Μας αγαπάνε, δεν μας αγαπάνε, μας αγαπάνε; Σίγουρα, δεν μας αγαπάνε. Θα πτωχεύσουμε, δεν θα πτωχεύσουμε, θα πτωχεύσουμε; Πιθανότατα θα πτωχεύσουμε. Ακόμη κι αν μας αγαπούσαν, θα πτωχεύαμε διότι αγαπάνε το κέρδος περισσότερο από εμάς. Αλλά κι αν δεν πτωχεύσουμε τελικά -από υπερβολική αγάπη, υπερβολικό μίσος ή υπερβολική χλεύη- θα είμαστε όλο και φτωχότεροι, κάθε μέρα που περνάει. Το κόστος του κρατικού δανεισμού θα ανεβαίνει, ο εθνικός πλούτος θα συρρικνώνεται, το λαϊκό εισόδημα θα μειώνεται και το αποτέλεσμα θα είναι μια κανονική χρεοκοπία, από την οποία θα λείπει απλώς ο τίτλος τιμής. Ή ατιμίας. Από την άποψη αυτή έχει δίκιο ο κ. Ρουμπινί. Ως χώρα έχουμε ήδη πτωχεύσει. Όχι ίσως με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται ο επονομαζόμενος «γκουρού» της καταστροφής. Αλλά, από άποψη οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού αποτελέσματος δεν ξέρω τι περισσότερο θα είχε να προσθέσει μια υπαγωγή στο ΔΝΤ, ή στο ΔΝΤ και στην ΕΚΤ, ή στο ΔΝΤ, την ΕΚΤ και τη Fed, ή στο ΔΝΤ, την ΕΚΤ, τη Fed και την Κινεζική Υπηρεσία Συναλλάγματος, στην οποία προσπίπτουμε ως απελπισμένοι δανειολήπτες. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Μια μακρά περίοδος ύφεσης, μια επίσης μακρόχρονη δέσμευση σε επαχθή δανεισμό, μια παραγωγική υποβάθμιση. Και μια ουσιαστική κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας, της αυτονομίας της πολιτικής διακυβέρνησης που πρέπει απλώς να λογοδοτεί όχι στη λαϊκή πλειοψηφία που την εξέλεξε, αλλά στους μπακάληδες και τους τοκογλύφους που τη δανείζουν.
Εδώ που έχουμε φτάσει, και καθώς το δίλημμα που μας τίθεται από «τα σκοτεινά κέντρα που συνωμοτούν εις βάρος του έθνους» ή απλώς από τις κυνικές αγορές είναι αν θα τις αφήσουμε να μας καταστρέψουν αυτές ή θα καταστραφούμε μόνοι μας μια ώρα αρχύτερα, ίσως δεν είναι πολυτέλεια να ασχοληθούμε με το τι έφταιξε. Δεν λέω, το θηρίο θέλει ανθρωποθυσίες εδώ και τώρα για να ηρεμήσει, οι αγορές θέλουν να δουν αίμα να ρέει στα σκαλιά του Συντάγματος, αλλά χαμένοι για χαμένοι, ας το συζητήσουμε τουλάχιστον.
Στην ελληνική περιπέτεια, αυτό που δοκιμάζεται περισσότερο απ’ όλα είναι ο ευρωπαϊσμός σε όλες τις εκδοχές και αποχρώσεις τους. Και δεν αναφέρομαι απλώς στο γεγονός ότι πίσω από τη μάχη των spreads και των επιτοκίων του κρατικού δανεισμού κρύβονται ανομολόγητες προσδοκίες να πέσει η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου, στοιχήματα κερδοσκοπίας πάνω σε μια νέα παγκόσμια νομισματική ισορροπία, ή ακόμη και σχέδια που φτάνουν στη διάλυση της Ευρωζώνης ή τη διχοτόμηση του ευρώ. Παίζουν κι αυτά, αλλά το σημαντικότερο είναι το στριπτίζ στο οποίο υποβάλλεται όλο το θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε. Στη σημαντικότερη κρίση από καταβολής Ε.Ε., όχι μόνο αποδεικνύεται ανίκανη να προστατεύσει τους πιο αδύναμους κρίκους της, αλλά -αντίθετα- φαίνεται να πρωτοστατεί (με πράξεις ή παραλείψεις, δηλώσεις ή αποσιωπήσεις) στη δημοσιονομική τους εξουθένωση. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι ήταν η Ελλάδα που ήρξατο χειρών αδίκων με το λογιστικό τραμπολίνο για το έλλειμμα και το χρέος, ήταν ωστόσο οι κεφαλές της Ε.Ε. -τεχνοκράτες ή πολιτικοί εκπρόσωποι- που υπέδειξαν την ελληνική οικονομία ως διακεκριμένο στόχο της διεθνούς κερδοσκοπίας. Η Ε.Ε. προσέρχεται απλώς ο «αστυνόμος» της δημοσιονομικής ορθοδοξίας του Συμφώνου Σταθερότητας να επιβάλει κυρώσεις, να εκβιάσει πολιτικές, να εναρμονιστεί πλήρως στον κυνισμό των αγορών που απαιτούν μονοδιάστατα, ταξικού μένους μέτρα εις βάρος της εργασίας, της κατανάλωσης, του κοινωνικού κράτους. Απαιτούν μέτρα διεύρυνσης και εμβάθυνσης της φτώχειας εδώ και τώρα, την ώρα που κηρύσσουν το 2010 έτος κατά της φτώχειας. Όλο το οικοδόμημα συμπεριφέρεται με το ήθος και το ύφος ενός οικονομικού ολοκληρωτισμού όπου δεν επιβιώνει ίχνος πολιτικής αλληλεγγύης. Η πολιτική Ευρώπη είναι επιδεικτικά απούσα όχι επειδή οι θεσμοί της είναι αναιμικοί, αλλά γιατί εξ ορισμού οικοδομήθηκε ως μια αγορά κεφαλαίων, αγαθών και εργασίας στην οποία η δημοκρατία είναι υπό διαρκή αίρεση. Τα «όχι» των Γάλλων, των Ιρλανδών και των Δανών δεν ήταν λαϊκές ετυμηγορίες, αλλά λάθη που έπρεπε να διορθωθούν. Οι υπόλοιποι δεν ρωτήθηκαν καν.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν καταγράφεται απλώς το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα», αλλά -ακόμη χειρότερα- ένα πλήρες πολιτικό έλλειμμα, ιδιαίτερα για τις χώρες που σήμερα προβάλλονται ως παρίες της Ε.Ε. και βαρίδια της Ευρωζώνης. Σήμερα η Ελλάδα και η Ιρλανδία, αύριο η Ισπανία και η Πορτογαλία. Από τη μια πλευρά καταλύεται η στοιχειώδης ελευθερία τους να επιλέξουν εκείνο ή το άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής για την έξοδο από τη δημοσιονομική τους κρίση, αντίστοιχο με τη λαϊκή εντολή που έχουν λάβει. Από την άλλη, καλούνται να λειτουργήσουν ως διεκπεραιωτές των πολιτικών που τους υπαγορεύουν τα λόμπι των ευρωκρατών και ως εντεταλμένοι αστυνόμοι τους για πρόληψη ή καταστολή τυχόν κοινωνικών αντιδράσεων. Τι άλλο σημαίνουν τα «τελεσίγραφα» που στέλνει η Κομισιόν στην κυβέρνηση να «καθαρίσει» γρήγορα τις εθνικές οδούς από τα αγροτικά μπλόκα γιατί εμποδίζουν την ελευθερία διακίνησης των αγαθών;
Στον αντίποδα του πολιτικού ελλείμματος για τους παρίες της Ε.Ε., υπάρχει αυτή η απεριόριστη πολιτική ελευθερία των ισχυρών της ευρωπαϊκής αγοράς. Η κ. Μέρκελ, οι υπουργοί της, ο κεντρικός τραπεζίτης της, ο κ. Σαρκοζί και τα μέλη της κυβέρνησής του, ο κ. Τρισέ, ο πρόεδρος της Κομισιόν και οι επίτροποι μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, να σαρκάζουν, να επικρίνουν, να χλευάζουν τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, αλλά και την ελληνική κοινωνία συλλήβδην για το δημοσιονομικό τέλμα. Κάθε δήλωσή τους, όμως, ερμηνεύεται (ή παρερμηνεύεται) από τις αγορές κρατικού χρέους και βυθίζει την οικονομία πιο βαθιά στο τέλμα αυτό κι εκτοξεύει το κόστος του δανεισμού. Και δεν υπάρχει καμία πολιτική διαδικασία κυρώσεων, κανένας τρόπος να διεκδικήσει η πληττόμενη χώρα όχι την αλληλεγγύη των υποτιθέμενων εταίρων της, ούτε την «αποζημίωσή» της για τη βλάβη που προκαλούν, αλλά τουλάχιστον τη σιωπή τους, τη διακριτικότητά τους και σε τελευταία ανάλυση τον σκασμό τους!
Βεβαίως, για να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, είναι ένα ερώτημα τι θα είχαμε γλιτώσει απ’ όλο αυτό τον κακό χαμό αν η Ε.Ε. είχε πράγματι κάποιο στοιχειώδη μηχανισμό πολιτικής συνοχής και αλληλεγγύης, πέρα από τις διαδικασίες κυρώσεων για τα άτακτα μέλη της. Πέρα και πάνω από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, υπάρχει μια παγκόσμια οικονομική υπερδομή απείθαρχη κι ανεξέλεγκτη, που δεν υπακούει σε Σύμφωνα Σταθερότητας, αλλά κινείται με βάση μια παγκόσμια ασυμφωνία της αστάθειας. Όπως εύγλωττα το είπε ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα λίγο πριν αναχωρήσει για το Νταβός, «το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ έχει χάσει την αίγλη του αφότου το οικονομικό σύστημα προκάλεσε τη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων ετών… Δεν μπορούμε να ακολουθούμε πλέον αυτό το μοντέλο διαχείρισης». Το οποίο μοντέλο σημαίνει ότι το χρέος μιας χώρας πουλιέται κι αγοράζεται σε κάθε γωνιά αυτού του πλανήτη, σε κάθε dealing room από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό και τούμπαλιν. Και, επομένως, ο εθνικός πλούτος κάθε χώρας υπερτιμάται ή υποτιμάται ανά πάσα στιγμή μέσα από τις κολοσσιαίες αντιθέσεις κερδοσκοπικών κεφαλαίων και γεωπολιτικών συμφερόντων που στις συγκρούσεις ή τις συγκλίσεις τους καθορίζουν αν θα πτωχεύσει η Ελλάδα, αν θα μετατραπεί σε «Τίγρη» των Βαλκανίων η Ρουμανία, αν η Υεμένη θα γίνει το επόμενο πεδίο πολέμου, αν τον λογαριασμό της κρίσης θα τον πληρώσει ο κόσμος της εργασίας ή ήρθε ο καιρός να περιληφθούν σ’ αυτό και οι εκλεκτοί μικρομεσαίοι. «Ο καπιταλισμός ήταν πάντα μια αποτυχία για τις κατώτερες τάξεις. Τώρα αποδεικνύεται μια ανάλογη αποτυχία και για τις μεσαίες», έγραφε ο μακαρίτης -από προχθές- Χάουαρντ Ζιν. Κι εγώ θα επέκτεινα τη διαπίστωσή του σε κάτι πιο ζοφερό: Ο παγκόσμιος καπιταλισμός, με την παρούσα δομή κι αν δεν δούμε κάποια νέα, ανέλπιστη μετάλλαξή του, έχει εξαντλήσει τα τελευταία αποθέματα συμβολής στην ανθρώπινη πρόοδο. Από εδώ και στο εξής, μόνο καταστροφές μπορεί να εγγυηθεί. Πώς το είχαν πει προεκλογικά οι σημερινοί κυβερνώντες; «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;».
No comments:
Post a Comment