Saturday, February 23, 2013

Ο μύθος του ανταγωνισμού


(Επενδυτής, 23-2-2013)

Χαζεύω μια τηλεοπτική, lifestyle εποποιία. Όχι από τις κραχτές, αλλά απ’ αυτές που έχουν λίγο απ’ όλα: ολίγον υγεία, fitness, οικογένεια, κατανάλωση, ψυχαγωγία, ψυχολογία. Δεν έχει αστρολόγο. Την προσοχή μου τραβάει μια παιδοψυχολόγος, που συνιστά να μην πιέζουμε τα παιδιά για τις επιδόσεις τους στο σχολείο. Και, κυρίως, να μην τα χρησιμοποιούμε ως τρόπαια της δικής μας ανταγωνιστικής διάθεσης. Η αποτυχία είναι στο πρόγραμμα, λέει η παιδοψυχολόγος. Και προειδοποιεί για τους κινδύνους που εγκυμονεί το πνεύμα του ανταγωνισμού στην ισορροπία των παιδιών. 

Κοινότοπα πράγματα, τα λένε οι παιδοψυχολόγοι, τα παραδέχονται και οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, παρ’ όλο που υπηρετούν ένα καθ’ όλα ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το σχολείο πια δεν είναι μόνο ανομολόγητη προσομοίωση του κοινωνικού ανταγωνισμού, αλλά διδάσκει τον ανταγωνισμό ως όρο κάθε βήματος προόδου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αλλά και ως όρο επιβίωσής της στο μέλλον. Η ανταγωνιστικότητα είναι ο θεμελιώδης μύθος πάνω στον οποίο πρέπει να ανοικοδομηθεί η Ελλάδα, η «τελευταία σοβιετική δημοκρατία στην Ευρώπη», η ανταγωνιστικότητα είναι ο στόχος όλων των «μεταρρυθμίσεων» και η προϋπόθεση ανάκαμψης της οικονομίας, και είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει όλη η Ευρώπη αν σκοπεύει να αντέξει στην πολιορκία της από τους αναδυόμενους ανταγωνιστές της.

Το ιδεολόγημα του ανταγωνισμού είναι τόσο παλιό όσο και ο φιλελευθερισμός του Άνταμ Σμιθ. Μόνο που ο πατέρας του φιλελευθερισμού είχε κατά νου έναν ανταγωνισμό μεταξύ περίπου ισότιμων παραγωγών που προσέρχονταν σε μια αγορά ελεύθερη από παρεμβάσεις, με μόνο τους όπλο την ποιότητα και την τιμή των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούσαν. Αλλά ακόμη και αυτών ο ανταγωνισμός είχε ένα όριο: την προσέγγιση της «φυσικής τιμής» κάθε αγαθού γύρω από την οποία η αγορά έβρισκε ισορροπία. Ο Σμιθ δεν υποψιαζόταν στην εποχή του ότι ο «ενάρετος» ανταγωνισμός του, αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσε σ’ αυτό που ήθελε να αποτρέψει: στη συσσώρευση μονοπωλιακής δύναμης από λίγους «ενάρετους ανταγωνιστές». Ο αγαθός ανταγωνισμός του δεν υπήρξε παρά μια σύντομη παρένθεση στους τρεις αιώνες καπιταλισμού.

Ο νεοεφιλελευθερισμός προσπάθησε να αναστηλώσει το ιδεολόγημα του ελεύθερου ανταγωνισμού και να το προσαρμόσει στις συνθήκες των πολυεθνικών, των τεράστιων μονοπωλιακών ομίλων και των επενδυτικών κεφαλαίων που δεν παρήγαγαν και δεν πουλούσαν τίποτα, αλλά επένδυαν σε οτιδήποτε αποφέρει κέρδη. Η Θάτσερ έδωσε την αυθεντικότερη εκδοχή του νέου μοντέλου ανταγωνιστικότητας με την ιστορική φράση: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνον άτομα, άνδρες, γυναίκες και οι οικογένειές τους». Έκτοτε, περίπου έτσι πορεύεται το οικονομικό μας σύμπαν. Ο καθένας μόνος του και όλοι εναντίον όλων. Δύση εναντίον Ανατολής. Βορράς εναντίον Νότου. Ευρώπη εναντίον ΗΠΑ. Κράτη εναντίον κρατών. Επιχειρήσεις εναντίον επιχειρήσεων. Μισθωτοί εναντίον μισθωτών. Απασχολούμενοι εναντίον ανέργων. Εργαζόμενοι εναντίον συνταξιούχων. Όλη η οικονομική «πρόοδος», η μεγέθυνση, η ανάπτυξη που προέκυψε κατά τον «χρυσό αιώνα» του νεοφιλελευθερισμού υποτίθεται ότι πήγασε από την απελευθερωτική δύναμη του ανταγωνισμού. Ατόμων, ομάδων, κρατών, εθνών, συνασπισμών. Ο μόνος ανταγωνισμός που αποκλείστηκε είναι ο ανταγωνισμός των τάξεων. Απαγορευμένος ή περιορισμένος. Ακόμη και διά νόμου.

Αυτό το τελευταίο είναι και το θεμελιώδες «κενό» στο ιδεολόγημα του γενικευμένου ανταγωνισμού, που προσπάθησε να βρει επιστημονικό καταφύγιο στη φύση και στον ανταγωνισμό των ειδών, ερήμην του Δαρβίνου, φυσικά. Για να είναι παραγωγικός ο ανταγωνισμός, πρέπει να αποβάλει το ιστορικά διαρκέστερο στοιχείο του. Τον ανταγωνισμό των τάξεων για την κατανομή του πλούτου και της ισχύος. Αυτό κυρίως υπονοούσε η Θάτσερ λέγοντας ότι «δεν υπάρχει κοινωνία». Ότι δεν υπάρχουν τάξεις. Για την ακρίβεια ότι δεν πρέπει να υπάρχουν τάξεις. Ή, κι αν υπάρχουν, τους απαγορεύεται να συμπεριφέρονται ως τέτοιες. Κι αυτό αφορούσε κυρίως την εργατική τάξη, που, στα πρόσωπα των απεργών ανθρακωρύχων, υπέστη προ τριακονταετίας το πρώτο ισχυρό πλήγμα στη συλλογική της έκφραση, με το ξήλωμα της εργατικής νομοθεσίας στη Βρετανία. Οι μισθωτοί, στο εξής, όφειλαν να ανταγωνίζονται απλώς ο ένας τον άλλο για τη διατήρηση της θέσης εργασίας τους, γεγονός ευεργετικό για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, και ταυτόχρονα να δρουν συλλογικά μόνο στο πλαίσιο της συνεργασίας των «κοινωνικών εταίρων».

Ο ηχηρός απόηχος αυτής της κραυγαλέας απόκλισης από το ιδεολόγημα του ανταγωνισμού φτάνει ως τις μέρες μας και ως τα μέρη μας. Η μνημονιακή Ελλάδα αποτελεί κατεξοχήν πεδίο του πιο ακραίου πειράματος της α λα καρτ απελευθέρωσης του ανταγωνισμού. Η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης, που αποτελεί πεμπτουσία του προγράμματος προσαρμογής, δεν είναι παρά η επιβολή ενός ακραίου ανταγωνισμού εντός κάθε υποτελούς τάξης, με κύριο πεδίο τη μισθωτή εργασία, στην οποία ο αρνητικός ανταγωνισμός των μισθών απελευθερώνεται από κάθε κατώτατο όριο. Αυτό είναι το τίμημα της διατήρησης μιας θέσης εργασίας με τη θηριώδη ανεργία 30%, το ίδιο ορίζεται και ως τίμημα για την ανάπτυξη. Αλλά, την ίδια ακριβώς στιγμή, αποκλείεται το δικαίωμα συλλογικού ανταγωνισμού των τάξεων, η συλλογική διαπραγμάτευση για τον μισθό και τους όρους εργασίας, και σ’ αυτό κατατείνει τώρα και η συζήτηση για τη «μεταρρύθμιση» της συνδικαλιστικής νομοθεσίας. Στη θέση του ανταγωνισμού κεφαλαίου και εργασίας που, κουτσά στραβά, επιβίωσε στον 20ό αιώνα αποτελώντας έναν από τους παράγοντες διαμόρφωσης εισοδημάτων και ζήτησης, αναπτύσσεται μια ιδιότυπη, καταναγκαστική «αλληλεγγύη» των τάξεων, στο όνομα της εθνικής ή πανευρωπαϊκής επιβίωσης. Ο ατομικισμός, που αποτελεί ιδεολογικό πυρήνα του φιλελευθερισμού και θεωρείται προωθητικό καύσιμο του πλούτου, όταν μιλούμε για μισθούς και εισοδήματα μεταμορφώνεται σε κάτι δυσοίωνο, αντικοινωνικό και αντιπαραγωγικό, που λειτουργεί εις βάρος των ανέργων, των φτωχότερων, των μελλουσών γενεών. Γι’ αυτό αποκλείεται κατά περίπτωση. Τελικώς, ο ατομικισμός και ο ανταγωνισμός είναι προνόμια των πατρικίων. Για τους πληβείους επιβάλλεται καταναγκαστική «αλληλεγγύη».

Κατά κάποιο τρόπο, αυτή είναι και μια χρήσιμη ομολογία. Ακόμη και για τους φανατικά φιλελεύθερους που φιλοτεχνούν τα προγράμματα προσαρμογής, φαίνεται ότι ο ανταγωνισμός και ο ατομικισμός έχουν εξαντλήσει την προωθητική τους δύναμη στη δημιουργία πλούτου και προόδου. Στο ελληνικό μνημονιακό εργαστήριο μπορεί να «απελευθερώνονται» από κάθε φραγμό η επιχειρηματικότητα και οι επενδύσεις, αλλά για να πέσει έστω κι ένα ευρώ επένδυσης θα πρέπει το Μέγαρο Μαξίμου να μετατραπεί σε data room, όπου η κυβέρνηση εκθέτει την πραμάτεια της και προσπαθεί να πείσει τους επενδυτές να ρισκάρουν τα λεφτά τους. Μπορεί τα θεσμικά τείχη που υποτίθεται ότι εμπόδιζαν τις επενδύσεις να κατεδαφίζονται, αλλά οι ξένοι «πολιορκητές» κάθονται απρόθυμοι μπροστά στη θέα των ερειπίων. Μπορεί η τρόικα να έχει επιβάλει ένα ανταγωνιστικό διαγωνιστικό πλαίσιο στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά χρειάζεται να επιστρατευτούν πρόεδροι και πρωθυπουργοί κρατών, σαν τον Ολάντ και τη Μέρκελ, για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον των εθνικών τους πρωταθλητών για την ελληνική πραμάτεια. Αυτό δεν μου μοιάζει με ανταγωνισμό, αλλά με εμποροπανήγυρη του 19ου αιώνα.

Τα πράγματα για τον ανταγωνισμό γίνονται ακόμη πιο σκούρα σε γεωπολιτική κλίμακα. Ο «πόλεμος όλων εναντίον» όλων στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι τόσο πλουτοπαραγωγικός όσο υπόσχονταν οι οραματιστές του. Έπειτα από δεκαετίες διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση κάθε αγοράς, οι G20 τρέμουν στην ιδέα ενός νέου γύρου νομισματικών ή εμπορικών πολέμων και αναζητούν μορφές συλλογικής, «αντι-ανταγωνιστικής» διαχείρισης. ΗΠΑ και Ε.Ε., έπειτα από δεκαετίες δασμολογικών ανταγωνισμών, συζητούν τη δημιουργία ελεύθερης ζώνης συναλλαγών, που πρακτικά δεν είναι άλλο από ένας ευρωατλαντικός προστατευτισμός έναντι των ανταγωνιστών της Ασίας. Και το ίδιο κάνουν οι Λατινοαμερικανοί, οι Ασιάτες, οι BRICS.

Η ίδια η Ε.Ε. -και η Ευρωζώνη- ενσωματώνει με ακραίο τρόπο την αντίφαση. Ενώ επαίρεται ότι είναι η πιο ανταγωνιστική αγορά στον κόσμο, με ακραίες ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών της, την ίδια στιγμή εξελίσσεται σε πολιτική, δημοσιονομική και τραπεζική ένωση που αποκλείει ποικίλες μορφές φορολογικού, δασμολογικού, επενδυτικού  ανταγωνισμού. Πού σταματάει ο ανταγωνισμός και πού αρχίζει η αλληλεγγύη των ανταγωνιστών; Το δυσδιάκριτο σύνορο είναι ένα λεπτό σκοινί πάνω στο οποίο ακροβατεί επικίνδυνα η ευρωκρατία. Η Ε.Ε., η ένωση των ανελέητων ανταγωνιστών, ή θα εξελιχθεί σε λεόντειο εταιρεία, μια γερμανική ή το πολύ βορειοευρωπαϊκή αυτοκρατορία, ή απλώς θα διαλυθεί. Η κουλτούρα του ανταγωνισμού χρειάζεται επειγόντως λίθιο...
 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Η γενναιόδωρη αμοιβή της εργασίας, όπως είναι το αποτέλεσμα της αύξησης του πλούτου, έτσι είναι και η αιτία αύξησης του πληθυσμού. Το να παραπονιέται κανείς γι’ αυτό σημαίνει ότι θρηνεί για το αναγκαίο αποτέλεσμα και την αιτία της μεγαλύτερης δημόσιας ευημερίας.

Αξίζει ίσως να αναφερθεί ότι η κατάσταση των εργαζόμενων φτωχών, της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού, φαίνεται να είναι η ευτυχέστερη και η πλέον άνετη κατά τη φάση της μεγέθυνσης, καθώς η κοινωνία προχωρεί προς περαιτέρω κατακτήσεις, κι όχι όταν η κοινωνία έχει κατακτήσει την πλήρη ανάπτυξη του πλούτου της. Η κατάστασή τους είναι σκληρή κατά τη στάσιμη φάση και δυστυχής κατά τη φάση της παρακμής. Η φάση της μεγέθυνσης είναι, στην πραγματικότητα, η φάση της ευθυμίας και της εγκαρδιότητας για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Η στασιμότητα είναι ανιαρή και η παρακμή μελαγχολική.

Άνταμ Σμιθ, «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών»

 

Saturday, February 16, 2013

Τίνος είναι η κρίση;




(Επενδυτής, 16-2-2013)


Ακούγεται και γράφεται με επιμονή σε ΜΜΕ υψηλού  μνημονιακού φρονήματος ότι η κρίση που διερχόμαστε ως χώρα δεν είναι ταξική, αλλά ολοσχερώς εθνική. Η άποψη διατυπώνεται κυρίως ως απάντηση στην αντίστροφη ανάλυση των κομμάτων της Αριστεράς, η οποία με τη σειρά της κυμαίνεται από την αντίληψη ότι όλα εξελίσσονται βάσει «σχεδίου της πλουτοκρατίας που θέλει να μεγιστοποιήσει οφέλη και κέρδη» (ΚΚΕ), μέχρι την κριτική ότι η διαχείριση της κρίσης από την τρόικα και τη συγκυβέρνηση γίνεται με τρόπο που να εξυπηρετεί την εγχώρια διαπλοκή, τις τράπεζες κι άλλους θύλακες οικονομικής ισχύος (ΣΥΡΙΖΑ).

Η πρώτη αντίληψη, περί εθνικής και όχι ταξικής κρίσης, αναζητά την τεκμηρίωσή της στο γεγονός ότι η Ελλάδα, αυτό το υβρίδιο καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά, ουδέποτε απέκτησε εθνική αστική τάξη, μια ηγέτιδα τάξη με κουλτούρα εθνικής συνείδησης. Κι ακόμη στο ότι τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα διαχωρίστηκαν με κριτήρια αμιγώς εισοδηματικά και όχι ταξικά. Και τελικά κυριαρχήθηκαν από τον μικροαστικό χυλό, ο οποίος «μεταμορφώθηκε σε ρουφήχτρα που κατάπιε τους πάντες και τα πάντα».

Εν μέρει, είναι αλήθεια αυτό. Τα ταξικά σύνορα ήταν ανέκαθεν δυσδιάκριτα και στο πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας και, πολύ περισσότερο, στο πεδίο της συνείδησης και του αυτοπροσδιορισμού. Η ιθύνουσα τάξη αυτής της χώρας υπήρξε κατά κανόνα συνονθύλευμα τυχοδιωκτικών ομάδων -ραντιέρηδων, κλεπτοκρατών, κρατικοδίαιτων, κερδοσκόπων χωρίς στέρεη παραγωγική βάση-  που με ευκολία άλλαζαν αφεντικά, προστάτες και φιλοδοξίες. Ήταν και με τη Μεγάλη Ιδέα και με τους Γερμανούς κατακτητές και με τους Άγγλους «απελευθερωτές» και με τους Αμερικανούς «αναμορφωτές» και με τους Ευρωπαίους «εκσυγχρονιστές». Και με τη δημοκρατία και με τη δικτατορία. Διέθετε μια «εθνική συνείδηση» α λα καρτ. Και σε γενικές γραμμές την επέβαλε στην πλειοψηφία της κοινωνίας και στην πολιτική ελίτ της χώρας. Με εξαίρεση τη δεκαετία του ’40 και  τη γερμανική κατοχή, κατά την οποία η δωσιλογική «εθνική συνείδησή» της απορρίφθηκε κι έγινε συνιστώσα μιας πραγματικής εθνικής κρίσης, η οποία κορυφώθηκε τραγικά στον Εμφύλιο.

Στον αντίποδα, όλα τα υποτελή στρώματα της ελληνικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο συνωθούνταν από την ύπαιθρο στις πόλεις με την προσδοκία της κοινωνικής ανέλιξης και του πλουτισμού, προκαλώντας τρομακτική ρευστότητα στον ενδιάμεσο, μικροαστικό χώρο, ο οποίος κατά καιρούς αποκτούσε πλειοψηφικά και ηγεμονικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, οπότε η Ελλάδα εξελίχθηκε σε ανεπτυγμένη χώρα, «κοπιάροντας» όλα τα καταναλωτικά, πιστωτικά και παραγωγικά πρότυπα της Δύσης.

Στη βάση αυτής της ανάλυσης τεκμηριώνεται ως πηγή της κρίσης το κατά Πάγκαλον «μαζί τα φάγαμε» και ως αποτέλεσμά της το «μαζί -και δικαίως- τα πληρώνουμε». Πράγμα που υποτίθεται ότι καθιστά την κρίση α-ταξική ή δια-ταξική και τελικά «εθνική». Η πραγματικότητα είναι, βεβαίως, πολύ διαφορετική. Και ως προς τη γέννηση της κρίσης και ως προς τη διαχείρισή της.

Αν θεωρήσουμε ως κοιτίδα της κρίσης χρέους που ξέσπασε στην Ευρώπη με επίκεντρο την Ελλάδα τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 2007, προκύπτει μάλλον αβίαστα πως αυτή είναι κυρίως προϊόν της παλιρροϊκής μετακίνησης κεφαλαίων από την παραγωγική δραστηριότητα στο κυνήγι των άυλων υπεραξιών – των μετοχών, του εταιρικού και κρατικού χρέους, των δαιμονικών παραγώγων προϊόντων και όλων των οβιδιακών μεταμορφώσεων του έξυπνου χρήματος που επιμένει πως αναπαράγεται με παρθενογένεση («το χρήμα γεννάει χρήμα»). Επομένως, η κρίση είναι γνήσιο τέκνο της παγκόσμιας ελίτ του πλούτου που επιπλέει πάνω στο τελευταίο κύμα χρηματιστικής μετάλλαξης της οικονομίας. Το γεγονός ότι η σωτηρία αυτής της ελίτ, αποτυπωμένη στις τεράστιες ποσότητες δημόσιου χρήματος που διατέθηκαν για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκαλεί και μια εκτεταμένη «καταστροφή» σε άλλους θύλακες πλούτου και κατόχους κεφαλαίου δεν αναιρεί τον ταξικό χαρακτήρα της κρίσης.

Άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η διαχείριση της κρίσης γίνεται με μια τεράστια μεταφορά πόρων από τα φτωχότερα στρώματα στον χρηματοπιστωτικό αφρό της οικονομικής πυραμίδας. Και, πολύ περισσότερο, με βασικό εργαλείο την αποδυνάμωση της μισθωτής εργασίας. Και ως προς την τιμή της και ως προς την πολιτική και κοινωνική της ισχύ. Οφείλουμε, άλλωστε, στην τρόικα, αλλά και σε πολλούς άλλους προθύμους υποβολείς των «μεταρρυθμίσεων», το ότι, παρά το καμουφλάζ της λιτότητας κάτω από ρητορείες περί ανάταξης του σπάταλου πελατειακού κράτους και της διεφθαρμένης εγχώριας διαπλοκής, ορίζουν ως ταξική πεμπτουσία της πολιτικής τους την ισοπέδωση του μισθού. Άθελά τους, σκάβουν βαθιά στο χώμα και φέρνουν στην επιφάνεια τη θαμμένη κάτω από τόνους λήθης και αμεριμνησίας αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας.

Το ότι όλοι πληρώνουν ένα κάποιο τίμημα δεν καθιστά την κρίση «εθνική». Όσοι χρυσοκάνθαροι της νεοελληνικής επιχειρηματικότητας κι αν οδηγηθούν για χρέη ή για απάτες στη φυλακή, όσοι «σελέμπριτις» της μπίζνας κι αν εξαφανιστούν από το επιχειρηματικό τοπίο -είτε γιατί τους καταστρέφει η ύφεση είτε γιατί την κάνουν με τα  λεφτά τους στο εξωτερικό-, ο έλεγχος του κοινωνικού πλούτου θα καταλήξει σε μια νέα ελίτ. Μικρή σημασία έχει αν η νέα ιθύνουσα τάξη της χώρας θα είναι λιγότερο ελληνική και περισσότερο γερμανική, αμερικανική, ρωσική ή πολυεθνική. Τουλάχιστον για τους πληβείους της εργασίας και της ασθμαίνουσας μικροεπιχειρηματικότητας είναι αδιάφορο.

Προβληματική είναι, ωστόσο, και η άλλη, η αριστερή ανάγνωση της κρίσης, που την παρουσιάζει περίπου ως αποτέλεσμα μιας καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας της ολιγαρχίας ή επί μέρους θυλάκων της. Η αλήθεια είναι ότι οι καπιταλιστικές κρίσεις εδώ και αιώνες είναι πάνω από τις δυνάμεις και τις βουλήσεις των ίδιων των καπιταλιστών. Κανένας καπιταλιστής δεν αγαπάει τις κρίσεις, ούτε καν αυτοί που στη διάρκειά τους καταφέρνουν να πολλαπλασιάσουν τον πλούτο τους εις βάρος των ανταγωνιστών τους και εις βάρος της κοινωνίας. Η πραγματικότητα είναι ότι όλοι, ακόμη κι οι πιο τυχοδιώκτες κάτοχοι κεφαλαίων, θα ήθελαν μια οικονομία αδιατάρακτη από κύκλους και υφέσεις. Θα προτιμούσαν μια γραμμική μεγέθυνση των οικονομιών που θα εξασφάλιζε διαρκή αύξηση του ποσοστού κέρδους τους. Ως γνωστόν, αυτό είναι τόσο αδύνατο όσο κι η φιλοσοφική λίθος για τους αλχημιστές. Αλλά συμβαίνει το εξής παράδοξο: στο κυνήγι της μεγιστοποίησης του κέρδους, κάθε μεμονωμένος καπιταλιστής επιδιώκει να έχει όσο λιγότερους κι όσο φθηνότερους εργαζομένους γίνεται. Και θα επιθυμούσε κανείς άλλος ανταγωνιστής του να μην ακολουθήσει την «ευφυή» του στρατηγική. Αλλά, επειδή όλοι διαθέτουν το ίδιο γονίδιο της απληστίας, όλοι οι καπιταλιστές κάνουν περίπου ταυτόχρονα το ίδιο και καταλήγουν να καταστρέφουν συλλογικά τη βάση δημιουργίας εισοδημάτων, ζήτησης και τελικά κερδών. Αυτή είναι η ουσία κάθε κρίσης, πέρα από τις ποικίλες μεταμορφώσεις της. Κι είναι μια ουσία πέρα για πέρα ταξική. Κι αυτή την ταξική ουσία ακολουθούν ακόμη και τα κράτη, όταν ως συλλογικοί καπιταλιστές επιδιώκουν να εξορθολογίσουν τα δημοσιονομικά τους, καταστρέφοντας με παρόμοιο τρόπο τα εισοδήματα, τη ζήτηση και άρα τις πηγές των εσόδων τους. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε τώρα, με την κυβέρνηση να ανακαλύπτει ότι η διάσωση του πολύτιμου «κεφαλαίου» των πιστωτών της χώρας -αδιάφορο αν είναι ιδιώτες ή κράτη- καταστρέφει τις ίδιες τις πηγές εξόφλησής του.

Το συμπέρασμα είναι ότι η α-ταξική ανάλυση της κρίσης, αλλά και σε έναν βαθμό η αμιγώς «ταξική», αγνοούν τόσο την κοινωνική φύση της όσο και τους μηχανισμούς της μεροληπτικής της διαχείρισης υπέρ μιας όλο και μικρότερης ομάδας κατόχων του πλούτου. Παραδόξως, οι δύο προσεγγίσεις συγκλίνουν στο να αντιμετωπίζουν την κρίση και τη μεροληπτική της διαχείριση αποσπασμένη από τη φύση της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Η πρώτη αντίληψη ανάγοντας την εγχώρια κρίση σε ακραία έκφραση της «παγκόσμιας ελληνικής ιδιαιτερότητας». Και η δεύτερη αντιμετωπίζοντάς την ως προϊόν του τυχοδιωκτικού βολονταρισμού μιας συνωμοτικής ομάδας αστών.

Από την άποψη αυτή, ίσως αποδεικνύεται απείρως πιο εύστοχο το συμπέρασμα στο οποίο, χωρίς πολλές αναλύσεις, διατυπώνουν οι αναρχικοί σε αρκετούς τοίχους της Αθήνας: «Η κρίση είναι ένα αγγούρι που τ’ αφεντικά έχουν στον κ****λο τους και θέλουν να το χώσουν στον δικό μας».

 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

…Πράγματι, υπάρχει ένας ταξικός πόλεμος σε εξέλιξη τα τελευταία 20 χρόνια, και η τάξη μου τον έχει κερδίσει. Αν κοιτάξετε τους 400 που πλήρωσαν τους υψηλότερους φόρους στις ΗΠΑ το 1992, το πρώτο έτος αναφοράς, θα δείτε ότι κατείχαν περίπου 40 εκατ. δολάρια κατά κεφαλήν εισόδημα. Τα τελευταία χρόνια έχουν φτάσει στα 227 εκατ. δολάρια κατά κεφαλήν – το πενταπλασίασαν. Στο διάστημα αυτό οι φόροι που τους αναλογούσαν έπεσαν από το 29% στο 21% του εισοδήματός τους. Λοιπόν, εάν υπάρχει ταξικός πόλεμος, η τάξη των πλουσίων τον έχει κερδίσει.

Γουόρεν Μπάφετ, συνέντευξη στο CNN, 30.9.2011

 


 

Saturday, February 9, 2013

Η βία της αφθονίας

Επενδυτής, 9/2/2013)

«Καταδικάζετε τη βία από όπου κι αν προέρχεται;». Το επιεικώς χαζοχαρούμενο ερώτημα έγινε το αγαπημένο δίλημμα που θέτει η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα μετ’ επιτάσεως στην αντιπολίτευση. Παρ’ ότι δεν θέλει και ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς πόσο ανιστόρητο είναι, παρ’ όλο που η παγκόσμια πραγματικότητα βρίθει αποδείξεων του αξιώματος ότι «η βία ήταν και παραμένει μαμή της Ιστορίας», το ερώτημα εξακολουθεί να προκαλεί χαρακτηριστική αμηχανία. Ιδιαίτερα όταν αφορά την πολιτική και κοινωνική βία.

Όσο οδυνηρή κι αν είναι η πραγματικότητα αυτή κι όσο κι αν οι βασικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί συντελεστές της διεθνούς και της εθνικής κοινωνικής συνθήκης έχουν προσχωρήσει -ρητορικά και μόνο- στην αρχή της «μη βίας», αυτή ήταν και είναι όρος εξέλιξης κάθε συστήματος και καθεστώτος. Τίποτε δεν έχει αλλάξει από την εποχή που ο Γκάτσος το συμπύκνωσε στον στίχο του για τον Κεμάλ: «Νικημένο μου αστέρι, δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί». Η βία παραμένει όρος ύπαρξης μιας ανθρωπότητας κατακερματισμένης σε ανταγωνιστικά έθνη, κράτη, ενώσεις, τάξεις, παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε ένας παγκόσμιος πόλεμος που την απείλησε με αφανισμό χάρη στις ασύλληπτες τεχνικές εξολόθρευσης που επινόησε. Η άσκηση βίας ή η απειλή χρήσης της -ακόμη και στην πιο παράλογη, ισοπεδωτική μορφή της, τα πυρηνικά όπλα- παρέμεινε ρυθμιστής των διεθνών σχέσεων και της κατανομής της γεωπολιτικής ισχύος. Αλλά και των σχέσεων εξουσίας μέσα σε κάθε οργανωμένο (ή αποδιοργανωμένο) κράτος.

Η ίδια η ύπαρξη του κράτους, είτε στις αρχαιότερες μορφές του είτε στη σύγχρονη, του εθνικού κράτους, προϋποθέτει και ενσωματώνει έναν βαθμό βίας που ασκείται από τον Κυρίαρχο προς τους υπηκόους του. Διόλου τυχαία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία το Κράτος και η Βία, παιδιά της Στυγός και του Πάλλαντα, μαζί με τα αδέρφια τους, τον Ζήλο και τη Νίκη, πολέμησαν στο πλευρό του Δία κατά την Τιτανομαχία. Κι είναι οι ίδιοι που, κατά τον Αισχύλο, βοηθούν τον Δία να δέσει τον Προμηθέα στον Καύκασο για το ατόπημά του: να αμφισβητήσει το θεϊκό μονοπώλιο της εξουσίας και της γνώσης. Δεν έχει υπάρξει πιο εύγλωττη και γοητευτική συμπύκνωση της αλήθειας ότι η βία αποτελεί θεμέλιο κάθε κυριαρχίας.

Πρόκειται, βεβαίως, για βία κατά τεκμήριο αποδεκτή και νομιμοποιημένη. Είτε με την ανοχή είτε και με την έγκριση των υπηκόων. Αλλά, πρόκειται και για μια βία οριοθετημένη, τουλάχιστον στα λεγόμενα «κράτη δικαίου». Η εξουσία άσκησης βίας που εκχωρείται στον κυρίαρχο έχει ένα θεωρητικό αντάλλαγμα. Να παράσχει ασφάλεια στους πολίτες. Ασφάλεια κοινωνική και πολιτική, σωματική και ηθική, ατομική και συλλογική. Στις φιλελεύθερες καπιταλιστικές δημοκρατίες, μάλιστα, προστέθηκε ως διακηρυγμένος στόχος της κρατικής βίας (ή της απειλής χρήσης της) και η οικονομική ασφάλεια, τόσο με την έννοια της προστασίας της ιεράς ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, όσο και με την έννοια  των αναγκαίων, βίαιων περιορισμών τους, στο όνομα κάποιου βαθμού αναδιανομής του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων. Η οικονομική βία που ασκείται μέσω της φορολογίας ή της οικονομικής δραστηριότητας του κράτους στη Δύση νομιμοποιείται ακόμη και από συνταγματικά διακηρυγμένους στόχους περί «κοινωνικής ειρήνης» ή υποχρεωτικής «ταξικής συνεργασίας». Το γερμανικό σύνταγμα την απογειώνει, ορίζοντας την «αρχή της συναίνεσης» (consensus)  ως υποχρεωτική διαδικασία διαβούλευσης κράτους, ρυθμιστικών Αρχών, επιχειρήσεων και συνδικάτων.

Σ’ αυτήν τη νομιμοποιημένη, εκ πρώτης όψεως, έκφραση της κρατικής βίας, διασπαρμένη σε νόμους, κυρώσεις, κατασταλτικούς μηχανισμούς, υποκρύπτεται και μια έμμεση αναγνώριση της «φυσικής βίας» που υποβόσκει στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις των καπιταλιστικών κοινωνιών. Γίνεται αποδεκτό ότι η βία που ξεπηδάει από τις σχέσεις αυτές, εδραιωμένες στη διαρκή αναπαραγωγή και διεύρυνση της ανισότητας, είναι τόσο αναπότρεπτη που μόνο η διαρκής αποτροπή και καταστολή της με την επίσημη αντι-βία εξασφαλίζει κάποια ευστάθεια και ισορροπία στο σύστημα. Η επίσημη βία δεν έχει άλλο κεντρικό στόχο παρά να «καταργεί» την πάλη των τάξεων ή να περιορίζει τις πιο απειλητικές, βίαιες εκφράσεις της. (Ο Ζήλος είναι πάντα εκεί, δίπλα στα αδέρφια του, το Κράτος και τη Βία, ως αρχέγονη έκφραση του «ανταγωνισμού» στην οικονομική δράση και την κοινωνική συμπεριφορά και ως μυθολογική εκδοχή του κοινωνικού φθόνου που πάντα γεννούσε η άνιση και άδικη κατανομή του πλούτου και της ισχύος).

Ωστόσο, η αποδοχή ή ανοχή της επίσημης βίας και η αποχή από τις εξάρσεις της κοινωνικής βίας των «υποτελών» τάξεων, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, συνοδεύονταν από μια βασική υπόσχεση προς τις τάξεις αυτές: ότι η «κοινωνική ειρήνη» θα έχει ως αντάλλαγμα μια σχετικά εγγυημένη διαρκή βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης. Ότι το εισόδημά τους θα αυξάνεται, έστω κι αν το μερίδιό τους στον συνολικό πλούτο θα μειώνεται. Ότι θα έχουν διαρκή και διευρυνόμενη πρόσβαση σε καταναλωτικά αγαθά, περιουσιακά στοιχεία, ιδιοκτησία. Ακόμη και μερίδιο στον «λαϊκό καπιταλισμό» των μικρομετόχων. Ότι όσο βάζουν πλάτη στη μεγέθυνση της πίτας, τόσο μεγαλύτερο κομμάτι της θα δικαιούνται. Επομένως, η επίσημη βία εναντίον όσων απειλούσαν αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» έβρισκε ευρεία νομιμοποίηση σε μια κυμαινόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας. Γι’ αυτό και οι μεταπολεμικές εκδοχές της «κοινωνίας της αφθονίας» στη Δύση περιελάμβαναν ως παράρτημα του «κοινωνικού συμβολαίου» και τη σιωπηρή ρήτρα ανοχής σε ποικίλες εκδοχές κρατικής βίας: στις στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών χωρών όπου Γης, στην ανοικτή στήριξη δικτατορικών καθεστώτων στις «μπανανίες», στην ευρεία χρήση κατασταλτικών μηχανισμών εναντίον κάθε ομάδας που έσπαζε το «συμβόλαιο ανοχής» στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Διόλου τυχαία, η «μεγάλη έκρηξη» των πολύμορφων νεανικών κινημάτων, τα οποία στο τέλος της δεκαετίας του ’60 σάρωσαν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, όσο κι αν κραύγασε ενάντια στην ανηθικότητα αυτού του «συμβολαίου», όσο κι αν κατήγγειλε τη «βία της αφθονίας» και αντιπαρέθεσε τη «δίκαιη βία των σκλάβων», δεν κατάφερε να κερδίσει την κοινωνική πλειοψηφία. Η «επιστροφή στην κανονικότητα» (retour a la normale, σύμφωνα με το σαρκαστικό σύνθημα του Γαλλικού Μάη) ήταν μια οδυνηρή διαδικασία διεύρυνσης των ορίων της κρατικής βίας.

Ωστόσο, σήμερα ζούμε μια μεγάλη ανατροπή. Η «συμφωνία» πάνω στην οποία βασιζόταν η ανοχή της επίσημης βίας έχει διαρραγεί. Ούτε το κράτος, ούτε η πολιτική ελίτ, ούτε οι τεχνοκράτες της οικονομίας εγγυώνται το αντάλλαγμα της «βίας της αφθονίας». Γιατί η πρόσβαση στην αφθονία δεν είναι πια δεδομένη για όλους, ούτε καν για μια σχετική πλειοψηφία του πληθυσμού. Αντιθέτως, με κορυφαίο παράδειγμα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, στις λοιπές μνημονιακές χώρες και σε όλη την Ευρωζώνη, το δόγμα της λιτότητας εξαφανίζει την επαγγελία της αφθονίας. Και μάλιστα χωρίς ημερομηνία λήξης (όταν ο «ονειροκρίτης» Ιωσήφ προειδοποίησε τον φαραώ της Αιγύπτου πως «οι μέρες της αφθονίας του είναι μετρημένες», όρισε τουλάχιστον ένα επταετές πρόγραμμα λιτότητας και αποταμίευσης για να αντιμετωπιστεί ο επταετής λιμός που θα ερχόταν, σύμφωνα με το όνειρο του φαραώ. Εδώ ισχύει το αντίστροφο: οι μέρες της στέρησής μας είναι απροσδιόριστες. Και μάλλον απεριόριστες).

Το αποτέλεσμα είναι πως η επίσημη βία χάνει την ελάχιστη οικονομική και κοινωνική της νομιμοποίηση. Κι αφήνει όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο για έξαρση και νομιμοποίηση της βίας από τα θύματα της «προσαρμογής». Πολύ περισσότερο που η επίσημη βία δεν επιβάλλεται πια από τον κατά συνθήκη εγχώριο Κυρίαρχο, τον εκλεγμένο και νομιμοποιημένο από την κοινοβουλευτική διαδικασία. Αλλά από μια δύναμη εξωτερική, ξένη προς το κοινωνικό σώμα. Από μια τρόικα, μια Κομισιόν, μια ΕΚΤ, ένα ΔΝΤ που επιβάλλουν ως μόνιμη πλέον την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που διερχόμαστε.

Από την άποψη αυτή ηχεί ως αφέλεια, αν όχι και υποκρισία, το ερώτημα με το οποίο ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη επιχείρησε να συμπυκνώσει τη δημόσια φλυαρία για τους «νέους τρομοκράτες των βορείων προαστίων»: «Τι αναγκάζει μια κοινωνία της αφθονίας να γεννάει τρομοκράτες;», αναρωτήθηκε. Μήπως το ότι η αφθονία εξαφανίστηκε ακόμη και ως ψευδαίσθηση; Μήπως, λέμε…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

…Η κοινωνία της ευημερίας είναι μια πολεμική κοινωνία. Πρέπει να έχει έναν Εχθρό, με κεφαλαίο Ε, έναν πλήρη Εχθρό. Γιατί νομίζω ότι η διαιώνιση της σκλαβιάς, η διαιώνιση του θλιβερού αγώνα για την ύπαρξη μπροστά στις καινούριες δυνατότητες της Ελευθερίας, ενεργοποιεί και δίνει ένταση σε μια πρωταρχική επιθετικότητα, σ’ ένα βαθμό άγνωστο μέχρι τώρα στην ιστορία. Και η πρωταρχική αυτή επιθετικότητα πρέπει να κινητοποιηθεί με τρόπο χρήσιμο για την κοινωνία, αλλιώς θα τινάξει το ίδιο το σύστημα. Γι’ αυτό και η ανάγκη για έναν Εχθρό, που πρέπει να υπάρχει ή να δημιουργηθεί αν δεν υπάρχει. Τολμώ να πω ότι, ευτυχώς, ο Εχθρός υπάρχει. Αλλά πρέπει, στην κοινωνία αυτή, η εικόνα του και η δύναμη του να εξογκωθούν πέρα από κάθε μέτρο για να μπορέσει να κινητοποιήσει την επιθετικότητα αυτή της κοινωνίας της αφθονίας με τρόπο χρήσιμο σ’ αυτήν. Το αποτέλεσμα είναι μια ακρωτηριασμένη, σακατεμένη και μάταιη ανθρώπινη ύπαρξη: μια ανθρώπινη ύπαρξη που υπερασπίζεται βίαια τη σκλαβιά της.

 
Χέρμπερτ Μαρκούζε, «Απελευθέρωση από την κοινωνία της αφθονίας» (από το συλλογικό έργων των Σουίζι, Καρμάικλ, Μπέιτσον, Γκεράσι, Γκόλντμαν, Λενγκ, «Η διαλεκτική της απελευθέρωσης» - 1972)

 

 

 

Saturday, February 2, 2013

Κέντρο, απόκεντρο

(Επενδυτής, 2/2/2013)


Στη φυσική, στην οποία ήμουν σκράπας, κεντρομόλος χαρακτηρίζεται η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα το οποίο περιστρέφεται κυκλικά γύρω από ένα σημείο. Αλλά έχει και το αντίθετό της, τη φυγόκεντρη δύναμη. Και φυγόκεντρη είναι η δύναμη που «αισθάνεται» ένα σώμα σε κυκλική κίνηση και η οποία το ωθεί να φύγει από την τροχιά αυτή. Οι φυσικοί χαρακτηρίζουν τη φυγόκεντρο δύναμη «φαινόμενη», εικονική και όχι πραγματική. Την θεωρούν αποτέλεσμα της αδράνειας των σωμάτων και όχι πραγματική δύναμη. Και στην ουσία, λένε πάντα οι φυσικοί, υπάρχει και γίνεται αισθητή μόνο όσο υπάρχει η κεντρομόλος, πραγματική δύναμη, όπως για παράδειγμα η βαρυτική δύναμη που ασκεί η Γη στον δορυφόρο της, τη Σελήνη. Όταν παύσει να ασκείται η κεντρομόλος δύναμη, παύει και η «εικονική» φυγόκεντρος. Το σώμα φεύγει από την κυκλική του τροχιά για να κινηθεί ευθύγραμμα. Κάπως έτσι.
Για πολλές δεκαετίες η πολιτική και κοινωνική ζωή στις χώρες της Δύσης, άρα και στην Ελλάδα, κινούνταν κυκλικά, γύρω από ένα νοητό κέντρο. Ο κύκλος που διέτρεχαν τα πολιτικά σώματα και τα κοινωνικά στρώματα είχε ως σταθερό κέντρο περιφοράς μια πολιτική συνισταμένη στην οποία συντίθεντο κομματικά προγράμματα και ιδεολογικά μανιφέστα, από τον χώρο της φιλελεύθερης και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς μέχρι τον χώρο της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Με τον καιρό, ο κύκλος της περιφοράς έγινε φαύλος και τα περιφερόμενα πολιτικά σώματα εξελίχθηκαν αριστεροδέξιες και σοσιαλφιλελεύθερες ρεπλίκες, σαν τα δίδυμα φεγγάρια του Άρη, τον Φόβο και τον Δείμο, που ανταγωνίζονται ποιο θα εξαχνωθεί πρώτο στην ατμόσφαιρα του «κόκκινου πλανήτη». Ήδη, ο πρώτος από τους δύο βασικούς δορυφόρους του κεντρομόλου μας κομματικού συστήματος (το ΠΑΣΟΚ, φυσικά) έχει γίνει σκιά του εαυτού του. Αλλά τα κομμάτια του εξακολουθούν και βρίσκονται σε κυκλική τροχιά γύρω από το ιδεατό κέντρο.

Η βαρυτική έλξη του πολιτικού κέντρου, που μέχρι πριν από τρία χρόνια υποχρέωνε τα κόμματα του αστικού χώρου να λειαίνουν διαρκώς τις ιδεολογικές τους γωνίες, υποτίθεται ότι είχε και υλική βάση. Το πολιτικό κέντρο είχε στον πυρήνα του, ακριβώς σαν το μάγμα των πλανητών, τον περίφημο μεσαίο χώρο ή μεσαία τάξη. Τον περιούσιο λαό των μικρομεσαίων, που στην πραγματικότητα ήθελαν να ξεφύγουν από την κοινωνική και οικονομική τους «μεσότητα», να αναρριχηθούν στην κορυφή της πυραμίδας, ή, για να μιλήσουμε με κυκλικούς όρους, να βρεθούν στην περιφέρεια του κύκλου. Μια φυγόκεντρος δύναμη κινητοποιούσε την απληστία τους, τις μεγάλες προσδοκίες τους, τα μικροαστικά τους όνειρα, την επιθυμία τους ν’ αυξήσουν τον πλούτο και την κοινωνική τους επιρροή. Και, παραδόξως, τα κεντρομόλα κόμματα εξουσίας προσπαθούσαν να κρατήσουν την πελατειακή τους σχέση με το περίφημο κοινωνικό κέντρο ακριβώς κολακεύοντας τις φυγόκεντρες τάσεις του. Κάπως έτσι κατέρρευσε το βαρυτικό σύστημα του κομματικού μας σύμπαντος και διαψεύστηκε η νευτώνεια θεώρηση της ελληνικής, προμνημονιακής κοινωνίας. Αλλά, όχι μόνο της ελληνικής.
Ό,τι πιο παράδοξο, αν όχι και παράλογο, συντελείται στη μνημονιακή Ελλάδα είναι ο νέος διαγκωνισμός που παρατηρείται στο πολιτικό και κοινωνικό κέντρο, την ώρα που το πρώτο αποσυντίθεται και το δεύτερο συντρίβεται. Οι δύο πυλώνες του μνημονίου, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, που επί χρόνια ανταγωνίζονταν στη διεκδίκηση του μεσαίου χώρου, τροφοδότησαν το αποσαθρωμένο κομματικό σύστημα με μια πανσπερμία πολιτικών μορφωμάτων που, αν και προέρχονται από διαφορετικές ιδεολογικές κοίτες, διεκδικούν και πάλι την προσοχή του περίφημου μεσαίου χώρου, εφόσον έχει μείνει κάτι απ’ αυτόν.

Με το βλέμμα στο κοινωνικό και πολιτικό κέντρο κινούνται τα εκσυγχρονιστικά και μνημονιακά σπαράγματα του ΠΑΣΟΚ, η ΡΥΚΣΣΥ του Λοβέρδου, η Δυναμική Ελλάδα του Μόσιαλου και οι ελεύθεροι σκοπευτές, πρώην κορυφαίοι του σημιτικού ή του παπανδρεϊκού μπλοκ. Το «πατριωτικό κέντρο» είναι το σημείο αναφοράς των Ανεξάρτητων Ελλήνων, αλλά και η Ελλήνων Πρωτοβουλία που προέρχεται από την πρώτη διάσπαση στις τάξεις των ΑΝ.ΕΛ. Αν και ιδεολογικά αυτά τα μορφώματα θα μπορούσαν να τοποθετηθούν δεξιότερα της Ν.Δ. χάριν του ιδιότυπου αντι-φιλελευθερισμού τους, κοινωνικά απευθύνονται σ’ ένα ταξικό συνονθύλευμα που έχει αποδεσμευτεί από τον δικομματισμό και εμφανίζει έντονες φυγόκεντρες τάσεις από την πολιτική γενικώς, όπως καταδεικνύουν τα μεγάλα δημοσκοπικά ποσοστά αδιευκρίνιστης ψήφου, άρνησης της πολιτικής συμμετοχής, ψήφου στον «κανένα» και στο «τίποτα».
Στα ίδια ακριβώς θολά κοινωνικά νερά αλιεύει και η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Στο δικό της «πατριωτικό κέντρο» συνωθούνται θύματα του μνημονίου απαλλαγμένα από τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά και ανεξάρτητα από το βάθος των πληγών τους, με μόνη συγκολλητική ουσία την «ελληνικότητά» τους.

Αλλά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος παρατηρείται μια αντίστοιχη κεντρομόλος σπουδή. Δεν είναι μόνο η κυβερνητική ΔΗΜΑΡ που προσπαθεί να φιλοτεχνήσει το δικό της μνημονιακό πολιτικό και κοινωνικό «κέντρο», απευθυνόμενη σε στρώματα που προσδοκούν μακροπρόθεσμα κάποια οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις-απορρυθμίσεις του μνημονίου. Είναι κυρίως η αλματώδης μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς ένα αδιαμόρφωτο πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό κέντρο, που δίνει το στίγμα και την ένταση στον πολιτικό ανταγωνισμό για το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, τον μεσαίο χώρο.
Έτσι, έχουμε μια ολική επαναφορά στο προ-μνημονιακό παράδοξο. Την ώρα που το μνημόνιο και ο βίαιος κοινωνικός μετασχηματισμός που προκαλεί διώχνει από το «κέντρο» όλο και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού, απελευθερώνοντας μιαν ανεξέλεγκτη φυγόκεντρο δύναμη, το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί και περιστρέφεται γύρω από ένα κέντρο που η βαρυτική του έλξη φθίνει δραματικά, μέχρι μηδενισμού της. Αγνοεί επιδεικτικά τις δύο κυριότερες επιδράσεις της κρίσης στην κοινωνία, που είναι οι εξής: πρώτη, η δραματική αποδυνάμωση του κόσμου της εργασίας, με τον ακρωτηριασμό της διαπραγματευτικής της δύναμης, με τη δραστική μείωση της τιμής της και με την πρωτοφανή εκτόπιση από την παραγωγική διαδικασία μιας μεγάλης μάζας ανέργων και υποαπασχολούμενων, που τείνουν να γίνουν πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού. Και η δεύτερη επίδραση είναι η αποσύνθεση της λεγόμενης μεσαίας τάξης, ένα τμήμα της οποίας φτωχοποιείται, χάνει τα εισοδηματικά και περιουσιακά πλεονεκτήματα που την τοποθετούσαν στο «κοινωνικό κέντρο», ενώ ένα άλλο τμήμα της προλεταριοποιείται κανονικά, αλλάζει οριστικά κι ίσως αμετάκλητα κοινωνική ένταξη, ασχέτως του πόσο το συνειδητοποιεί ή όχι. Για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας όχι μόνο αποψιλώνονται τα μεσαία στρώματα που άμβλυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις και αδρανοποιούσαν την «πάλη των τάξεων», αλλά διαμορφώνεται και μια τεράστια πλειοψηφία ανθρώπων που εξωθούνται σε μια σχετικά ομοιογενή κατάσταση ανέχειας, ανασφάλειας, απελπισίας, εκμετάλλευσης και κοινωνικής υποτέλειας. Μπορεί αυτή η πλειοψηφία να μην είναι μια τάξη στην κυριολεξία, ωστόσο τα στοιχεία συνοχής και ώσμωσής της όλο και περισσότερο επισκιάζουν όσες αντιθέσεις επιβιώνουν εντός της από την εποχή της «ευημερίας»: εισοδηματική κατάρρευση, φορολογική εξάντληση, παραγωγική περιθωριοποίηση, δυσκολία επιβίωσης. Επομένως, δεν είναι το κέντρο, αλλά το απόκεντρο του κοινωνικού μας σύμπαντος που βρίσκεται σε κενό οράματος, προσδοκίας και πολιτικής έκφρασης.

Παρ’ όλα αυτά, το πολιτικό σύστημα περί άλλα τυρβάζει. Εξακολουθεί να απευθύνεται στο εικονικό κέντρο, πιθανότατα γιατί δεν έχει τίποτα να πει και να προτείνει στο κοινωνικό απόκεντρο που βρίσκεται εκεί έξω και περιμένει. Δεν έχει να προτείνει τίποτα απτό στους 1,5 εκατομμύριο ανέργους, στους 2 εκατ. μισθωτούς που προσπαθούν να επιβιώσουν με μισθούς κουρεμένους κατά 25%, στο 1 εκατ. οιονεί μικρομεσαίων που βρίσκονται στον αστερισμό των κατασχέσεων και των λουκέτων από την εφορία, τους πιστωτές, τους προμηθευτές. Μοιραία, το κοινωνικό απόκεντρο, απελευθερωμένο από κάθε κεντρομόλα έλξη, θα ξεφύγει σε ευθύγραμμη τροχιά, προφανώς στα δεξιά της εφαπτομένης του κύκλου, για να επιστρέψουμε στους όρους της φυσικής. Στο μεταξύ, το πολιτικό σύστημα θα εξακολουθήσει την περιστροφή του περί το εικονικό κέντρο. Όταν θα αντιληφθεί πως δεν πρόκειται παρά για μια περιφορά γύρω από τον εαυτό του, μάλλον θα είναι αργά.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Μια ιστορία σαχλαμάρα θα σας πω
με χωρίς ενδιαφέρον και σκοπό
που την έγραψα για πλάκα
να γεμίσουμε την πλάκα
με στιχάκια σαν κι αυτό:
Η γυναίκα μου μού είπε σε τόνο γλυκό
«Γράψε αν θέλεις και κανένα σουξέ λαϊκό
γράψε κάτι που να πιάνει
τη μεσαία τάξη, Γιάννη,
κάτι πιο ερωτικό
κάτι πιο ερωτικό».
Ήταν λέει μια φορά κι έναν καιρό
ένας τύπος άσος κούπα στο χορό
που τους έκανε όλους βίδες
μες στις χοροεσπερίδες
με το βαλς και το τανγκό.
Τυλιγμένος σ’ ένα κίτρινο κασκό
τα μαλλιά του γυαλισμένα με μπριγιόλ
ήταν γύρω στα τριάντα
θαυμαστής του Φρανκ Σινάτρα/
αλλά και του Νατ Κινγκ Κολ.
Η γυναίκα μου μού είπε σε τόνο γλυκό
«Γράψε αν θέλεις και κανένα σουξέ λαϊκό
γράψε κάτι που να πιάνει
τη μεσαία τάξη, Γιάννη,
κάτι πιο ερωτικό
κάτι πιο ερωτικό».
Η ιστορία μας τελείωσε εδώ
σ’ ένα πούλμαν μέσ’ στην εθνική οδό
λίγο πριν απ’ τα διόδια
πήγαμε όλοι με τα πόδια
για χωνάκι παγωτό.

Γιάννη Λογοθέτη, «Τραγούδια με νόημα» (1975)