Sunday, December 28, 2008

Santa Cop (27/12/2008)

«Εγώ από Ελλάδα δεν περνάω ούτε να με σταυρώσετε!», φώναξε αγανακτισμένος ο Santa Claus, ή Saint Nicholas, ή Περ Νοέλ, ή Παπά Νατάλε, ή Σίντερ Κλάας, ή Λαμ Κουνγκ Κουνγκ ή Αϊ- Βασίλης, ο άνθρωπος με τα εκατοντάδες πρόσωπα που ενσαρκώνει τις προσδοκίες εκατομμυρίων παιδιών, εφήβων και ενηλίκων να αποκτήσουν κάτι τζάμπα. Δηλαδή, χωρίς να το αγοράσουν ή χωρίς αυτός που τους το δωρίζει να έχει μια ειδική, ηθική ή υλική, υποχρέωση απέναντί τους ως νονός, θείος, μπαμπάς, παππούς, προμηθευτής του Δημοσίου, μιζαδόρος, λαμόγιο, φοροφυγάς, εισφοροφυγάς, Αγιορείτης ηγούμενος κ.λπ. Μάταια τα ξωτικά προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι ο κανονισμός δεν επιτρέπει εξαιρέσεις ούτε για χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. «Δεν είναι δυνατό να αφήσετε 3.000.000 ελληνόπουλα χωρίς δώρο», τόλμησε να ξεστομίσει ο Νιλς, που δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη συμπάθεια σ’ όλα αυτά τα σκασμένα που κατακλύζουν το εργοστάσιο με γράμματα και ζητάνε ό,τι τους κατέβει: το καινούργιο iphone, το τελευταίο play station, τη Barbie ειδική φρουρό με πλήρη εξάρτυση, ένα εξοχικό στη Μύκονο, να παρατήσει ο μπαμπάς την γκόμενα και να γυρίσει σπίτι, τη σπασμένη τζαμαρία κι όλο το εξαφανισμένο στοκ στο μαγαζί της μαμάς, να πάρει η ΑΕΚ πρωτάθλημα και μια πιστωτική κάρτα χωρίς όριο και με μηδενικό επιτόκιο. «Τι μου λες; Κι αν μου πετάξουν μολότοφ στα γένια και γίνω παρανάλωμα; Αν μου ρίξουν γιαούρτια κι αυγά στη στολή; Αν μου κάψουν το έλκηθρο; Αν μου χτυπήσουν τον Ρούντολφ;», αντέτεινε αλλόφρων ο Santa, κι αμέσως έριξε μια τρυφερή ματιά στον αγαπημένο του τάρανδο, ο οποίος τού ανταπέδωσε μια μάλλον άγρια ματιά, αναλογιζόμενος τα δεκάδες χρόνια εργασίας που έχει ρίξει για λίγο άχυρο.

Στο εργαστήριο του Αϊ-Βασίλη επικρατούσε πραγματικός πανικός, μια και ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει παραλειφθεί ολόκληρη χώρα από τη διανομή των δώρων, μηδέ εξαιρουμένων του Σουδάν, όπου τα παιδιά πεθαίνουν για μια χούφτα στάρι, του Αφγανιστάν, όπου απ’ τα δέκα βασικό τους παιχνίδι είναι το καλάζνικοφ, ή της Ινδίας και του Πακιστάν, όπου τα παιδιά παίζουν τουλάχιστον δέκα ώρες τη μέρα με τ’ αδράχτια και τους αργαλειούς για να εξασφαλίζουν αδιάκοπη παραγωγή χαλιών για το λεπτό γούστο των κατοίκων της Δύσης. Τα τηλέφωνα στο εργαστήριο χτυπούσαν αδιάκοπα, επίμονα, με μιαν αίσθηση κατεπείγοντος. «Santa, ο σπόνσορας», φώναξε κάποια στιγμή ο Νιλς και ο Αϊ-Βασίλης, απρόθυμος να απαντήσει σ’ όλες τις άλλες κλήσεις διαμαρτυρίας, τσακίστηκε να πάρει το ακουστικό. «Κοιτάξτε, Santa», ακούστηκε αυστηρή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η επικεφαλής του Global Marketing της Coca Cola Company, «ξέρετε καλά ότι μας οφείλετε την ύπαρξή σας. Δεν δικαιούστε να στερήσετε από κανένα παιδί τη χαρά, ούτε δικαιούστε να διακινδυνεύσετε μια αγορά μας από τους υπερβολικούς σας φόβους. Έχουμε αντιμετωπίσει καταστάσεις που δεν έχετε διανοηθεί, έχουμε αλώσει το Σιδηρούν Παραπέτασμα, την Κίνα, μας λατρεύουν ακόμη και οι Ταλιμπάν, έχουμε γίνει η μόνη πηγή ενυδάτωσης σε περιοχές όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν για μια σταγόνα νερό. Δεν νομίζετε ότι είναι λίγο υπερβολικό να τα καταστρέψετε όλα για μερικές μολότοφ και λίγες πέτρες;». Ο Santa επιστράτευσε όλη του την ψυχραιμία και όλα του τα επιχειρήματα. «Μα, στο κάτω κάτω, τι δουλειά έχω εγώ εκεί; Εκεί είναι Ανατολή. Και περιμένουν κάποιον Αϊ-Βασίλη. Εμένα δεν με λένε Βασίλη!». «Santa!», ακούστηκε αυστηρή η φωνή στο τηλέφωνο.

Ο πανζουρλισμός συνεχίστηκε στο εργαστήριο, τα ξωτικά πηγαινοέρχονταν πανικόβλητα, η γραμμή παραγωγής δούλευε ασταμάτητα, χάρη στην εργάσιμη εβδομάδα των 168 ωρών -χωρίς opt out- που είχε επιβάλει ο Santa κατόπιν υποδείξεως του σπόνσορα, επικαλούμενος τον κίνδυνο ντόμινο πτωχεύσεων στον Αρκτικό Κύκλο, μετά την κατάρρευση της Ισλανδίας. Στα επόμενα τηλεφωνήματα που ο Santa ήταν αδύνατο να αποφύγει ήταν κατά σειράν:
Πρώτον, ο Ζοζέ Μπαρόζο – «θέτετε σε κίνδυνο τη στρατηγική της Λισσαβώνας, Santa, ξέρετε πόσα περιμένουμε από την αγοραστική κίνηση των γιορτών; Ξέρετε πού μπορεί να πέσει ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη; Αφήστε που εκείνος ο Σαρκοζί καραδοκεί. Θα κρατικοποιήσει όλο το Ροβανιέμι!», ψέλλισε με αγωνία ο πρόεδρος της Κομισιόν.
Δεύτερον, ο Ντομινίκ Στρος Καν – «άκου, παππού, έχω πληροφορίες ότι ξημεροβραδιάζεσαι στο Internet και παρακολουθείς πολύ indymedia. Μην τα δένεις κι όλα κόμπο, δεν γίνεται και η έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα. Εμένα δεν με χαλάει να προσθέσω άλλη μια χρεοκοπημένη χώρα στη συλλογή μου, αλλά τι θα γίνει αν παρασυρθούν όλα τα Βαλκάνια και η Νοτιανατολική Ευρώπη;», του είπε ο πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Τρίτον, ο Νικολά Σαρκοζί – «Santa, πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω! Δεν πιστεύω να κωλώσεις μπροστά σε μερικά κωλόπαιδα; Πνίξ’ τους στα δώρα και στην κατανάλωση και θα δεις πώς θα στρώσουν. Με την ευκαιρία, εκείνο το κολιέ με τα μαργαριτάρια South Sea το βρήκες για την Κάρλα μου;», του είπε ο Γάλλος πρόεδρος.
Τέταρτον, ο Γιώργος Αλογοσκούφης – «μου καταστρέφεις τον προϋπολογισμό, Αϊ-Βασίλη («δεν με λένε Βασίλη!», διαμαρτυρήθηκε ο Santa), ούτε τέσσερις μέρες δεν είναι ψηφισμένος. Θα έχεις ό,τι θέλεις, και τον στρατό θα κατεβάσουμε για να κάνεις με ασφάλεια τη δουλειά σου. Έχε μου εμπιστοσύνη, το ελέγχουμε», είπε ο Έλληνας υπουργός Οικονομίας.
Πέμπτον, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας – «Santa, σε έχουμε κάνει φίρμα εδώ στην Ελλάδα, δεν θα βρεις βιτρίνα χωρίς τη φάτσα σου, αρκεί να είναι στη θέση της, βέβαια. Σε εκλιπαρώ, το 30% του τζίρου μας το κάνουμε τώρα – αν δεν έλθεις, χαθήκαμε. Θα γεμίσει η Βουκουρεστίου Κινέζους και Αιθίοπες!».
Έκτον, ο Βασίλης Τσιατούρας – «παίζεται το κεφάλι μου, Άγιε. Θα έχεις τα πάντα, και ειδικούς φρουρούς και ΜΑΤ και περιπολικά και αύρες («μα, το έλκηθρό μου είναι ιπτάμενο», αντέτεινε ο Santa Claus), θα σου ’χουμε και ελικόπτερα και F16, αν είναι απαραίτητο», διαβεβαίωνε με απόγνωση ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ.
Έβδομον, ο Αλέξης Τσίπρας -«κι εγώ παιδί υπήρξα, φίλε, ξέρω τι σημαίνει να περιμένεις δώρο… Μη νομίζεις, ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά με τις κουκούλες θα βρεις πολλά να σε περιμένουν», προσπάθησε να τον πείσει ο πρόεδρος του ΣΥΝ.
Όγδοη, η Αλέκα Παπαρήγα – «εμείς, κύριε, δεν έχουμε καμιά διάθεση να συντηρήσουμε τον αντιδραστικό μύθο που εκπροσωπείτε και δώρα δεν θέλουμε από κανέναν. Αλλά δεν πρέπει να υποχωρήσεις στον εκβιασμό των σκοτεινών κύκλων που κρύβονται πίσω από τις κουκούλες. Και θέλουμε να έρθεις για ν’ αποδειχθεί ότι ένας άγιος δεν σώζει τη λαϊκή κατανάλωση», είπε η γραμματέας του ΚΚΕ.

Παρέλασαν πολλοί από την τηλεφωνική γραμμή του Αϊ-Βασίλη, η πίεση ήταν ασφυκτική, οι εγγυήσεις ασφάλειας φαίνονταν επαρκείς, ο Santa υποχώρησε εν ονόματι της κοινωνικής ειρήνης, της πνευματικής ισορροπίας των ευάλωτων σε καινά δαιμόνια ελληνόπουλων, της καταναλωτικής ευημερίας, της αποκατάστασης του εμπορικού τζίρου και της καπιταλιστικής σταθερότητας.

Τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, όσοι από τους Έλληνες είχαν την υπομονή να προσηλώσουν για αρκετή ώρα το βλέμμα τους στον ουρανό, έβλεπαν το εξής παράδοξο θέαμα: ένα ιπτάμενο έλκηθρο πλαισιωμένο από ελικόπτερα της Αστυνομίας, διμοιρίες ειδικών φρουρών και ΜΑΤ με πλήρη εξάρτυση αλλά εφοδιασμένους με ατομικές πτητικές μηχανές να ίπτανται σαν τάγματα σιδερόφρακτων αγγέλων, σχηματισμούς μαχητικών αεροσκαφών να ολοκληρώνουν την παράξενη πομπή και τον ίδιο τον Αϊ-Βασίλη, με περιβολή άνδρα των ΜΑΤ και ασκεπή, χωρίς τον κόκκινο σκούφο του για να μη θεωρηθεί ότι αβαντάρει τις κουκούλες, η χρήση των οποίων άλλωστε μετ’ ου πολύ θα γινόταν κακούργημα («Santa Cop», τον χλεύαζε ο Ρούντολφ). Ανάμεσα στα τραγούδια, τα κάλαντα, τα αποχαιρετιστήρια στον παλιό χρόνο, τις ευχές και τα χρόνια πολλά που ζέσταιναν την ατμόσφαιρα στα σπίτια και τους δρόμους της Αθήνας, ακούστηκε φυσικά και η πρωτοχρονιάτικη εκδοχή του συνθήματος των ημερών: «Ο Αϊ-Βασίλης όλους μάς ενώνει, μπάτσοι, γουρούνια δολοφόνοι».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (27/12/2008)

Πόση ώρα τώρα προσπαθείς να συνδεθείς
Και σε πετάει έξω ο υπολογιστής
Στον ξύπνιο κόσμο έξω απ’ το λογισμικό
Πως βρέθηκες ξανά εδώ.

Που σου χτυπάν την πόρτα νάνοι και παιδιά
Και ψέλνουν με βιασύνη την αρχιχρονιά
Κι εσύ που τόσο θα ’θελες να ξεχαστείς
Προφταίνεις κάτι να ευχηθείς.

Μα είν’ αλήθεια πως ο χρόνος
Ό,τι παίρνει, το παίρνει για πάντα
Κι είν’ αλήθεια πως μετά τα τριάντα
Είναι δύσκολο να κάνεις αρχή.

Κι είν’ αλήθεια πως και φέτος
το φλουρί θα το βρούνε οι άλλοι
και για σένα θα μείνει μονάχα η κραιπάλη
κι ο ύπνος το πρωί.

Μα κάποιος στρώνει τσόχα,
κάποιος πλάι στο φως
Κοιτάει να πέσει έγκαιρα ο γενικός
Και κάποιος γράφει σε CD μια συλλογή
Και κάποιος ντύνεται να βγει.

Κι εσύ που πελαγώνεις και παραπατάς
Και στο τηλέφωνο ποτέ δεν απαντάς
Ανοίγεις το παράθυρό σου και κοιτάς
Και σκέφτεσαι κι εσύ να πας.

Γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει.
Γιατί ο χρόνος είσαι εσύ και οι άλλοι.
Και κανείς δε γνωρίζει η ζωή πού θα βγάλει.
Κι όλο αυτό είναι μια μεγάλη γιορτή.
Κι όποιος είπε «και του χρόνου»
θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος.
Ευτυχές και στο χέρι μας το νέο έτος
Και πες το μου κι εσύ.


Φοίβου Δεληβοριά, «Και του χρόνου»

Sunday, December 21, 2008

Η εποχή της μετάνοιας (2012/2008)

Τελικώς, αποδείχθηκε ότι η ώσμωση κράτους και μοναστικής κοινωνίας είχε βαθύτατη επίδραση σε όλους τους πρωταγωνιστές της ελλαδικής μεσαιοχώρας. Μπορεί να μην έγιναν όλοι κάτοχοι ακινήτου στο ιερό real estate, κατακλύστηκαν όμως από βαθύτατο πνεύμα μετάνοιας. Όλοι θεωρούσαν εαυτούς εξ ορισμού αμαρτωλούς και η συγγνώμη τους, σε όλες τις φραστικές παραλλαγές, αντικατέστησε την «καλημέρα», την «καλησπέρα» και όλους τους άλλους χαιρετισμούς. Ήταν τέτοια η επίδραση της δημόσιας ομολογίας λάθους του πρωθυπουργού, ώστε ακόμη και η Εκκλησία αποφάσισε να αλλάξει τους κανόνες των μυστηρίων, καθιστώντας την εξομολόγηση δημόσια.

Ο κόσμος κυκλοφορούσε στις γειτονιές, στις δουλειές, στην αγορά, και κάθε φορά που διασταυρώνονταν δύο και πλέον άτομα, ο χώρος πλημμύριζε από φράσεις όπως, «ήμαρτον, αδελφέ», συγγνώμη, mea culpa, maxima culpa, μετά συγχωρήσεως, σόρι, εξκιούζμι, μετανοώ… Οι πιο εκδηλωτικοί, δε, είχαν υιοθετήσει πλήρως το τελετουργικό των πιστών και των μοναχών και ξεκινούσαν τη μέρα τους τουλάχιστον με είκοσι βαθιές μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα ή στον Άγνωστο Στρατιώτη, που είχε μετατραπεί σε δημοφιλή χώρο δημόσιων εξομολογήσεων και αυτοτιμωρίας. Από τους πιο φανατικούς της μετάνοιας δεν έλειψε και το φαινόμενο, όποτε αισθάνονταν την ψυχή τους βαριά, γιατί όλο και κάποια πουστιά θα είχαν κάνει, να προσέρχονται στην εργασία τους μπουσουλώντας, όπως οι ταμένοι στην Παναγία της Τήνου. Εννοείται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προσέρχονταν στη Βουλή καθημερινώς οι εθνοπατέρες, ιδίως της κυβερνώσας παράταξης, που ήθελαν να αντιγράψουν πιστά το δημόσιο παράδειγμα του αρχηγού τους. Οι ζηλωτές εξ αυτών (που περίμεναν μ’ αγωνία τον ανασχηματισμό), κατά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο προέβαιναν σε αυτομαστίγωμα μέχρι αίματος.

Ήταν τόση η εδραίωση της μετάνοιας ως μοναδικής στάσης για όλους τους κατά τεκμήριο ενόχους, ώστε το υπουργείο Οικονομίας διέκοψε την καμπάνια για την εμπέδωση φορολογικής συνείδησης, αφού τα εκατομμύρια νεοελλήνων φοροφυγάδων συνέρρεαν στις ΔΟΥ όλης της χώρας με δάκρυα στα μάτια και ομολογούσαν λεπτομερώς τα εισοδήματα που έχουν αποκρύψει. Κι όταν κατέρρεαν μετανοημένοι στα γκισέ της εφορίας, συμπλήρωναν - εννοείται- ότι είναι συντετριμμένοι για το γεγονός ότι δεν μπορούν να πληρώσουν ούτε ευρώ στο κράτος καθότι και τις λίγες καβάντζες από τα «μαύρα» που έχουν διασώσει τα φυλάνε για την ύφεση. Και, ω της εκπλήξεως, οι ελεγκτές της εφορίας ουδόλως τους επέπλητταν για τη δημόσια ομολογημένη παρανομία τους, ει μη μόνον κατακλύζονταν από αντίστοιχα κύματα ειλικρίνειας και αποκάλυπταν λεπτομερώς τις μίζες που έπαιρναν από τους φοροφυγάδες. Άλλωστε, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας πέτυχε την παμψηφεί έγκριση του πιο ψευδούς προϋπολογισμού της ελληνικής ιστορίας, ομολογώντας συγκινημένος ότι ούτε ο ίδιος ξέρει αν και με πόσο έλλειμμα θα κλείσει.

Η ηθική επανάσταση που συντελούνταν δεν άφησε κανένα τομέα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής ανεπηρέαστο. Ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε αναβαθμίστηκε σε άγιο πρώτης τάξεως και η ημέρα εορτής του καθιερώθηκε ως επίσημη αργία του κράτους. Οι ιστορικοί μελετητές, μάλιστα, φρόντισαν να αναδιφήσουν ακόμη και του αγίου τη δημόσια ομολογία και μετάνοια για το γεγονός ότι αφάνισε τους τελευταίους Εβραίους και ειδωλολάτρες της Πελοποννήσου. Αγαπημένο ρητό της μεσαιοχώρας έγινε το «αμαρτία ομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία», το οποίο και αναρτήθηκε ακόμη και στις αίθουσες των δικαστηρίων όπου προσέρχονταν αυθορμήτως όλοι οι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και αποκάλυπταν ενόρκως τα εγκλήματα και αδικήματά τους. Η δουλειά των δικαστών, εννοείται, διευκολύνθηκε αφάνταστα, αφού περιορίστηκε στο να ακούνε τη δημόσια εξομολόγηση των αυτο-κατηγορουμένων, το δε ποινολόγιο εφαρμοζόταν ως επί το πλείστον επιτόπου. Για τα βαρύτερα αδικήματα οι ποινές έφταναν τις διακόσιες μετάνοιες εντός της δικαστικής αιθούσης, τα ελαφρύτερα τιμωρούνταν με πενήντα μετάνοιες και κάτω, εκτελούμενες κατ’ οίκον. Έτσι βρήκε λύση και το πρόβλημα της συμφόρησης των φυλακών που εντός ελαχίστων μηνών άδειασαν χωρίς να χρειαστεί να εφαρμοστεί η τελευταία μεταρρύθμιση Χατζηγάκη.

Ριζικές αλλαγές επήλθαν στα ήθη και τα έθιμα της μεσαιοχώρας (λέξη που απαγορεύτηκε εν τω μεταξύ ως προσωνύμιο της Ελλάδας, αφού -όπως αποκάλυψε ο ΟΤΕ με καμπάνια του- μέσος άνθρωπος δεν υπάρχει, άρα μούφα και ο μεσαίος χώρος και οι μέσες λύσεις και οι μέσες άκρες και ό,τι άλλο μέσο υπάρχει, εκτός από το μέσο που χρειάζεται για να κάνει κανείς τη δουλειά του στο Δημόσιο). Απαγορεύτηκαν, λοιπόν, φράσεις όπως «από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο», ενώ λογοκρίθηκε ως πολιτικά μη ορθή και η φράση του Μέτερνιχ «είναι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος», αφού και το έγκλημα και το λάθος ομολογούμενα εκμηδενίζονταν. Ομοίως απαλείφθηκε από τη συλλογική μνήμη η αρχή «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται», αφού πλέον οι έμποροι και οι υπάλληλοί τους ομολογούσαν επιτόπου ότι η αναγραφόμενη τιμή περιλαμβάνει και την ποσόστωση αισχροκέρδειας και όλα τα «καπέλα» προμηθευτών, μεσαζόντων και λοιπών υγιών, πλην εκ προοιμίου μετανοούντων, επιχειρηματικών δυνάμεων. Ήταν δε τόσος ο μετανοητικός ζήλος της επιχειρηματικής τάξης, ώστε κατόπιν εισηγήσεων των ενώσεών τους, το υπουργείο Ανάπτυξης καθιέρωσε στις συσκευασίες των προϊόντων ευδιάκριτες αναγραφές του τύπου «η τελική τιμή του προϊόντος περιλαμβάνει υπερτιμολογήσεις, υπερκοστολογήσεις και υπερκέρδη 50%», όπως τα τσιγάρα αναγράφουν ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο, βλάπτει τη στύση ή επιταχύνει τη γήρανση, αλλά οι καπνιστές τα καπνίζουν με την ικανοποίηση ότι αυτοί που τους σκοτώνουν είναι τουλάχιστον απολύτως ειλικρινείς μαζί τους.
Εκείνοι που υπερέβησαν εαυτούς ήσαν οι τραπεζίτες. Αφού ομολόγησαν, διά του συλλογικού τους οργάνου και κατά μόνας, ότι με τα υπερκέρδη των προηγούμενων ετών έχουν εξασφαλίσει και τα τρισέγγονά τους ακόμη κι αν η ύφεση κρατήσει μισό αιώνα, αποφάσισαν να διαφημίζουν τα προϊόντα καταθέσεων και χορηγήσεων, θυμίζοντας με ζωηρά γράμματα ότι δανείζονται με 3% αλλά δανείζουν με 17%, ακόμη κι αν ο πληθωρισμός πέσει στο 0% και το βασικό επιτόκιο γίνει αρνητικό. Οι πιο τολμηροί αποφάσισαν να αποκαλούν ευθέως τους πελάτες θύματά τους, ενώ τα περίφημα ψιλά γράμματα των δανειακών συμβάσεων έγιναν χοντρά, συνοδευόμενα από τις λέξεις «σόρι», «ήμαρτον» και τα συναφή. Σε μια έσχατη πράξη μετάνοιας μια τράπεζα αποφάσισε να διαφημιστεί με ατάκες του Σάιλοκ από τον σαιξπηρικό «Έμπορο της Βενετίας», γλαφυρά τσιτάτα του Μαρξ για τον παρασιτικό χαρακτήρα της πίστης και αποφθέγματα του Μωάμεθ από το Κοράνι για την τοκογλυφία.

Συγκινητικές στιγμές μετάνοιας εκτυλίσσονταν στους υπεράκτιους παραδείσους, απ’ όπου τα εξορισμένα golden boys της κρίσης, οι χρυσοκάνθαροι των πυραμίδων και των τοξικών ομολόγων ομολογούσαν σε tele-conference από τις λαβυρινθώδεις επαύλεις τους με τις 36 τουαλέτες και τις 7 εσωτερικές πισίνες πόσα εκατομμύρια ευρώ έχει ενθυλακώσει έκαστος μέχρι να εξοκείλουν στην ξέρα του κραχ το σκάφος του καπιταλισμού.

Όταν ο πολιτισμός της μετάνοιας παγκοσμιοποιήθηκε- καθότι ό,τι συνέβαινε πλέον στη μεσαιοχώρα εξελισσόταν σε διεθνές ντόμινο, είτε εξέγερση ήταν είτε σκάνδαλο- ακόμη και οι κεντρικοί τραπεζίτες ομολόγησαν περίλυποι πως ουδέποτε υπήρξαν χρήσιμοι σε κάτι, πως δεν έχουν ιδέα για το πώς λειτουργεί αυτό το πολύπλοκο σύστημα, για το οποίο μέχρι πρότινος διαβεβαίωναν ότι είναι ακλόνητο. Κι οι πετρελαιάδες ομολόγησαν ότι χρηματοδοτούν αφειδώς κάθε προσπάθεια υπονόμευσης της πράσινης ενέργειας και πως οι ίδιοι προκάλεσαν το ράλι των τιμών, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσαν να μετατρέψουν τον Περσικό σε Καραϊβική. Και οι διανοούμενοι και οι ιστορικοί όλου του κόσμου αποφάσισαν να βάλουν βαθιά στις επόμενες γενιές το πνεύμα της μετάνοιας, ξαναγράφοντας την ιστορία στο πνεύμα της ομολογίας και της συγχώρεσης. Έτσι, τα παιδιά μάθαιναν ότι ο Ηρώδης επισκέφθηκε μία προς μία τις οικογένειες των 5.000 βρεφών που έσφαξε, εκλιπαρώντας για τη συγγνώμη τους. Και το ίδιο συνέβαινε με τον Χίτλερ, του οποίου ανακαλύφθηκε η διαθήκη-μετάνοια για τα εκατομμύρια θύματά του, Εβραίους, κομμουνιστές, Τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους, στους οποίους προσέφερε ως συγγνώμη την αυτοκτονία του από τύψεις.

Και συνέβησαν κι άλλα τρυφερά, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, κοιτίδα πλέον όχι μόνο της δημοκρατίας αλλά και της μετάνοιας, με τον Κορκονέα να σύρεται στα πόδια της μητέρας του Αλέξη, τον Κούγια να ζητάει συγγνώμη από τη Βατίδου και τους τηλεθεατές για τις ανοησίες με τις οποίες έχει φάει τον χρόνο τους, τον Εφραίμ να ομολογεί στο πανελλήνιο πώς έστησε τη μεγαλύτερη απάτη των τελευταίων χρόνων, τους αστυνομικούς να αγκαλιάζονται με τους κουκουλοφόρους και να αλληλοσυγχωρούνται βουρκωμένοι - όχι από τα δακρυγόνα-, και όλο τον θίασο της δημόσιας ζωής να χτυπάει τα κεφάλια του μέχρι αίματος στο Τείχος των Δακρύων που ο δήμαρχος Κακλαμάνης έστησε στο Σύνταγμα, μνημείο μετάνοιας, το οποίο αντικατέστησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όπως και το «Ολαρία-ολαρά» του Σαββόπουλου αντικατέστησε τα κάλαντα...

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/12/2008)

(Μια υπόθεση συγγνώμης από την ειδησεογραφία)
Μέσα στο τσαντάκι της, είχε σχεδόν τα πάντα: βιβλιάρια καταθέσεων, κάρτες ανάληψης, ταυτότητα, σήματα τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων της οικογένειας, και αρκετά χρήματα, που ξεπερνούσαν συνολικά τα 3.500 ευρώ… Το τσαντάκι εξαφανίστηκε χωρίς να το αντιληφθεί αμέσως... Την επόμενη μέρα, απευθύνθηκε στην Αστυνομία, η οποία και κατέγραψε το γεγονός. Η πίκρα της μεγάλη: Όχι μόνο για τα σήματα των τελών κυκλοφορίας που είχε πληρώσει το πρωινό εκείνης της ημέρας, αλλά και για τα χρήματα. Τα μισά περίπου από αυτά τής τα είχαν δώσει οι ένοικοι της πολυκατοικίας της για να πληρώσει το πετρέλαιο. Τώρα θα έπρεπε να καλύψει η ίδια από την τσέπη της τα κλεμμένα χρήματα των ενοίκων. Η περιπέτειά της δεν τελείωσε, όμως, εκεί. Πέντε ημέρες μετά την κλοπή, ένα παιδί μπήκε στο γαλακτοπωλείο και της άφησε μια μικρή τσάντα, λέγοντάς της ότι του την έδωσε ένας κύριος για να την παραδώσει στην ίδια! Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, και λόγω δουλειάς δεν την άνοιξε. Όταν την άνοιξε όμως, την περίμενε μια ευχάριστη, μικρή έκπληξη. Μέσα στην τσάντα, υπήρχαν όλα τα κλεμμένα είδη, εκτός από τα 3.500 ευρώ. Και ένα σημείωμα συγγνώμης: «Λυπάμαι παρά πολύ. Τα έχω μεγάλη ανάγκη αυτά τα χρήματα».
Από την εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγώνας», 13 Δεκεμβρίου 2008

Sunday, December 14, 2008

Μπάχαλο! (13/12/2008)

(Η Rodia μου υποδεικνύει να βάλω ετικέτα-tag. Λυπάμαι, ως ψηφιακά ημι-αναλφάβητος το μόνο που έχω μάθει είναι να βάζω στο blog τα κείμενα που δημοσιεύω κάθε Σάββατο στον "Κόσμο του Επενδυτή". Δεν γνωρίζω καν πώς να απαντήσω, έστω από ευγένεια, στα λίγα σχόλια. Θα χρειαστώ ειδικό φροντιστήριο. Επιφυλάσσομαι...)

Είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς μας συνέβη; Προφανώς όχι. Όλοι κινούνται και εκφράζονται με μια αμφιθυμία. Λογικό είναι. Ακόμη κι ο μικροϊδιοκτήτης, που θρηνεί τα λεηλατημένα ράφια του μαγαζιού του, τα αποκαϊδια της χριστουγεννιάτικης βιτρίνας του, τις προσδοκίες να γεμίσει το ταμείο του από την αγοραστική ευφορία των ημερών, κρατάει μια πισινή. Ίσως το παιδί του είναι ανάμεσα σ’ αυτούς, τους άλλους, τους παράξενους, τους απροσδόκητα πολλούς που δεν χρειάζονται πια κουκούλες κι αχρήστεψαν τα δημοσιογραφικά κλισέ: γνωστοί-άγνωστοι, κουκουλοφόροι, νεαροί, άτομα… Πώς ακριβώς να τους αποκαλέσουμε πια; Το λεξικό δεν βοηθάει. Πάρε τηλέφωνο την Πυροσβεστική, φώναξε την Αστυνομία (πού είναι, τι κάνουν, γιατί παρακολουθούν απαθείς;), και το παιδί; Πού είναι το παιδί; Αν την έχει κάνει κοπάνα απ’ το φροντιστήριο; Γιατί δεν απαντάει στο κινητό; Θεέ μου, έχουμε το χάος στο ίδιο μας το σπίτι! Τα ύστερα του κόσμου…

Αλλά, κανείς δεν δικαιούται να προσποιείται τον έκπληκτο. Όχι μόνο γιατί είναι πια ένας ώριμος νοικοκύρης, με κοιλίτσα, σπίτι, εξοχικό, δύο αυτοκίνητα, πιστωτική και χωρίς καμιά διάθεση να διακινδυνεύσει τα κεκτημένα της ενυπόθηκης ευημερίας του. Αλλά γιατί στην πραγματικότητα εδώ και χρόνια, δεκαετίες ίσως, έχει βρεθεί στην ανάλογη ψυχολογία. Πόσες φορές έχετε σκεφτεί να τα κάνετε μπάχαλο; Στο γκισέ της εφορίας ή της τράπεζας, στη βιτρίνα με τις προκλητικά απλησίαστες τιμές, στο γραμματοκιβώτιο που σας υπενθυμίζει αρκετές φορές τον μήνα ότι η τράπεζα είναι ο καλύτερός σας φίλος, ο μόνος που αλληλογραφεί συχνά για να σας υπενθυμίζει τις δόσεις σας; Πόσες φορές σάς έχει συγκρατήσει συγγενής ή φίλος από το να τα κάνετε μπάχαλο; Στο δημόσιο νοσοκομείο που δεν έχει κρεβάτι για την άρρωστη μάνα σας, στο γραφείο του μεγαλογιατρού που περιμένει να του μετρήσετε μερικά χιλιάρικα πριν μπει στο χειρουργείο για να τη σώσει; Στα γραφεία της εταιρείας που σας δείχνει την έξοδο γιατί είστε μεγάλος και πολύ ακριβός πια για τη δουλειά που κάνετε; Στην εθνική οδό γιατί η σοδειά σας μένει απούλητη ή πρέπει να τη δώσετε κοψοχρονιά στους μεσάζοντες; Στο κατάστημα πλειστηριασμών όπου βγαίνει στο σφυρί το αυτοκίνητο, το σπίτι ή το κτήμα σας για μια απλήρωτη δόση; Ομολογήστε το! Έχετε βρεθεί πολλές φορές στην ίδια θέση, στην ίδια ψυχολογία, ένα κλικ πριν σηκώσετε την πετρούλα σας… Ή και κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο. Αλλά συγκρατείστε. Και τι σας συγκρατεί; Δεν είναι τόσο η φιλοσοφική σας προσήλωση στη νομιμότητα, η ιδεολογική αποστροφή για την αυτοδικία, όσο ο φόβος μήπως χάσετε και όσα σάς απομένουν.

«Μπάχαλο την έκαναν την Αθήνα!». Και τι ήταν η Αθήνα πριν; «Διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι»; Τι ήταν η χώρα πριν; Τι ήταν η κοινωνία των νεοελλήνων, αενάως μετεωριζόμενη μεταξύ εκμαυλιστικού «εκσυγχρονισμού» και τριτοκοσμικής υστέρησης; Σε ποιον απ’ όλους τους θεσμούς του κρατικού Λεβιάθαν δεν ταιριάζει η λέξη «μπάχαλο»; Στη δημόσια διοίκηση που λειτουργεί μόνο με δόντι και γρηγορόσημο; Στην Αστυνομία που υποθάλπει ένα φασίζον παρακράτος νταήδων; Στο Κοινοβούλιο που θυμίζει πουκάμισο αδειανό της παρηκμασμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας; Στα κόμματα που εξαντλούν την ύπαρξή τους στις στροφές του εκλογικού κύκλου; Στην Εκκλησία που πρωτοστατεί στην πρωτοφανή λεηλασία της δημόσιας περιουσίας; Στα ασφαλιστικά ταμεία που έπαιξαν κορόνα-γράμματα στην τυχοδιωκτική κερδοσκοπία τις συνταξιοδοτικές προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων; Στους μηχανισμούς προστασίας του περιβάλλοντος που, όταν δεν το παραδίδουν στις μπουλντόζες, το αφήνουν στο έλεος της φωτιάς; Πόσο πιο «μπάχαλο» μπορούσε να γίνει μια χώρα απ’ όσο έγινε το καλοκαίρι του 2007 η Ελλάδα, με τον μισό δασικό της πλούτο στάχτη και σχεδόν 100 νεκρούς; Άκλαυτοι πήγαν…

Κι έπειτα από το μπάχαλο, το πλιάτσικο. Ναι, ναι, τους είδαμε τους μπαχαλάκηδες, τους φτωχοδιάβολους αλλοδαπούς να μπαίνουν στα σπασμένα μαγαζιά και να σηκώνουν ό,τι χωράνε οι τσέπες τους, οι χούφτες κι οι αγκαλιές τους. Αλλά ας υποδείξει κάποιος ένα πεδίο παραγωγής και επίδειξης πλούτου που να μην έχει γίνει αντικείμενο άγριου πλιάτσικου. Πόσα δισεκατομμύρια άλλαξαν χέρια την εποχή του χρηματιστηριακού παροξυσμού; Πώς χαρακτηρίζεται, αν όχι πλιάτσικο, η μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου υπέρ κατεργαραίων το 1999; Πόσα δισεκατομμύρια ασφαλιστικού πλούτου γίνονται καπνός από την εισφοροδιαφυγή, στην οποία πρωτοστατεί ακόμη και το κράτος-εργοδότης; Πόση δημόσια περιουσία -γη, επιχειρήσεις, υπηρεσίες- πέρασε για ψιχία στα χέρια ιδιωτών στις δεκαετίες των αποκρατικοποιήσεων; Πόσες χιλιάδες στρέμματα δημόσιας γης παίζονται στο ιερό real estate ή στο real estate των εμπρηστών, των καταπατητών και των νεόπλουτων που έχουν μετατρέψει τις θάλασσες σε ιδιωτικές πισίνες και τα δάση σε ιδιωτικούς κήπους τους; Πόσα εκατομμύρια ευρώ αλλάζουν τσέπες σε κάθε κερδοσκοπική «επίθεση» στην κατανάλωση, σε κάθε ληστρική αύξηση ή επιτοκίου; Και πόσα τρισεκατομμύρια ευρώ ή δολάρια ενθυλακώνουν οι τυχοδιώκτες της διεθνούς κρίσης, οδηγώντας επιχειρήσεις, περιοχές, ακόμη και χώρες στη χρεοκοπία; Αυτό το πανθομολογούμενο πλιάτσικο εις βάρος των εθνικών οικονομιών και κοινωνιών ποια κάμερα ασφαλείας το κατέγραψε και ποια Δικαιοσύνη θα το τιμωρήσει;

Τα ερωτήματα είναι μάλλον κοινότοπα, το ίδιο και η απαντήσεις τους. Προσφέρονται για λαϊκή ρητορεία, για καπηλεία της κοινωνικής δυσφορίας, για διαχείριση του λαϊκού ενστίκτου. Κι ο Καρατζαφέρης αντικαπιταλιστής είναι πλέον, κι ο Σαρκοζί το ίδιο, όλοι αντικαπιταλιστές είμαστε, αλλά τι υπάρχει πέρα από τη ρητορική; Ξαναζεσταμένο φαγητό. Ένας πολιτικός πολτός που διαχειρίζεται καταδικασμένες στην αποτυχία πολιτικές, αδέξιες ταχυδακτυλουργίες, λογιστικό εξωραϊσμό μιας πραγματικότητας που έρχεται κατά πάνω μας αμείλικτη, με ανοικτή την προοπτική μιας πτώχευσης. Πτώχευσης καθολικής, ως κοινωνία, ως εθνική οικονομία, ως οικονομικός πολιτισμός. Αυτό που η επίσημη πολιτική προσπαθεί να κρύψει πίσω από τη φλυαρία φαίνεται ότι το είχαν μυριστεί πολλοί, προ πολλού. Τώρα όλοι το αναγνωρίζουν: για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρόνια, μια ολόκληρη γενιά αντιμετωπίζει την προοπτική να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Τα παιδιά μας προετοιμάζονται να ζήσουν χειρότερα από εμάς, τους γονείς τους. Η εξηκονταετής γραμμή της προόδου, για πρώτη φορά, σπάει, στρέφεται στην κάθοδο. Οι σημερινοί δεκαεξάρηδες, ακόμη και οι γόνοι των μεσαίων στρωμάτων που «έχουν τον τρόπο τους», οδηγούνται μέσα από ένα μαραθώνιο σπουδών και εξειδίκευσης σε ένα οικονομικό και εργασιακό περιβάλλον με δικαιώματα ανάπηρα. Τους τα έχουμε πει ήδη όλα: θα δουλεύουν περισσότερο, με υψηλότερα προσόντα, αλλά με λιγότερα δικαιώματα. Θα διαγκωνίζονται για μια θέση εργασίας και για αποδοχές που θα είναι στάσιμες, υπό τη διαρκή αίρεση του οικονομικού κύκλου. Θα δουλεύουν μέχρι τα γεράματά τους κι ίσως δεν πάρουν ποτέ σύνταξη για να διασώσουν τα ασφαλιστικά συστήματα από την κατάρρευση. Δύσκολα θα γίνουν μικροϊδιοκτήτες, ίσως δεν αποκτήσουν ποτέ δική τους περιουσία, αν δεν βρουν κάτι από τους γονείς τους, που -έστω με τη στέρηση, την παραοικονομία ή τη μικροαπατεωνιά- έκαναν το κουμάντο τους. Θα ωριμάσουν σ’ έναν κόσμο εξαιρετικά ασταθή κι ανασφαλή, ίσως χωρίς παγκόσμιο πόλεμο, αλλά με δεκάδες μικρούς περιφερειακούς πολέμους για τον έλεγχο των φυσικών πόρων ή την επιβεβαίωση της γεωπολιτικής ισχύος των αυτοκρατοριών, των νυν και των επίδοξων.

Σε θραύσματα, κομμάτια κι αποσπάσματα, τους τα έχουμε πει όλα, ήταν εκεί όταν τους τα λέγαμε, νομίζαμε ότι δεν μας άκουγαν, θαρρούσαμε ότι μας έγραφαν κανονικά, αλλά προφανώς κάτι έπιασαν. Κι ήρθε μια σφαίρα, λίγο αίμα κι ένας θάνατος για να συνθέσουν τη ζοφερή εικόνα, να δώσουν υπόσταση στον εφιάλτη του μέλλοντός τους. Δεν ήταν μια διεργασία συνειδητή, με βάθος και κυρίως ένα συνεκτικό πολιτικό στόχο. Περιέχει πολιτική αφέλεια, ιδεοληπτικές ευκολίες και μια γερή δόση αυθάδειας, ίσως και αυταρχισμού (όπως αυτός που εκφράζει το αντεξουσιαστικό μήνυμα που δημοσιεύω στη «θυγατρική» στήλη). Αλλά η ευκολία με την οποία περνούν έφηβοι και νέοι σ’ αυτή τη δαιμονοποιημένη, βίαιη, άλλη πλευρά της πολιτικής, με μαζικότητα που αφήνει τους πάντες άφωνους κι αμήχανους, αποκαλύπτει τη χρεοκοπία της επίσημης πολιτικής. Την αδυναμία της να εμπνεύσει ένα ελάχιστο όραμα, έναν μίνιμουμ θετικό στόχο, μια προσδοκία ότι θα πάψουν να ζουν σε μια κοινωνία μπάχαλο. Ενός μπάχαλου, λοιπόν, μύρια έπονται. Κι έχουμε δει μόνο ένα μέρος τους.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/12/2008)

Γιατί καίμε; Γιατί καταστρέφουμε;
Μα επειδή είμαστε εμπορεύματα. Και δεν μας αρέσει καθόλου.
Όλοι μας, οι «πολίτες» της εμπορευματικής δημοκρατίας, είμαστε αναγκασμένοι να πουληθούμε, να δουλεύουμε, για να επιβιώσουμε. Οι νταβατζήδες μας, οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί, μας αγοράζουν και μας πουλάνε. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται να είναι εμπορεύματα, κι επιδιώκουν να αυξήσουν την τιμή που πουλιούνται, συνεπώς την αγοραστική τους δύναμη, για να καταναλώνουν άλλα εμπορεύματα σε αυξανόμενες ποσότητες. Αυτό είναι το νόημα που δίνουν στη ζωή τους: κατανάλωση. Εμείς τι επιδιώκουμε; Ισότητα. Πολιτική, οικονομική, κοινωνική. Όλων με όλους.
Υπάρχει πιθανότητα να πείσουμε τους εθελόδουλους καταναλωτές να πάψουν να είναι εμπορεύματα και υπήκοοι; Μάλλον όχι. Τι μπορούμε να κάνουμε; Μα να καταστρέφουμε την αγορά και τους μύθους που στηρίζουν την ανισότητα. Αφού δεν μπορούμε να πείσουμε τους καταναλωτές να γίνουν άνθρωποι, να πάψουν να είναι εμπορεύματα και να ξεφορτωθούν τους νταβατζήδες, ας καταστρέψουμε τη δυνατότητά τους να καταναλώνουν. Ο μόνος θεμιτός διαχωρισμός μεταξύ των ανθρώπων είναι ο εξής: αυτοί που θέλουν την ισότητα και εκείνοι που θέλουν την ανισότητα.
Δε θέλετε ισότητα; Πάρτε χάος!

Μήνυμα γνωστού-αγνώστου που βρήκα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο.

Sunday, December 7, 2008

Οι τόκοι της μέλλουσας ζωής (6/12/2008)

Έφαγα ήττα. Την τρώω σε μικρές, βασανιστικές δόσεις. Βρίσκομαι στα πρόθυρα του τελειωτικού ιδεολογικού μου Βατερλό. Μου το ετοιμάζει η κόρη μου. Παρά τις γενναίες δόσεις υλισμού που της χορήγησα εν αγνοία της εξ απαλών ονύχων, η Βέρα ρέπει συστηματικά στη μεταφυσική. Το κίνητρό της, απολύτως ιδιοτελές. Ασυμφιλίωτη με τον θάνατο -τι άλλο θα μπορούσε να συμβαίνει σε ένα δεκάχρονο παιδί;- επενδύει σε θεωρίες αθανασίας, δεύτερης ευκαιρίας και μέλλουσας ζωής. «Δεν είναι όλα τέλεια γύρω μας;», μου είπε τις προάλλες. «Κάποιο χέρι πρέπει να τα έφτιαξε όλα τόσο τέλεια…». Εγώ έφερα τις αντιρρήσεις μου ως προς την τελειότητα του κόσμου – «σ’ αρέσει το λιοντάρι να τρώει την αντιλόπη, ο ελέφαντας να πατάει τα μυρμήγκια, οι άνθρωποι να αλληλοσπαράσσονται σε πολέμους;», ήταν το σοφιστικό επιχείρημα που επιστράτευσα αμήχανα για να καταρρίψω τις περί τελειότητας αντιλήψεις της. Αλλά το πεδίο αντιπαράθεσης ήταν λάθος – «ακόμη κι έτσι, δεν μπορεί να έγιναν όλα τυχαία», μου απάντησε, αποφασισμένη να διασφαλίσει τους έστω και αβέβαιους τόκους της μέλλουσας ζωής.

Τρώω ήττα, λοιπόν, σε μικρές βασανιστικές δόσεις. Αλλά, ομολογώ ότι η μεταφυσική αγωνία της Βέρας είναι ένα φυσιολογικό και τελικά υγιές σύμπτωμα αυτογνωσίας (εγώ θα την προτιμούσα επικούρεια ή τουλάχιστον αγνωστικίστρια, αλλά ποιος με ρωτάει;) και τελικά δεν μου κάνει εντύπωση. Αντιθέτως, μου προκαλεί τη μέγιστη απορία η μεταφυσική αγωνία άλλων ανθρώπων. Όπως αυτοί διασταυρώνονται με τους -θεσμικούς και μη- μηχανισμούς της επίσημης πίστης. Αίφνης, η υπόθεση-σκάνδαλο του Βατοπεδίου, στους μήνες και τα χρόνια που εξελίσσεται, προσφέρεται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ανθρωπογεωγραφία.
Ποιοι είναι οι άνθρωποι που περιέβαλλαν με στοργή, δέος, σεβασμό, ταπεινότητα και πνευματική ανησυχία τις κοσμικές και μη δραστηριότητες αυτού που αποκαλείται «κιβωτός της Ορθοδοξίας», αλλά αποκαλύπτεται ως τοξικό χαρτοφυλάκιο του Μαμωνά;

Υπάρχει μια ειδική συνομοταξία ανθρώπων με πολύ πλούτο, υψηλή επιρροή, μεγάλη εξουσία, υψηλή αναγνωρισιμότητα, διασυνδέσεις ή κύρος, που κινούνται με άνεση μεταξύ του λαμπερού δημοσίου βίου, της χρυσοφόρου επιχειρηματικότητας και του φαιού κόσμου της νύχτας, η οποία διακατέχεται από μια ακατανίκητη μεταφυσική ανησυχία. Μπορεί ως πολιτικοί να στέκονται άκαμπτοι στις πιέσεις των ψηφοφόρων τους. Μπορεί ως επιχειρηματίες να είναι «κίλερ» στις συναλλαγές τους. Μπορεί ως εργοδότες να κωφεύουν στα αιτήματα των υπαλλήλων τους. Μπορεί ως «σελέμπριτι» να επιδεικνύουν μια ακαταπόνητη επικούρεια τρυφηλότητα. Μπορεί ως άνθρωποι του πλούτου να επιδίδονται στη διαρκή, προκλητική επίδειξή του. Μπορεί ως μαφιόζοι να «καθαρίζουν» ανθρώπους χωρίς να τρέμει το χέρι τους. Όμως, μπροστά στους εκπροσώπους του Θεού λιώνουν σαν παγωτό. Στην επίγεια ζωή έχουν κιόλας κατακτήσει τον παράδεισό τους, έστω κι αν έχει χρειαστεί να περάσουν από την κόλαση γι’ αυτό, αλλά όταν τους πλησιάσει ο ηγούμενος, ο αρχιερέας, ο πνευματικός τους, ο «άγιος» όπως τον αποκαλούν, «συρρικνώνονται» μ’ έναν μαγικό τρόπο. Είναι πρόθυμοι όχι ακριβώς να τα δώσουν όλα, αλλά να δώσουν πολλά για να εξασφαλίσουν μια ιδιαίτερη, προνομιακή συνομιλία με το θείο. Η πίστη τους -ακριβώς όπως και η τραπεζική πίστη που αποτελεί το κοσμικό credo τους- δεν έχει την ανιδιοτέλεια του απλοϊκού ανθρώπου που ανακαλύπτει τον Θεό στα πιο απίστευτα μέρη: σ’ ένα εικονοστάσι της εθνικής οδού, σ’ έναν ερειπιώνα παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, σε μια ακαλαίσθητη εκκλησία λαϊκής γειτονιάς, στην κρεβατοκάμαρα όπου κάνει έρωτα χωρίς να σκεπάζει τα εικονίσματα.

Η πίστη των «υψηλών πιστών» δεν έχει καμιά σχέση με την προσδοκία της συγχώρεσης, της άφεσης για τα συγγνωστά και ασύγγνωστα αμαρτήματα. Αντίθετα, έχει την εγγύηση μιας καθαρής συναλλαγής, τη διαβεβαίωση ότι το ισοζύγιο αμαρτημάτων και ευεργεσιών θα είναι τελικά ισοσκελισμένο ή ακόμη και πλεονασματικό υπέρ των δεύτερων. Κι αυτή η συναλλαγή παίρνει ακόμη και μέχρι τις μέρες μας τη μορφή επίγειων ανταποδόσεων τίτλων τιμής -σαν προκαταβολικά ισόβια συχωροχάρτια – στα οφίκια, κοσμικά απολιθώματα του βυζαντινού παρελθόντος, τα οποία αποδίδονται βάσει τιμοκαταλόγου εισφορών: Μεγάλοι Ευεργέτες, Μεγάλοι Άρχοντες και Αρχόντισσες, Λογοθέτες και Δικαιοθέτες, Ακτουάριοι, Νοτάριοι, Χαρτουλάριοι, Χαρτοφύλακες ή Σκευοφύλακες. Μια ματιά στις μακρές λίστες των ευεργετών των πατριαρχείων, των μητροπόλεων και των διασημότερων ιστορικών μονών μπορεί να αποδώσει την αποκαλυπτική ανθρωπογεωγραφία της ιθύνουσας τάξης των 180 χρόνων του νεοελληνικού κράτους: ομογενείς μεγιστάνες, καραβοκυραίοι, βιομήχανοι, τραπεζίτες, κληρονόμοι αμύθητων περιουσιών, πολιτικοί ηγέτες, κυρίες πάμπλουτων κυρίων που ανέλαβαν να διαχειριστούν κατανυκτικά των χαρτοφυλάκιο της πίστης των συζύγων τους και την ανία της πολυτελούς ύπαρξής τους.

Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα η ψυχογραφία των υψηλών πιστών. Ο κ. Ρουσόπουλος, για παράδειγμα, ομολογεί τη μακρά πνευματική του σχέση με τον ηγούμενο Εφραίμ και θεωρώ ότι είναι απολύτως ειλικρινής. Το ίδιο ακούγεται για τον γαλαζοαίματο θαμώνα του Όρους, τον Κάρολο, διάδοχο του βρετανικού θρόνου, τον οποίο περιμένει πάντα η σουίτα του Βατοπεδίου. Μπορείτε να φανταστείτε τη σκηνή; Ο υπουργός, ο πρίγκιπας ή ο ζάμπλουτος επιχειρηματίας γονυκλινείς ενώπιον του «αγίου», ομολογούν -τι άραγε;- πίστη και μετάνοια, με το βλέμμα χαμηλωμένο, ίσως και μουσκεμένο από δάκρυα. Δεν έχει σημασία αν στο περιθώριο του αναχωρητικού τους διαλείμματος ασχολούνται και με πιο πεζά θέματα – εκχωρήσεις δημόσιας γης, δωρεές, αγορές μετοχών, διαχείριση ακινήτων, υπεραξίες χαρτοφυλακίων, κατασκευαστικά πρότζεκτ. Το κρίσιμο θέμα είναι οι υπεραξίες της μέλλουσας ζωής, οι τόκοι που τους οφείλει ο Θεός στον παράδεισο. Είναι μια συναλλαγή μεταξύ εκπροσώπων της εξουσίας: μιας επίγειας και μιας επουράνιας. Μια συναλλαγή μεταξύ ίσων. Έτσι τουλάχιστον νομίζουν.

Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, έλεγε ο Μαρξ, κι αυτή η φράση, αποσπασμένη από το κείμενο, μεταλλάχτηκε ατυχώς σε έναν απλοϊκό αφορισμό. Ας θυμηθούμε όλο τον συλλογισμό από την «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας»: «Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λάου». Τι συμβαίνει, όμως, όταν η θρησκεία, η πίστη, δεν αφορά τον καταπιεζόμενο, αλλά τον καταπιεστή; Θα πρέπει να διασκευάσουμε τη φράση με μια αντιστροφή: «Η θρησκευτική εξουσία είναι το άλλοθι της κοσμικής εξουσίας, είναι η εισπνοή του καταπιεστή, το φλέγμα ενός εγωιστικού κόσμου, είναι η υλοποίηση ενός παραδείσου όπου η ύλη δεν θα υπάρχει. Η θρησκεία είναι η κόκα του αστού». Δεν είναι Μαρξ, αλλά δεν είναι και τόσο κακό, ε;

Εν ολίγοις, το ψυχολογικό υπόστρωμα αυτής της μεταφυσικής ενόρασης που (κατά κανόνα) καταλαμβάνει τον κόσμο της εξουσίας και της αφθονίας είναι η αγωνία για τη διαιώνισή του. Ίσως υπάρχουν και κάποια σπέρματα ενοχής για το γεγονός ότι η εξουσία και ο πλούτος, ακόμη και στον πυρήνα της χριστιανικής ιδεολογίας, είναι κατά τεκμήριο μεγέθη ανυπόληπτα και υποχρεούνται να καταβάλουν υψηλά τιμήματα (εις χρήμα, εις είδος και εις γην) για να εξασφαλίσουν τη θεϊκή επιείκεια, ή τη συγχώρηση των επίδοξων Ρασπούτιν. Αλλά το σημαντικότερο κίνητρο (και η τραγική ψευδαίσθηση) είναι η πιθανότητα να ισοσκελίσουν το ισοζύγιο κοσμικής και θεϊκής εξουσίας. «Γεννηθήτω το θέλημά τους ως εν γη και επ’ ουρανού». Και όχι αντίστροφα, όπως λέει το «Πάτερ Ημών».

Τελικά, η πίστη τους αποτελεί μια επέκταση του φετιχισμού με τον οποίο περιβάλλουν το χρήμα, την εξουσία, την ισχύ, το κύρος. Όλα τα χειρίζονται με την ψευδαίσθηση της απεριόριστης διάρκειας, της αιωνιότητας. Αποταμιεύουν πίστη, εσωτερικότητα, πνευματικότητα, μεγάλους σταυρούς, βαθιές μετάνοιες με την πεποίθηση ότι εξασφαλίζουν τόσο τη θεϊκή εγγύηση για την επί γης ισχύ τους όσο και τις υπεραξίες της μέλλουσας ζωής. Θεωρούν αυτονόητη, αυτοδίκαιη, την προνομιακή τους μεταχείριση και εκεί.

Πώς φαντάζονται άραγε τη μέλλουσα ζωή, τον παράδεισο; Υποθέτω σαν πλούσιο προάστιο με πολυτελείς επαύλεις, παραθαλάσσιες, με καταπράσινα γήπεδα γκολφ, γήπεδα τένις, ιδιωτικά spa, κοσμικά κέντρα δι’ όλα τα γούστα και με απεριόριστη θέα στην κόλαση. Την κόλαση που είναι πάντα οι άλλοι, είναι πάντα για τους άλλους. Ποτέ γι’ αυτούς.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/12/2008)

-Τα μοναστήρια του Όρους είναι πλουσιότατα, συνέχισε ο Κοπιδάκης. Ακόμη και τα πιο φτωχά, όπως το βουλγάρικο, είναι πλούσια. Οι εκτάσεις που απαλλοτρίωσε ο Βενιζέλος δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό μέρος της περιουσίας τους. Άλλωστε, το κράτος εξακολουθεί να τους δίνει μια ετήσια αποζημίωση της τάξης των δυόμιση εκατομμυρίων για τα κτήματα που τους αφαίρεσε τότε. Μη σε εξαπατά το κακομοίρικο ύφος που παίρνουν οι μοναχοί όταν συναλλάσσονται με τον έξω κόσμο. Έχουν αναρίθμητες πολυκατοικίες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, έχουν νησιά, έχουν ακόμη και λίμνες. Τα απέκτησαν όλα κατά τον απλούστερο τρόπο, με τις δωρεές των πλουσίων. Ο Έλληνας καπιταλιστής, όπως θα ξέρεις, πιστεύει ότι μπορεί ν’ αγοράσει τον ουρανό, όπως αγοράζει τη γη.
Βασίλη Αλεξάκη, «μ.Χ»

Sunday, November 30, 2008

Εγώ, εμείς και οι άλλοι (29/11/2008)

Νόμιζα ότι ήμουν αρκετά αμετροεπής αλλεργικός του καπιταλισμού, αλλά εξελίσσομαι σ’ έναν συμβατικό και μάλλον μετριοπαθή επικριτή του. Οι ανταγωνιστές είναι πολλοί, βλέπετε, και ξετρυπώνουν από τις πιο ανύποπτες μεριές. Εγώ, για παράδειγμα, δεν θα τολμούσα ποτέ να αποκαλέσω ζώα τους τραπεζίτες. Το έκανε η Άνγκελα Μέρκελ και, υποθέτω, δεν είχε καθόλου κατά νου την αριστοτελική έννοια του ζώου στην οποία υπάγεται και ο δίπους άνθρωπος με την απλή προσθήκη του προσδιορισμού «πολιτικός». Η Μέρκελ εννοούσε ζώα με την έννοια του βασικού ενστίκτου που περιλαμβάνει την αδηφαγία, την απληστία, τον ζωώδη (τι άλλο;) ατομισμό αλλά και την αγελαία συμπεριφορά. Την έλλειψη ηθικών φραγμών και ένα φιλοσοφικό σύμπαν που εξαντλείται στις οχλήσεις της γαστρός και του μαλακού υπαγαστρίου τους. Η κοινωνικότητα των ζώων, ως γνωστόν, εξαντλείται στην επιβίωση και την αναπαραγωγή κάθε είδους. Όλα τ’ άλλα δεν έχουν καμιά σημασία γι’ αυτά και απλώς είναι η οικονομία της φύσης που παρεμβάλλεται για να εξασφαλίσει ότι εκτός από τους ελέφαντες, τα λιοντάρια ή τους κροκόδειλους θα επιβιώσουν και τα μυρμήγκια, οι γαζέλες και τα βατράχια. Αυτό τον μηχανισμό διόρθωσης που διαθέτει η φύση τον αγνοούσαν οι δεινόσαυροι και, ως γνωστόν, την πάτησαν.

Εξ ίσου αμήχανο με την αθυροστομία της κ. Μέρκελ με αφήνει η ηθικοπλαστική τόλμη του κ. Καραμανλή. Διότι στην ομιλία του στο συνέδριο του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου δεν περιορίστηκε σε απλές παραινέσεις προς τον επιχειρηματικό κόσμο, και δη τους τραπεζίτες, αλλά επέφερε μια πραγματική φιλοσοφική ανατροπή, μια ρήξη με την οικονομική κουλτούρα αιώνων, αν όχι και χιλιετιών. «Να αρθούμε από το επίπεδο του εγώ στο επίπεδο του εμείς», είπε ο ποιητής. Θαυμάσια! Αλλά χρειάζονται μερικές διευκρινίσεις.

Καταρχάς, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ποιος. Ποιος είναι «εγώ», ποιοι είμαστε «εμείς», ποιοι είσαστε «εσείς» και ποιοι είναι οι «άλλοι». Διότι γενικώς όλοι δικοί μας είμαστε, αλλά, αν έχω καταλάβει καλά, μέχρι τώρα επιβραβευόταν μόνο το «εγώ». Το «εμείς» ήταν μια παρεπόμενη και καθόλου εγγυημένη επενέργεια επιτυχιών της ατομικότητας. Ο σώζων εαυτόν σωθείτω. Καθένας για την πάρτη του. Ή, για να το πούμε πιο λογίως, ανταγωνιστικότητα, αξιοκρατία, αριστοκρατία, κερδοκρατία. Το κράτος δαιμονοποιήθηκε ως μια στρεβλή, δαιμονική, διαφθαρμένη, σπάταλη και αντιπαραγωγική έκφραση του «εμείς» που συνθλίβει την ατομικότητα και εμποδίζει την ανάπτυξη του κοινωνικού πλούτου. Μαζί του συνθλίφτηκαν σχεδόν όλες οι συλλογικότητες ως ένοχες της παραγωγικής στασιμότητας ή και της υπανάπτυξης. Όλη η κοινωνική πυραμίδα διατρέχεται πλέον οριζοντίως και καθέτως από διαγκωνισμούς για την πρωτιά, από μια ανελέητη προσπάθεια κάθε «εγώ» να αποκλείσει τον «άλλο». Οι μαθητές είναι κυνηγοί του «άριστα». Οι ενημερωτές είναι ανταγωνιστές των μετρήσεων. Οι πολιτικοί τυχοδιώκτες κυνηγούν το σταυρό. Οι μάνατζερ αλληλοφθονούνται για τις αμοιβές τους και τα μπόνους τους. Οι επιχειρήσεις κυνηγούν τα μερίδια αγοράς. Οι αθλητές υπάρχουν μόνον για τις τρεις θέσεις του βάθρου. Οι μητροπόλεις ανταγωνίζονται για τους ψηλότερους ουρανοξύστες. Οι αναπτυγμένες χώρες ματώνουν για να ελέγξουν τις αγορές και λιποθυμούν αν ο ρυθμός ανάπτυξής τους περιοριστεί κάτω από το 1%. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα, τελικώς, μεταμόρφωσε την ανθρωπότητα σε κοινωνίες της επίδοσης, αποθέωσε την ατομικότητα, δαιμονοποίησε κάθε μορφής συλλογικότητα και θεοποίησε το «εγώ» ως την αποκλειστική πηγή πλούτου και ευημερίας.

Τι μεσολάβησε, λοιπόν, και ο κ. Καραμανλής, η κ. Μέρκελ, ο κ. Σαρκοζί κι όλη η φιλελεύθερη «Διεθνής» αποφάσισαν να αποκολληθούν από την κουλτούρα του εγώ και φιλοδοξούν περίπου να ξαναγράψουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, να ξαναφέρουν στη ζωή τις απονεκρωμένες από τον φιλελεύθερο μονόλογο αξίες της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας; Μεσολάβησαν τα γνωστά. Η κρίση, η ύφεση, οι μικρές και μεγάλες καταστροφές που συντελούνται στο πεδίο του αναρχοδυναμικού καπιταλισμού και περιορίζουν ασφυκτικά τα περιθώρια για ατομικές επιδόσεις, για πληθωρικές επιβεβαιώσεις του «εγώ» δια του πλούτου, της ισχύος, της εξουσίας.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η οικονομική βύθιση που επιφυλάσσει για τις κοινωνίες της επίδοσης η διετής- κατά το μετριοπαθές σενάριο- ύφεση επιβάλλει πράγματι δράσεις συλλογικές, δίνει ένα προβάδισμα στο «εμείς» για να αποφευχθούν τουλάχιστον ολοκληρωτικές καταστροφές: πτώχευση της χώρας, για παράδειγμα, μαζική φτώχεια και ανεργία, διάλυση και των τελευταίων ιχνών κοινωνικής προστασίας. Αν πρέπει να σώσουμε ο καθένας μας το τομάρι του και όλοι μαζί το κατά συνθήκην κοινό μας σπίτι, προφανώς πρέπει να συνυπάρξουμε στην προσπάθεια. Αλλά αυτό προϋποθέτει μια στοιχειώδη ενότητα συμφερόντων, μια συνεργασία τάξεων και στρωμάτων. Αυτήν που υπονοεί ο κ. Καραμανλής επικαλούμενος το «εμείς». Εδώ θα μπορούσε να γίνει το σχόλιο: Φτού! Ατυχία! Πάνω που η πάλη των τάξεων θα ανήστατο εκ νεκρών πάλι πρέπει να την ξαναθάψουμε πάλι. Αλλά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα.

Διότι το «εμείς» δεν υφίσταται, τουλάχιστον ανάμεσα στα άκρα της κοινωνικής πυραμίδας. Το αντίθετο. Η κρίση αποκάλυψε με δραματικό τρόπο τις από καιρό ξεχασμένες αντιθέσεις. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια άνθρωποι υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας ανακαλύπτουν ότι υπάρχει άμεση συνάρτηση ανάμεσα στη μιζέρια τους, την οικονομική περιθωριοποίησή τους, τον κοινωνικό τους αποκλεισμό και τον πλούτο που λίμναζε αμέριμνα στα χαρτοφυλάκια και στον πολυτελή βίο της οικονομικής ελίτ. Για πρώτη φορά μετά τόσο καιρό ανακαλύπτεται η συνενοχή ανάμεσα στον κερδοσκοπικό τυχοδιωκτισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την βίαιη επιστροφή του οικονομικού κύκλου με τη μορφή των κράχ, της εξάτμισης περιουσιών και εισοδημάτων, της ύφεσης και της εισβολής της απόλυτης φτώχειας. Για πρώτη φορά μετά πολλά έτη ο περίφημος μεσαίος χώρος, τα στρώματα που απολάμβαναν θραύσματα ευημερίας, μαύρου χρήματος και παραοικονομίας ανακαλύπτουν ότι τίποτε από αυτά δεν ήταν εγγυημένο και ότι η πυραμίδα της επιτυχίας εκτός από άνοδο έχει και κάθοδο. Και για πρώτη φορά αυτά τα πράγματα- μέχρι πρότινος ρητορική των λεγόμενων πολιτικών άκρων- μπαίνουν στον λόγο της επίσημης πολιτικής που λεηλατεί άτσαλα ξεχασμένα συνθήματα της αριστεράς ή απλώς τη λαϊκή θυμοσοφία κατά του πλούτου και των πλουσίων.

Ως εκ τούτου, η πρωθυπουργική επίκληση στο «εμείς» μένει μετέωρη. Θα είχε κάποια ελάχιστη αξιοπιστία αν έθετε στο επίκεντρο το θέμα της διανομής του κοινωνικού πλούτου, του πλεονάσματος που προέκυπτε από τον υποτιθέμενο αναπτυξιακό πρωταθλητισμό της χώρας εδώ και μια δεκαετία. Αλλά εδώ τίθεται στο επίκεντρο ακριβώς το αντίθετο. Η κατανομή των ζημιών από την επερχόμενη βύθιση. Έχουμε και λέμε λοιπόν: στην άνοδο διαγκωνισμός, κανιβαλισμός, αποκλεισμός. Στην πτώση αλληλεγγύη, ενότητα, συνεργασία των τάξεων. Μπορούμε να το πούμε κι αλλιώς: Στον αγώνα ενωμένοι και στη μάσα χωριστά. Αυτό εννοούσε ο κ. Καραμανλής;

Μπορεί και όχι. Δεν τον έχω για τόσο αφελή ώστε να πιστεύει ότι τα κατ’ εξοχήν θύματα της κρίσης θα σπεύσουμε- παρορμώμενοι από κάποιου είδους οικονομικό πατριωτισμό, ή κάποιο βλακώδη αλτρουισμό προς τους συνενόχους της κρίσης- να εκχωρήσουμε τον εγωισμό μας, τον ατομισμό μας στο φιλανθρωπικό ταμείο των τραπεζών. Ίσως, λοιπόν, το «εμείς» απευθυνόταν στο κόμμα του ή τελικά στην τάξη του (ιθύνουσα εδώ και δεκαετίες, αλλά ανυπόφορα ανεπαρκή ακόμη και στον «εθνικό» της ρόλο). Την τάξη που εκπροσωπεί γνήσια αλλά ανεπιτυχώς, όπως αποδεικνύει η δυσκολία να πείσει τους τραπεζίτες να πάρουν χωρίς γκρίνιες και κόνγξες ακόμη και αυτά που τους χαρίζει.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (29/11/2008)

…Το σύγχρονο άτομο, διαποτισμένο από τις αξίες και το βαθύτερο ήθος της αγοράς, αποδύεται σε έναν τραχύ αγώνα για την επικράτηση, που είναι αγώνας για την επιβίωση, όπου οι κατηγορίες του κεφαλαίου ως ψυχικού μηχανισμού έχουν αποθέσει μέσα του ποικιλοβάθμως το αποτύπωμά τους: ιδεολογία της συσσώρευσης, κερδοφροσύνη, απληστία, φιλοκτησία, σκληρότητα έως αναλγησία, σε συνθήκη ανελέητου ανταγωνισμού που δεν αφήνει περιθώρια για ανθρώπινα αισθήματα, εσωτερικότερες εστίες σημασίας και αλληλοπιστία, και όπου σήμερα ισχύει το αμερικανικό «σύνθημα», που συνιστά άτυπη παιδαγωγική αρχή με την οποία γαλουχούνται οι αμερικανόπαιδες και που διαχέεται παγκοσμίως, ότι δηλαδή «στη ζωή κερδίζει κανείς επιτιθέμενος- και ουαί τοις ηττημένοις.
Γιάννη Μ. Καλιόρη, «Η κοινωνία της ορθοπεταλιάς»

Sunday, November 23, 2008

Η δικαιοσύνη του σκύλου (22/11/2008)

«Ο οικοδεσπότης του κ. Κ. είχε ένα σκύλο που παρουσιάστηκε μια μέρα με σκυμμένο κεφάλι, σαν ένοχος. Κάτι έχει κάνει, πρέπει αμέσως να του μιλήσετε με αυστηρότητα και πικρία, είπε ο κ. Κ. Ναι, μα δεν ξέρω τι έχει κάνει, δικαιολογήθηκε ο οικοδεσπότης. Αυτό δεν μπορεί να το ξέρει ο σκύλος, επέμεινε ο κ. Κ., πρέπει να εκφράσετε αμέσως τη δυσαρέσκειά σας αλλιώς θα πληγωθεί το αίσθημα δικαιοσύνης του».

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Οι ιστορίες του κ. Κόυνερ»

Τι να κάνει κι ο σκύλος; Το περί δικαίου αίσθημα με το οποίο γεννιέται είναι απλό, απλούστατο. Πρέπει να φάει, να πιει, να αναπαραχθεί, να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Erga omnes. Αυτό είναι το πρωτογενές δικαίωμά του, που απορρέει από την ίδια του την ύπαρξη. Το δευτερογενές, αυτό που παρήγαγε η κοινωνικοποίησή του ως κατοικίδιου, λέει ότι όλα αυτά τα αυτονόητα δεν εξαρτώνται από τη δική του βούληση, αλλά από τη βούληση του αφεντικού του. Άρα, η δικαιοσύνη του σκύλου είναι η δικαιοσύνη του αφεντικού του. Δικαιοσύνη θετική, αλλά κυρίως αποθετική. Με πολλά «όχι» και «απαγορεύεται». Ο αφέντης του σκύλου καθορίζει το χώρο της ελευθερίας του, το πόσο επιτρέπεται να φάει και να πιει, το αν και πότε θα ικανοποιήσει τις γενετήσιες ορμές του, το πότε θα δείξει τα δόντια του στους εχθρούς. Του αφέντη, φυσικά, όχι τους δικούς του. Εν ολίγοις, ο σκύλος γεννιέται εξ ορισμού ένοχος, ύποπτος εγκλήματος, υπόλογος μιας παραβίασης της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και ο χώρος της ελευθερίας του είναι στην ουσία μια προληπτική φυλακή, αυτή που ορίζεται από το μήκος της αλυσίδας που είναι δεμένη γύρω από το λαιμό του.

Στη θέση του σκύλου είμαστε λίγο πολύ όλοι. Απολαμβάνουμε μιαν ελευθερία ανάπηρη, προσδιορισμένη από χιλιάδες απαγορεύεται κι αποτροπές. Είμαστε όλοι ύποπτοι παραβίασης κανόνων που καθορίζονται από σχέσεις εξουσίας, ισχύος και υποταγής. Η δικαιοσύνη του σκύλου είναι η δικαιοσύνη μας. Καθορίζεται όχι από τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που ασκούμε, αλλά απ’ αυτά από τα οποία παραιτούμαστε. Το δίκαιο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, είναι μια σειρά από «όχι». Τα δέκα «ου» του μωσαϊκού νόμου, τα δεκάδες «μη» της Καινής Διαθήκης, τις εκατοντάδες απειλές τιμωρίας του Κορανίου, τα χιλιάδες «απαγορεύεται» των σύγχρονων ποινικών δικαίων. Δεν υπάρχει ανθρώπινη εκδήλωση και συμπεριφορά που να μην έχει ποινικοποιηθεί. Αλλά η ποινικοποίηση αφορά την μικροκλίμακα των ανθρώπινων σχέσεων. Στη μεγάλη κλίμακα, στο επίπεδο του κοινωνικού ή του γεωπολιτικού πολέμου, οι απαγορεύσεις κάμπτονται, γίνονται παιχνίδι εξουσίας και κύρους, διπλωματία, όπλα, ιμπεριαλισμός. Κλέβεις από μια τράπεζα 50.000 ευρώ και πριν χαρείς το πρώτο χιλιάρικο έχει βρεθεί πίσω από τα σίδερα. Την ίδια ώρα το χρηματοπιστωτικό σύστημα όλου του πολιτισμένου κόσμου ελέγχεται για τη λεηλασία τρισεκατομμυρίων ευρώ ή δολαρίων, αλλά ουδείς διανοείται να ξεστομίσει κάτι περισσότερο από ηθικές απαξιώσεις για την απληστία των μάνατζερ, ουδείς τολμά να προφέρει τη λέξη κλοπή. Σκοτώνεις τον ερωτικό σου αντίζηλο, σε μια στιγμή παραφοράς, κι έχεις εξασφαλίσει ισόβια- σε κάποιες χώρες και τον θάνατο. Αλλά την ίδια ώρα ένα αμερικανικό F16 αφοδεύει τις βόμβες του και αφανίζει τους αμάχους ενός ολόκληρου αφγανικού χωριού και κανείς δεν διανοείται να ξεστομίσει έστω τη φράση «έγκλημα πολέμου». Η δικαιοσύνη του σκύλου αφορά μόνο τον σκύλο, όχι τον αφέντη του.

Γνωστά και χιλιοειπωμένα αυτά, αλλά απέκτησαν μια καινούργια διάσταση τις τρεις εβδομάδες που οι κρατούμενοι των ελληνικών φυλακών μας θύμισαν την ύπαρξή τους. Ή την ανυπαρξία τους, για να είμαστε ακριβείς. Επέστρεψαν στο συσσίτιο, βέβαια, έχουν στο πενιχρό χαρτοφυλάκιο της ζωής τους μια μικρή ηθική νίκη, αλλά το άγος του σωφρονιστικού συστήματος παραμένει εκεί, κουφάρι της συλλογικής μας υποκρισίας, που παλινωδεί ανάμεσα στον φιλανθρωπικό οίκτο και τη διαρκή πίεση για ασφάλεια, όλο και περισσότερη ασφάλεια. Υπερεκτιμημένο και υψηλού κόστους αγαθό, όταν τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ζωής και της ιδιοκτησίας πραγματοποιούνται από τους υποτιθέμενους εγγυητές της ασφάλειας. Η ύφεση, αυτό το ενδογενές καρκίνωμα του οικονομικού μας πολιτισμού, θα αφήσει πίσω της περισσότερα πτώματα, θα αφανίσει περισσότερες περιουσίες και αγαθά απ’ όσα θα μπορούσε ένας παγκόσμιος στρατός εγκληματιών, φονιάδων, κατσαπλιάδων, ανεξέλεγκτων τζάνκι, μαφιόζων, διαρρηκτών και εξοργισμένων φτωχοδιάβολων. Κι αυτό, χωρίς να υπολογίζει κανείς το ενδεχόμενο μιας ακραίας της εκτόνωσης σε έναν διεθνή ή πολλούς περιφερειακούς πολέμους. Και η κρίση έχει πολλούς αυτουργούς, φυσικούς και ηθικούς, που δεν πρόκειται να προσαχθούν στη δικαιοσύνη ή να διαβούν το κατώφλι της φυλακής.

Αλλά, της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, είναι όμως κυρίως για τους κιοτήδες. Οι έγκλειστοι υπάρχουν υπέρ ημών, των ελεύθερων. Όχι μόνο γιατί υπογραμμίζουν την ψευδαίσθηση ελευθερίας που απολαμβάνουμε, αλλά και γιατί πληρώνουν το τίμημα της κάθε αποκοτιάς τους με ένα δείγμα ζωής, μια υποτυπώδη επιβίωση. Η τιμωρία που τους επιβάλλει η οργανωμένη κοινωνία δεν αρκείται στη στέρηση της ελευθερίας, αλλά επεκτείνεται σε ένα βάναυσο υποβιβασμό της ανθρωπιάς τους, αυτής που υποτίθεται ότι πρέπει να αποκατασταθεί εντός του σωφρονιστικού καταστήματος. Ακριβώς όπως στην περίπτωση της δικαιοσύνης του σκύλου: αλυσίδα κοντή και σφιχτή, λίγα τετραγωνικά μέτρα κίνησης, φαγητό μετρημένο, ανάγκες ικανοποιούμενες σε δόσεις ελάχιστες και οργή που εκτονώνεται εντός των τειχών, σε κατασκευασμένους εχθρούς.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερα επιχειρήματα για να αποδείξει κανείς ότι το σωφρονιστικό σύστημα είναι αναποτελεσματικό. Αλλά αναδεικνύεται διπλά ακριβό και αναποτελεσματικό σε μια συγκυρία που το κοινό περί δικαίου αίσθημα δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα. Αν ο στόχος της φυλακής είναι ο σωφρονισμός, ποια είναι τα κριτήριά του, ποιοι σώφρονες ταγοί της κοινωνίας είναι το μέτρο της σωφροσύνης; Οι χρυσοκάνθαροι που λεηλατούν τον κοινωνικό πλούτο; Οι υπουργοί που κάνουν πρωταθλητισμό στο real estate; Οι μοναχοί του κραδαίνουν τα σουλτανικά φιρμάνια διεκδικώντας τη μισή ελληνική επικράτεια; Οι εθνοπατέρες που διαγκωνίζονται για τις σχέσεις τους με το «επιχειρηματικό» παρακράτος των σκυλάδικων και των ροζ μπαλέτων; Οι ελαφροχέρηδες του χρηματιστηριακού εγκλήματος του 1999 που απολαμβάνουν ελεύθεροι τον πλούτο που άρπαξαν σε ελάχιστους μήνες; Οι «σελέμπριτι» της πολιτικής, της επιχειρηματικότητας και της δημοσιογραφίας που δεν λένε ούτε καλημέρα χωρίς να αλληλο-ηχογραφούνται, να βιντεσκοπούνται και να εκβιάζονται; Οι «κουμπάροι» της γαλακτοβιομηχανίας, οι εφευρέτες των δομημένων ομολόγων, οι εμπνευστές των υποκλοπών, οι απαγωγείς των Πακιστανών, οι οικοδεσπότες των μυστικών φυλακών της CIA, οι βασανιστές του Γκουαντάναμο, οι «ειρηνευτές» του Ιράκ και του Αφγανιστάν;

Μακρά, ατέλειωτη η λίστα της σωφροσύνης των σωφρονιστών. Και επαρκής για να δημιουργήσει ρήγματα στις βεβαιότητες της σιωπηράς πλειοψηφίας ότι «οι κακοί είναι στις φυλακές», άρα οι καλοί έξω απ’ αυτές. Όπως και στην περίπτωση του σκύλου, ο ίδιος ξέρει τι κακό έχει κάνει, αλλά πώς θα αντιδράσει αν τ’ αφεντικό του κάνει πολλαπλάσια και ατιμωρητί; Μπορεί και να δαγκώσει.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (22/11/2008)

Ο κατάδικος διψάει για το χρήμα πυρετικά, μέχρι συσκοτισμού της σκέψης κι αν το πετάει σαν κουρέλι όταν γλεντάει, είναι για να αποκτήσει κάτι που το θεωρεί ανώτερο κι απ’ τα λεφτά. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το ανώτερο κι απ’ τα λεφτά για έναν κατάδικο; Η λευτεριά, ή έστω και κάποια ελπίδα λευτεριάς. Οι κατάδικοι είναι μεγάλοι ονειροπόλοι. Γι ‘αυτό θα πω μερικά πράγματα αργότερα, μα μια και το ‘φερε η κουβέντα λέω τούτο: θα το πιστέψει άραγε κανείς πως είδα εξόριστους με εικοσάχρονη ποινή, που μου λέγανε με τη μεγαλύτερη ψυχραιμία τέτοιες, να πούμε, φράσεις; «Όμως περίμενε, όταν με το θέλημα του Θεού τελειώσω τα χρόνια μου, τότε…» Όλο κι όλο που σημαίνει η λέξη κατάδικος είναι τούτο: πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν έχει δικιά του θέληση. Μα ξοδεύοντας τα λεφτά του κάνει αυτό που θέλει. Παρά τα στίγματα, τις αλυσίδες, τους μισητούς πασσάλους του κάτεργου που του κλείνουν τον κόσμο του Θεού και τον περιορίζουν σαν θεριό σ’ ένα κλουβί, μπορεί να βρει ρακί, δηλαδή μια τρομερά απαγορευμένη απόλαυση, να πιει «κλουμπνίτσκα», ακόμη και να δωροδοκήσει μερικές φορές τους άμεσους επιτηρητές του, τους ανάπηρους και τον υπαξιωματικό ακόμα, που θα κάνουν τα στραβά μάτια όταν αυτός θα παραβιάσει τους κανονισμούς και την πειθαρχία.

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, "Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων"

Monday, November 17, 2008

Η στιγμή της απείθειας (15/11/2008)

Έχω συνηθίσει πλέον να ανακαλύπτω την Αμερική τελευταίος και καταϊδρωμένος. Τελευταία μου ανακάλυψη, το ριάλιτι σόου «Η στιγμή της αλήθειας». Παρ’ ότι δεν έχω δει πλήρες επεισόδιο, με τα λίγα που είδα, έπαθα το σοκ που υποθέτω ότι θα έπαθε ο μέσος τηλεθεατής. Που, ωστόσο, δεν αποφεύγει τον πειρασμό να στήσει αυτί στα μυστικά και ψέματα της μέσης ελληνικής οικογένειας. Τα μυστικά αυτά καθεαυτά δεν με σοκάρουν: η ερωτική απάτη, τα σεξουαλικά τρίγωνα και τετράγωνα, ο φθόνος για τα αποκτήματα του άλλου, ακόμη και οι αιμομικτικές φαντασιώσεις γεννήθηκαν μαζί με το είδος μας, χωρίς να συνοδεύονται από το παραμικρό ίχνος ηθικής απαξίωσης. Η απαξίωση ήρθε σε δεύτερο χρόνο, μαζί με την οικογένεια, τη θρησκεία, την πατρίδα και φυσικά την ιδιοκτησία, χιλιάδες χρόνια πριν τα ανακαλύψουν ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης και οι ομοϊδεάτες του.

Δεν με σοκάρει επίσης το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να εκτεθούν με την αλήθεια και το ψέμα τους για μερικές χιλιάδες ευρώ. Αρκετοί από εμάς αποκαλύπτουν παρόμοιες αλήθειες στο ντιβάνι του ψυχιάτρου ή του ψυχαναλυτή, και πληρώνουν κιόλας. Εκατό έως εκατόν πενήντα ευρώ για κάθε ψυχαναγκαστικό στριπτίζ 45 λεπτών. Εδώ τουλάχιστον πληρώνονται. Είναι αρκετά πιο συμφέρουσα κατάσταση. Αφήστε που είναι ελεγχόμενη. Διότι, προφανώς, η αγία οικογένεια που προσέρχεται στο στούντιο για να γίνει ρόμπα, ανοίγοντας τα φύλλα της καρδιάς της, έχει τη δυνατότητα να σταθμίσει τις συνέπειες κάθε αλήθειας και κάθε ψεύδους στις εσωτερικές της σχέσεις και να υπολογίσει με ποιο αντίτιμο μπορεί να τις υποστεί.

Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, διαμορφώνεται ένας τιμοκατάλογος αμαρτίας, αντίστροφος απ’ αυτόν που προβλέπει το ποινολόγιο της εκκλησίας ή της κοινωνίας. Προϊόντος του χρόνου, όταν το ριάλιτι θα έχει κλείσει ένα κύκλο εκπομπών, θα μπορούμε να έχουμε μια σαφή εικόνα του τιμοκαταλόγου της αγίας οικογένειας: π.χ. Πόσο πάει η ενδογαμική φαντασίωση; 20.000 ευρώ. Πόσο τιμάται το κέρατο; 30.000 ευρώ. Πόσο κοστολογείται το εξώγαμο; Πάνω από 50.000 ευρώ. Πόσο κοστίζει η μοιχεία με τον κουνιάδο, τον μπατζανάκη, την κουμπάρα, την ξαδέλφη, τη νονά, τον βαφτισιμιό σου; 70.000 ευρώ. Έτσι, θα διαμορφωθεί ένας πλήρης τιμολοκατάλογος των ιερών και οσίων της φυλής και της πίστης, για να αποδειχθεί ότι στον εμπορευματικό μας πολιτισμό όλα έχουν την τιμή τους, ακόμη και ο κατάλογος των αμαρτημάτων της Παλαιάς ή και της Καινής Διαθήκης. «Ου μοιχεύσεις… Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα των πλησίον σου εστί…» και ούτω καθεξής. Θα είναι τουλάχιστον μια κατάσταση πολύ πιο συμφέρουσα από αυτήν που διαμόρφωσε το προπατορικό αμάρτημα, σύμφωνα με το οποίο οι πρωτόπλαστοι έχασαν τον Παράδεισο για ένα μήλο (Μα, για ένα μήλο; Ληστεία!).

Πάντως, με τα εγκλήματα ερωτικής πίστης και απιστίας τα πράγματα είναι μάλλον ανώδυνα, καθώς κανείς δεν μπορεί να τιμωρηθεί απλώς για την επιθυμία, ενώ ακόμη κι αν από την επιθυμία έχει περάσει κανείς στην πράξη, το τίμημα μπορεί να είναι το πολύ ένα διαζύγιο, ένας καβγάς, κάνα-δυο χαστούκια. Κι έπειτα, έρχονται τα φράγκα και ζεσταίνουν τις καρδιές όλων.

Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα με τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας που, αν και είναι τόσο αρχαία όσο και ο Μωσαϊκός Νόμος, ο οικονομικός μας πολιτισμός τούς έχει δώσει άλλη βαρύτητα. «Η στιγμή της αλήθειας» θα εξελισσόταν στο απόλυτο ριάλιτι σόου αν, αντί για τα εντελώς φυσιολογικά και αναπόφευκτα σκιρτήματα του μαλακού υπογαστρίου μας, έφερνε στο επίκεντρο τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα της ιδιοκτησίας, κατά της ιδιοκτησίας και για την ιδιοκτησία.

Η πιο γαργαλιστική μου φαντασίωση, λοιπόν, είναι ένας τραπεζίτης (όχι ένας συγκεκριμένος, αλλά ο μέσος, ιδεατός τραπεζίτης) που έρχεται στο σόου με όλα τα αποθέματα απληστίας και κυνισμού, κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα του ανακρινόμενου, συνδέεται με τον ανιχνευτή ψεύδους κι ενώ το βλέμμα του διασταυρώνεται μ’ αυτά του μέσου μικροκαταθέτη, του κατόχου πιστωτικής κάρτας, του δανειολήπτη, του επιχειρηματία και του εκπροσώπου του κράτους, θα δέχεται τα σκληρά ερωτήματα της παρουσιάστριας (εννοείται ότι η κ. Μανωλίδου δεν είναι κατάλληλη γι’ αυτή την εκδοχή του σόου). Η ροή των ερωταπαντήσεων μπορεί να είναι περίπου η εξής: «Έχεις κατασχέσει ακίνητο πολύτεκνης οικογένειας για δόση 200 ευρώ;» (Μεσολαβούν μερικά δευτερόλεπτα αναμονής, με το σχετικό μουσικό σασπένς). «Ναι». «Θεωρείς όλους τους πελάτες σου μπαταχτσήδες;», «Ναι». «Πιστεύεις ότι τα πανωτόκια που εισέπραττες για δεκαετίες ήταν δώρο Θεού;», «Ναι». «Είναι αλήθεια ότι δανείζεις με πενταπλάσιο τόκο απ’ ό,τι δανείζεσαι;», «Ναι». «Είναι αλήθεια ότι την τελευταία εικοσαετία δεν πέρασε χρονιά που να μην είχες κέρδη τουλάχιστον 40%;», «Ναι». «Στοιχηματίζεις σε παράγωγα ακόμη και πάνω στην πτώση της μετοχής σου; Λεηλατείς ακόμη και το ταμείο σου;», «Ναι». «Πιστεύεις ότι τα 500.000 ευρώ αμοιβή που παίρνεις το χρόνο, συν τα μπόνους και τα stock options, είναι λίγα γι’ αυτά που προσφέρεις;», «Ναι». «Νομίζεις ότι είναι καθαρή ληστεία μια αύξηση 4% στους μισθούς των τραπεζοϋπαλλήλων;», «Ναι». «Θα ήθελες να απολύσεις εδώ και τώρα το 30% των υπαλλήλων σου;», «Ναι». «Πιστεύεις ότι χωρίς το δημόσιο χρέος και τα ομόλογα του Δημοσίου δεν θα υπήρχε τραπεζικό σύστημα;», «Ναι». «Έχεις εξαγοράσει κρατικό λειτουργό, κυβερνητικό αξιωματούχο, ελεγκτή της εφορίας, εκπρόσωπο ανεξάρτητης Αρχής;». Εδώ τα δευτερόλεπτα της αναμονής είναι περισσότερα, το μουσικό σασπένς πιο έντονο, αλλά η απάντηση είναι και πάλι… «Ναι». Μεσολαβούν χειροκροτήματα από το κοινό, ενώ η παρουσιάστρια ανακοινώνει ότι ο τραπεζίτης με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια έχει ήδη φτάσει το ποσό των 22 δισ. ευρώ, κι αν είναι εξίσου ειλικρινής στην τελευταία και πιο κρίσιμη ερώτηση, θα κάνει το κέρδος του 28 δισ. ευρώ (όσα και το πακέτο στήριξης που έκοψε κι έραψε στα μέτρα του η κυβέρνηση). «Νομίζεις ότι είσαι χρήσιμος στην κοινωνία, ότι χωρίς τη μεσολάβησή σου θα καταρρεύσει το σύμπαν;». «Ναι», απαντά ενθουσιασμένος ο τραπεζίτης, «οοοχ», ακούγεται η αντίδραση του κοινού, γιατί ο ανιχνευτής ψεύδους θεωρεί λανθασμένη την απάντηση, «λυπάμαι» είναι η λέξη που χρησιμοποιεί η παρουσιάστρια, «αλλά και τα 22 δισ. δεν είναι καθόλου άσχημα», συμπληρώνει. Μουσική, τίτλοι τέλους και χορηγοί.
Το πράγμα θα γινόταν ακόμη πιο ενδιαφέρον αν «η στιγμή της αλήθειας» με τον τραπεζίτη συμπληρωνόταν με ένα ακόμη ριάλιτι, στο οποίο ο παίκτης θα βρισκόταν στο αντίποδα του τραπεζίτη. Θα ήταν ο μικροκαταθέτης, ο δανειολήπτης ή απλώς ο μισθωτός που η μόνη του σχέση με την τράπεζα είναι το ΑΤΜ και ο λογαριασμός μισθοδοσίας του. Το concept το ίδιο, το σκηνικό επίσης, μόνο οι ερωτήσεις θα προσαρμόζονταν στο κοινό περί πιστωτικού δικαίου αίσθημα. Η ροή τους θα μπορούσε να είναι περίπου η εξής: «Θα ληστεύατε μια τράπεζα αν ξέρατε ότι δεν θα σας πιάσουν;», «Ναι». «Κάθε φορά που πληρώνετε τη δόση του δανείου ή της πιστωτικής σας νιώθετε ότι σας κλέβουν;», «Ναι». «Αισθάνεστε κάποια κρυφή χαρά όταν ακούτε ότι γκαζάκι κατέστρεψε ΑΤΜ;», «Ναι». «Θα επιστρέφατε στην τράπεζα τόκους που από ταμειακό λάθος σάς απέδωσε;», «Όχι». «Όταν σας έπαιρναν τα κορίτσια του call center και σας ενημέρωναν για δάνειο που σας έχει προεγκριθεί, θέλατε να τις διαολοστείλετε, αλλά συγκρατιόσασταν από ευγένεια;», «Ναι». «Είναι αλήθεια ότι αυτά τα τηλεφωνήματα έχουν πια κοπεί;», «Ναι». «Θα λυπόσασταν αν μαθαίνατε ότι η τράπεζά σας καταρρέει;», «Όχι». «Μήπως μόνο της χρωστάτε και δεν έχετε καμία κατάθεση;», «Ναι». «Είναι αλήθεια πως το αγαπημένο σας ρητό είναι το “δανεικά κι αγύριστα”;», «Ναι». «Θα συμμετείχατε σε μια κίνηση με άλλους δανειολήπτες ώστε να μην πληρώνετε το μέρος του επιτοκίου που θεωρείτε ληστρικό;», «Ναι». Η τελευταία κρίσιμη ερώτηση θα ήταν πανομοιότυπη με αυτήν προς τους τραπεζίτες: «Θεωρείτε χρήσιμους τους τραπεζίτες, πιστεύετε ότι οι κοινωνίες θα καταρρεύσουν χωρίς αυτούς». «Όχι», θα είναι η απάντηση, το κοινό θα ξεσπάει σε θυελλώδη χειροκροτήματα, τα μόνα σκυθρωπά πρόσωπα θα είναι αυτά του τραπεζίτη και του κρατικού αξιωματούχου (για τον πρώτο η κατήφεια είναι ευεξήγητη, ο δεύτερος θα έχει κι αυτός τους λόγους του) και η παρουσιάστρια θα είναι υποχρεωμένη να αποδώσει στον παίκτη το πλήρες έπαθλο που αντιστοιχεί σε απαλοιφή δανειακών χρεών συν άτοκο δάνειο 500.000 ευρώ εξοφλητέο σε 150 έτη. Α, ξέχασα να σας πω ότι η παραλλαγή του ριάλιτι δεν θα ονομάζεται «η στιγμή της αλήθειας», αλλά η «στιγμή της απείθειας». Της πιστωτικής απείθειας φυσικά.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (15/11/2008)

Κύριε τραπεζίτη
Σε παρακαλώ, κύριε, πόσα πράγματα σημαίνει το χρήμα;
Θα το ξανασκεφτείτε, κύριε;
Θα το κάνετε για μένα;
Δεν έχω σπίτι,
Δεν έχω αυτοκίνητο.
Ό,τι έχω, κύριε, είναι η κιθάρα μου,
Αλλά δεν μπορείτε την πάρετε, κύριε τραπεζίτη.
Θα είναι σαν να θάβετε τον πατέρα μου.
Κύριε τραπεζίτη, σε παρακαλώ.
Δεν θα ήμουν εδώ, πεσμένος στα γόνατα.
Αλλά, κύριε τραπεζίτη,
Σημαίνει τόσα πολλά για μένα.
Θα το ξανασκεφτείτε, κύριε;
Θα το κάνετε αυτό για μένα;

Σου είπα, κύριε,
Δεν έχω σπίτι,
Δεν έχω αμάξι.
Ό,τι έχω είναι η κιθάρα Les Paul του 1950.
Δεν θα θάψεις τον πατέρα μου.
Κύριε τραπεζίτη, σε παρακαλώ.
Lynyrd Skynyrd, «Mr. Banker»

Monday, November 10, 2008

Η δική μας ανακάλυψη της Αμερικής (8/11/2008)

Μαύρος πρόεδρος στις ΗΠΑ; Η αρχική μου παρόρμηση ήταν να αντιδράσω ως εξής: Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι, η Φατμέ στο Γενί Τζαμί κι ο Ομπάμα στον Λευκό Οίκο. Έπειτα με κατέκλυσαν ρεύματα ψυχραιμίας και δεύτερες σκέψεις. Εντάξει, οι ΗΠΑ είναι το πιο σπάταλο και αλαζονικό έθνος στον κόσμο. Οκέι, η αμερικανική ευημερία βασίζεται στη λεηλασία του παγκόσμιου πλούτου. Σύμφωνοι, η πολιτική εξουσία στη Μέκκα του καπιταλισμού δεν τολμά να βήξει αν δεν έχει την έγκριση των ιεράκων της Wall Street, το πράσινο φως των «τριών αδελφών» της αυτοκινητοβιομηχανίας και την ανοχή (τουλάχιστον) του χρηματοπιστωτικού Μολώχ. Και πράγματι, ο βίαιος ηγεμονισμός της υπερδύναμης -που έφτασε στο αποκορύφωμά του με τον προσχηματικό «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»- είναι κατά κάποιον τρόπο η πολιτική έκφραση των ισολογισμών των εταιρειών του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, και όχι μόνον. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φανατικός μαρξιστής ή ασυγκράτητος ακτιβιστής της Αριστεράς για να αντιληφθεί το καταθλιπτικό βάρος της οικονομικής ισχύος στην πολιτική. Ιδιαίτερα σε ένα κομματικό σύστημα ερμητικά κλειστό σαν αυτό των ΗΠΑ, διαμορφωμένο σαν ιδιωτικές λέσχες της αριστοκρατίας του χρήματος. Δύο αιώνες πριν, ο τρίτος Αμερικανός πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον αποκαλούσε απειλή για το αμερικανικό έθνος την αυξανόμενη ισχύ των τραπεζών. Και μόλις πριν από πενήντα χρόνια ο Ρεπουμπλικανός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ διατύπωνε την ίδια ακριβώς κατηγορία για το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα που είχε αποκτήσει θηριώδεις διαστάσεις στον Β΄ Παγκόσμιο και στον Ψυχρό Πόλεμο που τον ακολούθησε. Η αλήθεια, όταν επαναλαμβάνεται ρητορικά, γίνεται φορτική κοινοτοπία.

Σ’ αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο που διαμορφώνει η σχέση οικονομίας και πολιτικής στις ΗΠΑ, οι αποχρώσεις είναι που κάνουν τη διαφορά. Και δεν είναι λεπτές αποχρώσεις. Έχουν έντονα χρώματα, με πρώτο το μαύρο. Σκεφτείτε περισσότερο και πιο έντονα τη φράση: «Πρώτος μαύρος πρόεδρος στις ΗΠΑ». Και συμπληρώστε επίσης τη γνωστή ιστορική διαπίστωση: στην Αμερική σκοτώνουν προέδρους, από Λίνκολν μέχρι Κένεντι. Έχει κυκλοφορήσει και το σχετικό ανέκδοτο: Ο Ομπάμα χτυπάει την πόρτα του παραδείσου. «Ποιος είσαι εσύ;», ρωτάει ο Άγιος Πέτρος. «Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος». «Και πότε εκλέχτηκες;». «Πριν από είκοσι λεπτά…». Ευτυχώς, έχουν ήδη περάσει τα είκοσι κρίσιμα λεπτά του ανεκδότου, κι άλλα πέντε 24ωρα, και δεν έχει συμβεί τίποτα. Είναι ένας μικρός άθλος για ένα έθνος που οικοδόμησε την ευημερία του πάνω στον ρατσιστικό κυνισμό και στη φυλετική προκατάληψη, θλιβερά ζωντανή μέχρι τις μέρες μας. Και σ’ αυτό έγκειται ο ισχυρότατος συμβολισμός μιας εκλογής που κατά τα λοιπά έχει όλα τα συμβατικά και εξωτικά χαρακτηριστικά μιας αμερικανικής εκλογικής διαδικασίας: χρήμα, διαπλοκή, εξαγορές, συμβιβασμούς και ομηρίες.

Για να καταλάβουμε καλύτερα το βάθος της κοινωνικής μεταστροφής, ίσως πρέπει να θυμηθούμε την ιστορία του σχετικά νεαρού έθνους του Νέου Κόσμου. Πριν από δεκαεπτά χρόνια, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν -στην περιοχή όπου εκτείνεται το μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο του κόσμου, η Wall Street- ένα μεγάλο νεκροταφείο Αφρικανών σκλάβων. Ανάμεσά τους ήταν λείψανα ανδρών, γυναικών, παιδιών, που χρησιμοποιήθηκαν αφειδώς σαν φθηνή πρώτη ύλη για να οικοδομήσουν το ξύλινο τείχος, από το οποίο πήρε τ’ όνομά της η Wall (ένα ξεχασμένο «τείχος του αίσχους»), για να αποψιλώσουν το Μανχάταν από την πυκνή βλάστηση, για να κτίσουν τα κτίρια-σύμβολα του αστικού αμερικανικού Βορρά που αργότερα πρωτοστάτησε στην κατάργηση της δουλείας. Επί τρεις αιώνες και πλέον, περίπου 40.000 πλοία μετέφεραν στον Νέο Κόσμο τουλάχιστον 80 άτομα τη μέρα, βίαια αποσπασμένα από τη μαύρη τους πατρίδα. Ακόμη κι όταν απαγορεύτηκε η εισαγωγή σκλάβων, οι δουλοκτήτες του συντηρητικού Νότου αλλά και του κατά συνθήκην φιλελεύθερου Βορρά το ’ριξαν στην «παραγωγή» φθηνών δούλων, δημιουργώντας κοινόβια αναπαραγωγής με έναν επιβήτορα και δεκάδες σκλάβες προορισμένες να γεννούν παιδιά για άμισθη εργασία. Η εκκλησία προσέφερε αφειδώς απαλλαγή από ενοχές σε όσους διατηρούσαν ψήγματα ανθρωπιάς, προσφέροντας επιχειρήματα για την ενδιάμεση, μεταξύ ανθρώπου και ζώου, κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι σκλάβοι. Είναι λίγο-πολύ γνωστά αυτά, μεγαλώσαμε με την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά», αλλά έχουν δημιουργήσει και μερικές κολοσσιαίες παρεξηγήσεις. Όπως ότι η δουλεία ήταν μια στρέβλωση που αφορούσε τον αγροτικό Νότο και όχι τον αστικό Βορρά. Και ότι τελικά ο καπιταλισμός προσγειώθηκε στον Νέο Κόσμο ως απελευθερωτική δύναμη και για τους ίδιους τους Αφρικανούς δούλους. Αλλά ισχύει το αντίθετο. Ο αμερικανικός καπιταλισμός θεμελιώθηκε στο δουλεμπόριο. Αυτό το δυναμικό οικονομικό σύστημα, που άφησε άφωνο και αμήχανο ακόμη και τον κομμουνιστή Μαγιακόφσκι και που φαντασίωσε τον αναρχικό Κάφκα για τον ριζοσπαστισμό του και τα εντυπωσιακά του επιτεύγματα, έχει τη δουλεία στο DNA του. Και όχι μόνο γιατί χωρίς βαμβάκι και καπνό δεν θα υπήρχαν η κλωστοϋφαντουργία και η καπνοβιομηχανία Αμερικής και Ευρώπης. Αλλά γιατί ακόμη και η μοντέρνα χρηματοπιστωτική μηχανή της Νέας Υόρκης έχει θεμελιωθεί πάνω στα σώματα μαύρων δούλων. Από μιαν άποψη, πριν ανεγερθεί το μνημείο των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, ένα άλλο μνημείο, πολύ πιο εντυπωσιακό, στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού θα έπρεπε να θυμίζει στην Αμερική μία από τις ρίζες της ύπαρξής της, τα εκατομμύρια των δούλων που χτίστηκαν στα θεμέλιά της.

Μ’ αυτή τη ρίζα της ύπαρξής της ήρθε αντιμέτωπη η αμερικανική κοινωνία. Δεν ξέρω ποια ακριβώς συναισθήματα προκαλεί στην πλειοψηφία της λευκής εξουσίας το γεγονός ότι θα έχει πια μαύρο εκπρόσωπο. Αναπόφευκτα, πάντως, δημιουργεί ένα ρήγμα στην ιστορική της συνείδηση. Μπορεί να έχουν μεσολαβήσει δύο αιώνες κατάργησης της δουλείας, αλλά ο ρατσισμός, η φυλετική προκατάληψη που είναι προϊόν της (και όχι το αντίστροφο) είναι ολοζώντανος μέχρι και σήμερα στις απόψεις που καταλογίζουν στους Αφροαμερικανούς, στους Λατίνους και στις μύριες όσες εθνοτικές ομάδες που εμπλούτισαν την εθνική σαλάτα του Νέου Κόσμου τα χαρακτηριστικά ενός αυτοαποκλεισμού από το αμερικανικό όνειρο. Μιας απροθυμίας να μετάσχουν στον χορό της απληστίας, να αρπάξουν τις ευκαιρίες που περνούν από μπροστά τους σαν τις μύγες.

Διαισθητικά θεωρώ ως το καθοριστικό στοιχείο αυτής της χρωματικής αλλαγής την αναμέτρηση της αμερικανικής κοινωνίας με την ένοχη ιστορική της συνείδηση. Το δεύτερο, εξίσου καθοριστικό στοιχείο είναι πως αυτό το τεράστιο κοινωνικοοικονομικό εργαστήριο που είναι οι ΗΠΑ -αυτή η ακάματη παραγωγός καινοτομιών, τεχνογνωσίας, μορφών εκμετάλλευσης και καπιταλιστικών μεταλλάξεων- είναι μια αυτοκρατορία σε παρακμή. Ίσως είναι η πρώτη φορά τα μεταπολεμικά χρόνια που οι ήσυχοι Αμερικανοί αρχίζουν να το ψυχανεμίζονται αυτό. Αν η 11η Σεπτεμβρίου ήταν η βύθιση σ’ έναν εφιάλτη, το εν εξελίξει κραχ είναι ένα χαστούκι που τους ξυπνάει από τον εφιάλτη και τους ρίχνει σε μια εξίσου εφιαλτική πραγματικότητα. Το ισχυρότερο έθνος στον κόσμο ανακαλύπτει ότι είναι και το πιο χρεωμένο και ότι, αντί για τον πλούτο του, πρέπει τώρα να μοιραστεί και τη φτώχεια του. Πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα της ένδειας, της στέρησης σε μαζική κλίμακα, και όχι στα γκέτο του κοινωνικού περιθωρίου. Το σοκ είναι μεγάλο. Και ίσως να είναι και ευεργετικό.

Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν σημαίνει ότι η εκλογή του χαρισματικού Αφροαμερικανού θα οδηγήσει ευθύγραμμα σε μια άλλη Αμερική. Οι μεγάλες προσδοκίες είναι καθαρή αφέλεια, αν όχι και βλακεία. Αλλά εξίσου αφελές είναι να εκμηδενίζεις και κάθε προσδοκία. Το μείζον ερώτημα είναι πώς θα ισορροπήσει η νέα αμερικανική ηγεσία στο συνονθύλευμα συμφερόντων και προσδοκιών που έχει εκφράσει. Από τους φτωχοδιάβολους των εθνοτικών μειονοτήτων και τους ανέργους των αποβιομηχανοποιημένων μεγαλουπόλεων μέχρι τη χρηματοοικονομική ελίτ της Wall Street. Από την ιδιότυπη, κατακερματισμένη σε γραφικούς ακτιβισμούς αμερικανική Αριστερά μέχρι το φιλελεύθερο κατεστημένο του Μανχάταν και τους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς. Από τα εκατομμύρια συμπαθούντων που ενίσχυσαν την ακριβή καμπάνια Ομπάμα με εισφορές λίγων δολαρίων, μέχρι τους μεγαλοχρηματοδότες των εταιρειών πληροφορικής και τις τράπεζες. Τα συμφέροντα είναι άκρως αντιτιθέμενα, οι προσδοκίες αλληλοαποκλειόμενες, οι συμβιβασμοί περίπου αδύνατοι. Μπορεί το ρεαλιστικότερο σενάριο να είναι ένας επαχθής για τους αδύναμους συμβιβασμός, μια ταχεία αφομοίωση του Ομπάμα και των ριζοσπαστικότερων φωνών του επιτελείου του στο άκαμπτο σύστημα. Μπορεί η ανδρεικελοποίηση του μαύρου προέδρου στον Λευκό Οίκο να εξελιχθεί σε μια μελαψή γραφικότητα της ιστορίας. Αλλά υπάρχει κι ένα μικρό παράθυρο στο μέλλον, η πιθανότητα να αποδειχθεί και πάλι η Αμερική το κοινωνικοοικονομικό εργαστήριο του κόσμου, εξάγοντας πλέον όχι μόνο καπιταλιστική τεχνογνωσία, αλλά και καινοτομίες ταξικής πάλης, όταν οι ναρκωμένες αντιθέσεις της φτάσουν πια στη μεγάλη έκρηξη.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (8/11/2008)

Η άμεση σκλαβιά είναι ο άξονας του σημερινού μας βιομηχανισμού, ακριβώς όπως οι μηχανές, η πίστη κ.τ.λ. Χωρίς δουλεία δεν θα υπάρχει βαμβάκι, χωρίς βαμβάκι δεν θα υπάρχει σύγχρονη βιομηχανία. Μονάχα η σκλαβιά έδωσε στις αποικίες την αξία τους, οι αποικίες δημιούργησαν το παγκόσμιο εμπόριο, και το παγκόσμιο εμπόριο είναι ο απαραίτητος όρος για τη μηχανοκίνητη μεγάλη βιομηχανία. Έτσι κι οι αποικίες του παλιού κόσμου, πριν από το εμπόριο των μαύρων, έδιναν μόνον πολύ λίγα προϊόντα και δεν άλλαζαν αισθητά την όψη του κόσμου. Άρα η δουλεία είναι μια οικονομική κατηγορία πρωταρχικής σημασίας. Χωρίς τη σκλαβιά η βόρεια Αμερική, το πιο προοδευμένο έθνος, θα μετατρεπόταν σε πατριαρχική χώρα. Σβήστε από τον χάρτη των εθνών τη βόρεια Αμερική και θα έχετε την αναρχία, την πλήρη παρακμή του εμπορίου και του νεότερου πολιτισμού. Αν όμως εξαφανίζατε τη σκλαβιά, θα σβήνατε την Αμερική από τον χάρτη των εθνών. Οι νεότεροι λαοί κατάφεραν μόνο να συγκαλύψουν τη σκλαβιά στην πατρίδα τους και να την εισαγάγουν ανοικτά στον Νέο Κόσμο.

Καρλ Μάρξ, «Γράμμα στον Αννενκόβ» (1846)

Monday, November 3, 2008

Ο αιώνας της εργασίας (1/11/2008)

Μ’ αρέσει ο τρόπος που η γλώσσα εκδικείται το νόημα. Για παράδειγμα: η λέξη κρίση. Την βρίσκει κανείς δέκα φορές σε κάθε άρθρο, είκοσι σε κάθε πεντάλεπτο ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού λόγου, εκατό φορές σε κάθε ρητορική έξαρση πολιτικού, είτε μιλάει ο εγχωρίου βεληνεκούς Καραμανλής είτε ο Ναπολέων της παγκοσμιοποίησης Σαρκοζί. Τη συναντά επίσης κανείς στα οικογενειακά τραπέζια, στα καφενεία, στα ταμεία των σούπερ μάρκετ. Υπάρχει μια κατάχρηση στη χρήση της «κρίσης». Και μια ετερόκλητη ποικιλία νοημάτων που εκπέμπει. Άλλος μιλά για τη νευρική του κρίση, άλλος για την υπαρξιακή του κρίση, άλλος για τη χρηματοπιστωτική κρίση, άλλοι για την ενεργειακή, την περιβαλλοντική ή την κοινωνική. Καμιά από τις επί μέρους «κρίσεις» δεν έχει τόση σημασία όσο η κρίση που περιγράφουν όλες οι άλλες οι «κρίσεις» μαζί: τη γενική κρίση του καπιταλισμού. Γιατί φοβόμαστε να το πούμε; Έστω κι αν δεν σημάνει το τέλος του τους προσεχείς μήνες…

Κι άλλη εκδίκηση της γλώσσας. Ποια είναι η δεύτερη αγαπημένη έκφραση των ημερών; Η «πραγματική οικονομία». Την ακούς δέκα φορές σε κάθε πεντάλεπτο πολιτικής λογοδιάρροιας, είκοσι φορές σε κάθε δεκάλεπτο δημοσιογραφικής δυσλεξίας. Τι σημαίνει «πραγματική οικονομία»; Και κυρίως, ποια είναι η «εξωπραγματική», η «μη πραγματική» οικονομία; Κάποιος από τους κυρίους Μπράουν, Σαρκοζί, Αλογοσκούφη, Προβόπουλο (τι μπλέκω τα πίτουρα με τις κότες, θα μου πείτε…) οφείλει να μας εξηγήσει αυτή την ενδιαφέρουσα αντιδιαστολή που περιέχει μια κυνική ομολογία: ότι ο πλούτος που με πάθος υπερασπίζονται τα πακέτα κρατικοποίησης των τραπεζών, αυτός που χάνεται ή κερδίζεται μέρα με τη μέρα στα χρηματιστήρια αξιών, απαξιών και εμπορευμάτων, στις αγορές τίτλων και χρήματος, είναι εικονικός, πλασματικός. Ότι το χρήμα δεν γεννάει χρήμα και ότι ο πραγματικός πλούτος πραγματοποιείται εκεί που η εργασία μετατρέπει τις ιδέες σε χειροπιαστά προϊόντα και υπηρεσίες με υπόσταση και κοινωνικό προορισμό. Ότι το κεφάλαιο -εδώ και δύο αιώνες υπό την χρηματοπιστωτική ηγεμονία- είναι μια εικονική πραγματικότητα την αποσύνθεση της οποίας πληρώνουμε όλοι οδυνηρά. Και συνεπώς, στην προαιώνια αναμέτρηση κεφαλαίου - εργασίας, σημειώσατε προς το παρόν σκορ 0-1. Βεβαίως, είναι μια νίκη θεωρητική και πύρρεια, αλλά απ’ το ολότελα…

Σ’ αυτή την ιστορική εκδίκηση της γλώσσας υπάρχουν τα συστατικά μιας δυνητικής αλλαγής. Πρώτον, έχουμε ένα σύστημα που καταρρέει, μια κοινωνική ηγεμονία που κλυδωνίζεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό και μην περιμένετε να συμβεί εντός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος. Οι αυτοκρατορίες δεν καταρρέουν με ραντεβού και οι ιστορικές εποχές δεν αλλάζουν βάσει ατζέντας. Δεύτερον, έχουμε την ανάδυση της κοινωνικής δύναμης που έχει βρεθεί εδώ και δεκαετίες στο πολιτικό και ιδεολογικό περιθώριο χάρη στις αλλεπάλληλες ήττες που γνώρισαν οι φυσικοί ή αυτόκλητοι εκπρόσωποί της. Με δεδομένη την κοινωνική και πολιτική αποσύνθεση των μεσαίων τάξεων, με δεδομένη τη διάλυση και της τελευταίας αυταπάτης για τον αυτοτελή πολιτικό τους ρόλο, η μισθωτή εργασία μαζί με τις άλλες παραγωγικές συνιστώσες της «πραγματικής οικονομίας» (το ποιες θα συμπεριληφθούν εδώ, στις «λοιπές» συνιστώσες, είναι βεβαίως συζητήσιμο), αποτελούν τις μόνες δυνάμεις που βγαίνουν απ’ τον οικονομικό Αρμαγεδδώνα ηθικά αρτιμελείς (αν και οικονομικά ακρωτηριασμένες), χωρίς βάρη και με τις λιγότερες χρεοκοπίες στο ιστορικό τους ισοζύγιο. Κι ας μην αποπειραθεί κανείς να τους χρεώσει τη χρεοκοπία του σοβιετικού ή του κινεζικού «κομμουνισμού». Και ο μεν και ο δε στηρίχθηκαν από πολύ νωρίς στον κραυγαλέο αποκλεισμό των εργατικών τάξεων από τη διαχείριση της εξουσίας. Ο κρατικός καπιταλισμός της κομματικής νομενκλατούρας, που αστραπιαία μεταλλάχτηκε την τελευταία εικοσαετία σε ληστρική ολιγαρχία του πλούτου σε Ρωσία και Κίνα, δεν μπορεί να ακυρώσει την πιο αστραφτερή ουτοπία των δύο τελευταίων αιώνων.

Ο κόσμος της εργασίας βρίσκεται πάλι στο ιστορικό προσκήνιο, λοιπόν. Στο πεδίο που απέτυχαν οι εθνικές αστικές τάξεις, οι επαμφοτερίζοντες «μεσαίοι», οι άπληστες πολυεθνικές επιχειρηματικές ελίτ, οι δύσκαμπτες γραφειοκρατίες κρατών και υπερεθνικών οργανισμών, οι πνευματικές πρωτοπορίες με τις αυτοδιαψευδόμενες προφητείες και τις βλακώδεις ρετσέτες, δημιουργείται ένα τρομακτικό κενό. Όλοι τους, σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς συμμαχιών, αντιθέσεων και λυκοφιλιών δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Το κραχ είναι πρωτίστως κοινωνικο-πολιτικό. Καμιά διόρθωση, καμιά εφεύρεση ενός «καλού» μετα-καπιταλισμού δεν πρόκειται να αποκαταστήσει την άγρια ηρεμία της παλιάς τάξης πραγμάτων. Οι κοινωνίες, τα έθνη, ο πολιτισμός χρειάζονται νέες ηγέτιδες δυνάμεις που θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο επόμενο άλμα της. Από κάθε άποψη, λοιπόν, είναι η ώρα της εργασίας. Δεν ζούμε το τέλος της, όπως ατυχώς προφήτεψε ο Ρίφκιντ. Ίσα ίσα ζούμε την αρχή της.

Έλα, όμως, που και το πνεύμα είναι απρόθυμον και η σαρξ ασθενής. Ο κόσμος της εργασίας έχει γίνει προ πολλού μέρος του προβλήματος (να το θυμίζουμε, για να το εμπεδώσουμε: ποιου προβλήματος; της γενικής κρίσης του καπιταλισμού) για να μπορέσει να αναλάβει τον ηγετικό του ρόλο. Είναι ταξικά, πολιτικά και κοινωνικά ανάπηρος. Οι λόγοι είναι λίγο πολύ γνωστοί. Όσοι έχουν θητεύσει στα ριζοσπαστικά κόμματα και κινήματα της Αριστεράς (ή απλώς πέρασαν και δεν κόλλησαν) τον τελευταίο καιρό εξιστορούν ως ανέκδοτο το λάθος timing της Ιστορίας: «Όταν διαθέταμε την ισχύ, ο καπιταλισμός ευημερούσε ακλόνητος. Τώρα ο καπιταλισμός κλονίζεται κι εμείς ευημερούμε ανίσχυροι». Μπορεί η φράση να μην ξεχειλίζει από ρεαλισμό (διότι ελάχιστοι μισθωτοί σκλάβοι ευημερούν σήμερα), έχει όμως μια ευστοχία. Ο καπιταλισμός γέμισε από αδύναμους κρίκους (η χαρά του Λένιν), αλλά ποιος απ’ αυτούς μπορεί να αποφέρει μιαν ανατροπή ανάλογη του 1871 στη Γαλλία, του 1917 στη Ρωσία ή του 1919 στη Γερμανία; Τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν ξεδοντιαστεί, η σοσιαλδημοκρατία έχει εκτεθεί ως ο φυσικός συναυτουργός του νεοφιλελεύθερου τερατουργήματος, τα συνδικάτα ψάχνουν τα μέλη τους και τις ταυτότητές τους, τα ριζοσπαστικά κινήματα του τρίτου κόσμου εκπροσωπούνται από εθνικιστικά ή φονταμενταλιστικά μορφώματα, νεο-περονισμούς και σοσιαλφασισμούς, ακόμη και η «τρομοκρατία» έχει εκφυλιστεί στη διαπλοκή της με μαφίες όπλων και ναρκωτικών ή σκοτεινές θρησκευτικές σέχτες.

Τι απομένει, λοιπόν, στον κόσμο της εργασίας; Διαθέτει πρωτίστως το ηθικό πλεονέκτημα, έστω και αρνητικό, ότι στα μικρά και μεγάλα εγκλήματα που συντελούνται στον οικονομικό μας πολιτισμό βρίσκεται στην πλευρά των θυμάτων. Διαθέτει το παραγωγικό πλεονέκτημα να κινεί την πολύπλοκη μηχανή του πλούτου σε όλες του τις διαστάσεις, από το επίπεδο του χειρώνακτα στο γιαπί μέχρι τον εφευρετικό παραγωγό software. Διαθέτει την αναντικατάστατη καταναλωτική του δύναμη, αφού αν και μονίμως ριγμένος στη διανομή της πίτας, ακόμη και με τις μικρές δόσεις απληστίας του, συντηρεί το «τέρας» της ζήτησης και τροφοδοτεί την τεχνολογική πρόοδο. Διαθέτει, παρά τις κραυγαλέες διαφορές που χωρίζουν τον Αμερικανό εργάτη από τον Ινδό συνάδελφό του, μια μοναδική στην Ιστορία παγκόσμια ενότητα συμφερόντων Διαθέτει, τέλος, την πολιτική αθωότητα ενός μακρόχρονου αποκλεισμού από τον κόσμο της εξουσίας και της φαυλότητας.
Αυτά είναι τα προσόντα του κόσμου της εργασίας. Αυτά είναι και συστατικά της υπέρβασης της πολλαπλής κρίσης του κόσμου που βαδίζει ολοταχώς στη δύση του. Αυτή τη δύση ζούμε τώρα, αυτή ζήσαμε όταν η κρίση έπαιρνε μορφή πετρελαϊκή, επισιτιστική ή οικολογική. Το πώς, πότε θα δούμε και την αυγή της νέας εποχής δεν το γνωρίζω. Οι βεβαιότητες έχουν καταρρεύσει, οι ιστορικές νομοτέλειες πέρασαν στην περιοχή της αμφιβολίας, οι μεσσίες αποκαθηλώθηκαν. Υπάρχει σταθερό το ένα σκέλος του διλήμματος που διατύπωνε πριν από έναν αιώνα η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»; Η βαρβαρότητα είναι η βεβαιότητα που εγγυάται η διατήρηση του χρεοκοπημένου πολιτισμού της απληστίας. Ο κόσμος της εργασίας δεν έχει κανένα λόγο να δώσει παράταση ζωής στη βαρβαρότητα, ανεξάρτητα αν την εναλλακτική λύση θα την ονομάσει κανείς σοσιαλισμό ή βρει ένα λιγότερο συκοφαντημένο όνομα για το επόμενο άλμα της ανθρωπότητας. Ιδού η Ρόδος. Για ν’ αποφύγουμε το πήδημα…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (1/11/2008)

…Για κάθε άτομο η εργασία αποτελεί ριζικά διαφορετική εμπειρία. …Αν και επαναλαμβανόμενη, εξουθενωτική και χωρίς πνευματικές προκλήσεις, είναι ανεκτή προκειμένου να ικανοποιούνται τα απαραίτητα και ορισμένες χαρές της ζωής. Δημιουργεί επίσης κοινωνική υπόληψη. Η ευχαρίστηση της ζωής ξεκινά όταν τελειώνει το ωράριο ή η εβδομάδα της εργασίας. Τότε και μόνο ξεφεύγει κανείς από την κόπωση, την πλήξη, την πειθαρχία της μηχανής, του εργασιακού περιβάλλοντος γενικότερα ή της εξουσίας της διοίκησης. Συχνά λέγεται ότι η εργασία είναι απόλαυση. Αυτός ο συνήθης ισχυρισμός απευθύνεται στα αισθήματα των άλλων. Ο καλός εργάτης επευφημείται πολύ. Η επευφημία αυτή συνήθως προέρχεται από εκείνους που έχουν ξεφύγει από μια παρόμοια δοκιμασία, που βρίσκονται ασφαλώς υπεράνω όποιας φυσικής προσπάθειας. Εδώ είναι και το παράδοξο. Η λέξη «εργασία» περιλαμβάνει εξίσου εκείνους για τους οποίους είναι εξουθενωτική, ανιαρή, απεχθής και εκείνους για τους οποίους είναι απόλαυση, χωρίς καμιά αίσθηση υποχρέωσης. Μπορεί να υπάρχει το ευχάριστο αίσθημα της προσωπικής σπουδαιότητας, η αναγνωρισμένη ανωτερότητα να προΐστασαι άλλων εργαζομένων. Η «εργασία» περιγράφει τόσο αυτό που επιβάλλεται όσο και αυτό που είναι πηγή γοήτρου και εισοδήματος, που άλλοι αναζητούν επίμονα και το χαίρονται. Ήδη η απάτη είναι εμφανής, αφού η ίδια λέξη περιγράφει δύο διαφορετικές καταστάσεις.
…Απέμεινε λοιπόν στον Τζον Μέινταρντ Κέινς, που συχνά μιλούσε κατά τρόπο απρεπή, να αμφισβητήσει την ευχαρίστηση που προσφέρει ο μόχθος.
Παραθέτει τα λόγια μιας ηλικιωμένης καθαρίστριας, που διατηρούνται αναλλοίωτα, χαραγμένα στην ταφόπλακά της. Μόλις προ ολίγου είχε απαλλαγεί από τη διά βίου εργασία της:
Μη θρηνείτε για μένα φίλοι,
Ποτέ μη δακρύσετε για μένα,
Γιατί δεν πρόκειται να κάνω τίποτα,
Ποτέ, μα ποτέ πια.

Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, «Τα οικονομικά της αθώας απάτης».

Wednesday, October 29, 2008

Η Ημέρα της Κρίσεως (25/10/2008)

(Το παρακάτω κείμενο που δημοσιεύτηκε το περασμένο Σάββατο στον "Κόσμο του Επενδυτή" θα το βρείτε -επιεικώς- παιδικό κι εγώ κάτι χειρότερο, ας αποφύγω τη λέξη. Αλλά scripta manent... Μπορεί, βεβαίως, να έχουν υπάρξει και χειρότερα. Αλλά για λόγους τάξης είμαι υποχρεωμένος να το αναδημοσιεύσω στην παρούσα ψηφιακή αποθήκη μου).


Τι παράξενα πράγματα! Ενώ η ανθρωπότητα είχε αναπτύξει το πιο δαιδαλώδες σύστημα ελέγχου, διαφάνειας, λογοδοσίας και τιμωρίας, με αλλεπάλληλα επίπεδα κρίσης, ενώ o πλανήτης είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο δικαστήριο με τους μισούς δικαστές και τους άλλους μισούς υποδίκους, καμία σημαντική δίκη δεν έφτανε για χρόνια στο τέλος της. Άλλες υποθέσεις παραγράφονταν, άλλες έμπαιναν στο αρχείο, άλλες κατέληγαν σε απαλλαγές, το πολύ αναστολές και εξαγοράσιμες ποινές. Ο κανόνας ήταν μια γενικευμένη ατιμωρησία των θυτών και μια διαρκής, ανυπόφορη τιμωρία των θυμάτων.

Πολλή δουλειά μαζεύτηκε, λοιπόν, για τον Θεό και τα λοιπά μέλη της Αγίας Τριάδας την Ημέρα της Κρίσεως. Απ’ όλες τις υποθέσεις που έπρεπε να κριθούν, τρεις είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον κι έναν απροσδόκητα κοινό παρονομαστή. Ήρθαν, λοιπόν, στο θεϊκό εδώλιο ο εκπρόσωπος της θρησκευτικής πίστης, ο εκπρόσωπος της τραπεζικής πίστης και ο εκπρόσωπος της πολιτικής πίστης. Δηλαδή, ο ηγούμενος, ο τραπεζίτης και ο υπουργός.

Ο Ιησούς, εκ δεξιών του Πατρός, ανέλαβε τα εισαγγελικά του καθήκοντα. Κι επειδή, από την Πρώτη κιόλας Παρουσία, είχε άχτι τους Φαρισαίους, άρχισε από τον ηγούμενο. «Τι έκανες εσύ;», τον ρώτησε.
«Τίποτε το επιλήψιμο, Κύριε. Εσύ δεν είπες πως “δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των Ουρανών”; Ε, λοιπόν, εγώ είπα αντί για χρήματα, να μαζέψουμε ακίνητα. Ιδού το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που έφτιαξα για το επίγειο βασίλειό σου», είπε με αυτοπεποίθηση ο ηγούμενος και ενεχείρισε στον Υιό του Θεού ένα πολυσέλιδο περιουσιολόγιο, με επισυνημμένο το Ε9.
Ο Ιησούς τού έριξε μια ματιά, «τι τα ήθελε τόσα ακίνητα ένα μοναστήρι;», ρώτησε και πέρασε τα χαρτιά στον Θεό. «Ιδού, Πάτερ, κατήντησαν και πάλι τον Οίκο σου οίκο εμπορίου», είπε. «Αυτό το έχεις ξαναπεί, Κύριε», απάντησε ο ηγούμενος, «αλλά πρέπει να σας θυμίσω ότι χωρίς το εκκλησιαστικό και μοναστικό real estate δεν θα ήσασταν ο ηγέτης της κραταιάς θρησκείας των τελευταίων 18 αιώνων. Εδραίωσα την πίστη σας στις πιο σταθερές αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού: τα ακίνητα. Κάποιος έπρεπε να κάνει τη βρομοδουλειά, εν πάση περιπτώσει. Δεν είμαστε οι διαμεσολαβητές, οι μεσίτες σου επί γης; Εξάλλου, ό,τι έβγαλα το πρόσφερα σ’ εσένα». «Τίνι τρόπω;», ρώτησε ο Ιησούς. «Ό,τι υπήρχε στο παγκάρι πάντα το πέταγα στον ουρανό και σου φώναζα: Χριστούλη μου, πάρε ό,τι θες και τ’ άλλα δώσ’ τα μου», είπε ο ηγούμενος. «Και τι έγινε τελικά;», ξαναρώτησε ο Ιησούς. «Ε, ποτέ δεν πήρες τίποτα…», τον άφησε εμβρόντητο ο ηγούμενος.

Ο μέγας εισαγγελέας της Ημέρας της Κρίσεως στράφηκε φανερά εκνευρισμένος στον έτερο κατηγορούμενο, τον υπουργό. «Εσύ, τι έκανες;», τον ρώτησε. «Εγώ, Κύριε, έδωσα στην πίστη σας το κύρος της εξουσίας. Ξέρεις, είχες κάνει ένα βασικό λάθος όταν είπες εκείνο το περίφημο “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ”. Ξέρεις πόσο παραγωγική συνέργια ήταν η σύμπραξη Καίσαρα και Θεού; Σε κάναμε τον πραγματικό βασιλιά του κόσμου». «Το βασίλειόν μου ουκ έστιν εκ του κόσμου εκείνου», του απάντησε βλοσυρά ο Ιησούς. «Ναι», συνέχισε ο υπουργός, «αλλά η συνέργια με τους καίσαρες δημιούργησε τουλάχιστον τρεις αυτοκρατορίες και έφτασε την πίστη σου σε κάθε ήπειρο. Ειδάλλως, τι θα ήταν ο χριστιανισμός; Άντε, το πολύ μια εβραϊκή αίρεση. Άσε δε το πρακτικό πρόβλημα που θα είχες μετά την Ημέρα της Κρίσεως. Πώς θα χωρούσαν τόσα δισεκατομμύρια άπιστοι στην Κόλαση; Κι ο παράδεισος θα ήταν σαν πριβέ κλαμπ με τον Γαβριήλ για face control. Πληκτικό. Εμείς κι εμείς». «Για εμάς είμαι σίγουρος, για εσάς καθόλου», τον κάρφωσε ο Ιησούς… Μαθαίνω πάντως ότι η μακρά πνευματική σου σχέση με τον ηγούμενο δεν σε έβγαλε χαμένο. Δεν διδάχθηκες τίποτε από μένα περί σεμνότητας και ταπεινότητας;».

Ήρθε και η ώρα του τραπεζίτη. «Μπαμπά, απελθέτω μου το ποτήριον τούτο», ψιθύρισε ο Ιησούς στ’ αυτί του Θεού που μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορα την όλη διαδικασία. Αλλά μπήκε στο νόημα αμέσως. Αυτό με τους τελώνες που θα κληρονομούσαν τη βασιλεία των ουρανών, όσο να κάνει, είχε αφήσει ένα τραύμα στον Ιησού κατά την πρώτη παρουσία του. Ο Θεός πήρε το πιο σοβαρό του ύφος και ρώτησε τον τραπεζίτη: «Ξέρεις γιατί είσαι εδώ;». «Υποψιάζομαι… Για την κρίση, μήπως; Αλλά για ποιαν απ’ όλες; Του 1929, του 1973, του 2000; Ή μήπως να πάμε πιο πίσω, στον 19ο αιώνα; Ω, ας τελειώνουμε μ’ αυτό το παραμύθι. Δεν δικαιούται να μας κατηγορεί κανείς. Ούτε εσείς, ούτε οι θνητοί. Ως προς τους θνητούς έχω να πω ότι μας χρεώνουν τις παρενθέσεις των κρίσεων, αλλά ξεχνούν ότι μας οφείλουν τα χρόνια της ευημερίας τους. Και ως προς εσάς, θα πω απλώς ότι εμείς δώσαμε υλική υπόσταση στην πίστη σας. Η πίστη δεν είναι μια κατάθεση στην τράπεζα του παραδείσου; Εμείς, λοιπόν, κατεβάσαμε τον παράδεισο στη γη». «Ναι, αλλά με τόκο, και μάλιστα ληστρικό», τον έκοψε αυστηρά ο Θεός. «Κι αν δεν κάνω λάθος, οι δικές μου εντολές ήταν σαφείς: “ αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς”. Αυτό υποθέτω ότι δεν μιλάει για τόκο». «Αλλά δεν μιλάει και για φιλανθρωπία», αντέτεινε ο τραπεζίτης. «Άλλο δουλειά κι άλλο φιλανθρωπία. Ξέρεις πόσους έχουμε βοηθήσει εμείς αφιλοκερδώς; Πάμε και στη δουλειά, τώρα. Εσύ παραχώρησες στους πρωτόπλαστους τον παράδεισο, τους τον έδωσες για απόλυτη χρήση και τους επέβαλες ένα και μόνο όρο – τον γνωστό, να μην τα ξαναλέμε. Τον παραβήκανε και τι έκανες; Τους έδιωξες. Εγώ γιατί να μην πάρω το ενυπόθηκο ακίνητό μου όταν δεν μου πληρώνουν τις δόσεις του στεγαστικού δανείου; Είσαι ο πρώτος διδάξας και ο παράδεισος το πρώτο ενυπόθηκο ακίνητο». Ο Θεός κράτησε την ψυχραιμία του μπροστά στην αυθάδεια του τραπεζίτη, αν και η διάθεσή του ήταν να πατήσει το κουμπί και να τον στείλει κατευθείαν στο υπόγειο – στο σκοτεινό βασίλειο του Εωσφόρου.
«Τι θα κάνουμε μ’ αυτούς, πατέρα;», ρώτησε ο Ιησούς. «Να κάνουμε μια εξεταστική; Μια προανακριτική, ίσως; Ο Μιχαήλ αδημονεί, ακονίζει τη ρομφαία του». «Έχω πιο απλές λύσεις», είπε ο Θεός. «Τον ηγούμενο θα τον στείλουμε για real estate στον Άρη. Τον υπουργό θα τον στείλουμε στην Κόλαση να οργανώσει επανάσταση κατά του Εωσφόρου». «Και τον τραπεζίτη;», ρώτησε με εμφανή αγωνία και προκατάληψη ο Ιησούς. «Γι’ αυτόν έχω το καλύτερο», είπε ο Θεός με μια σπίθα άγριας χαράς στο βλέμμα». Θα τον στείλουμε στο διπλανό μαγαζί, στου Μωάμεθ. Ξέρεις τι εκτίμηση είχε στους τοκογλύφους. Έχω ένα ωραίο απόσπασμα εδώ απ’ το Κοράνι: “όσοι εμμένουν στην τοκογλυφία κερδίζουν την Κόλαση, όπου θα μείνουν για πάντα”. Δεν είναι νόστιμο;», είπε, διασκεδάζοντας φανερά ο Θεός, κι ύστερα φώναξε στα εξαπτέρυγα: «Να περάσουν οι επόμενοι».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (25/10.2008)

Βλέπεις αυτές τις πέτρες στην άνυδρη έρημο; Μετάλλαξέ τις σε ψωμιά κι ο κόσμος θα τρέξει να πέσει στα πόδια σου, όμοια σαν ένα κοπάδι πειθαρχημένο κι όλο ευγνωμοσύνη, τρέμοντας ωστόσο μη τυχόν χάσουν την προστασία σου και πάψουν να ’χουν ψωμί.
Μα δε θέλησες να στερήσεις τον άνθρωπο απ’ την ελευθερία του, κι αρνήθηκες, κρίνοντας πως η ελευθερία ήταν κάτι ασυμβίβαστο με την υποταγή που αγοράζεται με ψωμιά. Αποφάνθηκες πως ο άνθρωπος δεν ζει “μόνο με άρτον’’, μα ξέρεις ότι στ’ όνομα του γήινου αυτού άρτου το πνεύμα της Γης θα εξεγερθεί εναντίον σου, θ’ αγωνιστεί και θα σε νικήσει, ότι όλοι το ακολουθούν φωνάζοντας: “Ποιος μοιάζει μ' αυτό το ζώο που μας έδωσε τη φωτιά τ' ουρανού;”. Αιώνες θα περάσουν κι η ανθρωπότητα θα διακηρύσσει με το στόμα των σοφών και των συνετών της ότι δεν υπάρχουν εγκλήματα και κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν κι αμαρτήματα. Ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο πεινασμένοι. Θρέψε τους πρώτα κι ύστερα ν’ απαιτείς απ' αυτούς να ’ναι ενάρετοι. Να τι θα γράψουν στο λάβαρο της επανάστασής τους, που θα επιτεθεί στον ναό σου. Στη θέση του ένα καινούργιο οικοδόμημα θα υψωθεί, ένας νέος πύργος της Βαβέλ, που θα παραμείνει δίχως αμφιβολία ατέλειωτος, όπως κι ο πρώτος εκείνος. Αλλά θα μπορούσες να γλιτώσεις τους ανθρώπους απ’ αυτή τη δοκιμασία, κι από χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θα ξανάρθουν να μας βρουν, αφού θα ’χουν κοπιάσει χίλια χρόνια να χτίσουν τον πύργο τους! Θα μας αναζητήσουν κάτω απ’ τη γη, όπως άλλοτε, μέσα στις κατακόμβες όπου θα ’μαστε κρυμμένοι (θα μας βασανίσουν πάλι) και θα κραυγάσουν: “Δώστε μας να φάμε γιατί αυτοί που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ’ ουρανού δε μας την έδωσαν”. Τότε θ’ αποτελειώσουμε εμείς τον πύργο τους, γιατί δεν χρειάζεται για κάτι τέτοιo παρά μόνο η τροφή, και θα τους θρέψουμε, υποτίθεται στ’ όνομά σου, θα τους κάνουμε να το πιστέψουν τουλάχιστο. Χωρίς εμάς θα ’ναι για πάντα τους πεινασμένοι. Καμία γνώση δεν θα τους δώσει ψωμί, όσο θα μένουν ελεύθεροι αλλά θα καταλήξουν να την καταθέσουν στα πόδια μας τούτη την ελευθερία τους, λέγοντας: “Υποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μα δώστε μας να φάμε”. Θα καταλάβουν, επιτέλους, πως η ελευθερία δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το ψωμί της γης που είναι στη διάθεσή τους, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουν να το μοιράσουν μεταξύ τους!

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμαζόφ» (ο μονόλογος του Μεγάλου Ιεροεξεταστή)

Sunday, October 19, 2008

Ουφ! Μπά…Ωχ!.. και άλλα επιφωνήματα (18/10/2008)

Τρία επιφωνήματα. Απλοί ήχοι, δηλωτικοί της αντίδρασής μας σ’ ένα εξαιρετικό γεγονός. Στα τρία επιφωνήματα του τίτλου συμπυκνώνονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις στη διαχείριση της καταστροφής που μας απειλεί. Για την οποία δεν έχουμε βεβαιωθεί ακόμη αν είναι το παρ’ ολίγον τέλος του καπιταλισμού ή απλώς ένας σπασμός του γαστρεντερικού του συστήματος, λίγο πριν την αφόδευση του άχρηστου φορτίου του.

Ουφ! Μπα…Ωχ! Ανακούφιση, αμφιβολία, απαισιοδοξία. Όταν τη Δευτέρα τα χρηματιστήρια του κόσμου επιδοκίμαζαν με άλματα εις ύψος τον πακτωλό δισεκατομμυρίων που πρόσφεραν αφειδώς οι κυβερνήσεις για τη σωτηρία τραπεζικού Λεβιάθαν ακούσαμε το πρώτο «ουφ!». Κυριολεκτικά. Βρετανός δημοσιογράφος ρωτάει χρηματιστή: πώς σχολιάζει την απόφαση των υπουργών Οικονομίας της Ευρωζώνης. «Ουφ!» απαντάει αυτός. Τίποτε άλλο. «Ουφ», επανέλαβαν και οι άνκορμεν της εγχώριας τηλεοπτικής δημοκρατίας. Από την Τετάρτη, όμως, τους κόπηκε η λαλιά. Κομμένα τα επιφωνήματα. Αχάριστες που είναι οι αγορές…

Τα επιφωνήματα, όμως, διατηρούν την σημασία και την άναρθρη ευγλωττία τους. «Ουφ!» είχε κάθε λόγο να πει η παγκόσμια ελίτ του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα μέτρα που αποφασίζουν οι κυβερνήσεις για τη διάσωσή της, πέρα από το ρητορικό ψόγο που περιέχουν, αποτελούν την πιο κραυγαλέα επιβράβευση του παρασιτισμού και της καταστροφικής απληστίας του κλάδου που έχει καταστεί καρδιά του οικονομικού μας πολιτισμού. Θα περίμενε κανείς μια λογική «τιμωρία», μια κάποια «ποινή» ή έστω και μια ηθική και πολιτική απαξίωση στον τυχοδιωκτικό μηχανισμό που φέρνει όλο και συχνότερα την ανθρωπότητα στο χείλος της οικονομικής αβύσσου. Αλλά, όχι. Ουσιαστικά, και το αμερικανικό και το ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας περιλαμβάνουν δύο καθοριστικά στοιχεία: Πρώτον, αναγνωρίζουν και πάλι στο τραπεζικό κεφάλαιο την πρωτοκαθεδρία, προσθέτοντάς του μάλιστα το λεηλατημένο κύρος του κράτους. Και δεύτερον, του προσφέρουν άφθονο δωρεάν χρήμα, αποσπασμένο βίαια από παραγωγικές δραστηριότητες είτε του ίδιου του κράτους, είτε των άλλων επιχειρηματικών κλάδων που είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με τη δημιουργία απασχόλησης και την ενίσχυση της κατανάλωσης. Το «ουφ!», λοιπόν, αφορά την χρηματοοικονομική ελίτ, έστω κι αν με τα «αχ! βαχ!» και τις βουτιές των δεικτών που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, μας υπενθύμισαν πόσο άπληστοι και αχόρταγοι είναι.

Και ακολουθεί το «μπα…» Άλλοτε με ερωτηματικό κι άλλοτε με αποσιωπητικά. Στην πρώτη περίπτωση έχει μια δόση έκπληξης, στη δεύτερη πλημμυρίζει από αμφιβολία. «Μπα;» αναρωτήθηκαν μ’ έναν τόνο ειρωνείας όσοι άκουγαν βερεσέ τις βαρύγδουπες προαναγγελίες περί κατάρρευσης του καπιταλισμού. «Μπα…» ψέλλισαν κι όσοι αμφέβαλαν για την θριαμβευτική επιστροφή του κράτους στην οικονομία. Σ’ αυτήν την πλευρά, παραδόξως, συνυπάρχουν οι ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι (που ωστόσο δεν πάσχουν από αλλεργική ιδεοληψία και γνωρίζουν ότι το κράτος είναι ένα εργαλείο κατά περίπτωση χρησιμοποιούμενο) και οι φανατικοί, εξ αίματος αντικαπιταλιστές (που δεν τρέφουν αυταπάτες για τον αυτόματο θάνατο του συστήματος που απεχθάνονται). Οι πρώτοι ήδη ψελλίζουν διακριτικά (αφού πήραν τα λεφτά στο χέρι) ότι δεν χρειάζεται αλλαγή του φιλελεύθερου παραδείγματος που κυριάρχησε στην παγκόσμια οικονομία την τελευταία τριακονταετία. Και ακόμη ότι το κράτος δεν ήρθε για να μείνει στην οικονομία, περαστικό είναι. Οι αντιρρήσεις τους έχουν τον κυνισμό της ελίτ (πολιτικής, επιχειρηματικής, ακαδημαϊκής) που βαπτίστηκε στα νάματα του νεοφιλελευθερισμού χωρίς όμως να πνιγεί σ’ αυτά. Και που δεν δίστασε καθόλου να το ρίξει στη μελέτη του Μαρξ, να ξεσκονίσει πάλι τον Κέυνς και τον Γκαλπμρέιθ, να μελετήσει προσεκτικότερα τον Νικολάι Κοντράτιεφ και τα μακρά κύματά του και τελικά να βραβεύσει τον Πολ Κρούγκμαν με το Νόμπελ Οικονομίας, αναζητώντας ακαδημαϊκό άλλοθι για τη συντελούμενη δεύτερη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου. Στο «μπά…» των άλλων, των αντικαπιταλιστών, υπάρχει ένας εξίσου βάσιμος πεσιμιστικός ρεαλισμός που δεν αφήνει περιθώρια για ιστορική αισιοδοξία. Ελλείψει επαναστατικού υποκειμένου, χωρίς στέρεο, προγραμματικό αντίλογο από την Αριστερά, με τα κινήματα εν υπνώσει και τους παρίες του οικονομικού πολιτισμού μεταξύ καταθετικού πανικού και πολιτικής αναπηρίας, δεν μπορείς να περιμένεις από τον καπιταλισμό να αυτοκτονήσει από τύψεις. Πολλώ μάλλον από τους καπιταλιστές.

Τέλος, περνάμε στο «ωχ!». Ένα «ωχ» που κυμαίνεται από υπόκωφο στεναγμό απογοήτευσης μέχρι βαθύ γογγυσμό. Ανάλογα με το τι αντιλαμβάνεται καθένας ότι πραγματικά συμβαίνει. Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι στη Γη και εκατοντάδες εκατομμύρια στις χώρες που αποτέλεσαν θέατρο της κρίσης οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να φωνάζουν «ωχ» κάθε φορά που ένας πρωθυπουργός ή ένας υπουργός Οικονομίας ανεβάζει τα κτυπήματα στον πλειστηριασμό των πακέτων σωτηρίας. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Ελλάδα είχε το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς στο πεδίο αυτό. Την ώρα που ο κ. Αλογοσκούφης ανακοίνωνε το πλουσιοπάροχο πακέτο των 28 δισ. ευρώ για τη σωτηρία των τραπεζιτών, αυτοί ανακοίνωναν προσφυγές κατά της απόφασης του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας να επικυρώσει υπέρ τραπεζοϋπαλλήλων τη συλλογική σύμβαση. Οι τραπεζοϋπάλληλοι είπαν «ωχ», τα συνδικάτα πρόσθεσαν τα δικά τους οργισμένα «ωχ», αλλά το επεισόδιο, ανεξάρτητα από την κατάληξή του, είναι αποκαλυπτικό της απληστίας του πιστωτικού συστήματος. Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος… Όσοι ήλπιζαν ότι η δημόσια ευεργεσία υπέρ τραπεζιτών θα ακολουθηθεί από ψήγματα, έστω, κοινωνικής ευαισθησίας, προσεχώς θα διαψευστούν πολλαπλώς και θα εκστομίσουν πολλά «ωχ». Ούτε οι αποφάσεις των 15 της Ευρωζώνης, ούτε αυτές των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε τα πατριωτικά σύνορα που θα ορθώσουν οι κατά τα λοιπά ελεύθερες αγορές, ούτε ο επιχειρηματικός εθνικισμός που θα αντικαταστήσει τις ρήτρες αλληλεγγύης, ούτε η χαλάρωση ή και αποδόμηση του επαχθούς Μάαστριχτ πρόκειται να μεταφραστούν σε μέτρα ανακούφισης των οικονομικά ασθενέστερων από το υφεσιακό τσουνάμι που έρχεται. Το αντίθετο. Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι η θεραπεία μιας λεηλασίας με μια δεύτερη λεηλασία. Ζεστό χρήμα των φορολογουμένων κόβεται από δημόσιες επενδύσεις, κοινωνική πολιτική, κατανάλωση, ακόμη και από επιδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, για να αποδοθεί στον πιο αντιπαραγωγικό κλάδο της οικονομίας. Η παγκόσμια πολιτική ελίτ κατευνάζει την υπαρξιακή αγωνία ενός οικονομικού συστήματος, που προφανέστατα φτάνει στα όριά του, με βάση το μόνο δόγμα στο οποίο παραμένει μέχρι τέλους πιστή: στην πεποίθηση ότι το χρήμα γεννάει χρήμα. Κι άρα, ο έλεγχος της ροής του χρήματος από το κράτος αρκεί για να επαναφέρει το σύστημα σε ηρεμία. Όπως θα έλεγε κι ο Μέτερνιχ, «είναι χειρότερο από έγκλημα. Είναι λάθος!» Και αποδεικνύεται από τις πανικόβλητες κατολισθήσεις των χρηματιστηριακών δεικτών που συνεχίζονται παρά τη γενναιοδωρία των κυβερνήσεων.

Ευτυχώς, υπάρχει μια μακρά σειρά επιφωνημάτων που μπορούμε ακόμη να εκστομίσουμε, σε όλες τις γλώσσες, σε κάθε απόχρωση και ένταση. Κι επειδή είναι βέβαιο ότι η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να βυθίζεται στην ύφεση για μήνες ακόμη, ίσως και χρόνια (είτε πρόκειται για έναν ακόμη, είτε για τον τελευταίο και φαρμακερό κύκλο του συστήματος), για να περιορίσουν το μέγεθος της καταστροφής κυβερνήσεις και υπερεθνικοί οργανισμού έχουν την ευχέρεια να αντιδράσουν με μια στοιχειώδη πράξη ανθρωπισμού: να κλείσουν τα χρηματιστήρια, να βάλουν λουκέτο στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, να παγώσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, να σταματήσουν κάθε πεδίο υποτιμητικής και υπερτιμητικής κερδοσκοπίας στις αγορές χρήματος και αξιών, να κλείσουν τις οθόνες της online, ανά δευτερόλεπτο μέτρησης της καταστροφής που τίποτε δεν αποδεικνύει ότι και αυτή τη φορά θα είναι δημιουργική. Να σταματήσουν να απολαμβάνουν ως Νέρωνες το θέαμα της φλεγομένης Ρώμης ρίχνοντας μόνο λάδι (δηλαδή τζάμπα χρήμα) στη φωτιά. (Δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε στον επενδυτή το δικαίωμα να ρευστοποιεί την περιουσία του, είπε ο κ. Καπράλος. Τι επιχείρημα! Και το δικαίωμα να προστατεύσουμε τον κοινωνικό πλούτο, να εμποδίσουμε την κοινωνία να βυθιστεί στη φτώχεια, ποιος θα το ασκήσει;)

Αν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ δεν το κάνουν και συνεχίσουν να θυσιάζουν άφθονες μερίδες κράτους στον χρηματοοικονομικό Μολώχ, οι κοινωνίες μπορεί να σταματήσουν τα «ουφ», τα «ωχ» και τα «μπα» και να αντιδράσουν με το ύστατο επιφώνημα: «Ουστ!». Το οποίο μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο βίαιο απ’ όσο ακούγεται ή διαβάζεται.