Monday, April 27, 2009

Η Ελλάδα, μια παρα-χώρα (25/4/2009)

Η φίλη μου η Δώρα, που εδώ και πολλά χρόνια κινείται μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας, χωρίς να τρέφει ιδιαίτερα αισθήματα συμπάθειας στον ανεπτυγμένο κεντροευρωπαϊκό καπιταλισμό, χωρίς να υποκύπτει στη μοντερνιστική του γοητεία και χωρίς να πάψει να νοσταλγεί έστω και για ένα λεπτό την πατρίδα της, έχει εδώ και μερικούς μήνες επισημάνει ότι στην Ελλάδα ταιριάζει η πρόθεση «παρά». Είναι στην κυριολεξία μία «παρα-χώρα». Και δεν εννοεί καθόλου την κατά Καστοριάδη «ελληνική ιδιαιτερότητα» – ευχής έργον θα ήταν να είχε επιβιώσει έστω και ένα ψήγμα απ’ αυτήν. Ούτε εννοεί την εθνική απόχρωση, που υπάρχει ούτως ή άλλως στον καπιταλισμό κάθε ευρωπαϊκού έθνους-κράτους, αν υποθέσουμε ότι τουλάχιστον αυτά που είναι ενταγμένα στην Ε.Ε. συνιστούν ένα ευρωπαϊκό κοινωνικοοικονομικό μοντέλο. Η Ελλάδα είναι κάτι πέρα από αυτό και παρά αυτό. Είναι μια γενική απόκλιση από τον κανόνα. Ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δίνει σ’ εμάς που ζούμε εντός της. Ενδεχομένως αυτό το φαινόμενο να είναι ένας αντίστροφος σοβινισμός, το καθίζημα μιας εθνικιστικής ουτοπίας που υπονοεί ότι αυτή η χώρα, αυτό το έθνος, αυτή η κοινωνία άξιζε μια καλύτερη τύχη απ’ αυτήν που έχει, δικαιούτο έναν προορισμό αντίστοιχο του παρελθόντος της. Ότι θα έπρεπε να είναι μια οικονομική, στρατιωτική ή τουλάχιστον μια πολιτιστική υπερδύναμη. Ωστόσο, ο υπερτροφικός εθνικός μας μύθος ελάχιστα ταιριάζει με την ιστορική πραγματικότητα του ελληνικού κράτους των 180 χρόνων. Έστω κι έτσι όμως, και με δεδομένες τις μεγάλες αποκλίσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αποτελεί πανευρωπαϊκό παράδοξο (πάλι η πρόθεση «παρά») το γεγονός ότι η «παρα-χώρα» αυτή στις περισσότερες διαστάσεις της παραμένει στη σφαίρα του «παρά»: Χώρα του παρακράτους, της παραπαιδείας, της παραοικονομίας, της παραπολιτικής, της παραδιοίκησης, της παραδημοσιογραφίας, της παρακουλτούρας. Σε κάποια λελογισμένη δόση αυτούς τους παρα-θεσμούς τους συναντά κανείς και σ’ άλλες κοινωνίες. Αλλά η συσσώρευση όλων τους και σε τέτοιο βαθμό σε μια χώρα δημιουργεί άλλη ποιότητα.

Σε τρεις εβδομάδες, 100.000 έφηβοι απόφοιτοι λυκείου διαγωνίζονται για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Εδώ και δεκαετίες, ο θεσμός των εξετάσεων συντηρεί τον τεράστιο μηχανισμό της παραπαιδείας, μοναδικό στις διαστάσεις του σε όλη την Ευρώπη. Το ήξερα αυτό, αλλά τις τραγικές του παρενέργειες τις συνειδητοποίησα προ ημερών, όταν μια ανιψιά υποψήφια μού είπε ότι εδώ και ενάμιση μήνα δεν πηγαίνει στο σχολείο, εξαντλώντας το όριο απουσιών, για να αφοσιωθεί απερίσπαστη στην προετοιμασία μέσω του φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων. Και το ίδιο κάνει και η συντριπτική πλειοψηφία των συμμαθητών της. Αυτό αντιμετωπίζεται σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο από γονείς, μαθητές, καθηγητές του δημόσιου σχολείου και «προγυμναστές» του φροντιστηρίου. Τις ελάχιστες φορές που τα παιδιά πάνε στο σχολείο, είναι λόγω εξάντλησης του ορίου απουσιών. Και φροντίζουν να αξιοποιούν την ώρα του μαθήματος για να καλύψουν τα ελλείμματα ύπνου από τα ξενύχτια για τα έξι μαθήματα που δίνουν στις εξετάσεις. Εν ολίγοις, το σχολείο είναι διαλυμένο από τον Μάρτιο τουλάχιστον για τους τελειόφοιτους του λυκείου, και ο μόνος ζωντανός εκπαιδευτικός θεσμός γι’ αυτή τη γενιά είναι η παραπαιδεία. Κι αυτό, σε μικρότερη ευτυχώς κλίμακα, γίνεται και στις δύο προηγούμενες τάξεις του λυκείου. Κι ενώ το σχολείο αποσυντίθεται, αφήνοντας την παραπαιδεία να προετοιμάσει αμόρφωτους ή παρα-μορφωμένους επιτυχόντες, η πολιτική ηγεσία, σε πλήρη αμεριμνησία, προετοιμάζει την εκατοστή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση…

Βεβαίως, η παραπαιδεία είναι ένας από τους ανθηρούς κλάδους της οικονομίας που δίνει απασχόληση σε χιλιάδες εκπαιδευτικούς, οι οποίοι σε άλλη περίπτωση θα ήσαν άνεργοι. Είναι επίσης μια από τις σημαντικότερες συνιστώσες της παραοικονομίας, καθώς δεκάδες δισ. ευρώ από την ετήσια ιδιωτική εκπαιδευτική δαπάνη καταβάλλονται σε εφηβικά δωμάτια και σαλόνια μικροαστικών διαμερισμάτων, χωρίς απόδειξη, χωρίς ΦΠΑ, χωρίς καμία φορολόγηση. Αλλά η παραοικονομία ανθεί παντού. Πριν φτάσει κανείς στον καθηγητή των ιδιαίτερων ή στον υδραυλικό που δεν ξέρει τι εστί απόδειξη πληρωμής, θα πρέπει να διατρέξει την κοινωνική πυραμίδα από την κορυφή της. Όταν μία από τις κορυφαίες προμηθεύτριες εταιρείες του Δημοσίου την τελευταία εικοσαετία, η Siemens, ομολογεί ότι μπούκωνε με μίζες δισεκατομμυρίων κόμματα, κρατικούς αξιωματούχους και μικρολαμόγια της επιχειρηματικής ή κρατικής γραφειοκρατίας, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί η Ελλάδα κάνει πρωταθλητισμό στην παραοικονομία – επιεικώς μετρημένη στο 30% του ετήσιου ΑΕΠ. Κι όταν ένας πρώην υπουργός, πέρα από τις κακουργηματικές κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ομολογεί σαν να μην τρέχει τίποτα πως δήλωσε ψευδώς στην εφορία τιμή αγοράς διαμερίσματος 35% χαμηλότερη της πραγματικής, γιατί να μην υποθέσει κανείς ότι αντίστοιχη είναι η ποσόστωση της μαύρης οικονομίας σε όλο το κύκλωμα γης, οικοδομής, δημοσίων και ιδιωτικών έργων;

Όταν κάνεις πρωταθλητισμό στην παραοικονομία, είναι φυσιολογικό να υποθάλπεις και μια αντίστοιχα υψηλή επίδοση στην «παρα-εργασία». Και δεν εννοώ κυρίως τη μαύρη εργασία των φτωχοδιάβολων μεταναστών που φτάνουν από την Ασία και την Αφρική, διατεθειμένοι να πουλήσουν όσο όσο την εργατική τους δύναμη. Εννοώ την εργασία που προσφέρεται, πρωτίστως από κρατικούς λειτουργούς, για να κινηθεί ο μηχανισμός της παραοικονομίας. Τους ανθρώπους που είτε προσφέρουν -με το αζημίωτο- ιδιωτικές υπηρεσίες από τη δημόσια θέση τους, είτε μετατρέπουν αυτή τη δημόσια θέση τους σε πάρεργο, μια κανονική αργομισθία, για να διοχετεύσουν την παραγωγικότητα και την ικμάδα τους στις πριβέ, μαύρες μικρο-μπίζνες τους.

Το φυσικό συμπλήρωμα της παραοικονομίας είναι το παρακράτος. Λαμπρή, μακρά η προϊστορία της παρα-χώρας Ελλάδα στο πεδίο αυτό. Στην ορίτζιναλ εκδοχή του το γνωρίσαμε κατά τις λεγόμενες «περιόδους της ανωμαλίας» της μετεμφυλιακής, δικτατορικής και μεταδικτατορικής Ελλάδας. Στην υποτιθέμενη ομαλή περίοδο που διανύουμε, αντιμετωπίζουμε τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του σε πιο σύγχρονες εκδοχές. Ως παρακράτος συμπεριφέρθηκε όλος ο εσμός των κρατικών και μη διαμεσολαβητών που τα ’δωσαν όλα στη Μονή Βατοπεδίου, ή όσων προσπάθησαν να λεηλατήσουν την περιουσία των Ταμείων με τα δομημένα ομόλογα. Αλλά, παρακράτος είναι και η παράδοση όλου του εθνικού οδικού δικτύου στους ιδιώτες που προεισπράττουν διόδια για διεθνείς αυτοκινητοδρόμους που δεν έχουν ακόμη κατασκευάσει. Παρακράτος είναι κάθε ιδιωτική εξουσία που επιβάλλει στους πολίτες καταναγκασμούς με τη σφραγίδα της κρατικής νομιμότητας: ιδιωτικές παρα-αστυνομίες, εταιρείες σεκιούριτι, συστήματα ασφαλείας και παρακολούθησης στις τράπεζες, τα καταστήματα, τις επιχειρήσεις που καταγράφουν κάθε μας συναλλακτική κίνηση.

Σε μια παρα-χώρα που μορφώνει τους πολίτες της δια της παρα-παιδείας, που ασκεί την κρατική εξουσία δια του παρα-κράτους, που υποθάλπει τα πάρεργα και την παρα-εργασία και που στηρίζει την ανάπτυξή της στην παρα-οικονομία, είναι απολύτως λογικό να νοείται ως πολιτική μόνο η παραπολιτική. Ούτε ο εκβιασμός του Παυλίδη στον Μανούση (ή αντιστρόφως), ούτε οι μίζες της Siemens σε Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, ούτε η «προίκα» της μυστηριώδους κυρίας Αλεξίας, ούτε οι συμψηφισμοί γαλάζιων και πράσινων σκανδάλων, ούτε τα καραμανλικά διλήμματα για μονές ή διπλές εκλογές τον Ιούνιο, ούτε οι δελφινομαχίες και οι διαδοχολογίες για τη μετά Καραμανλή εποχή, είναι πολιτική. Σε μια χώρα που χρωστάει σχεδόν 1 τρισ. ευρώ, που φλερτάρει με τη χρεοκοπία, που ένας στους τέσσερις πολίτες της ζει στο όριο φτώχειας, που ένας στους δέκα είναι άνεργος, που τα ασφαλιστικά της ταμεία κινούνται στην κόψη του ξυραφιού, σε μια κοινωνία που κινείται στο όριο της παρακμής, πολιτική θα ήταν μόνο μια σκληρή, αλλά πραγματική σύγκρουση ιδεών και προγραμμάτων για το μέλλον της. Όλα τ’ άλλα είναι μπούρδες. Η παραπολιτική της ηθικολογίας και της κάθαρσης, οι εκλογικίστικες τακτικές, ο επικοινωνιακός πόλεμος σε απόλυτο κενό ιδεών δεν ενδιαφέρει παρά μια δράκα επαγγελματιών της πολιτικής – συμπεριλαμβανομένης της παραδημοσιογραφίας, που αναλίσκεται στη διοχέτευση ελεγχόμενων διαρροών από «ανώνυμες, καλά πληροφορημένες, πηγές». Και καθώς οι πρωταγωνιστές της παραπολιτικής εξαντλούν τις δεξιότητές τους στο ρηχό της πεδίο, παράγουν ένα είδος πολιτών-ιδιωτών, χωρίς προσδοκίες από την πολιτική διαπάλη, το κοινοβουλευτικό παιχνίδι, τους κοινωνικούς αγώνες και -ενδεχομένως- πρόθυμους να διοχετεύσουν την απογοήτευσή τους σε αυταρχικές, μεσσιανικές ατραπούς. Παρα-πολίτες μιας παρα-χώρας, όπου μεσουρανούν η παρα-πολιτική, η παρα-οικονομία, το παρα-κράτος, η παρα-νομία, η παρα-αστυνομία, τα παρα-τραπεζικά επιτόκια των τραπεζών, οι παρα-καπιταλιστές και οι παρα-επιχειρηματίες, η παρα-παιδεία, η παρα-δημοσιογραφία, η παρα-εργασία, ο παρα-συνδικαλισμός, οι παρα-εκκλησιαστικές οργανώσεις, οι παρα-τάξεις (ελλείψει τάξεων…). Μια παρα-κοινωνία προορισμένη για τις υποσημειώσεις της παρα-ιστορίας, που δεν κατάφερε να διαμορφώσει ούτε έναν καπιταλισμό της προκοπής, που τρέχει ιλιγγιωδώς σε τροχιά παρακμής.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (25/4/2009)

Η Ακρονησία είναι μέλος της εικοσιεπταμελούς Γιουροπινικής Συνομοσπονδίας… συμμετέχει δε και στη Γιουρζωστήρα, την ομάδα των χωρών που χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα, το γιουροπίνιο (υποδιαίρεση: εκατό γιουροπιπίνια)… Ένα αφύσικα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας απεχθάνεται το γιουροπίνιο, πιστεύοντας ότι η υιοθέτησή του συνετέλεσε καθοριστικά στη μεγάλη άνοδο τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών που προαναφέρθηκε, γνωστή ως πληθωρίδα…
Στη χώρα επικρατεί το σύστημα της Παρεδρευομένης Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο τα δύο μεγάλα κόμματα εναλλάσσονται τακτικά στην εξουσία, ενώ στα μικρά κόμματα επιτρέπεται κατά καιρούς να ασκούν αντιπολίτευση. Η εναλλαγή των δύο κομμάτων στους κυβερνητικούς θώκους επιτυγχάνεται μέσω της σκανδαλοποίησης της πολιτικής ζωής (φαινόμενο γνωστό και με τον όρο «αναπλοκή»). Τα σκάνδαλα στα οποία επιδίδεται παραδοσιακά το εκάστοτε αναπλεκόμενο κυβερνητικό κόμμα πριμοδοτούν αλτρουιστικά τη μελλοντική άνοδο του αντιπάλου κόμματος στην εξουσία, προς όφελος της ανοικτής κοινωνίας και της υγιούς λειτουργίας του πολιτεύματος…

Νίκου Κουνενή, «Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου»

Wednesday, April 22, 2009

Οι τόκοι του βίου και της βίας (16/4/2009)

Αν ξεπεράσουμε τη φιλολογική γραφικότητα της αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε τις προάλλες στη βουλή περί «βίας» και «βιας» του Εθνικού Ύμνου, υπάρχουν χίλια δυο άλλα δεδομένα στην καθημερινότητά μας για να αναζητήσουμε το πνεύμα του αμφιλεγόμενου του τόνου. Έτσι κι αλλιώς, η οξύτονη «βια» (δηλαδή, η κατά Μάντζαρο βιασύνη) εμπεριέχει αρκετή δόση από την παροξύτονη «βία» (την κατά Σολωμό). Η βιασύνη μας να προλάβουμε πράγματα στο πεπερασμένο του βίου μας είναι η βία με την οποία απαντάμε στη φυσική, απρόκλητη βία του χρόνου. Διόλου τυχαία, άλλωστε, βίος και βία είναι λέξεις ομόριζες και έννοιες όμορες. Δεν υπάρχει η μεν χωρίς τη δε. Σκεφτείτε και μόνο την πράξη της γέννησης. Σκεφτείτε πόση βία ασκούν ο ένας στον άλλο η κυοφορούσα μητέρα και το γεννώμενο βρέφος. Το νεογνό σχεδόν εξαρθρώνει τα οστά της γυναικείας λεκάνης στην προσπάθεια να βγει στο φως που αντιστοιχεί με την εκτυφλωτική λάμψη χιλίων ηλίων στο παρθένο βλέμμα του. Ο γυναικείος κόλπος είναι μια μέγγενη που σφίγγει μέχρι ασφυξίας και πασχίζει να αποβάλει σαν ξένο σώμα το βρέφος. Κι αυτό με τη σειρά του ανταποδίδει με τον μικρό του όγκο στη μάνα άλλο τόσο πόνο, καθώς πολεμά να βγει από τη σκοτεινή, σάρκινη φυλακή του. Είναι μια βία αθώα, άδολη, απρόθετη αυτή που ασκούν ο ένας στον άλλο. Αλλά μια βία που αποδίδει τον τόκο της ζωής. Βία μαμή της ζωής, στην κυριολεξία.

Αλλά, κι ο υπόλοιπος, μετά τη γέννηση βίος δεν είναι μια εγκατάσταση στη μήτρα της ασφάλειας. Η φύση δεν διαθέτει ηθικούς κώδικες ή πρωτόκολλο πολιτικής ορθότητας, αλλά άσκησε ανείπωτη βία στον άνθρωπο και την ανθρωπότητα απ’ λυκαυγές τους. Η βία είναι η βασική συνιστώσα στην οικονομία της φύσης. Κι άνθρωπος επιβίωσε στο τραχύ της περιβάλλον ανταποδίδοντας τη βία αυτή σε εκατομμύρια έμβια και άβια όντα που τον περιέβαλλαν. Αυτό που αποκαλούμε πολιτισμός είναι μια συστηματική άσκηση βίας στη φύση, η αδιάλειπτη λεηλασία της. Μέχρι ένα σημείο, η βία που ασκούν ο άνθρωπος στη φύση και αντιστρόφως είναι μια διαδικασία φυσική και δημιουργική καθώς αναπτύσσεται σε ένα πλαίσιο εναρμόνισης. Σήμερα ζούμε την ανατροπή αυτής της ισορροπίας την οποία η ανθρωπότητα προσλαμβάνει με τη μορφή μιας φύσης «βίαιης και εκδικούμενης». Έτσι αντιλαμβανόμαστε την περιβαλλοντική κρίση. Φυσικά, η φύση ασκεί τη βία της χωρίς συναισθήματα και θα ανακτήσει την ισορροπία της σ’ ένα νέο επίπεδο, έστω κι αν χρειαστεί να εξαλείψει κάποιο είδος, όπως προ εκατομμυρίων ετών τους δεινοσαύρους.

Είναι, βεβαίως, στοιχείο σχετικής προόδου, όταν φεύγουμε από το πεδίο της φύσης και μπαίνουμε σε αυτό της κοινωνικής οργάνωσης, να αντιλαμβανόμαστε τη βία ως στοιχείο ασύμβατο με το περιεχόμενο της «ανθρωπιάς» μας. Υποθέτουμε ότι η «ανθρωπιά» μας έχει ξεκόψει από την παράδοση των παγκοσμίων και των πανευρωπαϊκών πολέμων, των εμφυλίων, των πολέμων ανάμεσα σε έθνη, θρησκείες, πολιτισμούς και τάξεις. Για το σκοπό αυτό, άλλωστε, έχουμε δημιουργήσει διεθνείς θεσμούς αντι-βίας που ωστόσο κι αυτοί, δια της ένοπλης βίας επιχειρούν να διακόψουν βίαιες περιφερειακές και τοπικές διενέξεις. Η ειρηνευτική βία, η ανθρωπιστική βία, η εξαγωγή της δημοκρατίας, η επιβολή της διεθνούς και εθνικής ασφάλειας είναι οι έσχατες μορφές βίας που επιδιώκουν έναν θεωρητικό στόχο τόσο κραυγαλέα αντίθετο με τα μέσα των οποίων μετέρχονται. Συνήθως δε και με τα αποτελέσματά τους. Σ’ αυτόν και στον προηγούμενο αιώνα, ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ είναι ίσως τα μοναδικά παραδείγματα ηγετών που επιχείρησαν να προσδώσουν δύναμη επιβολής στα πασιφιστικά τους κινήματα. Ωστόσο ούτε η ινδική ανεξαρτησία ούτε η απελευθέρωση των Αφροαμερικανών ήταν υποθέσεις που επιτεύχθηκαν χωρίς να προσφύγουν τελικά στη βία.

Η βία της διεθνούς πολιτικής, ο ανταγωνισμός εθνών, κρατών, φυλών και πολιτισμών είναι κάτι στο οποίο μάλλον είμαστε εξοικειωμένοι ως είδος, παρά τη θεωρητική προσπάθεια να απαλλαγούμε απ’ αυτήν. Παρ’ ότι ο Κλαούζεβιτς όρισε τον πόλεμο ως συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, τα περισσότερα από τα αποτελέσματα της σύγχρονης πολιτικής και διπλωματίας αποδεικνύουν ότι ισχύει και το αντίστροφο. Οι πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών, ελέγχου των φυσικών πόρων, των εμπορικών και ενεργειακών διαδρόμων έχουν εξ ίσου αιματηρά και βίαια αποτελέσματα με πολλούς από τους ιμπεριαλιστικούς και αποικιοκρατικούς πολέμους του παρελθόντος. Άλλωστε, η οικονομική ισχύς των σύγχρονων αυτοκρατοριών συνοδεύεται σχεδόν πάντα από την πολεμική ισχύ, από πολυπλόκαμους και πανάκριβους εξοπλιστικούς μηχανισμούς. Η ένοπλη ειρήνη των καιρών μας αποδεικνύει πόση βία εμπεριέχει η διεθνής αντι-βία.

Το ίδιο συμβαίνει και στο πλαίσιο των εθνών-κρατών, των σύγχρονων κοινωνιών της αγοράς. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως ταξική ειρήνη, ως κοινωνική συναίνεση ή ανοχή είναι μάλλον ένα ετεροβαρές ισοζύγιο βίας. Ετεροβαρές υπέρ του κράτους, των κοινωνικών ελίτ, των ιθυνουσών τάξεων. Ο κοινωνικός πόλεμος σπάνια παίρνει τη μορφή βίαιων αναμετρήσεων, αλλά δεν λείπουν κι αυτές, έστω κι αν το διακύβευμά τους είναι ασαφές. Ταϊλάνδη, Γεωργία, Μολδαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Σομαλία. Η καθημερινή ατζέντα της βίας είναι πολύ πυκνή για να ισχυριζόμαστε ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο που έχει σταματήσει να προσφεύγει, δίκαια ή άδικα, σ’ αυτήν.

Άλλωστε, όλοι συμφωνούν στη διάκριση αυτή. Βία δίκαιη και άδικη, ηθική και ανήθικη, βία ιστορικά αναγκαία και βία ανιστόρητη. Αλλά, ποιος καθορίζει την ιστορικότητα της στιγμής; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το bossnaping, οι «απαγωγές» εργοδοτών που δεν πληρώνουν ούτε τις αποζημιώσεις των απολυομένων της κρίσης, δεν είναι βία δίκαιη και κοινωνικά νομιμοποιημένη; Ποιος μπορεί να προβλέψει αν αυτό που εγκρίνουν σήμερα ως αποδεκτή πρακτική οι μισοί Γάλλοι δεν θα γίνει αναπόφευκτη ρουτίνα για όλη την Ευρώπη; Η κρίση τοκίζει με υψηλά επιτόκια τα αποθέματα βίας που συσσωρεύονται στα κοινωνικά στρώματα κι είναι απρόβλεπτο τι υπεραξίες έκρηξης θα αποδώσει.

Επομένως, ο εξορκισμός της βίας ως απαράδεκτης κοινωνικής έκφρασης στις «συντεταγμένες κοινωνίες» εμπεριέχει μεγάλες δόσεις υποκρισίας. Πρώτον, διότι «συντεταγμένες κοινωνίες» δεν υφίστανται, ιδιαίτερα στις συνθήκες της κρίσης που αναιρούν διαρκώς τις ελάχιστες σταθερές του οικονομικού και κοινωνικού βίου: εργασία, δικαιώματα, εισόδημα, όλα υπό αίρεση και επαναρύθμιση προς τα κάτω. Δεύτερον, διότι η βία βρίσκεται στον γενετικό πυρήνα του οικονομικού μας πολιτισμού. Η βία είναι στο DNA του βίου μας, ακόμη κι αν δεν έχει τα αιματηρά αποτελέσματα που περιγράφουμε με τη λέξη αυτή, ή τις απεχθείς εκδοχές του κοινού εγκλήματος που μας αφήνει καθημερινά άφωνους με την κτηνώδη ωμότητά του. Ο Ησιόδος μας έχει παραδώσει τον ευρηματικό και εύγλωττο μύθο για το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και την Νίκη, παιδιά της Στυγός και απαραίτητα συστατικά κάθε εξουσίας. Τα τρία πρόσωπα είναι προφανή στο συμβολισμό τους, λιγότερο προφανής είναι όμως ο ρόλος του Ζήλου. Ζήλος εστίν η δι’ επιθυμίαν μίμησης γενόμενη δοκούντος τινός καλού, μας εξηγεί ο Αμμώνιος ο Γραμματικός για να διακρίνει τον ζήλο από τον φθόνο, αλλά στη συνέχεια κάνει μια βουτιά στη ρίζα του οικονομικού μας σύμπαντος. «Ζήλος εστίν λύπη επ’ αλλοτρίοις αγαθοίς οία και αυτώ τις επιθυμεί περιποιήσαι». Διάνα! Ο Ζήλος, το αδελφάκι της Βίας, δεν είναι άλλο από την ιστορία της ιδιοκτησίας και του πλούτου. Κάθε συσσώρευση πλούτου, κάθε απαλλοτρίωση γης, αέρα, θάλασσας, φυσικών πόρων και αγαθών εμπεριέχει ένα βαθμό βίας, η βία είναι μια άμεση επένδυση στον πλούτο, μας αρέσει –δεν μας αρέσει, εδώ και χιλιετίες. Η διαδοχή των εθνών, των φυλών, των πολιτισμών πάνω στη Γη είναι μια διαρκής βίαιη μετάβαση από την κατάσταση της ακτημοσύνης, σ’ αυτή την κοινοκτημοσύνης κι απ’ αυτή με τη σειρά της στην απαλλοτρίωση κάθε σπιθαμής εδάφους, υπεδάφους, βυθού ή ατμόσφαιρας. Κάθε πράξη ιδιοποίησης ενός τμήματος γης ή μιας αξίας είναι εξ ορισμού μια πράξη αποκλεισμού όλων των άλλων από την απόλαυσή τους, συνηθέστατα βίαιου αποκλεισμού, αλλά δεν είναι ανάγκη να μεσολαβεί πάντα κι ένας πόλεμος ή ένας φόνος. Η βία είναι η ίδια η αποβολή ή ο αποκλεισμός των άλλων από τον πλούτο που απολαμβάνει κάποιος ατομικά. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται ιδιαίτερα επιχειρήματα για να υπερασπίσει κανείς την άποψη για τη βία που εμπεριέχουν τα τραπεζικά και εταιρικά κέρδη- άποψη που προκάλεσε την ιερά αγανάκτηση του Καραμανλή στη βουλή-, η ατομική ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου είναι εξ ορισμού βίαιη έστω κι αν δεν έχει ανοίξει ρουθούνι. Γι’ άυτό κι οι Λατίνοι έδιναν στον πλούτο μια διάσταση αιματηρή- non olet pecunia sed sanguis, δεν μυρίζει χρήμα αλλά αίμα, έγραφαν, και επιβεβαιώθηκαν από τους ποταμούς αίματος που έρρευσαν για να στερεωθούν και να καταρρεύσουν οι αυτοκρατορίες που διαδέχθηκαν τη δική τους.

Ως εκ τούτου, η «βία» του Σολωμού, όπως κι αν την τονίσεις δεν περιγράφει απλώς το ελληνικό, αλλά όλο το ανθρώπινο έπος, στην ηρωική και στη θλιβερή του διάσταση, στη διαδοχή και συνύπαρξη μεγαλείου και ιδιοτέλειας που συνοδεύει κάθε βίαιο πέταγμα προς την ελευθερία. Όπως θα το ‘λεγε ο Γκάτσος- για να μείνουμε στους ποιητές- «νικημένο μου αστέρι/ δεν αλλάζουν οι καιροί/ με φωτιά και με μαχαίρι/ πάντα ο κόσμος προχωρεί». Είναι μάλλον απίθανο, λοιπόν, να αποστειρώσουμε από «βία» αυτή τη βασανιστική μετάβαση από «το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας» (αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Ή έχει αλλάξει κάτι και δεν το έχω πάρει πρέφα;). Ως εκ τούτου, πολλές γενιές ακόμη θα λερώσουν τα χέρια τους. Το ξέρω, είναι σκληρό, όπως ΄λελεγε κι ο Οσακρ Ουάιλντ, «όταν η ελευθερία έρχεται με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, είναι δύσκολο να κάνει χειραψία μαζί της», αλλά η εναλλακτική λύση τότε είναι η καθαρότητα της δουλείας.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ(16/4/2009)


«Και τώρα, τι ακούω; Μήτε ο εγκληματίας

δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος!

Τι κακό!

Σημεία των καιρών.

Η χυδαιότητα, λένε,

δεν καταφέρνει τίποτε από μόνη της.

Κανείς δεν ξεμπερδεύει

μόνο μ’ ένα φόνο.

Καθένας θα ‘ταν πρόθυμος

για δυο τρεις προδοσίες κάθε πρωί.

Μα τι να την κάνεις την προθυμία

όταν η δύναμη είναι το παν;

Ούτε η ασυνειδησία επαρκεί:

τα πάντα κρίνονται από την επίδοση.

΄Έτσι, και ο αδίσταχτος

κατεβαίνει στο μνήμα του διακριτικά.

Είναι τόσοι του ιδίου φυράματος,

που τελικά περνά απαρατήρητος.

Πόσο φτηνά πλήρωσε τον τάφο του

αυτός που κυνηγούσε το χρήμα!

Τόσοι φόνοι

κι η ζωή τόσο μικρή!

Τόσα εγκλήματα

και τόσο λίγοι φίλοι!

Δε θα ‘χε λιγότερους

ούτε κι ένας άπορος.

Πώς να μην αποκαρδιώνεται κανείς

βλέποντας αυτή την κατάντια;

Τι άλλο να σχεδιάσουμε;

Ποια εγκλήματα να καταστρώσουμε ακόμη;

Φταίνε οι μεγάλες αξιώσεις.

Χώρια που, βλέποντας κάτι τέτοια,

χάνουμε το θάρρος μας»

είπε ο κύριος Κόυνερ.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ»

Sunday, April 12, 2009

Λάζαρος (11/4/2009)

Αβραάμ εγέννησεν τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησεν τον Ιακώβ, Ιακώβ δεν εγέννησεν τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, Ιούδας δε εγέννησεν τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησεν Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησεν τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησεν τον Αμιναδάβ και εν πάση περιπτώσει όλοι συνέχισαν να γεννοβολάνε ασυστόλως, κανείς άσφαιρος σ’ αυτή τη ρίζα της περιούσιας γενεαλογίας, μέχρι που πέρασαν γενεές σαρανταδύο, ήρθε και ο Μεσσίας, δίδαξε, θαυματούργησε, μαρτύρησε και ανέστη, αλλά εις μάτην, ο περιούσιος λαός τον χαβά του, πιστός στην πίστη της Πίστης, πέρασε από τα σαράντα κύματα της Ερυθράς και της Μεσογείου και των ωκεανών και διασκορπίστηκε στις ηπείρους, έμεινε στον αφρό των αυτοκρατοριών που κατέρρεαν η μία μετά την άλλη, επέπλευσε στα κύματα των επαναστάσεων που άλλαζαν διαρκώς την όψη του κόσμου, μέχρι που ένας Ροτσίλντ, απευθείας απόγονος του Σημ, ανοιχτόχρωμος, ψιλοξανθός, με λεπτά χαρακτηριστικά και γαλανομάτης, και μαζί του πολλοί ομογάλακτοι, δίδαξαν στον κόσμο το ευαγγέλιο της Πίστης αρνούμενοι τον βιβλικό προορισμό της φυλής του – «ποιος περιούσιος λαός; Να πάει να χεστεί το έθνος του Ισραήλ, η μόνη πατρίδα είναι ο τόκος», είπαν. Κι όταν ο τόκος συνάντησε τις ατμομηχανές και τους ατμοκίνητους αργαλειούς, όταν προσφέρθηκε αρωγός των επαναστατημένων αστών, όταν προσέτρεξε τα έθνη-κράτη της Γηραιάς Ηπείρου που αναδύονταν απ’ τα φουγάρα των εργοστασίων και από τις κάνες των κανονιών, όταν διασταυρώθηκε με τα στίφη των δούλων που απελευθερώνονταν για να γίνουν μισθωτοί σκλάβοι, γεννήθηκε η πιο ανθεκτική πίστη που γνώρισε η Γη από εποχής Γενέσεως, η πιο γενναιόδωρη και σκληρή συνάμα μηχανή παραγωγής πλούτου. Και το όνομα αυτής καπιταλισμός, κάτι ανάμεσα σε Πεντάμορφη και Τέρας, μια ώσμωση των δύο που συνδύαζε έκρηξη ευημερίας και πλημμυρίδα αθλιότητας, απογείωση του πλούτου και διάχυση της φτώχειας, αποθέωση της επιθυμίας και δικτατορία της στέρησης. Κανένα σύνορο, κανένα έθνος δεν αντιστάθηκε στην πολιορκία του. Άντεξε τα ραπίσματα τριών πανευρωπαϊκών και δύο παγκόσμιων πολέμων, μετέτρεψε πολέμαρχους σε άπληστους μάνατζερ, έκανε μια χαψιά φιλόδοξες επαναστάσεις, μετάλλαξε επαναστάτες σε αρπακτικά του πλούτου, εκμαύλισε ρομαντικούς ουτοπιστές και συρρίκνωσε τις ουτοπίες τους στην κατοχή μιας πιστωτικής κάρτας, μιας τηλεόρασης υψηλής ευκρίνειας, ενός αυτοκινήτου και ενός ενυπόθηκου διαμερίσματος 105 τετραγωνικών.

Δημιουργικός, χαμαιλεοντικός, αλλά και εκ γενετής ανάπηρος, ο βιβλικός Μολώχ του πλούτου υπέφερε κατά καιρούς από επιληπτικές κρίσεις – κραχ, υφέσεις, πληθωρισμοί, στασιμοπληθωρισμοί, αποπληθωρισμοί, τα δέκα κακά της μοίρας του. Μα κάθε φορά σηκωνόταν πιο δυνατός, κάθε μικρός ή μεγάλος του θάνατος σαν να του ’δινε δεκάδες χρόνια ζωής, ένα θαύμα χωρίς θαυματοποιό, μια ανάσταση χωρίς Μεσσία. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου -σωτήριον έτος 2008, αλλά πού σωτηρία…- και ο Μολώχ μας έπεσε σε αρρώστια βαριά, σφάδαζε σαν αμνός που τον σφάζουν για το Πάσχα, κι είπαν οι πιστοί του: «Μήπως αυτό είναι το τέλος; Πεθαίνει το καπιταλισμός;». Το είπαν, το ξαναείπαν μέχρι που το πίστεψαν και πανικόβλητοι έψαχναν εξιλαστήρια θύματα – «Τα golden boys! Τα golden boys! Άρον άρον σταύρωσον αυτά!». Και τα σταύρωσαν -περίπου- συνταξιοδοτώντας τα μετά πολλών επαίνων και bonus και με τα υπόλοιπα των stock options. Και οι εχθροί του Μολώχ πανηγύριζαν και κραύγαζαν: «Ψόφα, ψοφολόγα τέρας, να αναπαυτεί ο άνθρωπος απ’ τα πάθη του, την αδηφαγία, την απληστία, την αρπαγή».

Άταφος νεκρός για μήνες ο καπιταλισμός, δεχόταν αντί χοών μοιρολόγια και κατάρες, ένας Λάζαρος στο μεταίχμιο Πάνω και Κάτω Κόσμου, ένας Ελεάζαρ, που σημαίνει εβραϊστί «ο Θεός είναι βοηθός», και πράγματι ο Θεός, αδιάφορος μέχρι τότε για τα πάθη του μάταιου κόσμου, χολωμένος για το αποτυχημένο εγχείρημα σωτηρίας του διά του Υιού του μονογενούς, το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει κι αποφάσισε να προστρέξει τον Ελεάζαρ του πλούτου – «ας του δώσουμε μία ακόμη ευκαιρία, βρε αδερφέ». Ο Ιησούς εκ δεξιών του Πατρός διαμαρτυρήθηκε εντόνως, αλλά κι αυτή τη φορά δεν πάτησε πόδι. «Γεννηθήτω το θέλημά Σου», είπε ο κιοτής. Κι ο Θεός απέστειλε έναν δεύτερο Μεσσία στη γη, Χουσεΐν το πρώτο όνομα αυτού, που σημαίνει «καλός» και «όμορφος», Μπαράκ το άλλο του όνομα, εκ του εβραϊκού Μπαρούχ που σημαίνει «ευλογημένος», απευθείας απόγονος του Χαμ, σκουρόχρωμος σαν τον προπάτορά του που έκανε και τον Νώε ν’ αναρωτιέται «από πού πήρε αυτό το παιδί τόση μαυρίλα;» και να στραβοκοιτάζει τη γυναίκα του, της οποίας τ’ όνομα παραμένει ως σήμερα μυστήριο βιβλικό – άσχετο.

«Are you sure?» ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο μελαψός Μεσσίας Μπαράκ Χουσεΐν τον βιβλικό Θεό του – και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και του Κορανίου. «Είπα και ελάλησα, κάνε δουλειά σου», απαντούσε ο επουράνιος εντολέας, που δεν δεχόταν και πολλές αντιρρήσεις. Και ο «ευλογημένος» Μπαράκ έκαμε σύναξη φανερή στο Λονδίνο με τους απρόθυμους αποστόλους του, απευθείας απογόνους του Σημ και του Ιάφεθ, που είχαν την ευλογία του Νώε γιατί δεν τόλμησαν να δουν τη γύμνια του, αλλά αυτή δεν έπιανε μία μπροστά στη θεϊκή ευλογία – ποιος να τα βάλει με την ιεραρχία του Ουρανού; Και στη σύναξη του Λονδίνου αποφάσισαν να κάνει ο Μπαράκ, συνεπικουρούμενος από τους αποστόλους, όλα τα αρμόζοντα βουντού και τα μαγικά για ν’ αναστηθεί ο Ελεάζαρ-Λάζαρος-Μολώχ, αν και κανείς ως τώρα δεν είχε υπογράψει μιαν επίσημη ληξιαρχική πράξη θανάτου του.

Και συγκεντρώθηκαν όλοι με επικεφαλής τον ημίμαυρο «ευλογημένο» έξω από το μαυσωλείο όπου ο καπιταλισμός διήγε τον νεκροζώντανο ύπνο του. «Λάζαρε, δεύρο έξω!», φώναξε με φωνή στεντόρεια ο Μπαράκ.
«Δεν με λένε Λάζαρο!», απάντησε αυτός με φωνές χιλίων τσαντισμένων δαιμόνων και χιλίων εξοργισμένων αγγέλων ταυτόχρονα, και δεν σάλευε καν στο σάβανό του.
«Λάζαρε, δεύρο έξω», ξαναείπε ο Μεσσίας που είχε κι ένα πρόβλημα με το ξόρκι. «Μα πώς πρέπει να τον φωνάξουμε;», αναρωτήθηκε φωναχτά απευθυνόμενος στους αποστόλους Γκόρντον, Άνγκελα και Νικολά, αφού κάθε ανάσταση είναι μια νέα γέννηση, άρα και μια αναβάπτιση. «Να τον πούμε μετακαπιταλισμό;», πρότεινε δειλά η απόστολος Άνγκελα, «πολύ κιτς» της απάντησε ο Μεσσίας, «να τον πούμε σοσιαλισμό ή τρίτο δρόμο;», ρώτησε ο Γκόρντον, «σιγά μη σκίσεις κανένα καλσόν», του απάντησε σκαιότατα ο Μεσσίας, «τότε να τον πούμε Σάιλοκ, ένα απλό όνομα είναι…», αντέτεινε ο απόστολος Νικολά, που ήθελε να τιμήσει εμμέσως την απώτατη καταγωγή του, ενώ οι απόστολοι
Χου και Ντμίτρι είπαν πως ο ανιστάμενος νεκρός ταιριάζει γάντι στο μοντέλο κρατικού καπιταλισμού στο οποίο οι ίδιοι είχαν διαπρέψει, με πολλούς θανάτους και καμία ανάσταση στο διάβα του.
Τελικώς, ο Μεσσίας-Μπαράκ τους αγνόησε όλους, «Λάζαρε, δεύρο έξω», επέμεινε και, πριν ο νεκρός προλάβει ν’ απαντήσει με τις φωνές δύο χιλιάδων δαιμόνων και αγγέλων, του φώναξε στο καπάκι: «Λάζαρε, έλα έξω και 5 τρισεκατομμύρια ζεστά, λαχταριστά δολαριάκια σε περιμένουν». Σαν το νευρόσπαστο πετάχτηκε από την κρύπτη του ο νεκροζώντανος, άτσαλες κι αδέξιες οι κινήσεις του, σαν μωρού στα πρώτα βήματα ή του Τέρατος του Φρανκεστάιν, μόλις ο κεραυνός του έδωσε πνοή. Οι φλέβες του πλημμύρισαν με χρήμα, στη ματιά του ξανασπίθισε η απληστία, η αλαζονεία ζωγραφίστηκε πάλι στο χαμόγελό του, η ηδονή του κέρδους γαργάλισε το μαλακό του υπογάστριο, ο εγκέφαλός του πλημμύρισε από εικόνες νέων αγαθών που θα κατέκλυζαν ακόμη και τον απάτητο Αμαζόνιο, η γλώσσα του άρχισε να προφέρει αριθμούς και ποσοστά, οι κυψελίδες των πνευμόνων του και δισεκατομμύρια πόροι του δέρματός του ρουφούσαν κάθε μόριο τόκου, υπεραξίας και γαιοπροσόδου, στη θέση της καρδιάς του άρχισε να πάλλεται ζωηρά το κράτος – πάντα είχε το κράτος στην καρδιά του, πολύ ή λίγο δεν έχει σημασία, ήταν και θα παραμείνει ο βηματοδότης του. «Θαύμα, θαύμα!», χειροκρότησε η ομήγυρη των αποστόλων, ένα στεναγμό κόπωσης και ανακούφισης έβγαλε ο Μεσσίας Μπαράκ, έναν κεραυνό απ’ το πουθενά στον απολύτως ανέφελο ουρανό έστειλε ο Ύψιστος, ως σημείο ικανοποίησης για το χάπι έντ. Και ο αναστάς νεκρός (αν ήταν ποτέ) έβγαζε βρυχηθμούς χαράς και μοχθηρίας, πιο θηριώδης από ποτέ, σαν τον χάλκινο Τάλω της μυθολογίας. Και τελικώς, κι από όνομα μια χαρά βολεύτηκε με το «Λάζαρος».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (11/4/2009)

Ο Λάζαρος φυλαγόταν για να του τη φέρει. Το θέμα της ύπαρξης της ανάστασης ήταν τόσο σημαντικό για τον Νικόδημο όσο η ισορροπία των τιμών ανάμεσα στο αλεύρι της Χαναάν και τους δούλους του αγρού για τον ευγενή της επαρχίας: ο ένας θεμελίωνε το κράτος του στο ανεπανάληπτο της ζωής, ο άλλος στην περιουσία και στην σταθερότητα των τιμών. Εκτός αυτού, τον βασάνιζαν ακόμη οι μώλωπες, και παρ’ όλο που δεν είχαν σχέση με το δόγμα περί ανάστασης ούτε με τον Νικόδημο αλλά, όπως του εξήγησαν ευγενικά, ήταν αποτέλεσμα της παρεξήγησης για την οποία ο ίδιος έφερε την ευθύνη, ένιωσε υποχρεωμένος να είναι προσεκτικός και δύσπιστος απέναντι σε ό,τι μπορούσε να τους επαναλάβει. Μέχρι να αποκτήσει την εμπειρία της ανάστασης, την απέρριπτε επίμονα μαζί με τους ομόγνωμους από το κόμμα των Σαδδουκαίων. Τώρα πια δεν μπορούσε να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, όχι τουλάχιστον τόσο απόλυτα: πώς θα τολμούσε ένας αναστημένος να αμφισβητήσει την ανάσταση; Ως αντικείμενο θαύματος, μπορούσε να περιφρονήσει το μέσο που χρησιμοποιήθηκε;

Μπόρισλαβ Πέκιτς, «Ο καιρός των θαυμάτων»

Sunday, April 5, 2009

Η κρίση της κρίσης (4/4/2009)

Πληκτρολογήστε σ’ ένα «ψαχτήρι» του Διαδικτύου τη λέξη «crisis». Θα ανακαλύψετε ότι περίπου 180 εκατομμύρια ιστοσελίδες περιέχουν κείμενα που περιλαμβάνουν την κρίσιμη λέξη. Πόσες φορές επαναλαμβάνεται στα κείμενα η ίδια λέξη, άγνωστο. Ένας μέτριος υπολογισμός μπορεί να αποδώσει τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο φορές. Κι αυτό μόνο στα αγγλικά κείμενα. Αν την αναζητήσουμε και στις άλλες ορθογραφικές εκδοχές της – την γαλλική, την ιταλική κλπ- θα προστεθούν αρκετές δεκάδες εκατομμύρια κειμένων και εκατοντάδες εκατομμύρια επαναλήψεων της λέξης crisis σε κάθε της παραλλαγή. Στα ελληνικά, τα «ψαχτήρια» μας αποδίδουν επίσης τουλάχιστον 4 εκατομμύρια κείμενα και, απ’ ότι υπολογίζω, τουλάχιστον 100 εκατομμύρια επαναλήψεις της λέξης σε όλες τις πτώσεις. Αν επεκτείνουμε την έρευνά μας και εκτός διαδικτύου, στα έντυπα, στη ραδιοτηλεοπτική φλυαρία θα προσθέσουμε στη συλλογή μας αρκετά εκατομμύρια χρήσεις της κρίσης. Μια καλή άσκηση αυτοπειθαρχίας για τους φιλομαθείς νεαρούς βλαστούς σας, για παράδειγμα, είναι να τους δίνετε μια κυριακάτικη εφημερίδα στην οποία να μετρήσουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται η λέξη κρίση, σε κάθε αριθμό και πτώση. Αν μη τι άλλο θα εξασφαλίσετε τουλάχιστον δύο ώρες ησυχίας…

Για την πληθωριστική χρήση της λέξης σε όλο τον κόσμο ευθύνεται η γλώσσα μας. Προσέφερε στην ανθρωπότητα μια λέξη αναντικατάστατη και πολυσήμαντη. Πλην- φευ!- δεν προσέφερε κι ένα λεπτομερές εγχειρίδιο χρήσης της «κρίσης» με αποτέλεσμα να έχει παραχθεί μια αυτοτελής κατάσταση κρίσης με τη λέξη «κρίση». Συμβαίνει το αντίστροφο με αυτό που συνέβη στη μυθική Βαβέλ. Όλοι είχαν μια διαφορετική λέξη για να εκφράσουν το ίδιο πράγμα. Εμείς έχουμε μια λέξη με την οποία έκαστος εκφράζει κάτι διαφορετικό.

Αν το σκεφτούμε ψύχραιμα δεν είναι κάτι τόσο παράδοξο. Ακόμη κι αν περιοριστούμε στην χρήση της έννοιας κρίση στην οικονομία. Η οικονομική κρίση είναι ένα κατά τεκμήριο ενιαίο φαινόμενο. Αλλά όταν απευθυνθεί κανείς στους αποδέκτες των ποικίλων επιπτώσεών της, καθένας θα την περιγράψει με ένα της μόνο χαρακτηριστικό: για τον τραπεζίτη είναι μια κρίση ρευστότητας, για τον βιομήχανο μια κρίση παραγωγής, για τον έμπορο μια κρίση ζήτησης, για τον κρατικό αξιωματούχο μια κρίση χρέους (αν είναι Ευρωπαίος) ή μια κρίση εποπτείας (αν είναι Αμερικανός), για τον μισθωτό είναι μια κρίση αμοιβών και απασχόλησης, για τον καταναλωτή μια κρίση δαπάνης, για τον Αφρικανό και τον Ασιάτη μπορεί να είναι μια κρίση πείνας και δίψας, για τον οικονομολόγο μια κρίση ακαδημαϊκή, για τον πολιτικό μια κρίση επιβίωσης, για τον κερδοσκόπο μια ευκαιρία λεηλασίας του παγκόσμιου πλούτου, για τον νεοφιλελεύθερο μια κρίση υπαρξιακή και για τον ψυχίατρο μια θαυμάσια κατάσταση αφού είναι βέβαιο ότι θα αυξήσει την πελατεία του.

Επομένως, η κρίση είναι υπόθεση κρίσης, με την πρώτη έννοια της λέξης – είναι δηλαδή απόφαση, διαχωρισμός, προτίμηση, επιλογή. Τα άτομα, τα στρώματα, οι τάξεις δεν ζουν απλώς μια κατάσταση κρίσης, αλλά επιλέγουν από τη σκοπιά των ιδιαίτερων συμφερόντων τους πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αυτή τους η κρίση – η επιλογή- τους φέρνει σε μια δευτερογενή κρίση που μας παραπέμπει στην αρχαϊκή, ομηρική χρήση της λέξης ως έριδας, φιλονικίας, λογομαχία, δηλαδή μια εκδοχή πάλης των τάξεων που προφανώς είναι τόσο παλιά όσο και η λέξη κρίση. Βεβαίως, η επιλογή τακτικής στην κοινωνική έριδα που αναπόφευκτα γεννά η κρίση, απαιτεί μια τρίτη, κρίσιμη έννοια της λέξης, απαιτεί κρίση με την έννοια της ορθοφροσύνης και της διανοητικής διαύγειας. Καθώς, όμως, στη διαχείριση της κρίσης λείπουν και τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά, και μια και οι ηγέτες του κόσμου και του οικονομικού μας σύμπαντος κρίνουν ότι πρέπει να την συνδιαχειριστούν με όσους έχουν το κρίμα της κρίσης, η όλη κατάσταση τείνει να ικανοποιήσει την τελεολογική, χριστιανική προσέγγιση της έννοιας της κρίσης και να αποτελέσει μια ακόμη ισχυρή ένδειξη ότι η Ημέρα της Κρίσεως είναι πιο κοντά από ποτέ.

Είναι, ωστόσο, λίαν αμφίβολο ότι η κρίση μπορεί να λυθεί στη σφαίρα της μεταφυσικής. Και είναι μάλλον απίθανο πως ο Θεός είναι διατεθειμένος να αναλάβει αυτή την κρίση είτε τώρα είτε την Ημέρα της Κρίσεως. Είναι, αντιθέτως, βέβαιο ότι εκατομμύρια ανθρώπων που βρίσκονται αυτές τις κρίσιμες μέρες στις ουρές των ανέργων ή στα γραφεία πλειστηριασμών απαιτούν μιαν απολύτως γήινη κρίση της κρίσης. Κρίση-τιμωρία για τα κρίματα της κρίσης- κι εδώ η γλωσσική μας σύγχυση διευρύνεται με την προσθήκη του δικαστικού εδράνου στο οποίο παρελαύνουν έγκριτοι κριτές, επικριτές, ανακριτές, λογοκριτές και υποκριτές. Θα περίμενε κανείς, αρκετούς μήνες αφότου η κρίση κατέστη επίσημα η κρίσιμη κατάστασή μας, διακριδόν και χωρίς υποκρισίες, να έχουν καθίσει στα δικαστικά εδώλια, ίσως να έχουν διαβεί και τις πύλες της φυλακής, μερικές χιλιάδες χρυσοκάνθαρων που μετέτρεψαν σε κρίση την άκριτη απληστία τους. Πλην όμως συλλαμβάνονται αδιακρίτως όσοι εκφράζουν φωναχτά τις ενδόμυχες σκέψεις πολλών από μας (σαν τον Βρετανό ανθρωπολόγο Κρις Νάιτ – το Κρις υποθέτω ότι δεν έχει σχέση με την κρίση- που μπουζουριάστηκε εν μια νυκτί, λίγο πριν τη συνάντηση των G20, επειδή φώναζε πως «οι τραπεζίτες θέλουν κρέμασμα»). Έτσι, αντί ευθυκρισίας και δίκαιης κρίσης, αντί αποκρίσεων στα κρίσιμα ερωτήματά μας, εισπράττουμε εγκρίσεις (πακέτων στήριξης αναξιοπαθούντων απλήστων), εκκρίσεις (θέσεων εργασίας) και διακρίσεις (εις βάρος της απασχόλησης). Ελλείψει (δικαστικής) κρίσης δεν είναι παράδοξο που κερδίζουν έδαφος καταστάσεις αυτοδικίας για να κριθούν τα κρίματα της κρίσης. «Το κρίμα μου πάνω σου και τα φαρμάκια που με πότισες», θα ‘λεγαν η Γκόλφω του Περεσιάδη ή η Ευδοκία του Δαμιανού σε μια απονενοημένη πράξη αποκαλυπτικής αυτοθυσίας, αλλά οι σημαντικότερες εκφράσεις αυτοδικίας είναι πολύ πιο θορυβώδεις και εκρηκτικές.

Όπως αντιλαμβάνεστε, αν στην πολυσήμαντη και αναντικατάστατη ελληνική λέξη crisis, που πλημμύρισε και το τελευταίο ανακοινωθέν διάσωσης του καπιταλισμού στο Λονδίνο, προσθέσουμε και όλα της τα παράγωγα, η κρίση της κρίσης θα μας φέρει όλους σε κατάσταση νευρικής κρίσης. Η εννοιολογική μας Βαβέλ θα είναι απόλυτη- αλλά δεν φταίει η γλώσσα και ο πλούτος της που καθιστάμεθα φτωχοί εν μέσω κρίσης. Φτωχοί όχι μόνο οικονομικά αλλά και εγκεφαλικά. Αν είναι να πιστέψουμε ότι όλη αυτή η ακατάσχετη φλυαρία περί κρίσης έχει έστω και το παραμικρό αποτέλεσμα στη διαχείρισή της, τότε γιατί να μην θεωρήσουμε ως ακριβέστερη απόδοση της έννοιάς της αυτή που μας παραδίδει η δημώδης μας ποίηση; «Αγγέλω κρεν’ η μάνα σου…» Όπου «κρένω» είναι το ρήμα «κρίνω» - η ρίζα της γλωσσικής μας κρίσης- απαλλαγμένο όμως εντελώς από τις αλληλοαποκλειόμενες καταστάσεις που περιγράφει αρχαιόθεν και απλουστευμένο στην έννοια του «φωνάζω». (Ή «κράζω» - χρήσιμη λέξη, κρατήστε την). Αυτή η υπεραπλούστευση των λέξεων (κρίνω και κρίση) μη νομίζετε ότι είχε αποστερήσει την δημώδη μας ποίηση- σε χρόνια ανυποψίαστα για κρίσεις- από την ικανότητα να εκφράζει μια κατάσταση ερωτικής κρίσης και παροξυσμού. Ιδού ένα δείγμα: «Σαν πήρα έναν ανήφορο/ και βγήκα ιδρωμένος, /πώς το 'παθα ο καημένος,/ να πάω στην αγάπη μου,/ στην αγαπητικιά μου, στο φύλλο της καρδιάς μου./ Πάω και την ευρίσκω κει/ την καπετάν Βασιλική/ στον αργαλειό κι υφαίνει,/ της κρένω δεν μου κραίνει/ Ακώ μαγγάνια να χτυπούν,/ ανέμες ν' ανεμίζουν,/ πολλές καρδιές ραγίζουν./ Ακώ και την αγάπη μου/ στον αργαλειό κι υφαίνει,/ της κρένω δεν μου κραίνει/ Κρίνε μου αγάπη, κρίνε μου,/ κρίνε με τα καλά σου/ μην έβρεις τον μπελά σου./ Θεέ μου να τσακιστεί τ' αντί,/ να λυγιστεί το χτένι/ να της κοπούν πολλές κλωστές/ να κάθεται να δένει».

Ωστόσο, η κρίση που διανύουμε κάθε άλλο παρά παραπέμπει σε ένα, έστω και άγριο, ερωτικό καβγαδάκι. Πιο πολύ αποπνέει τον απαισιόδοξο ορισμό του Ιπποκράτη για την κρίση ενός νοσούντος οργανισμού στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. «Ουδέν άλλο την κρίσιν, ότι μη λύσιν ονομάζειν του νοσήματος επί σωτηρίαν ή όλεθρον». Γιατί έχω την αίσθηση ότι είμαστε πιο κοντά στον όλεθρο παρά στη σωτηρία;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/4/2009)

Το οικονομικό σύμπαν είναι μια αρχιτεκτονική φτιαγμένη από αποκυήματα της φαντασίας και το θεμέλιό της είναι αυτό που ο Lacan ονόμαζε “υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει,” ότι γνωρίζει το γιατί και το πώς. Ποιος παίζει αυτόν τον ρόλο; Το κοντσέρτο των αρχών, από όπου μερικές φορές βγαίνει κάποια φωνή, όπως, για παράδειγμα, του Alan Greenspan, στον καιρό του. Οι παίκτες της οικονομίας βασίζουν τη συμπεριφορά της σ’ αυτό. Η πλασματική και υπέρ-αναστοχαστική δομή κρατιέται από την “πίστη” στις αρχές, δηλαδή, μέσω της μεταβίβασης προς το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει. Όταν το υποκείμενο αυτό παραπαίει, υπάρχει κρίση, διάλυση των θεμέλιων, που φυσικά εμπεριέχει και φαινόμενα πανικού. Όμως, το οικονομικό υποκείμενο, που υποτίθεται ότι γνωρίζει, ήδη ήταν εντελώς καταρρακωμένο, εξ αιτίας της απελευθέρωσης της αγοράς. Κι αυτό συνέβη, γιατί ο οικονομικός κόσμος πίστευε, ξεμυαλισμένος μέσα στην παράκρουσή του, ότι θα μπορούσε να τακτοποιήσει τα πράγματα χωρίς τη συνδρομή αυτών που υποτίθεται ότι γνώριζαν. Πρώτο, οι κτηματομεσιτικές αξίες αχρηστεύτηκαν. Δεύτερο, βαθμιαία όλα έγιναν σκατά. Τρίτο, υπάρχει μια γιγαντιαία αρνητική μεταβίβαση προς τις αρχές. Το ηλεκτροσόκ του σχέδιου Paulson/Bernanke εξαγριώνει τον κόσμο: η κρίση γίνεται κρίση εμπιστοσύνης και θα διαρκέσει μέχρις ότου ανοικοδομηθεί το υποκείμενο που υποτίθεται ότι θα γνωρίζει. Αυτό θα γίνει μακροπρόθεσμα με τη μορφή ενός νέου σύνολου συμφωνιών τύπου Bretton Woods, ενός συμβούλιου, στο οποίο θα ανατεθεί να μιλήσει την αλήθεια για την αλήθεια.


Jacques-Alain Miller, «Η ψυχανάλυση της οικονομικής κρίσης»
(από το blog «Κοινωνικά Κινήματα και Δίκτυα», http://thrymmata.blogspot.com/)