Monday, July 30, 2007

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (28/07/2007)

Ας μην κολακευόμαστε, ωστόσο, για τις ανθρώπινες νίκες μας πάνω στη φύση. Η φύση μάς εκδικείται για κάθε μια τους. Κάθε νίκη έχει βέβαια κατά κύριο λόγο τις συνέπειες τις οποίες υπολογίσαμε, αλλά στη συνέχεια έχει εντελώς διαφορετικά, απρόοπτα αποτελέσματα, που πολύ συχνά εκμηδενίζουν τις πρώτες τους συνέπειες. Οι άνθρωποι που, στη Μεσοποταμία, στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και αλλού, κατέστρεψαν τα δάση για να αποκτήσουν καλλιεργήσιμη γη , ποτέ δεν ονειρεύτηκαν πως μ’ αυτό βάζανε τις βάσεις για την πραγματική ερήμωση αυτών των χωρών, καταστρέφοντας μαζί με τα δάση και τα κέντρα συγκέντρωσης της υγρασίας. Όταν οι ορεινοί Ιταλοί κατέστρεψαν στις νότιες πλαγιές των Άλπεων τα δάση ελάτων που με τόση φροντίδα διατηρήθηκαν στις βόρειες κλιτύες, δεν είχαν ιδέα πως μ’ αυτόν τον τρόπο υποσκάπτανε τη γαλακτοκομία στην περιοχή τους. Ακόμη λιγότερο υποψιάζονταν ότι μ’ αυτή την τακτική στερούσαν από νερό της βουνίσιες πηγές τους στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και πως στην εποχή των βροχών θα χύνονταν στην πεδιάδα πιο ορμητικοί χείμαρροι.

Φρίντριχ Ένγκελς, «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου»

Ανακωχή φύσης και ιδιοκτησίας (28/07/2007)

Κατ’ άλλους ζούμε τον Αρμαγεδδώνα, τη συντέλεια του κόσμου, τη Δευτέρα Παρουσία. Οι Αρχάγγελοι ανοίγουν τη μία σφραγίδα μετά την άλλη, απελευθερώνοντας κύματα καταστροφής. Άλλοι αναζητούν εξηγήσεις σε θεωρίες συνωμοσίας, πράκτορες του αοράτου εχθρού, στρατιές πυρφόρων εμπρηστών, στίφη καταπατητών της δημόσιας γης ή πυρομανείς πολιτικούς αντιπάλους που θέλουν να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση της κάθαρσης (και της καμένης γης). Μια τρίτη ομάδα ανθρώπων, κινούμενοι στο έδαφος του ορθολογισμού, βλέπουν την επιβεβαίωση ζοφερών επιστημονικών προφητειών για την επικίνδυνη αλλαγή στο κλίμα του πλανήτη.

Ό,τι κι αν ισχύει, είτε αναζητούμε εξηγήσεις στη μεταφυσική είτε στη φυσική, ένα είναι βέβαιο: το φαινόμενο μάς ξεπερνάει. Τα τεχνολογικά μέσα για τα οποία επαιρόμαστε ως είδος, είτε μιλάμε για την υπεραναπτυγμένη (και πλημμυρισμένη) Βρετανία είτε για την ψευτοαναπτυγμένη (και κατακαμένη) Ελλάδα, αποδεικνύονται πολύ φτωχά για να λύσουν υπέρ μας αυτό το «πολεμικό» επεισόδιο στον πανάρχαιο ανταγωνισμό φύσης και ανθρώπου. Παραδίδουμε στην επόμενη γενιά -στα παιδιά μας, όχι στα εγγόνια μας- μια χώρα κατεστραμμένη, πεθαμένη, πέρα από κάθε υπερβολή. Με κυριότερο σύμμαχο την παροιμιώδη ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού και τον αμοραλισμό των πολιτικών ηγεσιών, που η έγνοια τους εξαντλείται στο εκλογικό κόστος της διαχειριστικής τους αδυναμίας, παρακολουθούμε εδώ κι ένα μήνα να καίγεται περίπου το ένα τέταρτο της χώρας. Η φωτιά καταπίνει κάθε καύσιμη ύλη που φυτρώνει στην αφυδατωμένη γη. Η καταστροφή δεν είναι μικρότερη απ’ αυτήν που θα προκαλούσε ένας μακροχρόνιος πόλεμος, ένας εμφύλιος, απλώς είναι διαφορετικός ο τρόπος αποτίμησής της. Δεν έχουμε τους χιλιάδες νεκρούς ενός πολέμου. Αλλά δεν τους έχουμε ΤΩΡΑ. Θα τους έχουμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο μέλλον. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ετεροχρονισμένη γενοκτονία. Ο ετεροχρονισμός της μας επιτρέπει να συνεχίσουμε τις αμέριμνες διακοπές μας ή την αδιάκοπη αμεριμνησία μας.

Το φαινόμενο μάς ξεπερνάει, αλλά η εξήγησή του δεν είναι άχρηστη. Την ουσιαστικότερη εξήγηση προσωπικά τη βρίσκω σε μιαν εικόνα από τη φωτιά που καίει τη μισή Πελοπόννησο. Συμπυκνώνει την πανάρχαια προβληματική σχέση του είδους μας με το περιβάλλον. Ένα χωριό κάπου στην ορεινή Αχαΐα καίγεται, οι διασώστες φτάνουν για να απεγκλωβίσουν κατοίκους πριν τους καταπιεί η φωτιά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, κολλημένη στο κατώφλι του σπιτιού της, αδιαφορεί στις εκκλήσεις των διασωστών και, μ’ ένα μείγμα οργής και στωικότητας, λέει: «Πού να πάω μακριά απ’ το σπίτι μου;». Η περιουσία, το βιος! Αυτός ο ακατάλυτος ανθρώπινος δεσμός με την ιδιοκτησία, που για ορισμένους πληρώθηκε με τίμημα τη ζωή τους, αποτελεί την κυριότερη έκφραση του ανελέητου ανταγωνισμού της φύσης με τον ανθρώπινο πολιτισμό εδώ και χιλιετίες. Η εκμετάλλευση της γης αποτελεί μία από τις κυριότερες συνιστώσες του οικονομικού μας πολιτισμού. Σ’ όλες τις εκφράσεις της, από τη νομαδική κτηνοτροφία της προϊστορίας μέχρι το τουριστικό real estate των ημερών μας, εξελίχθηκε σαν ληστρικός πόλεμος, χωρίς κανόνες. Αυτό που κάνει σήμερα η φωτιά στα περικυκλωμένα και διάσπαρτα από οικισμούς και ιδιοκτησίες δάση μέσα σε ελάχιστες ώρες, το προκαλούσαν κάποτε σε βάθος δεκαετιών, αργόσυρτα και ανεπαίσθητα, τα κοπάδια των κτηνοτρόφων. Η πρώτη αποψίλωση της Αττικής από την αρκετά πλούσια χλωρίδα της ανάγεται στους αρχαϊκούς χρόνους. Οι περιγραφές του Ηροδότου και του Παυσανία προκαλούν σοκ στους ανυποψίαστους σημερινούς κατοίκους του λεκανοπεδίου.

Εν ολίγοις, η δασική πυρκαγιά, η καταστροφική αφυδάτωση του εδάφους, η τρομακτική μείωση της βιοποικιλότητας δεν είναι πρωτοφανή φαινόμενα. Αλλά αποκτούν άλλη διάσταση στις συνθήκες της αστικοποίησης της υπαίθρου, της περικύκλωσης των δασών από νησίδες ιδιοκτησίας. Στον ανταγωνισμό φύσης και ιδιοκτησίας μοιάζει πια να έχουν εξαφανιστεί οι ουδέτερες, νεκρές ζώνες, με αποτέλεσμα και η πιο ήπια οικονομική δραστηριότητα δίπλα ή μέσα στα δάση να είναι ένας τεράστιος κίνδυνος.

Αυτός ο πόλεμος φύσης και ιδιοκτησίας, η σχέση λεηλασίας και αντεκδίκησης, έχει φτάσει πια σ’ ένα επικίνδυνο επίπεδο. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια ανακωχή, κι ακόμη περισσότερο μια μακρόχρονη συνθήκη ειρήνης, μια μεγάλη περίοδο αποχής από οικονομικές δραστηριότητες που άλλοτε φαίνονταν αθώες ή που προβάλλονται ως όροι επιβίωσης των σύγχρονων κοινωνιών. Κι επειδή η φύση ό,τι ήταν να πει το είπε, η συνθήκη ειρήνης αναγκαστικά θα είναι μια μονομερής πρωτοβουλία. Θα παραδώσουμε τα όπλα στον «εχθρό», αφήνοντάς του ζωτικό χώρο και χρόνο. Πέρα από τα συνταγματικά φληναφήματα του τύπου «άπαξ δάσος, εσαεί δάσος», χρειάζεται ένα μακρόχρονο πλαίσιο περιορισμού της ιδιοκτησίας, στις πιο καταστροφικές εκδηλώσεις της. Μπορεί αυτό να αυξήσει το κόστος κτήσης της, μπορεί να προκαλέσει ευρύτατους αποκλεισμούς κοινωνικών στρωμάτων από τη δυνατότητα κατοχής και εκμετάλλευσης της γης. Αλλά είναι ζήτημα πολιτικό το είδος αποκλεισμών και περιορισμών που θα επιλέξουμε. Κι εδώ που φτάσαμε, στερημένοι τον αέρα που αναπνέουμε, τα διλήμματα είναι πολυτελή και βλακώδη. Η ιδιοκτησία της γης σ’ έναν κόσμο αβίωτο, ουσιαστικά ισοδυναμεί με κατάργησή της για όλους.

Χρειάζεται επίσης να επαναπροσδιορίσουμε τρία πράγματα ακόμη:

Πρώτον, να ξανασκεφτούμε την έννοια της προόδου. Εγκλωβισμένοι στις αξίες της μεγέθυνσης, έχοντας βιάσει ανεπανόρθωτα τη διαλεκτική σχέση ποσότητας και ποιότητας, επιταχύνουμε τα τσουνάμι της καταστροφής. Σε λίγα χρόνια η μακρόχρονη αποχή από αναπτυξιακές δραστηριότητες θα είναι μονόδρομος, έστω κι αν η ανθρώπινη ενοχή στην υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μόνο μια επιστημονική εικασία και ζούμε απλώς τις απροσδιόριστες συνέπειες μιας ηλιακής έκρηξης. Η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, για την οποία επαίρεται κάθε υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, θα είναι μέτρο καταστροφής. Πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι θα χρειαστεί να θέσουμε και στόχους συρρίκνωσης του κοινωνικού πλούτου, στις πιο καταστροφικές εκδηλώσεις του.

Δεύτερον, χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του συμφέροντος. Του ατομικού, του συλλογικού, του εθνικού και του οικουμενικού. Αν τα επιστημονικά σενάρια για την κλιματική αλλαγή επαληθευτούν, σε μερικές δεκαετίες δεν θα έχει και μεγάλη σημασία αν είσαι ο Μπιλ Γκέιτς, ο Ουόρεν Μπάφετ, ένας άνεργος στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος ή ένας μελλοθάνατος κάτοικος του Νταρφούρ. Η φύση εκδικείται, απονέμοντας «κοινωνική δικαιοσύνη». Οι ιδιωτικοί παράδεισοι δύσκολα θα σώσουν τους κατόχους τους. Δεν προτείνω «ταξική ειρήνη». Αλλά ακόμη και με όρους τυχοδιωκτικού καπιταλισμού να σκεφτεί κανείς, η περιβαλλοντική καταστροφή επιβάλλει τρομακτικούς περιορισμούς στα περιθώρια κέρδους. Τα οργανωμένα, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα χρειάζεται να συμβιβαστούν με την ιδέα γενναιόδωρων επενδύσεων στην περιβαλλοντική αποκατάσταση, έστω και για λόγους αυτοσυντήρησης. Ένας κόσμος που αργοπεθαίνει δεν αφήνει περιθώρια για αδιατάρακτους επιχειρηματικούς και οικονομικούς κύκλους.

Τρίτον, χρειάζεται να επανακαθορίσουμε την έννοια του εθνικού κινδύνου. Δαπανήθηκαν δισεκατομμύρια ευρώ στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, δαπανώνται ανάλογα ποσά για πολέμους που δεν έγιναν ποτέ ή για πολέμους που προκαλούνται μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν τη δαπάνη και να συντηρήσουν την παρασιτική στρατιωτική γραφειοκρατία των αμυντικών συνασπισμών. Η αποδέσμευση πόρων από το «αμυντικό» σκάνδαλο και η διοχέτευσή τους σε προγράμματα περιβαλλοντικής προστασίας είναι στοιχειώδης κίνηση εθνικής αυτοσυντήρησης. Οι στρατόκαβλοι που παθαίνουν αλλεργία στην ιδέα ότι θα θυσιάσουμε ένα F16 για να πάρουμε δέκα πυροσβεστικά αεροπλάνα, είναι πραγματικοί προδότες.

Βεβαίως, όλα αυτά έχουν νόημα υπό τον όρο ότι έχουμε έστω και μια μικρή πιθανότητα να αποτρέψουμε τις καταστροφές που μας απειλούν. Αν η φύση έχει «αποφασίσει» να αφανίσει το πιο καταστρεπτικό είδος που πέρασε από τη Γη, όλα αυτά δεν είναι παρά ανούσια φλυαρία. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε το τέλος πίνοντας Πίνα Κολάντα (ντεμοντέ, ε;) στην ακτή με τη θάλασσα να μας βρέχει τα ακροδάκτυλα και τον ουρανό να μας ραίνει με τα αποκαΐδια του δάσους.

Sunday, July 22, 2007

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (21/07/2007)

Τ’ άλλα ν’ ακούσεις πιότερο θενά θαυμάσεις,
τι μηχανές σοφίστηκα και πόσες τέχνες·
κι η πιο μεγάλη – που αν κανείς ήθελ’ αρρωστήσει,
δεν είχε αντίδοτο κανένα, ούτε να πάρει, ούτε να πιει, ούτε αλειφτεί, και μαραινόταν
έτσι με δίχως γιατρικά, ώσπου εγώ πάλι
έδειξα τ’ ανεκάτωμα λογής φαρμάκων
την πάσ’ αρρώστια τους μ’ αυτά να πολεμούνε.
Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους

κι έκρινα πρώτος, απ’ τα ονείρατα ποια πρέπει
να βγουν αλήθεια, και τους έμαθα να κρίνουν
τ’ αρπαχτά λόγια και τις συντυχιές του δρόμου.
Κι ακόμα τα πετάματα των άγριων όρνιων
όρισα καθαρά, ποια είναι δεξιά σημάδια

και ποια ζερβά, καθώς και τις συνήθειες που ’χουν,
τις έχθρες, τις φιλίες, τα συνταιριάσματά τους.
Εγώ, και τι λογής τα σπλάχνα πρέπει να ’ναι,
τι χρώμα να ’χουν για ν’ αρέσουν στους θεούς τους

και της χολής και του λοβού τις τόσες όψεις·
και μες στη σκέπη τυλιχτούς καίοντας τους γοφούς
και της ράχης το κόκαλο, δύσκολης τέχνης
το δρόμο στους ανθρώπους άνοιξα, και μάτια
στης φλόγας έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια.

Μα έξω απ’ αυτά και τα κρυμμένα μες στα σπλάχνα
της γης, χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι,
του ανθρώπου βοηθήματα, ποιος από μένα
πως τα ήβρε πρώτος θενά πει; βέβαια κανένας,
εκτός να φλυαρεί αν θέλει έτσι του βρόντου.

Και μ’ ένα λόγο σύντομο σού λέω να ξέρεις·
στον Προμηθέα χρωστούν οι άνθρωποι όλες τις τέχνες.

Αισχύλoυ, «Προμηθέας Δεσμώτης» (Μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη)

Saturday, July 21, 2007

Προμηθέας εμπρηστής (21/07/2007)

«Τα βλέπεις; Δεν έχω δίκιο τώρα να σε ξανακαρφώσω στον Καύκασο και να σου τρώνε τα όρνια το όχι μόνο το συκώτι, αλλά και το στομάχι και τον σπλήνα σου και τ’ αχαμνά σου κι ό,τι άλλο άχρηστο έχεις στο σώμα σου;».

Ο Δίας ήταν πραγματικά έξω φρενών. Κι όχι μόνο ο Δίας, αλλά και όλη η θεϊκή ομήγυρη του Ολύμπου, ακόμη κι η Αθηνά, και ο Ηρακλής ο ίδιος που είχε άλλοτε αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές μαζί του, ήταν πια πεισμένοι ότι ο Προμηθέας χρειαζόταν μια δεύτερη τιμωρία. Ίσως πολύ πιο σκληρή απ’ την πρώτη, αφού πλέον η φωτιά απειλούσε και την κατοικία των θεών. Θα ξεσπιτώνονταν κι αυτοί, κι από ορεσίβιοι θεοί που τρέφονταν με αμβροσία και νέκταρ, θα γίνονταν αστοί που τη βγάζουν με σουβλάκια, χάμπουργκερ και κόκα κόλα.

Αλλά κι ο ίδιος ο Προμηθέας στεκόταν σκεπτικός και σιωπηλός. Σχεδόν παραδεχόταν την ενοχή του γιατί τα προστατευόμενα δημιουργήματά του, οι άνθρωποι, και δη οι νεοέλληνες μεσαιοχωρίτες, είχαν μετατρέψει την προσφορά του σε όπλο μαζικής αυτοκαταστροφής.

«Δεν μπορεί να έχω κάνει τόσο λάθος, κάποια εξήγηση θα υπάρχει», μονολογούσε καθώς, από το ύψος του Ολύμπου όπου βρισκόταν για να υποστεί αυτό το έκτακτο στρατοδικείο, αντίκριζε φλόγες, καπνούς κι αποκαΐδια παντού: στην Πάρνηθα, στον Υμηττό, στην Πεντέλη, στο Αιγάλεω, στον Τυμφρηστό, στον Ταΰγετο, στον Άθω, στη Γκιώνα, στον Γράμμο, στον Εθνικό Κήπο, στο Πεδίο του Άρεως, στον Λυκαβηττό, στην Ακρόπολη, στα τρία από τα πέντε δεντράκια που είχαν αφήσει οι δημαρχίες Αβραμόπουλου και Ντόρας στην πλατεία Συντάγματος, στη διαχωριστική νησίδα της Κατεχάκη, στη μουριά που βρίσκεται μπροστά στο Φίλιον και στον καλλωπιστικό θάμνο που βρίσκεται στη γωνία Βουκουρεστίου και Ακαδημίας, μπροστά στο Ζόναρς. Ως γίγαντας είχε το πλεονέκτημα της όρασης σε εξαιρετικά μεγάλη εμβέλεια.

Εν ολίγοις, ο Προμηθέας αντιμετώπιζε αυτή τη φορά την κατηγορία όχι της κλοπής της φωτιάς, αλλά της ηθικής αυτουργίας σε εμπρησμό. Από ευεργέτης του ανθρώπινου γένους είχε μετατραπεί σ’ έναν άρρωστο πυρομανή, συγκρίσιμο με τον Νέρωνα κι άλλους εκλεκτούς εκπροσώπους της εξουσίας που έλυναν τα πολιτικά προβλήματα με τη μέθοδο της δημιουργικής καταστροφής.

Ο Προμηθέας έστυβε το μυαλό του για να βρει έστω και μια πειστική δικαιολογία για τη μαζική αποτέφρωση των δασών, το σπορ στο οποίο επιδίδονταν αχαλίνωτα οι προστατευόμενοί του. Μια πρώτη σκέψη του ήταν μήπως υπήρχε κάποια αισθητική απέχθεια για το πράσινο, σε κάθε εκδοχή του. Αν δηλαδή η πολυετής φαιοπράσινη διακυβέρνηση είχε δημιουργήσει κάποιου είδους πολιτική αλλεργία σε ό,τι ενδεχομένως τη συμβολίζει. Δεν τόλμησε φυσικά να το αναφέρει, για να μη γίνει ρεζίλι. Άσε που θα θύμιζε Γιακουμάτο.

Η δεύτερη εκδοχή που τον βασάνιζε ήταν μήπως πίσω από όλη αυτή τη μανιώδη χρήση της φωτιάς εις βάρος του δάσους υπήρχε κάποιο μεγαλοφυές αναπτυξιακό όραμα, με προσέλκυση κι άλλων επενδύσεων στο real estate, το μόνο πεδίο στο οποίο παρουσίαζε επιδόσεις αυτή η πανάρχαια οικονομία της γης. Ο Προμηθέας σκέφτηκε μελαγχολικά ότι από τα πέντε ανθρώπινα γένη -το χρυσό, το αργυρό, το χάλκινο, των ηρώων και το σιδηρούν- δεν απέμενε τίποτε πια. Οι μεσαιοχωρίτες είχαν μετατραπεί σε τσιμεντένιο γένος. Το γένος των οικιστών και των εργολάβων.

Όφειλε να ομολογήσει, βεβαίως, ότι η πυρομανία των μεσαιοχωριτών δεν ήταν κάποια παγκόσμια πρωτοτυπία. Η ανθρωπότητα γενικώς δεν είχε κάνει μεγάλα βήματα από την εποχή που ο ίδιος της παρέδωσε τη φωτιά, κλεμμένη δυο φορές από το εργαστήρι του Ήφαιστου. Παρέμενε αγκυλωμένη στην τεχνολογία της καύσης, άσχετα αν τη θέση του ξύλου την πήρε το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο. Τόσες χιλιάδες χρόνια είχαν περάσει και ο πολιτισμός της θερμικής ενέργειας παρέμενε κραταιός. Το χειρότερο είναι -σκεφτόταν ο Προμηθέας- ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν απέναντι στη νέα καύσιμη ύλη ακριβώς όπως φέρθηκαν εδώ και αιώνας στα δάση. Από την αποψίλωση των δασών, στην αποστράγγιση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Κάτι ήξερε αυτός που, όσους αιώνες ήταν τιμωρημένος στον Καύκασο, ούτε διανοήθηκε να αποκαλύψει στους προστατευόμενούς του τι καύσιμο πλούτο έκρυβε στα έγκατά του.

«Σταματήστε την γκρίνια! Μου πρήξατε το συκώτι!», ξέσπασε ο Προμηθέας (σημειωτέον ότι η φράση αυτή τον πονούσε ιδιαίτερα για τους γνωστούς λόγους). Και καθώς το παλιό του μίσος για το Δία (αντεξουσιαστής, γαρ, μέχρι μυελού οστέων) φούντωνε σαν την πυρκαγιά της Κορινθίας, του είπε: «Γιατί δεν τους στέλνεις μια βροχή να ξεμπερδεύουμε; Κεραυνούς έχεις, τα σύννεφα τα παίζεις στα δάχτυλα. Κάν’ το!».

«Έχεις μείνει πίσω», απάντησε ο Δίας. «Δεν έχεις ακούσει τίποτα για τις κλιματικές αλλαγές; Και γι’ αυτές εσύ φταις. Τα παραδοσιακά μου μέσα είναι ανεπαρκή για να επιδράσω. Ούτε τα σύννεφα με υπακούνε».

«Γιατί δεν προσλαμβάνεις τον Γκορ για σύμβουλο;».

«Μην ακούω αηδίες. Ο Νέρωνας θα ήταν καλύτερη περίπτωση».

Έπειτα ο Προμηθέας απευθύνθηκε στον αδελφό του, τον Επιμηθέα, προτείνοντάς του ν’ αναλάβει την αναδάσωση των δασών με είδη ανθεκτικά στη φωτιά. «Αστειεύεσαι; Πιο γρήγορα θα χτίσω τους Δίδυμους Πύργους στην Πάρνηθα. Για να πρασινίσω 30 στρέμματα, θέλω καμιά τριανταριά χρόνια», απάντησε ο Επιμηθέας, που δεν είχε καμιά όρεξη να επαναλάβει τις βλακείες του παρελθόντος (μία απ’ αυτές ήταν και χαλέπιος πεύκη. Κούτσουρα για κάρβουνα).

Τελευταία ελπίδα του Προμηθέα ήταν η νύφη του, η Πανδώρα. Καθόταν όλη την ώρα αδιάφορη για τη συζήτηση και λιμάριζε τα νύχια της. «Έχει μείνει τίποτα στο κουτί σου;», τη ρώτησε με προσδοκία ο Προμηθέας. «Μπα», έκανε η Πανδώρα βγαίνοντας από τον λήθαργό της. «Τα τελευταία αποθέματα ελπίδας που είχα στο κουτί τα ρευστοποίησα το 1999 για να τα επενδύσω σε μετοχές. Και πρόκοψα, όπως όλοι. Αν δεν κάνω λάθος, όλοι μας την πατήσαμε το ίδιο. Κι εσύ, που υποτίθεται ότι είσαι διάνοια στις προβλέψεις».

Οι φλόγες ανέβαιναν αργά αλλά σταθερά τις υπώρειες του Ολύμπου, οι θεοί έπρεπε να τα μαζεύουν σιγά σιγά. Και πού να πάνε; Στο «Χίλτον» ή στο «Μεγάλη Βρετανία»; Ίσως ήταν πιο ασφαλής ο «Αστέρας» Βουλιαγμένης – τι διάολο; Θα έπαιρνε φωτιά κι η θάλασσα; Αλλά φυσικά δεν το κουνούσαν ρούπι πριν αποφασίσουν την δεύτερη τιμωρία του εμπρηστή Προμηθέα (οι πραγματικοί εμπρηστές, οι οικοπεδοφάγοι, οι καταπατητές, οι εργολάβοι, οι ιεροί πατέρες, οι προστάτες των δασών, οι φυσιολάτρες των οικοδομικών συνεταιρισμών, οι επαγγελματίες των αποχαρακτηρισμών, οι παράλυτοι γραφειοκράτες, οι ανίκανοι διοικητές, οι πονηροί νομοτέχνες, όλοι αυτοί ήταν υπόθεση των ανθρώπων και οι θεοί δεν επρόκειτο να εμπλακούν σε ξένες δουλειές). «Ο Προμηθέας στην πυρά!», φώναξε η Ήρα, αλλού ακούστηκε κοινότοπο, άσε που έμοιαζε με ομοιοπαθητική θεραπεία. Ο Ήφαιστος κάτι ψέλλισε για το συκώτι του Προμηθέα (πάλι αυτό!) και κάποιον υψηλά ιστάμενο που χρειάζεται επειγόντως μεταμόσχευση, αλλά οι θεοί δεν το συζήτησαν καν, για να μην προκληθεί νέος θρησκευτικός πόλεμος (καλά ήταν τόσους αιώνες ξεχασμένοι).

Ο Δίας, έπειτα από πολλά λεπτά περισυλλογής, έβγαλε την τελική κρίση. «Τελείωσε. Ούτε Καύκασος, ούτε άλλες αηδίες. Πάρνηθα. Θα πας να βοηθήσεις τον Σουφλιά στην αναδάσωση και στην προστασία του δρυμού», ανακοίνωσε, και ο Προμηθέας στο άκουσμα της απόφασης έγινε κίτρινος σαν φωτιά στην αρχή κι ύστερα μοβ, σαν χαρτονόμισμα των 500 ευρώ. «Όχι! Όχι αυτό!», ήταν τα τελευταία λόγια που βγήκαν απ’ τα χείλη του.

ΚΙΜΠΙ

Tuesday, July 17, 2007

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (14/07/2007)

Στoυ δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν παντάξενος. Κι ήρθε και κατακάθισε πάνω μου σα σεντόνι όλης της γης η σκόνη. Ήρθε με τη σειρά της κι η μαύρη θάλασσα. Έφερε ένα καράβι ακυβέρνητο. Ανέβηκα σαν άνεμος, ανέβηκα σαν κλέφτης, το ψέμα δεν το βλέπεις; Στην πλώρη ακουμπισμένος ένας διάφανος. Τα κόκαλα μετράει, μένει άφωνος. Τρώει την πέτρα σαν ψωμί ο Καίσαρας Βαλιέχο. Άλλο αδερφό δεν έχω. Σπιθίζει το τσιγάρο σε κάθε ρουφηξιά. Η Ισπανία γέρνει, κι η μόνη που νικά, η ηδονή που μας γεννά, που παίζει το χαρτί μας χωρίς τη θέλησή μας. Στου δειλινού την άκρη δεν βλέπεις όνειρα. Αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα. Βλέπεις τον άνθρωπο μικρό που τον πατάν στ’ αλήθεια τα πόδια του τα ίδια.

Θανάση Παπακωνσταντίνου, «Διάφανος» (στίχοι από τον ομότιτλο δίσκο)

Saturday, July 14, 2007

Διαφάνεια, αφάνεια, νεκροφάνεια (14/07/2007)

Ο καπιταλισμός οφείλει στον Γκορμπατσόφ -εκτός από τη διαφήμιση της πίτσας Hut (δεν ξέρω αν η καριέρα του προχώρησε και σ’ άλλα προϊόντα) και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ- την καθιέρωση του πιο ανθεκτικού ιδεολογήματος της τελευταίας εικοσαετίας. Η «γκλάζνοστ» του πρώην Σοβιετικού ηγέτη δεν κατάφερε να εξυγιάνει το αυταρχικό, στρατιωτικο-γραφειοκρατικό μόρφωμα του σοβιετικού «κομμουνισμού», πέτυχε όμως, μεταλλαγμένη σε ποικίλους θεσμούς και μηχανισμούς, να εξιλεώσει το αντίπαλο δέος. Η διαφάνεια έχει μετατραπεί σε φιλοσοφική λίθο του οικονομικού και πολιτικού μας πολιτισμού. Έγινε η Διεθνής της αστικής νομιμοφροσύνης.

Ο ηθικός κώδικας της διαφάνειας είναι απλός. Υπονοεί -αν δεν το λέει και ευθέως- ότι το πρόβλημα δεν είναι αν πέφτεις θύμα κλοπής, αλλά αν γνωρίζεις λεπτομερώς ποιος είναι ο κλέφτης, ποιοι οι συνεργοί του, ποιοι οι ηθικοί αυτουργοί της πράξης του, ποια ακριβώς εργαλεία χρησιμοποίησε για να παραβιάσει το σπίτι σου και να σου αφαιρέσει περιουσιακό στοιχείο. Το αν θα σου επιστραφούν τα κλοπιμαία, αν θα αποκατασταθεί η περιουσιακή σου ζημία, είναι αδιάφορο (και συνήθως δεν γίνεται). Το περί δικαίου αίσθημά σου οφείλει να ικανοποιηθεί όταν μάθεις το πλήρες βιογραφικό του κλέφτη, τις πιο γκρίζες πτυχές της προσωπικής του ζωής, τα γούστα και τα βίτσια του, το γενεαλογικό δένδρο του, όλα τα τυχόν αμαρτήματα των προγόνων, απογόνων και συγγενών του, όλες τις παρεμπίπτουσες παρασπονδίες της πεθεράς του, του μπατζανάκη του και του κουμπάρου του. Και φυσικά, την απόλυτη δικαίωση οφείλεις να τη νιώθεις όταν τον δεις να μπαίνει φυλακή. Εκεί κλείνει ο κύκλος της δικαίωσης. Το δικαστικό εδώλιο και οι χειροπέδες έχουν γίνει σήματα κατατεθέντα της διαφάνειας.

Έτσι, η διαφάνεια μεταφέρει τη δημόσια ζωή -ιδιαίτερα το τμήμα της που έχει μετρήσιμη οικονομική διάσταση- στα αστυνομικά και ανακριτικά γραφεία, στις δικαστικές αίθουσες, στα τηλεοπτικά στούντιο και (σε ορισμένες περιπτώσεις) στα κελιά των φυλακών. Πόσες φορές το έχετε δει το έργο την τελευταία δεκαετία; Δεκάδες, για να μην πω εκατοντάδες. Παχυλοί φάκελοι με προανακριτικό υλικό χιλιάδων σελίδων βρίσκονται στοιβαγμένοι στα εισαγγελικά γραφεία, στα μέλαθρα των ανεξάρτητων αρχών. Πορίσματα εμπειρογνωμόνων και πραγματογνωμόνων, δεκάδες ώρες ακροάσεων σε επιτροπές της Bουλής, εκατοντάδες ώρες τηλεοπτικής φλυαρίας, δεκάδες χιλιάδες λέξεις με «αποκλειστικές πληροφορίες» απλωμένες στις σελίδες των εφημερίδων, εκπληρώνουν φανατικά τις υποσχέσεις ότι «θα χυθεί άπλετο φως». Όχι μόνο άπλετο. Εκτυφλωτικό. Τόσο ώστε να μη βλέπει κανείς τίποτα. Πληθωρική γνώση για τον μέσο πολίτη που έχει εμβολιαστεί μέχρι νοσηρής εξάρτησης στις αξίες της διαφάνειας και της κάθαρσης. Και; Ποιο ακριβώς είναι το αποτέλεσμα; Ποιο είναι το κοινωνικό αντίκρισμα των διάφανων τοίχων της εξουσίας, πέρα από το πολύ υψηλό τους κόστος; Η αποκάλυψη του παραδικαστικού κυκλώματος έκανε δικαιότερη και ταχύτερη τη Θέμιδα; Το σκάνδαλο των υποκλοπών έκανε ασφαλέστερες τις επικοινωνίες μας; Η υπόθεση των ομολόγων απάλλαξε τα ασφαλιστικά ταμεία από τις «βουτιές» του κράτους στα αποθεματικά τους; Οι «κουμπάροι» της γαλακτοβιομηχανίας έριξαν τις τιμές του γάλακτος; Οι κρατικοί αξιωματούχοι εγκατέλειψαν το σπορ της μίζας; Οι δημόσιοι λειτουργοί απαλλάχτηκαν από τον πειρασμό της συναλλαγής; Και οι πολίτες του πελατειακού κράτους έπαψαν να προτείνουν το γρηγορόσημο και κάθε είδους ρουσφετόσημο για να ικανοποιήσουν με ταχύτητα και ασφάλεια το μικρό, μεσαίο και μεγάλο συμφέρον τους;

Ρητορικά τα ερωτήματα, καθώς μέχρι να τελεσιδικήσουν οι υποθέσεις (όσες τουλάχιστον φέρουν τον τιμητικό τίτλο «σκάνδαλα» και φτάσουν στο ακροατήριο), τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας θα έχουν αντικαταστήσει το ευαγγέλιο της διαφάνειας με τον ηθικό κώδικα της αφάνειας: αφού η λεπτομερής γνώση κάθε γκρίζας απόχρωσης του δημόσιου βίου δεν παράγει την πολυπόθητη νέα ηθική απέναντι στο δημόσιο χρήμα και το «συλλογικό συμφέρον» (για όσους έχουν την ψευδαίσθηση ότι αυτό υπάρχει), μήπως είναι καλύτερα να μην ξέρουμε; Αφού το πολιτικό προσωπικό αποδεικνύεται εκ φύσεως επιρρεπές στη μίζα και τη συναλλαγή, μήπως πρέπει να υιοθετήσουμε τον αμοραλισμό της ανοχής και την κουλτούρα της συνενοχής; Έτσι κι αλλιώς, η πολλή διαφάνεια για τα «χαρτζιλικάκια» των καθ’ έξιν μιζαδόρων έχει ρίξει στην απόλυτη αφάνεια τη μεγάλη ληστεία που συντελείται καθημερινά, μπροστά στα μάτια μας, με τρόπους θεμιτούς και θεσμικά ακλόνητους. Τη ληστεία του κράτους που νομιμοποιείται να μας παίρνει δέκα και να μας επιστρέφει πέντε (και αν), και τη ληστρικά άδικη αναδιανομή του πλούτου υπέρ ολίγων και ημετέρων.

Το εγχώριο πολιτικό σύστημα επένδυσε πολλά την τελευταία πενταετία στην κουλτούρα της διαφάνειας. Τα δύο κόμματα εξουσίας -με προεξάρχον το κυβερνών- αλληλοεκτέθηκαν ανεπανόρθωτα ως οι κατ’ εξοχήν παραγωγοί διαφθοράς και διεφθαρμένων. Ομολόγησαν με πολλούς τρόπους ότι οι μόνοι τρόποι για να συγκρατηθούν οι επιρρεπείς δημόσιοι λειτουργοί -εκλεκτά κομματικά τους στελέχη- από το να βάλουν χέρι στο δημόσιο ταμείο, είναι είτε να φορέσουν χειροπέδες (πράγμα σπάνιο) είτε να απόσχουν από την εξουσία. Έφτιαξαν ένα πολυπλόκαμο θεσμικό πλαίσιο ελέγχου της εξουσίας, ελέγχου των ελεγκτών και επανελέγχου των ελεγκτών των ελεγκτών. Τρία αλλεπάλληλα στρώματα κράτους, με το ένα να αστυνομεύει το άλλο. Κρατική διοίκηση, ανεξάρτητες αρχές, υπηρεσίες εσωτερικών υποθέσεων. Αν όλος αυτός ο θεσμικός κυκεώνας λειτουργούσε πραγματικά, αν η ρητορική και η νομοθεσία της διαφάνειας εφαρμοζόταν κυριολεκτικά, λογικά θα είχαμε μια κατάσταση πλήρους ακυβερνησίας. Ο μόνος αλάνθαστος τρόπος για να μην κάνεις λάθος είναι να μην κάνεις τίποτε. Ο κρατικός Λεβιάθαν θα περιερχόταν σε μια κατάσταση νεκροφάνειας, με λανθάνουσα αναπνοή, ακαμψία. Ένας άταφος νεκρός. Τι είχαμε, τι χάσαμε, θα μου πείτε. Σωστό κι αυτό.

Εν μέρει έχει ήδη συμβεί. Η γαλάζια τετραετία βαίνει προς ολοκλήρωση μ’ έναν απολογισμό ακατάσχετης φλυαρίας περί κάθαρσης και διαφάνειας, καταιγιστικών «αποκαλύψεων» για σκάνδαλα του παρελθόντος και του παρόντος και σχεδόν μηδενικής πολιτικής παραγωγής. Η διαφάνεια βαίνει πλέον προς την πλήρη αυτοαναίρεσή της, εκφυλισμένη στο επίπεδο ενός υποκριτικού ιδεολογήματος, ενός πολιτικού τεχνάσματος που δεν άλλαξε ούτε κατά κεραία τις σχέσεις διαπλοκής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Δεν κατάφερε ούτε καν την αναδιανομή της πίτας, φέρνοντας νέους παίκτες στο οικονομικό προσκήνιο. Δεν έχει αποδώσει, έστω, ένα πειστικό αποτέλεσμα στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων και των «απελευθερωμένων» αγορών. Ούτε το πλοίο της γραμμής για να πάμε ήσυχοι στις διακοπές μας δεν εξασφάλισε. Δεν δημιούργησε, έστω, μια στοιχειώδη κοινωνική κινητικότητα στον περίφημο μεσαίο χώρο, στον οποίο επένδυσε αφειδώς. Το εκλογικό υπόστρωμα της φιλελεύθερης διακυβέρνησης παρέμεινε αυτό που πάντα ήταν, ένας χυλός ακινησίας, κρύος και άνοστος, εξαρτημένος από τις εναλλαγές κρατικής γενναιοδωρίας και τσιγκουνιάς. Παραληρήματα «αυτοκριτικής» για το ότι εκτός από τις «μεγάλες πολιτικές πρέπει να ασχοληθούμε και με την καθημερινότητα» (είπε ο μεγάλος Χατμάνος), δεν διορθώνουν την κατάσταση. Δηλαδή, τι άλλο αφορούν οι «μεγάλες πολιτικές» εκτός από την καθημερινότητα; Τη μετά θάνατον (και κατά συνθήκη αιωνία) ζωή;

Και το απόλυτο γαλάζιο επίτευγμα: Σχεδόν το μισό της κυβερνητικής θητείας έχει εξελιχθεί σε περίοδο προεκλογικής αναμονής, με το κρατικό σκάφος σε κατάσταση νεκροφάνειας, ασάλευτο, χωρίς ανάσα, μέσα στο γυάλινο φέρετρό του, περιμένοντας σαν τη Χιονάτη και πάλι τον πρίγκιπα της διαφάνειας για να ξυπνήσει.

ΚΙΜΠΙ

Saturday, July 7, 2007

Έλαφος πηρωθείσα (και πυρωθείσα) (07/07/2007)

«Έλαφος πηρωθείσα τον έτερον των οφθαλμών παρεγένετο εις τινα αιγιαλόν και ενταύθα ενέμετο, τον μεν ολόκληρον προς την γην έχουσα και την των κυνηγών έφοδον παρατηρουμένην τον δεν πεπηρωμένον προς την θάλασσαν. Ένθεν γαρ ουδ’ ένα υφωράτο κίνδυνον. Και δη τινες παραπλέοντες εκείνον τον τόπον και θεασάμενοι αυτήν κατηυστόχησαν. Και επειδή ελιποψύχει, είπε προς αυτήν. Αλλ’ εγώ αθλία, ήτις την γην επίβουλον φυλαττομένη πολύ χαλεπωτέραν έσχον την θάλασσαν εφ’ ην κατέφυγον.

Ούτω πολλάκις παρά την ημετέραν υπόληψιν τα μεν χαλεπά των πραγμάτων δοκούντα είναι ωφέλιμα ευρίσκεται, τα δε σωτήρια νομιζόμενα επισφαλή».

Είχε μια αδυναμία ο Αίσωπος στις ελαφίνες. Ενδεχομένως του άρεσε το κρέας τους. Ψητό στα κάρβουνα ή στη σούβλα. Στα χρόνια του, τα ελάφια δεν ήταν είδος υπό εξαφάνιση, δεν ανήκαν στα προστατευόμενα είδη μαζί με δεκάδες άλλα, από τις αλεπούδες μέχρι τις οχιές κι απ’ τα λιοντάρια μέχρι τους λύκους. Στον μύθο που σας παρέθεσα, σε μια εκδοχή του, η ελαφίνα με το σακατεμένο της ένα μάτι, ας πούμε το αριστερό, προσέχει κατά τη θάλασσα, που τη θεωρεί ακίνδυνη. Με το ακέραιο μάτι της προσέχει τη στεριά, που τη θεωρεί μια περιοχή βέβαιου κινδύνου. Και βοσκάει αμέριμνη. Αλλά το βέλος που την άφησε νεκρή ήρθε από τη θάλασσα. Η σημασία (και οι κίνδυνοί της) φωλιάζει στ’ ανύποπτα.

Είχε μανία ο Αίσωπος στα ελάφια και τα επέλεξε ως πρωταγωνιστές σε αρκετούς από τους μύθους του. Αρνητικούς πρωταγωνιστές. Προφανώς τα θεωρούσε ηλίθια ζώα, υπερβολικά καλόπιστα για να επιβιώσουν, παρά τη γοητεία τους. Αν τ’ αντίκριζε καμένα ή διωγμένα από τον φυσικό τους χώρο στην Πάρνηθα, θα επιβεβαίωνε πλήρως την γνώμη του γι’ αυτά.

Μην έχετε αμφιβολία γι’ αυτό που σας λέω περί Αισώπου. Στη μια περίπτωση, βάζει την ελαφίνα να γίνεται γεύμα του λιονταριού, αφού προηγουμένως η αλεπού την παρασέρνει στη σπηλιά του με την υπόσχεση ότι θα γίνει βασίλισσα του δάσους. Στην άλλη περίπτωση, τη βάζει να κρύβεται πίσω από το φύλλωμα ενός αμπελιού, κυνηγημένη από του ανθρώπους. Τρώει το φύλλωμα, την παίρνουν πρέφα οι κυνηγοί, πάρ’ την κάτω. Στην τρίτη περίπτωση, η έλαφος αισθάνεται περήφανη για τα επιβλητικά της κέρατα, θεωρώντας τα το σημαντικότερο πλεονέκτημα του σώματός της. Όταν όμως την κυνηγά το λιοντάρι, τα κέρατά της μπλέκονται στα κλαδιά ενός δένδρου και η ελαφίνα γίνεται πάλι μεζές.

Αφού, λοιπόν, η ελαφίνα δεν κατάφερνε να επιβιώσει απέναντι στους ανταγωνιστές του φυσικού της χώρου, τα λιοντάρια, τις αλεπούδες, τους λύκους, πώς θα σωζόταν από το θηρίο των θηρίων; Οικονομία της φύσης. Και σπατάλη της.

Αν ζούσε λοιπόν ο Αίσωπος σήμερα, και έχοντας διυλίσει όλες τις ανοησίες που έχουν γραφεί και ειπωθεί για τον θάνατο της Πάρνηθας και του βιότοπου του κόκκινου ελαφιού, υποθέτω πως θα συνέθετε ως εξής τον σχετικό μύθο του:

«Ένα ελάφι κόκκινο, με τρίχωμα στιλπνό και δέρμα διάστικτο από κίτρινες βούλες, ζούσε κάποτε στην Πάρνηθα και είχε πιστέψει ότι είναι το σπανιότερο, γοητευτικότερο, άρα και ιερότερο, είδος της αττικής πανίδας. Είχε πειστεί ότι η διαιώνιση του είδους της ήταν εξασφαλισμένη και, ελλείψει άλλων μεγαλόσωμων θηλαστικών στην περιοχή, θεωρούσε εαυτόν βασιλιά του δρυμού. Ήταν η σταρ του δάσους, το ήξερε και το εκμεταλλευόταν ανάλογα.

«Κοίτα, κοίτα, ένα ελάφι», φώναζαν με ενθουσιασμό οι τζογαδόροι που ανέβαιναν στο καζίνο. Έβγαζαν τα κινητά με τις κάμερες των εκατομμυρίων pixel -«κλικ, κλικ» οι φωτογραφίες- και η έλαφος φρόντιζε να τους προσφέρει την ευκαιρία πριν χαθεί στα δέντρα. Της άρεσε, μεταξύ άλλων, ο ρόλος της ατραξιόν κοντά στο ιδιωτικοποιημένο και αναβαθμισμένο καζίνο.

«Σε πέντε λεπτά από εδώ, είστε στην καρδιά του δρυμού. Αν παρατηρήσετε με προσοχή με τα κιάλια, μπορείτε να δείτε και ελάφια μέσα στο δάσος απ’ το παράθυρό σας», έλεγαν οι μεσίτες στους υποψήφιους αγοραστές οικοπέδων και πολυτελών κατοικιών με πισίνα, γκαζόν, τζακούζι που πολιορκούσαν όλο και πιο στενά τον δρυμό. Η έλαφος, εν μέρει, είχε καταλάβει ότι ήταν μέρος των υπεραξιών του real estate που αναπτύσσονταν εφαπτόμενες του δάσους. Και έπαιζε ανυποψίαστη τον ρόλο της.

«Κύριε, κύριε, ως θαυμαστά τα έργα σου», αναφωνούσαν οι ιερείς, οι μοναχοί και οι μοναχές και οι πιστοί που τα Σαββατοκύριακα έσπευδαν στα μοναστήρια της περιοχής, αδιαμφισβήτητους κατόχους ενός μεγάλου μέρους του δρυμού. Η γοητεία του ελαφιού αποτελούσε ένα ακόμη στοιχείο επιβεβαίωσης της μεταφυσικής τους πίστης. Και η έλαφος αισθανόταν έτσι σαν απεσταλμένη του Θεού, γεγονός που ενίσχυε την έπαρσή της.

«Κι εδώ θα φτιάξουμε ένα ανοικτό πάρκο επαφής με την άγρια φύση της Πάρνηθας. Ο επισκέπτης θα περνά με το αυτοκίνητό του σε μια διαδρομή δύο χιλιομέτρων. Θα μπορεί να παρατηρήσει πουλιά, ζώα και, βέβαια, να σταματήσει και να πλησιάσει τις σταρ μας, τις ελαφίνες. Θα μπορεί ακόμη και να τις ταΐσει. Θα εγκαταστήσουμε και αυτόματα μηχανήματα πώλησης τροφής», εξήγησε ο σύμβουλος του υπουργού που εισηγήθηκε ένα ευρύ σχέδιο τουριστικής αξιοποίησης του δρυμού. Η ελαφίνα ήξερε πάλι ότι θα είναι η σταρ αυτού του πάρκου οικολογικής αναψυχής και δεν είχε σκοπό να φέρει καμιά αντίρρηση ούτε στα ανάλογα λαμπρά σχέδια του καζίνου, ούτε στις βλέψεις των μονών για ενθάρρυνση του θρησκευτικού τουρισμού, ούτε στα σχέδια των συναρμοδίων υπουργείων για αξιοποίηση του όμορου πρώην βασιλικού κτήματος.

Την κολάκευε την ελαφίνα αυτή η πολιορκία του real estate και των τουριστικών υπεραξιών. Όλο και περισσότερο αισθανόταν επίκεντρο αυτού του μοναδικού πλούτου. Και οι τελευταίες αμφιβολίες της εξατμίστηκαν όταν πήρε την κατηγορηματική υπόσχεση από τους διαχειριστές του δάσους: «Ορκιζόμαστε στο χορτάρι που τρως, στο νερό που πίνεις και στη σκιά των δέντρων που σε δροσίζουν ότι τίποτε και κανείς δεν θα βλάψει τον ζωτικό σου χώρο». Και, προς επίρρωση του όρκου τους, την ενημέρωσαν ότι συναρμόδιοι υπουργοί για την προστασία του δρυμού ήταν ο Βύρων και ο Προκόπης. Δεν της έλεγαν κάτι τα ονόματα, αλλά δεν είχε σημασία. Της είπαν επίσης ότι η εταιρεία διαχείρισης του πάρκου «Έλαφος Α.Ε.» θα έμπαινε στο Χρηματιστήριο κι η μετοχή της θα έκανε σουξέ. Κι οι τελευταίοι, ελάχιστοι φόβοι της για τον κίνδυνο πυρκαγιάς κάμφθηκαν όταν οι διαχειριστές την έπεισαν ότι ο Σουφλιάς θα εξέτρεπε ένα μέρος του Αχελώου και στην Πάρνηθα, εξασφαλίζοντας προστατευτική υγρασία στον δρυμό. Το ’χαψε.

Δεν ήταν όλα τα ζώα του δάσους το ίδιο εύπιστα. «Τι βαυκαλίζεσαι, μωρή ηλίθια, με όλα τα φούμαρα που σου πουλάνε; Δεν έρχεσαι να μετακομίσουμε πουθενά πιο βόρεια;», έλεγε στην ελαφίνα η αλεπού, πάντα καχύποπτη, αλλά η έλαφος απαξιούσε και να της απαντήσει, αναγνωρίζοντας μόνο φθόνο στα λόγια της.

«Βλέπεις αυτά τα σιδερένια δέντρα με τα ολόισια κλαδιά που φτάνουν μέχρι την Αθήνα; Είναι οι πυλώνες του Σιούφα κι όχι μοντέρνα γλυπτική που συμβολίζει τα όμορφά σου κέρατα. Μεταφέρουν φωτιά και κεραυνούς, και δεν έχω όρεξη να γίνουμε όλοι παρανάλωμα αν πεταχτεί από εκεί καμιά σπίθα», της έλεγε η νυφίτσα, καχύποπτη μέχρι τέλους, και της ανακοίνωνε την απόφασή της να μεταφερθεί κι αυτή βορειότερα. Κι η καλλίπυγος ελαφίνα τής γύρισε τα οπίσθιά της, βέβαιη για τη γοητεία και αυτής της πλευράς της.

Όταν ο πρώτος καπνός εισέβαλε στα ρουθούνια της, πίστεψε ότι ήταν τα μπάρμπεκιου των θαυμαστών της. Όταν οι πρώτες φλόγες τσουρούφλισαν την ουρά της, υπέθεσε ότι άρχισαν τα έργα υποδομής για την αξιοποίηση του δρυμού. Όταν χάθηκε εντελώς ανάμεσα στη φωτιά, τα πυκνά σύννεφα καπνού και τη στάχτη, σκέφτηκε ότι οι θαυμαστές της είχαν βρει τον πιο ριζικό τρόπο για να περάσει στην αθανασία ως βασίλισσα του δάσους. Ύστερα, έγινε φωτογραφία. Γκρίζα, πεσμένη στο έδαφος και τυμπανιαία. Μνημείο real estate και δημιουργικής καταστροφής».

ΚΙΜΠΙ

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/7/2007)

Oδοιπόροι θέρους ώρα περί μεσημβρίαν υπό καύματος τρυχόμενοι, ως εθεάσαντο πλάτανον, υπό ταύτην καταντήσαντες και εν τη σκιά κατακλιθέντες ανεπαύοντο. Αναβλέψαντες δε εις την πλάτανον, έλεγον προς αλλήλους ως ανωφελές εστιν ανθρώποις τούτο άκαρπον το δένδρον. Η δε υποτυχούσα έφη· Ω αχάριστοι, έτι της εξ εμού ευεργεσίας απολαύοντες, αχρείαν με και άκαρπον αποκαλείτε. Ούτω και των ανθρώπων τινές ατυχείς εισιν ως και ευεργετούντες τους πέλας επί τη χρηστότητι απιστείσθαι.

Αισώπου Μύθοι, «Οδοιπόροι και πλάτανος»