Sunday, March 17, 2024

Η ζωή στην πλατφόρμα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 16-18/3/2024

Μια ιδέα για τη ζωή στην πλατφόρμα στην έσχατη εκδοχή της
ίσως δίνει η ισπανική ταινία The  Plattform. 

Το κινητό μου με ρουφιανεύει ξεδιάντροπα. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνουν οι αλγόριθμοι της ατομικής μου επιτήρησης για τα γούστα, τις επιλογές, τις αναζητήσεις και τις συναλλαγές μου μέσω της συσκευής που έχει μετατραπεί σε συμπυκνωτή της ψηφιακής μας ύπαρξης, συνέχεια του χεριού μας και του μυαλού μας, αλλά οι ειδοποιήσεις και ενημερώσεις που μου στέλνει είναι σαν να προορίζονται για κάποιον άλλο. Ή μήπως εγώ έχω γίνει ήδη κάποιος άλλος και απλώς δεν το έχω αντιληφθεί; Παίζει κι αυτό, αν υπολογίσω πόσο έχει αλλάξει η σχέση μου με το κινητό, πόσα levels έχω ανέβει από τότε, δύο δεκαετίες πριν, που διακήρυσσα πως δεν μου χρειάζεται, αφού στο 80% του 24ώρου βρίσκομαι κοντά σε μια συσκευή σταθερού τηλεφώνου, ο νεκρός επικοινωνιακά χρόνος ήταν ελάχιστες ώρες της μέρας. 

Αλλά το κινητό μου με ρουφιανεύει παράξενα. Οι ενημερωτικές και ψυχαγωγικές προτάσεις που μου στέλνει η Google αντιστοιχούν σε έναν ανθρωπότυπο που καταναλώνει ίσως και το 50% της μέρας του στην παρακολούθηση σειρών και ταινιών. «Δείτε τρεις ταινιάρες που έχει αυτή τη βδομάδα το Ertflix». «Αυτές οι σειρές στο Netflix θα σας κάνουν να χάσετε τον ύπνο σας». «Υπάρχει κανείς που δεν θα κλάψει με το One Day;» «Ερχεται η 7η σεζόν του Black Mirror». Εσχάτως στις ειδοποιήσεις έχουν προστεθεί μερικές από Amazon Prime, Disney+, ενώ στη smart tv μου, που αν και smart τη χρησιμοποιώ με τον παραδοσιακό χαζό τρόπο, ως κανονική τηλεόραση, με τρομάζει ο αριθμός των πλατφορμών που προσφέρουν σειρές και ταινίες με 2 έως 10 ευρώ τον μήνα. 

Βεβαίως ο αλγόριθμος που με επιτηρεί δεν κάνει λάθος. Ξέρει ότι στο κινητό μου έχω εγκατεστημένες τις εφαρμογές δύο πλατφορμών streaming (δωρεάν ή «κλεμμένες» δεν τον πολυνοιάζει) και έχει κρυφοκοιτάξει στις τραπεζικές συναλλαγές μου διαπιστώνοντας ότι πληρώνω κάθε μήνα για μία τρίτη. Με αντιμετωπίζει ως κανονικό χρήστη και με βομβαρδίζει με επιλογές. Υποθέτω ότι αν διέθετα 4 με 5 ώρες τη μέρα στην παρακολούθηση σειρών και ταινιών, το καλάθι των προτάσεων της Google από τα δεκάδες ενημερωτικά σάιτ που διαγκωνίζονται ανελέητα στο clickbait δεν θα περιλάμβανε καν τις λίγες κανονικές ειδήσεις της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας ή έστω τις γαστρονομικές προτάσεις που περιέχει η προσωποποιημένη λίστα ενημερώσεων.

 Ενα πράγμα είναι βεβαίως το χρήμα, τα τεράστια ποσά που παίζονται στην παγκόσμια βιομηχανία της ψηφιακής τηλεθέασης για να αποσπάσουν τον μηνιαίο οβολό εκατοντάδων εκατομμυρίων χρηστών σε όλο τον κόσμο, αλλά ένα άλλο πράγμα, ίσως πιο σημαντικό, είναι η ανθρωπολογική μετάλλαξη που συντελείται μέσα από την απορρόφηση όλο και μεγαλύτερου μέρους του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων, ειδικά των νεότερων, από τη μονοδιάστατη ψυχαγωγία της πλατφόρμας. Αναρωτιέται κανείς αν το «καθήκον» του χρήστη είναι να αναλώσει ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο για να δει απνευστί, με διαλείμματα για φαΐ και τουαλέτα, μια σειρά 8 επεισοδίων, τότε τι χρόνος τού μένει για φυσική, ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία χωρίς τη διαμεσολάβηση της οθόνης και των ακουστικών; Για μια βόλτα, λίγο διάβασμα, κουβέντα γύρω από ένα τραπέζι με κανονικό φαγητό ή απλό χάζεμα σε ένα πάρκο ή σε μια παραλιακή περαντζάδα;

Ολη μας η ζωή οργανώνεται πλέον ως μια διαδοχή συναλλαγών με πλατφόρμες. Μεγαλώνει πια μια γενιά που η μόρφωσή της, οι δεξιότητές της, η εργασία της, η ψυχαγωγία της, η κατανάλωσή της, η σχέση της με την αγορά, το χρήμα, το πιστωτικό σύστημα, το κράτος και όλες τις τυπικά δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες υπηρεσίες του γίνονται μέσω κάποιας πλατφόρμας. Ακόμη και οι σχέσεις της με την πολιτική και την όποια μορφή συλλογικής δράσης μεταφέρονται σταδιακά σε ψηφιακές πλατφόρμες χωρίς ορατή και φυσική ανθρώπινη διαμεσολάβηση. Τα κόμματα γίνονται κι αυτά πλατφόρμες με χρήστες, η ίδια η έννοια του πολίτη μεταλλάσσεται σε κάτι που προσομοιάζει με χρήστη υπηρεσιών ή πελάτη. Και φυσικά η δημόσια έκφραση, ατομική ή συλλογική, η ξεχασμένη παρρησία της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας, διοχετεύεται στις πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια, που λειτουργούν όχι ως φόρουμ, αλλά ως αρένες εκτόνωσης, χωματερές απόψεων και ναρκισσιστικής επίδειξης. 

Ο καπιταλισμός της πλατφόρμας δεν είναι απλώς μια διαρθρωτική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής της αξίας και απόσπασης της υπεραξίας από τις πολυεθνικές που ελέγχουν τις παγκόσμιες ψηφιακές πλατφόρμες. Ούτε μόνο μια ριζική αλλαγή στη σχέση των μισθωτών/παραγωγών με τους κατόχους των ψηφιακών μέσων παραγωγής και των αλγόριθμων. Εξελίσσεται ραγδαία σε μια βίαιη και δυστοπική αλλαγή σε όλο το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων και στη σχέση του ατόμου με το κράτος, την αγορά, το κοινωνικό σύνολο. Οι πλατφόρμες δεν εμπορευματοποιούν απλώς κάθε αγαθό, υπηρεσία, φυσικό πόρο και ανθρώπινη ανάγκη. Εμπορευματοποιούν τον χρόνο, την ανθρώπινη βούληση, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα ατόμων και ομάδων, τον ίδιο τον τρόπο που είναι οργανωμένες οι σύγχρονες δημοκρατίες. 

Πολίτες πελάτες, εργαζόμενοι πάροχοι υπηρεσιών, καταναλωτές χρήστες. 

Παρότι ο καπιταλισμός, το πιο ανθεκτικό και διαρκώς μεταλλασσόμενο σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ως καπιταλισμός της ψηφιακής πλατφόρμας δεν θα πάψει να λειτουργεί με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος, το μεγάλο ερώτημα είναι τι είδους ανθρώπινα όντα «παράγει» η έσχατη μετάλλαξή του. Τι θα είναι, πώς θα είναι, πώς θα ζουν τον ελεύθερο και τον εργάσιμο χρόνο τους -αν διασωθεί αυτός ο διαχωρισμός- οι «ουμπεράνθρωποι» του εγγύς μέλλοντός μας; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Η επιλογή που έχουν οι χρήστες είναι απλή όσο είναι και δύσκολη: είτε αποδέχονται το γεγονός ότι η διαδικτυακή τους δραστηριότητα παρακολουθείται από την αγορά, η οποία και την εκμεταλλεύεται, είτε παύουν να χρησιμοποιούν μια σειρά από δημοφιλείς υπηρεσίες και αποκόβονται από ένα τεράστιο τμήμα της διαδικτυακής κοινωνικότητας αναλαμβάνοντας και το αντίστοιχο κοινωνικό και επαγγελματικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση κανένας υφιστάμενος κανονισμός δεν μπορεί να τους βοηθήσει σε αυτό το δίλημμα.

Νίκου Σμυρναίου, «Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου. Πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής» (2018)


Saturday, March 9, 2024

Ο Τύπος επί των ήλων

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/3/2024


Μυρωδιά φρεσκοτυπωμένου χαρτιού. Τα μελάνια πάνω στις πορώδεις σελίδες δεν έχουν ακόμη προλάβει να στεγνώσουν, το πολύ δέκα ώρες από τη στιγμή που βγήκαν από τα πιεστήρια, έγιναν δέματα, φορτώθηκαν στα φορτηγά και πήραν τον δρόμο της διανομής με κάθε μέσο, σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας. Ακόμη και σε απομακρυσμένα χωριά που τα έχει ήδη συρρικνώσει η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση. Οι εφημερίδες φτάνουν, αφήνονται πάνω στα τραπέζια καφενείων για κοινή χρήση και ανάγνωση, μπαίνουν στα σπίτια μαζί με το φρέσκο ψωμί, κυκλοφορούν σε τσάντες ή φοιτητικές κωλότσεπες, ανοίγονται σε λεωφορεία, κρεμιούνται σε περίπτερα με την προειδοποιητική πινακίδα «Απαγορεύεται η λαθρανάγνωση». Που σήμαινε απλώς «αν θες να διαβάσεις, αγόρασε». 


Και πολλοί αγόραζαν. Το 1974, μετά την πτώση της χούντας, έγινε ένα αξιοσημείωτο άλμα στις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Πωλούνταν περίπου 600.000 φύλλα τη μέρα, που σημαίνει ότι τουλάχιστον 1,5 εκατ. πολίτες διάβαζαν ή έστω ξεφύλλιζαν μια εφημερίδα. Οταν μετά το 1982 προστέθηκαν και οι παχουλές κυριακάτικες εκδόσεις, η μέση ημερήσια κυκλοφορία εφημερίδων εκτοξεύτηκε πάνω από το 1 εκατ. φύλλα. Το «πικ» καταγράφεται το 2007, οπότε οι μεταλλαγμένες σε μίνι μάρκετ προσφορών κυριακάτικες εκδόσεις πουλούσαν 1,2 εκατ. φύλλα κάθε φορά. Ενας στους τέσσερις κατοίκους αυτής της χώρας έπαιρνε κάτι από την εφημερίδα. Το σώμα με την αρθρογραφία, το σομόν ένθετο, το περιοδικό ποικίλης ύλης, το CD, το DVD, το βιβλίο, το εκπτωτικό κουπόνι, το κραγιόν. Για τους μεσοαστούς και διαβαστερούς μικροαστούς η αγορά και ανάγνωση 3-4 εφημερίδων την Κυριακή μετέτρεπε την κατά Μαρξ «πρωινή προσευχή του αστού» σε μια ολική μαγνητική της πάλης των τάξεων και των τάσεων στην Ελλάδα και στον κόσμο. Οι μιντιάρχες έβαζαν τον τομογράφο και οι δημοσιογράφοι ήταν ακτινοδιαγνώστες. 


Επειτα άρχισε η κατάρρευση. Μέχρι το τέλος των μνημονίων, η μέση κυκλοφορία των καθημερινών πολιτικών εφημερίδων έπεσε κάτω από τα 70.000 φύλλα τη μέρα και των εβδομαδιαίων Σαββάτου και Κυριακής κάτω από τα 200.000 φύλλα. Ετσι, το ενημερωτικό Βig Βang της μεταπολίτευσης, αυτή η έκρηξη ενημέρωσης, ελευθερίας έκφρασης, διακίνησης ιδεών, ανταγωνισμού επιρροής, συγκρούσεων για τον έλεγχο της διακυβέρνησης, της εξουσίας και του δημόσιου χρήματος, κιτρινισμού και διαπλοκής με μικρά και μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια, προσγειώθηκε σε ένα μιντιακό limbo: τα μεγάλα εγχώρια ΜΜΕ είναι συγκεντροποιημένα σε λιγότερα χέρια από ποτέ, αλλά η επιρροή τους είναι συρρικνωμένη και αντισταθμίζεται από μια πανσπερμία πηγών πληροφόρησης, υπερπληροφόρησης, παραπληροφόρησης και αποπληροφόρησης, που ελέγχονται από πολυεθνικές πλατφόρμες με έδρα τη Silicon Valley ή την Ιρλανδία. Με λίγα λόγια, οι Ελληνες μιντιάρχες του 2024 λογικά έχουν συναίσθηση ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την αλγοριθμική πλημμυρίδα των Μασκ, Γκέιτς και Ζούκερμπεργκ. 


Παρ' όλα αυτά το προσπαθούν. Δεν πρόκειται να ξαναδούμε έναν Λαμπράκη σε ρόλο ρυθμιστή του συστήματος, ούτε τους Μπόμπολα, Κόκκαλη, Τεγόπουλο σε ολική επαναφορά, θα πορευτούμε μάλλον με το υπάρχον δυναμικό. Με Αλαφούζους, Βαρδινογιάννη, Κυριακού, σε ελεγχόμενες δόσεις μιντιακής επιρροής, αλλά χωρίς τις επεκτατικές διαθέσεις της δεκαετίας του ’90. Με Μελισσανίδη, Γιαννακόπουλο, Μάρη, Μπακοκαϋμενάκηδες, Φιλιππόπουλο και άλλους να συγκεντρώνουν μικρότερους, αλλά διόλου αμελητέους αστερισμούς μέσων. Αλλά και με το πρωτοφανές για τα δεδομένα της πεντηκονταετίας από τη μεταπολίτευση φαινόμενο ενός τεράστιου ενημερωτικού μονοπωλίου που σε μέγεθος και δυνατότητα επιρροής αντισταθμίζει όλους τους άλλους μαζί. Φυσικά μιλάω για τον Ομιλο του Βαγγέλη Μαρινάκη. 


Είχε ήδη πάρει όλο το βαρύ πυροβολικό του ΔΟΛ, «Βήμα», «Νέα», in.gr, ανάστησε ακόμη και ξεχασμένους τίτλους όπως ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος», ελέγχει τη διανομή μέσω του Αργους, κατέστησε το Mega ένα πλήρως ανταγωνιστικό κανάλι, έχει και το ONE, είναι «μεσοτοιχία» και με έναν μικρότερο μιντιακό όμιλο με δύο τίτλους εφημερίδων, ραδιόφωνο, ιστοσελίδες. Αλλά η αγορά των τίτλων της πτωχευμένης «Ελευθεροτυπίας» κάνει τη μεγάλη διαφορά. Γιατί άραγε θέλει να ενισχύσει την παρουσία του στο πεδίο τής κατά τα λοιπά συρρικνούμενης έντυπης ενημέρωσης με τους τρεις πιο βαρείς τίτλους εφημερίδων της μεταπολίτευσης, που από το 1975 και για τρεις δεκαετίες διαγκωνίζονταν σκληρά στη διεκδίκηση του αντιδεξιού κοινού; Πώς θα συνυπάρξουν τα «ορφανά» του ΔΟΛ, που ακροβατούν κυρίως δίπλα και σπανίως απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, με μια «Ελευθεροτυπία» που φιλοξενούσε τις πιο ριζοσπαστικές διαστάσεις της μεταπολίτευσης και συνομιλούσε με μια Αριστερά που εκτεινόταν από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις παρυφές της «ένοπλης ανυπακοής»; Και τι αξιοπιστία θα είχε μια «Ελευθεροτυπία» χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά που την έκαναν και οικονομικά ισχυρό πόλο, και ισότιμο συνομιλητή του μιντιακού και πολιτικού συστήματος; 


Προφανώς για τον Β. Μαρινάκη το διακύβευμα μόνο οικονομικό δεν είναι. Ολα όσα έχει δώσει μέχρι σήμερα για τη μιντιακή συλλογή του και τα άλλα αποκτήματά του πέραν της ναυτιλίας είναι τα ναύλα μερικών φορτίων πετρελαίου ή LNG, ακόμη κι αν δεν πρέπει να διασχίσει την επικίνδυνη Ερυθρά. Προφανώς η πρόθεση, έστω κι αν δεν έχει πάρει ακόμη τον χαρακτήρα μιας πλήρως διαμορφωμένης στρατηγικής, είναι να παίξει ρόλο στην ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα στο πεδίο της κατακερματισμένης και αποδυναμωμένης Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. 


Ομως, η προσομοίωση της μεταπολίτευσης είναι πρακτικά αδύνατη. Η ελληνική κοινωνία και οικονομία έχουν ριζικά μετασχηματιστεί. Από τα παλιά επιχειρηματικά τζάκια ελάχιστα απομένουν ενεργά, κυρίως στο Ελντοράντο των δημόσιων έργων και της ενέργειας, τα περισσότερα έχουν υποκατασταθεί από επενδυτικά funds που ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα και ό,τι έχει απομείνει ως παραγωγική δραστηριότητα στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ο Τύπος έπεσε κι αυτός θύμα αυτού του μετασχηματισμού, πληρώνει ακόμη τις χρεοκοπίες και τα φιάσκα των παλιών ιδιοκτητών του. Επομένως, η ανασύσταση του ρόλου του ως μοχλού διαμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, ως κυρίαρχου πόλου στην αγορά πολιτικής επιρροής φαίνεται από δύσκολη έως αδύνατη. Τι νόημα έχει να ελέγχεις πέντε ή δέκα εφημερίδες, όταν δεν μπορείς να εξασφαλίσεις μέσω του δικού σου δικτύου διανομής να φτάνουν έστω στο 50% της επικράτειας; Εκτός αν πίσω από την υπερσυγκέντρωση κρύβονται άλλες υψηλές, μπερλουσκονικές φιλοδοξίες. Θα δείξει. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο κ. Κ. αντάμωσε τον κ. Βιρ που έκανε πόλεμο στις εφημερίδες. Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων, είπε ο κ. Βιρ, δεν θέλω εφημερίδες. Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες.

Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δεν θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητήστε όμως το ελάχιστο. Αν για παράδειγμα ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται, αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. Μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»


Saturday, March 2, 2024

Μικραίνω σαν χώρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/3/2024



Πώς το ’φερε η κουβέντα και προ ημερών αρχίσανε στην εφημερίδα οι μεταξύ αστείου και σοβαρού αναπολήσεις περασμένων δεκαετιών και καθώς συνυπάρχουμε εκεί περίπου 2,5 γενιές ανθρώπων, η παιδική ηλικία των μεγαλύτερων εξ ημών σηκώνει τα αναμενόμενα αστεία, «πες μας τώρα και για τους Βαλκανικούς Πολέμους», «ήσουν και στο Εσκί Σεχίρ;», «στον Γράμμο κρύωνες;». Οχι, τόσο παλιός δεν είμαι, αλλά σε κάποιους η δεκαετία του 1960, που γεννήθηκα κι έζησα ως παιδί, είναι ήδη πολύ μακρινή και εξωτική, όχι μόνο λόγω του ταραχώδους ιστορικού φορτίου της, αλλά και λόγω του ριζικά διαφορετικού κοινωνικού τοπίου της. Και μια που στην έβδομη δεκαετία της ζωής η κοντινή μνήμη κονταίνει κι ασθενεί, αλλά η μακρινή ζωντανεύει και ρέει (δεν ξέρω τι βιολογία έχει αυτό), άρχισα κι εγώ, βοηθούντος του κατά τι μεγαλύτερου Τ., να ανακαλώ εικόνες της παιδικής μου Αθήνας.

 Μπάνιο στη σκάφη μια φορά τη βδομάδα, στο πλυσταριό, τουαλέτα τούρκικη, για κάποια χρόνια κοινόχρηστη, σκούπισμα με εφημερίδα, ψυγείο πάγου, παγοπώλης που άφηνε την παγοκολόνα στην πόρτα, γαλατάς που άφηνε τα γεμάτα μπουκάλια κι έπαιρνε τα άδεια από τα σκαλιά, ελλιπής παστερίωση και φύλαξη, σκουληκάκια στα έντερα και οδυνηρή φαγούρα, μαγείρεμα στην γκαζιέρα, το ψητό μια φορά τον μήνα στον φούρνο της γειτονιάς, γανωματήδες, καρεκλάδες, παπλωματάδες, τροχιστές μαχαιριών, μανάβηδες με γαϊδουράκι, ακόμη και μικρά κοπάδια πρόβατα μπορεί να βοσκούσαν μέχρι το 1967 σε μεγάλες αλάνες που δεν τις είχε προλάβει η καραμανλική αντιπαροχή στον Νέο Κόσμο και στο Δουργούτι, μια ανάσα από το κέντρο της Αθήνας, η οποία γινόταν ταχύτατα η μεγαλούπολη που εξωραΐζουν οι ταινίες του Φίνου ή του Καραγιάννη. Αν θέλει κανείς μια πιο ρεαλιστική κινηματογραφική εικόνα της αθηναϊκής περιφέρειας, καλύτερα να δει τη «Συνοικία το Ονειρο» του Αλεξανδράκη. 

 Παρ’ όλα αυτά, η επαρχία της Αθήνας ήταν ταυτόχρονα ένας μεγάλος, ραγδαία μεταβαλλόμενος και μεγεθυνόμενος κόσμος. Επαιρνες το λεωφορείο, όχι πολύ μακριά από το σπίτι, κι ήσουν σε λίγα λεπτά στο Ζάππειο, στη βουερή Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια. Επαιρνες τον ηλεκτρικό και σε τρία τέταρτα ήσουν στο λιμάνι, κι από εκεί με πλοίο στο νησί σου ή στο χωριό σου, κάπου στον Αργολικό, γιατί οδικώς μπορεί να ήθελες κι επτά ώρες για μια διαδρομή 150 χιλιομέτρων, οι εργολάβοι μόλις άρχιζαν το οδικό έπος τους. Επαιρνες το λεωφορείο κάτω από την Ομόνοια και πήγαινες στα ΚΤΕΛ, που κουτσά- στραβά είχαν ένα δίκτυο που σε συνέδεε με τις βασικές πόλεις της Ελλάδας. Οι πιο μπρούκληδες είχαν την πολυτέλεια του «αγοραίου» που τους έπαιρνε από το σπίτι, λίγοι είχαν αυτοκίνητο και ελάχιστοι είχαν μπει σε αεροπλάνο της Ολυμπιακής. 

Πάντως, όλα αυτά σου έδιναν την αίσθηση μιας χώρας που μεγαλώνει, μεγαλώνει εν μέσω πολιτικής ταραχής, σκότους και φόβου, μεγαλώνει εν μέσω σκανδάλων και λεηλασίας, μεγαλώνει ταχύτατα και μέσα από τρομακτικές αντιφάσεις, αυτές που επέτρεπαν να συνυπάρχει στην ίδια πρωτεύουσα ο περιπλανώμενος μανάβης και ο οικοδομικός οργασμός που τη μεγέθυνε καθ’ ύψος, ώστε να χωρέσουν οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρρεαν εδώ. Για ένα παιδί που στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 δεν ξεπέρασε το ενάμισι μέτρο, όλα φαίνονταν μεγάλα. Μεγάλωνα σαν χώρα. Οχι βάσει κάποιου πολιτικού σχεδίου, κάποιου μεγαλόπνοου αστικού οράματος -εκ των υστέρων χώνεψα πως το μόνο όραμα της εγχώριας ελίτ ήταν η αρπαχτή, εξ ου και πότε με τον αστυφύλαξ πότε με τον χωροφύλαξ, και με τη χούντα και με τη Μεταπολίτευση και με τη βοθρίλα και με την πράσινη μετάβαση-, αλλά με τον τρόπο που ένας οργανισμός χωρίς σαφή γενετικό προγραμματισμό επεκτείνεται σε όλες τις κατευθύνσεις: αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω, μπροστά και πίσω, ανατολικά και δυτικά, προς τα μέσα και προς τα έξω. 

Ετσι μεγάλωνε όλος ο κόσμος βέβαια, αλλά πού να το ξέρω εγώ, ο κόσμος όλος ήταν ο Νέος Κόσμος, η Αθήνα, ο Αργοσαρωνικός, η Αργολίδα, άντε να έφτανε μέχρι Πάτρα, αλλά αργότερα μεγάλωσε κι άλλο, έφτασε και Λάρισα και Γιάννενα και Θεσσαλονίκη, και μια δεκαετία μετά μέχρι Αλεξανδρούπολη, αλλά όχι με τρένο. Ο άλλος κόσμος, δυτικότερα της καθ’ ημάς Ανατολής, μεγάλωνε πολύ πιο ραγδαία. Μας τα λέγαν με δόσεις υπερβολής οι μετανάστες συγγενείς ή όσοι σπούδαζαν Γαλλία, Γερμανία ή Ιταλία, κυρίως στην τελευταία, που μάλλον μεγάλωνε βάσει σχεδίου, το οποίο στα παιδικά μου μάτια αποκαλύφθηκε με ένα δώρο από εκεί: ένα τρενάκι που κινούνταν με μπαταρία πάνω σε μια κυκλική τροχιά από ράγες που έπρεπε κάθε φορά να ενώνω με προσοχή -είχε μια αμαξοστοιχία με τρία βαγόνια- κι αυτό ήταν μια ιεροτελεστία, γιατί τα καλά κι ακριβά παιχνίδια απαιτούσαν σεβασμό. 

Αλλά εκείνο που εμένα με εντυπωσίαζε πιο πολύ ήταν η εικόνα στο κουτί, μια πανοραμική φωτογραφία κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού, μάλλον του Μιλάνου, με δεκάδες σιδηροδρομικές γραμμές και αμαξοστοιχίες να έρχονται και να φεύγουν. Κι εκεί άρχισα μάλλον να καταλαβαίνω πως ο τρόπος που μεγάλωνε η χώρα μου είχε μια θεμελιώδη αναπηρία που δεν θα της επέτρεπε ποτέ να μεγαλώσει πραγματικά. Γιατί όταν ρώτησα τον θείο που έφερε το δώρο «πού πάνε όλα αυτά τα τρένα;» μου είπε «παντού, Ρώμη, Νάπολη, Βενετία, πάνε στην Ελβετία, στη Γαλλία, στη Γερμανία», τα τρένα μεγάλωναν την Ιταλία και κάθε μια από αυτές τις χώρες στο μέγεθος της μισής Ευρώπης. Κι ακόμη τις μεγαλώνουν. 

 Ισως γι’ αυτό το έγκλημα των Τεμπών είναι το σημαντικότερο τεκμήριο ότι, αντιθέτως απ’ όσα πίστευα μικρός, αυτή η χώρα (ως συνεκδοχή αυτών που την κακοποιούν εδώ και δεκαετίες) πεθαίνει και μας πεθαίνει, μικραίνει και μας μικραίνει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Μικραίνει στο μέγεθος των μικρών και μικρόνοων ηγετών της που αδυνατούν σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά να υλοποιήσουν έστω και το 50% του σιδηροδρομικού οράματος του Τρικούπη, θεωρώντας σημαντικότερο εκσυγχρονισμό το να βάλει POS ο πλανόδιος μανάβης και να επιδοτηθούν τα ηλεκτρικά ενοικιαζόμενα του Βασιλάκη, παρά να αποκτήσει η χώρα ένα πλήρες και ασφαλές σιδηροδρομικό δίκτυο που θα τη μεγάλωνε στο μέγεθος της Ευρώπης. Νόμιζα πως μεγάλωνα, αλλά εδώ και έξι δεκαετίες μικραίνω, σαπίζω και πεθαίνω σαν χώρα.



 ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Οσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σαν μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δεν μ’ αφήνει να το θέλω, δεν μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. (… ) Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. 

 Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»

Saturday, February 24, 2024

Ευτυχόμετρα και δυστυχόμετρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/2/2024


Καμιά αντίρρηση. Ο,τι χρειάζομαι είναι λιγότερο χρέος...

 Είμαι έτοιμος να συμφωνήσω με τον Μπάμπη (Μιχάλη), που το περασμένο Σάββατο δημοσίευσε στην «Εφ.Συν.» την άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα για τις αυτόνομες κοινότητες σε πολλές περιοχές της Γης οι οποίες αποδεικνύουν ότι «τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία» (διαβάστε το: «Εφ.Συν.» 24-25/2/2024). Ή ότι εν πάση περιπτώσει ο βαθμός ικανοποίησης από τη ζωή δεν εξαρτάται από την ποσότητα χρηματικού πλούτου που διαθέτει κανείς. 

Είμαι επίσης διατεθειμένος να συμφωνήσω και με τον Τάσο (Τσακίρογλου), που στο αντίστοιχο podcast του (ακούστε το στο efsyn.gr) επαύξησε την προσέγγιση του Μπάμπη, εισφέροντας κι άλλες μελέτες, εμπειρίες και θέσεις που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Είμαι πρόθυμος να συμφωνήσω ότι πράγματι τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία, αρκεί προηγουμένως να βρεθεί κάποιος να μου πληρώσει τα εξής: τα τέλη κυκλοφορίας που λήγουν σε λίγες μέρες, τους λογαριασμούς της σταθερής και κινητής τηλεφωνίας που εκκρεμούν, τον λογαριασμό της ΔΕΗ (πράσινο τιμολόγιο), που νόμιζα ότι θα έρθει χαμηλότερος αλλά ήρθε 30% πάνω, τις περσινές δόσεις του ΕΝΦΙΑ που είναι ληξιπρόθεσμες και όλο και τσιμπάνε λίγα ευρουλάκια προσαύξησης, τις νέες δόσεις του ΕΝΦΙΑ που ετοιμάζονται να κρεμαστούν στο myAADE (σ.σ. δεν ξέρω αν έχετε αντιληφθεί ότι με τόσα my που διαθέτουμε έχουμε γίνει συνιδιοκτήτες της χώρας), τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας, τις δόσεις του στεγαστικού δανείου μη γίνει καμιά στραβή και μπουκάρει η τράπεζα στο σπίτι, τα ασφάλιστρα κατοικίας (που δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς μας προσφέρουν), τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου (γι’ αυτά κάτι έχω καταλάβει), ένα στοιχειώδες σέρβις στο σαράβαλο που έχει να δει συνεργείου πρόσωπο τρία χρόνια, τις βενζίνες για να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον το πήγαιν'-έλα στη δουλειά, την εξαγορά μερικών πλασματικών χρόνων μπας και καταφέρω να πάρω ποτέ σύνταξη, τα ψώνια του σουπερμάρκετ και της λαϊκής (ως οικογένεια είμαστε πλέον μετριοπαθείς καταναλωτές, δεν είναι πολλά), την αντικατάσταση δύο-τριών ηλεκτρικών συσκευών που τα έχουν φτύσει, τα δίδακτρα για ένα μεταπτυχιακό της κόρης μου (ιδανικά εκτός Ελλάδας, αλλά συμβιβαζόμαστε και με εγχώριο δημόσιο ΑΕΙ) και, τέλος, επειδή ούκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος, ένα μικρό επίδομα αναψυχής ίσα για να καλύπτει την έξοδο του Σαββατοκύριακου (ένα σινεμαδάκι και μια μπίρα, η παιδαγωγική της λιτότητας μας έχει κάνει εγκρατείς) και ένα πενθήμερο διακοπών τον χρόνο. 

Ζητάω πολλά; Οχι υποθέτω. Τα στοιχειώδη, αυτά που βασανίζουν τον μέσο άνθρωπο των βιομηχανικών και μεταβιομηχανικών κοινωνιών, του οποίου οι πραγματικές, οι επινοημένες ή επιβεβλημένες ανάγκες του ακολουθούν τον οικονομικό και επιχειρηματικό κύκλο και τη λατρεία της οικονομικής μεγέθυνσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό ικανοποίησης και απόλαυσης (αν υποθέσουμε πως αυτά τα δύο είναι συστατικά της «ευτυχίας) που αντλεί από αυτές. 

Αυτή η εκθετική οικονομική μεγέθυνση, η ανάπτυξη εντός ή εκτός εισαγωγικών, μετριέται σε χρήμα αενάως αυξανόμενο. Αν όπως μας λέει η Credit Suiss, που έχει το κατά τεκμήριο πιο αξιόπιστο πλουτόμετρο, ο παγκόσμιος πλούτος είναι περίπου 450 τρισ. δολάρια και θα ξεπεράσει τα 600 τρισ. στα επόμενα τρία χρόνια, κανονικά θα έπρεπε όλοι να είμαστε αν όχι ευτυχείς, πάντως λιγότερο δυστυχείς. Αλλά δεν παίζει αυτό, όχι μόνο γιατί τα πολλά λεφτά βρίσκονται στη λάθος πλευρά της Ιστορίας, της κοινωνίας και του πλανήτη. Ούτε μόνο γιατί υπάρχουν πράγματα που το χρηματικό ευτυχόμετρο δεν τα πιάνει –κοινωνικές σχέσεις, ελευθερίες, δικαιώματα, ένα ερωτικό φιλί, ένα παιδικό χάδι, ένα χαλαρό ριγιούνιον με παιδικούς φίλους. Αλλά και γιατί πάνω από το μισό του πληθωρικού παγκόσμιου πλούτου, 307 τρισ. δολάρια σύμφωνα με το ΔΝΤ που κρατάει το δυστυχόμετρο του κόσμου μας, είναι χρέος. Χρέος κρατικό και ιδιωτικό. Και επειδή το χρήμα είναι εξ ορισμού χρέος, η κατοχή του, ανεξαρτήτως ποσότητας, δεν έχει άλλο προορισμό από το να εξοφλά παλιό και να δημιουργεί νέο χρέος (ρωτήστε τις τράπεζες και θα σας το εξηγήσουν), είτε αποτιμάται σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα, είτε σε λογαριασμούς και ανεξόφλητες οφειλές σαν αυτές που σας περιέγραψα παραπάνω. 

Το χρηματικό ευτυχόμετρο έχει λοιπόν προ πολλού καταστεί κυρίως δυστυχόμετρο. Δηλαδή το χρήμα προφανώς δεν μπορεί να αγοράσει ευτυχία, αλλά ίσως μπορεί να εξαγοράσει ένα μέρος δυστυχίας, να μας απαλλάξει από τις πηγές της καθημερινής δυσφορίας, τα χρέη και τις οφειλές μας. Θεωρητικώς ο άνθρωπος (να εξηγούμαστε: ο μέσος, κανονικός άνθρωπος, όχι ο Μασκ ή ο Μπέζος) που έχει κάποιες προϋποθέσεις να νιώσει ευτυχής, ή να αντλήσει ικανοποίηση από τη ζωή και τις μικρές χαρές της, είναι αυτός που δεν χρωστάει τίποτα και σε κανένα. 

Γι’ αυτό επαναλαμβάνω: Μήπως προσφέρεται κάποιος να εξαγοράσει τα χρέη μου; 

ΥΓ. Προφανώς τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία. Κόμματα αγοράζουν όμως;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Από τότε που 'φτιαξε ο Θεός την πλάση

Ενα πράγμα μου 'φταιξε, μου 'φταιξε, μου 'φταιξε

Ο φτωχός ο άνθρωπος τι είχε να περάσει


Που πανάθεμα το μήλο και την Εύα την μπιρμπίλω

Του παράδεισου το τζάμπα μια για πάντα είχε χάσει

Κι όπως έχει η βδομάδα τα μερόνυχτα εφτά

Η ζωή μας η ρημάδα δε φτουράει χωρίς λεφτά


Τα λεφτά, τα λεφτά, ποιος τ' ανακάλυψε

Τα λεφτά, τα λεφτά, την πορτοφόλα

Τα λεφτά, τα λεφτά, και μας παράλειψε

Τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα

Τα λεφτά, τα λεφτά, τα εκατομμύρια

Τα λεφτά, τα μπερντέ, τα μπικικίνια

Τα ψιλά, τα χοντρά, τριάντα αργύρια

Στο καζίνο την πατάς εφόσον έχεις γκίνια


Αμα είσαι στην ανάγκη και διά χειρός Βαράγκη

Θα πουλήσεις το τραπέζι και τη σάλα σου

Κι άμα τρέχουν οι πιστώσεις και τη μάνα σου θα δώσεις

Προκειμένου να γλιτώσεις την κεφάλα σου



«Τα λεφτά», Λίνα Νικολακοπούλου, Σταμάτης Κραουνάκης, δίσκος «Σπεράντζα» (1998) 


Saturday, February 17, 2024

To 3% έως 10%

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/2/2024



Δεν ξέρω αν υπάρχει πραγματικά κάποιος επιστημονικός τρόπος μέτρησης της σεξουαλικής ταυτότητας του πληθυσμού κι αν είναι θεμιτή μια στατιστική αποτύπωση του ποσοστού των ανθρώπων που είναι ή αισθάνονται gay, λεσβίες, αμφιφυλόφιλοι/ες, διεμφυλικοί/ές ή άφυλοι. Οι επιστήμες του φύλου είναι υπόθεση μόλις λίγων δεκαετιών, επομένως έχουν ελάχιστα στοιχεία και δεδομένα από το 200.000 και πλέον ετών χρονικό της ανθρωπότητας (ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη) στον πλανήτη ώστε να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα αν κάτι άλλο, εκτός από τους σωματότυπους και τα γεννητικά όργανα γυναικών και αντρών, καθορίζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. 


Το μόνο βέβαιο είναι ότι ένας περίπλοκος μηχανισμός χημείας, βιολογίας, κοινωνικότητας, προτύπων και στερεοτύπων εγκαθιδρύει μεταξύ παιδικής ηλικίας και εφηβείας τη σεξουαλική ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Κατά την ταπεινή μου γνώμη το δίλημμα «γεννιέσαι ή γίνεσαι» γκέι, στρέιτ, μπάι, τρανς, μη δυαδικό άτομο είναι ψευδές. Ο,τι είναι ο καθένας μας «και γεννιέται και γίνεται», προκύπτει δηλαδή από τη διαρκή διάδραση των γενετικών δεδομένων μας με τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Κι αυτό από την εποχή που ο Δαρβίνος μάς άνοιξε τα μάτια είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Δεν εξελίσσονται μόνο τα είδη εν γένει στο πέρασμα των χιλιετιών. Εξελίσσεται και το κάθε άτομο του είδους στον σύντομο βίο του των λίγων ωρών, μηνών ή ετών, έστω κι αν οι αλλαγές είναι απειροελάχιστες για να καταγραφούν και να είναι αισθητές. 


Σε κάθε περίπτωση ένα ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού, από τις προϊστορικές κοινωνίες μέχρι σήμερα, είναι δεδομένο ότι μόνιμα ή πρόσκαιρα δεν είναι στρέιτ. Και μόνο το γεγονός ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες επιφύλασσαν τη σκληρή ηθική και ποινική αποδοκιμασία της ομοφυλοφιλίας επιβεβαιώνει απλώς ότι αυτή υπήρχε πάντα και δεν είναι αποτέλεσμα της ορατότητας που της απέδωσαν, με χίλια βάσανα, οι νομοθεσίες και τα κινήματα για τα δικαιώματα των τελευταίων δεκαετιών. 

Δεν χρειάζεται άλλωστε να καταφύγει κανείς στις ανεκτικές κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας για να τεκμηριώσει ότι η ομοφυλοφιλία, εναντίον της οποίας δεν υπήρχε τότε ρητή απαγόρευση ή αποδοκιμασία, ουδόλως επηρέασε την κυριαρχία τής τότε πατριαρχικής οικογένειας, με τη γυναίκα στο περιθώριο, στερημένη από βασικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Κατά κάποιο τρόπο η ομοφυλοφιλία για κάποια περίοδο έγινε ένα από τα συστατικά της αντρικής επικυριαρχίας και της γυναικείας καταπίεσης. 


Η στατιστική πάντως επιμένει να μετράει ποσοστά. Πόσοι είναι οι ΛΟΑΤΚΙ+ στον γενικό πληθυσμό; Ο μόνος τρόπος καταγραφής είναι ο αυτοπροσδιορισμός, δηλαδή τι απαντά ο καθένας στο ερώτημα «τι είσαι;» σεξουαλικά. Κι εδώ αποτυπώνονται μεγάλες αποκλίσεις από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. 3% ΛΟΑΤΚΙ+ δηλώνουν στην Ιρλανδία, 14% απαντούν στη Βραζιλία. Αρα δεν φαίνεται να υπάρχει ένας παγκόσμιος μέσος όρος, το περίφημο 10% που επικαλούνται ορισμένοι επιστήμονες. Αλλά τι σημασία έχει ποιο είναι το ακριβές ποσοστό των ανθρώπων που διεκδικούν το αυτονόητο; Δηλαδή να αγνοήσουμε πλήρως τη σεξουαλική ταυτότητά τους και να τους αναγνωρίσουμε σαν αυτό που είναι: άνθρωποι, πολίτες, εργαζόμενοι, παραγωγοί πλούτου, φορολογούμενοι, αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, ΑΦΜ, αριθμοί αστυνομικής ταυτότητας, φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα που ισχύουν για όλους. 

Δεν είμαι βέβαιος ότι χρειαζόταν ένα ξεχωριστό νομοθέτημα για τον γάμο των ομοφύλων και το δικαίωμά τους να κάνουν οικογένεια και παιδιά. Σίγουρα όμως χρειαζόταν να καταργηθούν πολλά νομοθετήματα που καταστρατηγούν εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ τα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος τα οποία κατοχυρώνουν την ισότητα και την προσωπική ελευθερία, όπως και το άρθρο 21 που θέτει υπό την προστασία του κράτους την οικογένεια και τον γάμο. Πουθενά δεν λέει το Σύνταγμα ότι προστατεύει μόνο κάποιου συγκεκριμένου τύπου οικογένεια και έναν μοναδικό τύπο γάμου. 


Αλλά καθώς ο νόμος που πέρασε, με τον τρόπο που πέρασε, διέσυρε και εξέθεσε οριζοντίως και καθέτως όλο το πολιτικό και κομματικό σύστημα και όλο το φάσμα Δεξιάς και Αριστεράς, αποκαλύπτοντας ότι τα στερεότυπα για το φύλο, τον γάμο, την οικογένεια, τη γονεϊκότητα, τα παιδιά δεν εκκολάπτονται μόνο στους ναούς του σκοταδισμού, αλλά και στους υποτιθέμενους κληρονόμους του διαφωτισμού, ίσως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα (που κυρίως δικός της θρίαμβος είναι αυτό που έγινε την Πέμπτη) πρέπει να σκεφτεί κι άλλους τρόπους πίεσης για να επιβάλει την ορατότητά της. Αυτούς που καταλαβαίνει καλύτερα η κοινωνία-αγορά και το κράτος-σουπερμάρκετ.


Είναι το 3% ή το 10% του πληθυσμού; Ωραία! Είναι επομένως και το 3% ή το 10% του παραγωγικού δυναμικού, το 3% ή το 10% της κατανάλωσης, το 3% έως 10% των φορολογικών εσόδων, το 3% έως 10% των στρατευσίμων, των εργαζόμενων, των επιστημόνων, των επαγγελματιών, των δασκάλων, των αγροτών, των ψηφοφόρων, είναι το 3% έως 10% του παραγόμενου πλούτου, του ΑΕΠ κάθε χώρας. Τι θα συνέβαινε λοιπόν στην οικονομία μιας χώρας αν το 10% των πολιτών που ακρωτηριάζονται τα δικαιώματά τους αποφάσιζε να μεταναστεύσει σε φιλικότερα περιβάλλοντα ή να προχωρήσει σε παραγωγική και φορολογική απεργία; Τι θα συνέβαινε σε μια χώρα αν το 3% έως 10% του ΑΕΠ της γινόταν καπνός, αν η κατανάλωση έπεφτε αντίστοιχα, αν το ίδιο ποσοστό εργατικού δυναμικού έφευγε και τα ταμεία του κράτους άδειαζαν από τα ανάλογα ποσά; 


Ας το σκεφτεί η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα την επόμενη φορά στο επόμενο δικαίωμα που θα διεκδικήσει. Στον καπιταλισμό η νομική ισότητα των πολιτών επιβάλλεται με όρους αγοράς, είναι δούναι και λαβείν, είναι σαν το ισοζύγιο του κράτους ή μιας επιχείρησης. Αν δίνεις πολύ περισσότερα από όσα παίρνεις, σημαίνει ότι κάποιος σε κλέβει. Και εντάξει, σε επίπεδο κατανομής του πλούτου ας πούμε ότι αυτό είναι η σταθερά του οικονομικού μοντέλου μας μέχρι ανατροπής του (δηλ. μέχρι να αποφασίσουμε να το ανατρέψουμε). Αλλά στο πεδίο της ίσης κατανομής των ατομικών δικαιωμάτων ώς πότε να ανέχεται κανείς την κλοπή; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εάν είναι αποδεκτό το γεγονός ότι η οικογένεια έχει περάσει διά μέσου τεσσάρων διαδοχικών μορφών, και είναι τώρα σε μια πέμπτη, προβάλλει αμέσως το ερώτημα εάν αυτή η μορφή μπορεί να είναι μόνιμη στο μέλλον. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι πως κι αυτή πρέπει να προχωρήσει, όπως και η κοινωνία προχωρεί, και ν’ αλλάξει όπως και η κοινωνία, ακόμη όπως και αυτή άλλαξε στο παρελθόν. Είναι το δημιούργημα του κοινωνικού συστήματος, και θα καθρεφτίζει τον πολιτισμό του. Οπως η μονογαμική οικογένεια έχει βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό από τότε το ξεκίνημα του πολιτισμού, και πολύ αισθητά στους σημερνούς χρόνους, μπορούμε να υποθέσουμε τουλάχιστον πως αυτή είναι ικανή για μια ακόμη πιο πέρα βελτίωση, μέχρι να επιτευχθεί η ισότητα των φύλων. Η μονογαμική οικογένεια μελλοντικά θα καταλήξει ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας, αναλαβαίνοντας τη συνεχή πρόοδο του πολιτισμού, αλλά είναι αδύνατον να προείπουμε τη φύση της διαδόχου της.


Lewis Henry Morgan, «Η αρχαία κοινωνία» (1877)  


Saturday, February 10, 2024

Πέρα στο πέρα campus…

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 10-11/2/2023


Το θυμάστε το τραγουδάκι «πέρα στους πέρα κάμπους», που το έχει κάνει και ωραία διασκευή ο Κηλαηδόνης; Παλιό, παραδοσιακό, από τη Ρόδο, δημιουργός του πιθανά κάποιος Σταμάτης Χατζηδάκης για τον οποίο δεν ξέρω περισσότερα. Μεταπολεμικά το έκανε διάσημο η εκτέλεση με τον Γούναρη κι έγινε από τα δημοφιλέστερα παραδοσιακά τραγούδια, που μάλιστα διδασκόταν στα σχολειά και τραγουδιόταν από τις παιδικές χορωδίες. Ακούγεται ευχάριστο, χαρούμενο, περιπαικτικό, αλλά αν προσέξει κανείς τους στίχους του, θα αντιληφθεί ότι δεν περιγράφει απλώς ένα αθώο, τρυφερό φλερτ στην εκκλησιά ενός μοναστηριού ανάμεσα σε έναν νεαρό (πιθανότατα) άνδρα και μια κοπελιά που η ομορφιά της κάνει την εκκλησία να λάμπει, αλλά μια ιστορία κακοποίησης. Διότι, τι απαντά η κοπελιά στον άνδρα που τη ρωτά από πού είναι; Οτι είναι από τον μαχαλά, έχει δυο παιδιά και γέρο άνδρα, αλλά με σκληρή καρδιά, που «ολημερίς τη δέρνει». Και μάλιστα με ιδιαίτερο σαδισμό τής δίνει «βαρύ σταμνί και κοντό σκοινί» για να αργήσει να γεμίσει νερό και να έχει αφορμή να την ξαναδείρει. «Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα / τριαλαλαλαλααλαλαλαλαλαλαλα», κλείνει η τελευταία στροφή του τραγουδιού, και αναρωτιέμαι αν τα παιδάκια των σχολικών χορωδιών, που κλείνανε με χαρωπό ρυθμό αυτή την ιστορία, αντιλαμβάνονταν τη σκληρότητά της ή τη θεωρούσαν αστεία. Ή πολύ οικεία, στην περίπτωση που η ενδοσυζυγική βία ήταν η καθημερινότητα και της δικής τους οικογένειας στους πέρα κάμπους ή στις πέρα πόλεις. 

Εντάξει, ομολογώ ότι η ιστορία της κακοποιούμενης κοπελιάς που ζητούσε παρηγοριά σε εκκλησιά μοναστηριού στους πέρα κάμπους, που δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκονται, και που ο δημιουργός της είχε την ευαισθησία να τη διασώσει, και να την καταγγείλει τραγουδιστικά σε μια εποχή που η κακοποίηση ήταν μια κανονικότητα, είναι το πρόσχημα για να περάσουμε σε μια άλλη ιστορία πολιτικής κακοποίησης που συντελείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οχι στους πέρα κάμπους, αλλά στα… υπερπέραν campus(es) που και καλά θα γίνουν στην Ελλάδα. Ητοι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Που φυσικά δεν πρόκειται να αναπτυχθούν σε τίποτα κάμπους, αλλά πιθανότατα, όταν και αν γίνουν, θα στριμωχτούν σε πολυκατοικίες και γραφεία στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, άντε και της Πάτρας ή του Ηρακλείου. Γιατί οι υποψήφιοι ακαδημαϊκοί επενδυτές, που βιάζεται να εξυπηρετήσει η Μητσοτάκης Α.Ε., μιαν αρπαχτή θέλουν να κάνουν οι άνθρωποι. Να κακοποιήσουν και οικονομικά την επιθυμία και την ανάγκη κάθε ελληνικής οικογένειας να δώσει στα παιδιά της πιστοποιημένα γνωστικά εφόδια και πτυχία τα οποία θα βεβαιώνουν ότι μπορούν να κάνουν εκείνη ή την άλλη δουλειά. 

Κατ’ αρχάς, ας μιλήσουμε για την κακοποίηση των λέξεων. Για την οποία δεν φταίει κανείς, φταίει μόνο η ετυμολογία, που έχει το ακατολόγιστο. Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί και ακολουθούν τη ζωντάνια των αέναα μετακινούμενων ανθρώπων εδώ και χιλιετίες, από Βορρά σε Νότο, από Ανατολή σε Δύση, από το κρύο στη ζέστη, από την απελπισία στην ελπίδα. Campus στα λατινικά σημαίνει το ίσιωμα, η πεδιάδα, το λιβάδι, που είναι ιδανικό πεδίο για τη σύγκρουση στρατών, αλλά και για την ανάπτυξη συγκροτημάτων που θα στεγάσουν πανεπιστήμια, γνώση, έρευνα, καινοτομία, εκπαίδευση. Φυσικά και για καλλιέργειες. Ετσι προκύπτουν οι αντιφατικές εκ πρώτης όψεως έννοιες του campus και των παραγώγων του. Εν αρχή ην ο κάμπος, φυτεμένος και πράσινος συνήθως· έπειτα είναι η «σαμπάνια», ο καμπανίτης οίνος που βγαίνει από τους αμπελώνες συγκεκριμένης περιοχής της Γαλλίας, και η καμπάνα των εκκλησιών, και η καμπάνια, και το κάμπινγκ, ο campio, που είναι ο μαχητής, ο στρατιώτης, αλλά και ο champion, o πρωταθλητής, εξ ου και όλα τα τσάμπιονς λιγκ της χώρας, της Ευρώπης και του κόσμου, αλλά από την ίδια ρίζα φύτρωσε και το γερμανικό Kampf, αγώνας, από το οποίο προέκυψε και το κακόφημο «Mein Kampf» του Χίτλερ. 

Η λέξη campus, λοιπόν, ταξίδεψε σε όλους τους πέρα κάμπους της υφηλίου, πριν αποκτήσει αυτή την ειδική διάσταση του πανεπιστημιακού campus, το οποίο κουβαλάει όλη την παράδοση του ανθρωπισμού και του διαφωτισμού, έχοντας περάσει από τους κάμπους της Φλωρεντίας και της Τοσκάνης, της Κόρδοβας, της Ζυρίχης ή της Οξφόρδης. Το βασικό συνεκτικό στοιχείο αυτής της παράδοσης, σχεδόν χιλίων ετών, ήταν ότι η ακαδημαϊκή εκπαίδευση, στην οποία οφείλουμε τη διανοητική και τεχνολογική πρόοδο που απολαμβάνουμε σήμερα, έπρεπε να είναι απερίσπαστη από οικονομικούς καταναγκασμούς, χωρίς απαίτηση ανταπόδοσης, άρα δημόσια, έστω κι αν οι χρηματοδότες της για κάποιο διάστημα δεν ήταν το κράτος, αλλά ζάπλουτοι ιδιώτες που διέθεταν τις άφθονες υπεραξίες τους χωρίς να απαιτούν τα λεφτά τους πίσω. 

Γι’ αυτό και σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στους πιο σκληρούς καπιταλισμούς του πλανήτη, τα δημόσια πανεπιστήμια είναι ο κανόνας, και τα ιδιωτικά η εξαίρεση. Η επιχειρηματική ελίτ διεθνώς είναι πρόθυμη να ενθαρρύνει τη μαζική παραγωγή εκπαιδευμένων εγκεφάλων και δεξιοτεχνών, από τους οποίους θα αντλήσει τεχνοκράτες, στελέχη, εξειδικευμένο δυναμικό, σχεδιαστές του μέλλοντος ή ειδικούς της κοινωνικής μηχανικής. Επομένως, το ενδιαφέρον των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων δεν είναι να στήσουν δικά τους πανεπιστημιακά μαγαζιά για να βγάλουν λεφτά από τα δίδακτρα, αλλά να επηρεάσουν, και μέσω χρηματοδοτήσεων, την εκπαιδευτική πολιτική των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό συντελείται εδώ και δεκαετίες στα μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα του κόσμου (ΗΠΑ, Αγγλία), πράγμα που δεν έχει καμιά σχέση με τα εκπαιδευτικά «μίνι μάρκετ» που θέλει να ανοίξει εδώ η Μητσοτάκης Α.Ε. 

Για να μιλήσουμε επί της ουσίας: κατά την ταπεινή εκτίμησή μου, η βασική ιδέα του κυβερνητικού σχεδίου είναι να μεταφερθεί ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου τζίρου των 2 δισ. ευρώ και πλέον που δαπανούν οι ελληνικές οικογένειες για την προετοιμασία των υποψηφίων-παιδιών τους στα ΑΕΙ από τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα στα δίδακτρα των εκπαιδευτικών μίνι μάρκετ, δηλαδή στα ιδιωτικά πανεπιστήμια που είναι έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν κάποιοι επιχειρηματικοί και επενδυτικοί όμιλοι, με σαφώς κερδοσκοπικές φιλοδοξίες. Αναζητήστε τους κυρίως στις κατασκευές και στην υγεία, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα παρελκόμενα. Η Μητσοτάκης Α.Ε. προσφέρει το κίνητρο στους υποψήφιους πελάτες τους: αντί να χαλάνε τα λεφτά τους σε ακριβά φροντιστήρια και ιδιαίτερα για να πιάσουν τις ψηλές βάσεις εισαγωγής, μπορούν να τα διαθέσουν για τα δίδακτρα των ιδιωτικών ΑΕΙ, όπου θα εγγράφονται και με την ελάχιστη βάση. Και η αριστεία, ας πάει να βολοδέρνει στους πέρα κάμπους. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

…Οταν ο Μάρβιν έφτασε, του ανακοίνωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι η προσφορά του είχε γίνει δεκτή και εξέφρασε την ευχή περισσότερα μέλη του διδακτικού προσωπικού να ήταν παρομοίως ικανά να συνδράμουν το πανεπιστήμιο. Το Χάρβαρντ ήταν ευλογημένο να έχει πολλές δυνατότητες, αλλά είχε και πολλές ανάγκες. 

Ο Μάρβιν είπε ότι σίγουρα θα λάμβανε υπόψη οποιεσδήποτε ευκαιρίες και ανάγκες. 

Εκείνο το βράδυ ο Μάρβιν κοίταξε πάλι τις εκτυπώσεις του υπολογιστή του με τους υπολογισμούς του ΔΑΠ (σ.σ. Δείκτης Ανορθολογικών Προσδοκιών) για τις επενδύσεις του Χάρβαρντ. Ως αντίκτυπος του κραχ του 1987, υπήρχε ακόμη ένα μικρό περιθώριο ενίσχυσης του πεσιμισμού. Σκέφθηκε αν θα έπρεπε να μοιραστεί με το πανεπιστήμιο το διόλου ευκαταφρόνητο κέρδος που θα είχε εντέλει από την πώληση των πρότερων χρεογράφων του, αλλά αποφάσισε ότι προς το παρόν δεν θα το έκανε. 


John Kenneth Galbraith, "Ενας καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ"

Sunday, February 4, 2024

Στοχαστικά τοπία, αστόχαστοι άνθρωποι

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/2/2024

"Απειλή". Κλ. Δίγκα, 2023

Σ’ αυτή τη στήλη, που για είκοσι και πλέον χρόνια αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικό/παραοικονομικό ή αντιοικονομικό χρονογράφημα, έχουν αξιοποιηθεί (ή κακοποιηθεί) σχεδόν όλες οι καλές τέχνες, με εξαίρεση ίσως τη μουσική, μια και δεν έχει βρεθεί τρόπος να «τραγουδήσει» το χαρτί, εκτός κι αν με QRCode προτείνει κανείς το σάουντρακ κάθε κειμένου. Ο κινηματογράφος είναι το συνηθέστερο καταφύγιο, η λογοτεχνία και το θέατρο ακολουθούν, σπανιότερη είναι η προσφυγή στις άλλες τέχνες, ενδεχομένως λόγω ελλιπούς εξοικείωσης του γράφοντος με τους κανόνες τους. 

Η ζωγραφική, για ποικίλους λόγους, μου έχει γλιτώσει, αλλά τις λίγες φορές που παρεισέφρησε στη στήλη τα κίνητρα ήταν μεροληπτικά. Και για την ακρίβεια τα προκάλεσαν οι εκθέσεις της εξαδέλφης Κλεοπάτρας Δίγκα, με την οποία τον συγγενικό δεσμό τον ζεστάναμε αργά και σχεδόν συμπτωματικά. Η Παρή Σπίνου τής έκανε μια εξαιρετική συνέντευξη («Εφ.Συν.», Νησίδες, 20/1/2024) για την τελευταία έκθεσή της, οπότε παραπέμπω εκεί για το καλλιτεχνικό σκέλος της τελευταίας δουλειάς της, όπως και στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου στη Νέα Ιωνία, μέχρι 19/2. 

Την Κλεοπάτρα την εντόπισα πρώτη φορά ως έφηβος στα 1975, είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Μικρούτσικου «Πολιτικά τραγούδια», τότε τα εξώφυλλα των δίσκων βινιλίου είχαν μια βαρύτητα, συμπλήρωναν παραστατικά την όλη εμπειρία. Εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι τον πάταγο τον είχε κάνει τρία χρόνια νωρίτερα, επί χούντας, το 1972, με τη συμμετοχή έργων της στην έκθεση των «Πέντε νέων ρεαλιστών» (Βαλαβανίδης, Δίγκα, Κατζουράκης, Μπότσογλου, Ψυχοπαίδης), μια κριτική ρεαλιστική ματιά στη σύγχρονη πραγματικότητα, με το πολιτικό και ιδεολογικό σχόλιό τους υπόρρητο ή και ρητά διατυπωμένο στο μανιφέστο τους για τη «λειτουργία του έργου τέχνης», που είχε κυκλοφορήσει έναν χρόνο πριν. 

Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η εξαδέλφη Κλεοπάτρα διέτρεξε μια υπερδραστήρια πορεία με επτά εκθέσεις και αντίστοιχες ζωγραφικές καταβυθίσεις στην «ανθρώπινη κατάσταση», που αφήνουν μια απορία για το πώς προήλθαν από τον χρωστήρα του ίδιου καλλιτέχνη, τρία βιβλία, σκηνογραφίες, εκπαιδευτικό έργο στα εικαστικά εργαστήρια Καλαμάτας και Πάτρας και σταθερό κοινωνικό και πολιτικό ακτιβισμό. Ο διαρκής ζωγραφικός αναστοχασμός της δεν την απομονώνει στο εργαστήριό της. Είναι παρούσα, ευαίσθητη, ανήσυχη σε ό,τι συμβαίνει. Είτε στη Ν. Φιλαδέλφεια/Χαλκηδόνα, που είναι η βάση της, είτε στη Λευκάδα, που είναι για δεκαετίες η θετή πατρίδα της. Ισως αυτή η περιπλάνηση είναι συστατικό του προσφυγικού DNA της (οι γιαγιάδες μας, αδερφές, ήρθαν από τη Σμύρνη). 

Αυτή η περιπλάνηση καταλήγει στα «Στοχαστικά τοπία» της. Στοχάζονται τα τοπία; Θέλουν να μας πουν κάτι τ’ αγριόχορτα που γεμίζουν κάθε κενό εδάφους που μένει απάτητο από τις ρόδες των αυτοκινήτων ή τα βήματα των ανθρώπων; Μας ψελλίζει κάτι ο ουρανός ή η θάλασσα που τα μπλε τους συναντιούνται στη γραμμή του ορίζοντα; Εχουν φωνή τα θαλασσόκρινα που βρίσκουν τρόπο να ριζώσουν στην παχιά άμμο της παραλίας; Πού βρήκε η Δίγκα τόσα στοχαστικά, άδεια από ανθρώπινη παρουσία, τοπία, σε μια Λευκάδα που κάθε καλοκαίρι βουλιάζει από πλήθη τουριστικής απληστίας; Τα τοπία δεν στοχάζονται, αλλά ίσως οι άνθρωποι που τα αντικρίζουν στους μικρούς και μεγάλους πίνακες της Κλεοπάτρας, με τους ίδιους εντελώς απόντες από το πλαίσιό τους, στοχαστούν και αναστοχαστούν για όσα αστόχαστα προκαλούν στα τοπία. 

Πρώτη παρατήρηση, λοιπόν: τα ανθρώπινα σώματα, τόσο πανταχού παρόντα στα πενήντα και πλέον χρόνια ζωγραφικής της Δίγκα, ξαφνικά «εξορίζονται» από αυτήν. Αφήνονται μόνο μερικά ίχνη τους. Τα μονοπάτια που έχουν ανοιχτεί από τα αδιάκοπα πήγαινε-έλα στις παραλίες της Λευκάδας, μια πινακίδα «for sale» σε ένα οριοθετημένο παραθαλάσσιο οικόπεδο, τα τσιμεντένια υπολείμματα ενός εγκαταλειμμένου τουριστικού περιπτέρου που σιγά σιγά καταπίνονται από την άπληστη βλάστηση και, το πιο χαρακτηριστικό, το αχνό, διάφανο σχεδίασμα ενός ξενοδοχείου που τοποθετείται στο κέντρο ενός παραθαλάσσιου «στοχαστικού τοπίου» με τίτλο: «Απειλή». Αλλά ποιος απειλείται πραγματικά; Το τοπίο που θα εξαφανιστεί πίσω από το πράγματι σχεδιαζόμενο τεράστιο τουριστικό συγκρότημα κοντά στο Κάστρο της Λευκάδας; Ή το τουριστικό θηρίο, που ακόμη κι αν γίνει, κάποια στιγμή θα παρακμάσει και το τοπίο με τον έναν τον άλλον τρόπο θα το καταπιεί, όπως τις τεράστιες αρχαίες πόλεις που μόλις τώρα ανακαλύπτονται κάτω από την πυκνή ζούγκλα του Αμαζονίου; 

Δεύτερη παρατήρηση: τα στοχαστικά τοπία της Κλεοπάτρας δεν είναι προϊόντα αναχωρητισμού ή απόφασης φυγής από τις κριτικές απεικονίσεις της ανθρώπινης κατάστασης, πολιτικής, κοινωνικής, ιδεολογικής, σωματικής, που κυριαρχούσαν μέχρι τώρα στη ζωγραφική της. Είναι το αποτέλεσμα αφ' ενός μιας περιόδου «εγκλεισμού» στην αγαπημένη της Λευκάδα στη διάρκεια της πανδημίας και των λοκντάουν και αφ' ετέρου μιας μικρής «εξέγερσης» της τοπικής κοινωνίας (Λευκαδιτών και… Λευκαδολατρών) εναντίον του σχεδίου ιδιωτικής εταιρείας να αναπτύξει τεράστιο τουριστικό συγκρότημα και να ιδιωτικοποιήσει την περιοχή του Κάστρου και της παραλίας του. Η «Εφ.Συν.» έχει καταγράψει αυτόν τον αγώνα, που κλιμακώθηκε με αγωγές και εξώδικα εκφοβισμού, και οφείλω να ομολογήσω ότι η Κλεοπάτρα, που ήταν αφοσιωμένο κομμάτι της τεράστιας κινητοποίησης, ήταν το κεντρί, ο οίστρος των ρεπορτάζ που δημοσιεύσαμε από το 2022 και μετά. Ο εκκωφαντικός, λοιπόν, στοχασμός των Λευκαδιτών για την υπεράσπιση της βόλτας τους, της αμμουδιάς τους, της παραλίας τους από την ισοπεδωτική τουριστική ανάπτυξη, στη ζωγραφική της Δίγκα μεταμορφώθηκε σε έναν σιωπηρό στοχασμό του ίδιου του λευκαδίτικου τοπίου που λέει στους χρήστες του: «Δείτε με, απολαύστε με, σεβαστείτε με, στοχαστείτε με, αστόχαστοι άνθρωποι, για να με βρουν και τα παιδιά και τα εγγόνια και τα δισέγγονά σας». 

Αλλά, το λέει πολύ καλύτερα η εξαδέλφη Κλεό, περιγράφοντας τη γέννηση της νέας ζωγραφικής δέσμευσής της με τη φύση: «Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, βγαίνοντας βρεγμένη από τη θάλασσα, ρίχτηκα πάνω στη ζεματιστή άμμο. Δίπλα μου άνθιζε ένα μοναχικό θαλασσόκρινο. Αλλο δίπλα του μαραμένο, άλλο είχε δέσει κάψα για του χρόνου. Τη χάραξα με το χέρι. Μέσα της είχε τρεις σπόρους, τυλιγμένος ο καθένας μ’ ένα σπογγώδες σώμα. Το ζούληξα κι ήταν γεμάτο νερό. Δέος. Τότε είχα το πρώτο κοσμικό θρησκευτικό συναίσθημα. Εγώ, μια άθεη. Γύρισα ανάσκελα, πάνω μου ο ουρανός, κάτω εγώ. Συλλαμβάνω το Σύμπαν εμπειρικά. Είμαι κομμάτι από το άγνωστο χάος. Αγνωστο χάος το μέσα στο σώμα μου. Είμαι κομμάτι του. Ξύπνησε μέσα μου ένας βαθύς σεβασμός για ό,τι με περιβάλλει και μια υποχρέωση: να το αφήσω όπως το βρήκα. Ολα είχαν αλλάξει πια».

Ολα έχουν αλλάξει πια. Η αστόχαστη υπερανάπτυξη, ακόμη και κάτω από το πράσινο καμουφλάζ της, απειλεί το εύθραυστο ενδιαίτημα της ανθρωπότητας. Στη μικροκλίμακα της Λευκάδας ή στη μεγάλη του πλανήτη. Τα τοπία επιβάλλουν στοχασμό. Και δράση. Εντός και εκτός κάδρου. 

ΚΙΜΠΙ 

Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.gr



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Πού χρόνος πια! Φαγώνεται. Πού χρόνος για κήπια, κληματαριές κι ασβεστώματα! Κι όμως, τα θυμάμαι. Αλλοτε τα είχα δει. Υπήρχαν όταν στα δώδεκα είχα περάσει με το τρένο για την Ολυμπία. Πάντα τα έφερνα στο μυαλό μου, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που γράφει τις εντυπώσεις ένα παιδί. Τους κήπους με τις πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα, που ξεχείλιζαν από χρώματα μέσα στο μεσημεριάτικο φως στις μάντρες. Νόμιζα πως θα ήταν πάντα εκεί. Μοιάζει να βαριούνται την ίδια τους τη ζωή οι άνθρωποι και το κέρδος της να έχει μετατοπιστεί.

Κλεοπάτρα Δίγκα, «Θέση 44, Παράθυρο»