Saturday, September 30, 2023

Πιπέρι στο στόμα του φορομπήχτη…

Η Εφημερίδα των Συντακτών 30/9-1/10/2023

 Ανάμεσα στα όσα ζοφερά συμβαίνουν εδώ κι έναν μήνα, από τη στιγμή που οι πρώτες (χοντρές είναι η αλήθεια) σταγόνες της βροχής σκοτώσανε το καλοκαίρι και μαζί κάμποσες περιοχές της Θεσσαλίας κι όχι μόνο, ανάμεσα στα όσα εξωτικά συντελούνται μεταξύ Κουμουνδούρου και Κουκακίου, έγινε και κάτι που μας επιτρέπει να γελάσει τ’ αχείλι μας. Η κυβέρνηση έπαθε… Κατρούγκαλο. Και για να μην αδικώ τον παλιό συμφοιτητή και σύντροφο, που στο κάτω κάτω δεν είπε και τίποτα φοβερά παράδοξο τις παραμονές των εκλογών, όταν εκστόμισε την κουβέντα πως οι εισφορές των επαγγελματιών είναι χαμηλές, αφήνουν τρύπες στον ΕΦΚΑ και ίσως πρέπει να αυξηθούν (σ.σ. όποιος πιστεύει ότι ο περιούσιος μικρομεσαίος λαός εισφέρει τα δέοντα στην κοινωνική ασφάλιση, ας κάνει ένα βήμα μπροστά με τον κίνδυνο να πέσει στη συνταξιοδοτική άβυσσο της προσεχούς δεκαετίας), θα πω ότι η κυβέρνηση έπαθε Θεοχάρη. 

Ως γνωστόν αυτό έπαθε όταν ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών άφησε την αμυδρή υπόνοια επανεξέτασης των συντελεστών φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών. Πιπέρι στο στόμα του φορομπήχτη έσπευσαν να βάλουν διαδοχικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που δεν τον λες και γαλαντόμο στα φορολογικά. 

Και αφού ο «σούπερμαν» Χατζηδάκης, που όλα τα σφάζει, διαβεβαιώνει ότι δεν παίζει αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τον συμπαθή λαό των μικρομεσαίων, που θεωρητικά έδωσε μεγάλο μέρος της εκλογικής νίκης στον Μητσοτάκη, οι ελευθεροεπαγγελματίες υποτίθεται πως μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν καμιά φορολογική επιβάρυνση, καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Πιπέρι στο στόμα του φορομπήχτη. 

Αλλά χλωμό το βλέπω να έχει αυτό αποτέλεσμα, ακόμη κι αν κάψει γλώσσες πολλών υπουργών. Διότι έχει προηγηθεί η μελίρρυτος γλώσσα Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη, όπου σαν Μωυσής που μόλις κατέβηκε από το Σινά έφερε μαζί του έναν δεκάλογο εντολών υπαγορευμένο απευθείας από τον θεό της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ο ευφημισμός των δέκα φορολογικών εντολών είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, από την οποία υποτίθεται ότι η κυβέρνηση ελπίζει να φέρει τα επιπλέον έσοδα που χρειάζονται για να καλύψει τις τεράστιες τρύπες που άνοιξαν οι καταστροφές στη Θεσσαλία και αλλού.

Ημουνα νιος και γέρασα, η πάταξη της φοροδιαφυγής και η περίφημη διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι το Ελντοράντο στο οποίο δεκάδες οικονομικοί υπουργοί έχουν αφήσει τα πολιτικά κόκαλά τους και από υστεροφημία μηδέν. Εκτός από πιπέρι στο στόμα, οι φορομπήχτες υπουργοί, ακόμη κι όταν επιβάλλουν έναν δίκαιο φόρο (σπάνιο πράγμα), τιμωρούνται με πολιτική εξορία ή δυσμενή μετάθεση. 

Η φοροδιαφυγή είναι υπαρκτή, ποιος έχει αμφιβολία γι’ αυτό; Μετρημένη με ακρίβεια δεν είναι και τα νούμερα που παίζουν δεξιά κι αριστερά από μάλλον κομπογιαννίτικες έρευνες, κάτι μεταξύ 15 και 20 δισ. τον χρόνο, μάλλον δεν πρέπει να τα παίρνουμε τοις μετρητοίς. Αν στα 50 με 55 δισ. ευρώ φορολογικά έσοδα τον χρόνο, κυρίως από έμμεση φορολογία και δευτερευόντως από φορολογία εισοδήματος, προσθέταμε άλλα 15 δισ. με την πολυπόθητη «πάταξη», θεωρητικά θα ήμασταν πασάδες. Αλλά το ερώτημα στο οποίο φοβάται να απαντήσει ευθέως η κυβέρνηση και οι οικονομικοί υπουργοί, ακόμη κι όταν περάσει η επήρεια του καυτού πιπεριού, είναι ποιος φοροδιαφεύγει. Ποια είναι η ταξική ακτινογραφία των φοροφυγάδων ή, για να είμαστε ακριβείς, αυτών που αποκρύπτουν έσοδα και εισοδήματα; Πάλι στο γνωστά με τους υδραυλικούς και τους γιατρούς που δεν κόβουν αποδείξεις θα πέσουμε; 

Για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους: φοροδιαφεύγουν αυτοί που μπορούν και φοροαποφεύγουν αυτοί που η φορολογική νομοθεσία τούς δίνει τη δυνατότητα να το κάνουν. Προφανώς δεν είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, άρα ο κλήρος πέφτει στις λοιπές συμπαθείς και αντιπαθείς τάξεις που έσοδό τους είναι ο πακτωλός της δημόσιας και ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Χρήμα του μισθωτού, του συνταξιούχου και μερικών ακόμη ομάδων που έχει φορολογηθεί ήδη στην πηγή (παρακράτηση), όταν μπαίνει στο μίξερ της κατανάλωσης έχει την ευκαιρία να αποφύγει το δεύτερο επίπεδο φορολόγησης (ΦΠΑ, έμμεσοι φόροι) χάρη σε μια υποτίθεται αμοιβαία επωφελή συναλλαγή με τη μη κοπή απόδειξης που αντισταθμίζεται με μείωση τιμής για το προϊόν ή την υπηρεσία. Τρίχες, καμιά αμοιβαιότητα δεν υπάρχει σε αυτό, δεν είναι win win φοροδιαφυγή, αλλά ουσιαστικά επιστροφή του φορολογικού βάρους στον καταναλωτή, τελικά στους μισθωτούς και συνταξιούχους που παραμένουν οι μόνοι σταθεροί και δεδομένοι αιμοδότες του κρατικού ταμείου. Γνωστά αυτά, είναι η καθημερινότητα των περισσότερων από μας. 

Κι αν αντιτείνει κανείς ότι αυτός ο μηχανισμός φοροδιαφυγής ρίχνει όλο το ανάθεμα στους μικρομεσαίους, που στο κάτω κάτω δεν είναι και όλοι ζάμπλουτοι, πρέπει να επισημάνουμε ότι η φοροδιαφυγή της απόδειξης που δεν κόβεται έχει συνενόχους και στα πιο υψηλά οικονομικά κλιμάκια. Γιατί από κάπου πρέπει να ήρθε το προϊόν που πουλήθηκε χωρίς απόδειξη. Με κάποια τιμολόγια μπήκε στο μαγαζί ή μήπως, ούτε τιμολόγια υπάρχουν; (Ρητορικό το ερώτημα, αφού είναι γνωστό ότι η ανθούσα βιομηχανία πλαστών και εικονικών τιμολογίων είναι ο βασικός τροφοδότης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών στο Δημόσιο που μένουν απλήρωτα ή περιμένουν υπομονετικά τη διαγραφή τους από τα διοικητικά δικαστήρια και τις ίδιες τις φορολογικές αρχές.) 

Επί της ουσίας η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της. Θέλει να τα πάρει από μικρομεσαίους και ελευθεροεπαγγελματίες, που προφανώς έχουν τα περισσότερα εκτός φορολογητέας ύλης έσοδα, αλλά χωρίς να το πει ευθέως. Θα ήθελε να τους στριμώξει μέσω υψηλότερων συντελεστών, εφόσον η πλειονότητα εξακολουθούν να δηλώνουν εισοδήματα πένητα, αλλά δεν τολμά να τους προγκήξει. Οι μηχανισμοί αποτροπής της φοροδιαφυγής, με τη διασύνδεση όλων των συναλλαγών από την προμήθεια μέχρι την τελική πώληση (ας γίνει, καμιά αντίρρηση), είναι μια επινόηση για να αυξηθεί η φορολόγηση του περιούσιου μεσαίου λαού χωρίς να αυξηθούν οι συντελεστές. Αλλά θα αποδώσει, αν αποδώσει, σε βάθος χρόνων εκτός τρέχοντος εκλογικού κύκλου. Ως τότε τα μισθωτά υποζύγια θα πληρώνουν τον φορο- πολιτικό τρόμο της κυβέρνησης και όλων των κυβερνητικών κομμάτων, μη και στάξει η ουρά του γαϊδάρου. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

«Κανένας πολίτης δεν εξαιρείται από την τιμίαν υποχρέωσιν του να συνεισφέρῃ κατά την δύναμιν και τα πλούτη του τα εις δημοσίας ανάγκας δοσίματα».

Ρήγας Φεραίος, «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας» 


Saturday, September 23, 2023

Το κομματικό χρηματιστήριο

Η Εφημερίδα των Συντακτών 23-24/9/2023


 Προσπαθώ να βρω ένα αξιοπρεπές πρόσχημα για να δικαιολογήσω την παρουσία αυτού του κειμένου της στήλης στις οικονομικές σελίδες της «Εφ.Συν.». Δυσκολάκι, γιατί παρότι όλα στην εποχή μας δένουνε γλυκά (ή θεόπικρα) και η ώσμωση οικονομίας και πολιτικής είναι προφανέστερη από ποτέ, φαίνεται πλεονασμός ένα μυριοστό κείμενο για τα τεκταινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ. 

Ισως το πιο εύστοχο σχόλιο που συνδέει αυτά τα τεκταινόμενα με την οικονομία έχει διατυπωθεί από αρθρογράφο του capital.gr (τον Κ. Στούπα, στις 19/9/2023) που χαρακτήρισε τις εξελίξεις και την υποψηφιότητα Κασσελάκη ως «επιθετική εξαγορά του ΣΥΡΙΖΑ». Το πήρε copy paste ο Αδωνις Γεωργιάδης και το αναπαρήγαγε τηλεοπτικά την ίδια κιόλας μέρα της ανάρτησης, υποψιάζομαι χωρίς καν να σεβαστεί την «πνευματική ιδιοκτησία» του ευρήματος. 

Τεχνικά, πράγματι, ο όρος περιγράφει αρκετά πιστά αυτό που γίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο κι αν προσβάλλει μέλη και στελέχη του που βρίσκονται σ’ αυτόν με τις προσδοκίες, τις διαψεύσεις, τις ελπίδες, τις διαφωνίες τους, αλλά και με μια ελάχιστη αφοσίωση και δέσμευση. Στις εισηγμένες μετοχικές εταιρείες, που η πλειονότητα των μετοχών τους είναι διεσπαρμένες σε χιλιάδες, ακόμη και εκατομμύρια μικρομετόχους, αλλά η εξουσία ασκείται από μια μειοψηφία βασικών μετόχων οι οποίοι φυτεύουν τους εκλεκτούς μανατζαρέους τους στη διοίκησή της, εμφανίζεται ένας μεγαλοεπενδυτής και προτείνει στους μικρομετόχους να εξαγοράσει τις μετοχές τους σε καλύτερη τιμή, για να απαλλάξει την εταιρεία από την καχεξία και να την απογειώσει. Φυσικά, έχει κάποιους κανόνες όλο αυτό (επιτροπές κεφαλαιαγοράς, προθεσμίες, υποχρεώσεις δημοσιότητας κ.λπ.), αλλά σε αδρές γραμμές αυτή είναι η διαδικασία. 

Αλλοτε πετυχαίνει και επιβιώνει, όπως με τη Vodafone που «κατάπιε» τη γερμανική Mannesmann πριν από 24 χρόνια, άλλοτε εξελίσσεται σε φιάσκο. Οπως έγινε το 2000 με την AOL και την Time Warner, το ντιλ των 165 δισ. δολαρίων, που έπεσε πάνω στην κρίση της τεχνολογικής φούσκας και χρειάστηκαν εννιά χρόνια και ζημιές δεκάδων δισ. δολαρίων μέχρι να ξαναχωρίσουν τα τσανάκια τους. Η τύχη των εκατομμυρίων μικρομετόχων που θα γίνονταν πλουσιότεροι από την «εξαγορά της χιλιετίας» αγνοείται. 

Οι αντιστοιχίες είναι προφανείς, αλλά η μεταφορά μετοχικής κουλτούρας στα κόμματα δεν είναι πρωτοφανής. Για να είμαστε ακριβείς, τις συνθήκες «επιθετικής εξαγοράς» στον ΣΥΡΙΖΑ δεν τις έφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με την επιχειρηματική κουλτούρα του και την εμπειρία του από την Αγρια Δύση του καπιταλισμού. Ολα τα κόμματα της Μεταπολίτευσης, αυτά που ακόμη και το Σύνταγμα ορίζει ως αναπόσπαστους θεσμούς της δημοκρατίας, από συλλογικοί μηχανισμοί με τα μέλη τους, τις τοπικές και κλαδικές οργανώσεις τους, με ιεραρχική δομή και αιρετά θεσμικά όργανα από τη βάση μέχρι την κορυφή τους, μετατράπηκαν σταδιακά σε «κόμματα των δύο ευρώ και των δύο ωρών». Αυτό μόνο προϋποθέτει η συμμετοχή καθενός πολίτη που από πεποίθηση, συμπάθεια, χόμπι ή απλώς για πλάκα ψηφίζει την εκλογή του ηγέτη τους. Ξεκίνησε το 2004 από το ΠΑΣΟΚ του ενός εκατομμυρίου «μελών και φίλων» που εξέλεξαν τον ΓΑΠ και έγινε μοναδικός τρόπος εκλογής των αρχηγών όλων των κομμάτων διακυβέρνησης. 

Αυτό που πλασαρίστηκε ως ο πλέον δημοκρατικός τρόπος ανάδειξης ηγετών είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος κατάλυσης κάθε ίχνους εσωκομματικής δημοκρατίας που απέμενε στα κόμματα. Ηταν ο τρόπος που οι αρχηγοί τους έκαναν την «επιθετική εξαγορά» των κομμάτων τους, υποβαθμίζοντας ή εξουδετερώνοντας εντελώς όλα τα άλλα αιρετά όργανα, από τους γραμματείς τοπικών ή περιφερειακών οργανώσεων, μέχρι Κεντρικές Επιτροπές, ακόμη και τα κατά τεκμήριο κορυφαία όργανα, τα συνέδρια, που είναι πλέον διακοσμητικά στοιχεία. Δεν είναι απλώς ότι όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (με εξαίρεση το ΚΚΕ που διατηρεί την κάθετη οργανωτική λειτουργία που είχε πάντα –«δημοκρατικός συγκεντρωτισμός»– και τα κόμματα-διάττοντες αστέρες της Βουλής) έχουν γίνει αρχηγικά, άρα απολύτως συγκεντρωτικά, με τους λοιπούς συντελεστές τους σε απλούς γνωμοδοτικούς ρόλους. Είναι ότι οι υποψήφιοι αρχηγοί τους έχουν το δικαίωμα και την ευχέρεια να αλλάζουν κάθε φορά τον «λαό», το εκλογικό σώμα που τους αναδεικνύει. Αρα, να αλλάζουν κατά βούληση (ή καθ’ υπόδειξη) όλη την ταξική, ιδεολογική και πολιτική οικοσκευή του κόμματος-Α.Ε. για να προσελκύσουν έναν διαφορετικό «λαό» που θα τους αναδείξει. 

Θεωρητικά, από το 2004 που έχει εγκαινιαστεί αυτή η διαδικασία εκλογής κομματικών αρχηγών, έχουν περάσει από τις εκλογικές διαδικασίες της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ πάνω από 3 εκατομμύρια πολίτες. Τίποτε δεν αποκλείει οι εκλογείς του Παπανδρέου, ή ένα μέρος τους, να έγιναν αργότερα εκλογείς του Σαμαρά, της Φώφης Γεννηματά, του Μητσοτάκη, του Ανδρουλάκη, του Τσίπρα. Φυσικά και δεν απαγορεύεται να αλλάζει κανείς στρατόπεδα και προτιμήσεις. Αλλά τι σημαίνει για την εσωτερική ζωή των κομμάτων ότι σε ένα «δεξιό» κόμμα εκλέγει τον αρχηγό του ένα «αριστερό» εκλογικό σώμα και αντίστροφα, με όλες τις ενδιάμεσες παραλλαγές; Τι σημαίνει για τα κόμματα ότι οι υποψήφιοι αρχηγοί τους που ζητούν την εκλογή τους από τον «λαό» έχουν ουσιαστικά τη δυνατότητα να εκλέξουν προηγουμένως αυτοί τον «λαό» που θα τους εκλέξει; 

Σημαίνει την αυτοκατάργησή τους. Σημαίνει τη μετατροπή τους σε πολιτικούς και ιδεολογικούς χυλούς που ετεροκαθορίζονται. Σημαίνει τη μετατροπή τους σε κόμματα «μετόχων», κατόχων μιας «μετοχής» που αντιστοιχεί στο δικαίωμα εκλογής του αρχηγού μία φορά στα 2 ή 3 χρόνια. Σημαίνει ότι μπορεί κανείς να είναι κάτοχος «μετοχών» πολλών κομμάτων και το μόνο που απομένει για να μετατρέψει το κομματικό σύστημα σε ένα κανονικό χρηματιστήριο είναι να επιτραπεί η αγοραπωλησία ή η ανταλλαγή μετοχών. Ακόμη και το δικαίωμα αγοράς περισσότερων της μιας μετοχών σε κάθε κόμμα. Σημαίνει την απόλυτη παρακμή του κομματικού συστήματος, την οριστική αποκοπή του από την παράδοση των ταξικών αναφορών που εγκαινιάστηκε το 1789. 

Ενδεχομένως αυτό είναι μια μοιραία εξέλιξη στην εποχή των ραγδαίων μετασχηματισμών στην κοινωνία και την οικονομία, στην εποχή της απόλυτης σύγχυσης για την ταξική, ιδεολογική, πολιτική ταυτότητα ατόμων και στρωμάτων (τι πιο χαρακτηριστικό από τις ανοησίες για το ποιοι συγκροτούν τη «μεσαία τάξη»;), για το τι είναι «αριστερό» και τι «δεξιό». Τα κόμματα, ως μηχανισμοί εκπροσώπησης και συλλογικής συμμετοχής στη διαπάλη για την εξουσία (ή απλώς τη διακυβέρνηση), ίσως έχουν προ πολλού κλείσει τον κύκλο τους. Αλλά αυτό που επιχειρείται να καλύψει το κενό τους σε αυτή τη μεταβατική εποχή (μού είναι απεχθείς όλοι οι νεολογισμοί με πρώτο συνθετικό το «μετα-»: μετα-πολιτική, μετα-δημοκρατία κ.λπ.) μου προκαλεί τρόμο. Και θα ’πρεπε να προκαλεί τρόμο και σε όποιον, ανεξαρτήτως ένταξης, θεωρεί ότι η ανάπηρη, προβληματική, αστική, κοινοβουλευτική δημοκρατία, με όλο τον ξεχαρβαλωμένο εξοπλισμό της (κόμματα, συνδικάτα, εκλογές κ.ά.) είναι –μέχρι να εφευρεθεί κάτι άλλο– ελάχιστος όρος επιβίωσης των υποτελών τάξεων στον ύστατο ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής. Που δεν έχει τίποτε «μετα-». Είναι το ίδιο άγριος και μοβόρος με το «πριν» της πρωταρχικής συσσώρευσης ή της βιομηχανικής εποποιίας. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Αρκετοί θεωρούν πως η εμπειρία κάποιου στις επιχειρήσεις είναι αρκετή για να κυβερνήσει μια χώρα. Τούτο είναι λάθος. Μια επιχείρηση λειτουργεί συγκεντρωτικά γιατί αυτός που τη διοικεί έχει απόλυτη εξουσία να αξιολογήσει, να προσλάβει ή να απολύσει... Σε μια χώρα όμως δεν μπορεί κάποιος να απολύσει και να εξαφανίσει αυτούς που διαφωνούν με τις επιλογές του. Στην πολιτική κάποιος οφείλει να είναι συμπεριληπτικός και να διοικεί με τη συναίνεση των πολιτικών αντιπάλων. Για τον λόγο αυτό πρέπει να συνθέτει συνεχώς κοινωνικές και πολιτικές πλειοψηφίες για τα ζητήματα που τον ενδιαφέρουν να προωθήσει.

Κώστας Στούπας, «Η επιθετική εξαγορά του ΣΥΡΙΖΑ» (capital.gr, 19/9/2023)


Sunday, September 17, 2023

Αγορά αλληλεγγύης

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 16-17/9/2023


Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στους τόπους της μεγάλης πλημμύρας, δίπλα στους εγκλωβισμένους των πλημμυρισμένων χωριών του κάμπου. Δεν τους κάλεσε κανείς, δεν τους ρώτησε κανείς: «θέλετε, μπορείτε;». Βούτηξαν στα βρομόνερα ώς τον λαιμό, πήραν γερόντους στους ώμους, βόηθησαν παιδιά να βγουν με ασφάλεια σε στεγνό έδαφος, μετέφεραν ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης, μαγείρεψαν χιλιάδες μερίδες φαγητό για τους ξεσπιτωμένους. Το έκαναν οργανωμένα ή εντελώς αυθόρμητα, μερικές φορές χαοτικά. Συνεργάστηκαν με τις λιγοστές και ασυντόνιστες δυνάμεις του κρατικού μηχανισμού, τις υποκατέστησαν πλήρως όπου αυτές ήταν απούσες και δεν ήταν λίγες οι φορές που αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, ίσως και εχθρότητα όπου ήταν παρούσες. Δεν έβγαλαν ανακοινώσεις και ηχηρά καλέσματα, δεν βγήκαν γι’ αυτές/αυτούς δελτία Τύπου με ευχαριστήρια από υπουργούς και κρατικούς αξιωματούχους. Ισως δεν άκουσαν κι ένα «ευχαριστώ» από όσους βοήθησαν. Δεν είναι η πλειονότητα, αυτή παρακολούθησε την τραγωδία από τις οθόνες της τηλεόρασης και του υπολογιστή. Αλλά είναι αρκετοί για να δείξουν ότι ο ατομικισμός, η αγριότητα του νεοφιλελευθερισμού, ο ανταγωνισμός, το πνεύμα Θάτσερ («Δεν υπάρχει κοινωνία…»), αλλά και η πονηριά του εξαγορασμένου «εθελοντισμού» δεν έχει σκοτώσει τα γονίδια της κοινότητας και της ανθρώπινης συνύπαρξης. Αυτοί είναι οι άνθρωποι της αλληλεγγύης που δεν περιμένει ανταπόδοση και δεν είναι οργανωμένη σε μια καθωσπρέπει αγορά. 

Υπάρχει όμως και η καθωσπρέπει αγορά αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη που διατυμπανίζεται, που παρέχεται οργανωμένα, που συνοδεύεται από δελτία Τύπου και φωτογραφίες που κατακλύζουν τα δημοσιογραφικά μέιλ, από συναντήσεις στα γραφεία υπουργών και απαραίτητα ακολουθείται από τις δημόσιες δηλώσεις ευγνωμοσύνης για τη γενναιόδωρη προσφορά. Υπάρχει η αλληλεγγύη της ένωσης των εφοπλιστών, που συζήτησε με τον Χατζηδάκη το πώς θα συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της τραγωδίας στη Θεσσαλία, και η αλληλεγγύη της ένωσης των τραπεζιτών, που εισφέρει από το υστέρημά της τα πρώτα 50 εκατομμύρια ευρώ. Υπάρχει η αλληλεγγύη των διαχειριστών των «κόκκινων» δανείων, που κάνουν την καρδιά τους πέτρα και αναστέλλουν για λίγο τους πλειστηριασμούς ακινήτων στην πλημμυροπαθή περιφέρεια (αν και πολλοί ιδιοκτήτες ενυπόθηκων και πλημμυρισμένων ακινήτων ευχαρίστως θα τους έλεγαν «πάρτε το, πάρτε και το σπίτι και το χωράφι, εμείς δεν ξαναγυρνάμε εκεί, το χωριό μας δεν υπάρχει πια»). Υπάρχει η αλληλεγγύη της ασφαλιστικής αγοράς, που διαβεβαιώνει ότι θα κάνει τη δουλειά της και θα αποδείξει σε τι ακριβώς χρησιμεύουν τα 5 δισ. ευρώ τον χρόνο που πληρώνουμε για κάθε είδους κίνδυνο. Υπάρχει η αλληλεγγύη των αλυσίδων σούπερ μάρκετ που προσφέρουν εκπτώσεις στα καταστήματά τους στην περιοχή και ξεστοκάρουν τις αποθήκες τους από προϊόντα μακράς διαρκείας κοντά στη λήξη τους. Και φυσικά υπάρχει η εμφιαλωμένη αλληλεγγύη των νερουλάδων που στέλνουν στους πλημμυροπαθείς ένα ελάχιστο μέρος από το νερό που έτσι κι αλλιώς ανήκει σε όλους, δηλαδή το δικό τους νερό, το νερό που γίνεται πόσιμο όταν πέφτει στα βουνά, τροφοδοτεί πηγές και ποτάμια και τελικά εγκλωβίζεται σε δίκτυα και σε πλαστικά (ή χάρτινα, αν είναι στο Μαξίμου) μπουκάλια, αλλά μας πνίγει ή μας δηλητηριάζει όταν σπάει φράγματα και διαλύει δίκτυα. 

Ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι η οργανωμένη αγορά αλληλεγγύης, διοχετευμένη σε προγράμματα και απολογισμούς Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, αποτυπωμένη σε δείκτες ESG (Περιβάλλον, Κοινωνική Ευθύνη, Διακυβέρνηση) και βαθμολογίες βιωσιμότητας, είναι μια αγορά που περιμένει ανταπόδοση. Είτε από το κράτος και τις κυβερνήσεις, σε χρήμα ή σε είδος, είτε από τις άλλες αγορές, τις αγορές μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων. Δεν πηγάζει από κάποια ανθρώπινη παρόρμηση, αλλά από τους σχεδιαστές εταιρικής στρατηγικής και τους συντάκτες των εταιρικών ισολογισμών, που πλέον έχουν έναν διακριτό και ποσοτικοποιημένο κωδικό στο ενεργητικό και το παθητικό τους. Είναι μια αλληλεγγύη εμφιαλωμένη και συσκευασμένη, ένα κανονικό προϊόν που πουλιέται και αγοράζεται. 

Αν υπήρχε αληθινή ανθρώπινη παρόρμηση στην αγορά αλληλεγγύης και ανάληψη πραγματικού κόστους συμπαράστασης, υπάρχουν πολύ πιο απλά και αποτελεσματικά πράγματα να κάνουν οι γενναιόδωρες επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, οι τράπεζες να καταργήσουν τις ακριβές προμήθειές τους, ή να μηδενίσουν τα επιτόκια δανεισμού και να αυξήσουν αυτά των αποταμιεύσεων. Να παραιτηθούν κι αυτές και οι servicers από το «δικαίωμα» πλειστηριασμών και κατασχέσεων. Οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις να παγώσουν τις τιμές και να μηδενίσουν το εμπορικό κέρδος τους. Οι εφοπλιστές να παρέχουν δωρεάν ένα μέρος από τις τεράστιες ποσότητες πετρελαίου που μεταφέρουν σε όλον τον πλανήτη, οι ενεργειακές να μειώσουν τα τιμολόγια ρεύματος και τα διυλιστήρια να ελαχιστοποιήσουν το περιθώριο διύλισης για να πέσουν οι τιμές των καυσίμων. Και, κυρίως, με το μεγάλο ειδικό βάρος τους να αποτρέψουν να μετατραπεί η τραγωδία σε ένα πάρτι κερδοσκοπίας πάνω από ερείπια και πτώματα. Αλλά, με τι μούτρα θα έβγαιναν μετά στις αγορές, πώς να εμφανιστούν στους μετόχους και τους επενδυτές που αδημονούν για μερίσματα και υπεραποδόσεις; 

Ανάμεσα στην οργανωμένη και επώνυμη αγορά αλληλεγγύης και την αλληλεγγύη των ανωνύμων υποβόσκει προφανώς ένας ανταγωνισμός, μπροστά στα μάτια των ευεργετούμενων. Ελπίζει κανείς ότι στους ξεσπιτωμένους του Κάμπου η πρόχειρα μαγειρεμένη σε ένα καζάνι στο ύπαιθρο μερίδα φαγητού, σερβιρισμένη σε πλαστικό δοχείο μιας χρήσης, μετράει πιο πολύ από την εκκωφαντική πλειοδοσία γενναιοδωρίας με μερικές δεκάδες εκατομμύρια που είναι άγνωστο αν και πότε θα φτάσουν στους αποδέκτες τους. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Πέθανες –κι έγινες και συ: ο καλός,

Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,

Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Α, ρε Λαβρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν, 

Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα,

Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω 


Μανώλη Αναγνωστάκη, «Επιτύμβιον» («Ο Στόχος») 


Saturday, September 9, 2023

Κάνε δουλειά σου!

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 9-10/9/2023

Κάνει τη δουλειά του (πατάει το κουμπί απαγχονισμού θανατοποινιτών. Από την ταινία του Ιρανού Μοχάμαντ Ρασούλοφ "Δεν υπάρχει κακό"). 

Ο Βαρβιτσιώτης έχει δίκιο. Οι υπόδικοι υπάλληλοι της ναυτιλιακής εταιρείας που έσπρωξαν στον θάνατο τον Αντώνη έκαναν απλώς τη δουλειά τους. Τα θεμέλια του κόσμου μας κι όλων των συστημάτων εξουσίας και ιεραρχίας που τον συγκροτούν στέκονται στη θέση τους χάρη σε εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ανθρώπους που κάνουν απλώς τη δουλειά τους. 

Ακόμη κι αυτό εδώ το κείμενο, αυτής της στήλης, όση οργή κι αν περιλάβει για την απαθή δολοφονία στον Πειραιά, υπάρχει γιατί ο υπογράφων «κάνει τη δουλειά του», μαζί με πολλούς άλλους, για να συντεθεί ένα προϊόν που θα πουληθεί στα περίπτερα και στο διαδίκτυο. Η μόνη διαφορά είναι ότι το συλλογικό αφεντικό αυτού του μαγαζιού θέτει έναν βασικό κανόνα δουλειάς: δουλειά μας είναι να ελέγχουμε ποιον υπηρετεί η δουλειά του καθενός. Και ενίοτε αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επικροτήσουμε τους πολλούς ή λίγους αυτού του κόσμου που τελικά δεν κάνουν τη δουλειά τους. 


Ο κόσμος μας παλινδρομεί μεταξύ προόδου και ολέθρου χάρη στους ανθρώπους που απλώς κάνουν τη δουλειά τους. Ακόμη κι αν αυτή περιλαμβάνει το καθήκον να αδιαφορούν για τον πόνο και τη ζημιά που προκαλεί η δουλειά κάποιων άλλων. «Δουλειά σου εσύ», είναι η αφοπλιστική επιταγή προς κάποιον που θεωρεί ανθρώπινη υποχρέωση να αντιδράσει στη «δουλειά» ενός άλλου που προκαλεί κακό. 

Αλλά στη δουλειά «Δεν υπάρχει κακό». Στην ομότιτλη ταινία του Ιρανού σκηνοθέτη Μοχάμαντ Ρασούλοφ («There is no Evil», Χρυσή Αρκτος στο Βερολίνο το 2020), στην πρώτη από τις τέσσερις ιστορίες παρακολουθούμε το 24ωρο ενός εργαζόμενου οικογενειάρχη στο Ιράν που απλώς κάνει τη δουλειά του. Παίρνει το παιδί του από το σχολείο, κάνει τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, τρώει πίτσα με την οικογένειά του, συζητά με την πεθερά του και τη σύζυγό του για τις ανάγκες του σπιτιού, πλαγιάζει, και την επόμενη μέρα, πάει στη δουλειά. Μπαίνει σε ένα μικρό δωμάτιο με διακόπτες, τρώει το κολατσιό του, κοιτάζει από ένα μικρό παράθυρο σε μια διπλανή αίθουσα και ύστερα πατάει έναν διακόπτη. Ακούγεται ένας γδούπος κι η τελευταία σκηνή της ιστορίας είναι τα αιωρούμενα γυμνά πόδια πόδια των μόλις απαγχονισμένων ανθρώπων. Αυτή είναι η δουλειά του απαθούς ήρωα της ταινίας, έξυπνα και συγκλονιστικά αφοσιωμένης στην αποδοκιμασία της θανατικής ποινής. Ο ήρωας της πρώτης ιστορίας έκανε απλώς τη δουλειά του, ενώ ήρωας της δεύτερης ιστορίας της ταινίας, ένας νεοσύλλεκτος στρατιώτης που καλείται να συμμετάσχει στην πρώτη εκτέλεση καταδικασμένων σε θάνατο διά πυροβολισμού, προσπαθεί απεγνωσμένα και με τον κίνδυνο να θεωρηθεί λιποτάκτης ακριβώς το αντίθετο: να μην κάνει τη δουλειά του. Με ποιον είμαστε, άραγε; 


Στο βιβλίο του Μπέρνχαρντ Σλινκ «Διαβάζοντας στη Χάνα» (και στην ταινία «Σφραγισμένα χείλη»), η ηρωίδα δικάζεται για εγκλήματα πολέμου, γιατί ως δεσμοφύλακας των SS άφησε να καούν ζωντανές 300 Εβραίες κλεισμένες σε μια εκκλησία που είχε βομβαρδιστεί κατά την εκκένωση στρατοπέδου κοντά στο Αουσβιτς. Η Χάνα λέει στους δικαστές πως η εντολή από τους ανωτέρους της ήταν να μην ανοίξει η πόρτα της εκκλησίας, ώστε να σωθούν οι γυναίκες. Δεν μπορούσε να παραβιάσει την εντολή, αυτή ήταν η δουλειά της. «Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου;» λέει στον αμήχανο Γερμανό δικαστή, που ενδεχομένως έκανε κι αυτός «τη δουλειά του» στη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας. Αλλωστε, αυτό ακριβώς οδήγησε την άλλη Χάνα, την Αρεντ, να εισηγηθεί την έννοια της κοινοτοπίας του κακού, παρακολουθώντας τη δίκη του Αϊχμαν στο Ισραήλ. Ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος ισχυρίστηκε πως εκτελούσε διαταγές, ότι απλώς «έκανε τη δουλειά του». 


Ο κόσμος κινείται χάρη σε εκατομμύρια ανθρώπους που απλώς «κάνουν τη δουλειά τους». Τη δουλειά του κάνει ο CEO της πολυεθνικής που με ένα ηλεκτρονικό μήνυμα απολύει 10.000 εργαζόμενους γιατί πρέπει να προστατευτεί η επιχείρηση και τα συμφέροντα των μετόχων. Τη δουλειά του κάνει το στέλεχος της ελεγκτικής εταιρείας που βρίσκει τους πιο ευφάνταστους τρόπους για να φοροδιαφύγουν οι μεγάλοι πελάτες της. Τη δουλειά τους κάνουν οι δικηγόροι που στήνουν εικονικές εταιρείες σε φορολογικούς παραδείσους για να αποκρυφτεί το μαύρο χρήμα μαφιόζων ή καθωσπρέπει υπερπλουσίων. Τη δουλειά τους κάνουν κι οι τεχνοκράτες που εισηγούνται στις κυβερνήσεις προγράμματα και μεταρρυθμίσεις λιτότητας. Τη δουλειά τους έκαναν οι επιτελείς της χούντας του Πινοτσέτ που ματοκύλησαν τη Χιλή πριν από 50 χρόνια. Και το ίδιο έκαναν και τα λαμπερά «παιδιά του Σικάγου» που εφάρμοσαν εκεί το πρώτο και πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο «μνημόνιο» βυθίζοντας τη χώρα στη φτώχεια. Τη δουλειά τους κάνουν οι δημοσιογράφοι που αναπαράγουν αμάσητα τα δελτία Τύπου και τα non papers. Και το ίδιο κάνουν οι διευθυντές των ΜΜΕ που λογοκρίνουν για λογαριασμό των ιδιοκτητών τους. Τη δουλειά τους έκαναν τα στελέχη της τρόικας που έφερναν έτοιμα τα νομοσχέδια με τα μέτρα λιτότητας και το ίδιο έκαναν για δέκα χρόνια οι βουλευτές που τα ψήφιζαν χωρίς να τα διαβάσουν. Τη δουλειά του κάνει ο δήμιος που πατάει το κουμπί για να πέσει η θανατηφόρα ένεση στον θανατοποινίτη, μια απλή δουλειά κάνουν και οι μισθοφόροι της ρωσικής Wagner ή της αμερικανικής Blackwater. Τη δουλειά του κάνει ο ΜΑΤατζής που ανοίγει το κεφάλι ενός διαδηλωτή ή ο αστυνομικός που πυροβολεί στα τυφλά έναν άοπλο παραβάτη. Τη δουλειά του κάνει κι ο δικαστής που βγάζει απόφαση χωρίς καν να έχει διαβάσει τη δικογραφία. Τη δουλειά του κάνει και ο εφοριακός που διαγράφει πρόστιμα εκατομμυρίων με άνωθεν εντολή, αλλά κι αυτός που στέλνει αδιακρίτως κατασχετήρια σε οφειλέτες του Δημοσίου χωρίς να ψάξει αν και ποιος μπορεί να πληρώσει. Τη δουλειά τους κάνουν και οι υπάλληλοι των servicers και των εισπρακτικών εταιρειών με το μπούλινγκ στους «κόκκινους» δανειολήπτες, το ίδιο και οι δικαστικοί κλητήρες που εκτελούν τις εξώσεις. Τη δουλειά τους κάνουν οι χρηματιστές που απογειώνουν τις τιμές των τροφίμων και των εμπορευμάτων, και οι ωτακουστές των τηλεφωνικών μας συνομιλιών, και οι πράκτορες που μας παρακολουθούν, και οι συντάκτες των προϋπολογισμών, και οι κεντρικοί τραπεζίτες. Ακόμη και ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του κάνουν τη δουλειά τους. Κυβερνούν παρακολουθώντας μια χώρα να καίγεται, να βουλιάζει, να σαπίζει. 

Οδεύουμε στον χαμό με τη συμβολή πολλών ανθρώπων που κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Κι όταν διαμαρτυρηθούμε «Μα τι κάνεις εκεί;» θα μας απαντήσουν ψυχρά «Κάνε δουλειά σου εσύ». 

Ισως η μόνη μας ελπίδα είναι οι άνθρωποι που αποφασίζουν να μην κάνουν τη δουλειά τους. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο κ. Κ. άκουσε να παινεύουν έναν υπάλληλο που δούλευε χρόνια σε μιαν υπηρεσία λέγοντας ότι είναι απαραίτητος στη θέση του, τόσο καλός υπάλληλος είναι. Και γιατί είναι απαραίτητος; ρώτησε θυμωμένα ο κ. Κ. Γιατί η υπηρεσία δεν θα μπορούσε να σταθεί δίχως αυτόν, αποκρίθηκαν οι άνθρωποι που τον παίνευαν. Τότε τι σόι καλός υπάλληλος είναι όταν η υπηρεσία δεν στέκεται χωρίς αυτόν; είπε ο κ. Κ. Είχε όλο τον καιρό να οργανώσει την υπηρεσία του έτσι, που να πάψει να είναι απαραίτητος. Στ’ αλήθεια, με τι ασχολείται; Θα σας το πω εγώ: κάνει εκβιασμό. 

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόυνερ» (Ο απαραίτητος υπάλληλος)


Saturday, September 2, 2023

Η κλοπή

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3/9/2023



Θα πουλήσω για πολλοστή φορά τον εαυτό μου. Κι όπου βγει. Θα το ρίξω και στις θεωρίες συνωμοσίας, ίσως και στον μυστικισμό, παρότι τα πράγματα που ταράζουν τη ρουτίνα μας και την όποια κανονικότητά μας είναι σε μεγάλο βαθμό τυχαία. Αλλά το να αναζητάς εξήγηση και αιτία είναι μια κάποια παρηγοριά. 

Στο φύλλο της «Εφ.Συν.» στις 19 Αυγούστου στο εβδομαδιαίο παμφλέτο της στήλης με τον τίτλο «Οι απρόσωποι ιδιοκτήτες του πλούτου των εθνών» είχα τη φαεινή ιδέα να το συμπληρώσω (στις ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ) με ένα απόσπασμα από ομιλία του Μαρκησίου ντε Σαντ στη γαλλική εθνοσυνέλευση, στη διάρκεια της επανάστασης, στην οποία υποστήριζε την αποποινικοποίηση της κλοπής. Ακραίος σε όλα ο Ντε Σαντ, ισχυριζόταν η κλοπή έχει ως αποτέλεσμα μια κανονικότερη κατανομή του πλούτου, επιτείνει την ισότητα και παρακινεί στην καλύτερη προστασία της ιδιοκτησίας. Αναφερόταν στους Σπαρτιάτες, που περιλάμβαναν την κλοπή στις πολεμικές αρετές και δεξιότητες και υποστήριζε ότι ίσως ήταν προτιμότερο να τιμωρείται αντί του κλέφτη το θύμα της κλοπής λόγω ελλιπούς προστασίας της ιδιοκτησίας του. 

Αλλά ό,τι γράφεις, λες ή αναπαράγεις πάντα έχει το ρίσκο να στραφεί εναντίον σου. Οπερ και εγένετο. Αν και το τσιτάρισμα της άποψης του Ντε Σαντ δεν σήμαινε και υιοθέτησή της, έμελλε να γίνει ένας ισχυρός σαρκασμός της δυσάρεστης έκπληξης που με περίμενε γυρίζοντας από τις διακοπές στο σπίτι. 

Ανεβάζουμε με τη σύζυγό μου τα μπαγκάζια μέχρι την πόρτα του διαμερίσματος. Βάζουμε το κλειδί στην κλειδωνιά, η πόρτα υποχωρεί λες και ήταν ξεκλείδωτη και ερχόμαστε αντιμέτωποι με το χάος. Το διαμέρισμα έχει μετατραπεί σε έναν ερειπιώνα, με σωρούς πραγμάτων που έχουν πεταχτεί από ντουλάπες, ράφια, συρτάρια, βιβλιοθήκες, πατάρια και έχουν σωριαστεί σε πατώματα, κρεβάτια, καναπέδες. Δεν έχει κάτι πρωτότυπο η εικόνα και η εμπειρία, χιλιάδες άνθρωποι και νοικοκυριά έχουν υποστεί κάτι παρόμοιο, ιδιαίτερα κατά τον Αύγουστο της μισοάδειας Αθήνας με τις μισοάδειες πολυκατοικίες που οι λίγοι τους ένοικοι άλλωστε ήταν ανήσυχοι, ανασφαλείς και απορροφημένοι από την πολιορκία των πυρκαγιών. Αλλά όταν σου συμβαίνει αυτό, είναι μοναδικό και προσωπικό. Το ότι συμβαίνει και σε άλλους είναι μικρή παρηγοριά. 

Η εικόνα και το σοκ που προκαλεί έχει σημασία. Ολα όσα βλέπεις σωριασμένα μπροστά σου είναι δικά σου, είναι πράγματα αγαπημένα ή κι άλλα που έχεις ξεχάσει την ύπαρξή τους, αλλά σωρευμένα όπως είναι σε έναν πολύχρωμο αχταρμά σού είναι εντελώς ξένα. Θέλεις να τα χώσεις σε μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών και να τα πετάξεις, αλλά συγκρατείσαι γιατί ξέρεις πως πολλά σού είναι απαραίτητα, είναι ελάχιστοι όροι της ύπαρξής σου. Ψάχνεις απεγνωσμένα στον σωρό τα πολυτιμότερα, με όρους αξίας και προσωπικού συμβολισμού, αν και ξέρεις ότι είναι τα πρώτα που θα έχουν σουφρώσει οι εισβολείς, γι’ αυτά μπούκαραν στο σπίτι. Κανένα χρυσαφικό, ρολόγια. Αφαντα, φυσικά. Χρήματα δεν υπήρχαν, δεν βρήκαν, συσκευές, λάπτοπ και συναφή δεν ήταν στις προτιμήσεις τους, απλώς τις κακοποίησαν ψάχνοντας ρευστό και ρευστοποιήσιμα. Πενιχρή η συγκομιδή τους σε σχέση με τη ζημιά που σου έχουν προκαλέσει. Ισως είναι σοφή η συμβουλή που δίνουν αστειευόμενοι κάποιοι: όταν λείπεις από το σπίτι άσε λίγα χρήματα σε εμφανές σημείο με το μήνυμα προς τους επίδοξους κλέφτες: «Πάρτε τα λεφτά, στο υπόλοιπο σπίτι δεν θα βρείτε τίποτε άλλο εκτός από ρούχα, κλινοσκεπάσματα, βιβλία, χαρτιά, προσωπικά αντικείμενα».

Προσπαθείς να αντισταθμίσεις τη μικρή προσωπική «τραγωδία» σου με την ιδέα ότι άλλοι υφίστανται πραγματικές τραγωδίες -καμένα σπίτια, χαμένοι άνθρωποι-, αλλά ούτε η φιλοσοφία ούτε η κοινωνική ανάλυση για το φαινόμενο της κλοπής μπορούν να σε βγάλουν από την αίσθηση ότι έχεις υποστεί βία πολύ προσωπικά. «Είναι σαν βιασμός» είπε κάποια φίλη, κι αν και δεν έχω τέτοιο βίωμα, καταλαβαίνω τι θέλει να πει στη θέα των εσώρουχων, των ρούχων, των καλτσών που έχουν σκορπιστεί παντού σε όλα τα δωμάτια και ίσως έχουν ποδοπατηθεί και μαγαριστεί από άγνωστα χέρια. Ολα πρέπει να πλυθούν πριν μπορέσεις να τα ξαναβάλεις πάνω σου. Ενας άθλος που επιτελεί για μέρες ακάματα κυρίως η σύζυγος. 

Επειτα πρέπει να αρχίσει η συναρμολόγηση, η αποκατάσταση μιας τάξης που ήταν αποτέλεσμα συμβίωσης δεκαετιών στο «σπίτι σου». Αλλά ποια ήταν η τάξη αυτή; Από πού να αρχίσεις; Εσώρουχα, κάλτσες, φανέλες, μπλούζες, παντελόνια, πουκάμισα, φορέματα, σεντόνια, μαξιλαροθήκες, πετσέτες, κουβέρτες, μπλούζες, φούστες, βερμούδες, ρούχα καλοκαιρινά, ρούχα χειμωνιάτικα, ρούχα που δεν φοράς πια, ρούχα που δεν αποχωρίζεσαι και ας είναι δεκαετιών, ρούχα που δεν θυμάσαι καν πότε τα φορούσες και ίσως σου φαίνονται σχεδόν αστεία πια. Κι έπειτα ανάμεσα στο ρουχομάνι, εκατοντάδες αντικείμενα. Μπιμπελό, κοκαλάκια, συνδετήρες, φορτιστές, καλώδια, μανταλάκια, παλιά τηλέφωνα, ατζέντες, παιχνίδια, καρφίτσες, κέρματα, φάκελοι με έγγραφα που έχουν σκορπιστεί με μανία, παιδικά τετράδια, γραπτά μηνυματάκια του παιδιού όταν ήταν τριών, πέντε, δέκα ετών, θυμωμένα ή χαρούμενα, τα πρώτα γραπτά του σχολείου, οι πρώτες εκθέσεις, σχολικά βιβλία, μπιζού, μπουκαλάκια από κολόνιες και καλλυντικά, φάρμακα, μαχαιροπίρουνα, φορολογικές δηλώσεις, αποδείξεις αγοράς, γράμματα, ληξιαρχικές πράξεις γέννησης ή θανάτου, συμβόλαια, αποδείξεις εξόφλησης, αποκόμματα εφημερίδων ή περιοδικών, φωτογραφίες από την εποχή της αναλογικής εποχής, ενσταντανέ από τα ταξίδια της νιότης μας, οικογενειακές μαζώξεις, φιλικές συγκεντρώσεις, πάρτι, μασκαρέματα, τούρτες γενεθλίων. Και βιβλία. Εκατοντάδες βιβλία που πετάχτηκαν από τα ράφια των βιβλιοθηκών και εκσφενδονίστηκαν σε κάθε μεριά, διαλύοντας μια τάξη εν μέρει χρονολογική, εν μέρει θεματική πού ήταν προϊόν σπατάλης χρόνου και οικονομίας χώρου. 

Περισσότερο από διάλυση της χωροταξίας των πραγμάτων που συνθέτουν την ιστορία και τη ρουτίνα της καθημερινότητάς μας, μια τέτοιου είδους κλοπή είναι μια βίαιη διάρρηξη της μνήμης. Τα ρούχα, τα αντικείμενα, τα βιβλία, τα έγγραφα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα μπουν σε μια σειρά, έστω και μια νέα σειρά και τάξη, αφού μεσολαβήσει το μεγάλο ξεφόρτωμα όσων είχαμε ξεχάσει πως μας ήταν περιττά (αυτή είναι η μικρή θετική συμβολή των εισβολέων). Αλλά η μνήμη που εκπροσωπούν όλα τα χρήσιμα και τα περιττά πώς ανασυντίθεται; 

Τελικά η αποκατάσταση του χάους μετά την κλοπή γίνεται αναγκαστικά μια ανακεφαλαίωση στιγμιότυπων μιας ζωής που χώρεσε σε μερικές δεκάδες τετραγωνικά. Για την επίγευση της ανακεφαλαίωσης επιφυλάσσομαι, όταν και το τελευταίο βιβλίο βρει τη νέα θέση του στο ράφι, όταν και το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες μπει στο συρτάρι ή πεταχτεί.

ΥΓ. Οχι, δεν νομίζω ότι οι κλέφτες που μπούκαραν στο σπίτι είχαν διαβάσει Ντε Σαντ ή θέλησαν να με τρολάρουν και να δοκιμάσουν την αξιοπιστία των γραφομένων μου (του). Αλλά εδώ ίσως χωράει λίγος Κοέλιο που βλέπει το σύμπαν να συνωμοτεί υπέρ μας ή, κυρίως, εναντίον μας. 

ΚΙΜΠΙ 

kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Του άρεσε να έχει πράγματα δικά του, όχι πολλά. Λίγα και καλά που δεν θα τα αποχωριζόταν ποτέ. Τα ωραία πράματα σου δίνουν αυτοσεβασμό. Δεν ήθελε την επίδειξη, αλλά την ποιότητα, την αγάπη για την ποιότητα. Η ιδιοκτησία τού θύμιζε ότι υπήρχε, τον έκανε να απολαμβανει την ύπαρξή του. Ηταν πολύ απλό. Κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Υπήρχε. Δεν ήταν πολλοί αυτοί που ήξεραν τον τρόπο, ακόμη κι αν είχαν λεφτά. 

Πατρίτσια Χάισμιθ, «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» 


Saturday, August 26, 2023

Δεν υπάρχει κράτος, μαντάμ

Η Εφημερίδα των Συντακτών 26-27/8/2023


Στην πασίγνωστη διασκευή του τραγουδιού της Εντίθ Πιαφ, «Padam», από τους Μουζουράκη-Αμπατζή σε «Μαντάμ», παρότι δεν είναι παρά μια πληθωρική και αστεία ερωτική εξομολόγηση ενός κεραυνοβολημένου αρσενικού για το θηλυκό αντικείμενο του πόθου του, υπάρχει η κλασική πλέον κατακλείδα που μοιάζει παντελώς άσχετη με τους υπόλοιπους στίχους: «Δεν υπάρχει κράτος, μαντάμ!». 

Το υπονοούμενο πίσω από τη φράση είναι πως υπάρχει μια κατάχρηση της επίκλησης του κράτους διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, την αρωγή του οποίου οι νεοέλληνες είναι ικανοί να ζητήσουν ακόμη και σε περιστατικά ερωτικής κεραυνοπληξίας. Εντάξει, υπήρχε πράγματι η μακρά παράδοση πελατειακού κράτους στη χώρα, στο πλαίσιο της οποίας οι πολιτευτές υπόσχονταν ακόμη και γαμπρούς και προίκες στα φτωχά κορίτσια της επαρχίας, αλλά μέχρι εκεί. Περίπτωση επιστράτευσης του κράτους προς ενίσχυση ερωτικής κατάκτησης δεν έχει αναφερθεί. 

Ζητάμε πολλά από το κράτος, άραγε; Θέλουμε το κράτος παραδουλεύτρα, προξενήτρα, προσωπικό μασέρ, κηπουρό, χρηματοδότη, σωματοφύλακα; Προφανώς υπάρχουν κάποιοι που έχουν αυτήν ακριβώς την αντίληψη και απαίτηση από το κράτος και τους λειτουργούς του, όπως επίσης υπάρχουν ολόκληρες τάξεις και κοινωνικά στρώματα που θεωρούν τον κρατικό μηχανισμό ιδιοκτησία τους. Τα τελευταία εβδομήντα με ογδόντα χρόνια το ελληνικό κράτος, με όλους τους μετασχηματισμούς του, με τις πράξεις και τις παραλείψεις του, σε γενικές γραμμές είναι αφοσιωμένο στις ίδιες κοινωνικές ομάδες που έχουν καθορίσει το κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο, τη γεωπολιτική θέση και το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, με τους γνωστούς θριάμβους και ολέθρους. 

Ομως, έστω κι έτσι, έστω κι αν γνωρίζουμε ότι το κράτος σε γενικές γραμμές μεροληπτεί υπέρ των ισχυρότερων και πλουσιότερων, υπάρχει μια ελάχιστη απαίτηση από όλους να ανταποκρίνεται στα βασικά. Αυτή είναι η συνθήκη σχεδόν από τα προϊστορικά χρόνια, από τότε που υπάρχουν οργανωμένες κοινωνίες. Οπως μας έχει ξεκαθαρίσει ο Χομπς (αλλά, για να είμαστε δίκαιοι πολύ πριν απ’ αυτόν και ο Αριστοτέλης), ο μεγάλος Λεβιάθαν του κράτους είναι ο θνητός θεός που αναλαμβάνει την ειρήνη και τη διαφέντεψή μας κατ’ εξουσιοδότηση κι «έχει στη διάθεσή του τόση εξουσία και δύναμη, ώστε επισείοντάς τες να μπορεί να κατευθύνει τη βούληση όλων προς τους σκοπούς της εσωτερικής ειρήνης και της αμοιβαίας αρωγής έναντι των εξωτερικών εχθρών».

Αυτή την ελάχιστη συνθήκη, έτσι όπως στρογγυλά τη διατύπωσε πριν από σχεδόν τέσσερις αιώνες ο Χομπς, και η οποία ισχύει ακόμη και στα πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα, διατύπωναν με τον τρόπο τους οι δίκαια αγανακτισμένοι πολίτες που έβλεπαν τα σπίτια τους να καίγονται στον Εβρο ή στην Πάρνηθα και κόβονταν στον αφιλόξενο τηλεοπτικό αέρα κάθε φορά που περιέγραφαν την απουσία ή την ανικανότητα του κράτους να τους προστατέψει από τη φωτιά. Κι αυτή την ελάχιστη απαίτηση την έχουν όλοι, ανεξάρτητα από ιδεολογική στάση και διάθεση έναντι του κράτους: από τους ακραιφνείς κρατιστές μέχρι τους άσπονδους αντικρατιστές και αντιεξουσιαστές. Ακόμη και οι φανατικοί νεοφιλελεύθεροι, που αντιμετωπίζουν τις πιο δαπανηρές εκδοχές του κράτους και των μηχανισμών του ως περιττή και αντιπαραγωγική πολυτέλεια και οραματίζονται τη δραστική συρρίκνωσή τους υπέρ της αγοράς και του ιδιωτικού τομέα, έχουν την ελάχιστη απαίτηση το κράτος να τους προστατεύει από ακραίες απειλές. 

Ζητάμε πολλά από το κράτος; Ζητάμε πολλά από τους πολιτικούς διαχειριστές του που δεν τους λείπει ούτε η ισχυρή εξουσιοδότηση (λέγε με #41εκατό), ούτε το πλήθος των επιτελών (150.000 μόνιμοι ένστολοι, 1 ανά 100 κατοίκους!), ούτε οι πόροι (60 δισ. ευρώ τον χρόνο ζεστά, κοχλαστά φορολογικά έσοδα) να τα φέρουν βόλτα στα βασικά; Να αποτρέψουν μια σχεδόν δημόσια σχεδιασμένη δολοφονική επίθεση. Να προστατέψουν δάση, σπίτια, περιουσίες, στρατιωτικές εγκαταστάσεις από μια προδιαγεγραμμένη επέλαση της φωτιάς. Να εξασφαλίσουν ότι το δημόσιο σύστημα υγείας δεν θα καταρρεύσει στην επόμενη πανδημία. Ζητάμε πολλά από το κράτος; Μήπως πίσω από αυτές τις υπερβολικές απαιτήσεις κρύβουμε τη βολική άρνηση να αναλάβουμε τις ατομικές ευθύνες μας, όπως μηρυκάζει για όλες τις τραγωδίες και τους ολέθρους που διαχειρίστηκε, προκάλεσε ή δεν απέτρεψε εδώ και τέσσερα χρόνια ο καταληψίας του Μαξίμου και οι ψηλές, κοντές ή μέτριες ρεπλίκες του; 

Κι αν η συλλογική ευθύνη του κράτους μπροστά σε ακραίους και «απρόβλεπτους» κινδύνους (κλιματική κρίση, πανδημίες, ακρίβεια) συρρικνώνεται «αντικειμενικά» υπέρ της ατομικής ευθύνης, αν ο πανίσχυρος Λεβιάθαν και ο ανίσχυρος μεμονωμένος πολίτης μοιράζονται περίπου εξίσου τη συλλογική ευθύνη αποτροπής τους, τότε ποιος ο λόγος να μας κοστίζει τόσο ακριβά το πολυσχιδές και πολυάνθρωπο κράτος; Αν το κράτος και οι πολιτικοί διαχειριστές του μπορούν να επωμιστούν μόνο το ήμισυ της ευθύνης και να αποτρέψουν μόνο τις μισές δυνητικές καταστροφές, γιατί να μη συμφωνήσουμε να του αποδίδουμε τα μισά φορολογικά έσοδα και με τα άλλα μισά στην τσέπη να κάνει ο καθείς ό,τι μπορεί για να ανταποκριθεί στην ατομική ευθύνη και αυτοπροστασία του; Πού είναι μερικοί γνήσιοι φιλελεύθεροι εκ του λαού του Κυριάκου και του #41εκατό να προτείνουν εδώ και τώρα μείωση της φορολογίας και των κρατικών εσόδων στο μισό, ή και στο 30% ή στο 10%, σε όσο ποσοστό τέλος πάντων αναλογεί στην (αν)αποτελεσματικότητα ενός αποτυχημένου κράτους; Βάζουμε μεν νταβά στο κεφάλι μας, αλλά να πληρώνουμε το νταβατζιλίκι με όρους απόδοσης. (Νομίζω ότι θα είχα διαπρέψει ως νεοφιλελεύθερος, αλλά τώρα είναι αργά ν’ αλλάξω χούι). 

ΚΙΜΠΙ

kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ


Με το σούρουπο άρχισαν να φτάνουν οι εργαζόμενοι: υπάλληλοι καταστημάτων, εργάτες και εργάτριες από τις βιομηχανίες γύρω στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η πλατεία Συντάγματος γέμισε κι οι φωνές, σαν άγρια καταιγίδα, τάραζαν το πλήθος κύμα στο κύμα. Ο τόνος έγινε πιο τραχύς: «Μητσοτάκη κάθαρμα». Η αστυνομία του ναυάρχου Τούμπα, του νέου αποστάτη υπουργού Δημοσίας Τάξεως, προσπαθούσε να αναχαιτίσει το πλήθος σχηματίζοντας αλυσίδα με τα χέρια. Υστερα ήρθαν, φαίνεται, άλλες διαταγές, κι άρχισε η επίθεση με τα κλομπς για να διαλυθούμε. Τότε ανέβηκαν ώς τον ουρανό οι κατάρες κι οι βρισιές.

 

Στρατή Τσίρκα, «Η χαμένη άνοιξη» 


Saturday, August 19, 2023

Οι απρόσωποι ιδιοκτήτες του πλούτου των εθνών

 

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/8/2023



Το 2022 γίναμε φτωχότεροι. Ετσι λέει η UBS, μία από τις τράπεζες που κυβερνούν τον κόσμο, και δεν έχουμε λόγο να μην την πιστέψουμε. Θα έχετε δει ήδη την είδηση. Στην έκθεση που δίνει κάθε χρόνο (από το 2008) στη δημοσιότητα για τον παγκόσμιο πλούτο μέτρησε μια μείωσή του κατά περίπου 12 τρισεκατομμύρια δολάρια, όπως και μια συρρίκνωση των εκατομμυριούχων κατά 3,5 εκατομμύρια άτομα. Εχουμε μόλις 54 εκατομμύρια εκατομμυριούχους στον πλανήτη των 8 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, παρότι ο πλούτος των 455 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που διαθέτουν σε μετρητά και άλλα περιουσιακά στοιχεία οι ενήλικες του κόσμου αντιστοιχεί στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 85.000 δολαρίων κατά κεφαλή. Μπορεί να μη μας κάνει πλούσιους, αλλά οπωσδήποτε δεν επιτρέπει να πεινάσουμε ή να στερηθούμε τα βασικά. 

Η ονομαστική αξία όμως των περιουσιακών στοιχείων που διαθέτουμε είναι ένα εντελώς παραπλανητικό μέτρο του πραγματικού πλούτου και της εξοργιστικά άνισης κατανομής του. Αίφνης, από την πυραμίδα του παγκόσμιου πλούτου, που κατά βάση είναι μια πυραμίδα φτώχειας και εξαθλίωσης, μαθαίνουμε ότι πάνω από το 50% του ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη βολεύεται με περιουσία κάτω των 10.000 δολαρίων. Κι αυτό δεν μας λέει απολύτως τίποτα για το τι εισόδημα έχουν κάθε χρόνο αυτοί οι άνθρωποι, τι μπαίνει κάθε μέρα στο ψυγείο τους -αν έχουν- και στο στομάχι τους. Και τα πράγματα μπορεί να είναι ακόμη χειρότερα για το υπόλοιπο 35% της πυραμίδας που, θεωρητικά, έχουν περιουσία από 10.000-100.000 δολάρια, αλλά αυτή συντίθεται από περιουσιακά στοιχεία δεσμευμένα σε τράπεζες, τοκογλύφους, κράτη, και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να τους ταΐσουν. 

Ο παραπλανητικός χαρακτήρας μέτρησης του πλούτου άλλωστε προβάλλεται και από ένα άλλο, αντίστροφο στοιχείο. Στο πλουσιότερο 1,1% του πλανήτη με περιουσία άνω του 1 εκατ. δολαρίων, σύμφωνα με τη UBS, περιλαμβάνονται και 79.000 Ελληνίδες/ες. Αξιοπρεπής επίδοση για μια χώρα που, μετά μια δεκαετία μνημονιακής τιμωρίας και τεράστιας αναδιανομής του πλούτου υπέρ των πάνω (και των έξω), διαθέτει μέσο κατά κεφαλή πλούτο 105.000 δολάρια, περίπου τον μισό από τον μέσο ευρωπαϊκό πλούτο. Πεδίον δόξης λαμπρό για την εποχή Μητσοτάκη που έχει την ευκαιρία να τον διπλασιάσει την προσεχή δεκαετία. Αλλά αν πράγματι έχουμε 79.000 εκατομμυριούχους, γιατί μόλις 25.000 δηλώνουν ακίνητη περιουσία άνω του 1 εκατ.; Γιατί μόλις 15.000 δηλώνουν εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ τον χρόνο; Κάτι δεν κολλάει, σωστά; Και δεν είναι μόνο η φοροαποφυγή-φοροδιαφυγή. 

Το μυστικό είναι πως η ταύτιση του πραγματικού πλούτου με τη δηλούμενη ιδιοκτησία είναι καθαρή πλάνη, αν όχι και απάτη. Και το ίδιο παραπλανητικό είναι να μετράς τον πραγματικό παγκόσμιο πλούτο ως άθροισμα προσωπικών περιουσιών 8 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που προσπαθούν να κρύψουν ό,τι μπορούν από τις φορολογικές αρχές. Θα ήταν πολύ χρησιμότερο οι περίπλοκες πυραμίδες του πλούτου που εκπονούν επενδυτικές τράπεζες και διεθνείς οργανισμοί να αποτυπώσουν το εξής απλό: τι μέρος του παγκόσμιου πλούτου των 450 τρισ. δολαρίων είναι ανώνυμο και απρόσωπο, ανήκει δηλαδή σε επιχειρήσεις που διασπείρουν τα περιουσιακά στοιχεία τους σε εκατομμύρια νομικές οντότητες που θεωρητικά διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία των μετόχων τους; 

Η πλουσιότερη πολυεθνική του πλανήτη με περιουσία σχεδόν 3 δισ. δολαρίων, η Apple, ανήκει κατά ένα σχετικά μικρό ποσοστό σε άλλες πολυεθνικές (Vanguard, Berkshire, Black Rock κ.ά.). Αυτοί που τη διοικούν και διαχειρίζονται τον πλούτο της (Λέβινσον, Κουκ, Γουίλιαμς) είναι ζήτημα αν διαθέτουν πάνω από το 1% των μετοχών της και το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών της είναι διασπαρμένο σε εκατομμύρια τυπικά ιδιοκτήτες της που απλώς περιμένουν το μέρισμα της κερδοφορίας της στο τέλος κάθε χρήσης. Σε τελική ανάλυση η συνολική περιουσία της πλουσιότερης οντότητας του πλανήτη μοιάζει να μην ανήκει σε κανέναν. 

Και το ίδιο μπορεί να πει κανείς για την τρίτη πλουσιότερη εταιρεία του πλανήτη με περιουσία πάνω από 2 τρισ. δολάρια, την πετρελαϊκή Aramco, που ανήκει σε ποσοστό πάνω από 90% στη σαουδαραβική κυβέρνηση. Μήπως η τεράστια περιουσία της ανήκει στα 32 εκατομμύρια κατοίκων της Σαουδικής Αραβίας; Ούτε οι ίδιοι το πιστεύουν, έστω κι αν διαθέτουν ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ στον κόσμο. Και εδώ ο τεράστιος πλούτος που συσσωρεύει το αυταρχικό βασίλειο πουλώντας πετρέλαιο σε όλο τον κόσμο χάνεται στην ανωνυμία της κρατικής οντότητας και της πολυάριθμης βασιλικής αυλής των χιλιάδων πριγκίπων και αξιωματούχων. 

Στη μικροκλίμακα της ανακάμπτουσας μητσοτάκειας Ελλάδας το φαινόμενο του ορφανού ή ανώνυμου πλούτου αποτυπώνεται σε έναν βαθμό στις επιδόσεις των εισηγμένων επιχειρήσεων. Μετά το ρεκόρ κερδοφορίας του 2022, πάνε για νέο ρεκόρ φέτος. Το Χρηματιστήριο ανακτά κάτι από την ξεχασμένη εδώ και είκοσι χρόνια ακμή του, η κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων επιχειρήσεων έχει ξεπεράσει τα 80 δισ. ευρώ και οι διοικήσεις τους ετοιμάζονται να μοιράσουν φέτος μερίσματα σχεδόν 3 δισ. ευρώ. Κάποια από αυτά μπορεί να εμφανιστούν και ως ατομικός πλούτος ή φορολογητέο εισόδημα, αλλά τα περισσότερα θα χαθούν μέσα σε κινήσεις επανεπένδυσης ή επαναγοράς μετοχών, δηλαδή θα πάψουν να είναι προσωπική περιουσία. 

Το συμπέρασμα είναι ότι είτε μιλάμε για τον κρατικό καπιταλισμό της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας ή της Κίνας, είτε για τον καπιταλισμό της «δημοκρατίας των μετόχων», ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλούτου των εθνών, των περιουσιακών στοιχείων που τον συνθέτουν, έχει (πολύ βολικά για την κορυφή της πυραμίδας) χάσει τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του. Είναι ορφανός, ανώνυμος και απρόσωπος. Πλούτος και ιδιοκτησία -αν μιλάμε για το νομικό κέλυφός της-έχουν πάρει ένα είδος διαζυγίου στον μετα-καπιταλισμό των τυπικά «φτωχών» διαχειριστών της τεράστιας επιχειρηματικής περιουσίας. 

Ενώ οι φτωχοδιάβολοι του κόσμου προσπαθούν απεγνωσμένα να κρατήσουν την ιδιοκτησία του υποθηκευμένου και εκτεθειμένου σε κατασχέσεις πλούτου τους, στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας συμβαίνει το εντελώς αντίστροφο. Οι πραγματικά πλούσιοι όλο και περισσότερο απαλλάσσονται από το νομικό κοστούμι της κυριότητας. Η ιδιοκτησία έχει γίνει σχεδόν περιττή. Και φορολογικά ασύμφορη. Αναγκαία είναι πια η απεριόριστη πρόσβαση σε κάθε αγαθό και υπηρεσία που ανήκει σε μια απρόσωπη νομική οντότητα, αλλά μπορείς να τα απολαμβάνεις χωρίς κανένα φορολογικό άγχος. Γιατί να φορτωθείς το πλειοψηφικό πακέτο μιας επιχείρησης, όταν μπορείς να την ελέγχεις διαχέοντας τα άγχη της ιδιοκτησίας σε εκατομμύρια μικρομετόχους;

Αυτό ίσως είναι μια χρήσιμη παρατήρηση σε όσους θεωρούν ριζοσπαστική και αποτελεσματική την υψηλή φορολόγηση της προσωπικής περιουσίας των υπερπλουσίων. Ισως πολύ χρησιμότερο θα ήταν να προτείνουν ένα άγριο φορολογικό κλάδεμα της εταιρικής περιουσίας, που κάθε χρόνο εκτοξεύεται όλο και πλησιέστερα στη στρατόσφαιρα. Οχι ότι θα τους ακούσει κανείς, αλλά για να μη δουλευόμαστε μεταξύ μας.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία των αρχαίων χρόνων, θα δούμε ότι όλες οι ελληνικές δημοκρατίες επέτρεπαν, επιβράβευαν την κλοπή. Η Σπάρτη και η Λακεδαίμων την ευνοούσαν ανοιχτά. Πολλοί άλλοι λαοί τη θεωρούσαν αρετή για τον πολεμιστή. Είναι βέβαιο ότι η κλοπή δυναμώνει το κουράγιο, εκτρέφει τη δύναμη, την επιδεξιότητα, τη λεπτότητα, όλες με λίγα λόγια τις αρετές που είναι χρήσιμες σ’ ένα δημοκρατικό σύστημα σαν το δικό μας. Αφήστε κατά μέρος τη μεροληψία και απαντήστε μου: πρέπει η κλοπή, της οποίας αποτέλεσμα είναι η κανονικότερη κατανομή του πλούτου, να χαρακτηριστεί σαν αδίκημα στις μέρες μας, κάτω από μια κυβέρνηση που, όπως η δική μας, έχει σαν στόχο την ισότητα; Η απάντηση, προφανώς, είναι όχι: η κλοπή επιτείνει την ισότητα και το κυριότερο, παρακινεί στην καλύτερη προστασία της ιδιοκτησίας. Υπήρξε ένας λαός που τιμωρούσε όχι τον κλέφτη, αλλ’ αυτόν που αφηνόταν να γίνει θύμα της κλοπής, με σκοπό να τον διδάξει να φροντίζει την περιουσία του.

Μαρκησίου ντε Σαντ, «Γάλλοι, ακόμη μια προσπάθεια για να γίνετε δημοκράτες»