστοιχο της μουντζούρας στο πρόσωπο με την οποία επιστρέφει ο ανθρακωρύχος από τις στοές. Σε τελευταία ανάλυση, λίγο ενδιαφέρει τον σκλάβο αν οι αλυσίδες του είναι χρυσές ή σιδερένιες. Η ουσία της μισθωτής σκλαβιάς μένει ανέπαφη- αν και αδιόρατη- ακόμη και πάνω στις γόβες-στιλέτο.
Κανένας μαξιμαλισμός δεν υπάρχει λοιπόν σ’ ένα αίτημα για επίδομα ψηλοτάκουνων ή για απαγόρευσή τους στον χώρο δουλειάς, για επίδομα γκαρνταρόμπας ή πρόσληψη μασέρ που να χαλαρώνουν το καταπονημένο σώμα της εργασίας. Το μόνο εξωφρενικό και μαξιμαλιστικό είναι η θρασεία παλινόρθωση της οικονομικής ορθοδοξίας και του «επιστημονικού μάνατζμεντ» που θέλει να εδραιώσει πάνω στα αποκαΐδια της ύφεσης έναν εργασιακό Μεσαίωνα διαρκείας, για άσπρα ή μπλε κολάρα, για ρόμπες, ποδιές, γκρι ταγέρ και ψηλά τακούνια. Τον Μεσαίωνα που καταπονεί χαμογελαστές κούκλες πάνω στις γόβες τους προς δόξα της κατανάλωσης, με την ίδια ευκολία που πολλαπλασιάζει τους αυτόχειρες της France Telecom, σ’ έναν παράλογο ανταγωνισμό απανθρωπιάς και στυλ…
No comments:
Post a Comment