Friday, December 31, 2010

Ο εφιάλτης της Σταχτοπούτας (31/12/2010)

ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ότι, με το που το ρολόι δείχνει 12 και 1 λεπτό, οτιδήποτε έχει συμβεί πριν απ’ αυτή τη στιγμή εξαφανίζεται, καταργείται, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν την άμαξα, τους υπηρέτες, την τουαλέτα της Σταχτοπούτας. Ξαναγίνονται κολοκύθα, ποντίκια και κουρέλια. Σ’ εμάς θα έπρεπε, βέβαια, να συμβεί το αντίστροφο. Η κολοκύθα θα γινόταν άμαξα, τα ποντίκια υπηρέτες και τα κουρέλια μια απαστράπτουσα τουαλέτα. Ακριβώς ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα, το πρώτο λεπτό του νέου χρόνου, όλα όσα ζήσαμε το 2010, με την κρυφή ελπίδα ότι ήταν ένας εφιάλτης που θα εξαφανιστεί με το ξύπνημά μας, γίνονται καπνός. Πάνε το χρέος, το έλλειμμα, η τρόικα, το ΔΝΤ, η ύφεση, η απειλή της χρεοκοπίας, η κακιά Μέρκελ, οι χειρότεροι κερδοσκόποι, οι άπληστοι τραπεζίτες, οι άβουλοι βουλευτές, το μνημόνιο, η μεγάλη ύφεση, οι φόροι επί φόρων, η περικοπή των μισθών, οι απολύσεις, τα λουκέτα, η ανεργία, η καταναλωτική καθίζηση, ο αποπληθωρισμός μισθών, ο πληθωρισμός τιμών, ο υπερπληθωρισμός πολιτικής υποκρισίας και σύγχυσης. Όλα επιστρέφουν στις θέσεις τους, εκεί που τα είχαμε αφήσει κάπου στα τέλη του 2009. Ο χορός των τεράτων τελείωσε, η Σταχτοπούτα ξαναγίνεται πριγκίπισσα, επιστρέφει στο παλάτι της, μακριά από τις στάχτες, τις αγγαρείες, τον εξευτελισμό, τη διεθνή διαπόμπευση. Όλα ξαναγίνονται όπως πριν. Όλα, εκτός από ένα. Το παραμύθι αφήνει πάντα ένα ίχνος στην άλλη πλευρά του τείχους που χωρίζει τη φαντασία από την πραγματικότητα, τη μαγεία από τον ρεαλισμό, τον εφιάλτη από το ανακουφιστικό ξύπνημα. Αφήνει έστω και ένα γοβάκι. Γυάλινο ή δερμάτινο, δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι ο πρίγκιπας θα το ανακαλύψει, θα γίνει διώκτης μας και θα περάσει το τείχος με το γοβάκι ανά χείρας, τεκμήριο ακλόνητο ότι η θέση μας είναι πάντα στην άλλη πλευρά. Στην πλευρά του ονείρου. Ή, στην περίπτωση της αντίστροφης Σταχτοπούτας, στην πλευρά του εφιάλτη.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΟΒΑΚΙ είναι που κάνει τη διαφορά. Είναι κάτι σαν στοιχείο του DNA μας, σημάδι ανεξίτηλο της ταυτότητάς μας. Το παραμύθι του Περό υπονοεί εξαρχής ότι η Σταχτοπούτα θα επιστρέψει στον κόσμο που πάντα ανήκε: του πλούτου, της ξεγνοιασιάς, της άνεσης. Τα αγαθά που της στέρησαν βίαια η στρίγγλα μητριά και οι κακές αδελφές της είναι δεδομένο ότι θα της ξαναδοθούν στο πολλαπλάσιο. Η νονά–καλή μάγισσα προσθέτει απλώς εκείνη τη δόση μαγείας η οποία θα θέσει σε λειτουργία τη δικαιοσύνη που κυβερνά τον κόσμο. Μ’ ένα γοβάκι μοναδικό, για ένα μοναδικό πόδι. Κι έναν πρίγκιπα.

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΟΒΑΚΙ, ποιος ο πρίγκιπας, ποιος ο εφιάλτης και ποιο το όνειρο, ποια είναι η μαγεία και ποια η σκληρή πραγματικότητα για τη Σταχτοπούτα-Ελλάδα; Σε ποια πραγματικότητα θα επιστρέψουμε όταν και αν τα μάγια λυθούν, μόλις το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα; Πού θέλουμε να επιστρέψουμε τις πρώτες ώρες του 2011 αν, κλείνοντας για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια, έχουμε τη μαγική δυνατότητα να εξαφανίσουμε ό,τι οδυνηρό μάς συνέβη το 2010;

ΥΠΑΡΧΕΙ, ΒΛΕΠΕΤΕ, ένας κίνδυνος στην οργή που προκαλεί η εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» στο παγκόσμιο πειραματόζωο Ελλάδα. Η αντίδραση στο ριζικό «κούρεμα» της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της κοινωνικής διαπραγμάτευσης, των εισοδημάτων στα φτωχότερα στρώματα μπορεί να εκτραπεί σε μιαν άκριτη νοσταλγία του παρελθόντος. Το οποίο δεν ήταν ούτε το παλάτι του πρίγκιπα ούτε το πλούσιο σπίτι του εύπορου εμπόρου πατρός της Σταχτοπούτας. Μπορεί το παρελθόν να είχε και καλά στοιχεία, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν έχει κανένα λόγο να το υπερασπίσει με πάθος. Δεν έχει κανένα λόγο, σ’ αυτό τον έσχατο αμυντικό αγώνα απέναντι στην τρόικα, στο μνημόνιο, στην πολιτική ελίτ, στους κερδοσκόπους, στην νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ηγεσία, στη δικτατορία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην επέλαση της απληστίας, να υπερασπιστεί ένα σύστημα που περιείχε ήδη το σπέρμα της καταστροφής. Ό,τι ζούμε σήμερα εκκολάφθηκε σ’ ένα αυγό του φιδιού, που με αφέλεια αντιμετωπίζαμε σαν φρούτο της ευημερίας.

ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΟΥΜΕ μ’ ένα παράδειγμα των ημερών, Κούνεβα είχε και η προ μνημονίου εποχή, Κούνεβα έχει και η εποχή του μνημονίου, όπως μας θύμισε ο τραγικός θάνατος του Αιγύπτιου εργάτη σε κτίριο του υπουργείου Εργασίας! Πολλά από τα ελληνικά αναπτυξιακά θαύματα -ο άθλος του 2004, για παράδειγμα- βασίστηκαν σε Κούνεβες που η θυσία τους πνίγηκε στα χάχανα της γιορτής, στην ανεμελιά της ευημερούσας πλειοψηφίας. Η διαφορές είναι οι εξής: Πρώτον, ό,τι υπήρχε αθέσπιστο, σαν άτυπος νόμος της ζούγκλας, για ένα σχεδόν αόρατο κομμάτι του κόσμου της εργασίας, τώρα αποκτά υπόσταση θεσμική, γίνεται κανόνας και όρος ύπαρξης. Ή ανυπαρξίας. Διά χειρός τρόικας και όσων συνομολογούν τις εντολές της. Και δεύτερον, οι όροι πλειοψηφίας και μειοψηφίας αντιστράφηκαν ριζικά. Τώρα, στη θέση της Κωνσταντίνας Κούνεβα δυνητικά βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Από τους δημοσίους υπαλλήλους που δέχονται άφωνοι το ένα χαστούκι μετά το άλλο, μέχρι τον στρατό του ενός εκατομμυρίου ανέργων που σε λίγο θα είναι έτοιμοι για τους πιο οδυνηρούς και εξευτελιστικούς συμβιβασμούς προκειμένου να βρουν μια δουλειά.

ΕΠΟΜΕΝΩΣ, το ζήτημα δεν είναι η παλινόρθωση ενός συστήματος που βασιζόταν έτσι κι αλλιώς στη ληστρική εκμετάλλευση των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας, στον εξευτελισμό κοινωνικών ομάδων με ισχνή διαπραγματευτική ισχύ, στον εκμαυλισμό των ανθρώπων, στη διαφθορά και τις σχέσεις διαπλοκής μεταξύ εξουσίας και επιχειρηματικής ελίτ, στην πλασματική και δανεική ευημερία, στην οικολογική αναλγησία, στην αλαζονεία, στην απληστία και στον κυνισμό της ιθύνουσας τάξης, στην άκριτη αποδοχή των νεοφιλελεύθερων επιλογών της ευρωκρατίας, στον ευτελισμό της πολιτικής και της δημοκρατίας. Δεν υπάρχει ίχνος «ονείρου» σε όλα αυτά που αντιδιαστέλλονται στον σημερινό εφιάλτη. Αντιθέτως, όλα αυτά αποτελούν τους αρμούς ενός μηχανισμού που οδήγησε την κοινωνία κατευθείαν σ’ αυτόν. Ως εκ τούτου, ας προσέχουμε πού ονειρευόμαστε να ξυπνήσουμε όταν τελειώσει ο εφιάλτης.

ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΑΥΤΗ, το δίλημμα που τίθεται στην κοινωνία (και προφανώς όχι μόνο στην ελληνική) την ώρα που υφίσταται την «παιδαγωγική τιμωρία της ανάπλασής της» από την κακιά μητριά και τις κακομαθημένες αδελφές της (στους αντίστοιχους ρόλους βάλτε όποιους θέλετε: τη Μέρκελ, τον Στρος-Καν, την κυβέρνηση, τους κερδοσκόπους, τους τραπεζίτες, τους ευρωκράτες, τους γραφειοκράτες…) δεν είναι να επιλέξει μεταξύ «του ονείρου του 2009» και «του εφιάλτη του 2010». Το ζήτημα είναι να ξυπνήσει γενικώς. Να βγει από τον φαύλο κύκλο ενός οικονομικού μοντέλου που, ακόμη κι αν από κάποιο θαύμα επιστρέψει σύντομα στην «καπιταλιστική ομαλότητα», απλώς δουλεύει για την επόμενη κρίση. Η καμπή είναι ιστορική. Η απεμπλοκή από το μνημόνιο και ό,τι αυτό συμβολίζει και συμπυκνώνει φέρνει ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας μπροστά σε ρήξεις που πριν από έναν χρόνο ήταν αδιανόητες. Αλλιώς… «πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Και, προσοχή. Μην τυχόν και χαθεί το γοβάκι. Χαθήκαμε…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (31/12/2010)

Το δόγμα του σοκ λειτουργεί ως εξής: Η αρχική καταστροφή (ένα πραξικόπημα, μια τρομοκρατική επίθεση, μια κατάρρευση των αγορών, ένα πόλεμος, ένα τσουνάμι, ένα τυφώνας) εξωθεί ολόκληρο τον πληθυσμό σε μια κατάσταση συλλογικού κλονισμού. Οι βόμβες που πέφτουν από τον ουρανό, τα τρομοκρατικά χτυπήματα, οι θυελλώδεις άνεμοι χρησιμεύουν για να εξασθενίσουν τις αντιστάσεις ολόκληρων κοινωνιών, όπως ακριβώς η εκκωφαντική μουσική και οι ξυλοδαρμοί εξασθενίζουν τις αντιστάσεις των κρατουμένων στα κελιά των βασανιστηρίων. Και όπως οι κρατούμενοι προδίδουν τα ονόματα των συντρόφων τους και αποκηρύσσουν τα πιστεύω τους, έτσι και οι κοινωνίες που βρίσκονται σε κατάσταση σοκ παραιτούνται συχνά από όσα θα υπερασπίζονταν σθεναρά υπό διαφορετικές συνθήκες.

Ναόμι Κλάιν, «Το Δόγμα του Σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής»

Friday, December 24, 2010

Πέφτει ξύλο την Άγια Νύχτα (24/12/2010)

«Αστέρι καλεί τρόικα μάγων. Αστέρι καλεί τρόικα μάγων, over», ακούστηκε στον ασύρματο που ήταν κρυμμένος κάτω από τη μπέρτα του Μπαλτάσαρ. «Σσσσς, θα μας ακούσουν, θα χαθεί ο αιφνιδιασμός. Τι φωνάζεις;», ψιθύρισε ο Μπαλτάσαρ προσπαθώντας να βγάλει από τη μπέρτα τον ασύρματο. Οι μάγοι μόλις είχαν βγει από το Γενικό Λογιστήριο και κατέβαιναν την Κοραή. Στη γωνία, μια ομάδα αστέγων που ετοιμάζονταν να κοιμηθούν κάτω από κουβέρτες και χαρτόκουτα τούς έριχνε ματιές απορίας και καχυποψίας. «Ρε συ, νόμιζα ότι έχουμε Χριστούγεννα, ήρθαν κιόλας οι απόκριες;», είπε ο ένας άστεγος βλέποντας τις περίεργες κελεμπίες από βαριά μπροκάρ υφάσματα, τις μπέρτες από βελούδο, τα σαρίκια και τα μακριά γένια των μάγων. «Παραλλαγή θα ’ναι…», παρατήρησε ο δεύτερος άστεγος, «για πρόσεξε τον έναν, τον ψηλό… Δεν σου θυμίζει κάτι;». «Δίκιο έχεις», είπε ο τρίτος άστεγος που είχε πιάσει το καλό στασίδι, ακριβώς δίπλα στο ΑΤΜ της τράπεζας. «Φιλαράκο», φώναξε στον ένα μάγο, τον ψηλότερο «μήπως σε λένε Τόμσεν; Κι εσένα δίπλα, μπας και σε λένε Ντερούζ;».

Οι μάγοι επιτάχυναν ανήσυχοι το βήμα, ένιωσαν κάποιου είδους απειλή στις ερωτήσεις των αστέγων, αλλά και στα απορημένα βλέμματα των περαστικών της νύχτας και των οδηγών που διέσχιζαν γρήγορα τη λεωφόρο. Για κακή τους τύχη ξανακούστηκε η φωνή από τον ασύρματο, πιο δυνατή αυτή τη φορά: «Αστέρι καλεί τρόικα μάγων, over!». Όσοι περαστικοί το άκουγαν, κάρφωναν άγρια βλέμματα πάνω στην παράξενη τριάδα που περδίκλωνε τον ταχύ βηματισμό της στα μακριά ρούχα. Και ταυτόχρονα, πρόσεξαν στον ουρανό αυτό το παράξενο φωτεινό αντικείμενο που έκανε κύκλους με έναν διόλου διακριτικό θόρυβο, σαν ελικόπτερο. «Κι αυτό υποτίθεται ότι είναι το άστρο των Χριστουγέννων, ε;», ειρωνεύτηκε ένα πρεζόνι, δείχνοντας με το δάχτυλο το φωτεινό αντικείμενο. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν για τη μασκαρεμένη τρόικα όταν αναγκάστηκε να περάσει ανάμεσα από μεγάλες παρέες που μόλις εγκατέλειπαν τα σινεμά της Σταδίου ή κατευθύνονταν στα πέριξ ξενυχτάδικα. «Αγαπούλα, είσαι να κάνουμε μαζί μια επιχειρησιακή σύμβαση;», πείραξε τον Γασπάρ η τολμηρή νεαρή μιας παρέας που οσμίστηκε χριστουγεννιάτικη συνωμοσία κάτω από το παράξενο μασκάρεμα. «Μωρό μου», την έπεσε μια άλλη στον Μελχιόρ, «θέλεις να κάνουμε επίδειξη ευελιξίας στο κρεβάτι; Θέλεις να σου σηκώσω την ανταγωνιστικότητά σου και να μου μειώσεις το έλλειμμά μου;». Η τρόικα των μάγων το έβαλε κυριολεκτικά στα πόδια τρομαγμένη, ο Μπαλτάσαρ έριχνε απελπισμένες ματιές στο άστρο που έκοβε βόλτες στον ουρανό, ο Μελχιόρ έσφιξε κάτω από τη μασχάλη του τους χοντρούς φακέλους που είχε πάρει από το Γενικό Λογιστήριο, ο Γασπάρ προσπαθούσε απεγνωσμένα να κλείσει τον ασύρματο, που εξακολουθούσε να ουρλιάζει «αστέρι καλεί τρόικα μάγων».

Το σχέδιο κινδύνευε να καταρρεύσει. Αποστολή της μεταμφιεσμένης σε μάγους τρόικας ήταν να αιφνιδιάσει τους Έλληνες τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, να τους πιάσει στα πράσα να τρώνε γαλοπούλες γεμιστές και χοιρινές μπριζόλες, να πίνουν ακατάσχετα και γενικώς να το έχουν ρίξει στην κραιπάλη, σημάδι ακλόνητο ότι έχουν ακόμη λίπος να κάψουν, ότι δεν αρκούν το κόψιμο του δώρου, των επιδομάτων, των δαπανών, των συντάξεων, των μισθών, οι δωρεάν απολύσεις, οι ατομικές συμβάσεις. Ήθελαν, όμως, ταυτόχρονα να μη διαταράξουν το πνεύμα των Χριστουγέννων με μια ξερή ανακοίνωση του επόμενου κύματος μέτρων που περιλάμβανε καθιέρωση συσσιτίων, κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας, επέκταση του ωραρίου εργασίας στις 60 ώρες και στις 6 μέρες την εβδομάδα, μετατροπή των ΚΑΠΗ σε φασονάδικα, καθιέρωση «πράσινων μεροκάματων» υπέρ χρέους μια φορά την εβδομάδα για τους μαθητές, τους φοιτητές, τους συνταξιούχους, εισαγωγή της θεραπευτικής απασχόλησης των ασθενών στα νοσοκομεία και άλλα ευφάνταστα. Όλα αυτά, σε χριστουγεννιάτικη συσκευασία δώρου, εξ ου και τα κοστούμια των μάγων με τις μπροκάρ κελεμπίες και τα σαρίκια, το ελικόπτερο-αστέρι που περιφερόταν πάνω από την Αθήνα, αφενός για να δημιουργεί μαγική ατμόσφαιρα κι αφετέρου για να εντοπίζει θύλακες Αθηναίων σε καταναλωτικό οργασμό.

Η μικρή απόσταση από το Γενικό Λογιστήριο μέχρι το Μαξίμου, που ήταν ο τελικός τους προορισμός, από νωχελικός περίπατος των μάγων υπό το φως του άστρου της παραμονής, εξελισσόταν σε μαρτυρικό δρόμο προς τον Γολγοθά. Η καζούρα πήγαινε σύννεφο από τις ομάδες των περαστικών που οσμίζονταν την ανόητη μασκαράτα, αλλά τα χειρότερα έποντο. Διότι πέρα από την καζούρα, οι πιο θερμόαιμοι Αθηναίοι που έβλεπαν τους βιαστικούς Μάγους είχαν επιθετικές διαθέσεις. Μοντέλο Χατζηδάκη. Την κατάσταση έσωζαν οι ψυχραιμότεροι. Την έκαναν, όμως, ακόμη χειρότερη κάποιες παράξενες και οδυνηρές, όπως αποδείχτηκε, συναντήσεις.

«Πού τρέχετε, λεβέντες; Σας κυνηγάνε ή μού φαίνεται;», ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω. «Ποια είσαι εσύ;», αποκρίθηκε αλαφιασμένος ο Μελχιόρ. «Ήμουν κάποτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα, αλλά τώρα είμαι η γυναίκα με τις μολότοφ», απάντησε η φωνή, και πριν οι μάγοι προλάβουν να αντιδράσουν, ένα μπουκάλι εκσφενδονίστηκε κι έσκασε στα πόδια τους, απελευθερώνοντας έναν πίδακα φωτιάς. «Δεν ευθυνόμαστε εμείς για τον θάνατό σου», φώναξαν οι μάγοι χοροπηδώντας πάνω από τις φλόγες. «Όχι εσείς, αλλά κάποιοι σαν εσάς», απάντησε το κοριτσάκι με τις μολότοφ, εκτοξεύοντας άλλη μία στους μάγους που έτρεχαν πια σε ρυθμούς σπριντ.

Στη γωνία Σταδίου και Ομήρου, έκοψε την ορμή τους μια παράξενη ομάδα ηλικιωμένων, ντυμένων σε στυλ βικτοριανό, με ρεντιγκότες και ημίψηλα. Ο επικεφαλής τους κουνούσε απειλητικά στον αέρα το μπαστούνι του, ενώ στο άλλο του χέρι πρότασσε σαν δόρυ έτοιμο να τους χτυπήσει. «Εσύ, ποιος είσαι πάλι;», ρώτησε ο Γασπάρ. «Ο Σκρουτζ», απάντησε ξερά ο γέρος. «Μα, εσύ θα έπρεπε να είσαι με μας», απόρησε ο μάγος. «Αυτό έχει αλλάξει εδώ και ενάμιση αιώνα, ανόητε. Εκτός από τον Φρίντμαν, υπάρχει και ο Ντίκενς, ξεστραβωθείτε!», είπε οργισμένα ο Σκρουτζ κι έκανε ένα νεύμα επίθεσης στους ηλικιωμένους συντρόφους τους που σήκωσαν μπαστούνια κι ομπρέλες στον αέρα. Μπουχός οι μάγοι.

Γωνία Σταδίου και Αμερικής, κι άλλη δυσάρεστη έκπληξη από τον απρόβλεπτο κόσμο των παραμυθιών έκοψε τον αγωνιώδη αγώνα δρόμου τους. Μια ομάδα κουκουλοφόρων καλικάντζαρων που μόλις είχαν ανέβει από τον Κάτω Κόσμο περικύκλωσε τους μάγους, που δεν είχαν πια οδό διαφυγής. Ο αρχηγός τους συστήθηκε ως Κωλοβελόνης και πρότεινε τα εξής: «Θα κάνουμε την εξής συναλλαγή: Θα μας δώσετε τα χαρτιά και τους φακέλους σας, εμείς θα αναλάβουμε να τρέξουμε το μνημόνιο επί γης κι εσείς, ανήμερα τα Φώτα, θα κατέβετε στον τόπο μας, ξέρετε, στον Κάτω Κόσμο, και θα συνεχίσετε το δικό μας έργο. Θα κόψετε το Δένδρο της Ζωής. Εμείς, αιώνες τώρα το ίδιο βιολί, έχουμε αποτύχει. Εσείς, όπως σας έχω κόψει, θα τα καταφέρετε στο πι και φι. Θέλετε να υπογράψουμε μνημόνιο συνεργασίας. Α, επί τη ευκαιρία. Η δουλειά στον Κάτω Κόσμο είναι δωρεάν. Μην περιμένετε bonus και τα τοιαύτα». Οι μάγοι ξέφυγαν κατατρομαγμένοι από τον κλοιό των αποκρουστικών πλασμάτων, που ξεφώνιζαν και γελούσαν εφιαλτικά.

Πέρασαν τη Βουκουρεστίου, όπου τους περίμενε ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, με ένα σμάρι από χελιδόνια που έπεσαν πάνω στους μάγους και τους τρυπούσαν με τα ράμφη τους- «Θέλω όλο μου το χρυσάφι πίσω, εγώ το έδωσα στους φτωχούς κι εσείς το φάγατε με τους τραπεζίτες», τους φώναξε ο Πρίγκιπας, «το χρυσάφι μας, το χρυσάφι μας», ούρλιαζαν και τα χελιδόνια. Στην αρχή της Φιλελλήνων, τους όρμησε μια ομάδα ποιμένων, αμόλησαν καταπάνω τους και κάτι αγριεμένα τσοπανόσκυλα που έκαναν τις κελεμπίες κρόσσια. Και γενικώς, κάθε πέντε-δέκα μέτρα πετάγονταν μπροστά τους αλλόκοτα ζόμπι των παραμυθιών και των μύθων, έτοιμα να ρίξουν ένα μπερντάκι, μέχρι που έφτασαν στο Σύνταγμα, ανέβηκαν στο πλάτωμα του Άγνωστου Στρατιώτη, έβγαλαν τον ασύρματο κι άρχισαν να ουρλιάζουν «τρόικα μάγων καλεί αστέρι, τρόικα μάγων καλεί αστέρι, over», κοιτάζοντας με απόγνωση τον κατασκότεινο ουρανό. Άφαντο το αστέρι- ελικόπτερο, ενώ νέες ομάδες αλλόκοτων πλασμάτων - καλικάντζαρων, μισθωτών, ζητιάνων, ανέργων- τους πλησίαζαν επικίνδυνα. «Ω, Θεέ μου!», ψιθύρισε απελπισμένος ο Μελχιόρ. «Πστ, φίλε, δεν υπάρχει Θεός πια, δεν σ’ το ’πανε; Καταργήθηκε λόγω υπερχρέωσης», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους. «Ποιος… τι είσαι εσύ;», ψέλλισαν οι μάγοι. «Το Θείον Βρέφος. Άρτι γεννηθείς και εκ γενετής χρεοκοπημένος. Χάρη σε σας, βεβαίως… Είστε για μια αναδιάρθρωση ή θέλετε να το σκεφτείτε λίγο; Δεν νομίζω ότι σας παίρνει, ε;».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/12/2010

«Αλλά, μήπως θα μπορούσαμε να καλέσουμε τον μικρό Χανς εδώ;», ρώτησε ο μικρότερος γιος του μυλωνά. «Αν ο φτωχούλης Χανς είναι στενοχωρημένος, εγώ θα του δώσω τον μισό μου χυλό και θα του δείξω τα άσπρα μου κουνέλια».
«Τι κουτό παιδί που είσαι!», φώναξε ο μυλωνάς αγαναχτισμένος. «Με κάνεις πολλές φορές να σκέφτομαι αν χρειάζεται να σε στέλνω στο σχολείο, αφού στο κάτω κάτω δεν μαθαίνεις τίποτα. Αν ο μικρός Χανς ερχόταν εδώ κι έβλεπε τη ζεστή φωτιά μας, το πλούσιο δείπνο μας και το πελώριο βαρέλι με το κόκκινο κρασί, ίσως να ζήλευε, κι όπως ξέρεις, ο φθόνος είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να διαφθείρει ακόμα και τον τιμιότερο χαρακτήρα. Κι εγώ, που είμαι ο πιο πιστός φίλος του. Δεν θ’ αφήσω να καταστραφεί ο χαρακτήρα τους Χανς. Πάντα φροντίζω μη τυχόν και πέσει σε πειρασμό. Κι έπειτα, αν ο Χανς έρθει καμιά φορά εδώ, μπορεί να ζητήσει αλεύρι με πίστωση, κι αυτό δεν θα το έκανα ποτέ. Άλλο τ’ αλεύρι κι άλλο η φιλία…»

Όσκαρ Ουάιλντ, «Ο αφοσιωμένος φίλος» (από τη συλλογή «Ο κήπος με τις ροδιές»)

Saturday, December 18, 2010

Το ξεχασμένο σύνορο του κόσμου (17/12/2010)

Υπάρχει άραγε κάτι θετικό ανάμεσα σε όλα όσα μας συμβαίνουν; Και δεν εννοώ την «παιδαγωγική» τιμωρία που θέλει να επιβάλει η Άνγκελα Μέρκελ στις «σπάταλες» και «αντιπαραγωγικές» κοινωνίες της Ευρώπης. Ούτε τις ευκαιρίες για «μεταρρυθμίσεις» και μεγάλες «αλλαγές» που βλέπει η κυβέρνηση στον τυφλοσούρτη του μνημονίου. Εννοώ αν σε όλα όσα πριν από ένα χρόνο μάς φαίνονταν αδιανόητα υπάρχει κάτι που μας βοηθάει να αποκτήσουμε μια πιο καθαρή ματιά για τον κόσμο μας, τις βασικές ροπές και αντιθέσεις του. Αν η εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» στην ανυποψίαστη μέχρι πρότινος ελληνική κοινωνία τη βοηθάει να απαλλαγεί από φτιασίδια και ψιμύθια, από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Και τελικά, ναι, νομίζω πως τελικά υπάρχει κάτι θετικό σε όλα αυτά. Κάτι που βοηθά να αποκαλυφθεί το παλιό, κρυμμένο από τις προσχώσεις της ιστορίας, σύνορο του κόσμου μας.

Για πολλές δεκαετίες, από τον πόλεμο και μετά, οι δυτικές κοινωνίες πίστευαν ότι έχουν επιβιβαστεί στο τρένο της μεγάλης φυγής προς τα μπρος. Ότι όλα εξελίσσονται στον μονόδρομο της προόδου, στο πλαίσιο της οποίας άρχουσες και υποτελείς τάξεις μόνο μια διαρκώς αύξουσα ευημερία μπορούσαν να περιμένουν, έστω και με μικρά διαλείμματα ανασφάλειας, έστω και τρομακτικά άνισα κατανεμημένη. Όσο η πίτα του πλούτου αυξανόταν, υπήρχε μερίδιο για όλους, αν και η μοιρασιά ήταν λεόντεια. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία «κοινωνικής ειρήνης», που διακοπτόταν μόνο από μεμονωμένα περιστατικά, βασίστηκε η μαγική εξαφάνιση της «πάλης των τάξεων», η ανάδυση νέων «καλοταϊσμένων» στρωμάτων εργαζομένων που δεν είχαν καμιά διάθεση να αμφισβητήσουν αυτή τη «Γιάλτα» της διανομής του πλούτου, γιατί οι μερίδες τους ήταν χορταστικές. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία βασίστηκαν και η κοινωνία των «δύο τρίτων» και η ανατροπή του ισοζυγίου ευημερίας και στέρησης υπέρ της πρώτης με τρόπο που η ικανοποιημένη πλειοψηφία να αδιαφορεί επιδεικτικά για τη στερημένη μειοψηφία. Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχτηκε επίσης η μετατροπή του homo faber (= εργαζόμενος άνθρωπος) σε homo consumericus (= άνθρωπος καταναλωτής). Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχθηκε η ανοχή των κοινωνιών της Δύσης απέναντι στα εγκλήματα που συντελούνταν εις βάρος των κοινωνιών της Ανατολής ή του Νότου. Και αυτή η «συμφωνία» συγκάλυψε για δεκαετίες τις κλασικές ταξικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού κόσμου. Εν ολίγοις, εκατομμύρια άνθρωποι -και εμείς οι νεοέλληνες του καθυστερημένου ευρωπαϊσμού και του ακόμη πιο καθυστερημένου αστικού εκσυγχρονισμού ανάμεσά τους- έχασαν από τα μάτια τους τα κοινωνικά σύνορα του κόσμου, ξέχασαν (ή δεν έμαθαν ποτέ) πού ανήκουν.

Ο προλετάριος ξέχασε ότι είναι προλετάριος, ο αγρότης έθαψε στο χωράφι την ταξική του ταυτότητα μαζί με την παραγωγική του γνώση, εκατομμύρια εργαζόμενοι βρέθηκαν σε απόλυτη ταξική σύγχυση είτε γιατί μπήκαν στον Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ με αισθητά καλύτερους μισθούς, είτε γιατί θαμπώθηκαν από τις καταναλωτικές τους δυνατότητες και την ευκολία με την οποία απόκτησαν και σπίτια και εξοχικά και πρώτα και δεύτερα αυτοκίνητα. Ο κόσμος της εργασίας χάθηκε μέσα σε έναν κοινωνικό πολτό επίπλαστης ευημερίας, που τα ανέμελα χαχανητά της έπνιγαν τις ασθενικές κραυγές της πάσχουσας μειοψηφίας. Κι όλα έγιναν σε μιαν ατμόσφαιρα συνενοχής, λες και τους χάριζαν αυτές τις μικρές ή μεσαίες μερίδες ευμάρειας – πάντως δεδουλευμένης χάρη σε μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση της παραγωγικότητας, ακόμη και στην «παρασιτική» ελληνική οικονομία.

Αυτές οι αλλαγές και οι στρεβλώσεις στην κοινωνική αυτογνωσία (που εξελίχθηκε σιγά σιγά σε ταξική άγνοια, αν όχι απόγνωση) αποτέλεσαν την ευχάριστη όψη (αν υπάρχει τέτοια) της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που σταδιακά κυριάρχησε στις αντιλήψεις όλων των κυρίαρχων τάξεων και των πολιτικών ελίτ, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Και σ’ αυτή τη θεμελιώδη ταξική άγνοια βασίστηκε η αδυναμία των ανθρώπων και των κοινωνικών στρωμάτων να αντιληφθούν έγκαιρα την άνοδο του «καταστροφικού καπιταλισμού» που δεν εγγυάται τίποτα: ούτε την ευημερία, ούτε την ασφάλεια, ούτε καν τη δημοκρατία. Έτσι, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν εγκαίρως, για παράδειγμα, ότι η παραγωγική στρέβλωση της ελληνικής οικονομίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής της βάσης, το big bang του τραπεζικού της συστήματος, η έκρηξη του τομέα των υπηρεσιών, η προϊούσα εξαφάνιση της γεωργίας και η δημιουργία ενός αρκετά ευρέος στρώματος «ραντιέρηδων», ανθρώπων που ζουν από κερδοσκοπικές προσόδους χωρίς να «εργάζονται» με οποιοδήποτε τρόπο (ούτε καν ως εργοδότες), όλα αυτά, συνοδεύτηκαν από μια σιωπηρή επέκταση της ζώνης της ανασφάλειας: το «πρεκαριάτο», οι νέοι της επισφαλούς και αρρύθμιστης εργασίας, αυξάνονταν γεωμετρικά, οι συνθήκες εργασιακής «ζούγκλας» διευρύνονταν κάτω από τη μύτη των συνδικάτων και των «ελεγκτικών Αρχών» και η «πάσχουσα» επιχειρηματικότητα κατέστησε παραγωγικό σαβουάρ βιβρ την καταστρατήγηση δικαιωμάτων. Έτσι, η τρόικα και οι πειθήνιοι υπάλληλοί της ουσιαστικά βρήκαν τις πόρτες μισάνοιχτες για να ολοκληρώσουν την «άλωση».

Αλλά η «άλωση» αυτή έχει κι ένα θετικό στοιχείο. Καθώς σαρώνει όλα τα φτιασίδια, όλες τις περιφερειακές και δευτερεύουσες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, καθώς φτάνει στον ταξικό πυρήνα των αλλαγών που θέλει να επιβάλει η τρόικα στις συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας και απόσπασης της υπεραξίας, αποκαλύπτει ότι το παλιό, ταξικό σύνορο του καπιταλιστικού κόσμου είναι ακόμη εδώ: για την παγκόσμια κρίση του χρέους, για την ελληνική δημοσιονομική εκτροπή, για τις στρεβλώσεις του εγχώριου καπιταλισμού, για την υπερτροφική παραοικονομία, για τις σχέσεις διαπλοκής και διαφθοράς πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης, για όλα όσα ορίζονται ως «ελληνικό πρόβλημα» φταίει το κόστος εργασίας που οδηγείται σε μια πρωτοφανή, βίαιη συρρίκνωση. Συρρίκνωση που παρασύρει και όλα τα δικαιώματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η μεταπολεμική, σιωπηρή «κοινωνική ειρήνη». Και για την οποία θα χρειαστούν και άλλα ακόμη νομοθετήματα, πολλές εξευτελιστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες επικύρωσης των τετελεσμένων, πολλές καταλύσεις παραγωγικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, πολλές προσλήψεις αστυνομικών και πολλοί τόνοι δακρυγόνα και ασφυξιογόνα. Με λίγα λόγια, κατά κάποιο τρόπο η Ελλάδα γίνεται ξαφνικά το κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου, ένα πειραματικό του εργαστήριο και ένα ταμπλό βιβάν, πάνω στο οποίο ο κόσμος αυτός ξαναοργανώνεται γύρω από τη βασική του αντίθεση, τον κινητήρα της ιστορίας του: την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Αυτή που σχεδόν είχαμε ξεχάσει ότι υπάρχει, αλλά οφείλουμε στην τρόικα το ότι μας τη θύμισε. Με οδυνηρό και κυνικό τρόπο.

Φυσικά, η λύση αυτής της αντίθεσης δεν είναι υπόθεση μηνών ή λίγων ετών. Αλλά, καθώς ο καπιταλισμός της καταστροφής και οι εκφραστές του στην Ευρώπη (κοιτίδα του κοινωνικού συμβολαίου που έχει καταντήσει ορμητήριο του νεοφιλελευθερισμού) οδηγούνται στα άκρα, η τελική διευθέτηση αυτής της αντίθεσης είναι ανοικτή προς κάθε κατεύθυνση: από τη μετατροπή της Ευρώπης σε συνονθύλευμα χωρών - στρατοπέδων καταναγκαστικής (και εξευτελιστικά φθηνής) εργασίας, μέχρι την έκρηξη της κοινωνικής αντίδρασης υπέρ μιας δημοκρατικής, χειραφετικής διευθέτησης της κρίσης. Αν επικρατήσει η πρώτη εκδοχή «λύσης», θα έρθει η στιγμή που οι σημερινές πολιτικές ελίτ, τόσο αβασάνιστα παραδομένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ, θα εύχονται να νικήσει η σπασμωδική και άνευρη μέχρι στιγμής αντίδραση του κόσμου της εργασίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και όσα προηγήθηκαν δεν είναι τόσο μακρινή μνήμη όσο τώρα μας φαίνεται.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/12/2010)

Ο Γιούργκις έστησε πάλι καρτέρι στις πύλες των εργοστασίων. Μα ποτέ πιο πριν, απ’ όταν ήρθε στο Σικάγο, δεν είχε λιγότερες πιθανότητες. Πρώτα πρώτα, ξέσπασε η μεγάλη κρίση, κάνα-δυο εκατομμύρια εργάτες είχανε μείνει άνεργοι κείνη την άνοιξη και το καλοκαίρι, και ακόμα δεν τους πήραν πίσω. Έπειτα, με την απεργία, εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα, γυναίκες και άνδρες, μείναν ανάδουλοι για δυο μήνες – μονάχα στο Σικάγο ήταν είκοσι χιλιάδες, κι οι πιο πολλοί παρακαλούσαν τώρα για μια δουλειά από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη. Τα πράγματα δεν διορθώθηκαν όταν, λίγες μέρες μετά, η απεργία έληξε και οι μισοί περίπου απεργοί γύρισαν στα πόστα τους, γιατί για τον καθένα που έπαιρναν πίσω, υπήρχε ένας απεργοσπάστης που τον έδιωχναν. Κάπου δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες ανειδίκευτοι, ξένοι και νέγροι, του σκοινιού και του παλουκιού βρέθηκαν τώρα αμολυτοί και αλώνιζαν. Όπου και να πήγαινε ο Γιούργκις, έπεφτε πάνω τους, έτρεμε μπας και ξέρει κανείς τους ότι «καταζητείται». Είπε να φύγει απ’ το Σικάγο, μα όταν πια στενέψανε τα πράγματα, δεν είχε δεκάρα. Και θα ήταν πιο καλά να πάει φυλακή παρά να τόνε βρει ο χειμώνας έξω.

Άπτον Σίνκλαιρ, «Η ζούγκλα»

Saturday, December 11, 2010

Γιατί απέτυχε ο Καντονά (11/12-2010)


Με το ποδόσφαιρο
έχω τόση σχέση όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Η σχέση αυτή καταλύθηκε κάπου στα βάθη της παιδικής ηλικίας, για λόγους που δεν μου είναι σαφείς. Θυμάμαι καλά τον ενθουσιασμό μου για την αναμέτρηση του Παναθηναϊκού με τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ, ίσως όμως να ήταν και ενθουσιασμός περισσότερο για την πρωτόγνωρη τηλεοπτική εμπειρία, σπάνια τότε για το μέσο ελληνικό σπίτι. Ίσως πάλι ήταν μια υποβόσκουσα έκφραση της πάλης των γενεών: με έναν ενστικτώδη τρόπο είχα επιλέξει να δηλώσω «πράσινος», τη στιγμή που ο πατέρας μου ήταν «κόκκινος» μέχρι μυελού των οστών (αλλά αυτό αποκλειστικά και μόνο στο ποδόσφαιρο). Αλλά η σχέση μου με το ποδόσφαιρο δεν διακόπηκε από την απογοήτευση για την ήττα του ΠΑΟ. Υπήρχαν μάλλον πιο πρακτικοί λόγοι – θυμάμαι, για παράδειγμα, μια δερμάτινη μπάλα να προσγειώνεται με τρομακτική δύναμη στο κεφάλι μου στη διάρκεια μια ερασιτεχνικής αναμέτρησης σε σοκάκι της γειτονιάς, στην οποία είχα αναλάβει ατυχώς ρόλο τερματοφύλακα. Είδα τον ουρανό σφοντύλι, δεν θυμάμαι ποιος είχε σουτάρει, αποκλείεται να ήταν συνομήλικος. Και παρά τον ηρωισμό μου να αποκρούσω, έστω και άθελά μου, ένα βέβαιο γκολ με μια βέβαιη διάσειση, αντιμετώπισα και τη χλεύη των συμπαικτών μου γιατί αναγκάστηκα ζαλισμένος να αποχωρήσω. Νομίζω ότι από τότε άρχισα να αποφεύγω το σπορ. Κι όταν οι φίλοι με προσκαλούσαν απαντούσα με το παροιμιώδες: «Ξέρω μπάλα, αλλά την ξέχασα». Αυτό ήταν το ψυχαναλυτικό και ιατρο-διαγνωστικό απόσταγμα της σχέσης μου με το ποδόσφαιρο.

Στον αντίποδα της ανύπαρκτης σχέσης μου με το ποδόσφαιρο, γεννήθηκαν άλλες φανατικές σχέσεις αγάπης και μίσους με άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Όπως, για παράδειγμα, η σχέση μου με το τραπεζικό σύστημα. Είμαι ένας φανατικός άπιστος της Πίστης. Η απιστία μου ενδεχομένως έχει κάτι το μεταφυσικό, καθώς ακόμη και οι πιο φανατικοί στοχαστές του αντικαπιταλισμού αναγνωρίζουν ότι χωρίς πιστωτικό χρήμα και τράπεζες ο κόσμος θα είχε χάσει πολλά από τα βήματα (καπιταλιστικής) προόδου. Εγώ πάλι λέω ότι μπορεί να μην είναι κι έτσι. Αλλά δυσκολεύομαι να τ’ αποδείξω. Ίσως σε μιαν αντίστοιχη αδυναμία έγκειται η αποτυχία του «κινήματος» του Ερίκ Καντονά (κι εδώ επανερχόμαστε στη σχέση με το ποδόσφαιρο) να κλυδωνίσει τις τράπεζες. Ο Καντονά δεν έβαλε το γκολ που περίμενε. Η ανταπόκριση στο κάλεσμά του για «έφοδο στο γκισέ» της τράπεζας, για μαζική απόσυρση καταθέσεων, ήταν πενιχρή. Το γιατί θα το δούμε στη συνέχεια. Ωστόσο, βοήθησε καθοριστικά σε μια αποκάλυψη. Στην αποκάλυψη της τυφλής προσήλωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ στην εκκλησία της τραπεζικής Πίστης.

Τους είδατε την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη; Είδατε την αγωνία τους, τον αμήχανο σαρκασμό τους, τα άστοχα σχόλιά τους; Εκεί φτάσαμε… Το μισό Eurogroup, οι άνθρωποι που διαχειρίζονται την κρίση χρέους στην Ευρώπη, οι τεχνοκράτες και οι πολιτικοί από τους οποίους εξαρτάται -υποτίθεται- η τύχη 500 εκατομμυρίων ανθρώπων ένιωσαν την υποχρέωση να απαντήσουν σε μια πρόταση που κατά τα λοιπά αντιμετώπισαν σαν γραφική, ενδεχομένως γελοία. «Τρέφω διάφορα αισθήματα για τον τραπεζικό τομέα, αλλά βρίσκω την επιχείρηση (σ.σ. την έκκληση Καντονά) άκρως ανεύθυνη», είπε ο Γιούνκερ. Και βγήκε και από αριστερά στον Καντονά, τονίζοντας σε αυστηρό τόνο ότι «δεν πρέπει να παρασύρει σε εσφαλμένες αποφάσεις ανθρώπους που δεν έχουν τα λεφτά που έχει εκείνος». «Ο Καντονά είναι καλύτερος ποδοσφαιριστής απ’ ό,τι οικονομολόγος», είπε ειρωνικά ο Όλι Ρεν. «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη… Εγώ δεν θα τολμούσα να παίξω ποδόσφαιρο», είπε αυτάρεσκα η Κριστίν Λαγκάρντ.

Σωστό κι αυτό που είπε η Λαγκάρντ. Με τη διαφορά ότι ο Καντονά -κατά τεκμήριο ανίδεος από οικονομία- έχει αποδείξει την αξία του στο γήπεδο (και όχι μόνο σ’ αυτό, θα έλεγα). Αυτοί, πόσο έχουν αποδείξει την αξία τους στην οικονομία και την πολιτική; Κανονικά θα έπρεπε να είναι υπόλογοι για αληθινά εγκλήματα εις βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, για την έκβαση μιας πολιτικής και οικονομικής περιπέτειας που βάζει τις κοινωνίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (τουλάχιστον αυτές) στον γύψο για «τουλάχιστον μισή γενιά», όπως προέβλεψε ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Τομάζο Πάντοα Σκιόπα (και καλύτερη απόδειξη για του λόγου το αληθές, το πολυνομοσχέδιο του εργασιακού Μεσαίωνα). Θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για την ανικανότητά τους να προβλέψουν τη χρηματοπιστωτική κρίση, να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων για τις οποίες υποτίθεται ότι ανησυχούν. Θα έπρεπε να τιμωρηθούν για την ευκολία με την οποία μετέτρεψαν τη χρηματοπιστωτική κρίση σε κρίση χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης (και όχι μόνο σ’ αυτήν). Θα έπρεπε να ελεγχθούν για τη συνενοχή τους στο έγκλημα του πιστωτικού συστήματος να κάνει χοντρό παιχνίδι με τα τοξικά επενδυτικά προϊόντα. Υπάρχει, εν ολίγοις, μια μακρά λίστα τεκμηρίων της ανικανότητάς τους να διαχειριστούν την κρίση. Η ανικανότητά τους στην οικονομία είναι τόσο αποδεδειγμένη, όσο αδιαμφισβήτητη είναι η ευστοχία του Καντονά στα γκολ. Αυτό το ξέρω κι εγώ ο ποδοσφαιρικά άσχετος.

Ίσως, όμως, δεν πρόκειται απλώς για ανικανότητα. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια σχέση στοργής προς το πιστωτικό σύστημα που έχει χάσει τα τελευταία ίχνη δημιουργικής επίδρασης στην οικονομία και, αντιθέτως, έχει απελευθερώσει τις πιο καταστροφικές του δυνάμεις. Σχέση στοργής με το αζημίωτο, ενδεχομένως. Στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή ευδοκιμεί μια ιδιαίτερη συνομοταξία πολιτικών ζώων (κατά τον Αριστοτέλη) που είτε έχουν μια μακρά προϋπηρεσία σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είτε εναλλάσσουν με ευκολία τους υπουργικούς τους θώκους με θέσεις ευθύνης σε «τοξικές» τράπεζες ή επιχειρήσεις με πυκνές σχέσεις με αυτές. Ένα ευρωπαϊκό «Ειδικό Δικαστήριο» του μέλλοντος ίσως φέρει στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία για τη σχέση αυτή. Ίσως να βοηθήσει και η Wikileaks σ’ αυτό.

Προς επίρρωση αυτής της σχέσης στοργής, η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα δεν ντράπηκε να δώσει στη δημοσιότητα τεκμήρια: όπως ανακοίνωσε η Κομισιόν, από την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008, μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί εθνικά προγράμματα «σταθεροποίησης» ύψους 4,5 τρισ. ευρώ! Από αυτά, 2 τρισ. έχουν κανονικότατα εκταμιευτεί, έχουν δηλαδή καταλήξει στα ταμεία των τραπεζών είτε με μορφή εγγυήσεων, είτε δανείων, είτε εντελώς δωρεάν, με τη μορφή μιας εικονικής κρατικοποίησης. Βλέπετε; Λεφτά και υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη περισσότερα, τακτοποιημένα όμορφα στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών, κάποιες από τις οποίες επιστρέφουν συνάμενες κουνάμενες στην κερδοφορία, σαν να μη συνέβη τίποτα. Και πράγματι, μ’ αυτά τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογούμενων, το τραπεζικό σύστημα δεν κατέρρευσε. «Σώθηκαν οι καταθέσεις του κοσμάκη». Αλλά, τι θυσίασε ο «κοσμάκης» γι’ αυτό; Για να σώσει τη «νεκρή εργασία» που βρίσκεται απολιθωμένη στις αποταμιεύσεις του, καλείται να θυσιάσει τη «ζωντανή εργασία», το μόνο απτό εργαλείο επιβίωσης που διαθέτει: τη θέση εργασίας, έναν ελάχιστο ανεκτό μισθό, ένα πλαίσιο εργασιακής και κοινωνικής ασφάλειας, τους όρους ύπαρξης και αναπαραγωγής μιας ολόκληρης γενιάς. Ίσως γι’ αυτό απέτυχε ο Καντονά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχει μπει απλώς στον κυτταρικό πυρήνα του κεφαλαίου, έχει μπει στις συνειδήσεις των ανθρώπων προκαλώντας μια θεμελιώδη στρέβλωση αξιών. Ο εικονικός, αποταμιευμένος πλούτος, η καταναλωτική απόλαυση που αναβάλλεται για το μέλλον, αίφνης έχουν αποκτήσει πολλαπλάσια, πλασματική δύναμη, δυναστεύοντας τον πλούτο που παράγεται και καταναλώνεται εδώ και τώρα. Τελικά, δεν έχουν χρηματιστικοποιηθεί μόνο η παραγωγή, οι εθνικές οικονομίες. Έχουν χρηματιστικοποιηθεί τα μυαλά των ανθρώπων.

Τι θα συνέβαινε
αν οι κυβερνήσεις και οι τεχνοκράτες της οικονομίας αποφάσιζαν να μη σώσουν τις τοξικές τράπεζες; Τι θα συνέβαινε αν ο Καντονά έβαζε «γκολ» στο τραπεζικό σύστημα, αν συντελούνταν πράγματι μια μαζική «έφοδος στο γκισέ», όπως επανειλημμένα έχει συμβεί, όχι από ακτιβισμό και εχθρότητα για τις τράπεζες, αλλά από τον φόβο και τον πανικό των ανθρώπων για το υπέρτατο αγαθό του «απολιθωμένου πλούτου»; Τι θα συνέβαινε αν τον πανικό των αναλήψεων τον προκαλούσε η ίδια η αυτάρεσκη ευρωπαϊκή νομενκλατούρα με την αποδεδειγμένη αστοχία και απροθυμία της να βάλει γκολ στην κρίση; Και τι θα συνέβαινε αν τα 4,5 τρισ. ευρώ που διατέθηκαν για να «σωθούν οι αποταμιεύσεις του κοσμάκη» δίνονταν στον ίδιο τον «κοσμάκη» για να τα καταναλώσει, να βελτιώσει τους όρους ζωής του, να αποκτήσει καλύτερη και φθηνότερη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά; Μπορεί να μην είχαμε αποφύγει καταρρεύσεις τραπεζών, αλλά πιθανότατα θα είχαμε αποφύγει τις καταρρεύσεις κρατών και κοινωνιών. Τις καταρρεύσεις που σήμερα προβάλλονται ως Η «λύση», ενώ είναι το νέο πρόβλημα. Γι’ αυτό και το επόμενο σουτ του Καντονά, ή όποιου άλλου θελήσει να τον μιμηθεί, ίσως δεν είναι άστοχο. Κι ίσως δεν στοχεύει μόνο στα γκισέ των τραπεζών, αλλά και στα λογιστήρια των εταιρειών. Εκτός κι αν οι ευρωκράτες προλάβουν και βάλουν αυτογκόλ. Παίζει κι αυτό.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (11/12/2010)

Ο ακραίος, ύστερος καπιταλισμός μπήκε εδώ και καιρό στην παρασιτική φάση του. Ο θεμελιώδης όρος διαιώνισής του είναι η ανοικτή βία που ασκεί στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, την οποία η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, όσους ευφημισμούς και να εφεύρει («εκσυγχρονισμός», «ευελιξία», διά βίου μάθηση», «μεταρρύθμιση» κ.λπ), δεν μπορεί πια να συσκοτίζει. Δεν υπάρχουν «ευφημισμοί» για τους ανέργους, τους φτωχούς, τους αστέγους… για μια ολόκληρη ανθρωπότητα που εξαθλιώνεται και ματαιώνεται κοινωνικά. Και δεν υπάρχει πλέον τρόπος απόκρυψης του γεγονότος ότι ο καθημερινός μόχθος της μισθωτής εργασίας είναι, εντέλει, το μόνο πραγματικό αντίκρισμα της κερδοσκοπίας των τραπεζών. Των επενδυτικών ταμείων και των κάθε λογής «βιρτουόζων» της οικονομίας καζίνο.
Σταύρου Τομπάζου, «Φυγόκεντροι καιροί: η παγκόσμια οικονομική κρίση 2007, 2008, 2009…»

Saturday, December 4, 2010

Η πάσχουσα επιχειρηματικότητα (4/12/2010)

Αγαπητή ηγεσία του ΣΕΒ, Επίτρεψέ μου τον ενικό, αν και είσαι πληθυντική. Σου απευθύνομαι συλλογικά και απρόσωπα γιατί δεν θα ήθελα να μου καταλογιστεί εμπάθεια εναντίον όσων σε εκπροσωπούν. Ας υποθέσουμε ότι όλοι μας, κι εσείς που εκπροσωπείτε την επιχειρηματικότητα, κι εμείς που κινούμαστε στο θολό νερό της μισθωτής εργασίας, συναποτελούμε αυτό που λέγεται «παραγωγικές δυνάμεις της χώρας». Υπάρχει ένα ερώτημα, λοιπόν, περί υμών: τι ακριβώς παράγουν αυτοί που σε εκπροσωπούν, με δεδομένο ότι είναι βιομήχανοι χωρίς βιομηχανία και ζουν από τα έτοιμα; Παράγουν ιδέες, θα μου πεις, για λογαριασμό της επιχειρηματικότητας. Και θα μου αντιτείνεις ότι και οι εκπρόσωποι της μισθωτής εργασίας έχουν ξεχάσει εδώ και χρόνια τι εστί εργασία. Σωστό κι αυτό. Οπότε ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ισοπαλία μεταξύ των «παραγωγικών τάξεων». Εκπροσωπούνται από μη παραγωγικούς ανθρώπους. Ίσως γι’ αυτό τα βρίσκουν τόσο εύκολα.

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ για παραγωγή ιδεών, λοιπόν. Υπό τον όρο να βρούμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας. Πράγμα δύσκολο. Για παράδειγμα, όταν εσύ, εκπροσωπώντας την εγχώρια επιχειρηματικότητα, μιλάς για «μεταρρύθμιση», τι ακριβώς εννοείς; Μια «μεταρρύθμιση» προϋποθέτει μια οποιαδήποτε ισχύουσα και κυρίως τηρουμένη «ρύθμιση». Αλλά, αυτό δεν υπάρχει. Απλώς δεν υπάρχει. Αντιθέτως, υπάρχει ζούγκλα. Ως ζούγκλα περιγράφεται η αγορά εργασίας από τις υπηρεσίες του κράτους, μια ζούγκλα είναι το πεδίο των τιμών αγαθών και υπηρεσιών που μετά ένα χρόνο «αποπληθωρισμού μισθών» θα έπρεπε να έχουν πέσει. Ζούγκλα είναι οι σχέσεις συναλλαγής κράτους και επιχειρήσεων όποτε διασταυρώνονται, αφού για να υπάρχει το χέρι που παίρνει, πρέπει να προϋπάρχει και το χέρι που δίνει…

ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ για τις ζούγκλες αυτές; Διαβάζοντας το μικρό σου μανιφέστο για τα 250 εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, αναρωτήθηκα πόσο καλά πάνε οι επιχειρήσεις που ήδη εφαρμόζουν την ανομία που επιθυμείς να γίνει νόμιμη. Που υποχρεώνουν σε απλήρωτες υπερωρίες. Που επιβάλλουν μείωση μισθών κάτω από τις συμβάσεις. Που εφαρμόζουν κατά βούληση και χωρίς την έγκριση των επιθεωρητών εργασίας ελαστική απασχόληση. Που καταστρατηγούν το πενθήμερο. Αυτοί, λοιπόν, που έχουν «νομοθετήσει» πριν τον νομοθέτη έχουν άραγε βγει από τον κανόνα της ύφεσης;

ΒΛΕΠΩ ΟΤΙ ΣΕ ΕΝΟΧΛΟΥΝ ακόμη και οι ασφαλιστικές εισφορές. Τις βρίσκεις ακριβές και θεωρείς ότι λειτουργούν ως αντικίνητρο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωραία. Ας ξεχάσουμε το ασφαλιστικό σύστημα, ας αδιαφορήσουμε για το αν τα Ταμεία θα έχουν λεφτά για τις συντάξεις. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τα 9 δισ. ευρώ της εισφοροδιαφυγής μόνο προς το ΙΚΑ (τόσα του χρωστάει η υγιής επιχειρηματικότητα που εκπροσωπείς), τα οποία προφανώς έμειναν στα λογιστήρια κάποιων επιχειρήσεων, αξιοποιήθηκαν με κάποιον άλλο τρόπο; Έγιναν επένδυση, ανάπτυξη της παραγωγής, θέσεις εργασίας;

ΔΙΑΒΑΖΩ ΕΠΙΣΗΣ στο μανιφέστο σου, αγαπητή ηγεσία του ΣΕΒ, πως σε εξοργίζει η καθυστέρηση επιστροφής του ΦΠΑ από το κράτος. Θέλεις επιστροφή fast track. Να σου δώσω τα χίλια δίκια. Υπό τον όρο ότι θα καταβάλεις κι εσύ ένα μέρος, τουλάχιστον, της φοροδιαφυγής των 20-30 δισ. που οφείλεις στο κράτος. Διότι αυτή είναι δικό σου προνόμιο. Απ’ αυτήν αποκλείεται εξ ορισμού η μισθωτή εργασία. Γι’ αυτό άλλωστε δεν τρέξατε, μεσ’ στην τρελή χαρά, για περαίωση; Είναι καλό να εξαγοράζεις με 700 εκατ. μια οφειλή 20, 30, 40 δισ. , κι αυτά χωρίς καν ν’ ανοίξουν τα λογιστικά βιβλία. Στην πυρά, στην πυρά…

ΘΑ Σ’ ΤΟ ΠΩ ΟΡΘΑ-ΚΟΦΤΑ. Εδώ το πράγμα έχει προχωρήσει. Έχουμε μια επιμήκυνση του θράσους, μια μεγέθυνση της αλαζονείας της οικονομικής αριστοκρατίας αυτής της χώρας. Αυτών, δηλαδή, που εκπροσωπείς. Συμπεριφέρεσαι σαν να μη σε αφορά καθόλου η έκκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας να πληρώσουν οι έχοντες και κατέχοντες. Όχι. Η αριστοκρατία του χρήματος δεν ανήκει στους έχοντες, αλλά στους πάσχοντες. Η επιχειρηματικότητα υποφέρει, όχι απλώς από τα 250 εμπόδια που περιγράφεις στο μανιφέστο σου, αλλά από τα 5 εκατομμύρια μισθωτών που σου απομυζούν την ικμάδα και τη δημιουργικότητα. Τα λέω σωστά;

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΕΝΑΖΕΙ. Συναντάτε τόσα εμπόδια ώστε να διαθέτουμε περίπου 1 εκατομμύριο επιχειρήσεις! Μικρές, μεγάλες, μεσαίες, μονοπρόσωπες, επιχειρήσεις αυτοαπασχολουμένων, δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει ότι αναλογεί μία επιχείρηση σε δέκα κατοίκους! Δεν νομίζω ότι υπάρχει σύγχρονη χώρα με καλύτερη αναλογία. Κι αν βγάλει κανείς τα ανήλικα και τους υπερηλίκους, η αναλογία πέφτει σε μία επιχείρηση προς πέντε οικονομικά ενεργούς Έλληνες. Κι αν αφαιρέσεις και τους 700.000 που έχει καταστήσει ανέργους η επιχειρηματικότητα, είναι πιθανό στην Ελλάδα της δεινοπαθούσας επιχειρηματικότητας να αντιστοιχεί ένας εργοδότης σε δύο μισθωτούς. Τόσο μεγάλα και ανυπέρβλητα είναι τα εμπόδια...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΣΟΥ, αντιλήφθηκα το εξής. Ως ηγεσία της επιχειρηματικότητας, μας λέτε τι θέλετε. Απλά πράγματα: λιγότερους φόρους, φθηνότερη εργασία, λιγότερους κρατικούς ελέγχους, λιγότερο κράτος. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο σ’ αυτό. Πάντα λέγατε με σθένος και παρρησία τι θέλετε. Και κατά κανόνα τα θέλετε όλα. Αλλά δεν μας λέτε τι κοστίζει αυτό που θέλετε. Δεν μας λέτε τι θα αντικαταστήσει την απώλεια εσόδων που συνεπάγεται για το υπερχρεωμένο κράτος. Δεν μας λέτε ποια «μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος» (που θα έλεγε και η τρόικα) θα αντισταθμίσουν τα έσοδα που θα χαθούν. Δεν μας λέτε τι ακριβώς θα αποδώσουν όλα αυτά τα δικαιώματα (μας) και οι υποχρεώσεις (σας) που θα καταργηθούν. Τι θα φέρουν σε ανάπτυξη; Τι πλούτο θα δημιουργήσουν; Πόσες θέσεις απασχόλησης, πόσες καινούργιες επιχειρήσεις; Τι ποσοστό θα προσθέσουν στο ΑΕΠ, πόσες εξαγωγές, πόση αύξηση πωλήσεων και τζίρων θα φέρουν; Δεν έχουμε συμφωνήσει να είναι όλα κοστολογημένα;

ΚΙ ΑΚΟΜΗ, μας λέτε τι θέλετε να κάνουν όλοι οι άλλοι -το κράτος, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μισθωτοί-, αλλά δεν μας λέτε τι ακριβώς θα κάνετε εσείς. Ποια θα είναι η συμβολή σας στην επιστροφή στην αναπτυξιακή ομαλότητα – αν αυτή ποτέ υπάρξει; Διότι αλλιώς, το πράγμα θυμίζει εκείνη τη φτωχομπινέδικη συναλλαγή των καιρών της απόλυτης φτώχειας: βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα;

ΑΚΟΜΗ, ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΕΤΕ ΤΙΠΟΤΕ για το παρελθόν – γιατί κανείς μας δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης. Κι άλλες φορές είπατε «τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα» και τελικά πήρατε αρκετά. Αλλά τι τα κάνατε; Θέλω να πω, τι απέγιναν οι επιδοτήσεις που πήρατε από το κράτος για παραγωγικές επενδύσεις, τι απέδωσαν τα κίνητρα, οι φοροαπαλλαγές, οι κοινοτικοί πόροι που εισπράξατε; Πού είναι οι βιομηχανίες που φτιάξατε, οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργούσατε; Ποιος είναι ο απολογισμός σας για την παραγωγική σας επίδοση ως ιθύνουσα τάξη αυτής της χώρας τα τελευταία σαράντα χρόνια;

ΚΑΙ, ΤΕΛΟΣ, δεν μας λέτε τίποτα για το μέλλον. Δηλαδή, πώς ακριβώς φαντάζεστε τη χώρα σε πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια, όταν και αν περάσει ο δημοσιονομικός εφιάλτης; Τι θα παράγει, τι θα εξάγει, ποια θα είναι η θέση της στον κόσμο, ποιοι οι σύμμαχοί της, ποια θα είναι η κατάσταση της κοινωνίας της; Τι θα αντικαταστήσει τις υποτυπώδεις αρχές κοινωνικής αλληλεγγύης που θέλετε να καταργήσετε; Θα υπάρχουν δημόσια σχολεία για τα παιδιά μας, θα υπάρχουν δημόσια νοσοκομεία για τους αρρώστους μας, συντάξεις για τους απόμαχους, βοήθειες και πρόνοιες για τους φτωχούς; Ή θαρρείτε πως η εμπορευματοποίηση όλων των δημόσιων αγαθών που επιδιώκετε θα γεμίσει με κάποιο μαγικό τρόπο τα ταμεία σας; Ποιος θα καταναλώσει σε μια πτωχοποιημένη κοινωνία; Με τι λεφτά;

ΣΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ ΠΑΝΤΩΣ. Αυτά είναι δανεικά. Σου επιστρέφουν σαν μπούμεραγκ. Σήμερα έχεις φάει το κόλλημα με τη φθηνή εργασία – την ήδη φθηνότερη από τις μισές χώρες της Ε.Ε. Έχεις ερωτευτεί την εργασιακή ευελιξία. Υποθέτεις ότι μπορείς επ’ αόριστον να αυξομειώνεις το ανθρώπινο δυναμικό πάνω στη γραμμή παραγωγής, ανάλογα με τις παραγγελίες και τους τζίρους σου. Επειδή οι ειδικοί του επιστημονικού μάνατζμεντ σε έχουν πείσει ότι χρειάζεσαι ακριβώς 3 και ¾ εργαζομένου σε ένα τμήμα παραγωγής, απαιτείς χειρουργική απόσπαση των ¾ ενός υπαλλήλου. Αν όμως επιστρέψεις στην κανονικότητα των τεσσάρων εργαζομένων, τι θα έχεις; τρεις εργαζόμενους και έναν νεκρό... Έχει αυτό το ελάττωμα ο άνθρωπος. Θέλω να πω ότι, όταν οι άνθρωποι χάνουν τις δεξιότητές τους, τις γνώσεις τους, τις εξελίξεις στη γραμμή παραγωγής δύσκολα ξαναγίνονται οι παραγωγικοί υπάλληλοι που χρειάζεσαι.

ΕΣΥ, ΒΕΒΑΙΑ, ΘΕΩΡΕΙΣ ότι μπορείς να τους εκπαιδεύσεις. Όπως ο θηριοδαμαστής τα θηρία. Με μαστίγιο και καρότο. Αλλά το καρότο μισό. Μόνο που η ώρα η κακιά έρχεται απροειδοποίητα. Μπαίνουν τα ζώα στην αρένα, ήρεμα, ταϊσμένα, μπαίνει κι ο θηριοδαμαστής συνάμενος, κουνάμενος και αλαζόνας και εκεί, από το πουθενά, τα θηρία τού την πέφτουν και τον κάνουν μια χαψιά. Ξυπνάει το ένστικτο. Με πιάνεις; Υπάρχει πάντα αυτός ο κίνδυνος.

ΑΥΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ. Σε ασπάζομαι με λύσσα, που θα ’λεγε κι ο Βολταίρος. Μα πιο πολύ με πίκρα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/12/2010)

…Η χώρα αυτή είναι πλούσια. Πράγματι, δεν υπάρχει ούτε ένας φτωχός. Αλλά… Κανένας τους δεν εργάζεται πουθενά! Ταυτόχρονα, η χώρα αυτή από άκρη σε άκρη είναι γεμάτη, μιλιούνια θα έλεγα, από πεινασμένους ανθρώπους. Πώς συμβαίνει αυτό; Το 80% είναι οικονομικοί μετανάστες. Από αυτούς το 3% είναι από χώρες της Ευρώπης. Εργάτες χωρίς καμιά ασφάλεια, με τουριστική βίζα στη χώρα, διάρκειας ενός μηνός, Στο μήνα επάνω, πρέπει να μεταβούν με δικά τους έξοδα σε διπλανή χώρα και αμέσως μετά την ίδια ώρα να ξαναγυρίσουν, αφού καταβάλουν τα έξοδα της βίζας πάλι για ένα μήνα. Από τους Ευρωπαίους εργάτες, οι Ρουμάνοι και οι Πολωνοί έχουν να διαλέξουν ή ένα συνεχόμενο ωράριο από 4:45 έως τις 19:00 και δικαίωμα αργίας την Παρασκευή ή από 05:15 έως τις 16:30 και υποχρεωτική αργία την Παρασκευή…. Μένουν σε σπίτια κοινόβια, δωμάτια με κοινή κουζίνα και καθιστικό… αυτό όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στην απόλυτη εξαθλίωση. Στους Νεπαλέζους ανειδίκευτους εργάτες, που αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία 60%. Τους εμπορεύονται σύγχρονα σκλαβοπάζαρα, εταιρείες που με συμβόλαιο σού εξασφαλίζουν όσους ζητάς. Στοιβάζονται σε οργανωμένα camps με κρεβάτια πενταόροφα, το ένα πάνω στο άλλο... Το ντόμινο που ξεκίνησε στην Ευρώπη σταματημό δεν φαίνεται να έχει. Και γιατί να έχει άλλωστε. Ο στόχος επιτυγχάνεται. Μας οδηγούν σε αντίστοιχες κοινωνίες, ΣΑΝ ΑΥΤΗ ΕΔΩ!

Γράμμα σύγχρονου Έλληνα μετανάστη σε αραβική χώρα. Από την ιστοσελίδα Ithaca.net

Sunday, November 28, 2010

Αναμνήσεις από τον 18ο αιώνα (27/11/2010)

Ο ΟΗΕ δεν είναι βέβαια και ο πιο ευυπόληπτος διεθνής οργανισμός των καιρών μας. Το αντίθετο μάλιστα. Έχει γίνει σκιά του εαυτού του, καθώς στις σημαντικότερες διεθνείς κρίσεις που έχει κληθεί να διευθετήσει τα μετα-ψυχροπολεμικά χρόνια επιδεικνύει μια συμπεριφορά μεταξύ Ποντίου Πιλάτου (νίπτων τας χείρας) και Μαρίας Αντουανέτας (γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι…). Όμως, καλώς ή κακώς, η διατήρησή του μέχρι τις μέρες μας συμπυκνώνει το επίπεδο διπλωματικού και κοινωνικού πολιτισμού που κατακτήθηκε έπειτα από τις οδυνηρές εμπειρίες των δύο παγκοσμίων πολέμων. Γι’ αυτό και συχνά ξαφνιάζει η τεράστια απόσταση ανάμεσα στην άθλια πρακτική τού να ανέχεται καταστάσεις διεθνούς ανομίας και στη φιλανθρωπική ρητορική για τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα της εποχής.

Για λόγους ιστορικούς
, λοιπόν, έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε πώς αντιμετωπίζει το δικαίωμα στην εργασία, στη δίκαιη αμοιβή και στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης ο ΟΗΕ και ο καταστατικός του χάρτης. Λέει η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 23: «1. Καθένας έχει το δικαίωμα να εργάζεται και να επιλέγει το επάγγελμά του, να έχει δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας και να προστατεύεται από την ανεργία. 2. Όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία. 3. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα δίκαιης και ικανοποιητικής αμοιβής, που να εξασφαλίζει σε αυτόν και την οικογένειά του συνθήκες ζωής άξιες στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η αμοιβή της εργασίας, αν υπάρχει, πρέπει να συμπληρώνεται με άλλα μέσα κοινωνικής προστασίας. 4. Καθένας έχει το δικαίωμα να ιδρύει μαζί με άλλους συνδικάτα και να συμμετέχει σε συνδικάτα για την προάσπιση των συμφερόντων του». Αυτό κατέστη από το 1948 ο καταστατικός χάρτης του κόσμου μας, συμπυκνώνοντας ιστορικά δεδομένα δύο και πλέον αιώνων, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, που συγκλονίστηκαν από σκληρές ταξικές συγκρούσεις μέχρι να γίνει αποδεκτή από τις άρχουσες τάξεις η κοινωνική διαπραγμάτευση για τον μισθό και τους άλλους όρους εργασίας.

Το επισημαίνω αυτό όχι γιατί στις χώρες-μέλη του ΟΗΕ έχουν εφαρμοστεί με συνέπεια αυτό ή οποιοδήποτε άλλο από τα άρθρα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -αντιθέτως, η Διακήρυξη έχει γίνει άθλιο κουρελόχαρτο-, αλλά για να υπογραμμιστεί το πόσο μεγάλης έκτασης ιστορική ανατροπή συντελείται με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας που μεθοδεύεται συστηματικά σε όλη την Ευρώπη στο όνομα της κρίσης του χρέους. Αλλά και με την ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που απαίτησε ο ΣΕΒ και επέβαλε η τρόικα στην Ελλάδα με τον γνωστό άθλιο τρόπο: εκβιάζοντας με την τρίτη δόση του δανείου, εξευτελίζοντας μία υπουργό της κυβέρνησης που «τόλμησε» να ψελλίσει μερικές αυτονόητες, σχεδόν κοινότοπες ενστάσεις για τη «δόση μεταρρύθμισης» που μπορεί να αποβεί θανατηφόρα για τον μεγάλο ασθενή, την «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας.

Το τι σημαίνει διολίσθηση στην επιχειρησιακή και πολύ περισσότερο στην ατομική διαπραγμάτευση για τον μισθό της εργασίας δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να το αντιληφθεί κανείς. Το αντιλαμβάνονται, άλλωστε, ήδη όσοι εργαζόμενοι καλούνται από τώρα, πριν καν γίνει και τυπικά νόμος η παράκαμψη της συλλογικής σύμβασης (αφού νόμος ποτέ δεν υπήρξε το δίκιο του εργάτη, αλλά είναι, και τυπικά πια, το δίκιο του εργοδότη), να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις για μειώσεις μισθών σήμερα, αύξηση ή μείωση ωραρίου αύριο, περικοπές αδειών ή υποχρεωτική «αγρανάπαυση» άνευ αποζημίωσης αργότερα. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς -αφελώς, βεβαίως- πού πάει το κατοχυρωμένο από τον νόμο, αλλά και από τη Διακήρυξη του ΟΗΕ, δικαίωμα στην ίση αμοιβή για ίση εργασία, κι αν ενδεχομένως θα μπορούσε να επικαλεστεί ακριβώς παραβίαση αυτού που η διεθνής κοινότητα θεωρούσε αυτονόητο το 1948, καθώς το άνοιγμα του δρόμου στις ατομικές συμβάσεις εργασίας δημιουργεί μια ζούγκλα ανισότητας ανάμεσα στους μισθωτούς (συνδικαλισμένους ή μη, καλυπτόμενους από συμβάσεις ή «ελεύθερους» απ’ αυτές). Αλλά στον ΟΗΕ θα βρει το δίκιο του όσο το έχει βρει η Κύπρος, η Παλαιστίνη κι άλλα θύματα της παγκόσμιας δικαιοσύνης. Προφανώς το ζήτημα των όρων αμοιβής και εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας θα κριθεί όχι στον ΟΗΕ, αλλά εκεί που κρινόταν πάντα: στη γραμμή παραγωγής και στον δρόμο. Έτσι όπως γίνεται από τον 18ο αιώνα και μετά.

Η ιστορική οπισθοδρόμηση είναι ασύλληπτη. Κι είναι επίσης οικονομικά ανεξήγητη. Ολόκληρη η κουλτούρα κοινωνικής διαπραγμάτευσης, που τελικά στήριξε αποτελεσματικά την μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη και την τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, κατεδαφίζεται εν ονόματι της θεωρίας του βίαιου αποπληθωρισμού των μισθών, της απότομης μείωσης της αμοιβής της εργασίας που υποτίθεται ότι θα επιφέρει επενδύσεις και ανάπτυξη. Κανείς, ωστόσο, από τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής δεν έχει μπει στον κόπο να εξηγήσει με αριθμούς τι ακριβώς θα επιφέρει στη «δημοσιονομική εξυγίανση» αυτή η απορύθμιση. Οι τροϊκανοί που περιφέρονται από υπουργείου εις υπουργείον, απαιτώντας κοστολογημένα μέτρα, πώς ακριβώς έχουν κοστολογήσει μια μαζική μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατά 10% ή 30%; Τι ακριβώς θα φέρει αυτό στα δημόσια έσοδα; Πόσα; Και πότε; Τι θα αντισταθμίσει τη μείωση της αγοραστικής δύναμης – άρα και της κατανάλωσης και των φορολογικών εσόδων; Αν βρείτε έστω και ένα τεκμηριωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει το υποτιθέμενο όφελος, τρυπήστε μου τη μύτη!

Γι’ αυτό και δεν θέλει ιδιαίτερη σκέψη και πονηριά για να καταλάβει κανείς ότι οι περίφημες «διαρθρωτικές αλλαγές», με πεμπτουσία την εργασιακή απορρύθμιση, εμπεριέχουν ιδεοληψία, δογματισμό, κυνισμό, ακόμη και μια δόση κοινωνικού ρεβανσισμού. Η επιθυμία να συντριβούν η μισθωτή εργασία και τα λιγοστά (και πολιτικά ανάπηρα) όπλα της στη διαπραγμάτευση για τον μισθό, τα συνδικάτα, έχει πια πάρει τον χαρακτήρα μιας μεταφυσικής πίστης, μια φανατικής ιδεολογίας ανάλογης αυτών που επικρατούσαν στους αστούς του 18ου και 19ου αιώνα.

Ακόμη και ο πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού, ο Άνταμ Σμιθ, που κάθε άλλο παρά ήταν υπέρμαχος της νομιμοποίησης των παράνομων στην εποχή του (τέλη του 18ου αιώνα) συνδικάτων, δεν είχε καμιά αμφιβολία για το ποιος ήταν το αδύναμο κι απροστάτευτο μέρος σ’ αυτή την κοινωνική διελκυστίνδα. Έγραφε στον «Πλούτο των Εθνών»: «Οι εργάτες επιθυμούν να λάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Οι εργοδότες επιθυμούν να δώσουν όσο το δυνατόν λιγότερα. Οι πρώτοι επιθυμούν να ενωθούν προκειμένου να επιτύχουν μια αύξηση ων μισθών, οι δεύτεροι προκειμένου να επιτύχουν μια μείωσή της. Δεν είναι δύσκολο, ωστόσο, να διαβλέψουμε ποιο από τα δύο μέρη θα έχει, υπό φυσιολογικές συνθήκες, το πλεονέκτημα στη διαμάχη. Οι εργοδότες, λόγω του μικρότερου αριθμού τους, ενώνονται πιο εύκολα… Σε όλες τις διαμάχες οι εργοδότες μπορούν να αντέξουν επί ένα πολύ μακρύτερο διάστημα».

Υπάρχει
, όμως, κάτι άλλο που επίσης διέβλεψε ο Άνταμ Σμιθ, στην ανυποψίαστη για ΔΝΤ και τρόικες εποχή του. Καθώς ακούγεται έντονα ακόμη και το ενδεχόμενο οι εργοδοτικές ενώσεις να αυτοκαταργηθούν, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωση να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν, έστω και τυπικά, συλλογικές συμβάσεις, ηχεί πολύ προφητική μια καίρια παρατήρηση του πατέρα του φιλελευθερισμού για τους εργοδότες της εποχής του: «Οι εργοδότες βρίσκονται πάντα σε ένα είδος σιωπηρής, αλλά σταθερής και ομοιόμορφης ένωσης για να μην αυξηθούν οι μισθοί πάνω από το ισχύον επίπεδο. Η αθέτηση αυτού του κανόνα συνιστά μία από τις πιο αντιδημοφιλείς ενέργειες και επισύρει ένα είδος ανυποληψίας προς τον ένα εργοδότη από τους γείτονες και τους ομοίους του… Μάλιστα, οι εργοδότες προχωρούν μερικές φορές σε ειδικές ενώσεις, με σκοπό να μειώσουν τους μισθούς της εργασίας ακόμη και κάτω από το ισχύον επίπεδο. Οι ενώσεις αυτές συνομολογούνται πάντα με τη μεγαλύτερη σιωπή και μυστικότητα μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσης και, όταν οι εργάτες υποχωρούν χωρίς καμιά αντίσταση, παρ’ ότι το φέρουν βαρέως, ο υπόλοιπος κόσμος σπανίως μαθαίνει κάτι γι’ αυτές».

Αν, λοιπόν, ο ΣΕΒ κάποια στιγμή μετατραπεί σε «Φιλανθρωπική Λέσχη Φίλων της Βιομηχανίας», θα ξέρουμε τι έχει συμβεί.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (27/11/2010)

Λέγεται ότι η συνήθης φθορά ενός σκλάβου βαρύνει τον αφέντη του. Η συνήθης φθορά όμως ενός ελεύθερου υπηρέτη βαρύνει αυτόν τον ίδιο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, αυτό το είδος συνήθους φθοράς του τελευταίου βαρύνει τον αφέντη του στον ίδιο βαθμό που βαρύνει και τον αφέντη του πρώτου. Ο μισθός που πληρώνεται στους έμμισθους τεχνίτες και στους κάθε λογής υπηρέτες πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε να τους επιτρέπει, σε έναν προς έναν, να διαιωνίσουν το είδος των έμμισθων τεχνιτών και υπηρετών, ανάλογα με το τι απαιτεί η αυξανόμενη, μειούμενη ή στάσιμη κοινωνική ζήτηση. Παρ’ όλο, όμως, που η συνήθης φθορά ενός ελεύθερου υπηρέτη βαρύνει εξίσου τον αφέντη του, γενικά κοστίζει σε αυτόν πολύ λιγότερο απ’ ό,τι η συνήθης φθορά ενός σκλάβου. Οι πόροι που απαιτούνται για την αντικατάσταση ή την επισκευή, αν μου επιτρέπεται αυτή η έκφραση, της συνήθους φθοράς του σκλάβου γενικά διατίθενται από έναν αμελή αφέντη ή έναν απρόσεκτο επιστάτη. Αυτά που προορίζονται γα την εκτέλεση της ίδιας εργασίας στην περίπτωση ελεύθερου ανθρώπου τα διαχειρίζεται ο ίδιος… Πιστεύω ότι η εμπειρία όλων των εποχών και των εθνών δείχνει πως το έργο που επιτελεί ο ελεύθερος άνθρωπος καταλήγει τελικά να είναι φθηνότερο από αυτό που επιτελείται από σκλάβους…. Επομένως, η γενναιόδωρη αμοιβή της εργασίας, όπως είναι το αποτέλεσμα της αύξηση του πλούτου, έτσι είναι και αιτία αύξησης του πληθυσμού. Το να παραπονείται κανείς γι’ αυτό σημαίνει ότι θρηνεί για το αναγκαίο αποτέλεσμα και την αιτία της μεγαλύτερης δημόσιας ευημερίας.

Άνταμ Σμιθ, «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών»

Saturday, November 20, 2010

Η χαμένη τριετία (20/11/2010)

Ελάχιστοι άνθρωποι είχαν δώσει τότε, τον Νοέμβριο του 2010, σημασία. Οι επιστήμονες οραματίζονται τα πιο απίθανα πράγματα -να δημιουργήσουν μαύρες τρύπες, να επαναλάβουν το big bang, να κάνουν τους ανθρώπους αόρατους, να μετατρέψουν τον καπιταλισμό σ’ έναν παράδεισο ανθρωπισμού και αλληλεγγύης ή να φτιάξουν το κινητό που ψήνει και καφέ-, αλλά ποιος δίνει σημασία στις δυσανάγνωστες ανακοινώσεις τους; Έτσι, λίγοι είχαν πάρει τοις μετρητοίς την ανακοίνωση των Βρετανών επιστημόνων για την πιθανότητα να φτιάξουν έναν μανδύα του χωροχρόνου που κυριολεκτικά να εξαφανίζει γεγονότα. Να δίνει, για παράδειγμα, τη δυνατότητα σ’ ένα ληστή να μπαίνει στην τράπεζα, ν’ αρπάζει όσα λεφτά μπορεί, αλλά χάρη στον χωροχρονικό μανδύα, να κάμπτει τις ακτίνες φωτός στον χώρο και στον χρόνο, με αποτέλεσμα κανείς να μην μπορεί να τον αντιληφθεί, γιατί απλά η ληστεία για τους άλλους δεν συνέβη ποτέ και πουθενά. Παρ’ όλο που οι τράπεζες δεν χρειάζονται χωροχρονικό μανδύα για να κάνουν ακριβώς την αντίστροφη ληστεία, η είδηση τράβηξε το ενδιαφέρον πολλών ενδιαφερομένων. Παραμένει, όμως, μυστήριο πώς οι επιστήμονες κατάφεραν να κάνουν ταχύτατα πράξη μια υπόθεση που θα απαιτούσε δεκαετίες πειραματισμών.

ΟΛΑ ΑΡΧΙΣΑΝ στην αρχή της καθαρής τριετίας του ΠΑΣΟΚ, αυτής που ξεκίνησε με την αναβάπτισή του στην εικονική πραγματικότητα των περιφερειακών εκλογών του 2010, την ίδια που μετέτρεψε σε καθαρή νίκη την απώλεια 1,1 εκατομμυρίου ψήφων. Την ώρα που ο Έλληνας πρωθυπουργός έδινε τη μάχη κατά της Μέρκελ και του οικονομικού Νταχάου της Ευρωζώνης, και ενώ οι υπουργοί του κονταροχτυπιούνταν με τα θηρία της τρόικας, άρχισαν, σποραδικά στην αρχή, καταιγιστικά λίγο αργότερα, τα περίεργα περιστατικά. Από τα εκατοντάδες χιλιάδες σημειώματα περαίωσης εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας τα περισσότερα. Στις εφορίες δεν απέμεναν παρά λίγες δεκάδες χιλιάδες υπόχρεοι να ενταχθούν στη ρύθμιση. Αυτό δεν κίνησε τόσο την περιέργεια, μιας και οι εφοριακοί ήταν εξοικειωμένοι με τις δεξιότητες των νεοελλήνων στη φοροδιαφυγή. Όμως, το σήμα συναγερμού σήμανε όταν εκατοντάδες χιλιάδες οφειλέτες τραπεζών, άνθρωποι χρεωμένοι ως τον λαιμό με στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, εξαφανίζονταν από τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια. Οι χρεωστικοί λογαριασμοί τους μ’ έναν μαγικό τρόπο είχαν μετατραπεί σε καταθετικούς, αρκετοί απ’ αυτούς με αξιοπρόσεκτα ποσά και με ιδιαίτερα ευνοϊκά επιτόκια. Αυτό χαροποίησε κατ’ αρχάς τους τραπεζίτες που είχαν απαλλαγεί ξαφνικά από πολλά επισφαλή δάνεια, αλλά εκ των υστέρων τους θορύβησε, διότι χωρίς χρέος, ως γνωστόν, χρήμα δεν υπάρχει.

ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ επεκτάθηκαν και στη λεγόμενη πραγματική οικονομία. Εκατοντάδες στην αρχή, χιλιάδες αργότερα, επιχειρήσεις που φλερτάριζαν με την πτώχευση βρέθηκαν υπό τον έλεγχο των εργαζομένων. Και μάλιστα με νομιμότατο τρόπο, καθώς οι εκλεγμένες διοικήσεις των εργαζομένων επεδείκνυαν στους έκπληκτους πρώην εργοδότες τους τα παραχωρητήρια συμβόλαια με φαρδιές πλατιές τις υπογραφές τους. Χιλιάδες εργαζόμενοι που είχαν απολυθεί κάποιο πρωί επέστρεφαν κανονικά στα πόστα τους και ουδείς, ούτε οι εργοδότες ούτε οι προϊστάμενοι των λογιστηρίων, διαμαρτύρονταν διότι τα χαρτιά της επαναπρόσληψης ήταν τυπικότατα και κατατεθειμένα στις υπηρεσίες του ΟΑΕΔ. Τα λογιστήρια των επιχειρήσεων, επίσης, ανακάλυπταν με έκπληξη ότι όχι μόνο είχαν εξαφανιστεί οι περικοπές μισθών που «οικειοθελώς» είχαν υπογράψει οι εργαζόμενοι για να γλιτώσουν τις δουλειές τους, αλλά αντιθέτως στις καταστάσεις προσωπικού ήταν υπογεγραμμένες και αυξήσεις αισθητά πάνω από τον πληθωρισμό, που έπρεπε να καταβληθούν στο τέλος του μήνα. Το ακόμη πιο εκπληκτικό, δε, ήταν το γεγονός υπήρχαν και τα λεφτά για να πληρώσουν τις αυξήσεις αυτές, μιας και τα ταμεία των επιχειρήσεων γέμιζαν με γεωμετρική πρόοδο, χάρη σε μια απρόσμενη αύξηση του τζίρου και των πωλήσεων, η προέλευση της οποίας παρέμενε ένα μυστήριο.

ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ήταν η έκπληξη για το αντίστοιχο που διαπιστώθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του κράτους, όπου με έναν μυστηριώδη τρόπο είχαν εξαφανιστεί οι περικοπές μισθών, επιδομάτων και δώρων των δημοσίων υπαλλήλων, που με τον μόχθο τόσων υπουργών είχαν επιβληθεί την εποχή της τρόικας. Αλλά αυτό ήταν πταίσμα μπροστά στο γεγονός που άφησε εμβρόντητους και έλουσε με κρύο ιδρώτα τους τροϊκανούς: το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης μειωνόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με έσοδα που έρχονταν από το πουθενά, από εβδομάδα σε εβδομάδα, τόσο ώστε αναγκάστηκαν να πυκνώσουν τις επισκέψεις τους και τους αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες, πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για άλλο ένα τέχνασμα των εφευρετών των greek statistics.

ΤΗΝ ΠΙΟ ΟΔΥΝΗΡΗ έκπληξη δοκίμασαν οι πιστωτές του ελληνικού κράτους, που ανακάλυπταν ότι οι αξιώσεις τους, τα ομόλογα που πλησίαζαν την ώρα της λήξης και της ανάξιας πληρωμής τους, ήταν πολύ μικρότερης αξίας απ’ αυτήν που υπολόγιζαν. Επιστάμενοι διπλοί έλεγχοι στις ευρωπαϊκές τράπεζες που κατείχαν τα ομόλογα αυτά και στον ελληνικό Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, κατέληγαν στο εξωφρενικό συμπέρασμα ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών, άρα και το ελληνικό χρέος, μετά βίας υπερέβαιναν τα 100 δισ. ευρώ και το συνολικό κρατικό χρέος δεν άγγιζε ούτε καν το όριο του 60% του ηλιθίου Συμφώνου Σταθερότητας.

Η ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ των ασυνήθιστων γεγονότων αυξήθηκε με τέτοιο ρυθμό στην Ελλάδα, ώστε ξαφνικά όλοι μιλούσαν για ελληνικό θαύμα, και κυριολεκτούσαν με τη λέξη θαύμα, μιας και κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τα χωροχρονικά άλματα που εξαφάνιζαν κάθε τι οδυνηρό από την εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Και το ελληνικό θαύμα γινόταν αναπάντεχα καταλύτης θετικών εξελίξεων και σε άλλες χώρες που βρίσκονταν στον ευρωπαϊκό θάλαμο βασανιστηρίων, με πρώτη την Ιρλανδία και ακολούθως την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία, αλλά και τη Γαλλία, που παρασύρθηκε από το παράδοξο ρεύμα των χωρών του Νότου.

ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ γεγονότα κορυφώθηκαν -με το χρέος υπό πλήρη έλεγχο, το έλλειμμα γύρω στο ασήμαντο 3%, την ύφεση αντικατεστημένη από έναν σταθερό ρυθμό ανάπτυξης 2%, τις δημόσιες επιχειρήσεις υπό πλήρη κρατικό έλεγχο, τη δημόσια περιουσία πλήρως ανακτημένη, τα δημόσια οικονομικά υπό τον άμεσο έλεγχο της Βουλής, τις τράπεζες στο μεγαλύτερο μέρος τους εθνικοποιημένες, τις εγκαταλελειμμένες από τους ιδιοκτήτες τους επιχειρήσεις υπό εργατικό έλέγχο και την ελληνική οικονομία με ένα αξιόπιστο, αρκετά σταθερό εθνικό νόμισμα, τη δραχμή- κανείς δεν θυμόταν πια τις λέξεις τρόικα, μνημόνιο, χρεοκοπία, οικονομική επιτήρηση, κανείς δεν ήξερε τίποτα για τους τροϊκανούς, τον Ντερβάζ, τον Τόμσεν και τον Ντερούζ, τα ονόματα Μέρκελ, Μπαρόζο, Σόιμπλε, Ρεν και πολλών άλλων δεν αναφέρονταν καν, και η χαλαρή οικονομική ένωση της Ευρώπης, με τις 27 χώρες μέλη και τα 23 νομίσματα (το ευρώ ήταν πια νόμισμα μόνον της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας) αναζητούσε μηχανισμούς για μια δίκαιη ανακατανομή των πλεονασμάτων από το εντός της Ένωσης εξαγωγικό εμπόριο και για την παύση του παγκόσμιου εμπορικού και νομισματικού πολέμου που στο μεταξύ είχε εξουθενώσει την αμερικανική οικονομία και είχε καταστήσει την Κίνα κυρίαρχο του παιχνιδιού.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 2013, οι Έλληνες βρέθηκαν με ένα μικρό ελεγχόμενο χρέος κι ένα σχεδόν μηδενικό έλλειμμα κι αυτό που τους απασχολούσε ήταν ο ρόλος τους στην παραγωγική ανασυγκρότηση των Βαλκανίων – πάντως, χωρίς τις διαθέσεις του παρελθόντος για μικρο-ιμπεριαλισμό. Κανείς δεν ξέρει τι μεσολάβησε την τριετία αυτή. Κανείς δεν ξέρει πώς πέτυχαν την άρνηση του χρέους, χωρίς ποτέ να την κηρύξουν. Κανείς δεν ξέρει πώς άνοιξαν αυτή την αόρατη τρύπα στον χωροχρόνο που κατάπιε μια ολόκληρη «καθαρή τριετία», μια τρόικα, μια Ευρωζώνη κι ένα πολιτικό σύστημα για τους πρωταγωνιστές του οποίου οι τελευταίες καταγραφές σταμάτησαν στα τέλη του 2012. Κανείς δεν ξέρει πώς τόσο πολλοί άνθρωποι εξασφάλισαν τους μανδύες του χωροχρόνου που τους διακτίνισαν σ’ ένα παρόν όχι παραδεισένιο βέβαια, αλλά πάντως πολύ μακριά από τον εφιάλτη του 2010.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/11/2010)

«Φαντάσου ότι βρίσκεσαι πριν από δισεκατομμύρια χρόνια στη γέννηση των πάντων, στο κατώφλι αυτού του παραμυθιού», έγραφε ο πατέρας μου. «Κι ότι έπρεπε να επιλέξεις αν θα γεννηθείς για να ζήσεις σ’ αυτό τον πλανήτη. Χωρίς να ξέρεις πότε θα ζήσεις και πόσο, σίγουρα πάντως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Θα ήξερες δηλαδή ότι, αν αποφάσιζες να έρθεις κάποτε σ’ αυτόν τον κόσμο, θα ήσουν αναγκασμένος να τον εγκαταλείψεις πάλι κάποτε, αυτόν κι όλα όσα ήταν σ’ αυτόν, όταν θα ωρίμαζε ο χρόνος ή, όπως λένε “όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου”».
Συνεχίζω να μη μπορώ να αποφασίσω. Αλλά στο μεταξύ συμφωνώ όλο και περισσότερο με τον πατέρα μου. Ίσως κι εγώ αρνιόμουν ευγενικά αυτή την προσφορά. Η σύντομη στιγμή που μπορώ να περάσω σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο παραείναι σύντομη σε σχέση με την αιωνιότητα πριν και μετά. Όσο πεντανόστιμο κι αν ήταν κάτι, θ’ αρνιόμουν να το δοκιμάσω αν ήξερα ότι η μπουκιά που θα κατάπινα αποκλειόταν να ζυγίζει περισσότερο από ένα χιλιοστό του γραμμαρίου.

Γιοστέιν Γκάαρντερ, «Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

Saturday, November 13, 2010

ΤΙΠΟΤΑ, ΚΑΝΕΙΣ, ΠΟΥΘΕΝΑ (13/11/2010)

Είναι παλιά, πανάρχαια η σχέση μας με το «μηδέν». Το μηδέν ως αριθμός (ή μη αριθμός), το μηδέν ως κατάσταση ισορροπίας, το μηδέν ως το σημείο που η θέση συναντά την άρνηση. «Ούτις γ’ εμοί τ’ όνομα», «Κανένας είναι τ’ όνομά μου», συστήνεται ο Οδυσσέας στον Πολύφημο, αλλά κάτι θετικό βγαίνει από αυτή την ομηρική «δημοσκόπηση» στη σπηλιά των Κυκλώπων. Γλιτώνει ο Οδυσσέας κι αρκετοί απ’ τους συντρόφους του. «Κανένας» είναι η σταθερά και των απολύτως σύγχρονων δημοσκοπήσεων στο ερώτημα «ποιος είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός», «ποιο κόμμα είναι καταλληλότερο για τη διακυβέρνηση». Ως εκ τούτου δεν δικαιούται κανείς να δηλώνει αιφνιδιασμένος από το γεγονός της μεγάλης και σχετικά σταθερής αποχής στην εκλογική διαδικασία ή για το σχεδόν πρωτοφανές ποσοστό λευκών και άκυρων στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών. Και τα ποσοστά της προηγούμενης Κυριακής μάλλον θ’ αυξηθούν τη δεύτερη.

Να λοιπόν που ο «Κανένας» απέκτησε πολιτική σάρκα και κοινωνικά οστά μ’ έναν τρόπο που θυμίζει αρκετά το μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας του Ζοζέ Σαραμάγκου «Περί Φωτίσεως»: στην πρωτεύουσα μιας χώρας του μεσογειακού νότου γίνονται εκλογές και οι πολίτες ψηφίζουν λευκό σε ποσοστό 70%. Οι εκλογές επαναλαμβάνονται και το λευκό παίρνει 83%. Η κυβέρνηση πανικοβάλλεται, τίθεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και, ενώ οι «λευκοί» πολίτες αναπτύσσουν πρωτόγνωρους δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, το κράτος συλλαμβάνει και ανακρίνει ανθρώπους αναζητώντας τον υποκινητή της πολιτικής συνωμοσίας. Στο τέλος η πόλη εγκαταλείπεται από την κυβέρνηση και οι κάτοικοί της «σφραγίζονται» εντός της. Η συνέχεια επί του βιβλίου, δυστυχώς, διόλου αισιόδοξη.

Τι σημαίνει, άραγε, να απέχεις από τις εκλογές, να επιλέγεις το «Τίποτα», να θέλεις να σε κυβερνήσει ο «Κανένας», να στέλνεις την εξουσία στο «Πουθενά»; Η διχοστασία των ημερών χρεώνει στην αποχή, στα λευκά και στα άκυρα ψηφοδέλτια (όχι τα συμπτωματικά και τυχαία) δύο ακραίες πολιτικές συμπεριφορές: οι μεν υποστηρίζουν ότι είναι μια ολέθρια απο-πολιτικοποίηση των πολιτών, οι δε αντιτείνουν ότι είναι μια καθ’ όλα πολιτική επιλογή που εκφράζει τη διαμαρτυρία των πολιτών για την κατάσταση «υπό το μηδέν» στην οποία έχουν περιέλθει η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία. Είναι άραγε μια ακραία αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος, μια σιωπηρή καταγγελία του, ή μήπως μια άνευ όρων παράδοση στη διολίσθησή του προς έναν κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό; Η αίσθησή μου είναι πως πρόκειται για κάτι περισσότερο και από τα δύο. Αν ισχύει ότι το «κάτι» που διαθέτουμε ως πολιτικό σύστημα την τελευταία τεσσαρακονταετία έχει την ευθύνη για την οικονομική και πολιτική χρεοκοπία της χώρας, τότε μήπως το «τίποτα» είναι η πιο ριζική απάντηση στην ανάγκη απονομιμοποίησής του; Και αν το «κάτι» φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιεί την εκλογική διαδικασία ως σκιάχτρο του εαυτού της, αν η εκλογική διαδικασία προβάλλεται από το ίδιο το πολιτικό σύστημα ως απειλή, ως έσχατη καταστροφή για τον τόπο λόγω «οικονομικής συγκυρίας», μήπως η έξοδος από τον καταναγκασμό της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής τελετουργίας είναι ένας τρόπος για να απαλλαγούμε από το πολιτικό «Τίποτα» που μεσουρανεί εδώ και δεκαετίες; Με τον τρόπο της θα το έλεγε κι η Κική Δημουλά: «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή/ είπε το Τίποτα στο Κάτι/ Κι εκείνο το ηλίθιο το έχαψε…».

Γενικώς, πριν αποφασίσουμε να εξορίσουμε τους αρνητές της ψήφου (τους απέχοντες, τους «λευκούς», τους «άκυρους») από την πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε αν η παραγωγικότητα της πράξης είναι πράγματι περισσότερο δεδομένη από την παραγωγικότητα της απραξίας. Η μέχρι στιγμής πράξη -το «κάτι», η πολιτική συμπεριφορά που συντηρεί τον δικομματισμό, η οικονομική συμπεριφορά που εναλλάσσει τις αναπτυξιακές φούσκες με τις υφεσιακές βυθίσεις, η κοινωνική συμπεριφορά που σπαταλάει τη ζωτική ενέργεια των ανθρώπων στον ανταγωνισμό και την αλληλοεξουδετέρωση- έχει οδηγήσει το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της χώρας στο σημείο μηδέν, για την ακρίβεια κάτω απ’ αυτό. Ακόμη και οι μεταρρυθμιστικές φούσκες που εναλλάχτηκαν στην κυβερνητική εξουσία την τελευταία εικοσαετία αποσπώντας άνετες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες δεν ξέφυγαν από το πλαίσιο της αναπαραγωγής ενός συστήματος αυτοκαταστροφικού, βασισμένου στη διαφθορά, στην κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου, στη δουλική εξυπηρέτηση των πιστωτών και «εταίρων» της χώρας. Κάθε επαγγελία «αλλαγής» και «επανίδρυσης» αποδείχθηκε μηχανισμός εξυπηρέτησης του «καπιταλισμού της καταστροφής» τον οποίο σήμερα βιώνουμε. Η εκλογική διαδικασία, αυτή η κορυφαία έκφραση αστικής ελευθερίας, μοιάζει να εξυπηρέτησε με περίσσεια συνενοχή αυτή την καταστροφική σπείρα. Αφού, λοιπόν, τόση «πράξη» έχει αποδειχθεί τόσο αντιπαραγωγική, μήπως η απραξία μάς επιφυλάσσει μια καλύτερη τύχη;
Ο στοχαστής Σλαβόι Ζίζεκ τραβάει στα άκρα αυτόν τον συλλογισμό με ένα παράδειγμα από την κβαντική φυσική. «Υπάρχουν», λέει ο Ζίζεκ, «φαινόμενα τα οποία μας αναγκάζουν να σκεφτούμε ότι πρέπει να υπάρχει κάτι (κάποια ουσία) που δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε από ένα δεδομένο σύστημα χωρίς να ΑΥΞΗΣΟΥΜΕ την ενέργειά του. Αυτό το κάτι αποκαλείται πεδίο Χιγκς: άπαξ και εμφανιστεί αυτό το πεδίο σε ένα δοχείο το οποίο έχει κενωθεί και του οποίου η θερμοκρασία έχει πέσει στο χαμηλότερο δυνατό σημείο, η ενέργειά του θα μειωθεί περαιτέρω. Συνεπώς, το “κάτι” που εμφανίζεται είναι ένα κάτι το οποίο περιέχει λιγότερη ενέργεια από το τίποτα». Επομένως, μερικές φορές το μηδέν δεν είναι η «φθηνότερη» κατάσταση ενός συστήματος, με αποτέλεσμα το «τίποτα» να κοστίζει λιγότερο από το «κάτι».

Λίγοι νεοέλληνες, έστω κι αν δεν γνωρίζουν τίποτε από κβαντική φυσική (όπως εγώ που είμαι παντελώς άσχετος), αμφιβάλλουν σήμερα ότι η διατήρηση του κοινωνικού και πολιτικού «Τίποτα» έχει κοστίσει εγκληματικά πολύ στην κοινωνία κι ίσως η εκούσια, συνειδητή απόσυρσή μας από το σύστημα, η απραξία μας, είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαλέσουμε μια αλλαγή. Η πεμπτουσία αυτής της αντίστροφης σχέσης ανάμεσα στο «κάτι» και στο «τίποτα» είναι η προσπάθειά μας να οδηγήσουμε το έλλειμμα και το χρέος στο μηδέν, κατά τας επιταγάς της τρόικας. Η ενέργεια που έχει απαιτηθεί για την υποτιθέμενη μείωσή τους έχει οδηγήσει την οικονομία στο 6% υπό το μηδέν και, αντιθέτως, μέχρι στιγμής έχει μόνον αυξήσει και το έλλειμμα και το χρέος. Είναι μια ενέργεια άδικα σπαταλημένη στην καταστροφή. Είναι ένα «πεδίο Χιγκς» στην οικονομία. Κι εδώ ακριβώς το «τίποτα» αναδεικνύεται ίσως ο μόνος σχετικά ασφαλής μονόδρομος. Η αποχή μας από την εξυπηρέτηση του χρέους είναι ο μόνος τρόπος μείωσής του, ο μόνος δρόμος απελευθέρωσης ενέργειας για την πραγματική οικονομία. Μια αληθινά παραγωγική απραξία, απέναντι στην πιο αντιπαραγωγική αλλά υπερδραστήρια διεθνή τοκογλυφία που έχει ορίσει και το πρόβλημα και το πλαίσιο της λύσης του.

Κατ’ αναλογία, και εφόσον το «πεδίο Χιγκς» της πολιτικής είναι η αναζήτηση εναλλακτικής λύσης για τη χαμένη, άδικα σπαταλημένη ενέργεια στην οικονομία, η πολιτική άρνηση στις ποικίλες μορφές της -από την αποχή μέχρι την απλή και καθαρή ψήφο διαμαρτυρίας- είναι ίσως η μόνη κατάφαση στο ασφυκτικό πλαίσιο απόφασης που έχουν δημιουργήσει η εγχώρια πολιτική ελίτ, οι Ταλιμπάν της δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην Ε.Ε., οι διεθνείς δυνάμεις του «καπιταλισμού της καταστροφής». Είναι μια άρνηση που απορρίπτει το ίδιο το πλαίσιο της απόφασης, αφαιρεί το έδαφος της πολιτικής νομιμοποίησης του νοσηρού κομματικού συστήματος και δημιουργεί μια προσδοκία αλλαγής, αλλά σε ένα πλαίσιο που θα ορίσει η κοινωνία με βάση της ανάγκες της.

Ίσως αυτό που περισσότερο μας απειλεί σήμερα δεν είναι η «παθητικότητα», αλλά η ψευδο-δραστηριότητα, η παρόρμηση να συμμετέχουμε συγκαλύπτοντας το Τίποτα που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Από την άποψη αυτή, η αποχή, το λευκό, το άκυρο, η αντισυμβατική ψήφος δεν έχουν τίποτα το απολίτικο. Είναι μια καθ’ όλα πολιτική πράξη στον βαθμό που μας φέρνει αντιμέτωπους με την κενότητα των σύγχρονων δημοκρατιών. Εξ ου και -όπως λέει ο Σλαβόι Ζίζεκ- «μερικές φορές το πιο βίαιο (άρα και ανατρεπτικό) πράγμα είναι να μην κάνεις τίποτα» (Σλαβόι Ζίζεκ, «Βία: Έξι λοξοί στοχασμοί».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/11/2010)

Στις δέκα το βράδυ επιτέλους εμφανίστηκε στην τηλεόραση ο πρωθυπουργός. Το πρόσωπό του ήταν αλλοιωμένο, με σκαμμένους κύκλους στα μάτια, αποτέλεσμα ολόκληρης εβδομάδας κακού ύπνου, και ωχρό παρ’ όλο το μακιγιάζ σε στυλ φυσικό και υγιές. Κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτί αλλά σχεδόν δεν το διάβασε, του έριχνε μόνο μια ματιά πού και πού για να μη χάσει τον ειρμό της ομιλίας. Αξιότιμοι συμπολίτες, είπε, το αποτέλεσμα των εκλογών που πραγματοποιήθηκαν σήμερα στην πρωτεύουσα ήταν το ακόλουθο, κόμμα της δεξιάς οχτώ τοις εκατό, κόμμα του κέντρου οχτώ τοις εκατό, κόμμα της αριστεράς ένα τοις εκατό, αποχή μηδέν, άκυρα μηδέν, λευκά ογδόντα τρία τοις εκατό… Υπάρχει ακόμη χρόνος να διορθωθεί το λάθος, όχι μέσω μιας νέας ψηφοφορίας, που στην παρούσα κατάσταση θα μπορούσε να αποβεί όχι μόνο ανώφελη, αλλά και αντιπαραγωγική, αλλά μέσω ενός αυστηρού ελέγχου της συνείδησης, στον οποίο, από το δημόσιο αυτό βήμα, καλώ τους κατοίκους της πρωτεύουσας, όλους, άλλους μεν για να μπορέσουν να προστατευτούν καλύτερα από τη φοβερή απειλή που αιωρείται πάνω από τις κεφαλές τους, άλλους δε, είτε είναι ένοχοι είτε αθώοι ως προς τις προθέσεις τους, για να συνέλθουν από τη φαυλότητα στην οποία παρασύρθηκαν άγνωστο από ποιον, σε διαφορετική περίπτωση θα αποτελέσουν τον άμεσο στόχο των κυρώσεων που προβλέπει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης…

Ζοζέ Σαραμάγκου, «Περί Φωτίσεως»

Saturday, November 6, 2010

Άνθρωπος στα σκουπίδια (6/11/2010)

«…Τον άστεγο του Ταύρου οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα του δήμου τον συναντούσαν συνήθως στην οδό Πόντου. Μόνος, ρακένδυτος, πεινασμένος έψαχνε συνήθως τροφή μέσα στους κάδους. “Δεν ξέρω πώς κατέληξε στον κάδο. Δεν είμαι σίγουρος ότι επέλεξε να κοιμηθεί εκεί, γιατί συνήθως τον βλέπαμε να σκύβει μέσα στους κάδους και να ψάχνει στα σκουπίδια για τροφή. Ίσως να ζαλίστηκε ή να υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο, να έπεσε μέσα και μετά να καλύφθηκε από τα σκουπίδια”, είπε ο πρόεδρος των εργαζομένων του Δήμου Ταύρου» (από τις εφημερίδες, Τρίτη, 2-11-2009).

Είναι η είδηση της εβδομάδας, του μήνα, του χρόνου, της εποχής. Δεν έχει τόση σημασία αν ο άστεγος πέθανε φρικτά μέσα στον «μύλο» του απορριμματοφόρου ή εάν «περισυνελέγη» ήδη νεκρός στον κάδο των σκουπιδιών. Και η κυριότερη απορία που αξίζει να διατυπώσει κανείς δεν είναι αν κούρνιασε στη δυσωδία των σκουπιδιών για να κοιμηθεί ή απλώς γλίστρησε εκεί μεθυσμένος, ζαλισμένος ή εμφραγματίας. Η μόνη πραγματική απορία είναι γιατί έχει σημασία και μας προκαλεί σοκ ο θάνατός του, αφού μας άφηνε αδιάφορους, απαθείς ή απλώς συγκαταβατικούς η ζωή του. Η ζωή του μέσα στα σκουπίδια, από τα σκουπίδια, με τα σκουπίδια.

Τα σκουπίδια είναι ένα ακριβές μέτρο του οικονομικού πολιτισμού μας. Είναι ένα μέτρο και του πλούτου και της αθλιότητας που παράγει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, οι υπερπολυτελείς καταναλώσεις στην κορυφή της ταξικής πυραμίδας που παράγουν τόνους σκουπιδιών και τα «ανθρώπινα απορρίμματα» που βρίσκονται στον πάτο της και ψάχνουν στα σκουπίδια να βρουν να φάνε, να ντυθούν ή να μεταπουλήσουν κάτι άχρηστο είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Και σ’ αυτό το σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων συνυπάρχουν όλες οι ενδιάμεσες διαβαθμίσεις κατανάλωσης και στέρησης που παράγει η καπιταλιστική «σκουπιδομηχανή». Είτε στην εποχή της ευημερίας της είτε στην βαθιά ύφεσή της.

Υπάρχει ωστόσο ένα κατώφλι που, όταν το περνάει ένα κοινωνικό «απόρριμμα», τίθενται υπό αίρεση στοιχειώδεις ανθρώπινες ιδιότητές του: επιβίωση, αυτοσεβασμός, αυτοπροστασία, αυτοσυγκράτηση. Το είδαμε αυτό σε μιαν εξίσου φρικτή είδηση πριν από έναν μήνα. Στη δολοφονία αστέγου από άστεγο για μια θέση στο πεζοδρόμιο. Κι αυτή προκάλεσε σοκ, συγκίνηση, απέχθεια. Αλλά περισσότερη απέχθεια προκαλεί η ιδέα να βρεθεί κανείς στη θέση των λίγων χιλιάδων -προς το παρόν- που ζουν αυτή την καθημερινότητα. Αυτό το αίσθημα, αυτός ο φόβος δημιουργεί μια περίεργη συναίνεση μέσα στην μεγάλη κοινωνική «πλειοψηφία» που δεν τη συνδέει τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι απλώς δεν είναι άστεγη. Είτε στεγάζεται σε τακτοποιημένα μπετονένια «κουτιά» των 80 τετραγωνικών είτε σε πολυτελείς επαύλεις των 500 τετραγωνικών. Αυτή η παρηγορητική σκέψη αποκρύπτει το γεγονός ότι σ’ αυτή την εφησυχασμένη «πλειοψηφία» των στεγασμένων οι πολλοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν στη θέση του άστεγου του Ταύρου από τους ελάχιστους για τους οποίους αυτό αποκλείεται.

Αυτή η ματαιόδοξη παρηγοριά μάς ωθεί να υψώσουμε στεγανά απέναντι στην ακραία εξαθλίωση: ελεημοσύνη, φιλανθρωπία, συμπάθεια από τη μια για τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια, τρώνε στα συσσίτια, κοιμούνται στα πεζοδρόμια. Δυσφορία, εκνευρισμός, οργή από την άλλη για τους ανθρώπους που επιμένουν να καθαρίσουν το καθαρό παρμπρίζ του αυτοκινήτου μας, που ζητούν φορτικά να μας πουλήσουν χαρτομάντιλα, που μετέτρεψαν τις άλλοτε παστρικιές γειτονιές μας σε Βαβέλ της φτώχειας, του λαθρεμπορίου και της εγκληματικότητας. Θέλουμε μια απόσταση ασφαλείας από τον «Άλλο», για να ξορκίσουμε τον φόβο ότι μπορεί κάποια στιγμή κι εμείς να γίνουμε «Άλλοι». Αυτή η ιδέα εξανεμίζει την υποτιθέμενη ανεκτικότητά μας, τον ανθρωπισμό μας, τη συμπάθειά μας. Ιδιαίτερα σήμερα, που το «Άλλο» μάς πολιορκεί επικίνδυνα με τη μορφή του μνημονίου, της ύφεσης, της χρεοκοπίας. Τα σκουπίδια μας, χωρίς αμφιβολία, θα μειωθούν. Αλλά οι άνθρωποι στα σκουπίδια θα αυξηθούν. Στις χωματερές θα διεξαχθεί ο επόμενος «πόλεμος» κατανομής του πλούτου. Ή της φτώχειας.

Έτσι, επιλέγουμε τη στάση της Γουίνι, της ηρωίδας του Μπέκετ στις «Ευτυχισμένες μέρες», που, χωμένη μέχρι τη μέση σ’ έναν σωρό από σκουπίδια, εξακολουθεί να αναπολεί ένα παρελθόν ευημερίας και να νιώθει περήφανη γι’ αυτό, να βομβαρδίζει με ευτυχισμένες αναμνήσεις τον σιωπηλό της σύζυγό της Γουίλι, αρνούμενη να αποδεχθεί ότι κάποτε τα σκουπίδια θα φτάσουν μέχρι τον λαιμό -όπως συμβαίνει πράγματι στη δεύτερη πράξη του έργου- κι ύστερα μπορεί να την καταπιούν εντελώς. Στο μεταξύ, δεν βλέπουμε ότι η «σκουπιδομηχανή» δουλεύει ακατάπαυστα, ότι ο μύλος του «απορριμματοφόρου» συνθλίβει συνεχώς τα καινούργια του σκουπίδια μέχρι να τ’ αδειάσει στη χωματερή.

Άνθρωπος στα σκουπίδια, λοιπόν. Δεν έχουμε ακόμη εξοικειωθεί με την ιδέα; Θα έπρεπε. Η βασική τάση της αστικής «σκουπιδομηχανής» είναι ακριβώς αυτή. Κάθε προσπάθεια να διατηρηθεί και να αυξηθεί ο πλούτος των ατόμων, των τάξεων, των χωρών απαιτεί και προϋποθέτει μια ισοδύναμη παραγωγή σκουπιδιών, μια ανάλογη και ίσως πολλαπλάσια εξώθηση ατόμων, τάξεων, εθνών και κρατών στις χωματερές της οικονομίας και της κατανάλωσης. Συμβαίνει στη μικροκλίμακα της γειτονιάς – κάθε μια έχει τον άστεγό της, τον ρακοσυλλέκτη της, τον «σκουδοφάγο» της. Συμβαίνει και στη μεγάλη κλίμακα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας που έχει τα έθνη-σκουπίδια, τα κράτη-παρίες.

Αν παρατηρήσουμε τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών, θα εντοπίσουμε αρκετούς επάλληλους κύκλους παραγωγής «σκουπιδιών». Πριν φτάσουμε στα ανθρώπινα σκουπίδια, η «σκουπιδομηχανή» έσπρωξε στη χωματερή πολλά άλλα πράγματα. Πρώτα μετέτρεψε σε σκουπίδια αξίες: μετοχές εταιρειών, ομόλογα τραπεζών, αξίες ακινήτων. Και μαζί τους, τις ίδιες της εταιρείες, τις τράπεζες, τα ακίνητα. Και μαζί με τα «χαρτιά» -τις κινητές και ακίνητες αξίες που κατρακύλησαν στη χρηματιστηριακή χωματερή- σπρώχτηκαν στην ανακύκλωση οι ίδιοι οι άνθρωποι που εξαρτούσαν την ύπαρξή τους από τις αξίες: οι εργαζόμενοι, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ιδιοκτήτες των κατασχεμένων ακινήτων στις ΗΠΑ.

Έπειτα, ακολουθώντας το ντόμινο της κρίσης, πήραν τον δρόμο της χωματερής τα κρατικά ομόλογα. «Σκουπίδια» τα ελληνικά ομόλογα, πρώτα και καλύτερα στην έκρηξη της παγκόσμιας κρίσης χρέους. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι μαζί με τη «σκουπιδοποίηση» των κρατικών ομολόγων σπρώχνονται στην παγκόσμια χωματερή χώρες, κοινωνίες ολόκληρες. Σκουπίδι, λεκές της ευρωπαϊκής «καθαρότητας» για μήνες η Ελλάδα, πριν βρεθούν στην παρέα της και οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί. Στον κάδο των χωρών-σκουπιδιών αλιεύουν υλικά ανακύκλωσης μόνον οι πιστωτές τους.

Ζούμε τον τελευταίο κύκλο παραγωγής σκουπιδιών. Η «σκουπιδομηχανή» έχει ξεπεράσει τον εαυτό της σε ευρηματικότητα. Διαβάζοντας προσεκτικά κανείς τους νέους όρους που επιδιώκει να επιβάλει στην Ε.Ε. η γαλλογερμανική αυτοκρατορία, μπορεί να δει ζοφερό μέλλον μιας χωματερής χωρών. Η Ευρωζώνη που σχεδιάζεται μέσω του νέου Συμφώνου Σταθερότητας («σκουπίδι» το είχε αποκαλέσει κι αυτό, κατά σύμπτωση, κορυφαίος ευρωκράτης στο ζενίθ της κρίσης) σπρώχνει τουλάχιστον μια δεκάδα χωρών στη θέση των σκουπιδιών της Ευρωζώνης. Ο μηχανισμός της ελεγχόμενης χρεοκοπίας που προωθεί με πάθος η Μέρκελ σαν μελλοντικό όρο ύπαρξης του ευρώ δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία μιας νομισματικής χωματερής, προσεκτικά και οικολογικά απομακρυσμένης από τον «πράσινο» παράδεισο των ηγεμονικών, πλεονασματικών χωρών. Μια νομισματική χωματερή στην οποία θα εξωθούνται οι ελλειμματικές, υπερχρεωμένες χώρες, καταδικασμένες να επιβιώνουν μόνο με όσα υλικά κατάλληλα προς «ανακύκλωση» διαθέτουν: φθηνά παραγωγικά χέρια, δημόσια περιουσία, φυσικούς πόρους, τουριστικά αξιοποιήσιμο πολιτισμό.

Ζούμε ήδη στη χωματερή. Κάποιοι ακόμη στις παρυφές της, άλλοι ήδη στα βαθύτερα στρώματά της, όπου αποσυντίθενται τα οργανικά στοιχεία του οικονομικού μας πολιτισμού: το κοινωνικό κράτος, η πρόνοια, ο κατώτατος μισθός, η συλλογική σύμβαση, η ασφάλιση, η δημόσια υγεία και παιδεία, η αρωγή των αδυνάτων, οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν βρεθεί στον πάτο της χωματερής. Θα περιμένουμε την αυτανάφλεξη; Μήπως να κάνουμε κάτι πιο δραστικό; Αρχίζοντας, για παράδειγμα, από το απλούστερο. Ν’ αγγίξουμε τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια της γειτονιάς, πριν τους μαζέψει το απορριμματοφόρο.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/11/2010)

ΧΑΜ: …Έχω μια σταγόνα νερό μες στο κεφάλι μου, (Παύση). Μια καρδιά, μια καρδιά μες στο κεφάλι μου. (Παύση.)
ΝΑΓΚ, χαμηλόφωνα: Άκουσες; Μια καρδιά μες στο κεφάλι του!
(Γελάει πνιχτά, προσέχοντας μην ακουστεί).
ΝΕΛ: Δεν πρέπει να γελάς με κάτι τέτοια, Ναγκ. Γιατί τα κοροϊδεύεις πάντα;
ΝΑΓΚΙ: Όχι τόσο δυνατά!
ΝΕΛ, χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή της: Παραδέχομαι πως δεν υπάρχει αστειότερο πράγμα απ’ τη δυστυχία. Αλλά…
ΝΑΓΚ, πολύ ενοχλημένος: Α!
ΝΕΛ: Ναι, ναι, δεν υπάρχει τίποτα κωμικότερο στον κόσμο. Και στην αρχή μας κάνει να γελάμε, να γελάμε με την καρδιά μας. Αλλά είναι όλο τα ίδια και τα ίδια. Είναι σαν το χωρατό που τ’ ακούς ξανά και ξανά, εξακολουθείς να το βρίσκεις πετυχημένο, αλλά δεν γελάς πια…

Σάμουελ Μπέκετ, «Τέλος του παιχνιδιού»

Saturday, October 30, 2010

Φειδιππίδης (30/10/2010)

Υπήρξε ή δεν υπήρξε, μύθος ή υπερμεγεθυμένη πραγματικότητα, ο Φειδιππίδης είναι περισσότερο ένα ιδεολογικό μνημείο της νεωτερικότητας, παρά της κλασικής Αθήνας της άμεσης πολιτικής δημοκρατίας. Άλλωστε, την ιστορία του δεν τη διηγείται κανένας σύγχρονός του. Ο Ηρόδοτος έγραψε την ιστορία των Περσικών Πολέμων πενήντα χρόνια μετά το μυθικό ξεψύχισμα του νεαρού ημεροδρόμου, και οι επόμενοι που έδωσαν παραλλαγές του «γεγονότος» έζησαν μέχρι και τέσσερις αιώνες αργότερα. Ο ίδιος ο Ηρόδοτος δεν κάνει καμία αναφορά στον «μαραθώνιο» του Φειδιππίδη, για κάποιον Θέρσιππο τον Ερχιέα μιλάει ο Πλούταρχος, για έναν οπλίτη Ευκλέα κάνει λόγο ο Λουκιανός. Άλλωστε, αν και οι αρχαίοι ημών ήταν αθλητικοί τύποι, κανείς δεν σκέφτηκε να καθιερώσει «μαραθώνιο» προς τιμήν του Φειδιππίδη στους αρκετούς αιώνες μετά τη μάχη του Μαραθώνα που συνεχίστηκαν οι Ολυμπιακοί και άλλοι «ιεροί» αγώνες. Ο μαραθώνιος εφευρίσκεται στα τέλη του 19ου αιώνα, στην ακμή της βιομηχανικής εποχής, από ανθρώπους που θέλουν να δώσουν μια γερή δόση ιδεολογικού ρομαντισμού στον ραγδαία αναπτυσσόμενο καπιταλιστικό κόσμο.

Τι είναι, άλλωστε, ο Φειδιππίδης; Ένας άνθρωπος που φτάνει στα όρια της αντοχής του. Αναμετριέται με τις φυσικές του δυνάμεις, όπως οι προλετάριοι της βιομηχανικής αλυσίδας που δούλευαν ακόμη 10 και 12 ώρες τη μέρα, τα παιδιά-εργάτες της βικτοριανής Αγγλίας που τρύπωναν στις στενές στοές των ανθρακωρυχείων, οι εργάτες της γραμμής παραγωγής της Φορντ και του επιστημονικού μάνατζμεντ του Τέιλορ, ο Σταχάνοφ και οι σταχανοβίτες της Σοβιετικής Ένωσης που θυσίαζαν και την τελευταία ικμάδα τους για την αύξηση της παραγωγής. Ο Φειδιππίδης, εν ολίγοις, είναι περισσότερο μια βιολογική μηχανή που δοκιμάζουμε τις επιδόσεις της μέχρι τα άκρα για τις ανάγκες του πολιτισμού της μεγέθυνσης, παρά ένα πρότυπο αυτοθυσίας που αντιστοιχεί στον κλασικό πολιτισμό του μέτρου.

Άλλωστε, ακόμη κι αν υπήρξε ο Φειδιππίδης, ακόμη κι αν ήταν ένας από τους 10.000 ανώνυμους Αθηναίους που παρατάχθηκαν απέναντι σε 50.000 Πέρσες, ακόμη κι αν δεν χρειάστηκε να τρέξει μόνος τα 42 και κάτι χιλιόμετρα της διαδρομής μεταφέροντας το «Νενικήκαμεν» (αφού, έτσι κι αλλιώς, σχεδόν όλος ο αθηναϊκός στρατός έσπευσε μετά τη νίκη του αυθημερόν στην Αθήνα για να αποτρέψει μια περσική αντεπίθεση), ακόμη κι αν ισχύουν όλα αυτά, ας αναρωτηθούμε τι ακριβώς υπεράσπιζε ο Φειδιππίδης και όλη η Αθηναϊκή νεολαία που παρατάχθηκε στον Μαραθώνα; Υπερασπιζόταν μια οικονομικά ακμάζουσα πόλη και ταυτόχρονα μια πολιτική δημοκρατία που αντιστάθμιζε με πολιτική ισχύ όσα η οικονομική ακμή στερούσε από τους φτωχότερους πολίτες. Μπορεί η αθηναϊκή δημοκρατία να μην κατάφερε ποτέ να μεταφράσει σε κοινωνική ισότητα αυτό το ισοζύγιο οικονομίας και δημοκρατίας, αλλά αυτό που παρείχε στους πολίτες της -έστω και χάρη στην παραγωγική δραστηριότητα των δούλων που προσέφερε στους ελεύθερους Αθηναίους άφθονο ελεύθερο χρόνο- ήταν κάτι μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ίσως να παραμένει ακόμη και σήμερα μοναδικό.

Ο Ηρόδοτος εξηγεί μ’ αυτό ακριβώς το κριτήριο δύο φορές το νόημα της αυτοθυσίας και του ρίσκου που έπαιρναν οι μάχιμοι Αθηναίοι. Πρώτα, μιλώντας για τους χιλιάδες ανώνυμους «Φειδιππίδες», αναδεικνύει ένα κίνητρο συλλογικό, που γίνεται απολύτως όμως απολύτως ατομικό: «Γιατί καθένας ένιωθε ότι, πολεμώντας γα μια ελεύθερη κοινοπολιτεία, πολεμούσε στην πραγματικότητα για τον εαυτό του». Κι έπειτα, παρουσιάζοντας την επιχειρηματολογία του Μιλτιάδη για να κερδίσει την κρίσιμη ψήφο του στρατηγού Καλλιμάχου υπέρ της άμεσης αναμέτρησης με τους Πέρσες: «Αν υποταχτούμε στους Πέρσες, ο Ιππίας θ’ αναλάβει πάλι την εξουσία, και δεν υπάρχει αμφιβολία πόση δυστυχία θα μας φέρει». Περισσότερο απ’ τους Πέρσες, τον Μιλτιάδη τον ανησυχεί η επιστροφή της τυραννίας στο πρόσωπο του προδότη Ιππία, γιου του Πεισίστρατου. Πατρίδα είναι, τελικά, η πολιτική δημοκρατία, με όλες τις οικονομικές και κοινωνικές υπεραξίες που αυτή απέδωσε στην Αθήνα.

Απ’ αυτή την άποψη, ο Φειδιππίδης (ή Φιλιππίδης) πράγματι έτρεξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, έτρεξε με τα πόδια κι έτρεξε και με το μυαλό ν’ αναγγείλει μια νίκη μοναδική, νίκη που επιτεύχθηκε όχι στο πεδίο του Μαραθώνα, αλλά μέσα στην Ακρόπολη, η οποία μετατράπηκε από Αγορά σε ένα μοναδικό πολιτικό εργαστήριο της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό και πρέπει να θεωρήσουμε εξίσου ετεροχρονισμένη, νεωτερική- σχεδόν βιομηχανική- με τη μυθολογία του Φειδιππίδη την άποψη που ερμηνεύει τη μάχη του Μαραθώνα ως συμπύκνωμα της σύγκρουσης των πολιτισμών, της αναμέτρησης Δύσης και Ανατολής. Άποψη που δίνει στην έκβαση της μάχης του Μαραθώνα τη διάσταση ενός διαχρονικού τροπαίου για τον δυτικό, αστικό πολιτισμό.

Το προφανές σ’ αυτή τη σύγκρουση είναι πως στη δεσποτική, αυταρχική και επιθετική ανισότητα των «βάρβαρων Περσών» αντιπαρατέθηκε με επιτυχία η ελεύθερη, αβίαστη και δημοκρατική ισότητα των «πολιτισμένων Αθηναίων». Ασία εναντίον Ευρώπης, σημειώσατε 2. Είναι μια βολική ερμηνεία της ιστορίας που αποκρύπτει, βεβαίως, ότι από τον κύκλο της οικονομικής και κοινωνικής παρακμής πέρασαν έτσι κι αλλιώς πολλά αυταρχικά βασίλεια της Ασίας, αλλά και πολλές ώριμες δημοκρατίες της Ευρώπης. Ακόμη και η ίδια η Αθήνα, ιδιαίτερα όταν επιχείρησε να εξαργυρώσει την ακμή της με ιμπεριαλισμό. Επέκτεινε τη μηχανή του πλουτισμού της στους εταίρους και συμμάχους της, αλλά την άμεση δημοκρατία της την κράτησε ζηλόφθονα για τον εαυτό της, οδηγώντας την τελικά στον μαρασμό. Όταν οι Αθηναίοι έπαψαν να εξαρτούν την οικονομική τους ευμάρεια από τη λειτουργία της δημοκρατίας, την εγκατέλειψαν.

Ο δυτικός πολιτισμός, αν υποθέσουμε ότι απαρχή του ήταν η νίκη στον Μαραθώνα (όπως ισχυρίζονται οι θιασώτες της σύγκρουσης των πολιτισμών που οραματίζονται μιαν επανάληψή της στο Ιράν ή ακόμη και στην Κίνα), έχει προ πολλού υποκαταστήσει την «Ανατολή» στον δεσποτισμό, την απληστία, τον επεκτατισμό, την επιθετικότητα. Ακόμη και με το πρόσχημα της εξαγωγής της δημοκρατίας. Με τη ματιά του Φειδιππίδη, αν υποθέσουμε ότι ένας «Φειδιππίδης» των κλασικών χρόνων βρισκόταν ανάμεσά μας, μεταξύ Ανατολής και Δύσης σήμερα έχει γίνει μια θεαματική αντιστροφή. Ανάμεσα στις κοσμοθεωρίες του Κροίσου και του Σόλωνα, όπως τις παραθέτει ο Ηρόδοτος στον περίφημο διάλογο στις Σάρδεις, έχει επέλθει μια αντιμετάθεση. Στη θέση του άπληστου Κροίσου, που θεωρεί τη διαρκή αύξηση του πλούτου πηγή ευτυχίας, δεν βρίσκεται απαραίτητα ένας Ασιάτης δικτάτορας που λεηλατεί τον πλούτο της χώρας του και των γειτόνων του. Είναι οι ηγέτες και οι ιθύνουσες τάξεις των άπληστων δυτικών δημοκρατιών που φέρνουν την καπιταλιστική οικουμένη σε μια κατάσταση διαρκούς ανισορροπίας, αλλεπάλληλων κρίσεων και διεθνών εντάσεων που ελάχιστα απέχουν από το να εξελιχθούν σε πολεμικές. Και, αντιστρόφως, στη θέση του Σόλωνα που έχει αφήσει πίσω στην Αθήνα μια «σεισάχθεια», που δεν αρνείται τον πλούτο, αλλά δεν τον θεωρεί και απόλυτη συνάρτηση της ανθρώπινης ευτυχίας, μπορεί να δει κανείς τυραννίσκους και απολυταρχίες οι οποίες προσεγγίζουν με περισσότερο ρεαλισμό την ανάγκη της συνύπαρξης.

«Όλα τα αγαθά του ανθρώπου είναι στα χέρια της σύμπτωσης», λέει ο Σόλων στον Κροίσο και του θυμίζει, σε εκείνη την πολύ πρώιμη εποχή παγκοσμιοποίησης των κλασικών χρόνων, ότι η αλληλεξάρτηση των ανθρώπων, αλλά και των χωρών είναι τέτοια ώστε η συμφιλίωση και η συνεργασία γίνεται μονόδρομος επιβίωσης. «Όπως καμιά χώρα δεν έχει απόλυτη αυτάρκεια, παράγοντας όλα όσα χρειάζεται, αλλά έχει το ένα, της λείπει το άλλο… έτσι και στην περίπτωση του ανθρώπου. Ως άτομο κανένας δεν είναι αυτάρκης. Έχει το ένα; Του λείπει το άλλο». Απ’ αυτή τη ρεαλιστική σύλληψη του αλληλένδετου κόσμου η Δύση, που υποτίθεται πως γεννήθηκε στον Μαραθώνα και βαπτίστηκε στο ξεψυχισμένο «Νενικήκαμεν» του Φειδιππίδη, απέχει παρασάγγας. Αντίθετα, πιο κοντά της βρίσκονται πολλοί από τους «Πέρσες βασιλείς» της αναδυόμενης Ανατολής και του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Έτσι, καθώς οι σύγχρονοι «Φειδιππίδες» διασχίζουν τα τελευταία χιλιόμετρα του μαραθωνίου τους, καθώς αναμετριούνται με τα όρια της αντοχής και της ύπαρξής τους παρέχοντας «γην και ύδωρ» στους σωτήρες, εταίρους και συμμάχους της πατρίδας, καλό θα είναι να κοντοσταθούν και ν’ αναρωτηθούν, πριν βγει η τελευταία τους ανάσα: Τι ακριβώς υπερασπίζονται;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (30/10/2010)

…Τώρα βλέπω ότι εσύ έχεις μεγάλα πλούτη κι είσαι βασιλιάς πολλών ανθρώπων. Όμως, εκείνο που με ρώτησες είναι πρόωρο να το πω για σένα πριν μάθω ότι η ζωή σου βρήκε καλό τέλος. Γιατί ο πάμπλουτος δεν είναι πιο ευτυχισμένος απ’ αυτόν που έχει μόνο το καθημερινό του, αν δεν τον συντροφεύει τύχη που του χαρίζει ευτυχισμένα τα τέλη της ζωής του. Γιατί πολλοί ζάπλουτοι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, αντίθετα πολλοί, σε μέτρια κατάσταση, είναι ευτυχισμένοι… Κι όποιος απ’ αυτούς στο διάβα της ζωής έχει τα περισσότερα και κατόπιν φύγει από τη ζωή ευχαριστημένος, αυτός δικαιούται, βασιλιά μου, να του δώσω τον χαρακτηρισμό που ζητάς. Και πρέπει να παρατηρούμε το κάθε τι στο τέλος του τι έκβαση θα έχει. Γιατί ο θεός, πολλούς, αφού τους ξεγέλασε με μια δόση ευτυχίας, τους γκρέμισε συθέμελα.

Ηροδότου Ιστορίαι, (Κλειώ, Ι31)

Saturday, October 23, 2010

ΚΟΛΑΣΗ, ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ, ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ (23/10/2010)

Υπάρχει μια ιδιαίτερη σημειολογική σχέση ανάμεσα στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη δοξασία του καθολικού δόγματος για την ύπαρξη μια ενδιάμεσης κατάστασης μεταξύ κόλασης και παράδεισου, του καθαρτήριου. Για την ανατολική χριστιανική παράδοση τα πράγματα είναι σαφή. Κόλαση για τους αμαρτωλούς, παράδεισος για τους αγνούς. Η παπική Εκκλησία εφηύρε έναν προθάλαμο για όσους προορίζονται για τον παράδεισο και πεθαίνουν έχοντας μεν τη θεία χάρη, ωστόσο τους επιβάλλεται μια κατάσταση βασανιστικής αναμονής για μεμονωμένα αμαρτήματα πριν περάσουν στον παράδεισο. Πόσο διαρκεί αυτή η κατάσταση, δεν είναι σαφές. Ωστόσο, το timing της πίστεως (της θρησκευτικής, όχι της τραπεζικής), ως γνωστόν, παίζει πολύ με την αιωνιότητα. Η αναμονή στο καθαρτήριο, λοιπόν, μπορεί να είναι μακρά, μέχρι και αιώνια.


Η ΕΟΚ,
από τότε που ιδρύθηκε από τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη της κεντρικής Ευρώπης και αφότου άρχισε να διευρύνεται, για να δελεάσει τα νεαρότερα υποψήφια μέλη, παρουσίαζε την ενιαία αγορά που «οικοδομούνταν» γύρω από τη Γερμανία, τη Γαλλία και τις άλλες πρώην αποικιοκρατικές χώρες σαν έναν υπό ανέγερση παράδεισο. Όσοι θυμούνται την επιχειρηματολογία των ακραιφνών ευρωπαϊστών της δεκαετίας του ’70 και του ’80 μπορούν να ανακαλέσουν τις γραφικές ατάκες για τα «χρυσά κουτάλια» με τα οποία θα έτρωγαν εντός της ΕΟΚ χώρες σαν την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και τη θωράκιση της δημοκρατίας που συνεπαγόταν η ένταξη ειδικά γι’ αυτές τις τελευταίες πρώην δικτατορίες της Ευρώπης. Χρυσά κουτάλια δεν προέκυψαν, ωστόσο αρκετά χρήματα από τα γενναιόδωρα (υποτίθεται) κοινοτικά πακέτα διοχετεύτηκαν σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που σήμερα περιγράφεται περίπου ως συμπύκνωμα των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων: οκνηρία, αλαζονεία, απληστία, λαιμαργία, οργή, λαγνεία, φθόνος. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο από αυτά που δεν έχει αποδοθεί στην Ελλάδα και τους Έλληνες (αφού όλοι μαζί τα φάγαμε…) και μερικά ακόμη μαύρα πρόβατα της Ε.Ε. Καθολικής έμπνευσης και τα θανάσιμα αμαρτήματα, όπως και το καθαρτήριο, έδωσαν ιδεοληπτική τροφή στην προτεσταντική (καπιταλιστική) ηθική της Μέρκελ (η οποία όμως είναι καθολική μέχρι μυελού οστέων). Πάντως, ούτε τα αμαρτήματα ούτε τα συγχωροχάρτια που μοίραζε το ιερατείο των Βρυξελλών για χρόνια στις ελληνικές κυβερνήσεις για το νεωτερικό (φιλελεύθερο) ζήλο τους και τον αναπτυξιακό τους πρωταθλητισμό μάς οδήγησαν στον παράδεισο.


ΤΕΛΙΚΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό που οι περιφερειακές χώρες εξέλαβαν σαν μήλο της γνώσης και δάγκωσαν με αληθινή λαιμαργία αποδείχθηκε δηλητηριώδες. Ο απολογισμός είναι καταστροφικός, ιδιαίτερα της τελευταίας εικοσαετίας, από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και μετά. Κι ακόμη περισσότερο μετά την πλήρη εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας, την εισαγωγή του ευρώ και την εδραίωση της πανευρωπαϊκής κυριαρχίας της ενιαίας Γερμανίας. Η Ελλάδα αποτελεί case study αυτής της καταστροφής, αλλά δεν είναι η μοναδική περίπτωση στο σύνολο των 27 χωρών της Ε.Ε. Αποβιομηχάνιση, παραγωγική παρακμή, αποικιοποίηση, σταθερά υψηλή ανεργία, σταδιακή απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, διπλωματικός εγκλωβισμός στον ευρωατλαντισμό και τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς του, απουσία αυτόνομου γεωπολιτικού στίγματος, δραματικός περιορισμός της κυριαρχίας, διαιώνιση των πάγιων διπλωματικών εντάσεων (Τουρκία, Κύπρος, Σκόπια), διεύρυνση των ενδοευρωπαϊκών ανισοτήτων, μετατροπή της χώρας σε υποδοχέα τεράστιων μεταναστευτικών ροών, εκμαυλισμός των κοινωνικών στρωμάτων με τον μηχανισμό των επιδοτήσεων, διόγκωση των πιο παρασιτικών τμημάτων του κεφαλαίου (τραπεζικό big bang), υποβάθμιση της δημοκρατίας, απαξίωση του κράτους πρόνοιας, διασυρμός και εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, θεοποίηση του ιδιωτικού, αποσάθρωση κάθε μηχανισμού κοινωνικής αλληλεγγύης, επιδοτούμενη αποψίλωση της αγροτικής οικονομίας… Ο μακρύς κατάλογος των αναπηριών που αφήνει η ευρωπαϊκή μας θητεία δεν είναι απλώς η παρένθεση της συγκυρίας μιας υπό χρεοκοπία χώρας που δεν τήρησε τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Είναι το κατάντημά της ακριβώς επειδή τους τήρησε.

ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η ηγεσία της Ε.Ε. (για να ακριβολογούμε: το γερμανικό imperium με το γαλλικό του συμπλήρωμα στην Ε.Ε.) προσέφεραν για χρόνια στα περιφερειακά κράτη-μέλη της Ένωσης μια μικρή κόλαση σε συσκευασία παραδείσου. Η κατάσταση αυτής της κόλασης, που περιείχε γερές δόσεις ψευδο-παραδείσου, θυμίζει το ανέκδοτο με τον αμαρτωλό που ξεναγείται από τον Διάβολο στην Κόλαση και επιλέγει το μαρτύριο που του φαίνεται πιο ανώδυνο: οι αμαρτωλοί απλώς επιπλέουν σε έναν βούρκο με περιττώματα. «Θα μείνω εδώ», λέει ο αμαρτωλός, αλλά όταν μπαίνει στο δυσώδες spa, ακούει τη φωνή του δαίμονα- δεσμοφύλακα να διατάζει: «Οκέι, μάγκες! Το διάλειμμα τελείωσε. Τα κεφάλια μέσα!».

ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΥΤΟΥ του κολασμένου ψευδο-παραδείσου δεν ήταν απλά η στρέβλωση της γραμμής της οικονομικής προόδου. Ήταν μια ανθρωπολογική καταστροφή που συντελέστηκε (και συντελείται) με τη συστηματική καταστροφή των κοινωνικών ιδιοτήτων και παραγωγικών δεξιοτήτων εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτών που ξεριζώθηκαν από τις χώρες του (αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού για να γίνουν φτηνό ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό για τις πιο ανεπιθύμητες και κακοπληρωμένες δουλειές. Αυτών που είδαν τις θέσεις εργασίας τους να μεταναστεύουν στην Άπω Ανατολή. Των νέων που ξεπατώθηκαν να συγκεντρώνουν τίτλους σπουδών καμένους στο καζάνι των «ανοικτών επαγγελμάτων». Των επίδοξων επιχειρηματιών που είδαν τις επιχειρήσεις τους να τελειώνουν μαζί με την επιδότηση. Των αγροτών που μετατρέπονται σε εισοδηματίες ή «καλλιεργητές» φωτοβολταϊκών πάρκων. Των υπό απόλυση 490.000 Βρετανών δημοσίων υπαλλήλων. Των νεαρών Γάλλων που βλέπουν στην παράταση του εργασιακού βίου των πατεράδων τους τη δική τους ισόβια εργασιακή αιχμαλωσία.

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ. Κόλαση; Παράδεισος; Πείτε το όπως θέλετε. Το σίγουρο είναι πως οι ευρωπαϊκές πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ το βλέπουν με τον τρόπο που το έβλεπε ο Σαρτρ: Η κόλαση είναι οι άλλοι. Όλοι οι άλλοι που αποκλίνουν από τους κανόνες του κατά Ρομάνο Πρόντι ηλίθιου Συμφώνου Σταθερότητας. Οι κοινωνίες που αντιδρούν και αμαρτάνουν θα θεραπευτούν μ’ ένα καυτό ντους καθαρτηρίου πυρός. Η θεραπεία που προτείνεται για τις αμαρτίες της Ευρώπης είναι μια βασανιστική αναμονή σ’ ένα καθαρτήριο μικρών και μεγάλων τιμωριών. Μια ματιά στις προτάσεις της Κομισιόν και, πολύ περισσότερο, στις επίμονες εισηγήσεις της Γερμανίας για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας αποκαλύπτει την αίθουσα του μαρτυρίου: Οι χώρες με υπερβολικό έλλειμμα θα τιμωρούνται με πρόστιμο 0,2% του ΑΕΠ για κάθε έτος απόκλισης από το ιερό 3%. Οι χώρες με υπερβολικό χρέος θα τιμωρούνται με άλλο τόσο πρόστιμο αν δεν επιτυγχάνουν σταθερή μείωσή του. Οι χώρες με «μακροοικονομικές ανισορροπίες», λειψή «ανταγωνιστικότητα», «μη ορθή οικονομική πολιτική» (!) θα επιβαρύνονται και με άλλες χρηματικές ποινές. Κι ακόμη περισσότερο, λένε οι Γερμανοί, θα τους στερείται το δικαίωμα ψήφου ή θα υποβάλλονται σε ελεγχόμενη χρεοκοπία, υποχρεωτική επαναδιαπραγμάτευση χρέους με όρους που θα είναι υπόθεση αποκλειστικά του Διευθυντηρίου των Βρυξελών και των πιστωτών. Ποιο είναι το νόημα αυτής της ατέλειωτης τιμωρίας που με μαθηματική ακρίβεια μεγεθύνει τις δημοσιονομικές αναπηρίες των πιο αδύναμων, ελλειμματικών χωρών; Η ανάκαμψη της Ευρωζώνης; Από πού θα προέλθει; Από ποια εισοδήματα όταν αυτά ουσιαστικά κατάσχονται ή από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία ή από τους πιστωτές; Ποιον άλλον εξυπηρετεί; Τις κοινωνίες; Υπάρχει κάποια υπόσχεση για μέρισμα ευημερίας έστω στο απώτατο μέλλον; Όχι! Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν παραιτηθεί ακόμη και από την προσπάθεια να υποσχεθούν κάτι. Έχουν φορέσει ένα σιδερένιο προσωπείο που φλερτάρει επικίνδυνα με τον οικονομικό εθνικισμό και τον ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό. Το ευρωπαϊκό όραμα της Μέρκελ και του Σαρκοζί υπερασπίζεται με πάθος τις γερμανικές και γαλλικές εξαγωγές και υπόσχεται στα περισσότερα μέλη της Ε.Ε. το μέλλον ενός κράτους-παρία που θα υποχρεούται απλώς να εμφανίζει καλά λογιστικά βιβλία. Την ώρα που ομνύει στην ενιαία οικονομική διακυβέρνηση των 500 εκατομμυρίων Ευρωπαίων, αλληθωρίζει προς την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, όπως αποκάλυψε το παραλήρημα της Μέρκελ κατά της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας» και των «απροσάρμοστων» αλλοδαπών της χώρας της. Οι απόψεις που διατυπώνει η καγκελάριος της χώρας-πρότυπο της Ε.Ε., τώρα που οι στρατιές των ανειδίκευτων «αλλοθρήσκων» περισσεύουν και οι φθηνές θέσεις εργασίας των γερμανικών εργοστασίων μεταναστεύουν στην Ανατολή, θυμίζουν ανατριχιαστικά τη ρατσιστική ρητορεία που επικρατούσε στη χώρα της πριν από 70 χρόνια, με τη γνωστή κατάληξη…

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ, λοιπόν, για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να μπουν πειθαρχικά κι αδιαμαρτύρητα στο καθαρτήριο των Βρυξελών όταν δεν υπάρχει η πιο αμυδρή ελπίδα, η παραμικρή υπόσχεση ότι θα είναι προσωρινό; Τι νόημα έχει η ίδια η Ε.Ε., ακόμη κι αν τη φανταστούμε με τακτοποιημένα δημοσιονομικά και καθαρά βιβλία, άψογα τηρούμενους κανόνες, αν δεν έχει κάποια ασφαλή και σύντομη έξοδο στον Παράδεισο; Αν το μόνο που έχει να υποσχεθεί στις κοινωνίες είναι η επιδείνωση της των όρων ύπαρξής τους, γιατί δεν προσφέρει την τελευταία της υπηρεσία στους Ευρωπαίους, την αναίμακτη αυτοδιάλυσή της;