Sunday, January 31, 2010

Η καταστροφή που μας απειλεί (30/1/2010)

Μας αγαπάνε, δεν μας αγαπάνε, μας αγαπάνε; Σίγουρα, δεν μας αγαπάνε. Θα πτωχεύσουμε, δεν θα πτωχεύσουμε, θα πτωχεύσουμε; Πιθανότατα θα πτωχεύσουμε. Ακόμη κι αν μας αγαπούσαν, θα πτωχεύαμε διότι αγαπάνε το κέρδος περισσότερο από εμάς. Αλλά κι αν δεν πτωχεύσουμε τελικά -από υπερβολική αγάπη, υπερβολικό μίσος ή υπερβολική χλεύη- θα είμαστε όλο και φτωχότεροι, κάθε μέρα που περνάει. Το κόστος του κρατικού δανεισμού θα ανεβαίνει, ο εθνικός πλούτος θα συρρικνώνεται, το λαϊκό εισόδημα θα μειώνεται και το αποτέλεσμα θα είναι μια κανονική χρεοκοπία, από την οποία θα λείπει απλώς ο τίτλος τιμής. Ή ατιμίας. Από την άποψη αυτή έχει δίκιο ο κ. Ρουμπινί. Ως χώρα έχουμε ήδη πτωχεύσει. Όχι ίσως με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται ο επονομαζόμενος «γκουρού» της καταστροφής. Αλλά, από άποψη οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού αποτελέσματος δεν ξέρω τι περισσότερο θα είχε να προσθέσει μια υπαγωγή στο ΔΝΤ, ή στο ΔΝΤ και στην ΕΚΤ, ή στο ΔΝΤ, την ΕΚΤ και τη Fed, ή στο ΔΝΤ, την ΕΚΤ, τη Fed και την Κινεζική Υπηρεσία Συναλλάγματος, στην οποία προσπίπτουμε ως απελπισμένοι δανειολήπτες. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Μια μακρά περίοδος ύφεσης, μια επίσης μακρόχρονη δέσμευση σε επαχθή δανεισμό, μια παραγωγική υποβάθμιση. Και μια ουσιαστική κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας, της αυτονομίας της πολιτικής διακυβέρνησης που πρέπει απλώς να λογοδοτεί όχι στη λαϊκή πλειοψηφία που την εξέλεξε, αλλά στους μπακάληδες και τους τοκογλύφους που τη δανείζουν.

Εδώ που έχουμε φτάσει, και καθώς το δίλημμα που μας τίθεται από «τα σκοτεινά κέντρα που συνωμοτούν εις βάρος του έθνους» ή απλώς από τις κυνικές αγορές είναι αν θα τις αφήσουμε να μας καταστρέψουν αυτές ή θα καταστραφούμε μόνοι μας μια ώρα αρχύτερα, ίσως δεν είναι πολυτέλεια να ασχοληθούμε με το τι έφταιξε. Δεν λέω, το θηρίο θέλει ανθρωποθυσίες εδώ και τώρα για να ηρεμήσει, οι αγορές θέλουν να δουν αίμα να ρέει στα σκαλιά του Συντάγματος, αλλά χαμένοι για χαμένοι, ας το συζητήσουμε τουλάχιστον.

Στην ελληνική περιπέτεια, αυτό που δοκιμάζεται περισσότερο απ’ όλα είναι ο ευρωπαϊσμός σε όλες τις εκδοχές και αποχρώσεις τους. Και δεν αναφέρομαι απλώς στο γεγονός ότι πίσω από τη μάχη των spreads και των επιτοκίων του κρατικού δανεισμού κρύβονται ανομολόγητες προσδοκίες να πέσει η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου, στοιχήματα κερδοσκοπίας πάνω σε μια νέα παγκόσμια νομισματική ισορροπία, ή ακόμη και σχέδια που φτάνουν στη διάλυση της Ευρωζώνης ή τη διχοτόμηση του ευρώ. Παίζουν κι αυτά, αλλά το σημαντικότερο είναι το στριπτίζ στο οποίο υποβάλλεται όλο το θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε. Στη σημαντικότερη κρίση από καταβολής Ε.Ε., όχι μόνο αποδεικνύεται ανίκανη να προστατεύσει τους πιο αδύναμους κρίκους της, αλλά -αντίθετα- φαίνεται να πρωτοστατεί (με πράξεις ή παραλείψεις, δηλώσεις ή αποσιωπήσεις) στη δημοσιονομική τους εξουθένωση. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι ήταν η Ελλάδα που ήρξατο χειρών αδίκων με το λογιστικό τραμπολίνο για το έλλειμμα και το χρέος, ήταν ωστόσο οι κεφαλές της Ε.Ε. -τεχνοκράτες ή πολιτικοί εκπρόσωποι- που υπέδειξαν την ελληνική οικονομία ως διακεκριμένο στόχο της διεθνούς κερδοσκοπίας. Η Ε.Ε. προσέρχεται απλώς ο «αστυνόμος» της δημοσιονομικής ορθοδοξίας του Συμφώνου Σταθερότητας να επιβάλει κυρώσεις, να εκβιάσει πολιτικές, να εναρμονιστεί πλήρως στον κυνισμό των αγορών που απαιτούν μονοδιάστατα, ταξικού μένους μέτρα εις βάρος της εργασίας, της κατανάλωσης, του κοινωνικού κράτους. Απαιτούν μέτρα διεύρυνσης και εμβάθυνσης της φτώχειας εδώ και τώρα, την ώρα που κηρύσσουν το 2010 έτος κατά της φτώχειας. Όλο το οικοδόμημα συμπεριφέρεται με το ήθος και το ύφος ενός οικονομικού ολοκληρωτισμού όπου δεν επιβιώνει ίχνος πολιτικής αλληλεγγύης. Η πολιτική Ευρώπη είναι επιδεικτικά απούσα όχι επειδή οι θεσμοί της είναι αναιμικοί, αλλά γιατί εξ ορισμού οικοδομήθηκε ως μια αγορά κεφαλαίων, αγαθών και εργασίας στην οποία η δημοκρατία είναι υπό διαρκή αίρεση. Τα «όχι» των Γάλλων, των Ιρλανδών και των Δανών δεν ήταν λαϊκές ετυμηγορίες, αλλά λάθη που έπρεπε να διορθωθούν. Οι υπόλοιποι δεν ρωτήθηκαν καν.

Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν καταγράφεται απλώς το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα», αλλά -ακόμη χειρότερα- ένα πλήρες πολιτικό έλλειμμα, ιδιαίτερα για τις χώρες που σήμερα προβάλλονται ως παρίες της Ε.Ε. και βαρίδια της Ευρωζώνης. Σήμερα η Ελλάδα και η Ιρλανδία, αύριο η Ισπανία και η Πορτογαλία. Από τη μια πλευρά καταλύεται η στοιχειώδης ελευθερία τους να επιλέξουν εκείνο ή το άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής για την έξοδο από τη δημοσιονομική τους κρίση, αντίστοιχο με τη λαϊκή εντολή που έχουν λάβει. Από την άλλη, καλούνται να λειτουργήσουν ως διεκπεραιωτές των πολιτικών που τους υπαγορεύουν τα λόμπι των ευρωκρατών και ως εντεταλμένοι αστυνόμοι τους για πρόληψη ή καταστολή τυχόν κοινωνικών αντιδράσεων. Τι άλλο σημαίνουν τα «τελεσίγραφα» που στέλνει η Κομισιόν στην κυβέρνηση να «καθαρίσει» γρήγορα τις εθνικές οδούς από τα αγροτικά μπλόκα γιατί εμποδίζουν την ελευθερία διακίνησης των αγαθών;

Στον αντίποδα του πολιτικού ελλείμματος για τους παρίες της Ε.Ε., υπάρχει αυτή η απεριόριστη πολιτική ελευθερία των ισχυρών της ευρωπαϊκής αγοράς. Η κ. Μέρκελ, οι υπουργοί της, ο κεντρικός τραπεζίτης της, ο κ. Σαρκοζί και τα μέλη της κυβέρνησής του, ο κ. Τρισέ, ο πρόεδρος της Κομισιόν και οι επίτροποι μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, να σαρκάζουν, να επικρίνουν, να χλευάζουν τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, αλλά και την ελληνική κοινωνία συλλήβδην για το δημοσιονομικό τέλμα. Κάθε δήλωσή τους, όμως, ερμηνεύεται (ή παρερμηνεύεται) από τις αγορές κρατικού χρέους και βυθίζει την οικονομία πιο βαθιά στο τέλμα αυτό κι εκτοξεύει το κόστος του δανεισμού. Και δεν υπάρχει καμία πολιτική διαδικασία κυρώσεων, κανένας τρόπος να διεκδικήσει η πληττόμενη χώρα όχι την αλληλεγγύη των υποτιθέμενων εταίρων της, ούτε την «αποζημίωσή» της για τη βλάβη που προκαλούν, αλλά τουλάχιστον τη σιωπή τους, τη διακριτικότητά τους και σε τελευταία ανάλυση τον σκασμό τους!

Βεβαίως, για να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, είναι ένα ερώτημα τι θα είχαμε γλιτώσει απ’ όλο αυτό τον κακό χαμό αν η Ε.Ε. είχε πράγματι κάποιο στοιχειώδη μηχανισμό πολιτικής συνοχής και αλληλεγγύης, πέρα από τις διαδικασίες κυρώσεων για τα άτακτα μέλη της. Πέρα και πάνω από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, υπάρχει μια παγκόσμια οικονομική υπερδομή απείθαρχη κι ανεξέλεγκτη, που δεν υπακούει σε Σύμφωνα Σταθερότητας, αλλά κινείται με βάση μια παγκόσμια ασυμφωνία της αστάθειας. Όπως εύγλωττα το είπε ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα λίγο πριν αναχωρήσει για το Νταβός, «το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ έχει χάσει την αίγλη του αφότου το οικονομικό σύστημα προκάλεσε τη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων ετών… Δεν μπορούμε να ακολουθούμε πλέον αυτό το μοντέλο διαχείρισης». Το οποίο μοντέλο σημαίνει ότι το χρέος μιας χώρας πουλιέται κι αγοράζεται σε κάθε γωνιά αυτού του πλανήτη, σε κάθε dealing room από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό και τούμπαλιν. Και, επομένως, ο εθνικός πλούτος κάθε χώρας υπερτιμάται ή υποτιμάται ανά πάσα στιγμή μέσα από τις κολοσσιαίες αντιθέσεις κερδοσκοπικών κεφαλαίων και γεωπολιτικών συμφερόντων που στις συγκρούσεις ή τις συγκλίσεις τους καθορίζουν αν θα πτωχεύσει η Ελλάδα, αν θα μετατραπεί σε «Τίγρη» των Βαλκανίων η Ρουμανία, αν η Υεμένη θα γίνει το επόμενο πεδίο πολέμου, αν τον λογαριασμό της κρίσης θα τον πληρώσει ο κόσμος της εργασίας ή ήρθε ο καιρός να περιληφθούν σ’ αυτό και οι εκλεκτοί μικρομεσαίοι. «Ο καπιταλισμός ήταν πάντα μια αποτυχία για τις κατώτερες τάξεις. Τώρα αποδεικνύεται μια ανάλογη αποτυχία και για τις μεσαίες», έγραφε ο μακαρίτης -από προχθές- Χάουαρντ Ζιν. Κι εγώ θα επέκτεινα τη διαπίστωσή του σε κάτι πιο ζοφερό: Ο παγκόσμιος καπιταλισμός, με την παρούσα δομή κι αν δεν δούμε κάποια νέα, ανέλπιστη μετάλλαξή του, έχει εξαντλήσει τα τελευταία αποθέματα συμβολής στην ανθρώπινη πρόοδο. Από εδώ και στο εξής, μόνο καταστροφές μπορεί να εγγυηθεί. Πώς το είχαν πει προεκλογικά οι σημερινοί κυβερνώντες; «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (30/1/2010)

Το να είναι κανείς γεμάτος ελπίδα σε δύσκολους καιρούς δεν είναι απλώς κάτι ανόητα ρομαντικό. Βασίζεται στο γεγονός ότι η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι μόνο μια ιστορία σκληρότητας, αλλά και συμπόνιας, θυσίας, θάρρους, καλοσύνης. Αυτό που επιλέγουμε να τονίσουμε από αυτό το πολύπλοκο κουβάρι της ιστορίας θα καθορίσει τις ζωές μας. Αν βλέπουμε μόνο το χειρότερο, θα καταστρέψει την ικανότητά μας να κάνουμε κάτι. Αν θυμόμαστε εκείνες τις στιγμές και εκείνους τους τόπους -και υπάρχουν τόσοι πολλοί- όπου οι άνθρωποι έχουν συμπεριφερθεί θαυμάσια, αυτό θα μας δίνει ενέργεια για δράση και, τουλάχιστον, τη δυνατότητα να στρέψουμε τη σβούρα του κόσμου σε διαφορετική κατεύθυνση. Και αν δράσουμε, έστω και σε μικρή κλίμακα, δεν χρειάζεται να περιμένουμε κάποιο μεγάλο ουτοπικό μέλλον. Το μέλλον είναι μια άπειρη διαδοχή από παρόντα, και το να ζούμε τώρα όπως πιστεύουμε ότι πρέπει να ζουν τα ανθρώπινα όντα, σε πείσμα όλου του κακού που μας περιστοιχίζει, είναι ήδη μια υπέροχη νίκη.

Χάουαρντ Ζιν

Sunday, January 24, 2010

Πάρτε τα όλα πίσω! (23/1/2010)

Ο φίλος μου ο Πρόεδρος (τον οποίο έχω πλειστάκις αναφέρει χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσω τι είδους «πρόεδρος» είναι) πρότεινε μια ευφυή λύση για να τελειώνει αυτή η αλητεία των πιέσεων, της λοιδορίας και του συλλογικού μας εξευτελισμού από εταίρους, εχθρούς και φίλους (ευφυή μεν, πλην όμως με ελάχιστες ελπίδες να υιοθετηθεί στη χώρα όπου ενδημεί η ανοησία). Πρώτον, να παραδεχθούμε με ειλικρινή μεταμέλεια ότι πράγματι είμαστε η πιο σπάταλη κοινωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πως ό,τι μας χορήγησαν μέχρι σήμερα ως κοινοτικές επιδοτήσεις ή ως δανεισμό το φάγαμε σε πολυτελείς δαπάνες που δημιούργησαν τα ελλείμματα. Δεύτερον, να μαζέψουμε όλα τα πολυτελή και περιττά αγαθά που αγοράσαμε με τα δάνεια και τις επιδοτήσεις και να τους τα επιστρέψουμε (διότι τα αγοράσαμε από αυτούς, τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Βρετανούς, τους Ολλανδούς, αλλά και τους Αμερικανούς, που θέλουν να έχουν πάντα πλεονάσματα – αν και ούτε αυτοί τα έχουν πλέον). Τρίτον, να δηλώσουμε ότι είμαστε πλέον αποφασισμένοι να υποβάλουμε εαυτούς σε ενάρετη, αυστηρή, προτεσταντική λιτότητα, ως εκ τούτου θα δανειζόμαστε στο εξής με εξαιρετική φειδώ χρήματα για να τους ξεπληρώσουμε τα χρέη και να μειώσουμε τα ελλείμματά μας. Και εκ των πραγμάτων δεν θα έχουμε την ευτυχία να αγοράζουμε τα αγαθά που σε τόση αφθονία διοχετεύουν στην αγορά μας. Θα ζήσουμε με ό,τι έχουμε. Με ό,τι βγάζει η γη, ό,τι σπέρνουμε και θερίζουμε – αν στο μεταξύ, βεβαίως, οι αγρότες έχουν πειστεί να φύγουν από τα μπλόκα.

Θα είναι μια άτυπη πτώχευση, μια ανταλλαγή σε είδος, ένας δίκαιος συμβιβασμός για να πάψουν οι πιστωτές μας να ασχολούνται μαζί μας. Θα πρέπει να λύσουμε μόνο μερικά τεχνικής φύσεως προβλήματα. Πρώτον, το χωροταξικό. Πού θα συγκεντρώσουμε προς επιστροφή τις Mercedes, τα Volkswagen, τις Porsche, τα Cayenne, τα Citroën, τα Ford που με τόση απερισκεψία αγοράζαμε για δεκαετίες; Κι ακόμα, τα iPhone, τα Sony Erickson, τις ηλεκτρικές συσκευές, τα στερεοφωνικά συστήματα, τις τηλεοράσεις, τα dvd. Τα Prada, τα Sonia Rykiel, τα Escada, τα Timberland, τα Marlboro Classics. Αλλά και τα Zara, τα Sprinter, τα Levi’s κι όλα όσα μας ντύνουν από τότε που τελέσαμε το τελευταίο μνημόσυνο της Πειραϊκής Πατραϊκής και του καταστήματος νεωτερισμών της γειτονιάς. Κι επίσης, τα φάρμακα, τα εμβόλια της γρίπης, τα καλλυντικά, τα απορρυπαντικά, αλλά και τα υποβρύχια, τα μαχητικά αεροσκάφη, τα ελικόπτερα, τις φρεγάτες, τα αντιτορπιλικά, μαζί με τα ανταλλακτικά τους. Τα ψηφιακά γκατζετάκια, τα συστήματα πληροφορικής, τα PC, τα Mac, τα Vaio, όλα αυτά τα αγαθά που καταναλώναμε με υπερβάλλοντα ζήλο και τα αγοράζαμε χωρίς να πολυρωτάμε για την τιμή τους, από τότε που μετατραπήκαμε σε μια οικονομία που δεν παράγει σχεδόν τίποτε εκτός από ζαρζαβατικά, μερικά οπωρικά και -α, ναι… βέβαια!- χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες!

Δεύτερον, πέραν του χωροταξικού, υπάρχει το χρηματοοικονομικό. Όλα αυτά που θα τους επιστρέψουμε, ελαφρώς μεταχειρισμένα, αλλά σε καλή κατάσταση, πώς θα τα αποτιμήσουμε για να δούμε πόσα από τα χρέη μας ξεπληρώνουμε; Μια Mercedes SLK, για παράδειγμα, την αγοράζουμε 50.000 ευρώ. Έπειτα από μεταχείριση 2-3 ετών η τιμή της πέφτει λίγο κάτω από τα 30.000. Άντε να τους κάνουμε και μια έκπτωση και να την εκτιμήσουμε στα 25.000 ευρώ. Θα το δεχθούν οι φίλοι μας οι Γερμανοί ή θα μας πουν: «Α, όχι, μια μεταχειρισμένη Mercedes τριών ετών στη Γερμανία δεν πάει πάνω από 10.000. Εδώ καινούργια και έχει 20.000». Μα, τότε, σημαίνει ότι μας πουλάγανε ακριβά. Κι αν το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα αυτοκίνητα, αλλά και με τα φάρμακα, και τα κινητά, και τα ψηφιακά γκάτζετ, και τα φιρμάτα ρούχα, και τα συσκευασμένα τρόφιμα, και τα υποβρύχια, και τα τεθωρακισμένα, και τα ελικόπτερα, και τα αεροπλάνα, σημαίνει ότι μπορεί και να αισχροκερδούσαν εις βάρος μας. Αν, λοιπόν, κάνουμε τον λογαριασμό, δύο τινά μπορεί να συμβούν: ή θα κάνουμε το deal της επιστροφής με τιμές Αθηνών, οπότε θα πρέπει να αποδεχθούν το υπερτίμημα που προκύπτει από τις τσουχτερές τιμές της δικής μας αγοράς, ή θα το κάνουμε με τιμές Βρυξελλών (ή Λονδίνου, Βερολίνου, Παρισιού, Νέας Υόρκης), οπότε θα πρέπει να παραδεχτούν ότι ψιλοκλέβανε, εμάς τα αφελή νεόπλουτα πελατάκια. Σε κάθε περίπτωση, το ισοζύγιο μπορεί να αποδειχθεί και υπέρ μας. Μπορεί, δηλαδή, να μας χρωστάνε κιόλας.

Αφού τελειώσει αυτή η συναλλαγή, αυτή η ιδιότυπη αναστροφή πώλησης των εκατομμυρίων προϊόντων που έχουμε ψωνίσει από τους αγαπητούς φίλους και εταίρους, θα πρέπει να αποφασίσουν ότι θα έχουν χάσει, αν όχι διά παντός, για αρκετές δεκαετίες πάντως, μια αγορά 11 εκατομμυρίων καταναλωτών που δεν είχε αφήσει παραπονεμένη καμιά ευρωπαϊκή ή αμερικανική επιχείρηση που δοκίμαζε την τύχη της εδώ. Θα μας χάσουν και ως αγοραστές των προϊόντων τους και ως δανειολήπτες των χρημάτων τους. Με τι θα μας αντικαταστήσουν, δικό τους πρόβλημα. Απλώς, θα πρέπει να προβληματιστούν με τι θα αντικαταστήσουν κι άλλους πελάτες που πιθανώς θα χάσουν μετά από μας. Τους Πορτογάλους, για παράδειγμα. Και πολύ περισσότερο τους Ιρλανδούς, τους Ρουμάνους, τους Βούλγαρους, τους Λετονούς, τους Λιθουανούς, όλες τις κοινωνίες και οικονομίες που προσαρτούν με πείσμα στο άρμα της μεγάλης τους αγοράς και επιδοτούν ή δανειοδοτούν την παραγωγική τους αποδιάρθρωση, μέχρι του σημείου να πνιγούν στα εισαγόμενα αγαθά, τα χρέη και τα ελλείμματα. Αν όλοι αυτοί -αγορές τουλάχιστον 100 εκατομμυρίων καταναλωτών- μπουν στον ενάρετο κύκλο της λιτότητας, της δημοσιονομικής ειλικρίνειας και των μηδενικών ελλειμμάτων, πού θα πουλήσουν οι εξ ορισμού ενάρετοι άρχοντες της ευρωαγοράς τα προϊόντα τους; Πού θα διαθέσουν τα πανάκριβα οπλικά τους συστήματα, πώς θα κερδοσκοπήσουν από τον δανεισμό μας, πώς θα εξασφαλίσουν τα δικά τους πολυπόθητα πλεονάσματα;

Βεβαίως, μια τέτοια συναλλαγή δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί – όχι γιατί ο Πρόεδρος κάνει πλάκα κι εγώ την αναπαράγω, αλλά γιατί δεν διαθέτουμε πολιτικές ηγεσίες με μια στοιχειώδη φαντασία. Οι πολιτικές ηγεσίες ήταν πάντα μέρος του προβλήματος. Λειτούργησαν απλώς σαν ντίλερ όλων των πραματευτάδων που έφταναν εδώ για να πουλήσουν τα πάντα: από καρφίτσες μέχρι τεχνογνωσία ιδιωτικοποιήσεων και από γάλατα μέχρι Leopard. Κατέστησαν, βεβαίως, συνένοχη εν μέρει και την κοινωνία, με μικροεξαγορές και ευτελείς συναλλαγές (έναν διορισμό στο Δημόσιο, μια επιδότηση για να γίνει ο αγρότης μικροεπιχειρηματίας των δύο σεζόν, χρήμα δανεικό για να γίνουν σχεδόν όλοι ιδιοκτήτες). Και δημιούργησαν μια παρασιτική ολιγαρχία που με περισσό ζήλο μετέτρεψε τις ήδη ισχνές παραγωγικές δραστηριότητες σε μεταπρατικές.

Η ουσία, όμως, είναι πως το οικονομικό μοντέλο που σήμερα έχει γίνει συνώνυμο της καταστροφής εξυπηρέτησε πρωτίστως τις ανάγκες αυτών που σήμερα μας χλευάζουν ως το δημοσιονομικό τέρας της Ευρωζώνης. Κάθε ευρώ που αγόγγυστα έχει εισφέρει η Γερμανία στον κοινοτικό προϋπολογισμό το έχει πάρει πίσω στο πολλαπλάσιο. Το ίδιο και η Γαλλία, η Ιταλία ή η Βρετανία. Οι εισφορές τους στην «αδύναμη» Ελλάδα έγιναν για να κερδίσουν χρόνο οι νταλίκες που έφερναν τα προϊόντα τους μέχρι εδώ και χώρο στα ράφια των σούπερ μάρκετ ή στις βιτρίνες των πολυκαταστημάτων. Στο μεταξύ, η Ελλάδα έγινε ακόμα πιο «αδύναμη» και ο περίφημος ευρωπαϊσμός έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι. Γιατί αποδεικνύεται με τον πιο θλιβερό τρόπο ότι το ευρώ δεν μας σώζει από την καταστροφή, το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν ξέρει τίποτε άλλο από το να «τιμωρεί» και η Ε.Ε. είναι ένα πουκάμισο αδειανό, ένα προκεχωρημένο φυλάκιο των αγορών και της κερδοσκοπικής Διεθνούς, ανίκανη για μια στοιχειώδη εκδήλωση αλληλεγγύης, για μια υποτυπώδη πολιτική προστασία, αδύναμη έστω να αυτοπροστατευθεί την ώρα που η υπόστασή της κρέμεται από τον πιο αδύναμο κρίκο της. Προς το παρόν, αυτός είμαστε εμείς.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (23/1/2010)

Έχεις την ευκαιρία να γραφείς στην παγκόσμια ιστορία. Και θα σου το εξηγήσω: Όλες αυτές οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο γνωρίζουν ξαφνικά τη δημοκρατία κι αρχίζουν να εξελίσσονται. Η δημοκρατία είναι αμερικανική εφεύρεση και μόνο εμείς θα έπρεπε να την εκμεταλλευόμαστε. Θα έπρεπε να χρεώνουμε για τα δικαιώματα. Θα έπρεπε να τη νοικιάζουμε. Μέχρι να βρεθεί τρόπος γι’ αυτό, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξελίξουμε αυτές τις χώρες προς όφελός μας. Γιατί να αφήσουμε κάποιον άλλον να βγάλει κέρδος από αυτό; Κοίτα να δεις, στη δεκαετία του ’80 αυτή η τεχνική ήταν πολύ δημοφιλής: αγόραζες με ομολογίες μια εταιρεία που ήταν τελείως σκατά και επιτάχυνες την εξέλιξή της για να ξεπληρώσεις τις ομολογίες. Αυτό κάναμε και συνεχίσαμε να κάνουμε ώσπου δεν υπήρχαν πια τόσο σκατά εταιρείες.
Τότες σκεφτήκαμε: Και γιατί να περιοριστούμε σε εταιρείες; Γιατί να μη μαζέψουμε μερικές χώρες που είναι τελείως σκατά, να τις σουλουπώσουμε και να τις πουλήσουμε με τεράστιο κέρδος; Ένα σου λέω: υπάρχουν πάρα πολύ κακομούτσουνοι που χρειάζονται λίφτινγκ. Και τώρα πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου αν έχεις κότσια για να παίξεις αυτό το παιχνίδι. Έχεις τα κότσια για να γραφείς στην ιστορία; Είσαι αρκετά άντρας για να αρπάξεις την ευκαιρία από τα μαλλιά;

Πο Μπρόνσον, «Οι κανονιέρηδες»

Sunday, January 17, 2010

Η Αϊτή και οι αϊτοί του ανθρωπισμού (16/01/2010)

Όπου φτωχός κι η μοίρα του, θα μπορούσαν να πουν οι πιο μοιρολάτρες, δίνοντας μια διάσταση μεταφυσική σε ένα κατά τα άλλα καταστροφικό -πλην φυσικό- φαινόμενο, όπως ο σεισμός. Αλλά, ακόμη κι αν αποφύγουμε τη μεταφυσική, είναι μάλλον αδύνατο να αποφύγουμε την κοινωνική και πολιτική διάσταση της μεγαλύτερης ανθρωπιστικής τραγωδίας των τελευταίων χρόνων, όπου δοκιμάζονται τα τελευταία ψήγματα ανθρωπισμού της «διεθνούς κοινότητας». Η βολική εξήγηση είναι ότι ο σεισμός στην Αϊτή και ο ασύλληπτος πόνος που έχει καταπλακωθεί κάτω από τα ερείπια είναι ένα ζήτημα αποϊδεολογικοποιημένο, απολίτικο, αταξικό. Ποιος θα τα βάλει με μια δύναμη στα έγκατα της Γης που είναι αδύνατο να την προκαλέσει ή να την καλμάρει ο ανθρώπινος παράγοντας;

Αλλά αυτό, είπαμε, είναι η βολική εξήγηση των πραγμάτων. Άλλη διάσταση παίρνουν τα πράγματα, όμως, όταν αναφέρουμε ότι η Αϊτή των 9 εκατομμυρίων κατοίκων είναι η φτωχότερη χώρα της Δύσης. Ότι το ετήσιο ΑΕΠ της μόλις που ξεπερνά τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια – κάτι λιγότερο από τα χρήματα που χρειάζεται η κυβέρνηση για να μειώσει φέτος το έλλειμμα κατά 4%. Ότι ο μέσος Αϊτινός ζει με λιγότερα από 1.000 δολάρια τον χρόνο. Ότι σχεδόν το 80% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της είναι χωρίς δουλειά. Ότι οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν σε παραγκουπόλεις και σε παραπήγματα από τα οποία λείπουν τα στοιχειώδη: ρεύμα, ύδρευση, αποχέτευση. Ότι η χώρα των 9 εκατομμυρίων κατοίκων διαθέτει μόλις ένα στοιχειωδώς εξοπλισμένο νοσοκομείο στην πρωτεύουσα Πορτ ο Πρενς. Ότι αυτό το νοσοκομείο των λίγων δεκάδων κλινών είναι αδύνατο να περιθάλψει έστω κι ένα απειροελάχιστο ποσοστό από τους χιλιάδες τραυματίες του σεισμού. Ότι ένα στα δέκα νεογέννητα παιδιά πεθαίνουν στους πρώτους μήνες της ζωής τους. Ότι το AIDS και οι γαστρεντερικές λοιμώξεις θερίζουν τον πληθυσμό. Ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής φτάνει μόλις τα 47 χρόνια. Ότι το 85% του πληθυσμού είναι αναλφάβητοι.

Αυτή είναι η μία όψη. Η άλλη έχει σχέση με την ιστορία της Αϊτής. Είναι μια τρομακτική συμπύκνωση της ιστορίας της αποικιοκρατίας και των εγκλημάτων της, των οποίων οι συνέπειες δεν είναι εντελώς άσχετες με τον θάνατο που σκόρπισε ο σεισμός. Έχουν ήδη ανασυρθεί από τα πρόχειρα εγχειρίδια ιστορίας οι υπομνήσεις για την ανακάλυψη της Ισπανιόλας από τον Κολόμβο το 1492, αλλά ίσως δεν έχουν τύχει προσοχής οι λεπτομέρειες της συνέχειας: Ότι σχεδόν ένα εκατομμύριο γηγενείς Ινδιάνοι αφανίστηκαν από τους Ισπανούς αποίκους στα πενήντα πρώτα χρόνια του αποικισμού της περιοχής. Ότι οι Ισπανοί αντικατέστησαν το αφανισμένο εργατικό δυναμικό με τη μεταφορά εκατοντάδων χιλιάδων Αφρικανών σκλάβων στο νησί. Ότι το νησί έγινε πεδίο άγριου αποικιοκρατικού ανταγωνισμού μεταξύ Ισπανών και Γάλλων που οδήγησε στη διχοτόμησή του. Ότι η Αϊτή έγινε πεδίο της μεγαλύτερης εξέγερσης σκλάβων που πέτυχαν τελικά την ανεξαρτησία τους. Ότι η Αϊτινή Δημοκρατία των σκλάβων ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε την ελληνική επανάσταση και το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Ότι η χώρα έμεινε για 30 χρόνια υπό αμερικανική κατοχή για την κατοχύρωση των αμερικανικών «επενδύσεων» στο έδαφός της, άλλα είκοσι υπό ουσιαστική αμερικανική διακυβέρνηση και άλλα τριάντα υπό ελεγχόμενη δικτατορία. Ότι έκανε τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μόλις το 1990, αλλά ο εκλεγμένος πρόεδρός της εκδιώχθηκε με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα σε μια χώρα που δεν έχει στρατό. Ότι τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα υποστηρίχθηκαν αναφανδόν από τους συστηματικούς «βασανιστές» της Αϊτής, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Ότι η μόνη ουσιαστική στρατιωτική παρουσία στη χώρα είναι η αμερικανική, που βρίσκεται εκεί με τον μανδύα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Ότι η χώρα έχει καταληστευθεί από τους «προστάτες» της. Ότι τόσα χρόνια διεθνών «κυρώσεων» ή «βοήθειας» της διεθνούς κοινότητας για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» και της ομαλότητας δεν την έχουν απομακρύνει ούτε εκατοστό από την αθλιότητα, από την ανέχεια του πληθυσμού και από το συνακόλουθο φαινόμενο της κοινωνικής βίας και των εμφύλιων συρράξεων. Ότι η χώρα που θάμπωσε τον Κολόμβο για τον φυσικό της πλούτο είναι αδύνατο πια να θρέψει τους κατοίκους της. Ότι η περιοχή που κάποτε ήταν το βασίλειο της ζάχαρης και του ρυζιού στην Καραϊβική και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας της περιοχής εισάγει πια κυρίως από τις ΗΠΑ αυτά τα δύο βασικά αγαθά διατροφής του πληθυσμού της. Ότι η διατροφική κρίση του 2008 μετατράπηκε σε κρίση πείνας πρώτ’ απ όλα στην Αϊτή κι ότι το ξέσπασμα βίας των πεινασμένων Αϊτινών πνίγηκε στο αίμα από τους «ειρηνοποιούς» του ΟΗΕ. Ότι μια χώρα που πεινάει και που πρέπει να διαθέτει τα λιγοστά που παράγει για να εισάγει τρόφιμα είναι αδύνατο να διαθέσει οτιδήποτε για υποδομές, στέρεα κτίρια, ασφαλείς κατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία δημόσια κτίρια. Ότι το φυσικό φαινόμενο σεισμός δεν έκανε την εξαίρεση να προφυλάξει, εκτός από τους άξιους της τύχης τους φτωχοδιάβολους της Αϊτής, τους υποτιθέμενους σωτήρες τους, τους υπαλλήλους του ΟΗΕ και της Παγκόσμιας Τράπεζας που κύριος οίδε τι ακριβώς έκανε σ’ αυτή τη χώρα πρωταθλήτρια της φτώχειας. Εισηγήσεις για ιδιωτικοποιήσεις και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας; Κάτι τέτοιο. Αυτοί ήταν οι απαράβατοι όροι που έθεσαν στην κυβέρνηση της χώρας το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα για να διαγράψουν χρέη ύψους 1,2 δισ. δολαρίων τον περασμένο Ιούλιο. Χρωστάει ακόμη τα διπλά. Τι μεταρρυθμίσεις πρέπει να κάνει, άραγε, εκτός από το να θάψει τους νεκρούς της;

Η Αϊτή είναι η χαρακτηριστική περίπτωση χώρας όπου η άβουλη «οργή της φύσης», εκδηλωμένη σε λίγα δραματικά δευτερόλεπτα, συνεργάστηκε καταστροφικά με τη βούληση της «αυτοκρατορίας» και τη συστηματική λεηλασία δύο αιώνων από τις μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις. Περίπου τις ίδιες (Άγγλους, Γάλλους, Ισπανούς, Αμερικανούς) των οποίων οι οργανωμένοι στρατοί ηττήθηκαν πριν από διακόσια χρόνια από τους εξεγερμένους μαύρους σκλάβους του Πορτ ο Πρενς. Ίσως είναι υπερβολή να πούμε ότι οι απόγονοί τους τιμωρούνται ακόμη για εκείνη την αποκοτιά να αμφισβητήσουν την παγκόσμια τάξη του 19ου αιώνα. Αλλά, πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι έφτασαν σήμερα να σιτίζονται με μπισκότα λάσπης αποξηραμένα στον ήλιο, ότι η επιβίωσή τους εξαρτάται απόλυτα από τα μόλις 60 δολάρια ανά κάτοικο που δίνει κάθε χρόνο η διεθνής κοινότητα; Και ποια θα είναι η συνέχεια για μια χώρα της οποίας οι νεολιθικές υποδομές μηδενίστηκαν κυριολεκτικά από το ταρακούνημα της γης;

Τώρα άρχισε το παγκόσμιο πρωτάθλημα της φιλανθρωπίας. Έφτασαν οι Αμερικανοί πεζοναύτες, φτάνουν κι οι Γάλλοι διασώστες, άνοιξαν οι τραπεζικοί λογαριασμοί για τους χορηγούς, οι εκκλήσεις φιλανθρωπίας δίνουν και παίρνουν, τα ιερατεία της παγκόσμιας αγοράς ετοιμάζονται να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί για να επιβλέψουν τη διαχείριση της ανθρωπιστικής βοήθειας. Οι αϊτοί του ανθρωπισμού ξεπλένουν εγκλήματα δύο και πλέον αιώνων πάνω στο χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός… Το οφείλουν βεβαίως. Οφείλουν ν’ ανοικοδομήσουν τη μικρή αυτή χώρα, ν’ αναλάβουν όλο το κόστος όχι μόνο της καταστροφής που προκάλεσε ο σεισμός, αλλά κι αυτής που προκάλεσαν οι συστηματικοί βασανιστές της. Οφείλουν να της δώσουν κι όσα δεν είχε πριν από τον σεισμό. Κι όσα της στέρησαν η αποικιοκρατία, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τα πραξικοπήματα, η ληστρική εκμετάλλευση του φυσικού της πλούτου, η παραγωγική της αποδιάρθρωση κι η κοινωνική της εξαθλίωση. Οφείλουν να της τα δώσουν όλα. Κι ύστερα να την αφήσουν ήσυχη.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (16/01/2010)

Η Αϊτή είναι παράδειγμα φτώχειας και δυστυχίας. Όταν οι Ευρωπαίοι κατακτητές πρωτοεμφανίστηκαν το νησί ήταν αξιοθαύμαστα πλούσιο και ο πληθυσμός ευημερούσε. Αργότερα έγινε μια από τις βασικές πηγές πλούτου της Γαλλίας. Η σημερινή κρίση πείνας ανιχνεύεται πίσω στο 1915 όταν ο Woodrow Wilson κατέλαβε το νησί. Η κατάληψη του νησιού συνοδεύτηκε από ακραίες βαρβαρότητες. Μεταξύ των εγκλημάτων του Wilson ήταν και η διάλυση του κοινοβουλίου της Αϊτής όταν αυτό αρνήθηκε να επικυρώσει συνθήκη που επέτρεπε στις αμερικάνικες επιχειρήσεις να καταλάβουνε την γη της Αϊτής. Ο Wilson τότε έκανε εκλογές με τις οποίες η συνθήκη επικυρώθηκε με 99,9%. Μόνο στο 5% του πληθυσμού επιτράπηκε να ψηφίσει. Όλα τα παραπάνω θα μείνουν στην ιστορία ως “Ο Ιδεαλισμός του Wilson”…

Νόαμ Τσόμσκι, «Κρίση και Ελπίδα» ( Boston Review, Σεπτέμβριος 2009- Μετάφραση Δημ. Πράπας)

Sunday, January 10, 2010

Αυτοεκπληρούμενες προφητείες (9/1/2010)

Είθισται ο προφητικός οίστρος των ανθρώπων να συμπυκνώνεται στο τέλος του χρόνου και στην αρχή του επόμενου. Έπειτα, μόλις περάσουν οι πρώτες μέρες και οι πρώτες εβδομάδες του νέου έτους, το προφητικό ενδιαφέρον ατονεί, ή συντηρείται μόνο από τους αστρολόγους και τα ωροσκόπιά τους και (δευτερευόντως) από τους δημοσιογράφους που προσπαθούν να δώσουν ρεαλιστική υπόσταση στις μικρές «προφητείες» για τις κυβερνητικές πολιτικές, τις εξαγγελίες των υπουργών, τις προθέσεις των αξιωματούχων κάθε πόλου της εξουσίας. Το μαντικό σπορ γίνεται ιδιαίτερα συναρπαστικό στην αρχή μιας κυβερνητικής θητείας, όταν το περίφημο προεκλογικό «πρόγραμμα 100 ημερών κάθε κυβέρνησης» που σέβεται τον εαυτό της αναθεωρείται σε ποσοστό έως και 95% και αντικαθίσταται από πρόγραμμα «ρεαλιστικής προσαρμογής». Σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο οι «προφητείες» κινούνται μεταξύ μιας ζοφερής κασσανδρικής προειδοποίησης για κάποιον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα και ενός σκοτεινού, εσωτερικού ταξιδιού κυβερνητικής αυτογνωσίας: η κυβέρνηση αναζητεί ταυτότητα ανάμεσα στους ρόλους του σωτήρα και του μάρτυρα. Σωτήρας της κοινωνίας ή της οικονομίας από τον κακό εαυτό τους. Μάρτυρας, γιατί επωμίζεται το πολιτικό κόστος του ακρωτηριασμού του προεκλογικού της προγράμματος.

Μέχρι στιγμής τίποτε δεν κινείται εκτός της συνήθους προφητικής συνταγής. Αν εξαιρέσει κανείς τη δραματικότητα με την οποία περιγράφηκε το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, ο κίνδυνος χρεοκοπίας και η απειλή πλήρους εγκατάλειψης από επενδυτές και αγορές, όλα τα άλλα κινούνται στην πεπατημένη των τριών δεκαετιών της μεταπολίτευσης. Η σοσιαλιστική παλιγγενεσία δεν επεφύλασσε καμία ευχάριστη έκπληξη. Ούτε στον τρόπο με τον οποίο περιέγραψε και επικοινώνησε την «καμένη γη» που παρέλαβε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. Ούτε στον ρυθμό με τον οποίο προσγείωσε τις προσδοκίες για ρήξεις, σπασίματα αβγών και καινοτομίες στο μείγμα οικονομικής πολιτικής που επέλεξε. Από την άποψη αυτή, όλες οι προβλέψεις, υποδείξεις, συστάσεις, διαρροές, υποβολές που ακούστηκαν και γράφτηκαν το τελευταίο τρίμηνο για τα διλήμματα μεταξύ ήπιας και σκληρής προσαρμογής, μεταξύ πρώτου δρόμου (Βρυξελλών) και τρίτου δρόμου (Αθηνών) παίρνουν τελικά τη μορφή της αυτοεκπληρούμενης προφητείας.

Όπως κι αν αξιολογήσει κανείς τον βαθμό αντίστασης της κυβέρνησης στον κυνισμό των αγορών, στην ακαμψία των ευρωκρατών και στην αναλγησία των επενδυτών, έχουμε πλέον αρκετά και σαφή δεδομένα για να χαρακτηρίσουμε το κοινωνικό φορτίο των επιλογών της. Τα σοσιαλδημοκρατικά ανακλαστικά της κυβέρνησης, αυτά που προορίζονταν να δώσουν μια πατίνα κοινωνικής δικαιοσύνης στην απροσδιόριστη μέχρι πρότινος οικονομική της πολιτική, εξαντλήθηκαν σε δύο επικοινωνιακού χαρακτήρα μέτρα. Στην έκτακτη εισφορά στα κέρδη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων και στο έκτακτο κοινωνικό βοήθημα για τα πιο χαμηλά εισοδήματα. Έτσι, υποτίθεται, καθαρίσαμε με τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, που μπορεί το μεν το πρώτο να απολαμβάνει την οικονομική ασυλία του, το δε δεύτερο να πιπιλίζει την καραμέλα της κρατικής ελεημοσύνης. Τώρα, περνάμε στα «σκληρά». Και τα σκληρά περιέχουν τρία κυρίως στοιχεία:

Πρώτον, την ασφυκτική πίεση στο εισόδημα της εργασίας. Μπορεί οι περίπου 800.000 δημόσιοι υπάλληλοι να μην αποτελούν το πιο ευάλωτο και υπό εκμετάλλευση τμήμα του κόσμου της εργασίας, ούτε το πιο ηθικά άμεμπτο και παραγωγικά σημαντικό, ωστόσο έχουν το ειδικό βάρος που προκύπτει από την ιδιαίτερη δομή της ελληνικής οικονομίας, με το κράτος να εμφανίζεται σταθερά ως ο μεγαλύτερος εργοδότης. Το πολυαναμενόμενο Πρόγραμμα Σταθερότητας, έστω κι αν δεν προσφέρει τόσο «αίμα» όσο απαιτούσαν οι αγορές και οι ευρωκράτες, έστω κι αν βρίσκεται μακριά από τη «σφαγή» που υποδείκνυε το ιρλανδικό μοντέλο δημοσιονομικής προσαρμογής, κινείται ωστόσο στην ίδια φιλοσοφία. Επιλέγει τη σημαντική, πραγματική μείωση στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων. Ακόμη κι αν κάποιος αποδώσει στην επιλογή αυτή κάποιο ηθικό έρεισμα (γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν το πλεονέκτημα της μονιμότητας, ή γιατί κάποιοι απ’ αυτούς έχουν το ηθικό μειονέκτημα της αργομισθίας και του παρασιτισμού), πώς θα δικαιολογηθεί η πίεση που θα προκαλέσει στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα στον τρομακτικό συνδυασμό της με την αυξανόμενη ανεργία; Διότι είναι μάλλον απίθανο να αφήσει ασυγκίνητους τους ιδιώτες εργοδότες το παράδειγμα κράτους - εργοδότη. Αντιθέτως, θα αντιγραφεί στο πολλαπλάσιο.

Δεύτερον, το οριστικό διαζύγιο με την άλλοτε πολιτικά κραταιά μεσαία τάξη. Η δημοφιλής φιλολογία των ημερών για τη φοροδιαφυγή και τους βασικούς φορείς της έχει ήδη στοχοποιήσει αυτούς που ήταν άλλοτε ο περιούσιος λαός των δύο κομμάτων εξουσίας: τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες που έχουν μια αλλεργία στα τιμολόγια και τις ταμειακές μηχανές, τους επαγγελματίες που συναλλάσσονται με όρους φορολογικής ομερτά, τους μικροτεχνίτες που μετακυλίουν στους καταναλωτές τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και την επιστημονική ελίτ που τιμολογεί κατά βούληση τις ακριβές της υπηρεσίες. Όλοι αυτοί συγκροτούν πραγματικά μια φορολογική terra incognita για το κράτος, συντηρούν μια προκλητική, πολυτελή κατανάλωση, πολύ πάνω από τη φορολογική τους συμβολή, συνιστούν μια κοινωνική πρόκληση σε σχέση με την κατάσταση των άλλων υποτελών τάξεων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξηγούν την ανάποδη φορολογική πυραμίδα στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η εργασία και στη βάση της η οικονομική ελίτ της χώρας. Εν ολίγοις, το σπορ της φοροδιαφυγής των μικρομεσαίων δεν εξηγεί στο σύνολό του το πρόβλημα της τρομακτικά άνισης κατανομής του πλούτου ούτε αποτελεί την κορωνίδα των κοινωνικών αντιθέσεων που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία. Άλλωστε, ακόμη κι αν ο ηλεκτρολόγος της γειτονιάς έκοβε με φορολογική αυταπάρνηση απόδειξη και για την τελευταία πρίζα που άλλαζε, είναι απίθανο η Ελλάδα να είχε αποφύγει την κρίση του κρατικού χρέους στην οποία έχει περιέλθει. Οι ένοχοι αυτού πρέπει μάλλον να αναζητηθούν ανάμεσα στους τροφίμους των κρατικών επιδοτήσεων, της φορολογικής ασυλίας και της χρηματοπιστωτικής ληστείας.

Τρίτον, μια ακόμη γενναία δόση πώλησης των ασημικών της οικογένειας. Αν έχουν μείνει ασημικά και δεν πουλάμε ακόμη και τα χαλκώματα. Ο στόχος για έσοδα 2,5 δισ. από αποκρατικοποιήσεις, διακηρυσσόμενος επίσημα πια, δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες. Ένα ακόμη κομμάτι κοινωνικού πλούτου, δημόσιας περιουσίας, θυσιάζεται στη δημοσιονομική συγκυρία. Η ηθική της νομιμοποίηση είναι οριακή και η διαφοροποίησή της από τις ιδιωτικοποιήσεις νεοφιλελεύθερης κοπής της τελευταίας εικοσαετίας αφορά μόνο τη συσκευασία της. Οι γαλάζιες και οι φαιοπράσινες, εκσυγχρονιστικές ιδιωτικοποιήσεις γίνονταν εν ονόματι της αντιπαραγωγικής εμπλοκής του κράτους στην οικονομία. Τώρα προτείνονται εν ονόματι της αποφυγής μιας χρεοκοπίας. Θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα, γιατί οι αθρόες αποκρατικοποιήσεις της τελευταίας εικοσαετίας δεν απέτρεψαν τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, πώς ακριβώς συνέβαλαν στη μείωση του κρατικού χρέους, αλλά θα είναι ρητορική φλυαρία. Η κοινωνία έχει εθιστεί επικίνδυνα πλέον στη συκοφάντηση κάθε μορφής συλλογικής ιδιοκτησίας, ώστε η πώληση ενός «αντικοινωνικού» ΟΠΑΠ ή μιας «κοινωνικής» εταιρείας ύδρευσης δεν προκαλούν διαφοροποιημένες αντιδράσεις. Άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, ποντίκια να πιάνει… Και λεφτά στο ταμείο να φέρνει.

Τελικά, εμπροσθοβαρές ή οπισθοβαρές, τριετές ή τετραετές, ήπιο ή σκληρό, κεϊνσιανό ή μονεταριστικό, το σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής έχει ήδη ένα διαυγές ταξικό περιεχόμενο. Η ολοκλήρωσή του με την αύξηση των έμμεσων φόρων (φόρων των φτωχών, κατά το επαναλαμβανόμενο πλην αληθές κλισέ) και με τη συρρίκνωση των λιγοστών μηχανισμών φορολογικής αναδιανομής του πλούτου θα το κάνει ακόμη διαυγέστερο. Δύο είναι τα ερωτήματα που μπορούν να ολοκληρώσουν τη μελαγχολική εικόνα. Πρώτον, ακόμη κι αν τα μέτρα αποδώσουν το πολυπόθητο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, με συρρίκνωση του ελλείμματος, ποιο θα είναι το τίμημα για την πραγματική οικονομία; Τι θα αντισταθμίσει την προφανή συρρίκνωση της κατανάλωσης που επιφέρει η πίεση στην τιμή της εργασίας γενικά και στο εισόδημα ενός τόσο εκτεταμένου στρώματος όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι; Και δεύτερον: Από πού αντλεί η κυβέρνηση τη βεβαιότητα ότι το μείγμα οικονομικής πολιτικής που επέλεξε θα τύχει κοινωνικής αποδοχής ή, έστω, ανοχής; Πώς διασφαλίζει ότι το μούδιασμα που έχει προκαλέσει στην κοινωνία ο δημοσιονομικός τρόμος τους επόμενους μήνες δεν θα μετατραπεί σε σπασμωδικές και ανεξέλεγκτες αντιδράσεις που θα αχρηστεύσουν τους ασφαλείς σήμερα συνδικαλιστικούς συσχετισμούς;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (9/1/2010)

Η κυβέρνηση θα έπρεπε να δημιουργεί, να εκδίδει και να κυκλοφορεί όλα τα χρήματα και τα πιστωτικά παράγωγα
που χρειάζονται για να καλύψουν τις κυβερνητικές δαπάνες και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Με την υιοθέτηση αυτών των αρχών, οι φορολογούμενοι πολίτες θα εξοικονομήσουν τεράστια ποσά που τώρα δίνουν για εξόφληση τόκων. Το δικαίωμα της δημιουργίας και έκδοσης χρημάτων είναι, όχι μόνο το ανώτατο αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης, αλλά και η μεγαλύτερη δημιουργική της ευκαιρία.

Abraham Lincoln, 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1809-1865)

Monday, January 4, 2010

Δώρο το άδωρον (31/21/2009)

Να μου το θυμηθείτε: παρά την εγκράτεια που επιδείξατε λόγω ύφεσης, λόγω επικείμενης δημοσιονομικής καταστροφής, λόγω επερχόμενης πτώχευσης, ο απολογισμός της καταναλωτικής ευφορίας των εορτών θα είναι καταστροφικός. Μην μπείτε καν στον κόπο να τον κάνετε. Θα μετανιώσετε για όλη την κοινωνικότητα που επιδείξατε, για όλες τις σχέσεις αβροφροσύνης που θελήσατε να διασώσετε, για πολλά από τα «χρόνια πολλά» που συσκευάσατε σε μικρά ή μεγάλα πακέτα με χρυσαφιές κορδέλες και πολύχρωμα χαρτιά. Μια αίσθηση περιττής δαπάνης, ίσως ακόμη χειρότερα, μια βεβαιότητα αυτοκαταστροφικής σπατάλης θα διαλύσει τα αισθήματα ευχαρίστησης που νιώσατε για κάθε δώρο που διαλέξατε για τα παιδιά σας, τα βαφτιστήρια σας, τους παραμελημένους γονείς σας, τους κολλητούς σας φίλους, τους εραστές και τις ερωμένες σας. Κακή, πολύ κακή αρχή για μια χρονιά που προμηνύει μια δραστική συρρίκνωση εισοδήματος, ακόμη κι αν ισχύσει το ηπιότερο σενάριο «δημοσιονομικής προσαρμογής» που θα επινοήσει ο Παπακωνσταντίνου με τον Μπαρόζο ή τον Τρισέ. Θα έχετε εξασφαλίσει ένα πρόγραμμα ψυχολογικής αστάθειας πολύ πριν η κυβέρνηση καταλήξει στο Πρόγραμμα Σταθερότητας.

Ήδη, οι πρώτοι προειδοποιητικοί απολογισμοί της αγοράς είναι τρομοκρατικοί: οι Αυστραλοί -λέει- δαπάνησαν μέχρι τα Χριστούγεννα 8,5 δισ. δολάρια για δώρα, από τα οποία αρκετές δεκάδες εκατομμύρια πήγαν σε «άχρηστα» δώρα. Μια άλλη εκτίμηση περιορίζει τον παγκόσμιο τζίρο του «άχρηστου δώρου» στο 1 δισ. δολάρια. Πταίσμα μπροστά στα τρισεκατομμύρια των άχρηστων «χρήσιμων δαπανών», όπως οι εξοπλιστικές, για παράδειγμα. Οι πιο αυστηροί Γερμανοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν, πάντως, ότι οι συμπατριώτες τους πετάνε 70 δισ. ευρώ τον χρόνο σε αποτυχημένα δώρα. Υπερβολικό μού ακούγεται. Φαίνεται τελικά ότι οι άκαμπτοι οικονομέτρες δεν έχουν έναν αξιόπιστο τρόπο υπολογισμού της παγκόσμιας οικονομίας του δώρου που παρακολουθεί αδιαλείπτως τον κύκλο της ζωής, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, αλλά και τον κύκλο των εποχών όπως σηματοδοτείται από τη διαδοχή μικρών και μεγάλων γιορτών, σε όλους τους πολιτισμούς, όλες τις κοινωνίες, όλες τις λατρείες. Ίσως γιατί η έννοια του δώρου ξεφεύγει από την αθλιότητα της «φυσικής οικονομίας» στην οποία υποτίθεται ότι κινούμαστε από καταβολής είδους. Δεν υπακούει στο πλαίσιο της χρησιμοθηρίας και του ωφελιμισμού που επέβαλαν τόσοι αιώνες εμποροκρατίας και το οποίο απογείωσε ο καπιταλισμός.

Η εμπορευματική οικονομία και ιδιαιτέρως ο καπιταλισμός, με την καθολική επιβολή του ορθολογισμού, μας έχει πείσει ότι ο homo economicus, ο «οικονομικός άνθρωπος», πρέπει να υποτάξει κάθε πράξη συναλλαγής στο σχήμα επένδυση-απόδοση. Κάθε δαπάνη που δεν συνοδεύεται από μια λογική προσδοκία ανταπόδοσης με κέρδος βρίσκεται πέρα από τη λογική, είναι οικονομικά απαράδεκτη. Και καθώς το κέρδος στον καπιταλισμό νοείται μόνο ως ατομικό, θεωρούνται οικονομικά απαράδεκτα και τα ενδεχόμενα συλλογικά οφέλη που προκύπτουν από μια δαπάνη που δεν αφορά αυστηρά ατομικές ανάγκες και επιθυμίες. Αν πράγματι εφαρμόζαμε αυτό το ατομοκρατικό μοντέλο με μια αυστηρότητα στο σύνολο του οικονομικού μας πολιτισμού, είναι αμφίβολο αν θα είχε επιτευχθεί έστω και το ένα δέκατο της οικονομικής και τεχνολογικής προόδου για την οποία επαίρεται ο καπιταλισμός. Διότι, αν το καλοσκεφτείτε, είναι ασύλληπτος ο αριθμός και η αξία των καθημερινών, τακτικών ή μακροπρόθεσμων δαπανών που κάνει ο καθένας μας σαν χειρονομία καλής θέλησης, αλληλεγγύης ή απλής αισθητικής ευχαρίστησης του εαυτού μας και των άλλων. Τρελαινόμαστε να κάνουμε δώρα, χωρίς απαραίτητα να έχουμε την παραμικρή επιθυμία ή ρεαλιστική να μας τα ανταποδώσουν.

Ας αρχίσουμε από τα θεμελιώδη. Όλη η προσφορά των γονιών στα παιδιά τους είναι ένα δώρο. Ακόμη και το γεγονός ότι αποφασίζουν να τα φέρουν στη ζωή. Ύστερα, όσο τους βαστάνε τα πόδια τους, τρέχουν. Για να τα θρέψουν, να τα μορφώσουν, να τα ψυχαγωγήσουν, να ικανοποιήσουν τα πιο τρελά τους όνειρα, να τα αποκαταστήσουν, να τους κληροδοτήσουν περιουσιακά στοιχεία, να τους διαθέσουν τον χρόνο τους για να ανατραφούν τα εγγόνια τους. Στην πραγματικότητα, η μόνη προσδοκία ανταπόδοσης που έχουν είναι ηθική. Έχουν επίγνωση του ρίσκου να εισπράξουν μόνο την αχαριστία των παιδιών τους και απλώς ελπίζουν ότι στην αποδρομή του βίου τους θα τύχουν λίγης τρυφερότητας, μιας συμπαράστασης στη δύσκολη μάχη με τα γερατειά, της συντροφιάς στη μοναξιά των γιορτών. Με όρους homo economicus η δοτικότητα των γονιών στα παιδιά τους, αυτή η ανυπολόγιστου κόστους οικονομία του δώρου, είναι παράλογη. Ένας επενδυτικός σύμβουλος, εφαρμόζοντας αυστηρά όσα έχει μάθει, θα πρότεινε να τεθούν υπό επιτροπεία σχεδόν όλοι οι γονείς, να κατασχεθούν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία και να ανατεθεί η διαχείρισή τους σε ειδικές επιτροπές (βεβαίως, ο ίδιος σύμβουλος θα πρότεινε να κατεδαφιστεί εδώ και τώρα και το τελευταίο ίχνος κοινωνικού κράτους, το οποίο, κατά το μοντέλο επένδυσης-απόδοσης, είναι δώρο-άδωρο: τι νόημα έχουν οι συντάξεις, τα γηροκομεία, τα άσυλα ανιάτων, τα επιδόματα απορίας, η συντήρηση ενός ασθενούς σε κώμα όταν υπάρχουν οι Καιάδες;).

Δώρα δεν κάνουμε μόνο στα παιδιά μας. Κάνουμε στους φίλους μας, στους συγγενείς μας, στους συναδέλφους μας, στους/στις συζύγους μας, στις γκόμενες και στους γκόμενους, στον προϊστάμενό μας. Δώρα κάνουμε ακόμη και σε αγνώστους που εμφανίζονται στον δρόμο ως επαίτες και αναξιοπαθούντες, είτε μας εξαπατούν είτε όχι. Θεωρούμε αδιανόητο να πάμε με τα χέρια άδεια σ’ έναν γάμο και αποτολμούμε ένα λουκούλλειο δείπνο για φίλους στο σπίτι, κι ας μας κοστίσει μισό μηνιάτικο. Υπάρχει ενδεχομένως ένας βαθμός ιδιοτέλειας στα δώρα που προορίζονται για όλους αυτούς, είτε τους είχε χρήσιμα είτε όχι, είτε τα φυλάνε με μια τρυφερότητα είτε τα πετάνε ως κακόγουστα, αλλά είναι μια ιδιοτέλεια ηθικής τάξης που δεν υπάγεται στο ισοζύγιο επένδυσης-απόδοσης. Ακόμη κι όταν σκεφτόμαστε με βλαχοπονηριά και προσπαθούμε να δούμε τη σβησμένη από το μπλάνκο τιμή του δώρου που μας ανταπέδωσε κάποιος άσπονδος φίλος ή γνωστός, δεν είναι για να κάνουμε έναν ορθολογικό ισολογισμό του δώρου και του αντίδωρου στις στήλες παθητικό-ενεργητικό. Αλλά για να αντλήσουμε ίσως την ικανοποίηση ότι το δικό μας δώρο έχει μεγαλύτερο ηθικό βάρος, γιατί επιδεικνύει τον πλούτο, την ανωτερότητά μας, το καλό γούστο μας, τον χρόνο που σπαταλήσαμε στην επιλογή του ή τη στέρηση στην οποία υποβληθήκαμε για να το αγοράσουμε. Στη χειρότερη περίπτωση, εξαγοράζουμε τις τύψεις μας για τη δυστυχία των άλλων (ελεημοσύνη) ή αποζητούμε την εύνοιά τους για μια μικρή θέση στο περίσσευμα ευτυχίας τους (δώρο κολακείας).

Σε κάθε περίπτωση, τα δισεκατομμύρια ευρώ που ξοδεύουμε τα Χριστούγεννα και τις δεκάδες άλλες αφορμές που έχουμε εφεύρει, πέρα από μια σπονδή στον πολιτισμό του περιττού (τον οποίο ο καπιταλισμός απαξιώνει οικονομικά, αλλά και εμπορεύεται μέχρι τελευταίας ρανίδας), είναι και η επιβίωση μιας αρχέγονης οικονομικής συμπεριφοράς που ανατρέπει το στερεότυπο πολλών αιώνων για τον «οικονομικό άνθρωπο» που δρα με αποκλειστικό κίνητρο το κέρδος. Η οικονομία του δώρου αποκαλύπτει ότι στον άνθρωπο ως «οικονομικό ζώο» επιβιώνουν κάποια από τα θεμελιώδη κίνητρα της ζωής που αντιστέκονται στους θεμελιώδεις νόμους της «αξίας», στην κυριαρχία του κέρδους και του ατόμου: η χαρά της προσφοράς στο σύνολο, η τέρψη της γενναιόδωρης αισθητικής δαπάνης, η απόλαυση της φιλοξενίας και της συναναστροφής, η έκφραση της αλληλεγγύης σε όσους έχουν περισσότερη ανάγκη από μας, η εξαγορά της εύνοιας, της συμμαχίας ή της ουδετερότητας ενός «ανταγωνιστή» μας προκειμένου να αποτρέψουμε έναν «πόλεμο» αλληλοεξόντωσης, ακόμη και η ηδονή της καταστροφής που μας προσφέρει το σπάσιμο του καλού σερβίτσιου στα πόδια του φίλου που χορεύει με δεξιοτεχνία το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»…

Εδώ και 82 χρόνια, ο Γάλλος ανθρωπολόγος Μαρσέλ Μος, με μια ριζοσπαστική για την εποχή του έρευνα, που ξεκίνησε από τις νεολιθικές κοινότητες των ιθαγενών Αμερικής και Πολυνησίας κι έφτασε στα εορταστικά έθιμα των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών, απέδειξε ότι το δώρο, η συναλλαγή στο πλαίσιο μιας «αγοράς» αυτοπροαίρετης προσφοράς και ανταπόδοσης, είναι μάλλον ο κανόνας οικονομικής συμπεριφοράς στην πολλών χιλιετιών προϊστορία και ιστορία της ανθρωπότητας. Και ότι αυτό που προβάλλεται ως «φυσική οικονομία», ως DNA του άπληστου και προορισμένου να κυνηγά το ατομικό κέρδος είδους μας, ίσως είναι απλώς η θλιβερή παρένθεση. Οφείλουμε να της αναγνωρίσουμε ότι «δώρισε» στην ανθρωπότητα μια χωρίς προηγούμενο παραγωγική και τεχνολογική ανάπτυξη. Αλλά ως εκεί. Ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε. Τώρα, κυρίως παίρνει κι από μας κι απ’ το μέλλον. Και, όπως λένε οι Μαορί, «δώσε όσα παίρνεις, κι όλα θα πάνε καλά».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (31/12/2009)

Δεν υπάρχει άλλη ηθική, άλλη οικονομία ή άλλη κοινωνία. Το «Χρονικό του Αρθούρου» μας διηγείται πως ο βασιλιάς Αρθούρος, με τη βοήθεια κάποιου μαραγκού απ’ την Κορνουάλη, συνέλαβε αυτό το θαύμα της αυλής του, το θαυμαστό «Στρογγυλό Τραπέζι»… Λέει, λοιπόν, ο μαραγκός στον Αρθούρο: «Θα σου φτιάξω ένα σπουδαίο τραπέζι. Χίλιοι εξακόσιοι νομάτοι να κάθονται αντάμα κι ούτε ένας δεν θα μείνει απόξω…» Έλειψε, λοιπόν, το κεφάλι στο τραπέζι, τέλειωσαν κι οι διαμάχες. Όπου και να καθόταν ο Αρθούρος στο τραπέζι, οι ευγενείς ιππότες έμεναν ικανοποιημένοι και αήττητοι. Έτσι και σήμερα, τα έθνη που ’ναι δυνατά, πλούσια και ευτυχισμένα. Οι άνθρωποι, οι κοινωνικές τάξεις, οι οικογένειες και τα άτομα, μπορεί να αποκτήσουν πλούτο, όχι όμως και την ευτυχία μέχρι τη στιγμή που θα καταφέρουν να καθίσουν σαν τους ιππότες γύρω από τον κοινό τους πλούτο. Δεν είναι ανάγκη να αναζητήσουμε μακριά το καλό και την ευτυχία. Θα τη βρούμε στην επικράτηση της ειρήνης, στην εναρμόνιση της κοινής και της ιδιωτικής εργασίας, στον συσσωρευμένο και ανακατανεμημένο πλούτο, στον αμοιβαίο σεβασμό και στην αμοιβαία γενναιοδωρία που μπορεί να προσδώσει η παιδεία.

Μαρσέλ Μος, «Το δώρο - Μορφές και λειτουργίες της ανταλλαγής»