Monday, June 30, 2008

Το χρήμα πάντα βρόμικο και πάντα πολιτικό (28/6/2008)

Και ο τίτλος, και το περιεχόμενο αυτού του κειμένου είναι επανάληψη ενός αντίστοιχου που είχε γραφεί πριν ενάμιση και πλέον χρόνο. Κατά κάποιο τρόπο σας κλέβω, σας εξαπατώ. Ίσως, όμως, και να σας απαλλάσσω από την καταπόνηση της ανάγνωσης μ’ αυτή την προειδοποίηση. Δεν φταίω εγώ, πάντως, αν αυτό που αποκαλείται δημόσιος βίος κινείται διαρκώς σ’ έναν φαυλεπίφαυλο κύκλο άθλιων συναλλαγών και εξαγορών.

Τότε, πριν ενάμιση χρόνο, την αφορμή για το πόνημα την είχε δώσει ένα αθώο – ίσως όμως και δαιμονικό- ερώτημα της ανήλικης κόρης μου. «Πώς είναι δυνατό κάτι από χαρτί να κυβερνά τον κόσμο;» Ο λόγος περί χρήματος, βέβαια. Το οποίο συνοδεύεται συνήθως από κάθε είδους απαξιωτικό επίθετο: μαύρο, βρόμικο, ανήθικο, εκμαυλιστικό, απεχθές. Όλα τα ηθικοπολιτικά συστήματα έχουν λίγο πολύ την ίδια απορριπτική αντίληψη γι’ αυτό το απείκασμα του κοινωνικού πλούτου. Αλλά τα επίθετα αυτά είναι εντελώς περιττά, δεν προσθέτουν καμιά άγνωστη πληροφορία για την επινόηση που αποξενώνει τον άνθρωπο από το προϊόν του, προσγειώνει τις δεξιότητες, τις επιθυμίες, τις ανάγκες του και τελικά τον ίδιο στο επίπεδο του εμπορεύματος. Απ’ αυτή την άποψη το χρήμα είναι πάντα βρόμικο. Και δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε που είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε για πολύ ακόμη μαζί του.

Το χρήμα είναι, επίσης, πάντα πολιτικό. Δεν χρειαζόταν να ανοίξει ο βόρβορος της Siemens για να το ανακαλύψουμε. Η διακίνησή του, η κατανομή του, το πόσο φθηνό ή ακριβό είναι κάθε φορά, το πόσο διαφανείς ή αδιαπέραστες είναι οι πηγές απόκτησής του συμπυκνώνουν τις σχέσεις εξουσίας, ισχύος και κύρους που διαμορφώνονται στις κοινωνίες. Δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα σ’ αυτό εδώ και αιώνες, με τη διαφορά ότι ο καπιταλισμός επανακαθόρισε σχεδόν το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων σαν χρηματικές σχέσεις. Και ανέπτυξε και την ανάλογη «πολιτική τεχνολογία».

Απότοκο αυτής της «πολιτικής τεχνολογίας» είναι αυτό που παρακολουθούμε για πολλοστή φορά- τάχα μου έκπληκτοι- στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας. Δεν υπάρχει λόγος να νιώθουμε τα μαύρα πρόβατα της καπιταλιστικής υφηλίου. Συμβαίνουν και τις καλύτερες οικογένειες. Το ίδιο το σκάνδαλο Siemens, άλλωστε, αφορά πρωτίστως τη Γερμανία. Η σχέση της «αμαρτωλής» πολυεθνικής με το γερμανικό κράτος είναι ένα σκάνδαλο δεκαετιών, σχεδόν ενός αιώνα, με μαύρες σελίδες που ξεκινούν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περνούν στο ναζισμό και φτάνουν στις μέρες μας. Δεν είμαστε η εξαίρεση, λοιπόν, αλλά άλλη μια επιβεβαίωση του κανόνα.

Και ο κανόνας είναι ότι το χρήμα είναι γενικό ισοδύναμο όχι μόνο για όλες τις σχέσεις ανταλλαγής, αλλά και για τις σχέσεις κράτους και αγοράς, πολιτικής και επιχειρηματικότητας, πολιτικών και επιχειρηματιών. Τι παράγει και αναπαράγει, σε όλες τις πολιτικές συγκυρίες, αυτή τη στρεβλή ανταλλαγή ύλης ανάμεσα στους δύο πόλους του οικονομικού μας πολιτισμού που καταλήγει στη μίζα και στο λεγόμενο «μαύρο» χρήμα; Το όνομα αυτού, πλεόνασμα. Στην διεκδίκησή του συναντώνται ή διαγκωνίζονται κοινωνίες, κράτη, τάξεις, επιχειρήσεις, πολιτικοί. Άλλοτε αιματηρά και άλλοτε εμπορικά. Δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο σ’ αυτό. Σε κάθε σχέση δούναι και λαβείν κάθε πλευρά θέλει να βγάλει κάτι. Ο επιχειρηματίας να μεγιστοποιήσει το κέρδος του, ο πολιτικός να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία, ο πολίτης ν’ αυξήσει το οικονομικό αντίκρισμα της ψήφου του. Οι σχέσεις πελατείας είναι τελικά το γενικό μοντέλο που διέπει τη συνάντηση οικονομίας και πολιτικής κι όχι μια ελληνική ασθένεια.

Δεν τα λέω αυτά για να αποδεχθούμε μοιρολατρικά το χορό των σκανδάλων, να εξοικειωθούμε πλήρως μ’ ένα πολιτικό σύστημα διεφθαρμένο μέχρι μυελού των οστέων. Αλλά, για σκεφτείτε πόσο τραγικός είναι ο απολογισμός όλων των μοντέλων «διαφάνειας» και «κάθαρσης» που δοκιμάστηκαν εδώ και μια εικοσαετία.

Εν αρχή ην το πατερναλιστικό μοντέλο, το κράτος-νταβάς της αγοράς. Στο δίπολο πολιτικός-προμηθευτής ο πρώτος είχε τον κυρίαρχο λόγο, άρα όριζε μονομερώς την ποσόστωση της μίζας. Για σκεφτείτε, με ποιους ακριβώς πόρους χρηματοδότησης οι ίδιες πολιτικές οικογένειες, τα ίδια κόμματα εξουσίας μεσουρανούν στη χώρα εδώ και μισό αιώνα; Με τα κουπόνια των πρόθυμων ψηφοφόρων; Ούτε για ανέκδοτο μην ακουστεί.

Ακολούθησε το μοντέλο της κρατικής εκπόρνευσης. Στο ρόλο του νταβατζή η επιχειρηματικότητα που είχε και το προνόμιο να ελαχιστοποιεί την πολιτική προμήθεια στα απολύτως απαραίτητα. Το μοντέλο υποτίθεται ότι τυλίχθηκε σε μια πίτα σουβλάκι στου Μπαϊρακτάρη, αλλά κατά τα φαινόμενα στάθηκε κόμπος στο λαιμό του Κώστα. Ξίνισε, εν τω μεταξύ και η σος του βασικού μετόχου που κοσμεί πλέον το μουσείο της ιστορίας και της ανοησίας.

Σειρά πήρε το μοντέλο της απορύθμισης. Τα χέρια της αγοράς λύθηκαν και όλα εναποτέθηκαν στην ηθική της αυτοδέσμευση. Αλλά ο ηθικός κώδικας του χρήματος δεν περιέχει παρά μόνο ένα κανόνα: ούτε ευρώ χαμένο.

Ζούμε το μοντέλο της υπερ-ρύθμισης. Έχουμε δρακόντειους νόμους για τη διαφάνεια στις συναλλαγές, υπερεξουσίες στους δικαστικούς λειτουργούς, πολύπλοκους μηχανισμούς ελέγχου (πρωτίστως φορολογικού) στη διακίνηση του χρήματος, άκαμπτους –υποτίθεται- κανόνες στη χρηματοδότηση των πολιτικών και των κομμάτων.

Ποιο είναι ακριβώς το αποτέλεσμα αυτών διαδοχικών μοντέλων στις σχέσεις κράτους και αγοράς, δημοσίου και προμηθευτών, πολιτικών και επιχειρηματιών; Μερικές χειροπέδες, άπειρες δικογραφίες με προορισμό το αρχείο και ένα πολιτικό σύστημα που βυθίζεται στην ανυποληψία. Και κυρίως στην αυτογελοιοποίηση και την υποκρισία.

Να δοκιμάσουμε κι ένα πέμπτο μοντέλο; Ή μήπως να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η εξ ορισμού πελατειακή σχέση κράτους- προμηθευτή δημιουργεί αναπόφευκτα έναν «εμπορικό» ρόλο για τον πολιτικό διαμεσολαβητή και άρα ένα εύλογο «εμπορικό κέρδος» για τον ίδιο, σε χρήμα ή σε είδος;

Αν καταλήξουμε στη δεύτερη εκδοχή σε ένα πολιτικό μέτρο πρέπει να καταλήξουμε: να νομιμοποιήσουμε την μίζα και την πολιτική προμήθεια που σε τελευταία ανάλυση κοστίζει λιγότερο από τη συντήρηση της ακριβής και αναποτελεσματικής γραφειοκρατίας της διαφάνειας. Πληρώνουμε ήδη αρκετά για τις μίζες των πολιτικών. Δεν υπάρχει λόγος να πληρώνουμε και νταβατζιλίκι της τη συλλογική μας υποκρισία.
Στο ίδιο πλαίσιο- μέτρο συνεπές με μια δημοκρατία της αγοράς (άρα και της εξαγοράς)- θα πρέπει να απελευθερωθεί πλήρως και η χρηματοδότηση πολιτικών και κομμάτων από ιδιώτες, επιχειρήσεις και απλούς πολίτες. Είναι προτιμότερη μια ρεαλιστική απεικόνιση των σχέσεων κοινωνικής κυριαρχίας στο κομματικό σύστημα από τον χυλό του «όλοι δικοί μας είμαστε». Στο κάτω-κάτω θα βελτιωθεί και η ευστάθεια του πολιτικού συστήματος. Ουδείς θα δικαιούται να διαμαρτύρεται για την αποτελεσματικότητά του στη διακυβέρνηση αφού θα ισχύει το ρητό της αγοράς: «ό,τι πληρώνεις, παίρνεις».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (28/6/2008)

Στις αρχές Δεκεμβρίου πήρε ο Αντώνης, τελείως αναπάντεχα, μια πρώτης τάξεως εργολαβία. Μεσολάβησε ένα γνωστός ταγματάρχης με τον οποίο ο Αντώνης έπαιζε καμιά φορά τάβλι στο καφενείο, και του ανέθεσαν την εκτέλεση ενός οχυρωματικού έργου- που δεν έλεγε ούτε σε μένα. Λαδώθηκε βέβαια ο ταγματάρχης, χωρίς λάδωμα δεν γίνεται τίποτα στην Ελλάδα. Αυτές οι δουλειές γίνονται κανονικά με μειοδοτικό διαγωνισμό, μ’ απάνω στην αναμπουμπούλα ποιος κοίταζε τέτοιες λεπτομέρειες. Λαδώθηκε και γενναία μάλιστα, αλλ’ άξιζε τον κόπο: απ’ τη δουλειά αυτή καθαρίσαμε ένα στρογγυλό ποσό που, θεός σχωρέσ’ τον, είχε την προνοητικότητα να πάει αμέσως στη Σοφοκλέους και να το κάνει λίρες. Αυτές μ’ έσωσαν στην Κατοχή. Χωρίς αυτές, και το σπίτι θα ‘χα ξεκάνει και της πείνας θα ‘χαμε ψοφήσει. Μου τις έφερες τυλιγμένες μασούρι και μου λέει: «Καταχώνιασε τες όπου νομίζεις εσύ καλύτερα και μην τις πειράξεις, εκτός πια κι αν φτάσουμε στο νυν και αεί και δεν έχουμε ψωμί να φάμε!...» Τις πέταξε απάνω στο τραπέζι σα να ‘τανε τα αργύρια του Ιούδα. Αισθανόταν τύψεις που είχε βγάλει λεφτά απ’ το Ελληνικό Δημόσιο σε μια τόσο κρίσιμη περίσταση για το Έθνος. Εις μάτην του ‘λεγα και του ξανάλεγα πως αν δεν έπαιρνε εκείνος την εργολαβία, θα την έπαιρνε κάποιος άλλος. «Που να είσαι βέβαιος», του ‘λεγα, «δεν θάχε ούτε ένα εκατοστό απ’ τους δικούς σου ηθικούς ενδοιασμούς…» Να δεν μ’ άκουγε. Για να εξιλεωθεί του μπήκε η ιδέα να γραφτεί εθελοντής-αιμοδότης στον Ερυθρό Σταυρό, και φυσικά τον ενεθάρρυνα. Ήξερα πως όχι μόνο θα ησύχαζε τη συνείδησή του, αλλά θα του ‘κανε καλό και στην υγεία του. Ούτως ή άλλως πότε-πότε είχε ανάγκη από αφαιμάξεις.

Κώστα Ταχτσή, «Το τρίτο στεφάνι»

Monday, June 23, 2008

Πάλι θα χυθεί αίμα! (21/6/2008)

Αρχίζουμε με σινεμά - το αγαπημένο μου.
Ο Πολ Τόμας Άντερσον μας θύμισε πριν από μερικούς μήνες, κινηματογραφικά, την προϊστορία της πετρελαϊκής μας εποχής. Η ταινία του «Θα χυθεί αίμα» περιέγραψε γλαφυρά τους ποταμούς αίματος που έρρευσαν για να γίνει ο μαύρος χρυσός καύσιμο του οικονομικού μας πολιτισμού. Πετρελαιάδες εναντίον γαιοκτημόνων, μικρομεσαίοι εναντίον πολυεθνικών, επιχειρηματίες εναντίον ιεροκηρύκων, «ανήθικοι» εναντίον «ηθικών» καπιταλιστών. Ένας γενικευμένος, αιματηρός πόλεμος εξουσιών κατέστησε τον μαύρο χρυσό «θεία κοινωνία» στην τελετουργία της ανάπτυξης.

Δεν ξέρω αν ο Αμερικανός σκηνοθέτης ξεκίνησε το γύρισμα της ταινίας του πριν αρχίσει η απογείωση των διεθνών τιμών του πετρελαίου πάνω από τα 60 ή τα 80 δολάρια το βαρέλι. Αλλά έκανε πολύ σωστά να μας υπενθυμίσει την ιστορία του ορυκτού που έχει αλλάξει τη ζωή μας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι καουμπόηδες έχουν πια αράξει στις μεγάλες άγονες φάρμες και η Άγρια Δύση κατοικείται από ήμερους γαιοκτήμονες, ένας τυχοδιώκτης που οσμίζεται το πετρέλαιο από χιλιόμετρα μακριά, επιδίδεται σε ανελέητο ανταγωνισμό με τις πρώτες μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες της Αμερικής για την αρπαγή της γης που κρύβει το πολύτιμο ορυκτό. Αγοράζει χωράφια κοψοχρονιά, μετατρέπει τους αγρότες σε εργάτες εξόρυξης, φτιάχνει αγωγούς χιλιομέτρων για να βγάλει το πετρέλαιο στη θάλασσα, συμμαχεί με εκκλησιαστικές αιρέσεις που ευλογούν τον μαύρο χρυσό σαν αγία κοινωνία, χρησιμοποιεί ακόμη και το θετό γιο του σαν κράχτη, συγκρούεται θανάσιμα με όποιον τολμά να μπει εμπόδιο και χύνει αίμα, πολύ αίμα για να εξασφαλίσει την αδιάκοπη ανάδυση του πετρελαίου από τα έγκατα της γης.

Η πιο ενδιαφέρουσα διάσταση αυτής της κινηματογραφικής αφήγησης -τουλάχιστον από οικονομική σκοπιά- είναι η σύγκρουση του μικρομεσαίου πετρελαιά Ντάνιελ Πλέινβιου, κεντρικού ήρωα της ταινίας, με τις μεγάλες εταιρείες, αυτές που δεκαετίες μετά εξελίχθηκαν στις περίφημες «Επτά Αδερφές». Ο μικροπετρελαιάς που θέλει να γίνει μεγάλος είναι άπληστος, μετέρχεται κάθε μέσο, είναι ασυμφιλίωτος, ακόμη και η προοπτική μιας συνεννόησης, ενός καρτέλ με τους ανταγωνιστές, του είναι αδιανόητη. Οι άλλοι, οι εκπρόσωποι των μεγάλων, των εκκολαπτόμενων πολυεθνικών, είναι πολιτισμένοι, μιλούν χαμηλόφωνα, ντύνονται κομψά και φέρονται κοσμίως, δεν είναι αγριάνθρωποι, έχουν αναστολές, ίσως να διαθέτουν κάποια ψήγματα πολιτικής ηθικής και βγάζουν φλύκταινες κάθε φορά που αναμετριούνται με τον κυνικό Ντάνιελ Πλέινβιου. Από τη σύγκρουση χύνεται αίμα, πολύ αίμα, κι έτσι η ταινία καταλήγει να είναι μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία για το λυκαυγές της πετρελαϊκής εποχής που τώρα ζούμε άλλο ένα περιστατικό ακατάσχετης αιμορραγίας της.

Η αντίθεση που περιγράφει η ταινία αφορά βεβαίως το σαβουάρ βιβρ και όχι την ουσία του ανταγωνισμού μεταξύ των ανερχόμενων πόλων του οικονομικού παιχνιδιού. Αργότερα, όπως ξέρουμε, οι Επτά Πετρελαϊκές Αδελφές με τους καλούς τρόπους έκαναν σε οικουμενική κλίμακα ό,τι έκανε ο κυνικός Πλέινβιου στη μικροκλίμακα του Τέξας: αφάνισαν πολιτισμούς, εθνότητες, δάση, λεηλάτησαν φυσικούς πόρους, επέβαλαν καθεστώτα, πολέμους, ακόμη και σύνορα.

Παρ’ ότι στη μικρή ιστορία του κόσμου μας το αίμα ουδέποτε έπαψε να ρέει άφθονο, είναι βέβαιο ότι ζούμε τώρα ένα ξεχωριστό, επικίνδυνο αιμορραγικό σοκ. Θα χυθεί αίμα πάλι, όπως συνέβη στην ταινία του Άντερσον, και ήδη χύνεται σε περιοχές του οικονομικού μας σύμπαντος. Αλλού γίνεται αντιληπτό σαν χρηματοπιστωτική κρίση, αλλού σαν κρίση ενεργειακού κόστους, αλλού σαν επισιτιστική κρίση και αλλού σαν κρίση ακρίβειας. Σ’ όλα τα επιμέρους τοπία αυτού του οικονομικού πολέμου συγκρούονται ετερόκλητα συμμαχικά μπλοκ, στα οποία εναλλάσσονται θύτες και θύματα, επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η αρχή έγινε με το πετρέλαιο. Τι τροφοδότησε την εκρηκτική αύξηση της διεθνούς τιμής του; Αν υποδυθούμε τους αφελείς, πρέπει να πάρουμε υπόψη τη γενική αίσθηση ότι τα αποθέματα ιστορικά βαίνουν εξαντλούμενα, ότι η πετρελαϊκή εποχή βαίνει προς το τέλος της. Αυτό είναι αλήθεια μακροπρόθεσμα, αλλά δεν αφορά το «εδώ και τώρα». Η ψυχολογική ενεργειακή ανασφάλεια δεν αρκεί για να οδηγήσει τις τιμές σε αύξηση 50% μέσα σε λίγους μήνες. Στο χρηματιστήριο του μαύρου χρυσού δεν επενδύουν νευρωτικοί πολίτες με κατοχικό σύνδρομο, αλλά κερδοσκοπικά κεφάλαια που αγοράζουν και πουλούν συμβόλαια πώλησης των επόμενων τριμήνων. Όσο το πετρέλαιο ανεβαίνει, τα κεφάλαια αυτά βρίσκονται στην πλευρά των νικητών.

Αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται και στην πλευρά των θυμάτων. Διότι, τα ίδια κεφάλαια επενδύουν στα επισφαλή δάνεια που συντηρούν την ασθμαίνουσα κατανάλωσή μας, τα ίδια ρίχνουν χρήμα στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών που γεμίζουν (ή αδειάζουν) τα ράφια μας, αυτά τροφοδοτούν την έκρηξη τιμών στα τρόφιμα και αυτά αποφασίζουν να ρίξουν ή ν’ ανεβάσουν τη μετοχική αξία των επιχειρήσεων στο τρομώδες παραλήρημα που ζουν τα χρηματιστήρια τους τελευταίους μήνες. Είναι απορίας άξιον, λοιπόν, πώς ακριβώς διατάσσονται στις αντιθέσεις που προκαλεί η κρίση των τιμών και των ατίμων του καπιταλισμού.

Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον ενδιαφέρουσες αντιθέσεις που διατρέχουν τον καπιταλισμό των ημερών μας. Είναι αντιθέσεις του σαβουάρ βιβρ, πάντα, αλλά αρκετές για να προκαλέσουν απρόβλεπτη αποσταθεροποίηση στις νεοφιλελεύθερες σταθερές και στις βεβαιότητες της ορθοδοξίας της αγοράς.

Η πρώτη αντίθεση αφορά τους κατόχους των φυσικών πόρων από τη μια και τους μεταποιητές τους από την άλλη. Το χαρακτηριστικότερο ενσταντανέ της είναι ο καβγάς ανάμεσα στους εμίρηδες του πετρελαίου και τους… κακομοίρηδες της διύλισης. Για το ακριβό πετρέλαιο φταίτε εσείς που κρατάτε την εξόρυξη του πετρελαίου σε χαμηλά επίπεδα, λένε οι μεν. Όχι, εσείς φταίτε που δεν έχετε κάνει επενδύσεις στην τεχνολογία εξόρυξης και διύλισης, λένε οι δε. Στην πραγματικότητα είναι έριδα για το φύλο των αγγέλων, αφού κοινός τόπος των δύο πλευρών της είναι η χρηματοδοτική τους εξάρτηση από τα ίδια κεφάλαια που ελέγχουν τη διεθνή τιμή του μαύρου χρυσού.

Η δεύτερη ενδιαφέρουσα αντίθεση έχει στις δύο πλευρές της το λεγόμενο «παραγωγικό» κεφάλαιο -τη βιομηχανία, το εμπόριο, τις μεταφορές- και το κατηγορούμενο ως «παρασιτικό» κεφάλαιο, δηλαδή τους διαμεσολαβητές του χρήματος. Παρ’ ότι κάθε καπιταλιστής που σέβεται τον εαυτό του είναι έτοιμος να πέσει στη φωτιά για να υπερασπίσει το αξίωμα «το χρήμα γεννάει χρήμα», όταν το κόστος του χρήματος αρχίζει να «τσούζει» επιτίθεται με ευκολία στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αμφισβητώντας του το προνόμιο της ασφαλούς κερδοφορίας. Σ’ αυτό βρίσκει την εξήγησή της η γενικευμένη αμφισβήτηση της ηθικής του τραπεζικού συστήματος ακόμη και από ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους.

Η τρίτη και πιο ενδιαφέρουσα αντίθεση (εν μέρει και πιο διασκεδαστική) είναι μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Ο καπιταλισμός έχει ζαλιστεί, υποφέρει από βέρτιγκο, παραπαίει, αλλά -μην ανησυχείτε- δεν πρόκειται να καταρρεύσει οσονούπω. Μπορεί όμως να τρώει τις σάρκες του, καθώς παρατηρούμε τους τεχνοκράτες της πολιτικής και τους εκπροσώπους της επιχειρηματικότητας να διαπληκτίζονται αγρίως για το ποιος ευθύνεται για την ανεξέλεγκτη άνοδο των τιμών, την τρομακτική δημοσιονομική πίεση που επέρχεται εξαιτίας τους και για την «εξέγερση» της εκλογικής πελατείας που από μεσαία και καταναλωτικά άπληστη τάξη διολισθαίνει στα στρώματα της νέας ένδειας. Η πιο γραφική, ελληνική έκφραση της αντίθεσης οικονομίας και πολιτικής είναι οι αμοιβαίες επιθέσεις που εξαπολύουν η ηγεσία του ΣΕΒ και των επιχειρηματικών ενώσεων στην κυβέρνηση και αντιστρόφως. Οι μεν φορτώνουν στη δε τα αγαθά της απορρύθμισης της αγοράς και αλληλογρονθοκοπούνται για το έλλειμμα εποπτείας που θα χρύσωνε το χάπι.

Και να μην έχετε αμφιβολία ότι αυτή η αντίθεση μπορεί να πάρει πολύ πιο άγριες εκφράσεις, με στόχο την ηθική απαξίωση της πολιτικής από την οικονομία και αντιστρόφως. Ίσως όσα τεκταίνονται τις τελευταίες μέρες με άξονα τα μαύρα ταμεία της Siemens να μην είναι τόσο άσχετα μ’ αυτό τον ακήρυκτο πόλεμο ανάμεσα στους βασικούς πυλώνες της δημοκρατίας της αγοράς.

Θα δούμε πολλά πράγματα ακόμη, θα χυθεί αίμα στις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις συνιστώσες της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Αλλά να μην αμφιβάλλετε ότι το περισσότερο από το αίμα αυτό δεν θα είναι το δικό τους, αλλά το δικό μας. Εμείς -ως πολίτες, φορολογούμενοι, μισθωτοί σκλάβοι, καταναλωτές- θα μεταγγίσουμε και πάλι ζωή στον αναιμικό καπιταλισμό. Εκτός αν αποφασίσουμε να μην το κάνουμε. Χλομό το βλέπω.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (21/6/2008)

Σ’ ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του στα μονοπώλια, οι εταιρείες του τού ’κοψαν από κοινού σύνταξη δεκαοχτώ χιλιάδες τον χρόνο. Αλλά η κοινή γνώμη ωρυόταν κι απαιτούσε δικαστική δίωξη. Με το που κόπηκαν τα μπαξίσια, εφημερίδες και πολιτικοί στράφηκαν εναντίον του. Στην ατμόσφαιρα ήταν διάχυτη η εξέγερση ενάντια στους ταχυδακτυλουργούς του χρήματος. Ο Σάμιουελ Ίνσελ τα χρειάστηκε και το ’σκασε με τη γυναίκα του στον Καναδά.
Μπήκε μπροστά η διαδικασία της έκδοσης. Το ’σκασε στο Παρίσι. Όταν ο κλοιός των γαλλικών Αρχών άρχισε να σφίγγει γύρω του, την κοπάνησε για την Ιταλία, πήρε ένα αεροπλάνο για τα Τίρανα, ένα δεύτερο για τη Θεσσαλονίκη, κι ύστερα το τρένο για την Αθήνα, όπου και προσγειώθηκε τελικά η γριά αλεπού. Το χρήμα μίλαγε το ίδιο γλυκά στην Αθήνα, όπως και στο Σικάγο τον παλιό καιρό.

Τζον Ντος Πάσος, «Τα πολλά λεφτά»

Tuesday, June 17, 2008

Τα λύτρα των αλύτρωτων (13/6/2008)

Μια φρέσκια ιδέα που άκουσα τις τελευταίες μέρες είναι μια μεταφορά από την οικονομία στην πολιτική. Ο κ. Χρήστος Σεφερτζής, αναλύοντας τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που διεμβολίζει βίαια η ακρίβεια, έκανε λόγο για «πολιτικό στασιμοπληθωρισμό». Αν ο στασιμοπληθωρισμός στην οικονομία είναι η συνύπαρξη υψηλού πληθωρισμού τιμών με υψηλή ανεργία και οικονομική στασιμότητα, στην πολιτική θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισχύει το ανάλογο: πληθωρισμός λόγων (ήτοι, ακατάσχετη και ανέξοδη πολιτική φλυαρία) σε συνδυασμό με στασιμότητα στην παραγωγή πολιτικού έργου (πού καιρός, αφήνουν οι τηλεοπτικές και επικοινωνιακές υποχρεώσεις;) και ανεργία των πολιτικών. Η μεταφορά γίνεται κυριολεξία αν ρίξουμε μια ματιά στο σημαντικότερο εύρημα των δημοσκοπήσεων: στα ερωτήματα για το ποιος είναι καταλληλότερος για να κυβερνήσει ή πολύ πιο ειδικά για να αντιμετωπίσει προβλήματα όπως η ακρίβεια, οι ψηφοφόροι απαντούν ΚΑΝΕΝΑΣ σε ποσοστό από 30% έως 48! Αν, λοιπόν, ένας στους δύο πολίτες θεωρούν ΑΝΙΚΑΝΟΥΣ τους πολιτικούς (τουλάχιστον των κομμάτων εξουσίας) να ασκήσουν πολιτική, είναι λογικό να αναμένουμε υψηλή πολιτική ανεργία. Εκτός αν εφευρεθεί η πολιτική οικονομία του ΤΙΠΟΤΑ για να διαχειριστεί το ΜΗΔΕΝ.

Με άλλους όρους, ο πολιτικός στασιμοπληθωρισμός θα μπορούσε να εκφραστεί ως ο μεταμοντέρνος ορισμός της επαναστατικής κατάστασης: «οι κάτω δεν θέλουν, οι πάνω δεν μπορούν». Είμαστε ακριβώς στο σημείο αυτό, αλλά μας λείπει ο τρίτος συντελεστής, το επαναστατικό υποκείμενο. Προς το παρόν είναι απορροφημένο στην αποπληρωμή των δανείων του, την εξόφληση των πιστωτικών του και την αποπεράτωση των αυθαιρέτων του.

Εγώ θα προσθέσω άλλη μια θεωρητική αυθαιρεσία. Εκτός από τον οικονομικό και τον πολιτικό στασιμοπληθωρισμό υπάρχει και ο κοινωνικός. Πώς σας φαίνεται αυτό; Υπάρχει, δηλαδή, πλούτος άφθονος, πλούτος πληθωρικός, που λιμνάζει στην ανώτατη κλίμακα της κοινωνικής πυραμίδας. Και ο πληθωρισμός (πληθωρισμός κερδών κατά τις κυνικές ομολογίες ακόμη και των φανατικών απολογητών του φιλελευθερισμού) είναι ο πιο βίαιος μηχανισμός αφαίμαξης της αγοραστικής δύναμης, απίσχνασης του εισοδήματος που απομένει στις μεσαίες και κατώτατες κλίμακες της πυραμίδας. Στο συσσωρευμένο πλούτο της κορυφής αντιστοιχεί η θεαματική διεύρυνση της φτώχειας στον πάτο. Είναι υπόθεση μηνών, ούτε καν ετών, αλλά είναι γεγονός παγκόσμιο, με ισχύ σοκ. Πληθωρισμός ανέχειας, ανεργία πλούτου στην πιο δραματική οικονομική συγκυρία της τελευταίας εικοσαετίας.

(Ενδεχομένως θα ρωτήσει κάποιος: τι εστί φτώχεια; Δεν πεινάμε κιόλας στην Ελλάδα. Λίγοι οι λιμοκτονούντες, οι ανέστιοι και οι πένητες. Σωστό κι αυτό, αλλά το καταναλωτικό πρότυπο που διαμορφώσαμε εδώ και χρόνια αποκαλύπτει πια τρομακτική υστέρηση εισοδήματος, ακόμη και σε μεσαία στρώματα. Μετά αρκετά χρόνια ψευδαίσθησης ευμάρειας και κοινωνικής ανέλιξης τα νοικοκυριά μετράνε απώλειες. Πώς λέμε: «απόλυτη και σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης»; Για δεκαετίες κρυβόμαστε πίσω από τη δεύτερη. Κάτι τσιμπήσαμε όλοι από τη φούσκα της ανάπτυξης. Τώρα μετατοπιζόμαστε στην πρώτη. Οι απώλειες είναι απόλυτες. Κι ακόμη δεν έχει σκάσει η πιστωτική φούσκα).

Ο κοινωνικός στασιμοπληθωρισμός, λοιπόν, διαλύει την επίπλαστη ευημερία των πολλών ( ας πούμε των δύο τρίτων) και προκαλεί απότομη υποβάθμιση στη μέση, στη βάση και στον πάτο της νεοελληνικής πυραμίδας. Εργαλείο (ή απλώς αφορμή) ο «διεθνής πληθωρισμός», που λέει και ο κ. Αλογοσκούφης (αλήθεια, πού το βρήκατε αυτό, κ. καθηγητά; Σε ποιο εγχειρίδιο ορίζεται και από ποια διεθνή στατιστική υπηρεσία μετριέται αυτό το μέγεθος που διεθνοποιεί το πολιτικό κόστος αλλά «εθνικοποιεί» τα επιχειρηματικά κέρδη;)

Στο έδαφος του κοινωνικού στασιμοπληθωρισμού αναπτύσσεται ένας βαθύς τραυματισμός του ταξικού γοήτρου πολλών: από τους μικροαστούς που πίστεψαν στην υπεσχημένη ηγεμονία του «μεσαίου χώρου» μέχρι τους μισθωτούς προλετάριους που επέπλευσαν καταναλωτικά στο δανεικό χρήμα, από τα θυμωμένα στάχυα (τους αγρότες) μέχρι τα θυμωμένα ράφια (τους καταναλωτές), από τους νεογιάπηδες μέχρι τους μεταπτυχιακούς του γκισέ και των 700 ευρώ, όλοι τους περνούν από την πολιτική νιρβάνα στο μεγάλο θυμό. Απότομα, σχεδόν εκρηκτικά, όπως καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, οι οπαδοί του ΚΑΝΕΝΑ προσχωρούν στο ρεύμα του ΤΙΠΟΤΑ.

Αποθέματα φθόνου, απωθημένα απληστίας, αποστάγματα απελπισίας ανεβαίνουν στον αφρό. Το εκρηκτικό φορτίο του κοινωνικού στασιμοπληθωρισμού βρίσκει το απόλυτο κενό στον πολιτικό στασιμοπληθωρισμό. Αλλά η φύση- όπως και η πολιτική φθίση- απεχθάνεται το κενό. Αν τα πολιτικά υποκείμενα (τα κόμματα εξουσίας αλλά και τα κόμματα της αντ-εξουσίας) αδυνατούν να εκφράσουν το μεγάλο θυμό, θα τον εκφράσουν άλλοι. Άνθρωποι και ομάδες που κινούνται στις παρυφές της πολιτικής, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, στις γκρίζες ζώνες της νομιμότητας. Ως Ρομπέν των Δασών ή ως Τζέημς Μποντ. Ή και ως Αλ Καπόνε. Λυτρωτές των κοινωνικά αλύτρωτων, όσων έχασαν το τρένο της απληστίας και τώρα συλλαμβάνονται ως λαθρεπιβάτες στο πλοίο της ανέχειας. Μίζες εσείς; Λύτρα εμείς. Ληστείες εσείς; Κοινωνικές απαλλοτριώσεις εμείς. Χλίδα και επίδειξη εσείς; Θεαματικά καψόνια εμείς. Εντάξει, μην περιμένετε και κανένα μανιφέστο με οράματα και στομφώδη συνθήματα. Μπορεί όλα αυτά να υπονοηθούν (ή απλώς να αποσιωπηθούν), να αφεθούν στη φαντασία των αλύτρωτων. Μπορεί, σε δεύτερο χρόνο, με άλλους δράστες και πρωταγωνιστές, να αποκτήσουν το εκρηκτικό μιας «νέας τρομοκρατίας». Και μπορεί να διαχυθούν στον κλεφτοπόλεμο μιας αδέσποτης ρήξης με την εξουσία. Με το τελετουργικό μιας «επαγγελματικής» απαγωγής (πάρτε το Ρόλεξ σας, κύριε…). Ή με το ανέξοδο πέταγμα μιας μολότοφ στο περιπολικό.

Αργά ή γρήγορα θα συνέβαιναν κι αυτά. Και θα συμβούν κι αυτά. Καθώς η ρουτίνα της πολιτικής διαπάλης φαίνεται όλο και πιο αδιέξοδη, όλο και πιο ανέξοδη, στο περιθώριό της θα συμβούν «άγρια» πράγματα. Πολλά επεισόδια θα δούμε στο πεδίο της κοινωνικής βίας ή της «κοινής» εγκληματικότητας. Κι είναι αρκετοί, πολλοί αυτοί που στοχοποιούνται. Με την πρόκληση της απληστίας ή με την αυθάδεια της εξουσίας. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που σκέφτονται: «Έλεος πια, μα δεν έχουν τίποτα να φοβούνται;» Κάπως έτσι, την πρώτη δεκαετία της αντιπολίτευσης η «17 Νοέμβρη» έφτασε να έχει πολλούς ανομολόγητους οπαδούς (αλλά, όχι και τόσο ανομολόγητους, αν θυμηθούμε κάποιες καταγραφές στις δημοσκοπήσεις). Άλλοτε με τον αέρα του τιμωρού- Ζορό και άλλοτε με το σκιάχτρου, διεκδικούσε το ρόλο ενός αθέατου παίκτη στο πολιτικό παιχνίδι και απένεμε φαντασιακά τη «δικαιοσύνη» που αδυνατούσε να απονείμει το πολιτικό σύστημα. Ανέξοδα, εκ του ασφαλούς και απελπιστικά απλοϊκά, όπως ανακαλύψαμε όταν βγήκαν οι μάσκες από τα πρόσωπα.

Αλλά, έτσι απλοϊκά, προσβλητικά απλοϊκά, δρα και η επίσημη πολιτική. Το ίδιο και η επίσημη οικονομία και η επίσημη επιχειρηματικότητα. Η λογική μας απάγεται χωρίς λύτρα, ο κοινωνικός πλούτος ληστεύεται χωρίς αποζημίωση, ο δημόσιος βίος αποτιμάται σε μίζες. Και μας θεωρούν τόσο, μα τόσο δεδομένους (και ηλίθιους, προφανώς). Κάποιος θα πληρώσει τελικά τα λύτρα των αλύτρωτων.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/6/2008)

Είμαστε το αναπόφευκτο. Είμαστε το αποκορύφωμα της βιομηχανικής και κοινωνικής αδικίας. Στρεφόμαστε κατά της κοινωνίας που μας δημιούργησε. Είμαστε η νικηφόρα ήττα της εποχής μας., η θεομηνία ενός πολιτισμού σε παρακμή.
Είμαστε το δημιούργημα μιας διεφθαρμένης κοινωνικής επιλογής. Αντιμετωπίζουμε τη βία με τη βία. Μόνον οι δυνατοί θα τα βγάλουν πέρα. Πιστεύουμε στην επιβίωση του ικανού.
Ποδοπατήσατε τους μισθωτούς σκλάβους σας και επιζήσατε. Οι αρχηγοί της αστυνομίας πυροβόλησαν, ύστερα από δικές σσας διαταγές, τους εργάτες και τους σκότωσαν και τα σκυλιά σαν σκυλιά σε δεκάδες αιματηρές απεργίες. Με τέτοια μέσα επιζήσατε. Δεν παραπονιόμαστε για τα’ αποτελέσματα, γιατί αναγνωρίζουμε και εξαρτάμε την ύπαρξή μας από τον ίδιο φυσικό νόμο. Και τώρα ιδού το ερώτημα που μπαίνει: Κάτω από τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, ποιος από μας θα επιζήσει; Εμείς πιστεύουμε ότι είμαστε οι πιο ικανοί. Εσείς πιστεύετε ότι εσείς είστε οι πιο ικανοί. Ας αφήσουμε τον χρόνο και τον νόμο να αποφανθούν.
Εγκάρδια δικοί σας
Οι Ευνοούμενοι του Μίδα
Τζακ Λόντον, «Οι Ευνοούμενοι του Μίδα»

Monday, June 9, 2008

Χαρούμενοι τροπικοί (7/6/2008)

Αυτή η είδηση με κινητοποίησε συναισθηματικά περισσότερο από κάθε άλλη εδώ και μήνες. Το ενδεχόμενο να υπάρχουν άνθρωποι σε κάποιο μυστικό, προστατευμένο σημείο του πλανήτη που δεν έχουν ιδέα για το τι συνέβη μετά την ανακάλυψη της φωτιάς, με συναρπάζει εξίσου με μια στενή επαφή τρίτου τύπου. Με εξωγήινους, εννοείται. Επειδή το δεύτερο ενδεχόμενο προς το παρόν κινείται στο πεδίο της μεταφυσικής και της απιθανότητας, το πρώτο γίνεται ακόμη πιο γοητευτικό.

Βλέπετε, η αλαζονεία του είδους μας δεν επιτρέπει να διανοηθούμε ότι υπάρχει περιοχή στη Γη απάτητη από τη λαίλαπα του «πολιτισμού». Δεκάδες δορυφόροι σε τροχιά περί τον πλανήτη σκανάρουν κάθε σπιθαμή εδάφους και φωτογραφίζουν ανά δευτερόλεπτο κάθε τετραγωνικό και ό,τι κινείται πάνω του. Πώς είναι δυνατό, λοιπόν, να υπάρχουν άνθρωποι που ζουν ακόμη στη λίθινη εποχή και δεν έχουν ιδέα για το τι συμβαίνει έξω από τη ζούγκλα τους; Που δεν έχουν ενταχθεί στις παγκόσμιες στατιστικές πληθυσμιακής και οικονομικής ανάπτυξης; Που δεν δίνουν λόγο στον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ για τις παραγωγικές επιδόσεις και το ετήσιο ΑΕΠ τους; Που δεν πουλάνε δικαιώματα ρύπανσης; Που αγνοούν επιδεικτικά πως απαγορεύεται να υπάρχει έδαφος ή θαλάσσια περιοχή που δεν εντάσσεται σε κάποιας μορφής ιδιοκτησία, ατομική, συλλογική, κρατική ή διεθνή;

Από τις φωτογραφίες από αέρος που έδωσε η οργάνωση Διεθνής Επιβίωση έλειπαν, βέβαια, οι λεπτομέρειες που θα ικανοποιούσαν την ακόρεστη περιέργειά μας γι’ αυτούς τους συγχρόνους μας που είναι, κατά κάποιον τρόπο, πρόγονοί μας. (Ή μήπως και απόγονοί μας; Από μας εξαρτάται…). Είδαμε τις ψάθινες καλύβες τους, είδαμε τα βαμμένα με φυτικά χρώματα σώματά τους, είδαμε τα ξύλινα ακόντια που κράδαιναν απειλητικά προς το «σιδερένιο πουλί» το οποίο διατάρασσε την άγρια ηρεμία της ζούγκλας. Αλλά δεν είδαμε τα βλέμματα, δεν είδαμε αν στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένος φόβος, απορία, θαυμασμός ή απέχθεια.

Η οργάνωση που έδωσε στη δημοσιότητα τις φωτογραφίες υποστήριξε -πιθανότατα για να κάνει πιο «εξωτική» την είδηση και να ενισχύσει τη δύναμη της καταγγελίας της για τις απειλούμενες περιοχές του Αμαζονίου- ότι οι ιθαγενείς του τροπικού δάσους έβλεπαν για πρώτη φορά κάτι που προέρχεται από τους ανθρώπους του 21ου αιώνα. Ίσως και πολλών προηγούμενων αιώνων. Η ακρίβεια του ισχυρισμού ελέγχεται. Ίσως οι άνθρωποι του δάσους έχουν δει τα επιτεύγματα της εποχής του σιδήρου, του άνθρακα, των υδρογονανθράκων, του πυριτίου. Ίσως είδαν, έκριναν και απέρριψαν.

«Φοβερή είδηση», ανακοίνωσα στο σπίτι, επιδιώκοντας ένα μικρό ενδοοικογενειακό γκάλοπ. Και πρόσθεσα το θυμοσοφικής χροιάς σχόλιο ότι «αυτοί ζουν ακόμη στον παράδεισο». Εξήγησα δε στην κόρη μου, με προβλέψιμο διδακτικό ύφος, ότι οι ιθαγενείς τρέφονται με ό,τι τους παρέχει η φύση, δεν δουλεύουν πέρα απ’ όσο χρειάζεται για να εξασφαλίσουν την τροφή τους και τα παιδιά δεν έχουν υποχρέωση να πάνε σχολείο (αυτό το τελευταίο με προφανή έμφαση και με στόχο να δελεάσω τη Βέρα). «Α πα πα!», απάντησε προς έκπληξή μου η Βέρα. «Και να μην έχεις τηλεόραση, τηλέφωνο, ρούχα, πίτσες, κούκλες, πατάτες τηγανητές;» (η απαρίθμηση ήταν τυχαία και διστακτική, αλλά ενδεικτική της κλίμακας αξιών που διαμορφώνουμε στα παιδιά μας όχι με την οργανωμένη διαπαιδαγώγηση, αλλά με την αυθόρμητη καθημερινότητα). Κι έπειτα η συζήτηση εξόκειλε, παρασύρθηκε στα βαθιά: πώς μπορεί να ζήσει μια οικογένεια, μια κοινότητα, μια κοινωνία χωρίς χρήματα, χωρίς σταθερούς πόρους ζωής, χωρίς συναλλαγές, απλά με ό,τι της προσφέρει το άμεσο περιβάλλον; Η Βέρα, όπως έκρινα από το ύφος της, απέρριπτε μετά βδελυγμίας κάθε σκέψη για καταφυγή σ’ έναν τέτοιο «παράδεισο».

Το δίλημμα φαίνεται απλοϊκό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Απασχόλησε κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους, ψυχολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και οικονομολόγους, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Χομπς, από τον Ρουσό μέχρι τον Κλοντ Λεβί Στρος, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Φρόιντ. Χονδροειδώς το ερώτημα τίθεται ως εξής: ποια είναι η «φυσική» κατάσταση του ανθρώπου και ποια η «απόκλιση»; Ποιος είναι ο «πολιτισμένος» άνθρωπος και ποιος ο «απολίτιστος»; Ποιος είναι ο ευτυχισμένος και ποιος ο δυστυχής; Οι απαντήσεις είναι λίγο πολύ γνωστές -παρέχονται και στα λήμματα των εγκυκλοπαιδειών τσέπης-, αλλά όλες τους αποκλείουν το αυτονόητο. Ο Ρουσό περιγράφει την «αγριότητα» ως κατάσταση ευτυχούς αθωότητας, αλλά ο Χομπς αντιτείνει περίπου ότι το ανθρώπινο είδος είναι τόσο κανιβαλικό που θα είχε εξαλειφθεί χωρίς τον κρατικό «Λεβιάθαν». Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούν απολύτως φυσικές τις ταξικές «πυραμίδες», ενώ ο Φρόιντ αντιμετωπίζει όλο το οικοδόμημα της προόδου και του πολιτισμού ως πηγή δυστυχίας και ο Στρος ανακαλύπτει στους πρωτόγονους σοφία που συναγωνίζεται επάξια επιστημοσύνη χιλιετιών.

Αλλά, για ν’ απομακρυνθούμε από τη βαριά φιλοσοφία, υπάρχει και το γνωστό τραγουδάκι της δεκαετίας του ’70 που εξέφραζε την επιθυμία φυγής στο παρελθόν: «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν, θα φύγω σ’ ένα μήνα, παρέα με τον ελέφαντα θα την περνάω φίνα».

Τίποτα δεν αποδεικνύει, λοιπόν, ότι εμείς οι άνθρωποι του αστικού πολιτισμού και της εμπορευματικής οικονομίας είμαστε ασφαλέστεροι και ευτυχέστεροι από τους απομονωμένους ιθαγενείς του Αμαζονίου. Το πιο ενδεδειγμένο πεδίο σύγκρισης είναι η τροφή. Στη φυσική οικονομία του τροπικού δάσους όλα είναι δεδομένα. Όσο η ισορροπία της φυσικής αειφορίας δεν διαταράσσεται από εξωτερικούς παράγοντες, δεν πρόκειται να πεινάσουν. Κι αν πιάσει καμιά φωτιά, το πολύ να μετακομίσουν μερικές εκατοντάδες μέτρα ή μερικά χιλιόμετρα μέσα στο τροπικό δάσος. Δεν θα τους λείψει η τροφή, το νερό, τα υλικά για ένα πρόχειρο κατάλυμα, τα φάρμακα της φύσης (που έτσι κι αλλιώς «κοπιάρουν» οι φαρμακοβιομηχανίες). Και σε καμιά περίπτωση δεν απειλούνται από μια διατροφική κρίση, μια λιμοκτονία, μια ύφεση ή ένα κραχ.

Ακριβώς το αντίθετο ισχύει για μας. Ο οικονομικός μας πολιτισμός είναι ένα πολύπλοκο και υπερευαίσθητο σύστημα με ελάχιστα διαλείμματα ισορροπίας. Άλλοτε κινδυνεύουμε από υφέσεις κι άλλοτε από υπερθερμάνσεις των οικονομιών μας. Ακόμη και τα μέσα επιβίωσής μας εξαρτώνται από έναν πολύπλοκο μηχανισμό απεικόνισής τους σε αξίες και υπεραξίες, τιμές και κέρδη. Ανεξάρτητα από τις συνθήκες αφθονίας ή σπάνεως των αγαθών που μας τρέφουν, το ανεβοκατέβασμα των τιμών τους μπορεί να οδηγήσει πολλούς από μας σε λιμοκτονία και αφανισμό. Η πείνα, ακόμα κι αν δεν αφορά προς το παρόν τις δυτικές μητροπόλεις, είναι στην ημερήσια διάταξη του «πολιτισμένου κόσμου» για δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Από μιαν άποψη δεν είναι, λοιπόν, καθόλου δεδομένη η υπεροχή της «προόδου» που απογείωσε το είδος μας μέχρι τον Άρη έναντι της «στασιμότητας» που επέλεξαν οι λίγες χιλιάδες συγχρόνων μας της τροπικής ζώνης. Τα επιτεύγματά μας είναι αδιαμφισβήτητα, αλλά συνοδεύονται από ισάριθμα σπέρματα καταστροφής. Αν στο απώτατο μέλλον έχουμε την τύχη των δεινοσαύρων, το πιθανότερο είναι ότι θα την προκαλέσουμε μόνοι μας. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναζητήσουμε προσεκτικά το μυστικό της επιβίωσης (στις συνθήκες της λίθινης εποχής και της μη ιδιοκτησίας) των κατοίκων των «Θλιβερών Τροπικών» (κατά τον Κλοντ Λεβί Στρος. Αλλά γιατί θλιβερών; Μεσ’ στην καλή χαρά τους βλέπω).

Το πρόβλημα είναι πως μια συνάντηση των δύο κόσμων θα αποδειχθεί μαθηματικά αλληλοκαταστροφική. Ο μέσος «πολιτισμένος» άνθρωπος δύσκολα θα επιβίωνε πάνω από μερικές μέρες στο τροπικό δάσος, έστω και ως τουρίστας. Ο δε «απολίτιστος» θα έπεφτε τάβλα από απλούστατες ιώσεις, έπειτα από λίγες χειραψίες με τους χαμογελαστούς λευκούς. Ασύμπτωτοι οι κόσμοι μας, αιματηρή η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής και εξηγήσιμη η εχθρότητα των «Αμαζονίων» στη λευκή χείρα φιλίας.


Η λύση που απομένει είναι, χωρίς να πάμε στη ζούγκλα με τον Ταρζάν, να ανακτήσουμε λίγη από τη χαμένη αθωότητα του είδους μας. Να γίνουμε και λίγο άγριοι. Να αποβάλουμε από το κοινωνικό μας DNA κάμποση ιδιοκτησία, αρκετή ιεραρχία, άφθονη απληστία και όλη την ανοχή. Πώς θα σας φαινόταν το σύνθημα «Δεν είμαστε Παπούα, δεν είμαστε Ζουλού, είμαστε η άγριοι του καπιταλισμού»;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/6/2008)

(Αρκετοί) θεωρούν ότι υπήρχε μια εποχή όπου η αλλοτρίωση και η ανισότητα δεν υπήρχαν, τότε που ο καθένας ήταν ένας κυνηγός-τροφοσυλλέκτης αναρχικός, και ως εκ τούτου πραγματική απελευθέρωση μπορεί αν επέλθει μόνο αν εγκαταλείψουμε τον πολιτισμό και επιστρέψουμε στην Ύστερη Παλαιολιθική εποχή, ή τουλάχιστον στις απαρχές του Σιδήρου. Στην [πραγματικότητα τίποτε δεν γνωρίζουμε για τη ζωή στην Παλαιολιθική εποχή… Αυτό που διακρίνουμε, ωστόσο, είναι μια ατέλειωτη ποικιλία. Υπήρξαν κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες με ευγενείς και δούλους, υπάρχουν αγροτικές κοινωνίες που είναι σε μεγάλο βαθμό εξισωτικές… Οι κοινωνίες συνεχώς μεταρρυθμίζονται, κάνουν άλματα μπροστά και πίσω ανάμεσα σ’ αυτά που εμείς θεωρούμε ως διαφορετικά εξελικτικά στάδια.
Δεν νομίζω ότι χάνουμε πολλά αν παραδεχθούμε ότι οι άνθρωποι ποτέ δεν έζησαν πραγματικά στον κήπο της Εδέμ…

David Graeber, «Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας»

Monday, June 2, 2008

Μανιφέστο του αξιοπρεπούς καπιταλισμού

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Δηλαδή, όχι μόνο την Ευρώπη. Και την Αμερική και την Ασία και την Αφρική και την Αυστραλία. Οσονούπω και την Ανταρκτική. Το φάντασμα της αγοράς. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης υφηλίου επιστρατεύουν τα πιο ευφάνταστα τεχνάσματα, τις πιο επιθετικές στρατηγικές, για να το εξοντώσουν. Αστοί και προλετάριοι. Βιομήχανοι και έμποροι. Πωλητές και αγοραστές. Παραγωγοί και καταναλωτές. Φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες. Κρατιστές και αγορολάγνοι. Συκοφαντούν, λοιδορούν, εξουθενώνουν, υπονομεύουν, αποδομούν το πιο λαμπερό επίτευγμα του οικονομικού πολιτισμού αιώνων. Εκεί που έλειχον πτύουσιν. Και τούμπαλιν. Οι σιχαμένοι.

Κάπως έτσι θα μπορούσε να αρχίζει το μανιφέστο του παρεμβατισμού (που μπορεί να διαβαστεί και ως δραματικός επικήδειος της αγοράς, αλλά και ως μανιφέστο του αξιοπρεπούς καπιταλισμού, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω). Αποτελεί κατά τα φαινόμενα την έσχατη εκδοχή της σύγχυσης που διατρέχει τους τεχνοκράτες της πολιτικής οικονομίας. Ας κάνουμε μια ανασκόπηση όλων των τελευταίων επεισοδίων του έπους:

Ο Γερμανός πρόεδρος Χορστ Κέλερ (το ανέφερα και την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά δεν βλάφτει να το θυμίσω), πρώην διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και εκ των αρχιτεκτόνων της πειθαναγκαστικής φιλελευθεροποίησης της διεθνούς οικονομίας (ακόμα και στις χώρες που αγνοούσαν τι εστί αγορά), αποκαλεί την αγορά της τραπεζικής πίστης «τέρας». Δεκατέσσερις συνταξιούχοι «σοφοί» της Ευρώπης, ο Ντελόρ, ο Σαντέρ, ο Πέρσον, ο Σμιτ, ο Ντ’ Αλέμα κ.α. (ήτοι, οι εισηγητές και εκτελεστές των πολιτικών απελευθέρωσης των αγορών της τελευταίας εικοσαετίας, στη σοσιαλδημοκρατική κυρίως εκδοχή της), ομολογούν μέσα από το μανιφέστο που συνυπογράφουν ότι συνέβαλαν στην κατασκευή ενός Φρανκενστάιν. Και εισηγούνται ούτε λίγο ούτε πολύ την αποσυναρμολόγησή του και την ανακατασκευή του, με γερές δόσεις κρατικού παρεμβατισμού και ρύθμισης. Τελευταίος και καταϊδρωμένος ο πιο νεοφώτιστος νεοσυντηρητικός της υφηλίου Νικολά Σαρκοζί εισηγείται μείωση του ΦΠΑ των πετρελαιοειδών προϊόντων. Ανάλογη πανευρωπαϊκή μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής εισηγούνται ή ετοιμάζονται να εισηγηθούν πολλοί υπουργοί Οικονομίας ή και πρωθυπουργοί της Ε.Ε.

Στην εγχώρια αγορά, όπου φυσικά τα πράγματα είναι πιο γραφικά και φολκλορικά, εμπορικοί σύλλογοι και επιμελητήρια προτείνουν μείωση του ΦΠΑ σε είδη διατροφής, με παράλληλη τήρηση «συμβολαίου τιμής» για αποφυγή νέων αυξήσεων «μέχρι να ηρεμήσει η αγορά» (τι έχει αυτή η αγορά; Ας της δώσουμε αντικαταθλιπτικά. Ή λίθιο). Ο αρμόδιος υπουργός κ. Φώλιας επέβαλε μία ακόμα διατίμηση, στο λάδι αυτήν τη φορά, για να μας διασώσει από τις απρόβλεπτες παρενέργειες της υπόθεσης ηλιέλαιο (ήτοι: φάε λάδι κι έλα βράδυ, φάε ηλιέλαιο κι άντε για ευχέλαιο). Ο κ. Φώλιας, λοιπόν, εξήγγειλε προχθές άλλα 10 μέτρα (συν 41 του Απριλίου, σύνολο 51. Να τα κατοστίσουμε, βοήθειά μας). Ανασύρονται από τις αράχνες και οι χαροξεχασμένες συμφωνίες κυρίων -οι ίδιες που σχεδόν ποινικοποίηθηκαν ως καμουφλαρισμένα καρτέλ-, αλλά οι «κύριοι» τελικώς φτύνουν τον υπουργό, δεν θέλουν συμφωνίες. Όλος ο νεοφιλελεύθερος οίστρος της φαιογάλαζης διακυβέρνησης εξατμίστηκε σε λίγους μήνες και εκτρέπεται σε μια μανία υπερ-ρύθμισης. Η αόρατος χειρ της αγοράς έμεινε μετέωρη, αγκυλωμένη, και η μακρά χειρ του κράτους αναλαμβάνει να σώσει την κατάσταση.

Υπάρχουν τέσσερις άκρως ενδιαφέρουσες ομολογίες σ’ όλη αυτή την πανικόβλητη φιλολογία για το τέρας που ξέφυγε από τον έλεγχο του θηριοδαμαστή.

Ομολογία πρώτη. Όλοι οι τεχνοκράτες της απορύθμισης- αυτορρύθμισης ομολογούν τώρα ότι το «σχέδιο αγορά» απέτυχε παταγωδώς. «Η αγορά αποδείχθηκε ανίκανη να αυτορρυθμιστεί», γράφουν -χωρίς να ερυθριούν- οι 14 «σοφοί» στο μανιφέστο τους. Ο ανταγωνισμός, στον οποίο εθίστηκαν μαζικά δισεκατομμύρια ανθρώπων σ’ όλο τον πλανήτη, από τους κουστουμάτους νεογιάπηδες της Νέας Υόρκης μέχρι τους πάμπτωχους αγρότες της Γκάνας, δεν έφερε ούτε χαμηλές τιμές, ούτε υψηλότερα εισοδήματα, ούτε δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Το αντίθετο. Η πρώτη κρίση τιμών της απελευθερωμένης και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας φέρνει χώρες, τάξεις και στρώματα στο κατώφλι της πτώχευσης.

Ομολογία δεύτερη. Ο πληθωρισμός εκρήγνυται και πάλι, 4,6% αυτό τον μήνα, ποιος ξέρει πού θα πάει τον Ιούνιο και τα χειρότερα έπονται (όσο κι αν προσπαθεί ο κ. Αλογοσκούφης να τον αποκαλεί «διεθνή πληθωρισμό», δεν παύει να τροφοδοτείται από «εθνικά» κέρδη και να πληρώνεται με «εθνικό» εισόδημα). Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όλα όσα λέγονται από τα επισημότερα χείλη για τσουνάμι αισχροκέρδειας, τότε έχουμε την πρώτη μετά πολλές δεκαετίες ομολογία πως έχουμε πληθωρισμό κερδών και ουχί μισθών, όπως για χρόνια μας πείθουν εν χορώ υπουργοί Οικονομίας, επιχειρηματικές ενώσεις και κεντρικοί τραπεζίτες. Τα επιχειρηματικά κέρδη, λοιπόν, τρέφουν τον πληθωρισμό, το λένε, το εννοούν, το υπονοούν και ακόμη δεν έχουν σκίσει τα πτυχία τους, δεν έχουν υποβάλει τις παραιτήσεις τους, δεν έχουν ζητήσει μια συγγνώμη για το γεγονός ότι εδώ και χρόνια, χάρη σ’ αυτή τη λαθροχειρία, η εργασία είναι το μοναδικό εμπόρευμα που υποβάλλεται σε διατίμηση.

Η τρίτη ομολογία αφορά την ηθική του οικονομικού μας πολιτισμού. Σχεδόν κοντεύω να πιστέψω την γκρίνια της επιχειρηματικής ηγεσίας περί δαιμονοποίησης του κέρδους. Παραμένει, βεβαίως, αναπάντητο το ερώτημα που διατύπωσα, ο βλαξ, το περασμένο Σάββατο, ποιο μέρος του κέρδους είναι αισχρό και ποιο ιερό από το συνολικό μέγεθος «αισχροκέρδεια». Αλλά, μέχρι οι αμήχανοι τεχνοκράτες της οικονομίας να καθορίσουν τα όρια μεταξύ επιτρεπτού και ανεπίτρεπτου κέρδους, ας μας περιγράψουν επίσης ποιος είναι ο ηθικός κώδικας της επιχειρηματικότητας. Διότι, ακούγονται τουλάχιστον αφελείς, αν όχι και γελοίες, οι θρηνωδίες των 14 «σοφών» της Ευρώπης για την «απώλεια κάθε ηθικής στον κόσμο των επιχειρήσεων». Ο μωσαϊκός νόμος της αγοράς, αν έχω καταλάβει καλά, θεωρεί την παραίτηση από το κέρδος -ή από μέρος του- θανάσιμο αμάρτημα. Αν μια επιχείρηση που μπορούσε να εμφανίσει στους ισολογισμούς της αύξηση κερδών 50% καταληφθεί αίφνης από τύψεις συνείδησης και περιορίσει τα κέρδη της στο 30% ή το 20%, θα δει τη μετοχή της να καταβαραθρώνεται και να χάνει σε ώρες ή μέρες τη μισή χρηματιστηριακή της αξία. Η αγορά τιμωρεί σκληρά τις ηθικές αναστολές. Και, εν πάση περιπτώσει, κάποιος πρέπει να θυμίσει σε όσους θρηνούν τη χαμένη ηθική του καπιταλισμού ότι καμιά ομαδική ή ατομική ψυχοθεραπεία δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να απαλλάξει την επιχειρηματικότητα από την τυραννία του ποσοστού κέρδους.

Η τέταρτη ενδιαφέρουσα ομολογία είναι πως η ανάπτυξη, η μανιέρα του οικονομικού μας πολιτισμού που υποτίθεται ότι θα επέφερε ομοιόμορφα οφέλη και κέρδη σε χώρες, περιφέρειες, τάξεις και στρώματα, λειτουργεί τελικά ακριβώς αντίθετα. Η αδιάλειπτη οικονομική μεγέθυνση όχι μόνο εξελίχθηκε σε μηχανισμό διεύρυνσης των ανισοτήτων, αλλά οδηγεί στην εξαθλίωση ολόκληρους πληθυσμούς και στρώματα. Η πιο νοσηρή ένδειξη αυτής της μεγέθυνσης είναι η χρηματοπιστωτική φούσκα που αποτιμάται ήδη στο δεκαπενταπλάσιο του παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος και αποτελεί τον πιο βάναυσο μηχανισμό ανακατανομής του πλούτου εις βάρος των δισεκατομμυρίων.
Ως εκ τούτου, είναι απορίας άξιο πώς ακριβώς φαντάζονται οι 14 Ευρωπαίοι «σοφοί» (ανάμεσα στους οποίους δύο πρώην Πρόεδροι της Κομισιόν, επτά πρώην πρωθυπουργοί και δύο πρώην υπουργοί Οικονομίας) τον «αξιοπρεπή καπιταλισμό με αποτελεσματική δημόσια παρέμβαση», τον οποίο επικαλούνται. Έναν καπιταλισμό με ολίγη από κέρδη, διπλή μερίδα ηθικής και μπόλικο κόκκινο πιπέρι; Ωραία. Έναν με διπλή πίτα, παρακαλώ.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ελεύθερες αγορές δεν μπορούν να αγνοούν την κοινωνική ηθική. Ο Ανταμ Σιμθ, πατέρας του οικονομικού laissez-faire, είχε επίσης γράψει τη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων», ενώ και ο Μαξ Βέμπερ είχε συνδέσει τη σκληρή δουλειά και τις ηθικές αξίες, από τη μία, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, από την άλλη. Ένας αξιοπρεπής καπιταλισμός (δηλαδή ένας καπιταλισμός που σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Αμάρτια Σεν) απαιτεί αποτελεσματική δημόσια παρέμβαση. Η αναζήτηση του κέρδους αποτελεί την ουσία της οικονομίας της αγοράς. Αλλά όταν φτάσουν όλα να πωλούνται, η κοινωνική συνοχή απογυμνώνεται και το σύστημα καταρρέει.

Ζακ Ντελόρ, Ζακ Σαντέρ, Χέλμουτ Σμιτ, Μάσιμο ντ’ Αλέμα, Λιονέλ Ζοσπέν, Πάαβο Λιπόνεν, Γκόραν Πέρσον, Πολ Ράσμουσεν, Μισέλ Ροκάρ, Ντανιέλ Νταϊνού, Χανς Άιχελ, Παρ Ναντέρ, Ρουέρι Κουίν, Ότο Γκραφ Λάμπσντορφ, «Η χρηματοπιστωτική τρέλα δεν πρέπει να μας κυβερνά».