Saturday, June 25, 2011

Το δικαίωμα στην αποτυχία (25/6/2011)


Υπό άλλες συνθήκες
, θα είχε μια κάποια σημασία το φαινόμενο της αναμενόμενης πτώσης των βάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η πτώση των βαθμολογιών που έχει ήδη καταγραφεί. Βεβαίως, ο τρόπος της δημοσιογραφικής αποτύπωσης -μειώθηκαν οι αριστούχοι, αυξήθηκαν τα γραπτά κάτω από τη βάση 10- αντικατοπτρίζει ένα ιδιότυπο μοντέλο «κοινωνικής» διαστρωμάτωσης των υποψηφίων, στο οποίο χωρούν μόνο οι άριστοι και οι «πάτοι». Λες και ενδιάμεσες κλίμακες δεν υπάρχουν. Ή του ύψους ή του βάθους. Αυτό επιβάλλει το «αριστοκρατικό» εκπαιδευτικό μας σύστημα που εκπαιδεύει τους βλαστούς της κοινωνίας σε μια κουλτούρα αδιάκοπου ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου η επιτυχία του ενός αποκλείει τον άλλο.

Κι όμως, σ’ ένα ορθολογικό εκπαιδευτικό σύστημα που επαίρεται ότι επιχειρεί να αντιστοιχηθεί στον μεγαλύτερο βαθμό με τις ανάγκες της παραγωγής και της αγοράς εργασίας, θα αρκούσε απλώς η διαπίστωση της επάρκειας των υποψηφίων σ’ ένα ελάχιστο πλαίσιο γνώσεων που θα τους οδηγούσε στην επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα, την τριτοβάθμια εν προκειμένω.

Αλλά αυτά θα είχαν σημασία υπό κανονικές συνθήκες. Στις παρούσες συνθήκες, μοιάζουν συζητήσεις για το φύλο των αγγέλων. Περίπου 100.000 παιδιά πέρασαν και φέτος τη δοκιμασία της επιτυχίας ή αποτυχίας, αν και δεν είναι βέβαιο ότι το άριστα ή και λίαν καλώς που τους εισάγει (όσους εισάγει) στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ έχει κάποιο χειροπιαστό αντίκρισμα. Οι προειδοποιήσεις των πανεπιστημιακών Αρχών ότι πολλά ιδρύματα είναι άγνωστο πώς θα καταφέρουν να λειτουργήσουν με τον στραγγαλισμό πόρων που τους επιφυλάσσουν τα μνημόνια αδειάζουν από περιεχόμενο και την επιτυχία και την αποτυχία. Το ερώτημα τίθεται ορθά κοφτά και δεν είναι πόσα παιδιά θα περάσουν στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, αλλά πόσα θα ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Όχι από δική τους αδυναμία και ανεπάρκεια, αλλά από την αδυναμία ενός υποτελούς στους δανειστές του κράτους να διασφαλίσει τη λειτουργία τους.

Αλλά ακόμη κι αν, ως εκ θαύματος, τα πανεπιστήμια καταφέρουν να λειτουργήσουν με συνεχώς μειούμενες δαπάνες, με όλο και χειρότερα αμειβόμενους καθηγητές, με όλο και πιο ανόρεκτους δασκάλους, με λιγότερα κονδύλια για έρευνα και με μια διαρκή πολιορκία από ιδιώτες επενδυτές που οραματίζονται να μετατρέψουν τα ΑΕΙ σε εργαστήρια σχεδιασμού νέων καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών, αυτό δεν σημαίνει τίποτε για το μέλλον των επιτυχόντων. Θα χρειαστεί ένα δεύτερο, ακόμη μεγαλύτερο θαύμα για να μεταφραστούν η επόμενη επιτυχία τους, η απόκτηση πτυχίου, και η μεθεπόμενη, η ολοκλήρωση ενός μεταπτυχιακού, σε επαγγελματική καριέρα ή, τουλάχιστον, σε μια βιώσιμη απασχόληση. Τα δεδομένα είναι λίγο πολύ γνωστά. Η παρατεταμένη ύφεση που υπόσχεται η «πιστή τήρηση» των μνημονίων (αλλά και η ίδια η αποτυχία τους) «εγγυώνται» τη συνέχιση της αποβιομηχάνισης, την παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας και την καταστροφή των σταθερών «πηγών» απασχόλησης. Ο τρόπος που μας «διασώζουν» οι δανειστές μας από την κρίση χρέους καταλήγει ακριβώς σ’ αυτό: στη μαζική δέσμευση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων που διαθέτει η χώρα σε μια μηχανή αποπληρωμής των τόκων με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και τους πιο ευτελιστικούς όρους. Στη μετατροπή των νέων ανθρώπων, ανεξαρτήτως προσόντων και ποσοστών «επιτυχίας», σε μια πληβειακή μάζα, μονίμως υποαμειβόμενη και αενάως επανειδικευόμενη («διά βίου εκπαίδευση») σε ένα περιβάλλον μαζικής ανεργίας, που θα τρέχει πίσω από τις σημαίες επενδυτικής ευκαιρίας τις οποίες θα υψώνουν οι κατακτητές-πιστωτές. Μπορεί, πράγματι, η Ελλάδα σε μερικά χρόνια να μετατραπεί σε Ελντοράντο του τουρισμού ή σε «εξαγωγέα» ήλιου, όπως συστήνει ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, αλλά αυτό σημαίνει ταυτόχρονα ότι οι επιτυχόντες μηχανικοί, τεχνολόγοι, οικονομολόγοι, αρχιτέκτονες, γιατροί, φιλόλογοι, μαθηματικοί, φυσικοί πρέπει απλώς να μάθουν να σερβίρουν ευγενικά ή να «φυτεύουν» φωτοβολταϊκά. Και μαζί να σερβίρουν ή να «φυτέψουν» το διαπιστευτήριο της επιτυχίας τους.

Ο Γιώργος Κ. πέτυχε, λοιπόν, και πέτυχε με επίδοση αρίστου, υπερνικώντας και την κουτοπονηριά της εκπαιδευτικής ηγεσίας να φέρει φέτος τα παιδιά στις εξετάσεις αντιμέτωπα με θέματα δυσκολίας που ούτε ένα στα είκοσι δημόσια σχολεία δεν είχε τη δυνατότητα να διδάξει (η αντίστοιχη στατιστική για τα φροντιστήρια είναι άγνωστη και αδιάφορη, αφού εδώ υποτίθεται πως κρίνεται το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα). Ο Γιώργος Κ. πέτυχε ακόμη και με τα πιο άκαμπτα κριτήρια αξιολόγησης και εξασφαλίζει την είσοδό του στο πανεπιστήμιο επιλογής του. Αλλά, αντιμετωπίζει το δίλημμα αν θα πρέπει να εξαργυρώσει την επιτυχία του με μια θέση στα ελληνικά πανεπιστημιακά έδρανα ή θα πρέπει απλώς να την προσθέσει στον «φάκελό» του για την εγγραφή σε ένα αντίστοιχο πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Ο Γιώργος Κ. είναι, βλέπετε, από τα λίγα παιδιά που η οικογένειά του, είτε γιατί έχει κάνει το σκατό της παξιμάδι είτε γιατί απλώς έχει την άνεση, μπορεί να του προσφέρει την ευχέρεια επιλογής. Το δίλημμα είναι ισχυρό, γιατί ο Γιώργος Κ., παρά την αφοσίωσή του επί τρία σχεδόν χρόνια στην προσδοκώμενη επιτυχία του, δεν ζούσε σε γυάλα και ενημερωνόταν για την αποτυχία της χώρας, του κράτους, της κοινωνίας στη διαρκή Ιερά Εξέταση των αγορών, της ανταγωνιστικότητας, του ευρώ, του Τρισέ, του Μπαρόζο και όλων όσοι έχουν παντρευτεί την επιτυχία (σε τι, άλλο θέμα). Και γνωρίζει ότι αυτή η δημόσια αποτυχία εμπεριέχει το ρίσκο να αφήσει την ανεξαργύρωτη την επιτυχία του, πρώτον, γιατί μπορεί το δημόσιο πανεπιστήμιο να μην μπορεί να λειτουργήσει και, δεύτερον, ακόμη κι αν καταφέρει να λειτουργήσει χάρη στον πατριωτισμό των Ελλήνων και των καθηγητών του, μπορεί να του προσφέρει ένα πτυχίο και ένα μεταπτυχιακό που θα είναι ισότιμο με δίπλωμα για «παπάκι». Όχι λόγω επιστημονικής ανεπάρκειας, αλλά γιατί πολύ απλά οι θέσεις για «ντελίβερι» ή «σεκιούριτι» (και κάποιες ανάλογες μ’ αυτές, που παραπάνω περιγράψαμε ) θα είναι οι μόνες που θα προσφέρει η παραγωγικά κατεστραμμένη οικονομία της μετα-μνημονιακής Ελλάδας (αν υπάρξει βεβαίως μετά μνημόνιο εποχή, τουλάχιστον στο πλαίσιο του μέσου ανθρώπινου χρόνου).

Και το επόμενο δίλημμα που θα αντιμετωπίσει ο Γιώργος Κ. σε λίγα χρόνια, αν δεν έχει γίνει κάποιο από τα θαύματα που προαναφέραμε, είναι πώς θα αξιοποιήσει τις επιτυχίες του στο τοπίο της αποτυχίας, πώς θα μεταφράσει σε δουλειά το πτυχίο και το μεταπτυχιακό από μια σχολή και σε μια ειδικότητα που παραγωγικά έχει προ πολλού μεταναστεύσει στην Άπω Ανατολή ή στη Βόρεια Ευρώπη. Όχι γιατί η Ελλάδα (για την ακρίβεια: η Ελλάδα της ναυτοσύνης) δεν διαθέτει μια μακρόχρονη παράδοση και μια ισχυρή βάση επενδύσεων σ’ αυτήν – το αντίθετο. Αλλά γιατί η επιχειρηματική ελίτ που επαίρεται για τις παγκόσμιες επιδόσεις της στο πεδίο αυτό κυνηγά πάντα τις σημαίες ευκαιρίας και εξαντλεί τον πατριωτισμό της σε αιτήματα για φοροαπαλλαγές και κρατικά κίνητρα.

Ως εκ τούτου, η συμβουλή μου στον Γιώργο Κ. και σ’ οποιονδήποτε Γιώργο βρίσκεται μπροστά σε ανάλογα διλήμματα για την εξαργύρωση αυτής της πρώτης, μεγάλης επιτυχίας στη ζωή του, θα ήταν να μη διστάσει να φύγει. Ξέρω, ο «πόλεμος» θα γίνει εδώ κι ίσως η φυγή μοιάζει με λιποταξία. Αλλά εμείς οι μεσήλικες νιώθουμε καλύτερα αν ξέρουμε ότι έχουμε φυγαδεύσει το μέλλον μακριά από τα ολοκαυτώματα του παρόντος. Κι ο ίδιος, άλλωστε, διατρέχει τον κίνδυνο ν’ αναρωτηθεί, έπειτα από λίγα χρόνια, μήπως ήταν προτιμότερο να έχει αποτύχει.

Η αποτυχία, βλέπετε, σε απαλλάσσει από τα διλήμματα. Σε οδηγεί σ’ έναν ιδιότυπο μονόδρομο, όπου το λάθος μπορεί να επαναλαμβάνεται άπειρες φορές, σαν να πρόκειται για την άσκηση ενός ιερού δικαιώματος: ο πολιτικός μπορεί να αποτυγχάνει, αλλά να επανεκλέγεται. Η διπλωματία σπανίως αποτρέπει τον πόλεμο, αλλά δικαιούται να διαπραγματεύεται αιώνια την ειρήνη. Το μνημόνιο μπορεί να απέτυχε, αλλά την επόμενη φορά τού αυξάνουμε τη δόση. Το Μάαστριχτ μπορεί να μετέτρεψε την Ευρωζώνη σε κόλαση χρέους, αλλά οι ευρωκράτες θα το αυστηροποιήσουν. Και ο καπιταλισμός μπορεί να αποτυγχάνει παταγωδώς στο απόλυτο ιδεώδες του, την επιβράβευση της ατομικής επιτυχίας. Αλλά το κακό διορθώνεται εύκολα, με τη μετατροπή της αστοχίας του σε συλλογική μας αποτυχία. Και τιμωρία.

Και ως μικρή παρηγοριά στο σύμπαν της αποτυχίας, επαναλαμβάνω ένα παλιό, αναρχικό ρητό, γραμμένο σε τοίχο δημόσιας τουαλέτας (ελαφρώς παραφρασμένο, για λόγους κοσμιότητας): «Μην αφοδεύετε εντός της οπής. Η επιτυχία αλλοτριώνει».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (25/6/2011)

Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!

Φαντάζονταν έργα να κάμει ξακουστά,
να παύσει την ταπείνωσι που απ’ τον καιρό της μάχης
της Μαγνησίας την πατρίδα του πιέζει.
Να γίνει πάλι κράτος δυνατό η Συρία,
με τους στρατούς της, με τους στόλους της,
με τα μεγάλα κάστρα, με τα πλούτη.
……………………………………………………

Και τώρα;
Τώρα απελπισία και καϋμός.
Είχανε δίκιο τα παιδιά στην Pώμη.
Δεν είναι δυνατόν να βασταχθούν η δυναστείες
που έβγαλε η Κατάκτησις των Μακεδόνων.

Aδιάφορον: επάσχισεν αυτός,
όσο μπορούσεν αγωνίσθηκε.
Και μες στην μαύρη απογοήτευσί του,
ένα μονάχα λογαριάζει πια
με υπερηφάνειαν• που, κι εν τη αποτυχία του,
την ίδιαν ακατάβλητην ανδρεία στον κόσμο δείχνει.

Τ’ άλλα- ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες.
Aυτή η Συρία σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του,
αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα.

Κ. Π. Καβάφη, «Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.)»

Saturday, June 18, 2011

Σόρι, Βέρα, σόρι… (18/6/2011)

Αγαπημένη μου Βέρα,
Είναι η τέταρτη φορά, αν θυμάμαι καλά, που επικοινωνώ μαζί σου μέσω αυτής της στήλης, στα δέκα χρόνια ζωής της. Ανορθόδοξος τρόπος επικοινωνίας για δύο ανθρώπους που έτσι κι αλλιώς επικοινωνούν κάθε μέρα, όπως κάθε πατέρας και κόρη. Το κακό, και αρκετά άδικο για σένα, είναι πως τις προηγούμενες φορές αυτή η δημόσια-ιδιωτική επικοινωνία ήταν εκ του ασφαλούς για μένα. Είχα σίγουρο πως δεν θα υπήρχε αντίλογος, λόγω της ηλικίας σου. Ουσιαστικά σε χρησιμοποιούσα σαν πρόσχημα για να μιλήσω σε άλλους. Τώρα δεν έχω αυτή την ασφάλεια. Έστω κι αν αυτό το γράμμα απευθύνεται στην ουσία σε τρίτους, αν πέσει στα χέρια σου, θα υποστώ την αμείλικτη κριτική των 12 χρόνων σου.

Προ ημερών γύρισες μ’ ένα παράξενο ύφος από το σχολείο, την τελευταία μέρα μαθήματος, της τελευταίας τάξης του δημοτικού. Παρ’ ότι ποτέ δεν υπήρξες φανατική του σχολείου, παρ’ ότι ξεκινούσαν τρεις μήνες καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς, με βουρκωμένα μάτια μου είπες πόσο λυπημένη ένιωθες που άφηνες το δημοτικό – «τόσα χρόνια από τη ζωή μου πέρασα εκεί», ψέλλισες και χοντρά δάκρυα έτρεξαν απ’ τα μάτια σου. Με ξάφνιασες. Αλλά ένας μπαμπάς δεν ξαφνιάζεται ποτέ, έχει πάντοτε μια απάντηση, μια συνόψιση των πραγμάτων, ένα δίδαγμα. «Τέλειωσε μια φάση της ζωής, έκλεισε ο κύκλος της παιδικής ηλικίας, λογικό να λυπάσαι. Αλλά, πάλι, αρχίζει μια καινούργια φάση, καινούργιο σχολείο, γυμνάσιο, άλλο περιβάλλον, εφηβεία. Έτσι είναι ο κύκλος της ζωής…», σου είπα. Μάλλον δεν έδωσες και πολύ σημασία σ’ αυτήν την κοινοτοπία και, υποθέτω, ότι αν πέσει στην αντίληψή σου αυτή η δημόσια αποκάλυψη της εκμυστήρευσής σου θα με κατακεραυνώσεις, θα θυμώσεις όπως πάντα και φυσικά θα διαφωνήσεις με τις γενικεύσεις μου. Γιατί έτσι πρέπει να διαφωνείς μ’ αυτή την πρώτη έκφραση εξουσίας που αποτελούμε εμείς οι γονείς σου, μας αρέσει ή όχι.

Ύστερα, όμως, αυτή η φυσική έκφραση λύπης για το τέλος εποχής, που μόλις συνειδητοποίησες πως σημαίνει το τέλος του δημοτικού, επέστρεψε σε μένα εμπλουτισμένη μ’ ένα σωρό βασανιστικές σκέψεις για όλα τα «τέλη εποχής» που ζούμε σήμερα. Και τα πολλά τέλη εποχής που έχεις εσύ κι η γενιά σου μπροστά σας. Υπάρχει, βλέπεις, Βέρα μου, αυτό το πρόβλημα με τον χρόνο και τον κύκλο της ζωής μας. Δεν δικαιούμαστε να τα διαχειριστούμε μόνοι μας. Έχουμε μία μόνο ζωή, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να τη συνδιαχειριστούμε με άλλους. Και δεν εννοώ συγγενείς, φίλους, ανθρώπους που κατά τεκμήριο μας αγαπούν. Αλλά για μηχανισμούς εξουσίας που αποφασίζουν για μας και χωρίς εμάς, για κυβερνήσεις και «μάγους» των αγορών που αποφασίζουν για το πόσο και τι πρέπει να σπουδάσουμε, πού και με ποιους όρους θα εργαστούμε, πώς και πόσο θα αμειβόμαστε, πώς θα οργανώσουμε τη ζωή μας, αν και πότε θα κάνουμε οικογένεια, πόσα παιδιά θα κάνουμε, μέχρι πότε θα δουλεύουμε, πότε θα βγούμε στη σύνταξη και με πόσα χρήματα θα ζήσουμε την κατά τα λοιπά ήσυχη τρίτη ηλικία. Σ’ όλο αυτόν τον κύκλο υπάρχει πάντα κάτι που πάει χαμένο. Σε χρήμα και σε χρόνο. Και κυρίως σε απόλαυση των πραγμάτων που θεωρούμε ουσία της ζωής. Και σ’ αυτό δεν φταίμε κυρίως εμείς, οι κοινοί θνητοί, ως κύριοι των εαυτών μας.

Αίφνης, εσύ Βέρα μου, που σε λίγο θα περάσεις το κατώφλι των 13 χρόνων, κι όλα τα παιδιά της ηλικίας σου, αλλά και τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα, ακόμη κι αυτά που μόλις γεννιούνται, αν και δεν έχουν ξεκινήσει συναλλαγές με τράπεζες, χρωστάτε 40.000 ευρώ ο καθένας. «Μα, δεν χρωστάω σε κανένα, δεν έχω δανειστεί και το κυλικείο του σχολείου το έχω ξοφλήσει», θα μου αντιτείνεις. Κι εγώ θα αναγκαστώ να σου εξηγήσω ότι για να χρωστάς δεν χρειάζεται καν να δανειστείς. Αρκεί να έχει δανειστεί κάποιος άλλος στο όνομά σου. Και δεν εννοώ εμένα ή τη μαμά σου. Εμείς ό,τι έχουμε δανειστεί το εξοφλούμε και φροντίζουμε να μη στο φορτώσουμε.

Το κόλπο είναι το εξής: όλα τα πράγματα που πιστεύεις ότι το κράτος μας παρέχει δωρεάν -το δημόσιο σχολείο, τα νοσοκομεία, οι δρόμοι, οι πλατείες- ουσιαστικά τα πληρώνουμε και με το παραπάνω μέσω των φόρων. Για κάθε πράγμα που αγοράζουμε, αλλά και για κάθε λεπτό δουλειάς που αμειβόμαστε υπάρχει ένα κομμάτι φόρου που πάει στα ταμεία του κράτους. Θεωρητικά, λοιπόν, εφόσον οι περισσότεροι πληρώνουμε τους φόρους μας, το κράτος θα έπρεπε να έχει στα ταμεία του χρήματα για να μας παρέχει αυτά τα δημόσια αγαθά. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Υποτίθεται ότι τα χρήματα από τους φόρους δεν φτάνουν ποτέ και τα κράτη, πλούσια ή φτωχά, δανείζονται από κάποια φιλανθρωπικά ιδρύματα που λέγονται τράπεζες για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Με τόκο, φυσικά.

Με τα χρόνια τα δανεικά του κράτους μαζεύονται, αυξάνουν κι από ένα σημείο και μετά οι κυβερνήσεις δανείζονται μόνο και μόνο για να εξοφλούν τα παλιά δανεικά και τους τόκους που μαζεύονται. Και, κατά έναν περίεργο τρόπο, οι φιλάνθρωποι τραπεζίτες που βλέπουν να συσσωρεύονται τα χρέη των κρατών, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς αν ποτέ θα εξοφληθούν, εξακολουθούν να δανείζουν. Προφανώς κάποιο όφελος θα έχουν απ’ αυτό. Και τα χρέη φτάνουν σε τέτοιο επίπεδο που τα κράτη και οι κυβερνήσεις και τελικά όλοι εμείς δουλεύουμε και πληρώνουμε τους φόρους όχι για να εξασφαλίσουμε τα δημόσια αγαθά που μας αξίζουν, αλλά μόνο και μόνο για να εξοφλούμε τα δανεικά.

Κάποια, όμως, στιγμή οι γενναιόδωροι τραπεζίτες, που χάνουν την υπομονή τους με όσα κράτη είναι κακοπληρωτές, ανεβάζουν πολύ τους τόκους για τα νέα δάνεια και οδηγούν μια ολόκληρη χώρα σε κατάσταση χρεοκοπίας. Δηλαδή, δεν τη δανείζουν πια. Αυτό, αγαπημένη μου Βέρα, μας συμβαίνει τώρα, σε αδρές γραμμές. Αυτό περιγράφουν όλες οι τρομακτικές ειδήσεις και αναλύσεις που ακούς κάθε μέρα και που αποφεύγεις να τους δώσεις σημασία. Ίσως γιατί διαισθάνεσαι πως κάτι κακό σημαίνουν για σένα και για τη γενιά σου. Δεν είναι μόνο οι 40.000 ευρώ χρέους που σου φόρτωσαν στην πλάτη. Είναι που σε στέλνουν στο μέλλον, στα επόμενα στάδια της ζωής σου, χωρίς εφόδια, χωρίς δικαιώματα, χωρίς ασφάλεια. Δεν μπορούν να σου εγγυηθούν ούτε αν θα έχεις σχολείο, πανεπιστήμιο, όλα τα λίγα και αυτονόητα δημόσια αγαθά που, κουτσά στραβά, απόλαυσε η δική μου γενιά. Δεν σου διασφαλίζουν αν οι κόποι σου στα θρανία της γνώσης θα ανταμειφθούν κάποια στιγμή με αξιοπρέπεια, σε μια δουλειά που θα τη χαίρεσαι και με μια αμοιβή που θα σου επιτρέπει να ζεις όχι με πολυτέλεια, αλλά ανθρώπινα.

Προφανώς, Βέρα μου, κάποιοι φταίνε γι’ αυτή την καταστροφή που συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Οι άνθρωποι και τα κόμματα που κυβέρνησαν για δεκαετίες αυτή τη χώρα, οι άνθρωποι που είχαν την οικονομική δύναμη να επηρεάζουν τις κυβερνήσεις και τις αποφάσεις τους, οι κοινωνικές ομάδες που τους υποστήριζαν για μερικά χορταστικά κομμάτια του κοινωνικού πλούτου, αλλά καμιά φορά και για λίγα εξευτελιστικά ψίχουλα.

Μου είναι εύκολο, Βέρα μου, να ρίξω την ευθύνη στους άλλους, αλλά στην πραγματικότητα κι εγώ, σαν πατέρας σου αλλά και σαν μέλος μιας ολόκληρης γενιάς, αισθάνομαι ενοχή γι’ αυτό που σου παραδίδουμε ως μέλλον. Όχι γιατί «μαζί τα φάγαμε», όπως είπε κάποιος ανεκδιήγητος υπουργός που θα περάσει στην ιστορία μόνο γι’ αυτό. Αλλά γιατί τους επιτρέψαμε για χρόνια «να τα τρώνε μόνοι τους». Τους επιτρέψαμε να μετατρέψουν αυτή τη χώρα σε άγονο χωράφι, τους αφήσαμε να πυρπολήσουν το μέλλον της γενιάς σου.

Συγγνώμη, Βέρα, που σου παραδίδω μια χώρα στα πρόθυρα κατάρρευσης, με βασιλείς και πρίγκιπες που γκρεμίζονται απ’ τους θρόνους τους, αλλά θέλουν να μας πάρουν μαζί τους. Συγγνώμη, Βέρα, που τα παχιά μας λόγια για έναν καλύτερο κόσμο, για μια κοινωνία πιο δίκαιη, δεν τα μετουσιώσαμε ποτέ σε πράξη, απορροφημένοι από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, ίσως και φοβούμενοι ότι θα χρειαστεί κάτι να θυσιάσουμε από την εύθραυστη μικροευημερία μας. Συγγνώμη, Βέρα, που ανεχτήκαμε, με πράξεις ή παραλείψεις, την αδικία, την απάτη, την κλεψιά, τον εγωισμό, την έλλειψη αλληλεγγύης να μας κυβερνούν. Συγγνώμη που κάναμε τη δημοκρατία πουκάμισο αδειανό.

Σόρι για όλα, Βέρα, σόρι. Συγγνώμη που σ’ τα λέω όλα αυτά – ένας ψυχολόγος θα με επέπληττε γι’ αυτό. Συγγνώμη που φορτώνουμε στις γενιές σας, αυτήν που είναι ακόμη στα θρανία και αυτήν που είναι στις πλατείες της ανεργίας, το βάρος για να ξαναστήσετε τη χώρα στα πόδια της. Να δώσετε ξανά υπόσταση στις λέξεις δικαιοσύνη, ισότητα, αξιοπρέπεια. Κι εύχομαι να μας κάνετε να ντραπούμε για όσα δεν καταφέραμε εμείς. Και να περηφανευτούμε που τα καταφέρατε εσείς. Σου έχω εμπιστοσύνη, Βέρα. Είμαι σίγουρος πως οι μέρες που θα ζήσετε θα είναι λαμπερές.
\

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (18/6/2011)

Εδώ και καιρό όλοι καταρρέουν, κι εδώ και καιρό όλοι ξέρουν ότι δεν έχουν από πού να κρατηθούν. Η πεποίθησή μου για την επιτυχία αυτής της μυστικής προπαγάνδας οφείλεται στο ότι η Ρωσία είναι, κατά προτεραιότητα, ο τόπος εκείνος σε όλο τον κόσμο όπου μπορεί να συμβεί οτιδήποτε χωρίς να υπάρξει η ελάχιστη αντίσταση. Καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί οι Ρώσοι που διαθέτουν κάποια περιουσία το έσκασαν για το εξωτερικό, και κάθε χρόνο γίνονται όλο και περισσότεροι. Είναι θέμα ενστίκτου, όταν το καράβι βυθίζεται, τα ποντίκια το σκάνε πρώτα. Η Αγία Ρωσία είναι μια χώρα άψυχη, εξαθλιωμένη και… επικίνδυνη, μια χώρα με ματαιόδοξους επαίτες στα ανώτατα στρώματά της και με την πλειοψηφία του πληθυσμού να ζει σε ετοιμόρροπα καλύβια. Θα χαρεί για οποιαδήποτε διέξοδο της προταθεί, φτάνει μόνο να της εξηγήσουν πώς να το κάνει.

Φιοντόρ Ντοστοιέφσκι, «Οι δαιμονισμένοι»

Saturday, June 11, 2011

Ελλάδα, η υπερδύναμη της κρίσης (11/6/2011)

Ο Άτλας, κατά την εκδοχή του Ησιόδου, ήταν γιος του Ιαπετού και της Κλυμένης, αδελφός του Προμηθέα, του Επιμηθέα και του Μενοίτιου. Στην Τιτανομαχία, ως γνωστόν, ο Άτλας έχασε και ο Δίας τον καταδίκασε να φέρει για πάντα στους ώμους του τον ουράνιο θόλο. Υποθέτουμε ότι για να έχει αυτή την ικανότητα θα ήταν τεράστιος, αλλά οπωσδήποτε ασήμαντος σε σχέση με το μέγεθος του ουράνιου θόλου. Άρα, ήταν κυρίως υπόθεση δύναμης -υπερδύναμης για την ακρίβεια- και όχι όγκου αυτό το επίτευγμα. Άλλωστε, ο πολύ μικρότερος το δέμας Ηρακλής, που τον φανταζόμαστε στις διαστάσεις κανονικού ανθρώπου, κατάφερε κι αυτός να σηκώσει για λίγο την ουράνια σφαίρα, μέχρι να πεταχτεί ο Άτλας να του φέρει τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων.

Η Ελλάδα δεν είναι φυσικά ένας Άτλας. Το ειδικό της βάρος με όρους οικονομίας και δημογραφίας είναι ασήμαντο στον πλανήτη. Τα 11 εκατομμύρια κατοίκων της αντιστοιχούν μόλις στο 0,17% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το ελληνικό ΑΕΠ αντιστοιχεί στο 0,45% του παγκοσμίου. Το χρέος της είναι κατά τι μικρότερο από το 0,8% του παγκόσμιου χρέους, που στο τέλος του χρόνου θα φτάσει τα ιλιγγιώδη 43 τρισ. δολάρια. Το ελληνικό χρέος αντιστοιχεί επίσης περίπου στο 2,5% των 16 τρισ. δημοσίου χρέους όλης της Ε.Ε. και στο 5,5% του χρέους που συσσωρεύουν τρεις από τους στυλοβάτες της Ευρωζώνης, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία (περίπου 7 τρισ.). Τέλος, το ελληνικό χρέος μοιάζει απλώς με έναν μικρό λεκέ μπροστά στο δυσθεώρητο αμερικανικό χρέος των 10 τρισ. δολαρίων, σχεδόν το 20% του παγκόσμιου.

Επομένως, με τίποτα η Ελλάδα δεν είναι ο Άτλας που κουβαλά στους ώμους της την (αν)ισορροπία του παγκόσμιου χρέους. Κι όμως, έτσι ακριβώς αντιμετωπίζεται από όλες τις δυνάμεις της διεθνούς πολιτικής ελίτ, της πλουτονομίας και της χρεοκρατίας. Όταν ο πλανητάρχης Ομπάμα ισχυρίζεται ενώπιον της ηγεμόνος της Ευρωζώνης Μέρκελ ότι η διάσωση της Ελλάδας είναι ζωτική για τη διατήρηση της διεθνούς και της αμερικανικής ανάκαμψης, τότε κάτι σοβαρό τρέχει εδώ. Όταν η γερμανική ηγεσία απευθύνει έκκληση στην ΕΚΤ για ένα «γενναίο πακέτο διάσωσης με συμμετοχή των ιδιωτών», κάτι μεγάλο παίζεται. Όταν ο άρχων του ευρώ, ο Τρισέ, στυλώνει τα πόδια φωνάζοντας πως δεν δέχεται μια καταναγκαστική επιμήκυνση ή μείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων, κάτι υπονοείται για το πραγματικό πρόβλημα και τους ώμους που το σηκώνουν σ’ αυτή την παγκόσμια ισορροπία τρόμου.

Ποια είναι η τρομακτική υπερδύναμη που κάνει τον Ομπάμα να φοβάται; Ποια είναι καταστροφική υπερδύναμη που κάνει τη Μέρκελ να ξεχνά την προτεσταντική της εγκράτεια και να πιέζει με κάθε μέσο τους βουλευτές της να βάλουν νερό στο κρασί τους; Μήπως είναι η ίδια η Ελλάδα η υπερδύναμη αυτή; Εκ πρώτης όψεως, όχι. Ιδιαίτερα αν πάρει κανείς υπόψη τα στοιχεία, που τόση βαρύτητα έχουν για τους ιεροψάλτες της δημοσιονομικής ορθοδοξίας.

Μήπως είναι τα μυστηριώδη CDS και οι βαμμένοι με χρώματα του πολέμου «παίκτες» τους η δύναμη αυτή; Εν μέρει, ναι. Τα «ανοικτά» συμβόλαια CDS που ποντάρουν στην ελληνική χρεοκοπία έχουν επενδύσει κάτι παραπάνω από 5 δισ. δολάρια, σε ένα «στοίχημα» αξίας 78 δισ. δολαρίων. Τόσα προσδοκούν να πάρουν τα αρπακτικά αυτής της αρύθμιστης αγοράς από ένα «πιστωτικό γεγονός» επί των ελληνικών ομολόγων. Ωστόσο, το ποσό αυτό είναι μάλλον ασήμαντο μπροστά στα 100 δισ. δολάρια που έχουν στοιχηματίσει οι ίδιοι «κακοί» για κάποια ανάλογα «πιστωτικά γεγονότα» στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Βέλγιο, την Αυστρία και την ίδια την κραταιά Γερμανία. Και, γι’ αυτές το διακύβευμα είναι πάνω από 800 δισ. δολάρια! Γιατί, λοιπόν, δεν στοχοποιήθηκε κάποια από τις χώρες που η χρεοκοπία της θα απέφερε πολλαπλάσια κέρδη;

Τα CDS είναι προφανώς μέρος του προβλήματος, αλλά το όλο πρόβλημα, στον πυρήνα του, είναι η ίδια η μηχανή παραγωγής χρήματος: το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η τραπεζοκρατία, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’70 και μετά, οπότε οι Αμερικανοί εγκατέλειψαν το νομισματικό σύστημα του Μπρέτον Γουντς, για να πλημμυρίζουν τον κόσμο με δολάρια κατά βούληση, εξελίχθηκε σε σχεδόν αποκλειστικό «παραγωγό» χρήματος, στις άπειρες οβιδιακές μορφές του, που μοναδική τους ουσία έχουν το ίδιο το χρέος, ιδιωτικό ή δημόσιο. Η φούσκα του χρέους που εκτρέφεται αδιαλείπτως εδώ και τέσσερις δεκαετίες φτάνει τώρα στα όριά της. Όχι γιατί έχει προσβάλει αδύναμες, παραγωγικά ισχνές, χώρες, όπως η Ελλάδα. Αλλά γιατί πλήττει τον σκληρό πυρήνα του ιστορικού καπιταλισμού, τις ατμομηχανές αναπαραγωγής του, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία ή την Ιαπωνία.

Οι πολιτικές ηγεσίες μόλις τώρα συνειδητοποιούν ότι έχουν παραδώσει στη Διεθνή της τοκογλυφίας αυτήν την τρομακτική δύναμη. Αλλά δεν έχουν καμία απολύτως βούληση να την τιθασεύσουν. Συνειδητοποιούν ότι έχουν εμπιστευθεί στους banksters (κατά έναν ευφυή συνδυασμό των bankers και των gangsters) ένα όπλο μαζικής καταστροφής, αλλά ευελπιστούν ότι θα κρατήσουν την καταστροφική του ενέργεια μακριά από τις γραμμές Μαζινό, στην περιφέρεια του διεθνούς καπιταλισμού. Αντιλαμβάνονται ότι, αργά ή γρήγορα, η λύση μπορεί να δοθεί με δύο τρόπους: ή ένα παγκόσμιο deal για την απαλοιφή μέρους ή του όλου χρέους, αλλά με όλα τα στοιχεία αναπαραγωγής του ανέπαφα, ή με έναν γενικευμένο πόλεμο χρεών, όπου θα ισχύει μόνο το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Το πιθανότερο είναι ότι θα ζήσουμε ένα συνδυασμό και των δύο. Και χρεοπόλεμο και μια «συνθήκη ειρήνης» για όσους επιζήσουν από τον πρώτο. Προς το παρόν, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ επιχειρούν να στήσουν αναχώματα – και η Ελλάδα είναι το έσχατο ανάχωμα σ’ αυτή την προσπάθεια, στην οποία χρησιμοποιούνται ως οχυρωματικά υλικά όλα τα κεκτημένα της μεταπολεμικής ευημερίας: το κοινωνικό κράτος, οι ελάχιστες εγγυήσεις εισοδήματος, η κοινωνική διαπραγμάτευση για τον μισθό, το ασφαλιστικό σύστημα, τα δημόσια αγαθά, ο δημόσιος πλούτος, η εθνική κυριαρχία και, τελικά, η ίδια η κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα είναι όντως η πραγματική υπερδύναμη αυτής της κρίσης. Έχει στα χέρια της ένα τρομακτικό πλεονέκτημα, ένα απίστευτης ισχύος διαπραγματευτικό χαρτί. Από τη στιγμή που, τυχαία ή εσκεμμένα, επελέγη ως ο άξονας του παγκόσμιου παιγνίου για το χρέος, έχει ένα παράθυρο ευκαιρίας να εκβιάσει όχι απλά τη διάσωσή της, αλλά τη ριζική αλλαγή των κανόνων. Την αποφασιστική αφαίρεση της ισχύος από τη χρηματοπιστωτική δικτατορία. Την ανάκτηση της πολιτικής δύναμης από την πολιτική και τελικά από την ίδια τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία που ανακτά το κοινωνικό της περιεχόμενο στο τρίπτυχο των «Αγανακτισμένων»: ισότητα, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια.

Ακούγεται ουτοπικό; Όχι και τόσο, αν σκεφτεί κανείς ότι, αν η Ελλάδα εξαπολύσει τα πυρά της από το μοναδικό όπλο που έχει στα χέρια της, θα ακολουθήσει ένα ασύλληπτο ντόμινο καταρρεύσεων, ένας συστημικός Αρμαγεδδών, που είναι απίθανο να διακρίνει «αθώους» και «ενόχους», ισχυρούς και ανίσχυρους. Το δίλημμα που θα θέσει είναι απλούστατο: «Θέλετε να δοκιμάσουμε το κακό σενάριο;». Υποθέτω ότι τώρα πια λίγοι είναι αυτοί που θα πουν «ναι».

Η Ελλάδα είναι, λοιπόν, η υπερδύναμη της κρίσης. Αλλά όχι γιατί το πολιτικό της σύστημα είναι ικανό και έτοιμο χειριστεί το όπλο της, ασκώντας επιδέξιους «εκβιασμούς» στη διεθνή τραπεζοκρατία ή στους πολιτικούς ντίλερ της. Ίσα ίσα, το πολιτικό σύστημα εξελίσσεται πιθανότατα στο μεγαλύτερο θύμα της κρίσης αυτής, με τον διαδραματιζόμενο μπροστά στα μάτια μας αργό θάνατό του. Από τον οποίο φαίνεται απίθανο να γλιτώσει, όσους τόνους πολιτικής συναίνεσης κι αν επιστρατεύσει. Η κοινωνική συναίνεση μοιάζει να έχει χαθεί διά παντός, και η ανάκτησή της θα απαιτούσε μια ταχύτατη, ταχυδακτυλουργική ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, άφθαρτους «σωτήρες». Αλλά ο χρόνος δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο και η πρώτη ύλη -σε πρόσωπα και μηχανισμούς- μοιάζει να έχει εξαντληθεί. Φυσικά, υπάρχει και η εναλλακτική της αυταρχικής εκτροπής, αλλά ποιος τη ρισκάρει με μια κοινωνία σε κατάσταση παροξυσμού;

Κι αυτός ο κοινωνικός παροξυσμός, ακατέργαστος, πολιτικά θολός, ιδεολογικά ανάμεικτος, είναι τελικά η υπερδύναμη της κρίσης. Αν γλιτώσει από τη φθορά, την κόπωση, την πατρωνία, την κολακεία, αν τα θυμωμένα «όχι» βρουν τη συνέχειά τους σε μερικά αποφασιστικά «ναι», σε μια συντεταγμένη διεκδίκηση μιας ευρύτατης οικονομικής και πολιτικής αλλαγής, αν η ελληνική κοινωνία πετύχει να μεταδώσει τον ιό της οργής σε όλη την Ευρώπη, τότε μπορεί να γίνει μια απροσδόκητη υπερδύναμη του κόσμου μας. Όχι ως ο Άτλας που σηκώνει καρτερικά στους ώμους το οικονομικό μας σύμπαν. Αλλά ως θυμωμένος Ηρακλής που τον αφήνει να πέσει, αδιαφορώντας για τα μήλα εξ Εσπερίας. Και Γαία -και ουρανός- πυρί μειχθήτω...

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (11/6/2011)

Δεν είναι απίστευτο ότι, παρά τον αφάνταστο πλούτο των φυσικών πόρων, της τεχνολογικής καινοτομίας και της παραγωγικότητας που μας περιβάλλει, περίπου όλοι μας, από κυβερνήσεις και εταιρείες μέχρι το κάθε ξεχωριστό άτομο, είμαστε βαριά χρεωμένοι στους τραπεζίτες; Αν απλά οι άνθρωποι μπορούσαν να σταματήσουν ένα λεπτό και να σκεφτούν: Πώς είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι που ουσιαστικά παράγουν όλο τον πραγματικό πλούτο του κόσμου να χρωστούν σε αυτούς που απλά δανείζουν τα χρήματα που αναπαριστούν τον πλούτο; Ακόμα πιο απίστευτο είναι το ότι αφού συνειδητοποιήσουμε ότι το χρήμα στην πραγματικότητα είναι χρέος, συνειδητοποιούμε επίσης ότι, αν δεν υπήρχε χρέος, δεν θα υπήρχε χρήμα.
Paul Grignon «Το χρήμα ως χρέος»

Saturday, June 4, 2011

FEAR FACTOR (4/6/2011)


«Μάζεψε τρόφιμα
. Πάρε μακαρόνια, ρύζια, λάδια, γάλατα, ό,τι διατηρείται, τέλος πάντων, για τουλάχιστον δύο μήνες. Θα ζήσουμε μέρες Αργεντινής», μου είπε ο φίλος μου ο Σπύρος. Και, ξαφνικά, μου ξύπνησε έναν φόβο που δεν τον είχα αντιμετωπίσει. Το έλεγε κι η γιαγιά μου η Άρτεμις, με εμπειρίες Μικρασιατικής Καταστροφής, Κατοχής και Εμφυλίου. Όποτε οσμιζόταν «μπαρούτι» άρχιζε τις συμβουλές: «Πηγαίνετε κι αγοράστε ένα σακί αλεύρι, ένα σακί ρύζι κι ένα σακί ζάχαρη». Πού να βρεις σακί στο σούπερ μάρκετ; Όλα έπρεπε να τα πάρεις σε συσκευασία κιλού.

Λέτε να φτάσουμε εκεί; Τίποτα δεν αποκλείεται. Ο βασικός φόβος που έχει εγκατασταθεί εδώ και μήνες στα μυαλά της σιωπηρής (αλλά και της ηχηρής πλέον) πλειοψηφίας είναι η απειλή των καταθέσεων από μια κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος λόγω ενός «πιστωτικού γεγονότος», όπως ονομάζεται στη νέα αργκό της χρεοκοπίας οτιδήποτε την πλησιάζει. Ο φόβος αυτός διαψεύδεται και καθησυχάζεται σ’ όλους τους τόνους, κι από μιαν άποψη δικαίως. Όλα τα συστατικής της «λύσης» που προωθείται στην ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση χρέους (αν η χαοτική ευρωκρατία επιτρέψει ποτέ να αποφασιστεί πράγματι) το μόνο που επιχειρούν να εγγυηθούν είναι η αποφυγή κατάρρευσης του πιστωτικού συστήματος. Εγχώριου (σ’ έναν βαθμό) και ευρωπαϊκού (σε κάθε περίπτωση).

ΑΛΛΑ, ΑΥΤΗ Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ που προσπαθούν να εκπέμψουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και τα παράφωνα παπαγαλάκια τους καθόλου δεν καταστέλλει τον πιστωτικό πανικό. Η αιμορραγία των καταθέσεων που μήνα με τον μήνα καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος ίσως δεν αποτυπώνει με ακρίβεια το δέος του μικροαποταμιευτή που απεγνωσμένα προσπαθεί να «αποθηκεύσει» με ασφάλεια τις οικονομίες του. Καταγράφει κυρίως την ευχέρεια που έχουν οι επιβάτες της πρώτης θέσης του «Τιτανικού» να διασωθούν προνομιακά, την ώρα που οι άλλοι, του καταστρώματος, των άλλων θέσεων, θα πνίγονται στα παγωμένα νερά ενός «πιστωτικού γεγονότος» ή μιας ψυχρής «λύσης». Ο πιστωτικός πανικός παραμένει και, σε συνδυασμό με τα καταστροφικά αποτελέσματα της ύφεσης και της «στάσης πληρωμών» που έχει κηρυχθεί στην κοινωνία, τροφοδοτεί άλλους φόβους, πιο βιοτικούς: Θα έχω δουλειά; Θα έχω περίθαλψη; Θα πάρω τη σύνταξη; Θα πληρωθώ; Θα έχω τα ελάχιστα για να ταΐσω το παιδί μου; Όσοι έχουν δει σκηνές από τα ντοκιμαντέρ και τα ρεπορτάζ για το τι συνέβη στην Αργεντινή έχουν αντίληψη ότι αυτά τα ερωτήματα δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι μια ορατή πιθανότητα που, άλλωστε, με κάθε ευκαιρία φροντίζουν να την ιχνογραφούν οι ζηλωτές του μνημονίου. Όπως ο κ. Παπακωνσταντίνου που περιέγραψε γλαφυρά τον εφιάλτη στον δρόμο με την πέμπτη δόση του δανείου…

ΚΙ ΕΔΩ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ το μέγα παράδοξο. Ενώ ο φόβος που συνοδεύει τον μέσο Έλληνα από την αρχή της κρίσης, και μάλιστα με τη μορφή μιας ξετσίπωτης οικονομικής τρομοκρατίας, αγγίζει πλέον τους στοιχειώδεις όρους επιβίωσής του ως άτομου, αλλά και ως κοινωνίας, την ίδια ακριβώς στιγμή καταγράφεται η πιο μαζική και εντυπωσιακή αποδέσμευση των ανθρώπων από τον φόβο. Το πλήθος (προς το παρόν) των «αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα και στις άλλες πλατείες αναδίνει ακριβώς αυτή την ψυχολογική διάσταση. Κάποιοι άνθρωποι έχουν ξεπεράσει το κρίσιμο όριο της χρεοκοποφοβίας. Προεξοφλούν το χειρότερο σενάριο για την έκβαση της κρίσης και για τη διαπραγμάτευση με τους στυγνούς επιτηρητές της ελληνικής κοινωνίας. Αισθάνονται ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν πια. Ούτε καν τις αλυσίδες τους.

ΈΤΣΙ, ΤΟ «ΠΛΗΘΟΣ» που ξεπερνά τον φόβο γίνεται ο αστάθμητος παράγοντας ενός πλέγματος στο οποίο συνωθούνται χαοτικά όλοι οι άλλοι συντελεστές του δράματος: η κυβέρνηση που χάνει τον έλεγχο, το κομματικό σύστημα που βρίσκεται στο ναδίρ της νομιμοποίησής του, η ιθύνουσα τάξη που δεν διαθέτει σχέδιο σωτηρίας (πλην του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»), η τρόικα για την οποία είναι άγνωστες λέξεις το πολιτικό και κοινωνικό κόστος, οι ευρωκράτες και οι πολιτικές ηγεσίες της Ε.Ε. που περιδινούνται με κυνισμό γύρω από τα πιο ευφάνταστα σχέδια «λύσης» hardcore, οι αγορές που άλλοτε ψηφίζουν αναδιάρθρωση χρέους και άλλοτε ανακουφίζονται στην ιδέα ενός νέου δανείου και νέου μνημονίου για την Ελλάδα. Αυτό το σύστημα που κινείται χαοτικά, αυξάνοντας με κάθε κίνησή του και το κόστος μιας «καταστροφής», αλλά και το κόστος της αποτροπής της, εξελίσσεται στην πραγματικότητα σε μια νέα πηγή φόβου. Τι θα συμβεί αν ούτε ευρωπαϊκή «λύση» έχουμε, ούτε «ελληνική» εναλλακτική λύση έχει ωριμάσει και το εγχώριο σύστημα εξουσίας αποσταθεροποιηθεί πλήρως μέσα σε μια τρικυμιώδη κοινωνική θάλασσα;

ΕΔΩ ΠΡΕΠΕΙ να περιγράψουμε τον φόβο του κενού. Το ενδεχόμενο, δηλαδή, να ενσαρκωθεί σε πραγματικά δεδομένα αυτό που οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ως ολοκληρωτική απονομιμοποίηση του κομματικού συστήματος, με το 50% και πλέον να συνωστίζονται στο «αποχή, λευκό, άκυρο». Την πιθανότητα να προκύψει ένα πρωτοφανές πολιτικό κενό χωρίς ταυτόχρονα να είναι έτοιμη μια «νέα μεταπολίτευση» να το καλύψει. Την περίπτωση το κράτος να βρεθεί περίπου ακυβέρνητο, όλη η διοικητική γραφειοκρατία να χαθεί μέσα στους «μεταρρυθμιστικούς» πειραματισμούς, οι δημόσιες υπηρεσίες που παρέχουν στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά να βρεθούν χωρίς πολιτική διεύθυνση. Το ενδεχόμενο οι εταίροι και δυνάστες μας να μας εγκαταλείψουν. Και ταυτόχρονα, την πιθανότητα να βρεθεί η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας σε κατάσταση βρασμού, χωρίς να είναι έτοιμη να υποδείξει μια συντεταγμένη δύναμη που δηλώνει επαρκής, ώστε να αναλάβει την πολιτική διεύθυνση της χώρας. Θέλω να πω, τελικά, πως ο φόβος του κενού είναι το ενδεχόμενο «οι κάτω να μη θέλουν, οι πάνω να μην μπορούν», αλλά η λενινιστική «προφητεία» να συμπληρώνεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει και κανείς έτοιμος, πρόσφορος, διαθέσιμος να μπορεί.

ΤΟΤΕ, ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΝ -θα βρεθούμε- όλοι προ ισχυρών διλημμάτων. Απλούστατων, ζωτικών, αλλά βασανιστικών. Το ατομικό θα συγκρούεται κάθε ώρα και στιγμή με το συλλογικό: να τρέξω στο σούπερ μάρκετ να προλάβω γάλατα στα ράφια, ή να πάω στη συνέλευση της πλατείας, όπου η κοινωνία εκπαιδεύεται από το μηδέν στη δημοκρατία; Να σπρωχτώ στην ουρά της τράπεζας για να γλιτώσω την ισχνή μου αποταμίευση, ή να πάω στη δουλειά για να λειτουργήσει η δημόσια υπηρεσία που έχουν εγκαταλείψει οι πολιτικοί της προϊστάμενοι, η επιχείρηση που έχει παρατήσει ο ιδιοκτήτης της; Να εξασφαλίσω ότι με κάποιο τρόπο θα γεμίσω την κατσαρόλα με τον επιούσιο, ή να την πάρω και να κατέβω στο Σύνταγμα για να βρει την έσχατη χρήση της, ως κρουστό οργής και διαμαρτυρίας;

ΣΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΑΚΡΑΙΟ αυτό το σενάριο; Φοβάμαι ότι μας χωρίζει μια κλωστή απ’ αυτό. Κι ομολογώ πως φοβάμαι τον ίδιο τον φόβο μου, που θα προκύψει μπροστά σ’ αυτό το πρωτοφανές κενό. Και βέβαια, από το χάος δημιουργήθηκε το σύμπαν και κάθε χάος εξελίσσεται σε δημιουργία. Η φύση απεχθάνεται το κενό, αλλά εξίσου το απεχθανόμαστε κι εμείς, τα ταλαιπωρημένα της πλάσματα, που θα πρέπει να διαχειριστούμε μια σκληρή καθημερινότητα ατομικής επιβίωσης, μαζί με μια ευκαιρία συλλογικής αναγέννησης. Με παρηγορεί η ιδέα ότι η αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε από ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα τι έκαναν, ότι η ελληνική επανάσταση έγινε από μπουλούκια αμόρφωτων ενόπλων, ότι όλα τα έθνη κράτη προέκυψαν από χαοτικές καταρρεύσεις καθεστώτων και δημιουργικές κοινωνικές ανασυγκροτήσεις. Ότι οι περισσότερες κοινωνικές συγκρούσεις στο πέρασμα των αιώνων άφηναν πάντα, κατά το λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρό πέρασμά τους, μια μικρή ή μεγάλη κατάκτηση στις επόμενες γενιές. Ότι ο αέρας της ελευθερίας που σηκώνεται σε κάθε κατάσταση κοινωνικού παροξυσμού είναι το οξυγόνο της ανθρώπινης προόδου. Που δεν μετριέται πάντα σε αριθμούς, δείκτες χρέους και αξιολογήσεις της Moody’s.

Φοβάμαι τους φόβους μου. Φοβόμαστε το καινούργιο που δεν έχει ακόμη πάρει μορφή και δεν
έχει αποκτήσει περιεχόμενο. Αλλά το χειρότερο είναι να υποταχθούμε σ’ αυτόν τον νέο fear factor. Σ’ αυτόν τον παράγοντα φόβου που είτε θα μας συμβιβάσει με την οδυνηρή τιμωρία που ετοιμάζουν οι πιστωτές-δυνάστες είτε θα δώσει την ευκαιρία στο σύστημα που παράγει την κρίση να ανασυγκροτηθεί γύρω από έναν νέο «σωτήρα». Κι όχι απαραίτητα με κοινοβουλευτικό μανδύα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/6/2011)

Μαύρος ουρανός,
Μαύρος, σκοτεινός.
Σκοτεινοί στρατοί
καίνε το χαρτί,
τη γιορτή χαλάνε.
Μαύρη αγκαλιά.
Ορφανά σκυλιά
ψάχνουνε τροφή
στην ανασκαφή
που την ξεπουλάνε.

Έλα, ασ’ την γκρίνια.
Έχω ακόμα φράγκα.
Έλα τρώει η φτήνια
τον παρά το βλάκα.

Βάλε κατσαρόλα.
Φίλε μου, ξεκόλλα.
Πες και στα παιδιά
να ’ρθουν μια βραδιά
να τα σπάσουν όλα.

Βάλε αγάπη να ’χει..
Δε φοβούνται οι βράχοι.
Μπες δυναμικά,
δες το θετικά
και θα γίνει μάχη.
Μπες δυναμικά

Μαύρος ποταμός.
Φτώχεια και γκρεμός.
Ο πλανήτης γη
πάλι αιμορραγεί,
βράζει στα καζάνια.
Φάγανε ρωγμή
οι μηχανισμοί.
Δούλοι αφεντικά
ψάχνουν δανεικά.
Πίκρα στα λιμάνια.
Έλα, ασ’ την κρίση
να μετράει τα βήματα.
Έχουνε κι οι κροίσοι
Τρομερά προβλήματα.

Σταμάτη Κραουνάκη «Κατσαρόλα» από το άλμπουμ «Εδώ είμαστε»