Monday, January 28, 2008

Σαπίζω σα χώρα…(26/1/2008)

…Το δε τρίτο έτος του αιώνα των ομιλουσών κεφαλών, όταν πια ο ζόφος και η αποφορά είχαν εκτοπίσει κάθε μόριο οξυγόνου από την ατμόσφαιρα και οι άνθρωποι κρατούσαν την ανάσα τους αλλά δεν έσκαγαν, η AGB ανακοίνωσε ότι σταμάτησε πια τις μετρήσεις τηλεθέασης. Γιατί οι τηλεθεατές είχαν τρελάνει τα μηχανάκια της, αχόρταγοι και για το τελευταίο δευτερόλεπτο λογοδιάρροιας από τις οθόνες με τις 25 αναλαμπές ανά δευτερόλεπτο και με τις εκατό λέξεις ανά λεπτό. Τα δάκτυλά τους έσφιγγαν άπληστα τα τηλεκοντρόλ, οι αντίχειρές κινούνταν αστραπιαία στα πλήκτρα, αλλά αυτές ήταν σχεδόν οι μόνες κινήσεις που έκαναν στη διάρκεια της μέρας, εκτός ίσως από το να φάνε και να κατουρήσουν.

Οι φορείς της νέας εξουσίας που κατέλαβε και το τελευταίο δευτερόλεπτο του ανθρώπινου χρόνου, αποφάσισαν ότι δεν υπήρχε πια πεδίο ανταγωνισμού, δεν είχαν να μοιράσουν τίποτε εκτός από το βλέμμα του μέσου ανθρώπου, έχοντας καταστήσει κυριολεξία το απόφθεγμα του Μακ Λούαν ότι το μήνυμα είναι το μέσο. Και για να μη χάνουν οι τηλεθεατές στιγμή από τις αναμετρήσεις των νάρκισσων της ενημέρωσης (καταδοτών και αλητάκων, ρουφιάνων και καραγκιόζηδων), οι μιντιοκράτες αποφάσισαν να συνδιαχειριστούν το μικρό πεδίο εξουσίας που τους απέμεινε με μια διακαναλική Γιάλτα. Χώρισαν την οθόνη σε μικρά τετράγωνα, έκαστο των οποίων χωρούσε όσο το δυνατό περισσότερες ομιλούσες κεφαλές. Και ο ήχος των τουλάχιστον 16 ανθρώπων που μιλούσαν ταυτόχρονα γέμιζε τα σαλόνια των μικροαστών και των προλετάριων που παρακολουθούσαν με δέος το εθνικό ξεκατίνιασμα κι έπειτα έβγαινε στους δρόμους και κάλυπτε την καταθλιπτική σιωπή των λεωφόρων όπου δεν κυκλοφορούσαν παρά μόνο ταξί.

Και οι άνθρωποι, όσοι τουλάχιστον αποτολμούσαν να αποκολληθούν από τους καναπέδες τους, κυκλοφορούσαν τα πρωινά σαν ζόμπι, με μαύρα γυαλιά, ανίκανοι να αντικρίσουν το φως του ήλιου, καταπονημένοι από τις τηλεοπτικές ολονυκτίες. Δεν μιλούσαν ποτέ μεταξύ τους, κι αν παρίστατο απόλυτη ανάγκη ν’ ανταλλάξουν λίγες λέξεις δεν το έκαναν πριν ενεργοποιήσουν τα μαγνητόφωνα και τις κρυφές κάμερες που είχαν στις τσάντες τους, στα πέτα των σακακιών τους ή στα γυαλιά τους.

Ελάχιστοι είχαν αντιληφθεί ότι εν τω μεταξύ είχαν μεσολαβήσει τρία κραχ, ότι η παγκόσμια οικονομία είχε περιέλθει εδώ και δύο χρόνια σε ύφεση, ότι ένα τεράστιος τεκτονικός σεισμός είχε προκαλέσει την ανάδυση της Ατλαντίδας κι ένα ηφαίστειο είχε εξαφανίσει τη μισή Ινδονησία. Ότι η χώρα είχε σχεδόν πτωχεύσει, ότι η παραγωγική της δομή είχε διαλυθεί, ότι τα ελάχιστα εργοστάσιά της είχαν μετατραπεί σε νεκροταφεία μηχανών, ότι οι αλυσίδες παραγωγής είχαν σκουριάσει και ότι τα τελευταία αγαθά που είχαν κατασκευαστεί σάπιζαν στις αποθήκες καθώς κανείς δεν υπήρχε να τα διακινήσει. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για να μεταδοθούν τέτοιες λεπτομέρειες, δεν έμενε χώρος για οτιδήποτε άλλο εκτός από διαρροές και ανακοινώσεις ανακριτών, αποκαλύψεις για δημόσιους λειτουργούς που τα έπαιρναν, δημοσιογράφους που εκβίαζαν, διαψεύσεις και επιβεβαιώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου.

Οι άνθρωποι δεν είχαν αντιληφθεί την ένδεια πόρων στην οποία είχε περιέλθει η χώρα, καθώς είχαν μάθει πια να τρέφονται αποκλειστικά με τα φωτόνια της τηλεοπτικής ακτινοβολίας. Είχαν πειστεί ότι η ένδεια ήταν η μόνη ηθικά αποδεκτή μορφή επιβίωσης, καθώς ούτε ο αλητάκος ούτε ο καταδότης απολάμβαναν έστω κι ένα ευρώ από τις τεράστιες υπεραξίες που είχαν στη διάθεσή τους, σε μια δημόσια απόδειξη θυσίας και εγκράτειας. Ζούσαν ως Πτωχοπρόδρομοι, ανέστιοι και πένητες, έχοντας παραιτηθεί από τις παχυλές αμοιβές τους, έχοντας εγκαταλείψει τις επαύλεις τους στα αστικά προάστια, τα σκάφη τους στις μαρίνες και τα εξοχικά τους στη Μύκονο. Και είχαν δημιουργήσει ένα νέο πρότυπο ζωής για όλους τους αστούς της χώρας, τους σελέμπριτι, τα παλαιά τζάκια και τους νεόπλουτους, που είχαν παραχωρήσει τις βίλες τους στην Εκάλη, στην Κηφισιά και στη Γλυφάδα σε αστέγους και μετανάστες, ενώ οι ίδιοι είχαν μετακομίσει σε στενόχωρα διαμερίσματα στα Πατήσια, στο Παγκράτι και στο Μενίδι.

Και όλες οι κυρίες των άλλοτε κατάφωτων επαύλεων είχαν διώξει τις Φιλιππινέζες τους και σφόγγιζαν πεσμένες στα γόνατα τα πατώματα νεόπτωχων νοικοκυριών, σε μιαν ένδειξη άκρας ταπείνωσης και ταξικής απάρνησης, διότι δεν υπήρχε χειρότερη απαξία από το να διαθέτει κανείς πλούτο και ευημερία, σπίτι και εξοχικό, σκάφος και τραπεζικό λογαριασμό, γκόμενα και παιδιά που πάνε σε ιδιωτικό σχολείο. Ήταν η μεγαλύτερη ανατροπή αξιών που είχε συμβεί ποτέ, χωρίς καν να μεσολαβήσει επανάσταση.

Και όλοι οι επιχειρηματικοί αστέρες που άλλοτε διαχειρίζονταν το μισό ΑΕΠ της χώρας, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προλεταριοποιηθούν οικειοθελώς ή να πάρουν των οματιών τους και να φύγουν στα ξένα. Χάρισαν τις μετοχές τους στους υπαλλήλους τους, έδωσαν τις επιχειρήσεις τους στο κράτος, δήλωσαν όλο το μαύρο χρήμα που διέθεταν, πλήρωσαν αδιαμαρτύρητα τα πρόστιμα, εξέτισαν αγόγγυστα τις ποινές που τους επιβλήθηκαν και διέκοψαν κάθε οικονομική δραστηριότητα, επιταχύνοντας τη βύθιση όλης της χώρας στην παραγωγική απραξία.

Και όλοι οι εθισμένοι σε ατέλειωτες ώρες τηλοψίας και δημόσιας ρουφιανιάς πολίτες, περιμένοντας με αγωνία την επόμενη αποκάλυψη, την επόμενη καταγγελία, το επόμενο DVD, την επόμενη απολογία, την επόμενη δίωξη, έπεφταν σαν κοτόπουλα στους δρόμους, χτυπιόντουσαν με επιληπτικούς σπασμούς κάθε φορά που εμφάνιζαν στερητικό σύνδρομο. Και τα νοσοκομεία ήταν κατάμεστα από τηλεοπτικά τζάνκι, και η μόνη ανακούφιση που μπορούσαν να τους παρέχουν οι γιατροί ήταν DVD με ατέλειωτες ώρες εκπομπών σε επανάληψη.

Και οι τηλεοπτικοί παραγωγοί, εφηύραν την επιτομή του ριάλιτι, οργανώνοντας μαραθώνιους τηλοψίας. Τις ώρες του live, που τοποθετήθηκε στην prime time ζώνη, στη θέση των δελτίων, το τηλεοπτικό θέαμα ήταν άνθρωποι να παρακολουθούν στην τηλεόραση τους εαυτούς τους που παρακολουθούσαν στην τηλεόραση τους εαυτούς τους, σε μια κατάσταση απόλυτου τηλεοπτικού εγκιβωτισμού.

Και στους δρόμους των πόλεων η κατάσταση ήταν πλέον αφόρητη από τα εκατοντάδες πτώματα αυτοχείρων που υπέκυπταν στην απειλή του διασυρμού, καθώς οι κρυφές κάμερες είχαν διεισδύσει πια ακόμη και στις τουαλέτες των σπιτιών τους και τους απαθανάτιζαν στις ελάχιστες στιγμές απόλαυσης που τους επέτρεπε η ιδιωτικότητα μιας απλής αφόδευσης ή ενός εκτονωτικού αυνανισμού. Και ο κόσμος δεν ενοχλούνταν πια από την αποφορά των σηπόμενων πτωμάτων, καθώς η αυτοχειρία δεν θεωρούνταν πια μια επαρκής τιμωρία για όσους έπεφταν θύματα εκβιασμού των γειτόνων, των συγγενών, των φίλων, των συνεταίρων ή των συναδέλφων τους. Το αίσθημα της κοινής γνώμης και των τηλεοπτικών τιμητών ικανοποιούνταν μόνον από τον μεταθανάτιο διασυρμό της δημόσιας σήψης. Και ανατράπηκε ριζικά η οικολογική ισορροπία των πόλεων που γέμισαν όρνια και κοράκια και θαλασσοπούλια τα οποία τρέφονταν αποκλειστικά από ανθρώπινη σάρκα.

Και καθώς η κοινωνία είχε ακυρώσει όλες τις άλλες αντιθέσεις που κάποτε την διέκριναν σε πλούσιους, φτωχούς και μικρομεσαίους, σε διαχειριστές εξουσίας και υποζύγιά της, διατηρούσε ως μόνη ζωογόνα διάκριση το χωρισμό της σε οπαδούς των αλητών και των ρουφιάνων, των εκβιαστών και των εκβιαζόμενων, των δικαζόμενων και των δικαστών (που ήσαν άλλωστε οι μόνοι ακατάπαυστα εργαζόμενοι δημόσιοι λειτουργοί). Και οι μόνες ενδείξεις πολιτικής ικμάδας της κοινωνίας ήταν τα πλήθη που επευφημούσαν τους νάρκισσους της ενημέρωσης έξω από τα στούντιο ή τα ανακριτικά γραφεία (όπου διαγκωνίζονταν να βρεθούν είτε ως κατήγοροι είτε ως κατηγορούμενοι), και ο εκρηκτικός ακτιβισμός των αναρχικών που βρήκαν ανέλπιστη δικαίωση του συνθήματός τους «αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι», σε μια εποχή, όμως, που η αλητεία και η ρουφιανιά είχαν καθιερωθεί ως οι μόνες παραγωγικές δραστηριότητες.

Κι όταν ο πλούτος της χώρας εκμηδενίστηκε, όταν οι παραγωγικοί δείκτες έφτασαν στον πάτο, εξαντλήθηκαν και τα τελευταία ενεργειακά αποθέματα που επέτρεπαν να μένουν ανοικτοί τουλάχιστον οι τηλεοπτικοί δέκτες. Το μπλακ άουτ επέβαλε σκοτάδι, οι οθόνες έσβησαν και απέμειναν οι ομιλούσες κεφαλές μόνες, χωρίς θεατές, να βλέπουν τα είδωλα τους σε καθρέφτες κάτω από το χλωμό φως των κεριών, μικρή παρηγοριά στον ναρκισσισμό της 4ης εξουσίας που απολάμβανε να καταβροχθίζει μέχρι τελευταίου κυττάρου τον εαυτό της.

Και μόνο τότε, μέσα στο πηχτό σκοτάδι και στην απόλυτη σιγή, ακούστηκε από το πρωθυπουργικό μέγαρο το δειλό αλλά εναγώνιο ερώτημα: «Μα, ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;» «Άσε, δεν θες να ξέρεις», ακούστηκε η απάντηση από τον προθάλαμο το πρωθυπουργικού γραφείου.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (26/1/2008)

Είμαστε ευγνώμονες στην Ουάσιγκτον Ποστ, τη Νιου Γιορκ Τάιμς, το Τάιμ κι άλλους μεγάλους εκδοτικούς ομίλους των οποίων οι διευθυντές έχουν παρακολουθήσει τις συναντήσεις μας και έχουν σεβαστεί τις υποσχέσεις τους για σύνεση εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια. Θα είχε καταστεί αδύνατο για μας να αναπτύξουμε το σχέδιό μας για τον κόσμο έναν είχαμε εκτεθεί στα δυνατά φώτα της δημοσιότητας εκείνα τα χρόνια. Αλλά, η δουλειά τώρα είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένη και προετοιμασμένη να οδηγήσει προς μια παγκόσμια διακυβέρνηση. Η υπερεθνική κυριαρχία μιας ευφυούς ελίτ και των παγκόσμιων τραπεζιτών είναι σίγουρα προτιμότερη από τον εθνικό αυτοπεριορισμό που τηρήθηκε τους περασμένους αιώνες.

Ντέιβιντ Ροκφέλερ, «Ομιλία στην Τριμερή Επιτροπή, 1991» (Από το βιβλίο του Will Banyan, ‘The Proud Internationalist”)

Monday, January 21, 2008

Η ιστορία της ενημερωτικής μας παρακμής (19/1/2008)

Κάποια στιγμή πρέπει να αφηγηθούμε την ιστορία ολόκληρη. Το οφείλουμε, τουλάχιστον, σε όσους έχουν την υπομονή να παραμένουν αναγνώστες (εκτός από αγοραστές) εφημερίδων, ακροατές ραδιοφώνων, θεατές τηλεοπτικών δελτίων και παρακολουθούν άφωνοι τον επαγγελματικό μας διασυρμό.

Το μιντιακό σύμπαν στο οποίο κινούνται σήμερα πολλοί, αστέρες ή ανεξέλεγκτοι μετεωρίτες, έχει ηλικία μόλις είκοσι ετών. Εν αρχή ην το σκότος. Κρατική ραδιοτηλεόραση και πειρατική ραδιοφωνία, που έσπαγε την επίσημη αισθητική λογοκρισία. Φωτεινή εξαίρεση, το «Τρίτο» του Μάνου. Κι ακόμη: τρία-τέσσερα παραδοσιακά εκδοτικά συγκροτήματα που, αφού καθάρισαν με τον επικίνδυνο διάττοντα αστέρα ο οποίος εδραίωσε την απάτη και τη συναλλαγή με την εξουσία (το «βρόμικο» ’89), έμειναν με μόνο αντίπαλο το κρατικό μονοπώλιο στην ενημέρωση.

Πριν από 20 χρόνια το μονοπώλιο έσπασε, οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες άνοιξαν και στην πραγματικότητα πήραν για πρώτη φορά τη μορφή αγοράς. Οι εκδότες έκαναν συμμαχίες, νέα επιχειρηματικά τζάκια μπήκαν στα μίντια με φανατισμό νεοφώτιστου και ακολούθησε το big bang της διαφημιστικής αγοράς. Από το 1988 αναπτύχθηκε ιλιγγιωδώς ένας κλάδος που μέχρι τότε παρέμενε σε εμβρυακό επίπεδο.

Δημοτικά και ιδιωτικά ραδιόφωνα, ιδιωτικά κανάλια άλλαξαν το εγχώριο ενημερωτικό σύμπαν, στο οποίο αδυνατούσε πια να σταθεί η άκαμπτη επίσημη γλώσσα του κράτους. Στη μικρή ελληνική αγορά των δεκάδων ενημερωτικών μέσων, ένα κλειστό μέχρι τότε επάγγελμα ανοίγει βίαια σε μια πολυπληθή ομάδα νέων ανθρώπων. «Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά, κι έτυχε να ’χουν και καλή καρδιά», που λέει και το άσμα. Κανείς δεν έθεσε κριτήρια επάρκειας, κανείς δεν απαίτησε πτυχία και πιστοποιήσεις ικανοτήτων. Η νεότευκτη αγορά των media διαμόρφωσε τους όρους ένταξης, αμοιβής, ανάδειξης. Άπειροι επιχειρηματίες προσλάμβαναν αφειδώς εξ ίσου άπειρους επαγγελματίες, που ανταγωνίζονταν σε ελευθεροστομία και ικανότητα ελέγχου της εξουσίας. Άπειρη κι η εξουσία στον χειρισμό των νέων μέσων, πρόσθεσε τεράστιες υπεραξίες στη νέα αγορά, ακόμη και με τις γκάφες και τις αδεξιότητές της.

Οι εφημερίδες παρακολουθούν, αμήχανα στην αρχή, την έκρηξη των ηλεκτρονικών μέσων. Όσοι εκδότες δεν έχουν απευθείας επιχειρηματική σχέση με ραδιόφωνα και τηλεοράσεις φροντίζουν τουλάχιστον να δανειστούν λίγη από την ακτινοβολία τους. Μεταγράφουν τους ανερχόμενους μικρούς και μεγάλους αστέρες, παραχωρώντας τους ευχαρίστως τις στήλες τους. Μέσα σε τέσσερα-πέντε χρόνια, το επάγγελμα των μερικών δεκάδων υποαμειβόμενων γραφιάδων και εκφωνητών μεταλλάσσεται σε κλάδο των εκατοντάδων αστέρων και αστερίσκων. Οι υπεραξίες που συσσωρεύουν τα νέα μέσα επιτρέπουν αρκετά πιο γενναιόδωρους μισθούς στην αρχή και στη συνέχεια ένα προκλητικό παιχνίδι δημοπρασίας των αμοιβών. Ακόμα και πρωτοσέλιδα εφημερίδων διαμαρτύρονταν για τις πανάκριβες μεταγραφές των τηλεαστέρων. Ελάχιστα ίδρωσε τ’ αυτί των ιδιοκτητών που ανέβαζαν κι άλλο τον πήχυ. Τους το επέτρεπε η διαφημιστική αγορά. Οι ετήσιοι τζίροι αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο.

Το κράτος, με τις διαδοχές γαλάζιας και πράσινης διακυβέρνησης, δεν άργησε να μπει στο παιχνίδι. Πολύ πριν πουληθούν «τα ασημικά της οικογένειας», διαφήμισε αφειδώς τα παχύδερμα μονοπώλιά του, με διαρκώς αυξανόμενους τζίρους κρατικής διαφήμισης. Παρ’ ότι τα νέα ιδιωτικά μέσα αποτέλεσαν δίοδο των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε κάθε νοικοκυριό, σε κάθε αυτοκίνητο, ήταν η κρατική διαφήμιση που κατέστη η αγαπημένη των media shop. Δεν είναι σαφές αν το «μιντιακό κατεστημένο» ή το κρατικό κατεστημένο έκανε την αρχή σ’ αυτήν τη νοσηρή, αδιαφανή συναλλαγή. Δεν έχει σημασία. Ή, έχει τόση όσο και το δίλημμα για το αυγό του Κολόμβου.

Το κράτος διέπρεψε και σε ένα άλλο νέο πεδίο της επικοινωνίας. Στην εκ νέου κρατικοποίηση της ενημέρωσης, μέσω ενός ιδιότυπου μονοπωλίου των πηγών πληροφόρησης. Πρακτορεία ειδήσεων, κρατική ραδιοτηλεόραση, γραφεία Τύπου δίπλα σε κάθε υπουργό, υφυπουργό, γενικό γραμματέα, πρόεδρο ή διευθύνοντα σύμβουλο ΔΕΚΟ διαμόρφωσαν έναν τεράστιο μηχανισμό χειραγώγησης των πληροφοριών, αλλά και απασχόλησης των δημοσιογράφων. Είτε με όρους πραγματικής υπηρεσίας είτε με όρους αργομισθίας.

Η διεργασία συνεχίστηκε σχεδόν αδιατάρακτη για μια δεκαετία από το big bang. Το «επάγγελμα ρεπόρτερ» έγινε το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της ελληνικής κοινωνίας. Αγρότες, προλετάριοι, μεσοαστοί λαχταρούν να δουν τους νεαρούς βλαστούς τους σταρ της ενημέρωσης. Δίπλα στις ιδιωτικές σχολές που λειτουργούσαν στα όρια νομιμότητας και κομπογιαννιτισμού, το κράτος έσπευσε να προσφέρει επιστημονική πατίνα, ιδρύοντας πανεπιστημιακές σχολές από τις οποίες αποφοιτούν αισίως τουλάχιστον 600 νέοι τον χρόνο. Με τους ρυθμούς αυτούς, σε λίγα χρόνια θα αντιστοιχεί ένας ενημερωτής για κάθε ενημερωνόμενο.

Ο ιδιωτικός τομέας, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα παραγωγικό, λιγότερο παρασιτικό τμήμα του, δεν εφείσθη κι αυτός δαπανών για να επικοινωνήσει προϊόντα και υπηρεσίες. Θυσίασε πολλούς πόρους για να τα διαφημίσει (λευκά ή γκρίζα) και οργάνωσε κι αυτός δικούς του «στρατούς ενημέρωσης». Το κόστος τους πολλές φορές επισκιάζει το κόστος παραγωγής του προβαλλόμενου αγαθού. Εκατοντάδες δημοσιογράφοι βγάζουν μεροκάματα απ’ αυτήν τη φάμπρικα.

«Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά…» Μεγάλωσαν εν τω μεταξύ, ωρίμασαν και κυρίως διαφοροποιήθηκαν. Όπως συνέβαινε παντού, το προϊόν αυτής της νέας πηγής πλούτου, της πληροφορίας, δεν κατανεμήθηκε ομοιόμορφα σε όλους τους χαρούμενους και λαλίστατους φορείς της νέας εξουσίας. Η πυραμίδα του επαγγέλματος διατρέχει όλα τα επίπεδα της κοινωνικής κλίμακας: από την απόλυτη προλεταριοποίηση μέχρι την απόλυτη αστικοποίηση. Τα πολλά λεφτά, η εγγύτητα και η οικειότητα με την εξουσία, η απλόχερα εκχωρημένη από τους μιντιοκράτες ισχύς, ο συγχρωτισμός με τα δορυφορικά επιχειρηματικά συμφέροντα διαμόρφωσαν μια ομάδα ανθρώπων που εζήλωσαν την τύχη των εργοδοτών τους. Ο πειρασμός της μετάβασης από την κορυφή του σταρ σύστεμ στην επιχειρηματική ελίτ των μίντια ήταν μεγάλος. Και η απόσταση μόνο μερικά εκατομμύρια ευρώ. Αλλά, τα λεφτά δεν ήταν ποτέ πρόβλημα στη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα. Δημοσιογράφοι έγιναν εργολάβοι, μάνατζερ, εκδότες και το φαινόμενο δεν περιορίζεται στους λίγους που πρωταγωνιστούν στο θρίλερ των ημερών. Επεκτείνεται σε αρκετές δεκάδες που έχουν μετατραπεί σε επιχειρηματίες, φατουρατζήδες των πρώην συναδέλφων τους, εργοδότες του νέου δημοσιογραφικού προλεταριάτου. Επεκτείνεται και σε κείνους που βρίσκονται σε ασφυκτικό εναγκαλισμό με την πολιτική εξουσία, που έγιναν υπουργοί, κυβερνητικά στελέχη.

Μικρός είναι ο κόσμος, ακόμη μικρότερη η Ελλάδα, όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε. Η ανάδειξη των ΜΜΕ σε «4η Εξουσία» έγινε μια επικίνδυνη κυριολεξία, που εξηγεί γιατί οι διαχειριστές της ενημέρωσης έγιναν μέρος του προβλήματος. Η ώσμωση εξουσίας και επικοινωνίας υπερβαίνει πλέον τους απρόσωπους μηχανισμούς, ξεπερνά αυτό που συμβατικά αποκαλέσαμε διαπλοκή (και το ανέκδοτο του βασικού μετόχου) και διαπερνά τα πρόσωπα. Άνθρωποι που συνυπήρξαν κάποτε σε πανεπιστήμια, οργανώσεις, κόμματα (ιδιαίτερα της Αριστεράς και της κονόμας), παρεΐστικα αλκοολούχα ξενύχτια, φορτωμένα δημοσιογραφικά γραφεία, έσπασαν τη γυάλινη οροφή. Βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας, τα γραφεία τους τα χωρίζουν οι λεπτές μεσοτοιχίες των αδιάκριτων εξουσιών. Ο ένας υπουργός, ο άλλος μεγαλοδημοσιογράφος, ο τρίτος μάνατζερ ή νεοτζακάτος επιχειρηματίας. Φωνάζονται με τα μικρά τους ονόματα, πίνουν μαζί ποτό, βρίζονται, ανταγωνίζονται, δοκιμάζουν την ισχύ τους ο ένας κατά του άλλου. Αισθάνονται ότι συνδιαχειρίζονται την τύχη αυτού του τόπου, διαγκωνίζονται για το βάθος της επιρροής τους στην απρόσωπη κοινή γνώμη. «Εγώ με μια πληροφορία γκρεμίζω υπουργούς και κυβερνήσεις», λέει ο ένας. «Κι εγώ με άλλη μια διαλύω εκδότες κι εφημερίδες», λέει ο άλλος. «Εγώ σας πληρώνω και τους δύο και σας στέλνω όποτε θέλω σπίτια σας», λέει ο τρίτος. Πόλεμος των εξουσιών. Με κραυγές. Και κυρίως με σιωπές. Γιατί η φούσκα της πληροφορίας, αλιευμένης σε κρεβατοκάμαρες και τραπεζικούς λογαριασμούς, βασίζεται κυρίως σε παράδοξες, αρνητικές υπεραξίες. Είναι πιο πολύτιμα όσα δεν γράφονται, από αυτά που γράφονται. Είναι πιο προσοδοφόρα αυτά που αποκρύπτονται, από αυτά που προβάλλονται. Είναι πιο ακριβά αυτά που δεν λέγονται, από αυτά που λέγονται.

Αλλά, αυτές τις υπεραξίες τις δημιουργούμε εμείς. Για την ακρίβεια, υμείς και ημείς. Υμείς, η κοινή γνώμη που κάνει ανάρπαστη μια εφημερίδα για πέντε φωτογραφίες ενός παχύσαρκου μεσήλικα σε προσωπική «φάση». Και ημείς, οι ενημερωτές, που ξεπατωνόμαστε σε επιδείξεις επιχειρηματικού πατριωτισμού μόλις νιώσουμε να αποσταθεροποιείται η δύναμη και η δόξα της εργασιακής μας «πατρίδας». Βρίσκουν και τα κάνουν.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (19/1/2008

«Φτιάχνουμε ένα αεροπλάνο», λέει ο επισκέπτης μου Άνθρωπος της Τηλεόρασης. Η φωνή του δεν έχει καμία προοπτική. Μια παράξενη, λεπτή σαν χαρτί φωνή.
Μιλάει κι η οθόνη είναι όλο μηχανήματα. …Δύο Άνθρωποι της Τηλεόρασης δουλεύουν σκληρά πάνω σε κάποιο μηχάνημα, σφίγγοντας κοχλίες με πένσες, ρυθμίζοντας τη διάμετρο σωλήνων… Μοιάζει περισσότερο σαν κάποιου είδους γιγάντιο λεμονοστύφτη παρά σαν αεροπλάνο. Ούτε φτερά, ούτε καθίσματα.
«Δεν μοιάζει με αεροπλάνο», λέω…
«Aυτό είναι μάλλον επειδή δεν το έχουμε βάψει ακόμα», λέει εκείνος. «Αύριο θα τους έχουμε δώσει το σωστό χρώμα. Τότε θα δεις ότι είναι αεροπλάνο».
«Δεν είναι το χρώμα το πρόβλημα. Είναι το σχήμα. Δεν είναι αεροπλάνο αυτό».
«Τότε, αφού δεν είναι αεροπλάνο, τι είναι;» με ρωτάει. Αν εκείνος δεν ξέρει, κι εγώ δεν ξέρω, τότε τι είναι; «Άρα, να γιατί πρέπει να φταίει το χρώμα». Ο εκπρόσωπος των Ανθρώπων της Τηλεόρασης μου το φέρνει με τρόπο. «Βάψε το με το κατάλληλο χρώμα και θα είναι αεροπλάνο».
Δεν έχω διάθεση να φέρω αντιρρήσεις.

Χαρούκι Μουρακάμι, «Ανθρωποι της Τηλεόρασης» (συλλογή «Ο Ελέφαντας εξαφανίζεται»).

Monday, January 14, 2008

Η χαμένη τιμή του εμπορεύματος «τιμή» (12/1/2008)

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Αυτή η αποφθεγματική βεβαιότητα κάμπτεται ως προς το δεύτερο σκέλος της. Το πιάτο μπορεί να είναι και ζεστό. Καυτό μάλιστα. Όσο, για παράδειγμα, οι θερμικές εκπομπές του πετρελαίου. Αυτή την περίοδο αυτός που παίρνει την εκδίκησή του είναι η λεγόμενη πραγματική οικονομία. Η οικονομία που εκπροσωπείται από χειροπιαστά, συμβατικά προϊόντα λεηλασίας της φύσης. Υποθέτω ότι οι άνθρωποι που πριν μερικά χρόνια ορκίζονταν στο όνομα της σχεδόν άυλης «Νέας Οικονομίας» τώρα θα σκίζουν τα διπλώματα, τις διατριβές και τα διδακτορικά τους. Η καταστροφή που μας απειλεί προέρχεται από πολύ παραδοσιακές ανισορροπίες του οικονομικού μας πολιτισμού: από την υπαρκτή (ή εικαζόμενη) ένδεια πόρων, από την αποστράγγιση των ενεργειακών πρώτων υλών, από την ξηρασία, από τις καταστροφικές παραξενιές του καιρού, από την κατάρρευση των συμβατικών συμβόλων του παγκοσμιοποιημένου (και τελικά δολαριακού) καπιταλισμού. Ολες οι σταθερές του νεοφιλελευθερισμού μοιάζουν να κλονίζονται, να πέφτουν στο κενό σαν τους ιδανικούς (παρ’ ολίγον) αυτόχειρες του Μεγάρου Μαξίμου.

Μπορεί τα διεθνή χρηματιστήρια να συνεχίσουν να παράγουν υπεραξίες στο πεδίο της μετα-οικονομίας. Αλλά αυτές θα παραμένουν εκτοπλάσματα της δημιουργικής λογιστικής, μνημεία «φούσκας» αν προηγουμένως δεν περάσουν από τον «πάγκο» των παλιών καλών χρηματιστηριακών εμπορευμάτων. Επιστρέψαμε στον χρυσό αιώνα των commodities: πετρέλαιο, στάρια, καφέδες, βαμβάκια, μέταλλα, χρυσός ανακτούν το χαμένο τους έδαφος και εκδικούνται μέσω του πληθωρισμού που θρονιάζεται πάλι στην αργκό των νεοφιλελεύθερων. Όλα είναι θέμα τιμής: της τιμής του πετρελαίου, του σίτου, του χρυσού, του χαλκού, του χάλυβα και όλων των παραγώγων τους. Παραδόξως, πρόκειται για προϊόντα των οποίων η παραγωγή τους εξαρτάται περισσότερο από κάθε άλλου από το είδος εργασίας που η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία είχε κηρύξει υπό εξαφάνιση: την χειρωνακτική. Άλλο ένα πεδίο εκδίκησης της «παλαιάς οικονομίας».

Η «παλαιά» οικονομία επανέρχεται δριμύτερη και μέσω ενός άλλου δρόμου: της επιστροφής του πληθωρισμού ως εφιάλτη. Εφιάλτη όχι απλώς για τη νομισματική σταθερότητα στην οποία εξαντλούν το λόγο ύπαρξής τους οι κεντρικοί τραπεζίτες. Αλλά για την πραγματική οικονομία, το εισόδημα των νοικοκυριών, την καταναλωτική τους ισχύ, τις επιχειρήσεις και τους τζίρους τους. Οι άχρηστοι κεντρικοί τραπεζίτες καθίστανται έτσι πιο άχρηστοι από ποτέ και οι υπουργοί των «εθνικών οικονομιών» (που δεν είναι πια ούτε εθνικές ούτε οικονομίες) παίρνουν κι αυτοί την εκδίκησή τους. Ξαφνικά, γίνονται απαραίτητοι για τη νεκρανάσταση ξεχασμένων θεμελιωδών μύθων του καπιταλισμού. Όπως, για παράδειγμα, ότι οι μισθοί φταίνε για τον πληθωρισμό κι επομένως, μόνο μέσο ανάσχεσης του «τέρατος» είναι η συγκράτησή τους. Μαζί τους, οι αρμόδιοι υπουργοί Ανάπτυξης, οι «Κύριοι των τιμών», βγάζουν το φιλελεύθερο κοστούμι τους κι ανασύρουν από το μουσείο της οικονομικής αρχαιολογίας τα σακάκια με τα σηκωμένα μανίκια της «σοσιαλμανίας». Nα οι συμφωνίες κυρίων επί των τιμών, να και οι εκκλήσεις πατριωτικού καπιταλισμού προς τις επιχειρηματικές ηγεσίες. Αν, τώρα, μας προκύψει και νέο καρτέλ (γάλατος, σταριού ή χάρτου υγείας), δεν πειράζει, θα το ελέγξει ως σκάνδαλο (κουμπάρων ή μπατζανάκηδων) η επόμενη κυβέρνηση.

Αλλά, απ’ όλα τα εμπορεύματα των οποίων οι τιμές εκτοξεύονται προκαλώντας έξαρση του πληθωρισμού ένα βρίσκεται στον αντίποδα. Διανύει περίοδο ραγδαίου αποπληθωρισμού (deflation). Η τιμή του πιάνει πάτο, παρ’ ότι προηγήθηκε μια τετραετία διόγκωσής της. Το ευτελέστερο εμπόρευμα της εποχής μας, τουλάχιστον στο εγχώριο χρηματιστήριο (ηθικών) αξιών, είναι η τιμή της πολιτικής και των πολιτικών. Που βρίσκεται σήμερα; Χάθηκε πέφτοντας από τον πέμπτο όροφο πολυκατοικίας στο Κολωνάκι; Εξαφανίστηκε στα μονταρισμένα frame ενός ψηφιακού δίσκου; Εξατμίστηκε στο δρόμο από το Μέγαρο Μαξίμου προς το γραφείο του ανακριτή; Πατήθηκε από τις ρόδες ενός φορτηγού; Καταπλακώθηκε από το δημοσιογραφικό απόρρητο; Καμιά σημασία δεν έχει. Οι πορνογραφικές και αστυνομικές λεπτομέρειες του δράματος απλώς αφαιρούν βίαια τον αέρα της ηθικοπλαστικής φούσκας που εξέθρεψε για τουλάχιστον πέντε χρόνια η γαλάζια ηγεμονία. Η «τιμή της τιμής» είναι αντιστρόφως ανάλογη των φακέλων και των δικογραφιών που στοιβάζονται στα εισαγγελικά και ανακριτικά γραφεία.

Η ελληνική γλώσσα έχει το σπάνιο πλεονέκτημα να καθιστά περιεκτική μια ταυτολογία, όπως αυτή που περιέχεται στη φράση «η τιμή της τιμής». Το διφορούμενο των εννοιών αντί να υπονομεύει, υπογραμμίζει τον τραγέλαφο που αποτελεί σήμερα ό,τι αποκαλούμε δημόσιο βίο.

Με όρους αγοράς- και δη απελευθερωμένης, για να μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια των φιλελεύθερων- η τιμή της τιμής των πολιτικών είναι το μοναδικό παράδειγμα άψογης λειτουργίας του ανταγωνισμού και επίτευξης του τελικού του σκοπού υπέρ της κοινωνίας. Ο διαγκωνισμός των προσώπων της εξουσίας στην παραγωγή παρασιτισμού, έκπτωσης ηθικών κωδίκων, παρακμής και εκμαυλισμού είναι τόσο σφοδρός και ανελέητος, ώστε η αξία του περιώνυμου προϊόντος να τείνει διαρκώς στο μηδέν. Το εμπόρευμα «τιμή» προσφέρεται σχεδόν δωρεάν. Πάρε κόσμε, το αφεντικό τρελάθηκε!

Η αλήθεια είναι ότι η πρόθεση των συντελεστών της σχετικά νέας αυτής αγοράς ήταν ακριβώς η αντίθετη. Εξοβελίζοντας τον αμοραλισμό του Μακιαβέλι, αυτού του ψυχρού πλην ακριβέστατου ανατόμου της εξουσίας, από το πολιτικό μας σύμπαν, δημιούργησαν μεγάλες προσδοκίες, χορήγησαν ισχυρές δόσεις ηθικής στο κοινωνικό σώμα που αίφνης κλήθηκε να επιλέξει πρόσωπα και σχηματισμούς με όρους Καινής Διαθήκης. Η αγιογραφία που πλάστηκε για το αποδεκτό μοντέλο πολιτικού προϋποθέτει διαζύγιο με τις πελατειακές σχέσεις, αποστάσεις από ατομικά και ομαδικά συμφέροντα, αποστείρωση των σχέσεων δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας και ένα είδος κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της οποίας δεν θα εμποδίζονται ούτε οι έχοντες να έχουν ακόμη περισσότερα ούτε η μη έχοντες να αποκτήσουν το κατιτί τους. Κάθαρση, εξυγίανση, επανίδρυση ήσαν οι έννοιες που υπερεκτιμήθηκαν στα όρια της φούσκας.

Φυσικά, αυτό το νέο «ευαγγέλιο» της ηθικής στην πολιτική είχε υπόσταση μόνο στη καλπάζουσα φαντασία των εμπνευστών τους. Αν δια μαγείας εφαρμοζόταν θα σήμαινε την αυτοκατάργηση τους. Οι ηθικοπλαστικές τους υπεραξίες εξανεμίζονται καθώς ανακαλύπτουν ότι η «παλαιά πολιτική», όπως και η «παλαιά οικονομία», παλινορθώνεται ακόμη και στο στενό τους περιβάλλον και μάλιστα με όρους Πομπηίας…Στις τελευταίες μέρες της κιόλας. Η φαυλότητα είναι τελικά το οξυγόνο της εξουσίας. Όσοι την παρακολουθούν κατάπληκτοι ως αποκρουστική απόκλιση από τον κανόνα, μάλλον θα πρέπει να ξεφυλλίσουν ξανά τα εγχειρίδια της ιστορίας. Και τον Μακιαβέλι, φυσικά.

Πιο ρεαλιστικό (και πιο έντιμο- άλλη μια εννοιολογική εκδίκηση της ρίζας «τιμή») για την αποκατάσταση της «τιμής της τιμής» των πολιτικών θα ήταν να αναδιοργανωθούν τα σχήματα, τα κόμματα και τα πρόσωπα της εξουσίας γύρω από τα πραγματικά συμφέροντα και τις πραγματικές αντιθέσεις της κοινωνίας. Είναι ίσως πιο δυσδιάκριτες, πιο συγκεχυμένες από παλιότερα, αλλά είναι βαθύτατες και υπαρκτές. Τελικά, είναι προτιμότερος ένας πολιτικός που υπερασπίζει ανοικτά τα στενά συμφέροντα μιας κοινωνικής ομάδας, γιατί ενδεχομένως προσβλέπει στον ηγεμονικό της ρόλο, στην κινητήρια οικονομική ισχύ της ή στο ειδικό εκλογικό της βάρος, παρά ένας πολιτικός που φλυαρεί ακατάσχετα στο όνομα όλης της κοινωνίας αλλά συναλλάσσεται στο σκοτάδι με τα πιο παρασιτικά τμήματά της, ως ληστής, κλεπταποδόχος ή κοινός εκβιαστής. Μέχρι στιγμής, δυστυχώς ή ευτυχώς, για τις κοινωνίες δεν έχει αποδειχθεί τίποτε πιο παραγωγικό από τη σύγκρουση.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (12/1/2008)

Βίτο Κορλεόνε: Ναζορίνε, φίλε μου, τι μπορώ να κάνω για σένα;
Ναζορίνε: Λοιπόν, τώρα που ο πόλεμος τέλειωσε, αυτό το παιδί, ο Εντσο…Θέλουν να τον απελάσουν στην Ιταλία. Νονέ, έχω μια κόρη. Βλέπεις, αυτή και ο Έντσο…
Βίτο Κορλεόνε: Θέλεις να μείνει ο ΄Εντσο σ’ αυτή τη χώρα και θέλεις να παντρευτεί η κόρη σου…
Ναζορίνε: Νονέ, όλα τα καταλαβαίνεις.
Βίτο Κορλεόνε: Τομ, ό,τι χρειαζόμαστε είναι ένας νόμος του Κονγκρέσου που θα επιτρέψει στον Έντσο να γίνει αμερικανός πολίτης.
Ναζορίνε:. Ενας νόμος του Κονγκρέσου!
Τομ: Θα κοστίσει πολύ.
Βίτο Κορλεόνε: Αυτός είναι ο τρόπος για τέτοια πράγματα.
Τομ: Και σε ποιον να δώσω αυτή τη δουλειά;
Βίτο Κορλεόνε: Όχι σε δικό μας. Δώστη σε κανένα Εβραίο βουλευτή, σε άλλη περιοχή. Ποιος άλλος είναι στη λίστα;


Μάριο Πούζο, Φράνσις Φορντ Κόπολα, « Ο Νονός»

Monday, January 7, 2008

Δεν βλέπω φως, εκτός απ’ τα Φώτα…(4/1/2008)

Fos


Μου είναι εξαιρετικά συμπαθή αυτά τα πλάσματα της ανθρώπινης φαντασίας και της παράδοσης που από την Κυριακή θα πρέπει να επιστρέψουν στο σκοτεινό τους κόσμο, ηττημένα για πολλοστή φορά από το θρίαμβο του φωτός. Ολη τους η πολυήμερη προσπάθεια να κόψουν το δένδρο της ζωής, καταδικασμένη στην αποτυχία, εξελίσσεται σε μια σκηνοθετημένη παράσταση, προορισμένη να εξυπηρετήσει την τελετουργία νίκης του κατά συνθήκην Καλού από το κατά συνθήκην Κακό. Όπου, εκπρόσωποι του Κακού είναι οι καλικάντζαροι, ή κωλοβελόνηδες, ή παγανά, ή καρκαντζόλοι, ή λυκοκάντζαροι. Μια προσεκτική ανάγνωση στους μύθους που περιγράφουν τη σύντομη επίγεια δράση τους αποκαλύπτει μια υπολανθάνουσα συμπάθεια των ανθρώπων σ’ αυτά τα σκοτεινά, πλην αφελή πλάσματα. Προφανώς η πονηρία του σκότους ωχριά μπροστά στην ευφυΐα του φωτός. Οι καλικάντζαροι είναι εξιλαστήρια θύματα σ’ ένα παιχνίδι σικέ. Βλέπετε, όταν ανεβαίνουν στη Γη για το δωδεκαήμερο πανηγύρι τους, το χειμερινό ηλιοστάσιο έχει ήδη συμβεί, το Φως αρχίζει τον ασίγαστο καλπασμό του έναντι του Σκότους, η μέρα έχει αρχίζει να κερδίζει ζωτικό χώρο από τη νύχτα. Από την άποψη αυτή οι απεχθείς και δύσμορφοι καλικάντζαροι είναι καύσιμη ύλη του θεμελιώδους μύθου.

Υπάρχει μια προφανής ιδιοτέλεια εις βάρος τους. Η συναλλαγή είναι ετεροβαρής, επαχθής για τους καλικάντζαρους. Υπηρετούν το θρίαμβο του φωτός έναντι του σκότους, όπως παλαιότερα ο χθόνιος Κρόνος θυσιαζόταν για τον Ήλιο. Και όπως σήμερα τα τσιλικροτά της εξουσίας θυσιάζονται με ευκολία στο βωμό της διαφάνειας και του άπλετου φωτός που πέφτει σε κάθε σκοτεινή υπόθεση της δημόσιας σφαίρας, ρίχνονται βορά στη φωτιά με όλη τη δημόσια περιβολή τους αλλά και την ιδιωτική. Κάποια στιγμή πρέπει να γίνει ο απολογισμός του αιώνα των Φώτων. Αυτόν υποτίθεται ότι διανύουμε από τότε που κηρύχθηκε ο υπέρ πάντων αγών της κάθαρσης, της διαφάνειας, των κατά Αυλωνίτη «πνεύματος και ηθικής». Υπάρχει πολύ φως στο τούνελ, εκτυφλωτικό φως, τόσο ώστε τελικά να γίνεται μέσο συσκότισης και όχι διαφώτισης. «Ηλθες και εφάνη το Φως το απρόσιτο», λέει το κοντάκιο των Θεοφανίων και κατά σύμπτωση περιγράφει με ακρίβεια τη μεθόδευση των αρχαγγέλων της διαφάνειας που ρίχνουν όλους τους προβολείς σε κάθε σημαντική και ασήμαντη πτυχή της δημόσιας ζωής, σε κάθε σκανδαλώδη, γκρίζα ή ροζ διάσταση της ιδιωτικής ζωής με τελικό αποτέλεσμα το απόλυτο σκοτάδι.

Μια τετραετία διαφάνειας και εκτυφλωτικού φωτός έχει αποδώσει απόλυτο σκοτάδι σε κορυφαίες υποθέσεις που έφτασαν στα όρια της πολιτικής κρίσης. Υπόθεση Πακιστανών. Απλετο φως, μαχαίρι στο κόκαλο, παραπομπή στη δικαιοσύνη. Αποτέλεσμα, απόλυτο σκότος. Υπόθεση υποκλοπών. Δημόσιες ανακοινώσεις, ανακρίσεις, καταθέσεις στην επιτροπή της βουλής, έρευνες στα άδυτα των εταιρειών. Αποτέλεσμα: νύχτα ζοφερά κι ασέληνος. Υπόθεση ομολόγων: Ερευνες επί ερευνών μεταξύ Αθήνας, Λονδίνου, Κύπρου, καταθέσεις στη βουλή, κινητοποίηση της επιτροπής για το ξέπλυμα, παράλληλη δικαστική έρευνα. Αποτέλεσμα: ξέπλυμα του σκανδάλου με άρον- άρον επιστροφή των χρημάτων, πορίσματα στο αρχείο, delete. Υπόθεση καρτέλ γαλακτοβιομηχανίας: αποκαλύψεις, δικαστικές έρευνες, χειροπέδες. Αποτέλεσμα: μερικά ηχηρά πρόστιμα, εφέσιμα και όχι άμεσα καταβλητέα και η υπόθεση στη βαθεία κατάψυξη της λήθης. Υπόθεση Βαρθολομαίου: Ενας φόνος, ένας μοιραίος σύζυγος, μια μοιραία σύζυγος, μια οικογενειακή τραγωδία, ένα ζευγάρι χειροπέδες, δεκάδες γκρίζοι φάκελοι στα μικροσκόπια των δικαστικών αρχών. Αποτέλεσμα: όπως πάντα, τα μικροσκόπια έχουν θολούς, σε βάθος χαραγμένους φακούς. Δεν βλέπουν τίποτα, δεν βλέπουμε τίποτα.

Υπάρχουν άλλες τόσες υποθέσεις στις οποίες το σκοτάδι και η λήθη ήταν οι απόλυτοι νικητές, παρ’ ότι προηγήθηκαν εκατοντάδες ώρες τηλεοπτικής φλυαρίας, εκατοντάδες «αποκαλύψεις» δημοσιογραφικών λαγωνικών και άλλες τόσες ελεγχόμενες διαρροές, εκατοντάδες ρητορικές κορώνες για έρευνα εις βάθος και εκατοντάδες υποσχέσεις για άπλετο φως, μαχαίρια στα κόκαλα κοκ. Ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκαν μερικά μαχαίρια, χύθηκε και αρκετό αίμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά έπεσαν κορμιά, μερικά ακόμη και στην αυλή του Μεγάρου Μαξίμου, αλλά κανείς μας δεν έγινε σοφότερος για τον τρόπο που λειτουργεί ο μηχανισμός της φαυλότητας. Ετσι, το έπος της διαφάνειας εξελίσσεται σε μια παρωδία ανάλογη με την σκηνοθετημένη τελετουργία των καλικάντζαρων, πριν έρθει η ώρα των Φώτων. Τα τσιλικροτά της εξουσίας περιφέρονται για λίγο στον κόσμο του φωτός, πιάνονται επ’ αυτοφόρω να βάζουν χέρι στο δημόσιο ταμείο, να ψαχουλεύουν τσέπες και ν’ ανακατεύουν μίζες και λαδώματα, τσουρουφλίζονται στη φωτιά των τζακιών, χάνουν πόδια, χέρια, σημαδεύονται και τελικά χάνονται στο βασίλειο του σκότους, προς δόξα των αρχιερέων του φωτός.

Ολη η μυθολογία της διαπλοκής και της διαφάνειας, της διαφθοράς και της κάθαρσης με την οποία εμβολιάστηκε εδώ και μια πενταετία το κοινωνικό σώμα βασίστηκε στη θεμελιώδη αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει ένα σύστημα εξουσίας, απαλλαγμένο από το γονίδιο της συναλλαγής. Στην αρχή μας είπαν ότι είναι ζήτημα μεταρρυθμίσεων και βαθιών τομών στο μηχανισμό ελέγχου του δημόσιου χρήματος. Αυτοεγκλωβίστηκαν στο γνωστό συνταγματικό και νομοθετικό ανέκδοτο που αποκαλείται «βασικός μέτοχος» για να θέσουν ανυπέρβλητους φραγμούς στις σχέσεις κράτους και προμηθευτών. Σήμερα όλοι προσπαθούν να ξεχάσουν, ο «βασικός μέτοχος» έχει μπει στις απαγορευμένες λέξεις. Ύστερα μας είπαν ότι είναι θέμα περισσότερης αστυνόμευσης στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Εφηύραν νέες ανεξάρτητες αρχές, έδωσαν αέρα και στις παλαιές, δημιουργώντας ένα δεύτερο και τρίτο στρώμα κράτους προορισμένα να αστυνομεύουν το πρώτο, βαθύ κράτος. Οσες ανεξάρτητες αρχές υπέπεσαν στο προπατορικό αμάρτημα αποκεφαλίστηκαν, όσες υπερέβησαν τα όρια της εκχωρημένης ανεξαρτησίας τους, εξουδετερώθηκαν. Τέλος, μας είπαν ότι η διαφθορά είναι ζήτημα προσώπων, ότι αρκούσε ο πρότερος έντιμος βίος, το παστρικό βιογραφικό των ανθρώπων της εξουσίας για να απαλλαγεί ο δημόσιος βίος από κάθε σκιά. Μετ’ ου πολύ, τα καθαρά χέρια λερώθηκαν, τα παστρικά βιογραφικά πλουτίστηκαν με ποινικά αδικήματα, ο κύκλος των αγίων άρχισε να μειώνεται επικίνδυνα, η αυλή του κυβερνητικού μεγάρου γέμισε κωλοβελόνηδες και τσιλικροτά που κάνουν πάρτι με τ’ αποφάγια του κατασπαταλημένου κρατικού θησαυροφυλακίου.

Κανενός δεν πέρασε απ’ το μυαλό ότι η διαφθορά είναι η γενετική ροπή κάθε συστήματος εξουσίας που αδυνατεί να δει και ν’ αγγίξει το κεντρικό πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών. Το πρόβλημα της άνισης κατανομής του πλούτου στην οποία το κράτος παίζει το ρόλο ενός «πουλημένου» διαιτητή. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, ακόμη και στις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά και θεσμικά χώρες, η επαφή κρατικής εξουσίας και ιδιωτών σπάνια ξεφεύγει από τον κανόνα της διαπλοκής (εκτός αν κάποιοι παρηγορούνται στην ιδέα ότι η διαπλοκή μπορεί να συμβαίνει με κανόνες). Δεν είναι μόνο η προσωπική μου ιδεοληψία που οδηγεί στο συμπέρασμα. Είναι ο αέναος, φαύλος κύκλος μικρών και μεγάλων επεισοδίων «κατάχρησης εξουσίας» και διασπάθισης δημοσίου χρήματος, είναι η καταθλιπτική πλέον εξοικείωση που αποκτά το κοινωνικό σώμα με τον καταιγισμό αποκαλύψεων, είναι η επικίνδυνη ανοχή της κοινωνίας των τηλεθεατών στα καθημερινά φαινόμενα εκμαυλισμού με αντίτιμο τις μικρές και μεγάλες δόσεις οφθαλμοπορνείας, ματιές στις κρεβατοκάμαρες, θέα σε ιδιωτικά βίτσια που δίνουν τη θέση τους στις δημόσιες αρετές.

Γενικώς, παρά τα δυνατά φώτα, δεν βλέπω φως. Ίσως να φταίει και το μεθεόρτιο hangover. Θα δείξει, μετά τα Φώτα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/1/2008)

Πάει η Μάρου ’ς του μύλου κι δε βρήκι κανένα, γιατί απ’ του φόβου τ’ κ’ η μυλουνάς ήτανι φηυγάτ’ς. Κάθσι κι άλιθι μουνάχη τς, γιατ’ ήξιρι απού μύλου. Ικεί τότις έφτασι κ’ η μιγάλους η παγανός, κι τς λέει ναν την πάρη γ’ναίκα. «Πουλύ καλά, λέει κ’ η Μάρου (τι να κάμη;) κι ιγώ σι θέλου γι’ άντρα, μα σα θα γίνου νύφη πρέπει να μ’ φέρις σχ’λαρίκια, βραχιόλια, φουρέματα, αλλιώς δε γένιτι. – Ακούς; τς λέει η παγανός, αμέσως να σου τα φέρου». Κι φεύγει, κι πάει ‘ς ούλα ταργαστήρια κι τα σπίτια κι μάζιψι λουγιών τουν λουγιών στουλίδια – κι τς έφιρι. Μα όσου να τα φέρει η παγανός, η Μάρου άλεσι ούλου του καλαμπόκι κι τού χιν έτοιμου. Κ’ ύστερα τ’ λέει να πα να τς φέρη μια γούννα άρραφη. Ώστι που να πάη να τς φερ’ η παγανός, η Μάρου φόρτουσι κι του καλαμπόκι κι τα φουρέματα κι τα στουλίδια, κι αυτή εμπήκι ανάμεσα’ς τα σακκιά τάλουγου κι πάγινι’ς του σπίτ’τς.
Η παγανός πάει’ς του μύλου δε βρίσκει τη Μάρου, τρέχ να τν φτάσ’ς του δρόμου, βλέπει τάλουγου, δεν την κατάλαβι που ήταν ανάμισα ’ς τα σακκιά. Εχάλευι λοιπόν ’ς τα καπούλια τάλουγου μην την βρη. Του ζω ιτρόμαξι κι του δουκι μια κλουτσιά κι τ’ τσακίσι του ποδάρ· κι απού τότς απόμ’νι η μιγάλους η παγανός κ’τσός. Κι η Μάρου γλύτουσι κι πήγι’ς του σπίτ’ τς μι τα χαρίσματα τ’ παγανού.

Νικολάου Πολίτη «Παραδόσεις»