Saturday, September 26, 2020

Τα θανάσιμα διλήμματα του Λεβιάθαν

ΕΦΣΥΝ, 26-27/9/2020


Εχει δίκιο ο Μητσοτάκης. Απόλυτο δίκιο. Αυτό είναι το δίλημμα: Αυτοπροστασία η καραντίνα. Δίλημμα αναπόφευκτο, σαν το δίλημμα του σκαντζόχοιρου: να πεθάνω μόνος από το κρύο ή να αποδεχτώ τα τραύματα που θα μου προκαλέσει η ακάνθινη ζεστασιά των άλλων σκαντζόχοιρων; Δίλημμα θανάσιμο σαν των εξεγερμένων του ’21 –αν ελέχθη, όσο ελέχθη, απ’ όποιους ελέχθη– και όλων των εξεγερμένων του κόσμου και της Ιστορίας, σε κάθε αιματηρή αναμέτρηση με την τυραννία: Ελευθερία ή θάνατος. Σας φαίνεται πως μαγαρίζουμε τα ιερά και τα όσια με ανιστόρητες συγκρίσεις; Κι όμως, σκεφτείτε πόσο κοντά στον θάνατο μας φέρνει –τουλάχιστον κάποιους από μας– η αναμέτρηση με δυο εχθρούς, έναν αόρατο κι έναν ορατό: τον αφανή κορονοϊό και την κραυγαλέα παραλυσία μιας διακυβέρνησης που και δεν θέλει και δεν μπορεί.

Ο Μητσοτάκης έχει απόλυτο δίκιο
. Το δίλημμα είναι αυτοπροστασία ή θάνατος, από τη στιγμή που ο μέγας Λεβιάθαν, αυτή η περίπλοκη κατασκευή την οποία οι ανθρώπινες κοινωνίες εξόπλισαν με κυριαρχία μέχρι να βρουν τρόπους και μορφές αναίμακτης και ευτυχούς αυτοκυριαρχίας, εμφανίζεται ως εξαρθρωμένο ανδρείκελο, ανίκανο κι απρόθυμο να προσφέρει το αγαθό για το οποίο είναι προορισμένος: μια στοιχειώδη ασφάλεια, την αίσθηση ότι δίπλα στην ατομική ευθύνη και στα μέτρα αυτοπροστασίας που καθένας ενστικτωδώς αναλαμβάνει αν δεν έχει φάει πετριά ή δεν είναι βυθισμένος σε βλακώδεις πλάνες, υπάρχει μια πολιτική κοινότητα –το κράτος, ντε!– που αναλαμβάνει τη συλλογική ευθύνη και παίρνει μέτρα κοινωνικής προστασίας.

Εχει δίκιο ο Μητσοτάκης
. Και το δίλημμα που έθεσε σε 11 εκατομμύρια κατοίκους αυτής της χώρας, σε 4 εκατομμύρια πολίτες της ασφυκτικά εποικισμένης Αθήνας, είναι η πιο θρασεία, ειλικρινής, αφελής, κυνική, χαζοχαρούμενη, τραγελαφική κι επικίνδυνη ομολογία ανικανότητας και αβουλίας. Είναι σχεδόν σαν μισή παραίτηση από τη διακυβέρνηση. Τόσο ξεδιάντροπη και αληθινή, που αναρωτιέμαι αν στο επόμενο διάγγελμα, στην επόμενη κάθοδο από το όρος Σινά με δέκα, είκοσι, τριάντα εντολές ή μόνο μία και φαρμακερή –«εξαφανιστείτε στα σπίτια σας, ρε!»–, εκτός από αναγγελία γενικευμένης καραντίνας, μας επιφυλάσσει και την ανακοίνωση μιας κανονικής παραίτησης και διάλυσης της Βουλής.

Για να εξηγούμαστε
: Η καραντίνα δεν είναι ένα εξ ορισμού κακό πράγμα για να το χρησιμοποιείς ανοήτως ως απειλή και εκβιασμό. Οπως μας προστάτεψε τον Μάρτιο και Απρίλιο, έτσι αν χρειαστεί κι όσο χρειαστεί θα ξανακλειστούμε. Θα φάμε καρτερικά στη μάπα τα πέτσινα αγαπησιάρικα μηνύματα «μένουμε σπίτι», θα ξαναπιάσουμε τους περιπάτους με άδεια της υπηρεσίας, θα ξεθεώσουμε τα σκυλιά στις βόλτες, θα λιώσουμε στο διάβασμα (λέμε τώρα), στο ίντερνετ, στην τηλεόραση, θα επιδοθούμε στη ληστρική τηλε-εκμετάλλευση του εαυτού μας, καρφωμένοι στην καρέκλα και στην οθόνη του PC άνευ ωραρίου. Αλλά μετά; Θα λογαριαστούμε, πράγματι; Θα είναι εκεί ο αυστηρός και βλοσυρός μας Λεβιάθαν να αναπληρώσει το χαμένο εισόδημα, τον χαμένο χρόνο, το χαμένο χρήμα, τον χαμένο τζίρο, τις χαμένες θέσεις εργασίας, τις χαμένες προθεσμίες, τις χαμένες παραγγελίες, τους χαμένους πελάτες, τους χαμένους προμηθευτές;

Οχι, είναι η απάντηση που δίνει ορθά-κοφτά ο δικός μας, εξαρθρωμένος κι άβουλος Λεβιάθαν, αυτή η καρικατούρα αυταρχικής, αυτάρεσκης, πελατειακής, ετσιθελικής διακυβέρνησης που ξεκίνησε ορμητικά ως αναπτυξιακός οδοστρωτήρας και κατάντησε ξηλωμένος ασφαλτοτάπητας. Οχι, λένε οι διαχειριστές του κρατικού θησαυροφυλακίου, γιατί αν σας στηρίξουμε και δαπανήσουμε υπερβολικά σήμερα, αύριο θα χρειαστεί να σας τα πάρουμε διπλά και τριπλά πίσω. Επομένως, το παρεπόμενο θανάσιμο δίλημμα, μετά το «αυτοπροστασία ή καραντίνα», είναι το «να είμαστε εγκρατείς σήμερα ή να σας βάλουμε φόρους και λιτότητα αύριο;». Κι εδώ, η ατομική ευθύνη επιστρατεύεται ως βολικό επιχείρημα για να αποκρουστούν αιτήματα, πιέσεις και αγωνιώδεις εκκλήσεις από ανέργους, επισφαλείς και οικονομικά τσακισμένους. Ολοι αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως τρόφιμοι του Πρυτανείου, παρασιτικές ομάδες που «και πολλά τους δώσαμε τον Απριλομάη, τώρα, ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους».

Κι αυτό το τελευταίο
εκβιαστικό δίλημμα σέρνει από πίσω του ένα παρελκόμενο. Ακόμη πιο πονηρό, θανάσιμο αλλά και ακριβό. Γιατί γαντζώνεται πάνω στο χρήμα που από του χρόνου (υποτίθεται ότι) θα ρεύσει άφθονο από τους ευρωπαϊκούς κρουνούς. Τα 70 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού, του υπερ-Λεβιάθαν των Βρυξελλών. Για μια οικονομία κατεστραμμένη από τη δεκαετή μνημονιακή εξυγίανση και ξαναχτυπημένη από την πανδημία, είναι πολλά τα λεφτά, Κυριάκο. Κι αν αυτά τα λεφτά γεννούν κάποια αμυδρή ελπίδα στήριξης σ’ αυτούς που σήμερα εκβιάζονται με τα διλήμματα «αυτοπροστασία ή καραντίνα» και «εγκράτεια σήμερα ή λιτότητα αύριο», ο δικός μας Λεβιάθαν τούς κόβει προκαταβολικά τον βήχα (όχι από Covid, ελπίζουμε). Ασκεί, όπως νομίζει, τον απόλυτο εκβιασμό: «Κράτος ή αγορά;».

Σαν να μην έχει μεσολαβήσει
το σοκ της πανδημίας, λες και δεν είδαμε τον εσμό των αντικρατιστών και νεοφιλελεύθερων να γλείφουν εκεί που έφτυναν, να εκλιπαρούν τις κυβερνήσεις να εκτινάξουν ελλείμματα και χρέη, τις κεντρικές τράπεζες να τυπώσουν χρήμα αφειδώς, να προσκυνούν το μισητό κράτος, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα ή σαν να είναι η κρίση κιόλας παρελθόν, ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος: «Κράτος ή αγορά;». Κι η απάντηση, που γαργαλάει τις ελπίδες και ιδιοτέλειες των αφελών, είναι –περίπου– ότι τα 70 δισ. δεν θα πάνε κυρίως σε ένα σχέδιο αναστήλωσης του κράτους, του ΕΣΥ, του εκπαιδευτικού συστήματος, των σαθρών υποδομών, αλλά στους συνήθεις υπόπτους. Θα ταΐσουν τις «ατομικές ευθύνες» των ίδιων που έκαναν βίλες, πισίνες και αποτυχημένες μπίζνες τα 100 δισ. κοινοτικών ενισχύσεων της προηγούμενης εικοσαετίας ή ομοειδών διαδόχων τους. Το αν θα είναι πράσινες ή ψηφιακές οι μπίζνες αυτή τη φορά, δεν κάνει τη διαφορά.
Περιμένετε την τελική εκδοχή του «αναπτυξιακού σχεδίου Πισσαρίδη» και θα δείτε πως θα γελάσουμε. Αν και μάλλον θα χρειαστεί να κλάψουμε.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ιδού, λοιπόν, η γένεση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν ή μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού στον οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο Θεό, την ειρήνη και τη διαφέντεψή μας. Διότι χάρη στην εξουσιοδότηση, η οποία του δόθηκε από κάθε μέλος της πολιτικής κοινότητας, έχει στη διάθεσή του τόση εξουσία και δύναμη, ώστε επισείοντας τες να μπορεί να κατευθύνει τη βούληση όλων προς τους σκοπούς της εσωτερικής ειρήνης και της αμοιβαίας αρωγής έναντι των εξωτερικών εχθρών.

Τόμας Χομπς, «Λεβιάθαν, ή Υλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής Πολιτικής Κοινότητας»

 

Saturday, September 19, 2020

Η τούρτα του Γουόρεν Μπάφετ

ΕφΣυν, 19-20/9/2020


Ο Γουόρεν Μπάφετ έγινε 90 ετών. Αποκλείεται να μην τον ξέρετε, αλλά και να μην τον ξέρετε, τα παγκόσμια ΜΜΕ θα φροντίσουν να τον μάθετε μέσα από τις αγιογραφίες που φιλοτεχνούν με τη μέγιστη επιμέλεια για κάθε άνθρωπο που η προσωπική ή εταιρική του περιουσία ξεπερνά μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτομάτως εντάσσεται στις λίστες των υπερπλουσίων, που μοιάζουν με τα συναξάρια των χριστιανών αγίων, οσίων και μαρτύρων. Μόνο που αντί για μαρτύρια, θαύματα κι ευεργεσίες, μας πληροφορούν για την αξία των επενδυτικών τους χαρτοφυλακίων, τις εξαγορές, τα χρηματιστηριακά τους ανδραγαθήματα, τα ακριβά τους διαζύγια, τα πολυτελή τους γούστα ή τον λιτό βίο που συνοδεύει την τεράστια περιουσία τους. Α, και τις φιλανθρωπίες τους. Τη γενναιοδωρία με την οποία μοιράζουν λεφτά σε κοινωφελείς σκοπούς. Σ’ αυτό μοιάζουν κάπως με τους αγίους των συναξαρίων που μοίραζαν τις περιουσίες τους στους αθλίους της εποχής τους, πριν αφιερωθούν στην πίστη τους. Μόνο που οι άγιοι των συναξαρίων του Forbes το ρίχνουν στη φιλανθρωπία εκ του ασφαλούς, αφού η περιουσία τους απογειωθεί κι ένα ευφυές σύστημα φοροαπαλλαγών ερεθίσει τη γενναιοδωρία τους.

Ο Μπάφετ έγινε 90 ετών. Να τα χιλιάσει ο άνθρωπος, το λέω και το εννοώ χωρίς ίχνος ταξικής μνησικακίας, χωρίς τον σαρκασμό του ψοφοδεούς Καραγκιόζη που ευχόταν στον πολυχρονεμένο του πασά «ο θεός να του κόβει μέρες (του πασά) και να του δίνει χρόνια (του Καραγκιόζη)». Να τα χιλιάσει, γιατί ο χρόνος κι ο κύκλος του καθενός είναι λαχνός ατομικός και μοναδικός. Προφανώς ο Μπάφετ έχει χίλιες φορές περισσότερες πιθανότητες να τα χιλιάσει από μένα και πολύ περισσότερο από ένα παιδί που γεννιέται τώρα στο Τσαντ ή στη Σιέρα Λεόνε, αλλά κανείς μας δεν ζει στις στατιστικές και τις πιθανότητες, καθένας κολυμπά στη δική του πισίνα τύχης και αναγκαιότητας. Καθένας μπορεί να τα χιλιάσει ή να τα κακαρώσει στο επόμενο δευτερόλεπτο.
Ο Μπάφετ έγινε 90, αλλά το περιουσιακό του ενδιαίτημα, η Berkshire Hathaway Inc., υπήρξε πριν απ’ αυτόν και πιθανότατα θα υπάρχει πολύ μετά απ’ αυτόν, ως απόηχος του βιομηχανικού καπιταλισμού των προηγούμενων αιώνων, ώς πολυσχιδές υβρίδιο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, με απροσδόκητες επιδράσεις στην καθημερινότητά μας. (Οσο άγνωστη κι αν είναι η Berkshire Hathaway στους περισσότερους Νεοέλληνες, στους παλιότερους κάτι θα θυμίζουν οι κάλτσες και τα καλσόν Berkshire που τις μεταπολεμικές δεκαετίες μεταμόρφωναν τα απεριποίητα και κουρασμένα πόδια των μανάδων μας σε αντικείμενα ανδρικού πόθου.)

Ο Μπάφετ έγινε 90,
και το γεγονός έδωσε αφορμή στους αγιο-βιογράφους του μιας ανακεφαλαίωσης της ζωής και της επιχειρηματικής του διαδρομής ως συμπύκνωσης του θριάμβου του καπιταλισμού. «Ο πιο τυχερός άνθρωπος που θα έχει γεννηθεί ποτέ στον κόσμο μέχρι σήμερα θα είναι το μωρό που θα γεννηθεί στις μέρες μας στις ΗΠΑ», λέει ο Μπάφετ εξαίροντας τη δύναμη του καπιταλισμού. «Το 1791, είχαμε πληθυσμό 4 εκατομμυρίων, δεν έβλεπες τριγύρω κάτι για το οποίο ήθελες να μιλήσεις. Σήμερα βλέπεις 75 εκατομμύρια ιδιόκτητα σπίτια. Βλέπεις 260 εκατομμύρια οχήματα. Βλέπεις σπουδαία κολέγια, εξαιρετικά νοσοκομεία. Βλέπεις το διαδίκτυο. Ολα αυτά συνέβησαν μέσα από το σπουδαίο σύστημα του καπιταλισμού. Αυτό δεν συνέβη επειδή οι Αμερικανοί ήταν πιο έξυπνοι, ούτε επειδή δεν δούλεψαν περισσότερο. Είχαμε ένα σύστημα που δούλεψε».

Να πω πως έχω αντίρρηση
, ψέματα θα πω. Το σύστημα δούλεψε. Δούλεψε, θριάμβευσε, έγινε οικουμενικό, καταλαμβάνοντας κάθε σπιθαμή της Γης. Με ιδιομορφίες, γεωγραφικές ή εθνικές εκδοχές, αποκλίσεις, πάντως ο καπιταλισμός είναι παντού, σε πείσμα του αντικαπιταλισμού μας. Δεν ξέρω πόσα παιδιά σ’ όλο τον κόσμο που γεννιούνται σήμερα μπορεί να είναι το ίδιο τυχερά με τα Αμερικανόπουλα, αλλά στο ίδιο σύστημα ανήκουν και οι αποτυχίες, έτσι δεν είναι; Είναι εύκολο, όταν είσαι στην κορυφή της ζωής, της δόξας, του πλούτου, να βλέπεις το ποτήρι όχι απλά μισογεμάτο, αλλά ξέχειλο. 

Ειδικά όταν είσαι
η παγκόσμια υπερδύναμη και μπορείς να διαβουκολείς τον πλούτο των εθνών από τη Wall Street, όταν μπορείς να ελέγχεις την τροφή των ανθρώπων από το χρηματιστήριο του Σικάγου, όταν κρατάς τα κλειδιά του παγκόσμιου ψηφιακού χωριού από την ασφάλεια της Σίλικον Βάλεϊ, αισθάνεσαι ότι το «σύστημα» δουλεύει. Ακόμη και στις χειρότερες κρίσεις του δουλεύει. Για ποιον δουλεύει, όμως; Κι αν του πιστώσουμε τα 75 εκατ. ιδιόκτητων σπιτιών και τα αντίστοιχα ικανοποιημένα αμερικανικά νοικοκυριά, σε ποιον θα χρεώσουμε τους 600.000 άστεγους και τα 40 εκατ. σε κίνδυνο έξωσης και αστεγίας; Γιατί οι ευτυχισμένοι πιστώνονται στο «σύστημα», ενώ οι δυστυχισμένοι, οι αποτυχημένοι, οι «λούζερ», οι αποκλεισμένοι, οι φτωχοί κατανέμονται στην κακή μοίρα ή στην προσωπική ανικανότητά τους;

Κι έπειτα, αν απλωθούμε στον ιστορικό χρόνο του σπουδαίου καπιταλισμού, στον οποίο με ιδεολογική και ταξική έπαρση αποδίδει ο Μπάφετ κάθε θαύμα της σύγχρονης εποχής -το διαδίκτυο, τα καλά νοσοκομεία, την εξάλειψη των επιδημιών, την αύξηση του προσδόκιμου ζωής-, σε ποιους θα αποδώσουμε τις αθλιότητές του; Το δουλεμπόριο που προμήθευσε με βαμβάκι τα πρώτα κλωστήρια της Berkshire, τις γενοκτονίες των πληθυσμών της Αφρικής που εξασφάλιζαν την ακατάπαυστη ροή πρώτων υλών, χρυσού, διαμαντιών, καουτσούκ, κακάο, τους δυο παγκόσμιους πολέμους που έχτισαν τη βιομηχανία χάλυβα, τον ρατσισμό που επιβιώνει τρομακτικά στο κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού; Πράγματι, το σύστημα δούλεψε και δουλεύει. Αλλά μαζί και χάρη και στα πιο απεχθή επιτεύγματά του.

Είναι βολικό να αξιολογείς
ένα σύστημα από την ασφάλεια των κορυφαίων επιτευγμάτων του. «Το σύστημα δουλεύει», λέει ο Μάγος της Ομάχα με τα 85 δισ. δολάρια προσωπική περιουσία. «Το σύστημα δουλεύει», υποθέτουμε ότι θα είπε ο φαραώ Ακενατόν αντικρίζοντας τις κοιλάδες των πυραμίδων, θεμελιωμένων σε ποταμούς αίματος σκλάβων. «Ναι, το σύστημα δουλεύει», είπε κι ο αυτοκράτορας Γουάν Λι επιβλέποντας το Σινικό Τείχος των 8.000 χιλιομέτρων και της απλήρωτης δουλειάς εκατομμυρίων στρατιωτών και αιχμαλώτων στο πέρασμα 1.000 χρόνων. «Τελικά, το σύστημα δουλεύει», θα είπε και ο Περικλής βλέποντας το θαύμα της Ακρόπολης -όσο πρόλαβε-, χτισμένο με τη δουλειά των άφθονων δούλων και με το κλεμμένο ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας. «Πράγματι, το σύστημα δουλεύει», έλεγαν αυτάρεσκα και οι Σοβιετικοί ηγέτες όταν ολοκλήρωσαν τον εξηλεκτρισμό της ΕΣΣΔ ή όταν έστειλαν τον Γκαγκάριν στο Διάστημα, αποδεχόμενοι ως αναγκαίο τίμημα τα γκουλάγκ ή την έλλειψη βασικών αγαθών από το τραπέζι των νοικοκυριών.

Ολα τα συστήματα δουλεύουν
μέχρι να καταρρεύσουν. Τα συστήματα τα κάνουν οι άνθρωποι. Οταν το ισοζύγιο ικανοποίησης-δυσφορίας γέρνει υπέρ της δεύτερης, τα συστήματα αποσταθεροποιούνται, παρακμάζουν, καταρρέουν κάτω από το ίδιο τους το βάρος ή ανατρέπονται. Τα συστήματα τα χτίζουν και τα κατεδαφίζουν οι άνθρωποι. Αυτή είναι η ταπεινή και απλοϊκή εισφορά της στήλης στην τούρτα γενεθλίων του Γουόρεν Μπάφετ.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
 
Υπάρχει ταξικός πόλεμος, πράγματι, αλλά είναι η τάξη μου, η τάξη των πλουσίων που κάνει τον πόλεμο και κερδίζουμε.

Γουόρεν Μπάφετ, συνέντευξη στους New York Times, 2006

Saturday, September 12, 2020

Οι όμορφες φούσκες, όμορφα σκάνε

 Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/9-2020

Τελικά, η πιθανότητα να φέρνω γρουσουζιά είναι ισχυρή. Γι’ αυτό συνιστώ προσοχή σ’ όποιον πιάσω στο στόμα μου. Είπα δυο-τρεις καλές κουβέντες (λέμε τώρα) για την Tesla, για την Appe, για τη Microsoft, για την Alphabet (Google) κι εδώ και δυο βδομάδες πάνε κατά διαόλου. Οι μετοχές τους πέφτουν του σκοτωμού. Βεβαίως, όταν έχεις καταγράψει άνοδο 500% σε ένα χρόνο (Tesla) το να χάσεις το ένα πέμπτο των κερδών σου δεν το λες και καταστροφή. Αντε, όμως, να το πεις αυτό στον ταλαντούχο κ. Μασκ που εδώ και μία εβδομάδα είναι με αντικαταθλιπτικά. Αντε να το πεις στον Μπέζος της Amazon, στον Ζούκερμπεργκ του Facebook. Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, εχθρός του πολύ είναι το περισσότερο κι εχθρότερος όλων είναι το απεριόριστο. Μ’ αυτόν τον ονειρο-εφιάλτη κοιμούνται και ξυπνούν οι κυνηγοί του πλούτου, που θεωρούν ότι όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα τους χρωστάει και τους οφείλει απεριόριστη μεγέθυνση.

Αν, για παράδειγμα, λείπει μία μόλις ρουπία για να φτιάξει ο Τζεφ Μπέζος το στρογγυλό του ρεκόρ των 200 δισ. δολαρίων προσωπική περιουσία, αν πρέπει να την πάρει από τον τελευταίο Ινδό «ανέγγιχτο», θα το κάνει. Οχι απαραίτητα από απανθρωπιά κι αναλγησία. Αλλά γιατί έτσι απαιτεί το ασανσέρ της λίστας Forbes. Αυτό το χρηματιστήριο κύρους, πρεστίζ, ανταγωνισμού ισχύος, συσσώρευσης κι επίδειξης πλούτου έχει τη δική του αυτόνομη ζωή, συχνά ανεξάρτητη ακόμη και από τις επιδόσεις των μετοχών, τα ντιλ, τις επενδύσεις, τις παραγωγικές και εμπορικές επιτυχίες.

Οι αναλυτές, οι τεχνοκράτες
της οικονομίας και των αγορών, οι κεντροτραπεζίτες και οι υπουργοί Οικονομικών παρακολουθούν ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο αυτό που γίνεται στο οκτάμηνο της παγκόσμιας πανδημίας και της βαθύτερης ύφεσης στην ιστορία του σύγχρονου καπιταλισμού, τουλάχιστον από τότε που αυτή μετριέται με μια στοιχειώδη αξιοπιστία. Το αμερικανικό Χρηματιστήριο -και σε πολύ μικρότερο βαθμό μερικά ακόμη μεγάλα χρηματιστήρια- γίνεται ξανά μια χοάνη συσσώρευσης πλούτου από όλο τον κόσμο. Η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, μαζί με τον τεχνολογικό δείκτη Nasdaq, έχει ξεπεράσει σε αξία τα 35 τρισ. δολάρια. Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στο 180% του αμερικανικού ΑΕΠ, ακόμη κι αν υπολογίσουμε την πτώση των μετοχών τις τελευταίες μέρες. Είναι επίσης το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, παρά την πρωτοφανή συρρίκνωσή του το πρώτο εξάμηνο του έτους λόγω της πανδημίας. Κι ένα τεράστιο τμήμα του, πάνω από 7 τρισ. δολάρια, συσσωρεύτηκε εκεί το τελευταίο εξάμηνο, στη διάρκεια της μεγάλης καραντίνας, του lockdown, των αναστολών εργασίας για σχεδόν 2 δισ. εργαζόμενους, των μαζικών απολύσεων, της τεράστιας απώλειας εισοδημάτων και μισθών.

Τυχαίο; Δεν νομίζω.
Μπορεί ο μηχανισμός συσσώρευσης του πλούτου μέσω των χρηματιστηριακών αγορών να είναι πολύ πιο περίπλοκος από όσο εγώ, ο απλοϊκός και προχειρολόγος, προσπαθώ να τον παρουσιάσω, αλλά να μην έχετε καμιά αμφιβολία ότι ο απεριόριστος πλούτος του Μπέζος και του Μασκ (σ.σ. η συνεχής αναφορά στα ονόματα δεν είναι τυχαία, δοκιμάζω αν πράγματι μπορώ να τους φέρω γρουσουζιά) κινείται στα ίδια συγκοινωνούντα δοχεία με την απεριόριστη ένδεια του μέσου Σομαλού (σ.σ. για αντίστοιχους λόγους εδώ αποφεύγω τη χρήση ονόματος, ποτέ δεν ξέρεις…).

Μπορεί, πράγματι, οι πλουσιότεροι του πλανήτη να αγοράζουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μπορεί όντως η πανδημία να ενισχύει την εξάρτησή μας από τις παγκόσμιες διαδικτυακές εταιρείες, αλλά αυτό ελάχιστα δικαιολογεί τη χρηματιστηριακή φούσκα του τεχνολογικού δείκτη, πίσω από την οποία είναι βέβαιο ότι τεράστια κερδοσκοπικά κεφάλαια από κάθε γωνιά του πλανήτη κάνουν ξανά παιχνίδι με τα call options, τα στοιχήματα αγοράς ή πώλησης μετοχών σε συγκεκριμένες τιμές κι άλλα περίπλοκα κερδοσκοπικά προϊόντα. Πόσες φορές το έχουμε ξαναδεί το έργο; Πόσες φορές το έχουν δει οι υποτιθέμενοι θεματοφύλακες των κεφαλαιαγορών; Τι έχουν διδαχτεί κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες, που από το 2008 έχουν μπουκώσει με τρισεκατομμύρια δολάρια ή ευρώ τους πολυεθνικούς κολοσσούς για να τα μπαζώνουν ή να τα παίζουν στα χρηματιστήρια; Πόσοι Κουτσολιούτσοι ασύλληπτοι, ανέλεγκτοι, αποθεωμένοι από τους παπαγάλους των αγορών μεσουρανούν εδώ και τώρα στη Νέα Υόρκη, στη Φρανκφούρτη, στο Τόκιο και στη Σανγκάη σερφάροντας θριαμβευτικά πάνω στα κύματα των μετοχών; Πόσοι απολαμβάνουν τις τεράστιες, όμορφες φούσκες τους μέχρι να ξανασκάσουν στα μούτρα μας (κατά κανόνα όχι στα δικά τους, εκτός αν επιλεγούν ως Κουτσολιούτσοι και αποδιοπομπαίοι τράγοι βάρδιας);

Ετσι δουλεύει
η μηχανή και κανείς δεν τολμάει να την πειράξει, παρά τα στραπάτσα της τελευταίας εικοσαετίας. 


Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στο πολύ εγγύς μέλλον -κι εννοώ μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές- είναι μια τριπλή καταστροφή: Πρώτα, ένα εκκωφαντικό σκάσιμο της τελευταίας χρηματιστηριακής φούσκας στις ΗΠΑ, με ισχυρή μεταδοτικότητα σε όλο τον κόσμο, χειρότερη κι από αυτή του κορονοϊού. Δεύτερον, μια θεαματική διάψευση των προσδοκιών για ανακουφιστική ανάκαμψη των οικονομιών το δεύτερο τρίμηνο -μέχρι στιγμής οι καταμετρητές του κόσμου μάς νανουρίζουν ότι όλα θα πάνε καλύτερα από τούδε και στο εξής. Το τρίτο και φαρμακερό θα είναι να διαψευστεί η ρεαλιστική εκτίμηση ήττας του Τραμπ-«όλα τα κάναμε τέλεια» και να μας εύρει ο ντουβρουτζάς μιας επανεκλογής του. Αυτό θα ήταν η τέλεια φούσκα, η τέλεια καταιγίδα, η τέλεια καταστροφή. Ο Τραμπ είναι ο μεγάλος τροφοδότης της αμερικανικής φούσκας, ο Τραμπ είναι επίσης αυτός που μπορεί να προκαλέσει το καταστρεπτικό σκάσιμό της. Και ο Τραμπ είναι αυτός που μπορεί να μετατρέψει την πανδημία του Covid- 19 σε υγειονομικό ολοκαύτωμα. Και η επαναλαμβανόμενη χρήση του ονόματος του Τραμπ γίνεται με την κρυφή ελπίδα να πιάσει το ξόρκι της γρουσουζιάς...


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Τα τελευταία 40 χρόνια, τα οργανωμένα θεσμικά πλαίσια αυτής της αντίστασης στην εξαχρειωτική αποστολή του κεφαλαίου έχουν συντριβεί, αφήνοντας πίσω τους ένα αλλόκοτο μείγμα παλιών και νέων θεσμών, οι οποίοι δυσκολεύονται να αρθρώσουν μια συγκροτημένη ένσταση ή ένα συνεκτικό εναλλακτικό πρόγραμμα. Πρόκειται για μια κατάσταση που προμηνύει συμφορές τόσο για το κεφάλαιο όσο και για τον λαό. Οδηγεί σε μια πολιτική του τύπου «μετά από μένα το χάος», στην οποία οι πλούσιοι φαντασιώνονται ότι μπορούν να αποπλεύσουν ασφαλείς, με τις πάνοπλες και γεμάτες προμήθειες κιβωτούς τους, αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους να τα βγάλουμε πέρα με τον κατακλυσμό. Ωστόσο, οι πλούσιοι δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιπλεύσουν σε έναν κόσμο φτιαγμένο από το κεφάλαιο, διότι πλέον στην κυριολεξία δεν υπάρχει κρυψώνα γι’ αυτούς.

Ντέιβιντ Χάρβεϊ, «Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού»

Saturday, September 5, 2020

Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας

Εφημερίδα των Συντακτών, 5-6/9/2020

Ο Πατέλης, ο Κυρανάκης και μερικοί ακόμα αμετροεπείς ρέκτες του κανιβαλικού ατομικισμού αποτελούν μάλλον τις πιο γραφικές -τζημέρειες- εκδοχές ενός ευρύτερου φαινομένου που ο κορονοϊός απειλεί να το καταστήσει κυρίαρχο. Ισως δώσαμε στους δυο τους, παραπάνω προσοχή από αυτήν που άξιζαν, αν κι έχει τη χρησιμότητά του ο απλοϊκός μέχρι ανοησίας τρόπος που εκφράζουν μια παγκόσμια στρατηγική στην οποία συγκλίνουν αυθορμήτως οι πιο αλλοπρόσαλλες περσόνες και οι πιο ετερόκλητες πολιτικές του πλανήτη: Ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία και ο Μόντι στην Ινδία, που παραδίδουν τον πάμφτωχο πληθυσμό των χωρών τους σε υγειονομικό ολοκαύτωμα. Ο Τραμπ, που εγκαταλείπει τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας εξωθώντας σε απαξίωση σειρά διεθνών οργανισμών οι οποίοι συνθέτουν το πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας 75 μεταπολεμικών χρόνων. Ο Μασκ της Tesla, που με το τρόπαιο της χρηματιστηριακής απογείωσής του, εισβάλλει στον ανταγωνισμό των εμβολίων. Ο Γκέιτς, ο Ζούκερμπεργκ, ο Μπέζος που από την ασφάλεια των τρισεκατομμυρίων δολαρίων τους και των δισεκατομμυρίων πλανητικών υπηκόων τους εναλλάσσονται σε ρόλους ευαγγελιστών της επιστημονικής αλήθειας και αγαθών κηρύκων της φιλανθρωπίας, την ώρα που στρατιές νομικών και λογιστών τους επινοούν τεχνάσματα φοροαποφυγής εκατοντάδων δισεκατομμυρίων. Και μαζί τους όλες οι καλοσυνάτες φατσούλες που έχουν μετατρέψει το δόγμα της (υπαρκτής) ατομικής ευθύνης σ’ έναν ψυχολογικό μηχανισμό εξάλειψης της πολιτικής ευθύνης.

Οχι, δεν επιχειρώ ν
α συνθέσω την τρισχιλιοστή θεωρία συνωμοσίας για την προέλευση του κορονοϊού και της πανδημίας. Η αντίληψη του κοινωνικού δαρβινισμού, που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του κοινωνικού και πολιτικού ήθους του προαναφερθέντος (ενδεικτικά) συνονθυλεύματος, προϋπήρξε της πανδημίας. Είναι ένας εδώ και δεκαετίες ανοιχτός λογαριασμός στον οποίο επένδυσαν πολλά νεοσυντηρητισμός και νεοφιλελευθερισμός σε μιαν εκτός σχεδίου, αλλά διόλου παράδοξη σύγκλισή τους. Το σοκ του Μεγάλου Πολέμου και ο ανταγωνισμός των μεταπολεμικών μπλοκ που επικράτησαν μέχρι το 1989 στην Ευρώπη, επέβαλαν μια μοναδική ισορροπία ανάμεσα στον ανηλεή ανταγωνισμό που απαιτούσε η καπιταλιστική ανάπτυξη και στη συνεργασία που επέβαλλε το ανθρώπινο ένστικτο της συλλογικής επιβίωσης. Αυτή η μεταπολεμική κληρονομιά, αποτυπωμένη τόσο στα μοντέλα κοινωνικού κράτους που διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη, όσο και στους μηχανισμούς διεθνούς ασφάλειας, έφερε στο προσκήνιο τις έννοιες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Εννοιες που διαπερνούν τις περισσότερες διεθνείς συμβάσεις των τελευταίων 70 χρόνων, με κορυφαία τη Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας, την ιδρυτική πράξη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.

Φαίνεται ως ιστορικό παράδοξο το πώς αυτή η τόσο ξένη στο πνεύμα του καπιταλισμού και της «ατομικής ευθύνης» έννοια της αλληλεγγύης διασώθηκε και διαπέρασε Συντάγματα, καταστατικούς χάρτες, οικουμενικές διακηρύξεις, νομοθετήματα, κοινωνικά και ασφαλιστικά συστήματα, μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας, εθνικά συστήματα περίθαλψης και υγείας, προϋπολογισμούς και φορολογικά συστήματα αναδιανομής πλούτου. Ο Alain Supiot, κορυφαίος Ευρωπαίος νομικός, εξηγεί με αποκαλυπτικό τρόπο την απροσδόκητη επίδραση της κοινωνικής δικαιοσύνης στις μεταπολεμικές κοινωνίες στο βιβλίο του «Το Πνεύμα της Φιλαδέλφειας: Η κοινωνική δικαιοσύνη απέναντι στην ολοκληρωτική αγορά».

Προφανώς δεν πρόκειται
για μια μεταφυσική υπέρβαση της ταξικής πάλης ή του πολιτικού ανταγωνισμού Δεξιάς - Αριστεράς. Ισα ίσα, η επιβίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης αποτελεί αντανάκλαση και αυτών ακριβώς των παραγόντων στους ευρωπαϊκούς -κυρίως- κοινωνικούς μετασχηματισμούς και στα μεταπολεμικά μοντέλα διακυβέρνησης. Δεν πρόκειται για έναν πολιτικό θρίαμβο της Αριστεράς ή για μια ιδεολογική κυριαρχία του Σοσιαλισμού, αλλά για μια διάσταση της κεϊνσιανής συναίνεσης που επικράτησε μεταπολεμικά, για έναν συμβιβασμό που επέτρεψε στο σύστημα να δουλέψει χωρίς να καταδικάσει στην απόλυτη εξαθλίωση την τεράστια πλειονότητα της κοινωνίας.

Το ξήλωμα αυτών των ενοχλητικών εννοιών
-και των ακόμη πιο ενοχλητικών θεσμών που τις υπηρετούν- έχει αρχίσει προ πολλού. Ενας συρφετός από διανοούμενους εμβαπτισμένους στις κυνικές ιδέες της σχολής του Σικάγου, από ακριβοπληρωμένους τεχνοκράτες που εναλλάσσονται σε ρόλους εταιρικών στελεχών και πολιτικών συμβούλων και από αναρριχώμενους νεοφώτιστους του νεοφιλελευθερισμού που λίγδωσε τ’ άντερό τους, κατέλαβαν κάθε αρμό εξουσίας, ισχύος και επιρροής σε κόμματα, θεσμούς, κρατικούς και υπερκρατικούς μηχανισμούς, δεξαμενές σκέψεις. Απέναντι στο «πνεύμα της Φιλαδέλφειας», που διακήρυσσε ότι «η διαρκής ειρήνη δεν δύναται να εδραιωθεί, ειμή μόνον εάν βασίζεται επί της κοινωνικής δικαιοσύνης», ορθώθηκε το θατσερικό δόγμα: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άτομα που παλεύουν άγρια να επιβιώσουν». Απέναντι στα αιτήματα για κοινωνικές πολιτικές ενίσχυσης των φτωχότερων στρωμάτων, αντιτάχθηκε η αντίληψη ότι οι επιδοματικές πολιτικές κάνουν τους ανθρώπους νωθρούς, τεμπέληδες και βλάκες (εδώ και χρόνια τα επισημότερα κείμενα της Ε.Ε. μιλούν για την «παγίδα των επιδομάτων» ανεργίας και πρόνοιας). Απέναντι στην απαίτηση για αναδιανεμητική φορολογία, αντιπαρατάσσεται η απαίτηση απαλλαγής της επιχειρηματικότητας από τους επαχθείς φόρους που πνίγουν τις επενδύσεις.

Με λίγα λόγια, το μήνυμα του συρφετού της ατομικής ευθύνης είναι απλό, όπως αυτό που περιμένει την κατά Θανάση Παπακωνσταντίνου Περσεφόνη στην είσοδο του Αδη: «Και να σου πλησιάζουνε, ανδρείκελα που μοιάζουνε./ Περίεργα κοιτάνε, μα δε με βοηθάνε./“Βγάλ' τα πέρα μοναχή σου, όπως κάναμ’ όλοι μας,/ ωχ! ωχ! ω! γαμώ το πορτοφόλι μας”».

Είμαστε στην αιχμή μιας τελικής αναμέτρησης. Η πανδημία, παρ' ότι αποτελεί κατ’ εξοχήν πεδίο εθνικής και διεθνούς συνεργασίας, για το επιθετικότερο τμήμα του νεοφιλελεύθερου συρφετού θεωρείται ιδεώδης ευκαιρία απαλλαγής από τα «αντιπαραγωγικά καρκινώματα» της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης· εξαφάνισής τους από κάθε θεσμό και μηχανισμό του κράτους και των διεθνών οργανισμών. Ο συρφετός διακηρύσσει ξεδιάντροπα: «Αφήνουμε προς το παρόν το κράτος να κάνει τη βρόμικη και δαπανηρή δουλειά αντιμετώπισης του Covid-19. Μετά θα λογαριαστούμε μια και καλή, ξηλώνοντας τα τελευταία απομεινάρια ψευδο-ανθρωπισμού. Μετά βγάλτε τα πέρα μόνοι σας! Είμαστε βέβαιοι ότι οι ευφυείς, υγιείς, ωραίοι, δυνατοί, ευέλικτοι και ανταγωνιστικοί θα τα καταφέρουν μια χαρά. Αληθινή δικαιοσύνη είναι η επιβίωση των άξιων».


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Η λέξη «φτωχός», σε διάφορες αφρικανικές γλώσσες, δεν σημαίνει αυτό που αντιλαμβάνεται η Παγκόσμια Τράπεζα (ημερήσιο εισόδημα κατώτερο των δυο δολαρίων): φτωχός είναι «εκείνος που διαθέτει λιγοστό κόσμο πλάι του», που δεν μπορεί να υπολογίζει στην αλληλεγγύη του άλλου… Μια καλή σύνταξη και μια καλή ιατροφαρμακευτική ασφάλεια επιτρέπουν σε κάποιον ηλικιωμένο να μην εξαρτάται από τους κατιόντες του για να επιβιώσει, γεγονός που συνιστά αναντίλεκτα πρόοδο. Ομως αυτά δεν επαρκούν για να τον θωρακίσουν έναντι μιας θανάσιμης μοναξιάς, όπως απέδειξε το 2003 η εμπειρία του ευρωπαϊκού καύσωνα… Κανένα σύστημα κοινωνικής ασφάλειας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις δαπάνες που παράγονται από μια κοινωνία αποτελούμενη αποκλειστικά από μοναχικά άτομα… Το δίκαιο της κοινωνικής ασφάλειας, όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοεί τις ποικίλες εκφράσεις της άτυπης αλληλεγγύης, αλλά οφείλει και να τις ενισχύει. 

 
Alain Supiot, «Το Πνεύμα της Φιλαδέλφειας»