Εγώ το ’68 ήμουν παιδάκι του δημοτικού. Για τον Μάρτη είχα μάθει ότι πρέπει να βάζω τη γνωστή δίχρωμη κλωστούλα στο χέρι, μη με κάψει. Για τον Απρίλη ήξερα ότι κάπου εντός του έπεφτε το Πάσχα. Και για τον Μάη ήξερα ότι, αφού «τον πιάναμε» την Πρωτομαγιά -πάντα είχα την απορία, τι ακριβώς πιάναμε-, μπαίναμε στην τελική για το καλοκαίρι, με σχεδόν τρεις μήνες καθισιό. Έτσι, με τις διακοπές σηματοδοτούσαμε τον κύκλο του χρόνου.
Αυτό πρόδιδε τη φυσική μου ροπή προς την τεμπελιά. Αλλά μάλλον δεν ήταν μόνο δική μου αναπηρία. Αν ήταν αναπηρία. Προϊόντος του χρόνου, στην εφηβεία, στις γνώσεις μου για τον Μάη προστέθηκαν ο αγών διά το οκτάωρον, η εργατική Ππρωτομαγιά, το Σικάγο, η Θεσσαλονίκη, ο «Επιτάφιος», τα στεφάνια και το μαγιόξυλο, του οποίου τον φαλλικό συμβολισμό άργησα να αντιληφθώ. Κουτσουρεμένες γνώσεις, μέσες άκρες, αλλά πάλι διαπίστωνα ότι ο Μάης για κάποιο περίεργο λόγο συνδεόταν με την τάση να απαλλαγούμε από τον καταναγκασμό της εργασίας ή ενός μέρους της τουλάχιστον. Ίσως οι επιστήμονες πρέπει να καταπιαστούν με το φαινόμενο, τι συμβαίνει αυτή την εποχή, αυτό τον μήνα του χρόνου και οι άνθρωποι καταλαμβάνονται απ’ αυτή την απελευθερωτική, σχεδόν βακχική, μανία φυγής από την παραγωγική ρουτίνα και το πλαίσιο της κανονικότητας. Ίσως είναι τα λουλούδια, τα αρώματα, οι φερεμόνες που αποδεσμεύουν, αλλά πάλι σκέπτομαι πως οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έτσι κι αλλιώς το είδος μας έχει εδώ και εκατομμύρια χρόνια πάψει να χρησιμοποιεί τις φερεμόνες τις οποίες θυσίασε προς χάριν της έγχρωμης όρασης. Αφήστε που υπάρχουν ένα σωρό περιοχές του πλανήτη που έχουν μόνον χειμώνα και καλοκαίρι, αλλά καθόλου «Μάη», με την έννοια της εναλλαγής των εποχών, της φύσης και της ανθρώπινης διάθεσης.
Πέρασαν, πάντως, αρκετά χρόνια μέχρι να φτάσει στ’ αυτιά μου εκείνο το σύνθημα που γράφτηκε στο Παρίσι το 1968: «Χτυπάει το ξυπνητήρι: η πρώτη ταπείνωση της ημέρας». Έμεινα έκπληκτος διαπιστώνοντας πόσο με έκφραζε. Με το ξυπνητήρι έχω ακόμη τη χείριστη σχέση. Είναι η ταπείνωση που αρνούμαι να υποστώ. Αλλά, μετά το, έστω καθυστερημένο, ξύπνημα, υφίσταμαι αδιαμαρτύρητα όλες τις υπόλοιπες ταπεινώσεις που συναρτώνται με την έννοια εργασία. Κάπως έτσι συνέβη και μ’ όλη αυτήν τη γενιά της μεταπολεμικής Ευρώπης και Αμερικής που συνδέθηκε μ’ αυτό που συμβατικά και συμβολικά αποκαλείται «Μάης ’68». Αρνήθηκε την ταπείνωση του ξυπνητηριού και -παραδόξως- επέλεξε τον «κόκορα που λαλεί στο σκοτάδι», Έπειτα, όμως, καθώς απομακρυνόταν από τη βιοχημεία της νιότης, υφίστατο τη μία μετά την άλλη όλες τις ταπεινώσεις της υποταγής, της εξαγοράς ή της ήττας. Ωστόσο, κατάφερε να γράψει την πιο γοητευτική παρένθεση στο βιβλίο της νεότερης Ιστορίας. Μια παρένθεση σύντομη, αλλά εκκωφαντική. Σαν ουρλιαχτό που τάραξε τον ύπνο του κόσμου.
Το πιο παράδοξο στο φαινόμενο «Μάης ’68» -που στην πραγματικότητα αφορά όλη τη δεκαετία του ’60- είναι το ότι κινήματα και ρεύματα που ξεπήδησαν από το πουθενά, ασήμαντες μειοψηφικές ομάδες έσυραν πίσω τους μάζες νέων και εργαζόμενων στην πιο αυθάδικη, πιο ηχηρή, πιο εκρηκτική αμφισβήτηση των ιερών και οσίων του οικονομικού μας πολιτισμού. Φωτιά στο χρηματιστήριο του Παρισιού, επιθέσεις στις τράπεζες, χλευαστικά χάπενινγκ στον παγκόσμιο ναό του καπιταλισμού, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καταλήψεις σε εργοστάσια, επιτροπές αυτοδιαχείρισης και, κυρίως, η πιο σαρκαστική, η πιο απρόσμενη υπονόμευση της μισθωτής εργασίας. Ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ο Μαρξ, ο Λένιν και όλοι οι νόθοι (και αυτόκλητοι) επίγονοί τους πως, τα παιδιά των αστών, οι γόνοι των μικροαστών, οι νέοι που προορίζονταν για στελέχη της κρατικής και επιχειρηματικής γραφειοκρατίας, θα αποδεικνύονταν ένας τόσο πρόθυμος στρατός «επανάστασης», έτοιμος να χτυπήσει τον καπιταλισμό στην καρδιά του. Μάταια οι ηγεσίες της επίσημης Αριστεράς έψαχναν στην «επαναστατική ατζέντα» τους σημείωση για ραντεβού με την εξέγερση. Κι εξίσου μάταια τα κόμματα εξουσίας επέπλητταν τις ακαδημαϊκές ηγεσίες ή τους τεχνοκράτες της καταστολής, γιατί κανείς δεν είχε προειδοποιήσει τι συνέβαινε μ’ αυτά τα αχάριστα κωλόπαιδα. Αλλά, η Ιστορία δεν είναι γιατρός ή ψυχαναλυτής που στην πόρτα του γράφει «δεχόμαστε επισκέψεις κατόπιν ραντεβού». Είναι παγερά αδιάφορη για τους ακριβείς σχεδιασμούς των «Διεθνών» και κατά κανόνα αχρηστεύει τα λεπτομερή χρονοδιαγράμματα επαναστατών και αντεπαναστατών.
«Η οικονομία είναι πληγωμένη. Ελπίζω να ψοφήσει!». Φανταστείτε να τολμούσε να εκστομίσει κανείς αυτό το σύνθημα σήμερα. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα του συνέβαινε, ιδιαίτερα τώρα, που η οικονομία είναι όντως πληγωμένη. Αλλά τότε, πριν σαράντα χρόνια, κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι κάτι κακό συνέβαινε στην οικονομία. Η Κεντροευρώπη απολάμβανε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η Αμερική το ίδιο, ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός βολευόταν στη σταθερότητα που του προσέφεραν τα άκαμπτα οικονομικά σχέδια, μόνο ο Τρίτος Κόσμος πεινούσε, αλλά ποιος ασχολιόταν μ’ αυτόν; Γενικώς, ουδείς τολμούσε να αμφισβητήσει την κεϊνσιανή ορθοδοξία, οι μονεταριστές ήσαν ακόμη γραφικοί και ο νεοφιλελευθερισμός δεν υπήρχε ούτε ως καταγραφή στα λεξικά. Τι προκαλούσε, λοιπόν, αυτήν τη γενικευμένη δυσφορία που για ευρύτατα στρώματα κατέληξε όχι στη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου από την πίτα της ευημερίας, αλλά στην αμφισβήτηση του πυρήνα του οικονομικού και πολιτικού μας πολιτισμού; Ίσως η εξήγηση είναι απλούστερη απ’ όσο νομίζουμε.
Ίσως, δηλαδή, αυτές οι μικρές αυτοσχέδιες βόμβες στα θεμέλια του κόσμου της ιδιοκτησίας, της αγοράς και της μισθωτής εργασίας εκφράζουν μιαν αμφιβολία ή ριζική άρνηση που προϋπάρχει της ιδεολογίας, της θεωρίας, της επιστημονικής ανάλυσης και του σκληρού ρεαλισμού. Προσέξτε αυτά τα συνθήματα, σπαράγματα σκέψης από τους τοίχους της Σορβόνης: «Οι άνθρωποι που δουλεύουν πλήττουν όταν δεν δουλεύουν. Οι άνθρωποι που δεν δουλεύουν δεν πλήττουν ποτέ» (μένεις άφωνος με την ακρίβεια της παρατήρησης). «Αγοράζουν την ευτυχία σου. Να την πάρεις πίσω». «Στο τέλος θα πεθάνετε όλοι από τις ανέσεις». «Όσο περισσότερο καταναλώνουμε τόσο λιγότερο θα ζήσουμε». Ο Μαρξ, ο Φρόιντ, ο Γκαλμπρέιθ, η οικολογική σκέψη, όλα μέσα σε ελάχιστες λέξεις εκπληκτικής ευστοχίας. Η πυρηνική σύντηξη της σκέψης.
Αν, όμως, οι «Μάηδες» του ’68 ήταν τόσο ευαίσθητοι στην «πρώτη ταπείνωση της μέρας», το ξυπνητήρι, γιατί στη συνέχεια ανέχτηκαν όλες τις ταπεινώσεις της ενηλικίωσης, της ωρίμανσης και τελικά της γήρανσης; Γιατί παραδόθηκαν στον ιδεολογικό ύπνο των δεκαετιών που ακολούθησαν; Γιατί παρατήρησαν αδιαμαρτύρητα τη μετάπτωση των οικονομιών από τη μεταπολεμική ορθοδοξία του κεϊνσιανισμού στην ανορθοδοξία του νεοφιλελευθερισμού; Γιατί ανέχθηκαν τη σταδιακή μετάλλαξη των κοινωνιών σε «δημοκρατίες της αγοράς»; Γιατί δεν υπεράσπισαν έστω τις μικρές και μεγάλες κατακτήσεις που -αν και δεν επεδίωξαν κυριολεκτικά- τους οφείλονται στο πεδίο του κράτους πρόνοιας, των δικαιωμάτων, των ελευθεριών; Αυτό είναι ένα άλλο ιστορικό παράδοξο, άσχετο πάντως με τον μύθο της εξαγορασμένης, εκμαυλισμένης από το σύστημα που πολέμησε γενιάς. Πιο πειστική εξήγηση θα βρει κανείς στην ευελιξία που επέδειξε το σύστημα να ενσωματώσει, ακόμη και να εμπορευτεί, ως αγαθά τα σλόγκαν της ηθικοπολιτικής «επανάστασης» του ’60. Άλλωστε, με τους πειθαρχημένους μηχανισμούς της επίσημης Αριστεράς θεατές ή εχθρικούς απέναντι στην απρόσμενη έκρηξη, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί;
Απ’ αυτή την άποψη το ’68, με ό,τι συμβολίζει αυτή η χρονολογία, δεν υπήρξε ποτέ στην κυριολεξία και μέχρι τέλους μια επανάσταση. Μια επανάσταση στο παρά πέντε. Δηλαδή, ούτε καν στο ’68. Κόλλησε στο 67,5. Αλλά, το ίδιο συμβαίνει κάθε φορά που ο πολιτισμός της αγοράς φτάνει στα όριά του. Το ίδιο συμβαίνει όταν η γεωπολιτική τού χάους αποσταθεροποιείται. Συμβαίνει και τώρα. Με πληθυσμούς του πλανήτη σε κατάσταση πείνας. Με τις κοινωνίες της ακριβής αφθονίας να αποκτούν αδύναμους κρίκους ακόμη και στα μεσαία στρώματα. Με τους εγγονούς της γενιάς του ’68 να δυσφορούν υπό τον τίτλο της «γενιάς των 700 ευρώ». Είμαστε για μία ακόμα φορά στο παρά πέντε πριν από ένα ’68. Στο 67,5. Κανείς δεν ξέρει…
No comments:
Post a Comment