Sunday, November 28, 2010

Αναμνήσεις από τον 18ο αιώνα (27/11/2010)

Ο ΟΗΕ δεν είναι βέβαια και ο πιο ευυπόληπτος διεθνής οργανισμός των καιρών μας. Το αντίθετο μάλιστα. Έχει γίνει σκιά του εαυτού του, καθώς στις σημαντικότερες διεθνείς κρίσεις που έχει κληθεί να διευθετήσει τα μετα-ψυχροπολεμικά χρόνια επιδεικνύει μια συμπεριφορά μεταξύ Ποντίου Πιλάτου (νίπτων τας χείρας) και Μαρίας Αντουανέτας (γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι…). Όμως, καλώς ή κακώς, η διατήρησή του μέχρι τις μέρες μας συμπυκνώνει το επίπεδο διπλωματικού και κοινωνικού πολιτισμού που κατακτήθηκε έπειτα από τις οδυνηρές εμπειρίες των δύο παγκοσμίων πολέμων. Γι’ αυτό και συχνά ξαφνιάζει η τεράστια απόσταση ανάμεσα στην άθλια πρακτική τού να ανέχεται καταστάσεις διεθνούς ανομίας και στη φιλανθρωπική ρητορική για τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα της εποχής.

Για λόγους ιστορικούς
, λοιπόν, έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε πώς αντιμετωπίζει το δικαίωμα στην εργασία, στη δίκαιη αμοιβή και στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης ο ΟΗΕ και ο καταστατικός του χάρτης. Λέει η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 23: «1. Καθένας έχει το δικαίωμα να εργάζεται και να επιλέγει το επάγγελμά του, να έχει δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας και να προστατεύεται από την ανεργία. 2. Όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία. 3. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα δίκαιης και ικανοποιητικής αμοιβής, που να εξασφαλίζει σε αυτόν και την οικογένειά του συνθήκες ζωής άξιες στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η αμοιβή της εργασίας, αν υπάρχει, πρέπει να συμπληρώνεται με άλλα μέσα κοινωνικής προστασίας. 4. Καθένας έχει το δικαίωμα να ιδρύει μαζί με άλλους συνδικάτα και να συμμετέχει σε συνδικάτα για την προάσπιση των συμφερόντων του». Αυτό κατέστη από το 1948 ο καταστατικός χάρτης του κόσμου μας, συμπυκνώνοντας ιστορικά δεδομένα δύο και πλέον αιώνων, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, που συγκλονίστηκαν από σκληρές ταξικές συγκρούσεις μέχρι να γίνει αποδεκτή από τις άρχουσες τάξεις η κοινωνική διαπραγμάτευση για τον μισθό και τους άλλους όρους εργασίας.

Το επισημαίνω αυτό όχι γιατί στις χώρες-μέλη του ΟΗΕ έχουν εφαρμοστεί με συνέπεια αυτό ή οποιοδήποτε άλλο από τα άρθρα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -αντιθέτως, η Διακήρυξη έχει γίνει άθλιο κουρελόχαρτο-, αλλά για να υπογραμμιστεί το πόσο μεγάλης έκτασης ιστορική ανατροπή συντελείται με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας που μεθοδεύεται συστηματικά σε όλη την Ευρώπη στο όνομα της κρίσης του χρέους. Αλλά και με την ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που απαίτησε ο ΣΕΒ και επέβαλε η τρόικα στην Ελλάδα με τον γνωστό άθλιο τρόπο: εκβιάζοντας με την τρίτη δόση του δανείου, εξευτελίζοντας μία υπουργό της κυβέρνησης που «τόλμησε» να ψελλίσει μερικές αυτονόητες, σχεδόν κοινότοπες ενστάσεις για τη «δόση μεταρρύθμισης» που μπορεί να αποβεί θανατηφόρα για τον μεγάλο ασθενή, την «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας.

Το τι σημαίνει διολίσθηση στην επιχειρησιακή και πολύ περισσότερο στην ατομική διαπραγμάτευση για τον μισθό της εργασίας δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να το αντιληφθεί κανείς. Το αντιλαμβάνονται, άλλωστε, ήδη όσοι εργαζόμενοι καλούνται από τώρα, πριν καν γίνει και τυπικά νόμος η παράκαμψη της συλλογικής σύμβασης (αφού νόμος ποτέ δεν υπήρξε το δίκιο του εργάτη, αλλά είναι, και τυπικά πια, το δίκιο του εργοδότη), να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις για μειώσεις μισθών σήμερα, αύξηση ή μείωση ωραρίου αύριο, περικοπές αδειών ή υποχρεωτική «αγρανάπαυση» άνευ αποζημίωσης αργότερα. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς -αφελώς, βεβαίως- πού πάει το κατοχυρωμένο από τον νόμο, αλλά και από τη Διακήρυξη του ΟΗΕ, δικαίωμα στην ίση αμοιβή για ίση εργασία, κι αν ενδεχομένως θα μπορούσε να επικαλεστεί ακριβώς παραβίαση αυτού που η διεθνής κοινότητα θεωρούσε αυτονόητο το 1948, καθώς το άνοιγμα του δρόμου στις ατομικές συμβάσεις εργασίας δημιουργεί μια ζούγκλα ανισότητας ανάμεσα στους μισθωτούς (συνδικαλισμένους ή μη, καλυπτόμενους από συμβάσεις ή «ελεύθερους» απ’ αυτές). Αλλά στον ΟΗΕ θα βρει το δίκιο του όσο το έχει βρει η Κύπρος, η Παλαιστίνη κι άλλα θύματα της παγκόσμιας δικαιοσύνης. Προφανώς το ζήτημα των όρων αμοιβής και εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας θα κριθεί όχι στον ΟΗΕ, αλλά εκεί που κρινόταν πάντα: στη γραμμή παραγωγής και στον δρόμο. Έτσι όπως γίνεται από τον 18ο αιώνα και μετά.

Η ιστορική οπισθοδρόμηση είναι ασύλληπτη. Κι είναι επίσης οικονομικά ανεξήγητη. Ολόκληρη η κουλτούρα κοινωνικής διαπραγμάτευσης, που τελικά στήριξε αποτελεσματικά την μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη και την τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, κατεδαφίζεται εν ονόματι της θεωρίας του βίαιου αποπληθωρισμού των μισθών, της απότομης μείωσης της αμοιβής της εργασίας που υποτίθεται ότι θα επιφέρει επενδύσεις και ανάπτυξη. Κανείς, ωστόσο, από τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής δεν έχει μπει στον κόπο να εξηγήσει με αριθμούς τι ακριβώς θα επιφέρει στη «δημοσιονομική εξυγίανση» αυτή η απορύθμιση. Οι τροϊκανοί που περιφέρονται από υπουργείου εις υπουργείον, απαιτώντας κοστολογημένα μέτρα, πώς ακριβώς έχουν κοστολογήσει μια μαζική μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατά 10% ή 30%; Τι ακριβώς θα φέρει αυτό στα δημόσια έσοδα; Πόσα; Και πότε; Τι θα αντισταθμίσει τη μείωση της αγοραστικής δύναμης – άρα και της κατανάλωσης και των φορολογικών εσόδων; Αν βρείτε έστω και ένα τεκμηριωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει το υποτιθέμενο όφελος, τρυπήστε μου τη μύτη!

Γι’ αυτό και δεν θέλει ιδιαίτερη σκέψη και πονηριά για να καταλάβει κανείς ότι οι περίφημες «διαρθρωτικές αλλαγές», με πεμπτουσία την εργασιακή απορρύθμιση, εμπεριέχουν ιδεοληψία, δογματισμό, κυνισμό, ακόμη και μια δόση κοινωνικού ρεβανσισμού. Η επιθυμία να συντριβούν η μισθωτή εργασία και τα λιγοστά (και πολιτικά ανάπηρα) όπλα της στη διαπραγμάτευση για τον μισθό, τα συνδικάτα, έχει πια πάρει τον χαρακτήρα μιας μεταφυσικής πίστης, μια φανατικής ιδεολογίας ανάλογης αυτών που επικρατούσαν στους αστούς του 18ου και 19ου αιώνα.

Ακόμη και ο πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού, ο Άνταμ Σμιθ, που κάθε άλλο παρά ήταν υπέρμαχος της νομιμοποίησης των παράνομων στην εποχή του (τέλη του 18ου αιώνα) συνδικάτων, δεν είχε καμιά αμφιβολία για το ποιος ήταν το αδύναμο κι απροστάτευτο μέρος σ’ αυτή την κοινωνική διελκυστίνδα. Έγραφε στον «Πλούτο των Εθνών»: «Οι εργάτες επιθυμούν να λάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Οι εργοδότες επιθυμούν να δώσουν όσο το δυνατόν λιγότερα. Οι πρώτοι επιθυμούν να ενωθούν προκειμένου να επιτύχουν μια αύξηση ων μισθών, οι δεύτεροι προκειμένου να επιτύχουν μια μείωσή της. Δεν είναι δύσκολο, ωστόσο, να διαβλέψουμε ποιο από τα δύο μέρη θα έχει, υπό φυσιολογικές συνθήκες, το πλεονέκτημα στη διαμάχη. Οι εργοδότες, λόγω του μικρότερου αριθμού τους, ενώνονται πιο εύκολα… Σε όλες τις διαμάχες οι εργοδότες μπορούν να αντέξουν επί ένα πολύ μακρύτερο διάστημα».

Υπάρχει
, όμως, κάτι άλλο που επίσης διέβλεψε ο Άνταμ Σμιθ, στην ανυποψίαστη για ΔΝΤ και τρόικες εποχή του. Καθώς ακούγεται έντονα ακόμη και το ενδεχόμενο οι εργοδοτικές ενώσεις να αυτοκαταργηθούν, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωση να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν, έστω και τυπικά, συλλογικές συμβάσεις, ηχεί πολύ προφητική μια καίρια παρατήρηση του πατέρα του φιλελευθερισμού για τους εργοδότες της εποχής του: «Οι εργοδότες βρίσκονται πάντα σε ένα είδος σιωπηρής, αλλά σταθερής και ομοιόμορφης ένωσης για να μην αυξηθούν οι μισθοί πάνω από το ισχύον επίπεδο. Η αθέτηση αυτού του κανόνα συνιστά μία από τις πιο αντιδημοφιλείς ενέργειες και επισύρει ένα είδος ανυποληψίας προς τον ένα εργοδότη από τους γείτονες και τους ομοίους του… Μάλιστα, οι εργοδότες προχωρούν μερικές φορές σε ειδικές ενώσεις, με σκοπό να μειώσουν τους μισθούς της εργασίας ακόμη και κάτω από το ισχύον επίπεδο. Οι ενώσεις αυτές συνομολογούνται πάντα με τη μεγαλύτερη σιωπή και μυστικότητα μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσης και, όταν οι εργάτες υποχωρούν χωρίς καμιά αντίσταση, παρ’ ότι το φέρουν βαρέως, ο υπόλοιπος κόσμος σπανίως μαθαίνει κάτι γι’ αυτές».

Αν, λοιπόν, ο ΣΕΒ κάποια στιγμή μετατραπεί σε «Φιλανθρωπική Λέσχη Φίλων της Βιομηχανίας», θα ξέρουμε τι έχει συμβεί.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (27/11/2010)

Λέγεται ότι η συνήθης φθορά ενός σκλάβου βαρύνει τον αφέντη του. Η συνήθης φθορά όμως ενός ελεύθερου υπηρέτη βαρύνει αυτόν τον ίδιο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, αυτό το είδος συνήθους φθοράς του τελευταίου βαρύνει τον αφέντη του στον ίδιο βαθμό που βαρύνει και τον αφέντη του πρώτου. Ο μισθός που πληρώνεται στους έμμισθους τεχνίτες και στους κάθε λογής υπηρέτες πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε να τους επιτρέπει, σε έναν προς έναν, να διαιωνίσουν το είδος των έμμισθων τεχνιτών και υπηρετών, ανάλογα με το τι απαιτεί η αυξανόμενη, μειούμενη ή στάσιμη κοινωνική ζήτηση. Παρ’ όλο, όμως, που η συνήθης φθορά ενός ελεύθερου υπηρέτη βαρύνει εξίσου τον αφέντη του, γενικά κοστίζει σε αυτόν πολύ λιγότερο απ’ ό,τι η συνήθης φθορά ενός σκλάβου. Οι πόροι που απαιτούνται για την αντικατάσταση ή την επισκευή, αν μου επιτρέπεται αυτή η έκφραση, της συνήθους φθοράς του σκλάβου γενικά διατίθενται από έναν αμελή αφέντη ή έναν απρόσεκτο επιστάτη. Αυτά που προορίζονται γα την εκτέλεση της ίδιας εργασίας στην περίπτωση ελεύθερου ανθρώπου τα διαχειρίζεται ο ίδιος… Πιστεύω ότι η εμπειρία όλων των εποχών και των εθνών δείχνει πως το έργο που επιτελεί ο ελεύθερος άνθρωπος καταλήγει τελικά να είναι φθηνότερο από αυτό που επιτελείται από σκλάβους…. Επομένως, η γενναιόδωρη αμοιβή της εργασίας, όπως είναι το αποτέλεσμα της αύξηση του πλούτου, έτσι είναι και αιτία αύξησης του πληθυσμού. Το να παραπονείται κανείς γι’ αυτό σημαίνει ότι θρηνεί για το αναγκαίο αποτέλεσμα και την αιτία της μεγαλύτερης δημόσιας ευημερίας.

Άνταμ Σμιθ, «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών»

Saturday, November 20, 2010

Η χαμένη τριετία (20/11/2010)

Ελάχιστοι άνθρωποι είχαν δώσει τότε, τον Νοέμβριο του 2010, σημασία. Οι επιστήμονες οραματίζονται τα πιο απίθανα πράγματα -να δημιουργήσουν μαύρες τρύπες, να επαναλάβουν το big bang, να κάνουν τους ανθρώπους αόρατους, να μετατρέψουν τον καπιταλισμό σ’ έναν παράδεισο ανθρωπισμού και αλληλεγγύης ή να φτιάξουν το κινητό που ψήνει και καφέ-, αλλά ποιος δίνει σημασία στις δυσανάγνωστες ανακοινώσεις τους; Έτσι, λίγοι είχαν πάρει τοις μετρητοίς την ανακοίνωση των Βρετανών επιστημόνων για την πιθανότητα να φτιάξουν έναν μανδύα του χωροχρόνου που κυριολεκτικά να εξαφανίζει γεγονότα. Να δίνει, για παράδειγμα, τη δυνατότητα σ’ ένα ληστή να μπαίνει στην τράπεζα, ν’ αρπάζει όσα λεφτά μπορεί, αλλά χάρη στον χωροχρονικό μανδύα, να κάμπτει τις ακτίνες φωτός στον χώρο και στον χρόνο, με αποτέλεσμα κανείς να μην μπορεί να τον αντιληφθεί, γιατί απλά η ληστεία για τους άλλους δεν συνέβη ποτέ και πουθενά. Παρ’ όλο που οι τράπεζες δεν χρειάζονται χωροχρονικό μανδύα για να κάνουν ακριβώς την αντίστροφη ληστεία, η είδηση τράβηξε το ενδιαφέρον πολλών ενδιαφερομένων. Παραμένει, όμως, μυστήριο πώς οι επιστήμονες κατάφεραν να κάνουν ταχύτατα πράξη μια υπόθεση που θα απαιτούσε δεκαετίες πειραματισμών.

ΟΛΑ ΑΡΧΙΣΑΝ στην αρχή της καθαρής τριετίας του ΠΑΣΟΚ, αυτής που ξεκίνησε με την αναβάπτισή του στην εικονική πραγματικότητα των περιφερειακών εκλογών του 2010, την ίδια που μετέτρεψε σε καθαρή νίκη την απώλεια 1,1 εκατομμυρίου ψήφων. Την ώρα που ο Έλληνας πρωθυπουργός έδινε τη μάχη κατά της Μέρκελ και του οικονομικού Νταχάου της Ευρωζώνης, και ενώ οι υπουργοί του κονταροχτυπιούνταν με τα θηρία της τρόικας, άρχισαν, σποραδικά στην αρχή, καταιγιστικά λίγο αργότερα, τα περίεργα περιστατικά. Από τα εκατοντάδες χιλιάδες σημειώματα περαίωσης εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας τα περισσότερα. Στις εφορίες δεν απέμεναν παρά λίγες δεκάδες χιλιάδες υπόχρεοι να ενταχθούν στη ρύθμιση. Αυτό δεν κίνησε τόσο την περιέργεια, μιας και οι εφοριακοί ήταν εξοικειωμένοι με τις δεξιότητες των νεοελλήνων στη φοροδιαφυγή. Όμως, το σήμα συναγερμού σήμανε όταν εκατοντάδες χιλιάδες οφειλέτες τραπεζών, άνθρωποι χρεωμένοι ως τον λαιμό με στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, εξαφανίζονταν από τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια. Οι χρεωστικοί λογαριασμοί τους μ’ έναν μαγικό τρόπο είχαν μετατραπεί σε καταθετικούς, αρκετοί απ’ αυτούς με αξιοπρόσεκτα ποσά και με ιδιαίτερα ευνοϊκά επιτόκια. Αυτό χαροποίησε κατ’ αρχάς τους τραπεζίτες που είχαν απαλλαγεί ξαφνικά από πολλά επισφαλή δάνεια, αλλά εκ των υστέρων τους θορύβησε, διότι χωρίς χρέος, ως γνωστόν, χρήμα δεν υπάρχει.

ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ επεκτάθηκαν και στη λεγόμενη πραγματική οικονομία. Εκατοντάδες στην αρχή, χιλιάδες αργότερα, επιχειρήσεις που φλερτάριζαν με την πτώχευση βρέθηκαν υπό τον έλεγχο των εργαζομένων. Και μάλιστα με νομιμότατο τρόπο, καθώς οι εκλεγμένες διοικήσεις των εργαζομένων επεδείκνυαν στους έκπληκτους πρώην εργοδότες τους τα παραχωρητήρια συμβόλαια με φαρδιές πλατιές τις υπογραφές τους. Χιλιάδες εργαζόμενοι που είχαν απολυθεί κάποιο πρωί επέστρεφαν κανονικά στα πόστα τους και ουδείς, ούτε οι εργοδότες ούτε οι προϊστάμενοι των λογιστηρίων, διαμαρτύρονταν διότι τα χαρτιά της επαναπρόσληψης ήταν τυπικότατα και κατατεθειμένα στις υπηρεσίες του ΟΑΕΔ. Τα λογιστήρια των επιχειρήσεων, επίσης, ανακάλυπταν με έκπληξη ότι όχι μόνο είχαν εξαφανιστεί οι περικοπές μισθών που «οικειοθελώς» είχαν υπογράψει οι εργαζόμενοι για να γλιτώσουν τις δουλειές τους, αλλά αντιθέτως στις καταστάσεις προσωπικού ήταν υπογεγραμμένες και αυξήσεις αισθητά πάνω από τον πληθωρισμό, που έπρεπε να καταβληθούν στο τέλος του μήνα. Το ακόμη πιο εκπληκτικό, δε, ήταν το γεγονός υπήρχαν και τα λεφτά για να πληρώσουν τις αυξήσεις αυτές, μιας και τα ταμεία των επιχειρήσεων γέμιζαν με γεωμετρική πρόοδο, χάρη σε μια απρόσμενη αύξηση του τζίρου και των πωλήσεων, η προέλευση της οποίας παρέμενε ένα μυστήριο.

ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ήταν η έκπληξη για το αντίστοιχο που διαπιστώθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του κράτους, όπου με έναν μυστηριώδη τρόπο είχαν εξαφανιστεί οι περικοπές μισθών, επιδομάτων και δώρων των δημοσίων υπαλλήλων, που με τον μόχθο τόσων υπουργών είχαν επιβληθεί την εποχή της τρόικας. Αλλά αυτό ήταν πταίσμα μπροστά στο γεγονός που άφησε εμβρόντητους και έλουσε με κρύο ιδρώτα τους τροϊκανούς: το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης μειωνόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με έσοδα που έρχονταν από το πουθενά, από εβδομάδα σε εβδομάδα, τόσο ώστε αναγκάστηκαν να πυκνώσουν τις επισκέψεις τους και τους αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες, πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για άλλο ένα τέχνασμα των εφευρετών των greek statistics.

ΤΗΝ ΠΙΟ ΟΔΥΝΗΡΗ έκπληξη δοκίμασαν οι πιστωτές του ελληνικού κράτους, που ανακάλυπταν ότι οι αξιώσεις τους, τα ομόλογα που πλησίαζαν την ώρα της λήξης και της ανάξιας πληρωμής τους, ήταν πολύ μικρότερης αξίας απ’ αυτήν που υπολόγιζαν. Επιστάμενοι διπλοί έλεγχοι στις ευρωπαϊκές τράπεζες που κατείχαν τα ομόλογα αυτά και στον ελληνικό Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, κατέληγαν στο εξωφρενικό συμπέρασμα ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών, άρα και το ελληνικό χρέος, μετά βίας υπερέβαιναν τα 100 δισ. ευρώ και το συνολικό κρατικό χρέος δεν άγγιζε ούτε καν το όριο του 60% του ηλιθίου Συμφώνου Σταθερότητας.

Η ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ των ασυνήθιστων γεγονότων αυξήθηκε με τέτοιο ρυθμό στην Ελλάδα, ώστε ξαφνικά όλοι μιλούσαν για ελληνικό θαύμα, και κυριολεκτούσαν με τη λέξη θαύμα, μιας και κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τα χωροχρονικά άλματα που εξαφάνιζαν κάθε τι οδυνηρό από την εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Και το ελληνικό θαύμα γινόταν αναπάντεχα καταλύτης θετικών εξελίξεων και σε άλλες χώρες που βρίσκονταν στον ευρωπαϊκό θάλαμο βασανιστηρίων, με πρώτη την Ιρλανδία και ακολούθως την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία, αλλά και τη Γαλλία, που παρασύρθηκε από το παράδοξο ρεύμα των χωρών του Νότου.

ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ γεγονότα κορυφώθηκαν -με το χρέος υπό πλήρη έλεγχο, το έλλειμμα γύρω στο ασήμαντο 3%, την ύφεση αντικατεστημένη από έναν σταθερό ρυθμό ανάπτυξης 2%, τις δημόσιες επιχειρήσεις υπό πλήρη κρατικό έλεγχο, τη δημόσια περιουσία πλήρως ανακτημένη, τα δημόσια οικονομικά υπό τον άμεσο έλεγχο της Βουλής, τις τράπεζες στο μεγαλύτερο μέρος τους εθνικοποιημένες, τις εγκαταλελειμμένες από τους ιδιοκτήτες τους επιχειρήσεις υπό εργατικό έλέγχο και την ελληνική οικονομία με ένα αξιόπιστο, αρκετά σταθερό εθνικό νόμισμα, τη δραχμή- κανείς δεν θυμόταν πια τις λέξεις τρόικα, μνημόνιο, χρεοκοπία, οικονομική επιτήρηση, κανείς δεν ήξερε τίποτα για τους τροϊκανούς, τον Ντερβάζ, τον Τόμσεν και τον Ντερούζ, τα ονόματα Μέρκελ, Μπαρόζο, Σόιμπλε, Ρεν και πολλών άλλων δεν αναφέρονταν καν, και η χαλαρή οικονομική ένωση της Ευρώπης, με τις 27 χώρες μέλη και τα 23 νομίσματα (το ευρώ ήταν πια νόμισμα μόνον της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας) αναζητούσε μηχανισμούς για μια δίκαιη ανακατανομή των πλεονασμάτων από το εντός της Ένωσης εξαγωγικό εμπόριο και για την παύση του παγκόσμιου εμπορικού και νομισματικού πολέμου που στο μεταξύ είχε εξουθενώσει την αμερικανική οικονομία και είχε καταστήσει την Κίνα κυρίαρχο του παιχνιδιού.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 2013, οι Έλληνες βρέθηκαν με ένα μικρό ελεγχόμενο χρέος κι ένα σχεδόν μηδενικό έλλειμμα κι αυτό που τους απασχολούσε ήταν ο ρόλος τους στην παραγωγική ανασυγκρότηση των Βαλκανίων – πάντως, χωρίς τις διαθέσεις του παρελθόντος για μικρο-ιμπεριαλισμό. Κανείς δεν ξέρει τι μεσολάβησε την τριετία αυτή. Κανείς δεν ξέρει πώς πέτυχαν την άρνηση του χρέους, χωρίς ποτέ να την κηρύξουν. Κανείς δεν ξέρει πώς άνοιξαν αυτή την αόρατη τρύπα στον χωροχρόνο που κατάπιε μια ολόκληρη «καθαρή τριετία», μια τρόικα, μια Ευρωζώνη κι ένα πολιτικό σύστημα για τους πρωταγωνιστές του οποίου οι τελευταίες καταγραφές σταμάτησαν στα τέλη του 2012. Κανείς δεν ξέρει πώς τόσο πολλοί άνθρωποι εξασφάλισαν τους μανδύες του χωροχρόνου που τους διακτίνισαν σ’ ένα παρόν όχι παραδεισένιο βέβαια, αλλά πάντως πολύ μακριά από τον εφιάλτη του 2010.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/11/2010)

«Φαντάσου ότι βρίσκεσαι πριν από δισεκατομμύρια χρόνια στη γέννηση των πάντων, στο κατώφλι αυτού του παραμυθιού», έγραφε ο πατέρας μου. «Κι ότι έπρεπε να επιλέξεις αν θα γεννηθείς για να ζήσεις σ’ αυτό τον πλανήτη. Χωρίς να ξέρεις πότε θα ζήσεις και πόσο, σίγουρα πάντως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Θα ήξερες δηλαδή ότι, αν αποφάσιζες να έρθεις κάποτε σ’ αυτόν τον κόσμο, θα ήσουν αναγκασμένος να τον εγκαταλείψεις πάλι κάποτε, αυτόν κι όλα όσα ήταν σ’ αυτόν, όταν θα ωρίμαζε ο χρόνος ή, όπως λένε “όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου”».
Συνεχίζω να μη μπορώ να αποφασίσω. Αλλά στο μεταξύ συμφωνώ όλο και περισσότερο με τον πατέρα μου. Ίσως κι εγώ αρνιόμουν ευγενικά αυτή την προσφορά. Η σύντομη στιγμή που μπορώ να περάσω σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο παραείναι σύντομη σε σχέση με την αιωνιότητα πριν και μετά. Όσο πεντανόστιμο κι αν ήταν κάτι, θ’ αρνιόμουν να το δοκιμάσω αν ήξερα ότι η μπουκιά που θα κατάπινα αποκλειόταν να ζυγίζει περισσότερο από ένα χιλιοστό του γραμμαρίου.

Γιοστέιν Γκάαρντερ, «Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

Saturday, November 13, 2010

ΤΙΠΟΤΑ, ΚΑΝΕΙΣ, ΠΟΥΘΕΝΑ (13/11/2010)

Είναι παλιά, πανάρχαια η σχέση μας με το «μηδέν». Το μηδέν ως αριθμός (ή μη αριθμός), το μηδέν ως κατάσταση ισορροπίας, το μηδέν ως το σημείο που η θέση συναντά την άρνηση. «Ούτις γ’ εμοί τ’ όνομα», «Κανένας είναι τ’ όνομά μου», συστήνεται ο Οδυσσέας στον Πολύφημο, αλλά κάτι θετικό βγαίνει από αυτή την ομηρική «δημοσκόπηση» στη σπηλιά των Κυκλώπων. Γλιτώνει ο Οδυσσέας κι αρκετοί απ’ τους συντρόφους του. «Κανένας» είναι η σταθερά και των απολύτως σύγχρονων δημοσκοπήσεων στο ερώτημα «ποιος είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός», «ποιο κόμμα είναι καταλληλότερο για τη διακυβέρνηση». Ως εκ τούτου δεν δικαιούται κανείς να δηλώνει αιφνιδιασμένος από το γεγονός της μεγάλης και σχετικά σταθερής αποχής στην εκλογική διαδικασία ή για το σχεδόν πρωτοφανές ποσοστό λευκών και άκυρων στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών. Και τα ποσοστά της προηγούμενης Κυριακής μάλλον θ’ αυξηθούν τη δεύτερη.

Να λοιπόν που ο «Κανένας» απέκτησε πολιτική σάρκα και κοινωνικά οστά μ’ έναν τρόπο που θυμίζει αρκετά το μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας του Ζοζέ Σαραμάγκου «Περί Φωτίσεως»: στην πρωτεύουσα μιας χώρας του μεσογειακού νότου γίνονται εκλογές και οι πολίτες ψηφίζουν λευκό σε ποσοστό 70%. Οι εκλογές επαναλαμβάνονται και το λευκό παίρνει 83%. Η κυβέρνηση πανικοβάλλεται, τίθεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και, ενώ οι «λευκοί» πολίτες αναπτύσσουν πρωτόγνωρους δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, το κράτος συλλαμβάνει και ανακρίνει ανθρώπους αναζητώντας τον υποκινητή της πολιτικής συνωμοσίας. Στο τέλος η πόλη εγκαταλείπεται από την κυβέρνηση και οι κάτοικοί της «σφραγίζονται» εντός της. Η συνέχεια επί του βιβλίου, δυστυχώς, διόλου αισιόδοξη.

Τι σημαίνει, άραγε, να απέχεις από τις εκλογές, να επιλέγεις το «Τίποτα», να θέλεις να σε κυβερνήσει ο «Κανένας», να στέλνεις την εξουσία στο «Πουθενά»; Η διχοστασία των ημερών χρεώνει στην αποχή, στα λευκά και στα άκυρα ψηφοδέλτια (όχι τα συμπτωματικά και τυχαία) δύο ακραίες πολιτικές συμπεριφορές: οι μεν υποστηρίζουν ότι είναι μια ολέθρια απο-πολιτικοποίηση των πολιτών, οι δε αντιτείνουν ότι είναι μια καθ’ όλα πολιτική επιλογή που εκφράζει τη διαμαρτυρία των πολιτών για την κατάσταση «υπό το μηδέν» στην οποία έχουν περιέλθει η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία. Είναι άραγε μια ακραία αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος, μια σιωπηρή καταγγελία του, ή μήπως μια άνευ όρων παράδοση στη διολίσθησή του προς έναν κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό; Η αίσθησή μου είναι πως πρόκειται για κάτι περισσότερο και από τα δύο. Αν ισχύει ότι το «κάτι» που διαθέτουμε ως πολιτικό σύστημα την τελευταία τεσσαρακονταετία έχει την ευθύνη για την οικονομική και πολιτική χρεοκοπία της χώρας, τότε μήπως το «τίποτα» είναι η πιο ριζική απάντηση στην ανάγκη απονομιμοποίησής του; Και αν το «κάτι» φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιεί την εκλογική διαδικασία ως σκιάχτρο του εαυτού της, αν η εκλογική διαδικασία προβάλλεται από το ίδιο το πολιτικό σύστημα ως απειλή, ως έσχατη καταστροφή για τον τόπο λόγω «οικονομικής συγκυρίας», μήπως η έξοδος από τον καταναγκασμό της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής τελετουργίας είναι ένας τρόπος για να απαλλαγούμε από το πολιτικό «Τίποτα» που μεσουρανεί εδώ και δεκαετίες; Με τον τρόπο της θα το έλεγε κι η Κική Δημουλά: «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή/ είπε το Τίποτα στο Κάτι/ Κι εκείνο το ηλίθιο το έχαψε…».

Γενικώς, πριν αποφασίσουμε να εξορίσουμε τους αρνητές της ψήφου (τους απέχοντες, τους «λευκούς», τους «άκυρους») από την πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε αν η παραγωγικότητα της πράξης είναι πράγματι περισσότερο δεδομένη από την παραγωγικότητα της απραξίας. Η μέχρι στιγμής πράξη -το «κάτι», η πολιτική συμπεριφορά που συντηρεί τον δικομματισμό, η οικονομική συμπεριφορά που εναλλάσσει τις αναπτυξιακές φούσκες με τις υφεσιακές βυθίσεις, η κοινωνική συμπεριφορά που σπαταλάει τη ζωτική ενέργεια των ανθρώπων στον ανταγωνισμό και την αλληλοεξουδετέρωση- έχει οδηγήσει το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της χώρας στο σημείο μηδέν, για την ακρίβεια κάτω απ’ αυτό. Ακόμη και οι μεταρρυθμιστικές φούσκες που εναλλάχτηκαν στην κυβερνητική εξουσία την τελευταία εικοσαετία αποσπώντας άνετες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες δεν ξέφυγαν από το πλαίσιο της αναπαραγωγής ενός συστήματος αυτοκαταστροφικού, βασισμένου στη διαφθορά, στην κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου, στη δουλική εξυπηρέτηση των πιστωτών και «εταίρων» της χώρας. Κάθε επαγγελία «αλλαγής» και «επανίδρυσης» αποδείχθηκε μηχανισμός εξυπηρέτησης του «καπιταλισμού της καταστροφής» τον οποίο σήμερα βιώνουμε. Η εκλογική διαδικασία, αυτή η κορυφαία έκφραση αστικής ελευθερίας, μοιάζει να εξυπηρέτησε με περίσσεια συνενοχή αυτή την καταστροφική σπείρα. Αφού, λοιπόν, τόση «πράξη» έχει αποδειχθεί τόσο αντιπαραγωγική, μήπως η απραξία μάς επιφυλάσσει μια καλύτερη τύχη;
Ο στοχαστής Σλαβόι Ζίζεκ τραβάει στα άκρα αυτόν τον συλλογισμό με ένα παράδειγμα από την κβαντική φυσική. «Υπάρχουν», λέει ο Ζίζεκ, «φαινόμενα τα οποία μας αναγκάζουν να σκεφτούμε ότι πρέπει να υπάρχει κάτι (κάποια ουσία) που δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε από ένα δεδομένο σύστημα χωρίς να ΑΥΞΗΣΟΥΜΕ την ενέργειά του. Αυτό το κάτι αποκαλείται πεδίο Χιγκς: άπαξ και εμφανιστεί αυτό το πεδίο σε ένα δοχείο το οποίο έχει κενωθεί και του οποίου η θερμοκρασία έχει πέσει στο χαμηλότερο δυνατό σημείο, η ενέργειά του θα μειωθεί περαιτέρω. Συνεπώς, το “κάτι” που εμφανίζεται είναι ένα κάτι το οποίο περιέχει λιγότερη ενέργεια από το τίποτα». Επομένως, μερικές φορές το μηδέν δεν είναι η «φθηνότερη» κατάσταση ενός συστήματος, με αποτέλεσμα το «τίποτα» να κοστίζει λιγότερο από το «κάτι».

Λίγοι νεοέλληνες, έστω κι αν δεν γνωρίζουν τίποτε από κβαντική φυσική (όπως εγώ που είμαι παντελώς άσχετος), αμφιβάλλουν σήμερα ότι η διατήρηση του κοινωνικού και πολιτικού «Τίποτα» έχει κοστίσει εγκληματικά πολύ στην κοινωνία κι ίσως η εκούσια, συνειδητή απόσυρσή μας από το σύστημα, η απραξία μας, είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαλέσουμε μια αλλαγή. Η πεμπτουσία αυτής της αντίστροφης σχέσης ανάμεσα στο «κάτι» και στο «τίποτα» είναι η προσπάθειά μας να οδηγήσουμε το έλλειμμα και το χρέος στο μηδέν, κατά τας επιταγάς της τρόικας. Η ενέργεια που έχει απαιτηθεί για την υποτιθέμενη μείωσή τους έχει οδηγήσει την οικονομία στο 6% υπό το μηδέν και, αντιθέτως, μέχρι στιγμής έχει μόνον αυξήσει και το έλλειμμα και το χρέος. Είναι μια ενέργεια άδικα σπαταλημένη στην καταστροφή. Είναι ένα «πεδίο Χιγκς» στην οικονομία. Κι εδώ ακριβώς το «τίποτα» αναδεικνύεται ίσως ο μόνος σχετικά ασφαλής μονόδρομος. Η αποχή μας από την εξυπηρέτηση του χρέους είναι ο μόνος τρόπος μείωσής του, ο μόνος δρόμος απελευθέρωσης ενέργειας για την πραγματική οικονομία. Μια αληθινά παραγωγική απραξία, απέναντι στην πιο αντιπαραγωγική αλλά υπερδραστήρια διεθνή τοκογλυφία που έχει ορίσει και το πρόβλημα και το πλαίσιο της λύσης του.

Κατ’ αναλογία, και εφόσον το «πεδίο Χιγκς» της πολιτικής είναι η αναζήτηση εναλλακτικής λύσης για τη χαμένη, άδικα σπαταλημένη ενέργεια στην οικονομία, η πολιτική άρνηση στις ποικίλες μορφές της -από την αποχή μέχρι την απλή και καθαρή ψήφο διαμαρτυρίας- είναι ίσως η μόνη κατάφαση στο ασφυκτικό πλαίσιο απόφασης που έχουν δημιουργήσει η εγχώρια πολιτική ελίτ, οι Ταλιμπάν της δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην Ε.Ε., οι διεθνείς δυνάμεις του «καπιταλισμού της καταστροφής». Είναι μια άρνηση που απορρίπτει το ίδιο το πλαίσιο της απόφασης, αφαιρεί το έδαφος της πολιτικής νομιμοποίησης του νοσηρού κομματικού συστήματος και δημιουργεί μια προσδοκία αλλαγής, αλλά σε ένα πλαίσιο που θα ορίσει η κοινωνία με βάση της ανάγκες της.

Ίσως αυτό που περισσότερο μας απειλεί σήμερα δεν είναι η «παθητικότητα», αλλά η ψευδο-δραστηριότητα, η παρόρμηση να συμμετέχουμε συγκαλύπτοντας το Τίποτα που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Από την άποψη αυτή, η αποχή, το λευκό, το άκυρο, η αντισυμβατική ψήφος δεν έχουν τίποτα το απολίτικο. Είναι μια καθ’ όλα πολιτική πράξη στον βαθμό που μας φέρνει αντιμέτωπους με την κενότητα των σύγχρονων δημοκρατιών. Εξ ου και -όπως λέει ο Σλαβόι Ζίζεκ- «μερικές φορές το πιο βίαιο (άρα και ανατρεπτικό) πράγμα είναι να μην κάνεις τίποτα» (Σλαβόι Ζίζεκ, «Βία: Έξι λοξοί στοχασμοί».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/11/2010)

Στις δέκα το βράδυ επιτέλους εμφανίστηκε στην τηλεόραση ο πρωθυπουργός. Το πρόσωπό του ήταν αλλοιωμένο, με σκαμμένους κύκλους στα μάτια, αποτέλεσμα ολόκληρης εβδομάδας κακού ύπνου, και ωχρό παρ’ όλο το μακιγιάζ σε στυλ φυσικό και υγιές. Κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτί αλλά σχεδόν δεν το διάβασε, του έριχνε μόνο μια ματιά πού και πού για να μη χάσει τον ειρμό της ομιλίας. Αξιότιμοι συμπολίτες, είπε, το αποτέλεσμα των εκλογών που πραγματοποιήθηκαν σήμερα στην πρωτεύουσα ήταν το ακόλουθο, κόμμα της δεξιάς οχτώ τοις εκατό, κόμμα του κέντρου οχτώ τοις εκατό, κόμμα της αριστεράς ένα τοις εκατό, αποχή μηδέν, άκυρα μηδέν, λευκά ογδόντα τρία τοις εκατό… Υπάρχει ακόμη χρόνος να διορθωθεί το λάθος, όχι μέσω μιας νέας ψηφοφορίας, που στην παρούσα κατάσταση θα μπορούσε να αποβεί όχι μόνο ανώφελη, αλλά και αντιπαραγωγική, αλλά μέσω ενός αυστηρού ελέγχου της συνείδησης, στον οποίο, από το δημόσιο αυτό βήμα, καλώ τους κατοίκους της πρωτεύουσας, όλους, άλλους μεν για να μπορέσουν να προστατευτούν καλύτερα από τη φοβερή απειλή που αιωρείται πάνω από τις κεφαλές τους, άλλους δε, είτε είναι ένοχοι είτε αθώοι ως προς τις προθέσεις τους, για να συνέλθουν από τη φαυλότητα στην οποία παρασύρθηκαν άγνωστο από ποιον, σε διαφορετική περίπτωση θα αποτελέσουν τον άμεσο στόχο των κυρώσεων που προβλέπει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης…

Ζοζέ Σαραμάγκου, «Περί Φωτίσεως»

Saturday, November 6, 2010

Άνθρωπος στα σκουπίδια (6/11/2010)

«…Τον άστεγο του Ταύρου οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα του δήμου τον συναντούσαν συνήθως στην οδό Πόντου. Μόνος, ρακένδυτος, πεινασμένος έψαχνε συνήθως τροφή μέσα στους κάδους. “Δεν ξέρω πώς κατέληξε στον κάδο. Δεν είμαι σίγουρος ότι επέλεξε να κοιμηθεί εκεί, γιατί συνήθως τον βλέπαμε να σκύβει μέσα στους κάδους και να ψάχνει στα σκουπίδια για τροφή. Ίσως να ζαλίστηκε ή να υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο, να έπεσε μέσα και μετά να καλύφθηκε από τα σκουπίδια”, είπε ο πρόεδρος των εργαζομένων του Δήμου Ταύρου» (από τις εφημερίδες, Τρίτη, 2-11-2009).

Είναι η είδηση της εβδομάδας, του μήνα, του χρόνου, της εποχής. Δεν έχει τόση σημασία αν ο άστεγος πέθανε φρικτά μέσα στον «μύλο» του απορριμματοφόρου ή εάν «περισυνελέγη» ήδη νεκρός στον κάδο των σκουπιδιών. Και η κυριότερη απορία που αξίζει να διατυπώσει κανείς δεν είναι αν κούρνιασε στη δυσωδία των σκουπιδιών για να κοιμηθεί ή απλώς γλίστρησε εκεί μεθυσμένος, ζαλισμένος ή εμφραγματίας. Η μόνη πραγματική απορία είναι γιατί έχει σημασία και μας προκαλεί σοκ ο θάνατός του, αφού μας άφηνε αδιάφορους, απαθείς ή απλώς συγκαταβατικούς η ζωή του. Η ζωή του μέσα στα σκουπίδια, από τα σκουπίδια, με τα σκουπίδια.

Τα σκουπίδια είναι ένα ακριβές μέτρο του οικονομικού πολιτισμού μας. Είναι ένα μέτρο και του πλούτου και της αθλιότητας που παράγει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, οι υπερπολυτελείς καταναλώσεις στην κορυφή της ταξικής πυραμίδας που παράγουν τόνους σκουπιδιών και τα «ανθρώπινα απορρίμματα» που βρίσκονται στον πάτο της και ψάχνουν στα σκουπίδια να βρουν να φάνε, να ντυθούν ή να μεταπουλήσουν κάτι άχρηστο είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Και σ’ αυτό το σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων συνυπάρχουν όλες οι ενδιάμεσες διαβαθμίσεις κατανάλωσης και στέρησης που παράγει η καπιταλιστική «σκουπιδομηχανή». Είτε στην εποχή της ευημερίας της είτε στην βαθιά ύφεσή της.

Υπάρχει ωστόσο ένα κατώφλι που, όταν το περνάει ένα κοινωνικό «απόρριμμα», τίθενται υπό αίρεση στοιχειώδεις ανθρώπινες ιδιότητές του: επιβίωση, αυτοσεβασμός, αυτοπροστασία, αυτοσυγκράτηση. Το είδαμε αυτό σε μιαν εξίσου φρικτή είδηση πριν από έναν μήνα. Στη δολοφονία αστέγου από άστεγο για μια θέση στο πεζοδρόμιο. Κι αυτή προκάλεσε σοκ, συγκίνηση, απέχθεια. Αλλά περισσότερη απέχθεια προκαλεί η ιδέα να βρεθεί κανείς στη θέση των λίγων χιλιάδων -προς το παρόν- που ζουν αυτή την καθημερινότητα. Αυτό το αίσθημα, αυτός ο φόβος δημιουργεί μια περίεργη συναίνεση μέσα στην μεγάλη κοινωνική «πλειοψηφία» που δεν τη συνδέει τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι απλώς δεν είναι άστεγη. Είτε στεγάζεται σε τακτοποιημένα μπετονένια «κουτιά» των 80 τετραγωνικών είτε σε πολυτελείς επαύλεις των 500 τετραγωνικών. Αυτή η παρηγορητική σκέψη αποκρύπτει το γεγονός ότι σ’ αυτή την εφησυχασμένη «πλειοψηφία» των στεγασμένων οι πολλοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν στη θέση του άστεγου του Ταύρου από τους ελάχιστους για τους οποίους αυτό αποκλείεται.

Αυτή η ματαιόδοξη παρηγοριά μάς ωθεί να υψώσουμε στεγανά απέναντι στην ακραία εξαθλίωση: ελεημοσύνη, φιλανθρωπία, συμπάθεια από τη μια για τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια, τρώνε στα συσσίτια, κοιμούνται στα πεζοδρόμια. Δυσφορία, εκνευρισμός, οργή από την άλλη για τους ανθρώπους που επιμένουν να καθαρίσουν το καθαρό παρμπρίζ του αυτοκινήτου μας, που ζητούν φορτικά να μας πουλήσουν χαρτομάντιλα, που μετέτρεψαν τις άλλοτε παστρικιές γειτονιές μας σε Βαβέλ της φτώχειας, του λαθρεμπορίου και της εγκληματικότητας. Θέλουμε μια απόσταση ασφαλείας από τον «Άλλο», για να ξορκίσουμε τον φόβο ότι μπορεί κάποια στιγμή κι εμείς να γίνουμε «Άλλοι». Αυτή η ιδέα εξανεμίζει την υποτιθέμενη ανεκτικότητά μας, τον ανθρωπισμό μας, τη συμπάθειά μας. Ιδιαίτερα σήμερα, που το «Άλλο» μάς πολιορκεί επικίνδυνα με τη μορφή του μνημονίου, της ύφεσης, της χρεοκοπίας. Τα σκουπίδια μας, χωρίς αμφιβολία, θα μειωθούν. Αλλά οι άνθρωποι στα σκουπίδια θα αυξηθούν. Στις χωματερές θα διεξαχθεί ο επόμενος «πόλεμος» κατανομής του πλούτου. Ή της φτώχειας.

Έτσι, επιλέγουμε τη στάση της Γουίνι, της ηρωίδας του Μπέκετ στις «Ευτυχισμένες μέρες», που, χωμένη μέχρι τη μέση σ’ έναν σωρό από σκουπίδια, εξακολουθεί να αναπολεί ένα παρελθόν ευημερίας και να νιώθει περήφανη γι’ αυτό, να βομβαρδίζει με ευτυχισμένες αναμνήσεις τον σιωπηλό της σύζυγό της Γουίλι, αρνούμενη να αποδεχθεί ότι κάποτε τα σκουπίδια θα φτάσουν μέχρι τον λαιμό -όπως συμβαίνει πράγματι στη δεύτερη πράξη του έργου- κι ύστερα μπορεί να την καταπιούν εντελώς. Στο μεταξύ, δεν βλέπουμε ότι η «σκουπιδομηχανή» δουλεύει ακατάπαυστα, ότι ο μύλος του «απορριμματοφόρου» συνθλίβει συνεχώς τα καινούργια του σκουπίδια μέχρι να τ’ αδειάσει στη χωματερή.

Άνθρωπος στα σκουπίδια, λοιπόν. Δεν έχουμε ακόμη εξοικειωθεί με την ιδέα; Θα έπρεπε. Η βασική τάση της αστικής «σκουπιδομηχανής» είναι ακριβώς αυτή. Κάθε προσπάθεια να διατηρηθεί και να αυξηθεί ο πλούτος των ατόμων, των τάξεων, των χωρών απαιτεί και προϋποθέτει μια ισοδύναμη παραγωγή σκουπιδιών, μια ανάλογη και ίσως πολλαπλάσια εξώθηση ατόμων, τάξεων, εθνών και κρατών στις χωματερές της οικονομίας και της κατανάλωσης. Συμβαίνει στη μικροκλίμακα της γειτονιάς – κάθε μια έχει τον άστεγό της, τον ρακοσυλλέκτη της, τον «σκουδοφάγο» της. Συμβαίνει και στη μεγάλη κλίμακα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας που έχει τα έθνη-σκουπίδια, τα κράτη-παρίες.

Αν παρατηρήσουμε τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών, θα εντοπίσουμε αρκετούς επάλληλους κύκλους παραγωγής «σκουπιδιών». Πριν φτάσουμε στα ανθρώπινα σκουπίδια, η «σκουπιδομηχανή» έσπρωξε στη χωματερή πολλά άλλα πράγματα. Πρώτα μετέτρεψε σε σκουπίδια αξίες: μετοχές εταιρειών, ομόλογα τραπεζών, αξίες ακινήτων. Και μαζί τους, τις ίδιες της εταιρείες, τις τράπεζες, τα ακίνητα. Και μαζί με τα «χαρτιά» -τις κινητές και ακίνητες αξίες που κατρακύλησαν στη χρηματιστηριακή χωματερή- σπρώχτηκαν στην ανακύκλωση οι ίδιοι οι άνθρωποι που εξαρτούσαν την ύπαρξή τους από τις αξίες: οι εργαζόμενοι, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ιδιοκτήτες των κατασχεμένων ακινήτων στις ΗΠΑ.

Έπειτα, ακολουθώντας το ντόμινο της κρίσης, πήραν τον δρόμο της χωματερής τα κρατικά ομόλογα. «Σκουπίδια» τα ελληνικά ομόλογα, πρώτα και καλύτερα στην έκρηξη της παγκόσμιας κρίσης χρέους. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι μαζί με τη «σκουπιδοποίηση» των κρατικών ομολόγων σπρώχνονται στην παγκόσμια χωματερή χώρες, κοινωνίες ολόκληρες. Σκουπίδι, λεκές της ευρωπαϊκής «καθαρότητας» για μήνες η Ελλάδα, πριν βρεθούν στην παρέα της και οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί. Στον κάδο των χωρών-σκουπιδιών αλιεύουν υλικά ανακύκλωσης μόνον οι πιστωτές τους.

Ζούμε τον τελευταίο κύκλο παραγωγής σκουπιδιών. Η «σκουπιδομηχανή» έχει ξεπεράσει τον εαυτό της σε ευρηματικότητα. Διαβάζοντας προσεκτικά κανείς τους νέους όρους που επιδιώκει να επιβάλει στην Ε.Ε. η γαλλογερμανική αυτοκρατορία, μπορεί να δει ζοφερό μέλλον μιας χωματερής χωρών. Η Ευρωζώνη που σχεδιάζεται μέσω του νέου Συμφώνου Σταθερότητας («σκουπίδι» το είχε αποκαλέσει κι αυτό, κατά σύμπτωση, κορυφαίος ευρωκράτης στο ζενίθ της κρίσης) σπρώχνει τουλάχιστον μια δεκάδα χωρών στη θέση των σκουπιδιών της Ευρωζώνης. Ο μηχανισμός της ελεγχόμενης χρεοκοπίας που προωθεί με πάθος η Μέρκελ σαν μελλοντικό όρο ύπαρξης του ευρώ δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία μιας νομισματικής χωματερής, προσεκτικά και οικολογικά απομακρυσμένης από τον «πράσινο» παράδεισο των ηγεμονικών, πλεονασματικών χωρών. Μια νομισματική χωματερή στην οποία θα εξωθούνται οι ελλειμματικές, υπερχρεωμένες χώρες, καταδικασμένες να επιβιώνουν μόνο με όσα υλικά κατάλληλα προς «ανακύκλωση» διαθέτουν: φθηνά παραγωγικά χέρια, δημόσια περιουσία, φυσικούς πόρους, τουριστικά αξιοποιήσιμο πολιτισμό.

Ζούμε ήδη στη χωματερή. Κάποιοι ακόμη στις παρυφές της, άλλοι ήδη στα βαθύτερα στρώματά της, όπου αποσυντίθενται τα οργανικά στοιχεία του οικονομικού μας πολιτισμού: το κοινωνικό κράτος, η πρόνοια, ο κατώτατος μισθός, η συλλογική σύμβαση, η ασφάλιση, η δημόσια υγεία και παιδεία, η αρωγή των αδυνάτων, οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν βρεθεί στον πάτο της χωματερής. Θα περιμένουμε την αυτανάφλεξη; Μήπως να κάνουμε κάτι πιο δραστικό; Αρχίζοντας, για παράδειγμα, από το απλούστερο. Ν’ αγγίξουμε τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια της γειτονιάς, πριν τους μαζέψει το απορριμματοφόρο.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/11/2010)

ΧΑΜ: …Έχω μια σταγόνα νερό μες στο κεφάλι μου, (Παύση). Μια καρδιά, μια καρδιά μες στο κεφάλι μου. (Παύση.)
ΝΑΓΚ, χαμηλόφωνα: Άκουσες; Μια καρδιά μες στο κεφάλι του!
(Γελάει πνιχτά, προσέχοντας μην ακουστεί).
ΝΕΛ: Δεν πρέπει να γελάς με κάτι τέτοια, Ναγκ. Γιατί τα κοροϊδεύεις πάντα;
ΝΑΓΚΙ: Όχι τόσο δυνατά!
ΝΕΛ, χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή της: Παραδέχομαι πως δεν υπάρχει αστειότερο πράγμα απ’ τη δυστυχία. Αλλά…
ΝΑΓΚ, πολύ ενοχλημένος: Α!
ΝΕΛ: Ναι, ναι, δεν υπάρχει τίποτα κωμικότερο στον κόσμο. Και στην αρχή μας κάνει να γελάμε, να γελάμε με την καρδιά μας. Αλλά είναι όλο τα ίδια και τα ίδια. Είναι σαν το χωρατό που τ’ ακούς ξανά και ξανά, εξακολουθείς να το βρίσκεις πετυχημένο, αλλά δεν γελάς πια…

Σάμουελ Μπέκετ, «Τέλος του παιχνιδιού»