Wednesday, October 29, 2008

Η Ημέρα της Κρίσεως (25/10/2008)

(Το παρακάτω κείμενο που δημοσιεύτηκε το περασμένο Σάββατο στον "Κόσμο του Επενδυτή" θα το βρείτε -επιεικώς- παιδικό κι εγώ κάτι χειρότερο, ας αποφύγω τη λέξη. Αλλά scripta manent... Μπορεί, βεβαίως, να έχουν υπάρξει και χειρότερα. Αλλά για λόγους τάξης είμαι υποχρεωμένος να το αναδημοσιεύσω στην παρούσα ψηφιακή αποθήκη μου).


Τι παράξενα πράγματα! Ενώ η ανθρωπότητα είχε αναπτύξει το πιο δαιδαλώδες σύστημα ελέγχου, διαφάνειας, λογοδοσίας και τιμωρίας, με αλλεπάλληλα επίπεδα κρίσης, ενώ o πλανήτης είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο δικαστήριο με τους μισούς δικαστές και τους άλλους μισούς υποδίκους, καμία σημαντική δίκη δεν έφτανε για χρόνια στο τέλος της. Άλλες υποθέσεις παραγράφονταν, άλλες έμπαιναν στο αρχείο, άλλες κατέληγαν σε απαλλαγές, το πολύ αναστολές και εξαγοράσιμες ποινές. Ο κανόνας ήταν μια γενικευμένη ατιμωρησία των θυτών και μια διαρκής, ανυπόφορη τιμωρία των θυμάτων.

Πολλή δουλειά μαζεύτηκε, λοιπόν, για τον Θεό και τα λοιπά μέλη της Αγίας Τριάδας την Ημέρα της Κρίσεως. Απ’ όλες τις υποθέσεις που έπρεπε να κριθούν, τρεις είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον κι έναν απροσδόκητα κοινό παρονομαστή. Ήρθαν, λοιπόν, στο θεϊκό εδώλιο ο εκπρόσωπος της θρησκευτικής πίστης, ο εκπρόσωπος της τραπεζικής πίστης και ο εκπρόσωπος της πολιτικής πίστης. Δηλαδή, ο ηγούμενος, ο τραπεζίτης και ο υπουργός.

Ο Ιησούς, εκ δεξιών του Πατρός, ανέλαβε τα εισαγγελικά του καθήκοντα. Κι επειδή, από την Πρώτη κιόλας Παρουσία, είχε άχτι τους Φαρισαίους, άρχισε από τον ηγούμενο. «Τι έκανες εσύ;», τον ρώτησε.
«Τίποτε το επιλήψιμο, Κύριε. Εσύ δεν είπες πως “δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των Ουρανών”; Ε, λοιπόν, εγώ είπα αντί για χρήματα, να μαζέψουμε ακίνητα. Ιδού το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που έφτιαξα για το επίγειο βασίλειό σου», είπε με αυτοπεποίθηση ο ηγούμενος και ενεχείρισε στον Υιό του Θεού ένα πολυσέλιδο περιουσιολόγιο, με επισυνημμένο το Ε9.
Ο Ιησούς τού έριξε μια ματιά, «τι τα ήθελε τόσα ακίνητα ένα μοναστήρι;», ρώτησε και πέρασε τα χαρτιά στον Θεό. «Ιδού, Πάτερ, κατήντησαν και πάλι τον Οίκο σου οίκο εμπορίου», είπε. «Αυτό το έχεις ξαναπεί, Κύριε», απάντησε ο ηγούμενος, «αλλά πρέπει να σας θυμίσω ότι χωρίς το εκκλησιαστικό και μοναστικό real estate δεν θα ήσασταν ο ηγέτης της κραταιάς θρησκείας των τελευταίων 18 αιώνων. Εδραίωσα την πίστη σας στις πιο σταθερές αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού: τα ακίνητα. Κάποιος έπρεπε να κάνει τη βρομοδουλειά, εν πάση περιπτώσει. Δεν είμαστε οι διαμεσολαβητές, οι μεσίτες σου επί γης; Εξάλλου, ό,τι έβγαλα το πρόσφερα σ’ εσένα». «Τίνι τρόπω;», ρώτησε ο Ιησούς. «Ό,τι υπήρχε στο παγκάρι πάντα το πέταγα στον ουρανό και σου φώναζα: Χριστούλη μου, πάρε ό,τι θες και τ’ άλλα δώσ’ τα μου», είπε ο ηγούμενος. «Και τι έγινε τελικά;», ξαναρώτησε ο Ιησούς. «Ε, ποτέ δεν πήρες τίποτα…», τον άφησε εμβρόντητο ο ηγούμενος.

Ο μέγας εισαγγελέας της Ημέρας της Κρίσεως στράφηκε φανερά εκνευρισμένος στον έτερο κατηγορούμενο, τον υπουργό. «Εσύ, τι έκανες;», τον ρώτησε. «Εγώ, Κύριε, έδωσα στην πίστη σας το κύρος της εξουσίας. Ξέρεις, είχες κάνει ένα βασικό λάθος όταν είπες εκείνο το περίφημο “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ”. Ξέρεις πόσο παραγωγική συνέργια ήταν η σύμπραξη Καίσαρα και Θεού; Σε κάναμε τον πραγματικό βασιλιά του κόσμου». «Το βασίλειόν μου ουκ έστιν εκ του κόσμου εκείνου», του απάντησε βλοσυρά ο Ιησούς. «Ναι», συνέχισε ο υπουργός, «αλλά η συνέργια με τους καίσαρες δημιούργησε τουλάχιστον τρεις αυτοκρατορίες και έφτασε την πίστη σου σε κάθε ήπειρο. Ειδάλλως, τι θα ήταν ο χριστιανισμός; Άντε, το πολύ μια εβραϊκή αίρεση. Άσε δε το πρακτικό πρόβλημα που θα είχες μετά την Ημέρα της Κρίσεως. Πώς θα χωρούσαν τόσα δισεκατομμύρια άπιστοι στην Κόλαση; Κι ο παράδεισος θα ήταν σαν πριβέ κλαμπ με τον Γαβριήλ για face control. Πληκτικό. Εμείς κι εμείς». «Για εμάς είμαι σίγουρος, για εσάς καθόλου», τον κάρφωσε ο Ιησούς… Μαθαίνω πάντως ότι η μακρά πνευματική σου σχέση με τον ηγούμενο δεν σε έβγαλε χαμένο. Δεν διδάχθηκες τίποτε από μένα περί σεμνότητας και ταπεινότητας;».

Ήρθε και η ώρα του τραπεζίτη. «Μπαμπά, απελθέτω μου το ποτήριον τούτο», ψιθύρισε ο Ιησούς στ’ αυτί του Θεού που μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορα την όλη διαδικασία. Αλλά μπήκε στο νόημα αμέσως. Αυτό με τους τελώνες που θα κληρονομούσαν τη βασιλεία των ουρανών, όσο να κάνει, είχε αφήσει ένα τραύμα στον Ιησού κατά την πρώτη παρουσία του. Ο Θεός πήρε το πιο σοβαρό του ύφος και ρώτησε τον τραπεζίτη: «Ξέρεις γιατί είσαι εδώ;». «Υποψιάζομαι… Για την κρίση, μήπως; Αλλά για ποιαν απ’ όλες; Του 1929, του 1973, του 2000; Ή μήπως να πάμε πιο πίσω, στον 19ο αιώνα; Ω, ας τελειώνουμε μ’ αυτό το παραμύθι. Δεν δικαιούται να μας κατηγορεί κανείς. Ούτε εσείς, ούτε οι θνητοί. Ως προς τους θνητούς έχω να πω ότι μας χρεώνουν τις παρενθέσεις των κρίσεων, αλλά ξεχνούν ότι μας οφείλουν τα χρόνια της ευημερίας τους. Και ως προς εσάς, θα πω απλώς ότι εμείς δώσαμε υλική υπόσταση στην πίστη σας. Η πίστη δεν είναι μια κατάθεση στην τράπεζα του παραδείσου; Εμείς, λοιπόν, κατεβάσαμε τον παράδεισο στη γη». «Ναι, αλλά με τόκο, και μάλιστα ληστρικό», τον έκοψε αυστηρά ο Θεός. «Κι αν δεν κάνω λάθος, οι δικές μου εντολές ήταν σαφείς: “ αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς”. Αυτό υποθέτω ότι δεν μιλάει για τόκο». «Αλλά δεν μιλάει και για φιλανθρωπία», αντέτεινε ο τραπεζίτης. «Άλλο δουλειά κι άλλο φιλανθρωπία. Ξέρεις πόσους έχουμε βοηθήσει εμείς αφιλοκερδώς; Πάμε και στη δουλειά, τώρα. Εσύ παραχώρησες στους πρωτόπλαστους τον παράδεισο, τους τον έδωσες για απόλυτη χρήση και τους επέβαλες ένα και μόνο όρο – τον γνωστό, να μην τα ξαναλέμε. Τον παραβήκανε και τι έκανες; Τους έδιωξες. Εγώ γιατί να μην πάρω το ενυπόθηκο ακίνητό μου όταν δεν μου πληρώνουν τις δόσεις του στεγαστικού δανείου; Είσαι ο πρώτος διδάξας και ο παράδεισος το πρώτο ενυπόθηκο ακίνητο». Ο Θεός κράτησε την ψυχραιμία του μπροστά στην αυθάδεια του τραπεζίτη, αν και η διάθεσή του ήταν να πατήσει το κουμπί και να τον στείλει κατευθείαν στο υπόγειο – στο σκοτεινό βασίλειο του Εωσφόρου.
«Τι θα κάνουμε μ’ αυτούς, πατέρα;», ρώτησε ο Ιησούς. «Να κάνουμε μια εξεταστική; Μια προανακριτική, ίσως; Ο Μιχαήλ αδημονεί, ακονίζει τη ρομφαία του». «Έχω πιο απλές λύσεις», είπε ο Θεός. «Τον ηγούμενο θα τον στείλουμε για real estate στον Άρη. Τον υπουργό θα τον στείλουμε στην Κόλαση να οργανώσει επανάσταση κατά του Εωσφόρου». «Και τον τραπεζίτη;», ρώτησε με εμφανή αγωνία και προκατάληψη ο Ιησούς. «Γι’ αυτόν έχω το καλύτερο», είπε ο Θεός με μια σπίθα άγριας χαράς στο βλέμμα». Θα τον στείλουμε στο διπλανό μαγαζί, στου Μωάμεθ. Ξέρεις τι εκτίμηση είχε στους τοκογλύφους. Έχω ένα ωραίο απόσπασμα εδώ απ’ το Κοράνι: “όσοι εμμένουν στην τοκογλυφία κερδίζουν την Κόλαση, όπου θα μείνουν για πάντα”. Δεν είναι νόστιμο;», είπε, διασκεδάζοντας φανερά ο Θεός, κι ύστερα φώναξε στα εξαπτέρυγα: «Να περάσουν οι επόμενοι».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (25/10.2008)

Βλέπεις αυτές τις πέτρες στην άνυδρη έρημο; Μετάλλαξέ τις σε ψωμιά κι ο κόσμος θα τρέξει να πέσει στα πόδια σου, όμοια σαν ένα κοπάδι πειθαρχημένο κι όλο ευγνωμοσύνη, τρέμοντας ωστόσο μη τυχόν χάσουν την προστασία σου και πάψουν να ’χουν ψωμί.
Μα δε θέλησες να στερήσεις τον άνθρωπο απ’ την ελευθερία του, κι αρνήθηκες, κρίνοντας πως η ελευθερία ήταν κάτι ασυμβίβαστο με την υποταγή που αγοράζεται με ψωμιά. Αποφάνθηκες πως ο άνθρωπος δεν ζει “μόνο με άρτον’’, μα ξέρεις ότι στ’ όνομα του γήινου αυτού άρτου το πνεύμα της Γης θα εξεγερθεί εναντίον σου, θ’ αγωνιστεί και θα σε νικήσει, ότι όλοι το ακολουθούν φωνάζοντας: “Ποιος μοιάζει μ' αυτό το ζώο που μας έδωσε τη φωτιά τ' ουρανού;”. Αιώνες θα περάσουν κι η ανθρωπότητα θα διακηρύσσει με το στόμα των σοφών και των συνετών της ότι δεν υπάρχουν εγκλήματα και κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν κι αμαρτήματα. Ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο πεινασμένοι. Θρέψε τους πρώτα κι ύστερα ν’ απαιτείς απ' αυτούς να ’ναι ενάρετοι. Να τι θα γράψουν στο λάβαρο της επανάστασής τους, που θα επιτεθεί στον ναό σου. Στη θέση του ένα καινούργιο οικοδόμημα θα υψωθεί, ένας νέος πύργος της Βαβέλ, που θα παραμείνει δίχως αμφιβολία ατέλειωτος, όπως κι ο πρώτος εκείνος. Αλλά θα μπορούσες να γλιτώσεις τους ανθρώπους απ’ αυτή τη δοκιμασία, κι από χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θα ξανάρθουν να μας βρουν, αφού θα ’χουν κοπιάσει χίλια χρόνια να χτίσουν τον πύργο τους! Θα μας αναζητήσουν κάτω απ’ τη γη, όπως άλλοτε, μέσα στις κατακόμβες όπου θα ’μαστε κρυμμένοι (θα μας βασανίσουν πάλι) και θα κραυγάσουν: “Δώστε μας να φάμε γιατί αυτοί που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ’ ουρανού δε μας την έδωσαν”. Τότε θ’ αποτελειώσουμε εμείς τον πύργο τους, γιατί δεν χρειάζεται για κάτι τέτοιo παρά μόνο η τροφή, και θα τους θρέψουμε, υποτίθεται στ’ όνομά σου, θα τους κάνουμε να το πιστέψουν τουλάχιστο. Χωρίς εμάς θα ’ναι για πάντα τους πεινασμένοι. Καμία γνώση δεν θα τους δώσει ψωμί, όσο θα μένουν ελεύθεροι αλλά θα καταλήξουν να την καταθέσουν στα πόδια μας τούτη την ελευθερία τους, λέγοντας: “Υποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μα δώστε μας να φάμε”. Θα καταλάβουν, επιτέλους, πως η ελευθερία δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το ψωμί της γης που είναι στη διάθεσή τους, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουν να το μοιράσουν μεταξύ τους!

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμαζόφ» (ο μονόλογος του Μεγάλου Ιεροεξεταστή)

Sunday, October 19, 2008

Ουφ! Μπά…Ωχ!.. και άλλα επιφωνήματα (18/10/2008)

Τρία επιφωνήματα. Απλοί ήχοι, δηλωτικοί της αντίδρασής μας σ’ ένα εξαιρετικό γεγονός. Στα τρία επιφωνήματα του τίτλου συμπυκνώνονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις στη διαχείριση της καταστροφής που μας απειλεί. Για την οποία δεν έχουμε βεβαιωθεί ακόμη αν είναι το παρ’ ολίγον τέλος του καπιταλισμού ή απλώς ένας σπασμός του γαστρεντερικού του συστήματος, λίγο πριν την αφόδευση του άχρηστου φορτίου του.

Ουφ! Μπα…Ωχ! Ανακούφιση, αμφιβολία, απαισιοδοξία. Όταν τη Δευτέρα τα χρηματιστήρια του κόσμου επιδοκίμαζαν με άλματα εις ύψος τον πακτωλό δισεκατομμυρίων που πρόσφεραν αφειδώς οι κυβερνήσεις για τη σωτηρία τραπεζικού Λεβιάθαν ακούσαμε το πρώτο «ουφ!». Κυριολεκτικά. Βρετανός δημοσιογράφος ρωτάει χρηματιστή: πώς σχολιάζει την απόφαση των υπουργών Οικονομίας της Ευρωζώνης. «Ουφ!» απαντάει αυτός. Τίποτε άλλο. «Ουφ», επανέλαβαν και οι άνκορμεν της εγχώριας τηλεοπτικής δημοκρατίας. Από την Τετάρτη, όμως, τους κόπηκε η λαλιά. Κομμένα τα επιφωνήματα. Αχάριστες που είναι οι αγορές…

Τα επιφωνήματα, όμως, διατηρούν την σημασία και την άναρθρη ευγλωττία τους. «Ουφ!» είχε κάθε λόγο να πει η παγκόσμια ελίτ του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα μέτρα που αποφασίζουν οι κυβερνήσεις για τη διάσωσή της, πέρα από το ρητορικό ψόγο που περιέχουν, αποτελούν την πιο κραυγαλέα επιβράβευση του παρασιτισμού και της καταστροφικής απληστίας του κλάδου που έχει καταστεί καρδιά του οικονομικού μας πολιτισμού. Θα περίμενε κανείς μια λογική «τιμωρία», μια κάποια «ποινή» ή έστω και μια ηθική και πολιτική απαξίωση στον τυχοδιωκτικό μηχανισμό που φέρνει όλο και συχνότερα την ανθρωπότητα στο χείλος της οικονομικής αβύσσου. Αλλά, όχι. Ουσιαστικά, και το αμερικανικό και το ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας περιλαμβάνουν δύο καθοριστικά στοιχεία: Πρώτον, αναγνωρίζουν και πάλι στο τραπεζικό κεφάλαιο την πρωτοκαθεδρία, προσθέτοντάς του μάλιστα το λεηλατημένο κύρος του κράτους. Και δεύτερον, του προσφέρουν άφθονο δωρεάν χρήμα, αποσπασμένο βίαια από παραγωγικές δραστηριότητες είτε του ίδιου του κράτους, είτε των άλλων επιχειρηματικών κλάδων που είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με τη δημιουργία απασχόλησης και την ενίσχυση της κατανάλωσης. Το «ουφ!», λοιπόν, αφορά την χρηματοοικονομική ελίτ, έστω κι αν με τα «αχ! βαχ!» και τις βουτιές των δεικτών που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, μας υπενθύμισαν πόσο άπληστοι και αχόρταγοι είναι.

Και ακολουθεί το «μπα…» Άλλοτε με ερωτηματικό κι άλλοτε με αποσιωπητικά. Στην πρώτη περίπτωση έχει μια δόση έκπληξης, στη δεύτερη πλημμυρίζει από αμφιβολία. «Μπα;» αναρωτήθηκαν μ’ έναν τόνο ειρωνείας όσοι άκουγαν βερεσέ τις βαρύγδουπες προαναγγελίες περί κατάρρευσης του καπιταλισμού. «Μπα…» ψέλλισαν κι όσοι αμφέβαλαν για την θριαμβευτική επιστροφή του κράτους στην οικονομία. Σ’ αυτήν την πλευρά, παραδόξως, συνυπάρχουν οι ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι (που ωστόσο δεν πάσχουν από αλλεργική ιδεοληψία και γνωρίζουν ότι το κράτος είναι ένα εργαλείο κατά περίπτωση χρησιμοποιούμενο) και οι φανατικοί, εξ αίματος αντικαπιταλιστές (που δεν τρέφουν αυταπάτες για τον αυτόματο θάνατο του συστήματος που απεχθάνονται). Οι πρώτοι ήδη ψελλίζουν διακριτικά (αφού πήραν τα λεφτά στο χέρι) ότι δεν χρειάζεται αλλαγή του φιλελεύθερου παραδείγματος που κυριάρχησε στην παγκόσμια οικονομία την τελευταία τριακονταετία. Και ακόμη ότι το κράτος δεν ήρθε για να μείνει στην οικονομία, περαστικό είναι. Οι αντιρρήσεις τους έχουν τον κυνισμό της ελίτ (πολιτικής, επιχειρηματικής, ακαδημαϊκής) που βαπτίστηκε στα νάματα του νεοφιλελευθερισμού χωρίς όμως να πνιγεί σ’ αυτά. Και που δεν δίστασε καθόλου να το ρίξει στη μελέτη του Μαρξ, να ξεσκονίσει πάλι τον Κέυνς και τον Γκαλπμρέιθ, να μελετήσει προσεκτικότερα τον Νικολάι Κοντράτιεφ και τα μακρά κύματά του και τελικά να βραβεύσει τον Πολ Κρούγκμαν με το Νόμπελ Οικονομίας, αναζητώντας ακαδημαϊκό άλλοθι για τη συντελούμενη δεύτερη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου. Στο «μπά…» των άλλων, των αντικαπιταλιστών, υπάρχει ένας εξίσου βάσιμος πεσιμιστικός ρεαλισμός που δεν αφήνει περιθώρια για ιστορική αισιοδοξία. Ελλείψει επαναστατικού υποκειμένου, χωρίς στέρεο, προγραμματικό αντίλογο από την Αριστερά, με τα κινήματα εν υπνώσει και τους παρίες του οικονομικού πολιτισμού μεταξύ καταθετικού πανικού και πολιτικής αναπηρίας, δεν μπορείς να περιμένεις από τον καπιταλισμό να αυτοκτονήσει από τύψεις. Πολλώ μάλλον από τους καπιταλιστές.

Τέλος, περνάμε στο «ωχ!». Ένα «ωχ» που κυμαίνεται από υπόκωφο στεναγμό απογοήτευσης μέχρι βαθύ γογγυσμό. Ανάλογα με το τι αντιλαμβάνεται καθένας ότι πραγματικά συμβαίνει. Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι στη Γη και εκατοντάδες εκατομμύρια στις χώρες που αποτέλεσαν θέατρο της κρίσης οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να φωνάζουν «ωχ» κάθε φορά που ένας πρωθυπουργός ή ένας υπουργός Οικονομίας ανεβάζει τα κτυπήματα στον πλειστηριασμό των πακέτων σωτηρίας. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Ελλάδα είχε το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς στο πεδίο αυτό. Την ώρα που ο κ. Αλογοσκούφης ανακοίνωνε το πλουσιοπάροχο πακέτο των 28 δισ. ευρώ για τη σωτηρία των τραπεζιτών, αυτοί ανακοίνωναν προσφυγές κατά της απόφασης του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας να επικυρώσει υπέρ τραπεζοϋπαλλήλων τη συλλογική σύμβαση. Οι τραπεζοϋπάλληλοι είπαν «ωχ», τα συνδικάτα πρόσθεσαν τα δικά τους οργισμένα «ωχ», αλλά το επεισόδιο, ανεξάρτητα από την κατάληξή του, είναι αποκαλυπτικό της απληστίας του πιστωτικού συστήματος. Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος… Όσοι ήλπιζαν ότι η δημόσια ευεργεσία υπέρ τραπεζιτών θα ακολουθηθεί από ψήγματα, έστω, κοινωνικής ευαισθησίας, προσεχώς θα διαψευστούν πολλαπλώς και θα εκστομίσουν πολλά «ωχ». Ούτε οι αποφάσεις των 15 της Ευρωζώνης, ούτε αυτές των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε τα πατριωτικά σύνορα που θα ορθώσουν οι κατά τα λοιπά ελεύθερες αγορές, ούτε ο επιχειρηματικός εθνικισμός που θα αντικαταστήσει τις ρήτρες αλληλεγγύης, ούτε η χαλάρωση ή και αποδόμηση του επαχθούς Μάαστριχτ πρόκειται να μεταφραστούν σε μέτρα ανακούφισης των οικονομικά ασθενέστερων από το υφεσιακό τσουνάμι που έρχεται. Το αντίθετο. Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι η θεραπεία μιας λεηλασίας με μια δεύτερη λεηλασία. Ζεστό χρήμα των φορολογουμένων κόβεται από δημόσιες επενδύσεις, κοινωνική πολιτική, κατανάλωση, ακόμη και από επιδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, για να αποδοθεί στον πιο αντιπαραγωγικό κλάδο της οικονομίας. Η παγκόσμια πολιτική ελίτ κατευνάζει την υπαρξιακή αγωνία ενός οικονομικού συστήματος, που προφανέστατα φτάνει στα όριά του, με βάση το μόνο δόγμα στο οποίο παραμένει μέχρι τέλους πιστή: στην πεποίθηση ότι το χρήμα γεννάει χρήμα. Κι άρα, ο έλεγχος της ροής του χρήματος από το κράτος αρκεί για να επαναφέρει το σύστημα σε ηρεμία. Όπως θα έλεγε κι ο Μέτερνιχ, «είναι χειρότερο από έγκλημα. Είναι λάθος!» Και αποδεικνύεται από τις πανικόβλητες κατολισθήσεις των χρηματιστηριακών δεικτών που συνεχίζονται παρά τη γενναιοδωρία των κυβερνήσεων.

Ευτυχώς, υπάρχει μια μακρά σειρά επιφωνημάτων που μπορούμε ακόμη να εκστομίσουμε, σε όλες τις γλώσσες, σε κάθε απόχρωση και ένταση. Κι επειδή είναι βέβαιο ότι η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να βυθίζεται στην ύφεση για μήνες ακόμη, ίσως και χρόνια (είτε πρόκειται για έναν ακόμη, είτε για τον τελευταίο και φαρμακερό κύκλο του συστήματος), για να περιορίσουν το μέγεθος της καταστροφής κυβερνήσεις και υπερεθνικοί οργανισμού έχουν την ευχέρεια να αντιδράσουν με μια στοιχειώδη πράξη ανθρωπισμού: να κλείσουν τα χρηματιστήρια, να βάλουν λουκέτο στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, να παγώσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, να σταματήσουν κάθε πεδίο υποτιμητικής και υπερτιμητικής κερδοσκοπίας στις αγορές χρήματος και αξιών, να κλείσουν τις οθόνες της online, ανά δευτερόλεπτο μέτρησης της καταστροφής που τίποτε δεν αποδεικνύει ότι και αυτή τη φορά θα είναι δημιουργική. Να σταματήσουν να απολαμβάνουν ως Νέρωνες το θέαμα της φλεγομένης Ρώμης ρίχνοντας μόνο λάδι (δηλαδή τζάμπα χρήμα) στη φωτιά. (Δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε στον επενδυτή το δικαίωμα να ρευστοποιεί την περιουσία του, είπε ο κ. Καπράλος. Τι επιχείρημα! Και το δικαίωμα να προστατεύσουμε τον κοινωνικό πλούτο, να εμποδίσουμε την κοινωνία να βυθιστεί στη φτώχεια, ποιος θα το ασκήσει;)

Αν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ δεν το κάνουν και συνεχίσουν να θυσιάζουν άφθονες μερίδες κράτους στον χρηματοοικονομικό Μολώχ, οι κοινωνίες μπορεί να σταματήσουν τα «ουφ», τα «ωχ» και τα «μπα» και να αντιδράσουν με το ύστατο επιφώνημα: «Ουστ!». Το οποίο μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο βίαιο απ’ όσο ακούγεται ή διαβάζεται.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (18/10/2008)

Δεν κάνω κανένα σχόλιο, χαμένος στον δικό μου προσωπικό λαβύρινθο, σκεπτόμενος άλλα πράγματα: εντάλματα, προσφορές μετοχών, προγράμματα διανομής μετοχών σε υπαλλήλους, εξαγορές επιχειρήσεων, αρχικές δημόσιες εγγραφές, χρηματοδοτήσεις, αυτοχρηματοδοτήσεις, ομολογίες, μετατροπές, πληρεξούσια, 8-Κ, 10-Q, αμοιβαία κεφάλαια, Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, φοβερά γκάτζετ για στελέχη επιχειρήσεων, δισεκατομμυριούχους, Κενκίτσι Νακαγίμα, άπειρο, Άπειρο. Πόσο γρήγορα πρέπει να τρέχει ένα αυτοκίνητο πολυτελείας, αποφυλακίσεις με εγγύηση, αβέβαιοι τίτλοι, αν θα πρέπει να ακυρώσω τη συνδρομή μου στον Economist, την παραμονή Χριστουγέννων όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών και βίασα μια από τις υπηρέτριές μας, Αποκλειστικότητα, να φθονείς τη ζωή κάποιου…έμβρυα κατεψυγμένα ή διαλυμένα (ποιο από τα δυο;), πυρηνικές κεφαλές, δισεκατομμύρια δολάρια, η ολική καταστροφή του κόσμου…Η ζωή παιγμένη σαν κωμωδία καταστάσεων αναδιαμορφωμένη σε σαπουνόπερα. Είναι ένας θάλαμος απομόνωσης, που εξυπηρετεί μόνο το να εκθέτει τη σημαντικά λειψή ικανότητά μου να νιώσω. Είμαι στο κέντρο του, εκτός εποχής και κανείς δεν με ρωτάει για την ταυτότητά μου. Αν πραγματικά ήμουν ρομπότ, τι διαφορά θα είχε;

Μπρετ Ήστον Έλις, «Αμερικανική Ψύχωση»

Monday, October 13, 2008

Ο καπιταλισμός ως ασύμμετρη απειλή (11/10/2008)

Θεωρητικά η κρίση μάς αφορά όλους. Και τον πλουσιότερο επί Γης άνθρωπο, τον Μπιλ Γκέιτς, και τον ανώνυμο κάτοικο του Νίγηρα ο οποίος το επόμενο δευτερόλεπτο θα πεθάνει από την πείνα. Όλοι έχουν να χάσουν κάτι. Ο Γκέιτς ένα σεβαστό ποσοστό από τις υπεραξίες του χαρτοφυλακίου του. Ο Νιγηριανός τα ελάχιστα σεντ που θα του εξασφάλιζαν μια-δυο εκατοντάδες θερμίδες οι οποίες θα τον κρατούσαν και σήμερα στη ζωή.

Όλοι χάνουμε χρήματα. Και για το χρήμα ισχύει αυτό που έχει πει ο Γκαλμπρέιθ: «Τα πιο πολλά πράγματα στη ζωή -αυτοκίνητα, ερωμένες, καρκίνος- είναι σημαντικά μόνο σ’ εκείνους που τα έχουν. Αντιθέτως, το χρήμα είναι σημαντικό και για εκείνους που το έχουν και για εκείνους που δεν το έχουν». Κατ’ αναλογία, η κρίση, που είναι πρωτίστως κρίση χρήματος, είναι σημαντική και για τους έχοντες και για τους μη έχοντες χρήμα. Και φυσικά και για όσους ενδιαμέσως το διαθέτουν σε μικρομεσαίες ποσότητες. Αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι η κρίση κοστίζει σ’ όλους το ίδιο ή ότι με κάποιο μαγικό τρόπο εξαλείφει τα εθνικά και ταξικά σύνορα και επιβάλει κάποιου είδους ομοψυχία: παγκόσμια, διακρατική, εθνική, κοινωνική. Ίσα ίσα. Αποκαλύπτει όλα τα μεγάλα χάσματα που διαπερνούν τον κόσμο μας, σαν τα σεισμικά ρήγματα που σκίζουν τον παγωμένο φλοιό της Γης.

Ας φανταστούμε την οικονομική κρίση (με όλες τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της σε κραχ, επιβράδυνση, ύφεση, πτώχευση, κατάρρευση) σαν έναν θανατηφόρο ιό που ξεφεύγει από τον έλεγχο και εξαπλώνεται για να προκαλέσει πανδημία. Όταν φτάσει στην Αφρική θα εξαλείψει ίσως και τον μισό πληθυσμό. Σαν περάσει στην Ασία μπορεί να εξελιχθεί σε γενοκτονία για το Βιετνάμ και την Ινδία και σε δημογραφική «εξυγίανση» για την Κίνα. Στη ρωσική Σιβηρία μπορεί να μην πάθουν είδηση, αλλά στη Μόσχα οι πένητες θα πεθαίνουν σαν τα κοτόπουλα. Στην Κεντρική Ευρώπη ο ιός θα θέσει σε δοκιμασία τα δημόσια συστήματα υγείας, αλλά οι απώλειες θα είναι ελεγχόμενες. Και στις ΗΠΑ θα υπάρξει ένας υψηλός δείκτης προστασίας και ασφάλειας για τους ασφαλισμένους. Οι ανασφάλιστοι, ας πρόσεχαν. Μια πανδημία, λοιπόν, θα σπείρει τον θάνατο παντού, αλλά όχι ομοιόμορφα.

Το ίδιο περίπου ισχύει για την παγκόσμια οικονομική κρίση. Της οποίας οι τραγικοί πρωταγωνιστές δεν είναι βεβαίως οι αγχωμένοι αντικριστές και οι γεμάτοι αγωνία brokers των μεγάλων χρηματιστηρίων, όπως μας δείχνει η καθημερινή εικονογραφία των ΜΜΕ. Ούτε οι μελαγχολικοί μάνατζερ των τραπεζών που πτώχευσαν, ούτε οι στιβαροί κεντρικοί τραπεζίτες που ρίχνουν αφειδώς χρήμα στα πιστωτικά κουφάρια, ούτε οι αποφασιστικοί υπουργοί Οικονομίας που εγγυώνται τις καταθέσεις με τα λεφτά των φορολογουμένων. Ελάχιστοι απ’ όλους αυτούς θα χάσουν έστω και το παντεσπάνι τους. Τα πραγματικά πρόσωπα της κρίσης δεν έχουν ακόμη όλα φωτογραφηθεί. Περιμένουν ανυποψίαστα μια βίαιη κάθοδο στον κοινωνικό Καιάδα, σε χώρες που δεν έχουν καν χρηματιστήρια ή που θεωρούσαν εαυτές προστατευμένες στη μερική απομόνωσή τους.

Η κρίση έπληξε πρώτα περίπου ένα εκατομμύριο αμερικανικά νοικοκυριά, που ξεσπιτώθηκαν από τα ενυπόθηκα ακίνητά τους. Τι έχουν απογίνει, ποιο σχέδιο Πόλσον προέβλεψε την οποιαδήποτε μέριμνα γι’ αυτούς; Έπειτα η κρίση έδειξε τα δόντια της στην παγωμένη Ισλανδία, μια χώρα μόλις 320.000 κατοίκων, μ’ ένα νεαρό, αλλά άπληστο πιστωτικό σύστημα που κατέρρευσε εν μια νυκτί (έστω κι αν αναστήθηκε διά της κρατικοποίησης). Είναι η χώρα με τον υψηλότερο δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, σύμφωνα με την κατάταξη του ΟΗΕ για το 2007, με ένα κατά κεφαλήν ΑΕΠ που ξεπερνά τα 64.000 δολάρια τον χρόνο, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με τον υψηλότερο δείκτη αναγνωσιμότητας εφημερίδων στην Ευρώπη, χωρίς στρατό, με άδειες φυλακές και με σχεδόν μηδενική εγκληματικότητα. Τι συνέβη, λοιπόν, στη χώρα της Μπιοργκ και των λοιπών ξωτικών; Ο Ισλανδός, που επιβιώνει στη μελαγχολία της αξημέρωτης νύχτας τον μισό χρόνο και της ατέλειωτης μέρας τον άλλο μισό, χάρη στην αλιεία, τη γεωθερμία και τον τουρισμό, υποκύπτει στην απρόκλητη επίθεση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Δεν θα πεθάνει από την πείνα, βεβαίως, αλλά θα δει την κεκτημένη ευημερία της ιδιότυπης οικονομίας του -ενός κοινοτισμού που δηλητηριάστηκε από τον καπιταλιστικό τζόγο- να εξανεμίζεται για μήνες, ίσως και για χρόνια.

Ο καπιταλισμός και η κρίση του συμπεριφέρονται ως η απόλυτη ασύμμετρη απειλή. Την ώρα που οι Κεντροευρωπαίοι αναστυλώνουν όπως όπως το κράτος για να προστατέψουν το πιστωτικό σύστημα, ο επόμενος αδύναμος κρίκος της αλυσίδας ίσως βρίσκεται πολύ μακριά από την Ευρώπη. Τη σειρά του ανυποψίαστου Ισλανδού μπορεί να πάρει ο φιλόπονος Κινέζος. Αν η κρίση πάρει τη μορφή μιας μακρόχρονης ύφεσης, στην Κίνα ή στην Ινδία θα συντελεστεί μια πραγματική ανθρωπιστική καταστροφή. Μια επιβράδυνση της ανάπτυξης, από το δυσθεώρητο 7%-8% σε ένα αξιοπρεπέστατο 3%, μπορεί να ανακουφίσει την κρατική γραφειοκρατία, αλλά θα προκαλέσει καταστάσεις ανέχειας στις μεγαλουπόλεις της κινεζικής Ανατολής και πείνας στην ύπαιθρο της Δύσης.

Σκεφτείτε, τώρα, τι θα συμβεί αν μετά τον Ινδό και τον Κινέζο, το επόμενο θύμα της κρίσης είναι ο Σομαλός, ο Αιθίοπας, ο Κενυάτης, ο Βιετναμέζος, ο Ινδονήσιος. Η ανθρωπιστική καταστροφή εδώ θα πάρει μια διάσταση ανάλογη με δέκα «τσουνάμι» Ασίας, είκοσι τυφώνες Νέας Ορλεάνης, τριάντα αφρικανικούς λιμούς, σαράντα επιδημίες AIDS ή μαλάριας. Αλλά, για τον τυφώνα, το τσουνάμι, την ξηρασία, την επιδημία, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Θεό, τη φύση, τον καιρό ή τα μικρόβια. Για την ανθρωπιστική καταστροφή που θα προκληθεί στην περιφέρεια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, όμως, υπάρχουν φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί με ονοματεπώνυμα. Αν ο καπιταλισμός φέρεται μια φορά άδικα στην ακμή και στην ευημερία του, στην κρίση του φέρεται εκατό φορές πιο άδικα. Με τα σκουπίδια του θα θάψει ανυποψίαστες κοινωνίες, πληθυσμούς που δεν έχουν ιδέα τι εστί Wall Street, κάτω από στρώματα καταστροφής.

Κι αυτό συντελείται ήδη. Δείτε πόσο κομψά και γενναιόψυχα ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας πρότεινε να διευρυνθεί το κλαμπ των πλουσίων, το G8, με χώρες-αναδυόμενες αγορές. Και παρακολουθήστε πόσο αθόρυβα και μουλωχτά τα πιστωτικά και επενδυτικά τέρατα της Δύσης αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από αυτές τις αναδυόμενες αγορές, προετοιμάζοντας οικονομικά ολοκαυτώματα για τις φτωχές κοινωνίες τους. Για να σωθεί, δηλαδή, ο τραπεζικός Λεβιάθαν καλούνται να εισφέρουν τα κατεξοχήν θύματά του. Ε, δεν παίζονται οι άνθρωποι!

Αγνοούμε ποιος θα είναι ο επόμενος αδύναμος κρίκος σε πλανητική κλίμακα - ποια χώρα θα πτωχεύσει, ποια κοινωνία θα βυθιστεί στο χάος. Βλέπουμε όμως ήδη τι συμβαίνει σε κάθε εθνική αγορά. Παρά το κρεσέντο της αντικαπιταλιστικής ρητορείας και την υστερία του κρατισμού, οι ζημιές της κρίσης επιμερίζονται ήδη βάναυσα στους μη έχοντες. Τα πολιτικά ιερατεία έχουν ήδη δείξει τις ταξικές τους προτιμήσεις. Η εγγύηση των καταθέσεων (σήμερα ο Αλογοσκούφης μιλά για 100.000 ευρώ και τρία χρόνια, αλλά δεν αμφιβάλλω ότι, αν χρειαστεί, θα εγγυηθεί και το 1 εκατ. ευρώ και μάλιστα εφ’ όρου ζωής) εμπεριέχει ήδη την προτίμηση προς τους έχοντες. Υπάρχει σ’ αυτή την επιλογή η κουτοπόνηρη επιλογή της σωτηρίας των πιστωτικών δεινοσαύρων, υπάρχει επίσης η πολιτική εμμονή στον περίφημο μεσαίο χώρο. Αλλά τι γίνεται με τους υπόλοιπους, τους «ακραίους»; Με αυτούς που δεν έχουν καμία κατάθεση, μ’ αυτούς που η κρίση θα τους χτυπήσει σαν τρομακτική μείωση εισοδήματος, σαν χαρτί απόλυσης, σαν κατάσχεση του ακινήτου ή αυτοκινήτου τους; Δεν λέω ότι όποιος έχει 100.000 στην άκρη είναι πλούσιος, αλλά αυτός που δεν έχει ούτε αυτά τι είναι; Ποιο μέτρο κρατικής παρέμβασης τον προστατεύει; Το επίδομα θέρμανσης; Τίποτα. Από τον Αρμαγεδδώνα των αγορών στον Καιάδα των κοινωνιών. Τι να πω πια; Βαρέθηκα να θρηνώ. Ελπίζω μόνο στην ασύμμετρη οργή τους…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ ((11/10/2008)

Ναι, είναι στο χέρι σου, ώσπου χαλνάει μια μέρα η σοδειά και αναγκάζεται να δανειστεί από την Τράπεζα.
Μα, βλέπεις, μια Τράπεζα ή μια Εταιρεία δεν μπορούν να περιμένουν, είναι όντα που δεν ανασαίνουνε αέρα, που δεν τρώνε κρέας. Ανασαίνουν κέρδη, τρώνε τόκους. Αν τους λείψουν αυτά, πεθαίνουν, όπως πεθαίνεις εσύ όταν σου λείψει ο αέρας και το κρέας. Είναι κρίμα βέβαια, μα έτσι είναι. Ακριβώς όπως σου το λέω.
Οι ανακαθισμένοι άνθρωποι σήκωναν τα μάτια τους για να καταλάβουν. Δεν γίνεται να κάνουν λίγη υπομονή; Μπορεί η κατοπινή χρονιά νάναι καλή χρονιά. Ο Θεός ξέρει πόσο μπαμπάκι θα βγάλουνε του χρόνου. Και με τους σημερινούς πολέμους – ο Θεός ξέρει πόσο μπορεί ν’ ανέβει η τιμή του μπαμπακιού. Με τα μπαμπάκια δεν φτιάνουν το μπαρούτι; Και τις στολές; Καμπόσοι τέτοιοι πόλεμοι, και η τιμή του μπαμπακιού ανεβαίνει, θα φτάσει σε ύψη θεόρατα. Μπορεί του χρόνου κιόλα. Ανασήκωναν τα μάτια τους και τους κοίταζαν ερωτηματικά.
Δε μπορούμε να βασιστούμε πάνω σ’ αυτό. Η Τράπεζα -το τέρας- έχει ανάγκη από κέρδη καθημερινά. Δε μπορεί να περιμένει. Θα πεθάνει. Το κράτος τη φορολογεί. Το τέρας θα πεθάνει, αν πάψει να μεγαλώνει. Δε μπορεί να μείνει στο ίδιο μπόι.

Τζον Στάιμπεκ, «Τα σταφύλια της οργής»

Sunday, October 5, 2008

Υπέρ αδυνάτου (καπιταλισμού) -4/10/2008

Ξαφνικά, όλος ο κόσμος απέκτησε έναν διακεκριμένο εχθρό. Οι κυβερνήσεις, οι επιχειρηματίες και οι ενώσεις τους, οι οικονομικοί αναλυτές, οι τραπεζίτες, οι μεγαλοεπενδυτές, οι κερδοσκόποι, οι αεριτζήδες, οι τζογαδόροι, οι μικροεπιχειρηματίες, οι φοβισμένοι αποταμιευτές και οι απελπισμένοι δανειολήπτες, οι ανασφαλείς εργαζόμενοι και οι θυμωμένοι άνεργοι, οι ανέστιοι και οι πένητες του Τρίτου Κόσμου, όλοι τους, σαν να βρίσκονται στην ίδια πλευρά του οικονομικού πολιτισμού τριών αιώνων, τα έβαλαν με τον καπιταλισμό. Μοιάζει απίστευτο. Και αυτό συνέβη ακριβώς την εποχή που αυτός ο πολύπλοκος και αντιφατικός οικονομικός μηχανισμός βρισκόταν στο ιδεολογικό του απόγειο, έμοιαζε να είχε εδραιώσει το παγκόσμιο ηθικό του μονοπώλιο.

Να προσθέσω, βεβαίως, και την βαρύνουσα άποψη των αστρολόγων που, απ’ ό,τι άκουσα, βλέπουν με δέος το πέρασμα του Πλούτωνα στον Αιγόκερω (αγνοώ τι σημαίνει αυτό) το οποίο σηματοδοτεί την απαρχή μιας μακρόχρονης κρίσης (τουλάχιστον μέχρι το 2015, λένε) και τον αυξημένο ρόλο του κράτους στις οικονομικές εξελίξεις, καθότι ο Πλούτων εκπροσωπεί τα συλλογικά όργανα εξουσίας. Έτσι, ακόμη και οι αστρολόγοι αποσύρονται διακριτικά από το φλερτ τους με τον ανορθολογισμό των αγορών και προσχωρούν στη μόδα του κρατισμού. Μη χέσω…

Επειδή γεμίσαμε προφήτες μιας κατάρρευσης που μάλλον δεν θα έρθει, επειδή πήξαμε στους δημόσιους κατήγορους του καπιταλισμού, μου γεννάται η ακαταμάχητη παρόρμηση να τον υπερασπίσω. Είναι μια εξίσου ανορθολογική αντίδραση με αυτή των αστρολόγων ή των υστερικών οικονομετρών και αναλυτών που λίγο έλειψε να καλέσουν τα πλήθη σε λυντσάρισμα των Αμερικανών βουλευτών γιατί αρνούνταν να εγκρίνουν το κρατικό δώρο των 700 δισ. δολαρίων στις τράπεζες και στα χρηματιστήρια. Συμβαίνει, βλέπετε, το εξής παράδοξο: οι άνθρωποι, οι τάξεις, οι κοινωνίες, οι πολιτικές ομάδες και οι ιδεολογικές σέχτες που αντιστέκονταν με πείσμα στο μοντέλο παγκοσμιοποίησης το οποίο αυταρχικά μας επέβαλε η διεθνής πολιτικο-οικονομική ελίτ, οι ίδιοι που πολέμησαν με πείσμα την απελευθέρωση των αγορών και τα δόγματα της αυτορύθμισης, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη συρρίκνωση του οικονομικού ρόλου του κράτους, τώρα αποδεικνύεται ότι είχαν δίκιο. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους αντιτάχθηκαν στο Μάαστριχτ ή στη Συνθήκη της Λισαβόνας και σε όλες τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της Ευρώπης από πολιτική ένωση κυρίαρχων κρατών σε ενιαία αγορά της ασυδοσίας. Μπορεί τα επιχειρήματα όλων αυτών που επιχείρησαν να φράξουν τον φιλελεύθερο μονόδρομο να ήταν αδύναμα- αποτυπωμένα σε μολότοφ, απελπισμένους ακτιβισμούς και ξύλινα «όχι»- ωστόσο αποδείχθηκαν ακριβέστερα από τον παράδεισο που υποσχόταν ο νεοφιλελευθερισμός.

Τώρα, βρισκόμαστε στο σχιζοφρενικό σημείο ώστε, είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού και την παταγώδη αποτυχία του σοβιετικού κρατικού καπιταλισμού, πολλοί να προβλέπουν πως οι ΗΠΑ θα γίνουν το «πρώτο κομμουνιστικό κράτος» στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τόσο καλά! Αυτό, βεβαίως, θα μπορούσε να συμβεί μόνο στη ρηχή φαντασία όσων έχουν ανοήτως καταλάβει ότι κομμουνισμός σημαίνει ισχυροποίηση του κράτους, κρατικοποίηση του κοινωνικού πλούτου και αποξένωση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας από την απόλαυσή του. Αν ισχύουν αυτά, τότε ζούμε τη μεγάλη στιγμή της μετάβασης. Και χωρίς επανάσταση. Η κρατικοποίηση των ζημιών και η ιδιωτικοποίηση των κερδών της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ είναι το μεγάλο άλμα προς τον κομμουνισμό. Και καθώς όλα τα νεοφιλελεύθερα τρωκτικά, οι κεντροτραπεζίτες και οι πολιτικοί συνωθούνται στην προπαγάνδιση αυτών των «νέων» πολιτικών δεν μένει άλλο από το να προσυπογράψουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.

Ευτυχώς, δεν έχουμε γίνει ακόμη τόσο βλάκες. Και γι’ αυτό είναι ίσως προτιμότερο να υπερασπίσουμε τον καπιταλισμό στην πυρηνική του εκδοχή από το να ανεχτούμε την «κομμουνιστικοποίησή» του. Οι ρεπουμπλικάνοι βουλευτές, έστω και από ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης, σωστά αντιλήφθηκαν ότι η συστημική επιχείρηση σωτηρίας του τουρμπο-καπιταλισμού είναι μια γιγανταία ληστεία του κοινωνικού πλούτου, μια σκανδαλώδης αναδιανομή του υπέρ των τζογαδόρων του καπιταλισμού που θα τους εξευτελίσει στους ψηφοφόρους τους. Η αναβίωση του παραδοσιακού κρατικού παρεμβατισμού και προστατευτισμού που βιώνουμε δεν είναι αποτέλεσμα μιας ειλικρινούς αποδοχής της ιδεολογικής ήττας που υφίσταται διεθνώς ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά απλή προσαρμογή της απληστίας της παγκόσμιας ελίτ στις βίαιες καμπές του οικονομικού κύκλου. Τα μέτρα που προωθούνται και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, δεν είναι καν ένας κλασικός κεϋνσιανισμός ή μεταμοντέρνος νεοκεϋνσιανισμός. Δεν είναι ούτε ένα New Deal τύπου Ρούζβελτ που έριξε γενναιόδωρα το βάρος του (και τους κρατικούς πόρους) στην πλευρά της ζήτησης για να ανορθώσει αποτελεσματικά τις αναπτυξιακές επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας. Το New Deal, άλλωστε, αδιαφόρησε παγερά για τη Wall Street και τους αεριτζήδες των μετοχών και της τραπεζικής πίστης. Εξ ου και η Wall δεν ανέκαμψε στα προ το 1929 επίπεδα παρά μόλις το 1954. Εδώ γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Το κράτος σώζει μόνο τους δημιουργούς, τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς της κρίσης (ή, για να είμαστε ακριβείς, μερικούς απ’ αυτόύς), όχι τα τωρινά ή μελλοντικά της θύματα. Ποιο θα είναι το μελλοντικό αποτέλεσμα; Εκτός από το καραγκιοζιλίκι όσων από αγοραίους φιλελεύθερους μεταλλάσσονται σε ενθουσιώδεις κρατιστές, θα ζήσουμε πιθανότατα μια μετακύλιση της κρίσης σ’ αυτό που ορίζεται ως πραγματική οικονομία. Αλλά εκεί δεν θα έχει τη μορφή της «εξαέρωσης» μιας φούσκας, της εξαΰλωσης υπεραξιών που εγγράφουν τα ευαγή τραπεζικά ιδρύματα στα χαρτοφυλάκιά τους. Αλλά μια έκρηξη φτώχειας και ανεργίας, πρώτα στην περιφέρεια της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και τελικά και στα «κέντρα» της. Ο «κρατισμός» που επελέγη ως φάρμακο της κρίσης το μόνο που θα επιτύχει είναι να επιταχύνει και να οξύνει τη βιαιότητα (και σκληρότητα) του οικονομικού κύκλου. Το χρήμα που δεσμεύεται σήμερα υπέρ πιστωτικού συστήματος, αύριο (κυριολεκτικά αύριο) θα λείψει από την κατανάλωση, τις επενδύσεις, την απασχόληση.
Εγώ ούτε κεϋνσιανός ούτε νεοκεϋνσιανός είμαι. Και δεν κρύβω την ικανοποίησή μου για κάποιου είδους δικαίωση όλων των επιχειρημάτων που έχω υποστηρίξει κατά του καταθλιπτικού δογματισμού της αγοράς. Ούτε κρύβω την άγρια χαρά που νιώθω για τον τεκτονικό σεισμό που υφίσταται ο πολιτισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού (και ανόθευτου, αν δεν τον νόθευαν σκανδαλωδώς οι κρατικές ενέσεις). Ωστόσο, επειδή παγκόσμια επανάσταση δεν βλέπω στον ορατό ορίζοντα, προτιμώ να μη θρηνήσουμε θύματα. Θύματα όχι μεταφορικά, αλλά πραγματικά: πεινασμένους στον Νότο της ανέχειας, αυτόχειρες δανειολήπτες, ξεσπιτωμένους νεόπτωχους και απελπισμένους ανέργους στον Βορρά της ευημερίας. Νεκρούς σε πραγματικά πεδία μάχης, σε τελευταία ανάλυση- γιατί στην άκρη κάθε μεγάλης ύφεσης παραμονεύει σχεδόν πάντα κι ένας μεγάλος πόλεμος. Αν πρόκειται να σωθούν ζωές, προτιμώ, λοιπόν, να λειτουργήσει ο καπιταλισμός της πραγματικής οικονομίας – αυτός που δημιουργεί πλούτο απτό, απολαύσιμο και βρώσιμο- από το να σωθεί ο καπιταλισμός των εικονικών υπεραξιών και της χειροπιαστής ληστείας. Έτσι κι αλλιώς το σύστημα έχει χάσει μάλλον οριστικά το ηθικό του πλεονέκτημα και την ιδεολογική του ηγεμονία (καημένε, κύριε Φουκουγιάμα…) και οι ανένδοτοι υπερασπιστές του ζουν το πολιτικό τους κραχ. Μέχρι να (ξανα)ανακαλυφθεί αντίπαλο δέος προέχει η επιβίωση των ανθρώπων.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/10/2008)

….Το πιστωτικό σύστημα επιταχύνει την υλική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, που, σαν υλικές βάσεις της νέας μορφής παραγωγής, η δημιουργία τους αποτελεί το ιστορικό καθήκον του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ταυτόχρονα, η Πίστη επιταχύνει τα βίαια ξεσπάσματα αυτής της αντίφασης, τις κρίσεις, και έτσι δυναμώνει τα στοιχεία διάλυσης του παλιού τρόπου παραγωγής…
Τα διπλά χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν στο πιστωτικό σύστημα από τη μια μεριά αναπτύσσουν στο πιο καθαρό και κολοσσιαίο σύστημα παιχνιδιού και αγυρτείας τα ελατήρια της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, τον πλουτισμό με την εκμετάλλευση ξένης εργασίας και περιορίζουν όλο και περισσότερο τον αριθμό των λίγων που εκμεταλλεύονται τον κοινωνικό πλούτο. Από την άλλη μεριά, όμως, δημιουργούν τη μεταβατική μορφή σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής- αυτή η διπλή ιδιότητα είναι που δίνει στους κυρίους κήρυκες της Πίστης, στον Λώου και στον Ισαάκ Περέιρ, τον ευχάριστο μικτό χαρακτήρα του αγύρτη και του προφήτη.

Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο»