Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/11/2025
Μα τι τις θέλετε τις τράπεζες στο χωριό, τώρα που έχουμε το e-banking; Μπαίνεις στο λάπτοπ σου ή στο κινητό σου, τσάκα τσάκα τελειώνεις. Και τι χρειάζονται τα ATM όταν με την κάρτα σου κάνεις όλη τη δουλειά; Τι τα θες τα μετρητά, όταν όλα γίνονται με POS; Πότε θα ξεβλαχέψετε πια; Είμαστε στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης.
Και γιατί σας έλειψαν τα περίπτερα, οι μπακαλίτσες, τα παντοπωλεία, τα πρακτορεία Τύπου που φέρναν όλο το χαρτοβασίλειο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας σε μορφή περιοδικού ή εφημερίδας; Μπαίνεις στο ίντερνετ κι έχεις όλο τον κόσμο στην οθόνη σου και τζάμπα.
Γιατί νοσταλγείτε τα καταστήματα της Αγροτικής Τράπεζας που γέμιζαν κόσμο στα κεφαλοχώρια κάθε φορά που τέλειωναν οι συγκομιδές και οι πωλήσεις της σοδειάς; Ετσι κι αλλιώς τώρα όλα περνούν από τους λογαριασμούς σας, επιδοτήσεις, πληρωμές, ασφάλιστρα, εισπράξεις. Τουλάχιστον αποφεύγετε και τις ιώσεις.
Ti τα θέλετε τα υποκαταστήματα της ΔΕΗ, τι θέλετε να στήνεστε στις ουρές για να πληρώνετε φως, νερό, τηλέφωνο, τι σας χρειάζεται το υποκατάστημα του ΕΦΚΑ, η τοπική εφορία, όταν έχετε όλο την ΑΑΔΕ στα δάχτυλά σας, όλο το κράτος στο πληκτρολόγιο του κινητού, του τάμπλετ ή του υπολογιστή σας; Ενα «gov.gr» είναι η μεγάλη πύλη του άυλου κράτους, σε βάζει στα άδυτα των υπουργείων, των οργανισμών, ακόμη και του Μαξίμου, η εξουσία είναι λίγα κλικ μακριά σας, μόλις κάτω από τα ακροδάκτυλά σας.
Και, έλεος πια, τι τους θέλετε τους ταχυδρόμους με τις δερμάτινες σάκες κατάφορτες, χιαστί κρεμασμένες στους ώμους τους, με σωρούς από άχρηστη χαρτούρα που θα μπορούσατε να παίρνετε απλά με ένα e-mail στον υπολογιστή σας, χωρίς να επιβαρύνετε το περιβάλλον και να σπαταλάτε χαρτί; Τόσα δάση χάνουμε κάθε χρόνο.
Κάπως έτσι σκέφτονται οι ακριβοθώρητοι σχεδιαστές των «μεταρρυθμίσεων» και του μεγαλεπήβολου ψηφιακού εκσυγχρονισμού της χώρας, που ξεπαστρεύουν ελαφρά τη καρδία κάθε δίκτυο, υποδομή, μονάδα δημόσιας ή και ιδιωτικής υπηρεσίας θυμίζει στην απομακρυσμένη περιφέρεια ότι παραμένει κομμάτι της ελληνικής επικράτειας, όσο στο άλλοτε κλεινόν, νυν ελεεινόν άστυ, και όλα τα άστεα συνωθείται το 80% του πληθυσμού της χώρας. Γιατί άραγε δεν μένουν οι νεότεροι άνθρωποι στα χωριά, βουνίσια, καμπίσια, παραλίμνια ή παραθαλάσσια; Γιατί κεφαλοχώρια που έσφυζαν άλλοτε από ζωή έχουν μείνει με ελάχιστους υπέργηρους κατοίκους που περιμένουν πώς και τι τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το καλοκαίρι, μπας και δουν ανθρώπου πρόσωπο, γιατί θεού θα δουν μια και καλή, όταν έρθει η ώρα τους; Γιατί κλείνουν τα σχολεία ελλείψει μαθητών, ή όσα μένουν ανοικτά συντηρούνται μόνο χάρη στους οικονομικούς μετανάστες, όσους ριζώνουν και κάνουν οικογένειες εδώ, κι είναι σχεδόν οι μόνοι που κρατούν ζωντανά χωράφια, περιβόλια, κοπάδια γύρω από τα μικρά, έρημα χωριά;
Δεν θέλει και πολλή φαντασία η απάντηση σε αυτά τα γιατί. Λίγο-πολύ όλοι έχουμε μια ρίζα σε ένα χωριό, σε έναν κάμπο, σε ένα βουνό, σε ένα νησί, κι αν έχουμε καβαλήσει τον πρώτο μισό αιώνα ζωής, ή διανύουμε ήδη την έβδομη δεκαετία της ζωής μας, σαν και μένα, έχουμε παρακολουθήσει τον αργό θάνατο του χωριού που επιβίωνε για δυο-τρεις αιώνες με τη γη, τα ζώα κι όλη την αλυσίδα της μεταποίησής του, που ωστόσο δεν ξέφευγε πολλά χιλιόμετρα μακριά από την πλατεία του, άντε όσο η απόσταση απο τα Μεσόγεια της Αττικής ώς την Κηφισιά, από το Μαρκόπουλο ώς τον Πειραιά.
Πρώτα σταμάτησε να πιάνει λιμάνι η «παντόφλα» που διέσχιζε τον Αργοσαρωνικό για να φτάσει στην παραλία του παραθαλάσσιου χωριού. Υστερα τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ αραίωσαν, από δύο τη μέρα γίνανε ένα, κι ύστερα κανένα, αν θες ντε και καλά να πας με το λεωφορείο, θα πρέπει να περπατήσεις δυο χιλιόμετρα ή να καλέσεις ταξί, που κι αυτό δεν υπάρχει πια, τέσσερα ταξί ή «αγοραία» είχε κάποτε το χωριό, τώρα πρέπει να έχεις το τηλέφωνο του ταξιτζή από το διπλανό χωριό. Επειτα πέθανε ο πράκτορας που έφερνε εφημερίδες και περιοδικά, κανένας δεν πήρε τη θέση του, λίγο μετά έκλεισε και το μοναδικό περίπτερο, ακολούθησε το κατάστημα της Αγροτικής, τα δύο ΑΤΜ που τις περισσότερες μέρες της βδομάδας δεν είχαν χρήματα ξηλώθηκαν και τυπικά, αν θες μετρητά πρέπει να έχεις αυτοκίνητο και να κάνεις δεκαπέντε χιλιόμετρα, ή να περιμένεις τον ταχυδρόμο να σου φέρει τη σύνταξη ή το επίδομα, μία φορά τον μήνα, αλλά τώρα θα κοπεί κι αυτό, και πού θα πληρώνεις τους λογαριασμούς τώρα που και το μοναδικό μπακάλικο του χωριού έσπασε τη σύμβασή του με τους παρόχους ρεύματος, νερού, τηλεφώνου; Μέχρι τη δεκαετία του ’90 ένας φούρνος, από τους τρεις παρακαλώ του χωριού, έκανε και χρέη ταχυδρομείου, έπειτα έμεινε μόνο το κίτρινο γραμματοκιβώτιο. Το Κέντρο Υγείας που άνοιξε με δύο θέσεις, έναν παθολόγο κι έναν αγροτικό γιατρό, δεν μακροημέρευσε, μόλις πέντε χρόνια κράτησε, πρόλαβε πάντως να το εγκαινιάσει κάποιος υπουργός ή τοπικός βουλευτής. Κι έπειτα, ήρθε ο «Καποδίστριας», ήρθε κι ο «Καλλικράτης», από δήμαρχος κλητήρας που λένε ο πρώην δήμαρχος του χωριού, που είναι ένα από καμιά 15αριά που κάνουν έναν μεγάλο καλλικρατικό δήμο, υποτίθεται πως εφαρμόζεται το ρητό η ισχύς εν τη ενώσει, στην πραγματικότητα τα μικρά χωριά απογυμνώνονται από κάθε ίχνος κρατικής δομής, όσοι απομένουν εκεί ή πρέπει να παίζουν τους υπολογιστές και τους αλγόριθμους στα δάχτυλα ή να οδηγούν αυτοκίνητο μέχρι τα βαθιά τους γεράματα για να φτάσουν το όλο και πιο απόμακρο κράτος.
Ο θάνατος του ταχυδρομείου είναι τελικά μια συνεκδοχή του θανάτου στον οποίο καταδικάζεται η περιφέρεια, θανάτου παραγωγικού, οικονομικού, δημογραφικού, πολιτιστικού. Οπως και το κλείσιμο του υποκαταστήματος της τράπεζας, της εφορίας, της υπηρεσίας του δήμου, του συμβολαιογραφείου, του υποθηκοφυλακείου. Οι υπερίληκες θα πεθάνουν, οι μεσήλικες έχουν ρίξει μαύρη πέτρα, οι ώριμοι έρχονται μια-δυο φορές τον χρόνο, οι νέοι ούτε ξέρουν πού πέφτει το χωριό, θα βρεθούν κληρονόμοι χωραφιών που θα λογγώνουν και δεν θα ξέρουν κατά πού πέφτουν, αλλά η ΑΑΔΕ δεν θα ξεχνά να τους χρεώνει τον ΕΝΦΙΑ.
Το κεφάλι του φτερωτού Ερμή, του αγγελιαφόρου των θεών, παραδίδεται επί πίνακι στον ψηφιακό Λεβιάθαν. Ο Ερμής, ίσως η πιο συμπαθητική φιγούρα του ελληνικού Πανθέου, παιδί του Δία και της Μαίας, ήταν προστάτης του εμπορίου, των κλεφτών, του τζόγου και φυσικά των αγγελιαφόρων. Αλλά ήταν και ψυχοπομπός, συνόδευε τις ψυχές των νεκρών στον Αδη. Οι τελευταίοι κάτοικοι των έρημων χωριών θα φύγουν από τη ζωή στερούμενοι κι αυτή την ελάχιστη παρηγοριά του φτερωτού ψυχοπομπού.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο ταχυδρόμος πέθανε...
...ήταν παιδί στα δεκαεφτά
που τώρα έχει πετάξει
Ποιος θα σου φέρει αγάπη μου
το γράμμα που ’χα τάξει;
Και σαν πουλί που πέταξε
η πικραμένη του ζωή,
πέταξε πάει και του ’φυγε
η δροσερή πνοή
Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου
το τελευταίο φιλί μου;
Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια
κι ήταν αυτός η αγάπη μου,
η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια,
φέρνει δροσιά στ’ αηδόνια
Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου
πού ’ναι του ονείρου ο δρόμος
αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος;
Μάνου Χατζιδάκι, «Ο ταχυδρόμος πέθανε» (1961)

https://www.financialreport.gr/kiberli-gkilfoil-i-proin-arravoniastikia-tou-giou-tou-trab-presveira-stin-ellada/
ReplyDelete🙋♂️🇺🇸Kim Berlyguilfoyl
vs Kyriakos Mitsotakis - N.D.
cia.gov
https://iliasketsny.blogspot.com/2023/11/blog-post.html?sc=1762069938712&m=1#c934907322653363895
ReplyDelete🇪🇸Ραφα Μπενητταιθ