Saturday, September 24, 2011

Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι (24/9/2011)

«Είμαι ένα γουρουνάκι βρόμικο πολύ/ όλη μέρα μεσ’ στη λάσπη τρέχω στην αυλή/ όμως δεν με παίζουνε τ’ άλλα τα παιδάκια/ γιατί είμαι ένα γουρουνάκι βρόμικο πολύ…» Και τούμπαλιν.
Μ’ αυτό το τραγούδι ο Γκρεκ, το γουρουνάκι, άρχιζε και τέλειωνε τη μέρα του. Ήταν ο ύμνος του, για τον οποίο ίσως και να τον ζήλευαν τ’ άλλα ζώα της φάρμας. Ο Γκρεκ το γουρουνάκι όλη μέρα έτρωγε φρούτα και λαχανικά από τις ξέχειλες ταΐστρες, κυλιόταν στη δροσερή λάσπη του χοιροστάσιου, αφόδευε στις γωνίες του μαντρωμένου χώρου του κι έτρεχε ανέμελο σ’ όλη τη φάρμα. Ένα στρογγυλό άνοιγμα ενός μέτρου περίπου στη μάντρα τού εξασφάλιζε ελευθερία κίνησης σ’ όλη τη φάρμα. Γενικώς, ήταν ένα αρκετά παραγωγικό ζώο, αν λάβουμε ως δεδομένο ότι όφειλε να γίνει όσο το δυνατόν πιο παχύ και βαρύ. Το μέγεθος ήταν το παν στη φάρμα, κι ο Γκρεκ, απολύτως συμφιλιωμένος με τον προορισμό του ως άφθονου, λιπαρού και τρυφερού κρέατος, έκανε ό,τι μπορούσε γι’ αυτό. Είχε μάλιστα επανειλημμένα διακριθεί για την ταχύτητα πάχυνσής του από τη HOIROSTAT, την ειδική οικονομετρική υπηρεσία της φάρμας. Ο Γκρεκ φρόντιζε μόνο να μη μεγαλώνει η περιφέρειά του τόσο ώστε να του είναι αδύνατο να βγαίνει από την τρύπα. Και, όταν τα πράγματα έφταναν σε οριακό σημείο, ρουφούσε λίγο την κοιλιά του, κυλιόταν στη λάσπη για να γλιστράει κι ορμούσε στην τρύπα, η οποία σπανίως του άφηνε λίγες εκδορές στο χοντρό πετσί του. Αλλά ο Γκρεκ δεν μάσαγε.

Όλα πήγαιναν καλά στη φάρμα, ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν τα ζώα, μέχρι που εμφανίστηκε ο νέος επιστάτης. Ο οποίος, αφού επέπληξε τους ιδιοκτήτες για την εντελώς αντιπαραγωγική εκμετάλλευση των ζώων, επέβαλε διαρθρωτικά μέτρα. Τα πιο σκληρά αφορούσαν τον Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι, το οποίο ο επιστάτης κοίταζε με απέχθεια, φωνάζοντας ότι κανείς πια δεν τρώει τόσο λιπαρά παχύδερμα. «Δίαιτα, εντατική άσκηση και καθαριότητα», φώναζε ο επιστάτης, που δεν έμοιαζε καθόλου με τον παλιό. Δεν φορούσε παλιόρουχα και γαλότσες, αλλά κοστούμια και χειροποίητα σκαρπίνια και δεν έμπαινε ποτέ στο χοιροστάσιο. Διέταξε, λοιπόν, να του φέρουν τον Γκρεκ για καταγραφή, απογραφή, κάτι τέτοιο, δεν κατάλαβε καλά το γουρουνάκι. Πρώτα τον ζύγισε και κατέγραψε το βάρος του (100 κιλά – ο Γκρεκ, που δεν είχε καταλάβει τι εστί διαρθρωτική αλλαγή, ένιωσε περήφανος για το ρεκόρ του). Ύστερα, μέτρησε την περιφέρειά του. Ο Γκρεκ, που εξακολουθούσε να νομίζει ότι το μέγεθος είναι το παν, φούσκωσε όσο μπορούσε την κοιλιά του την ώρα που ο μετρητής τού περνούσε τη μεζούρα στην περιφέρεια, «1,10», είπε ο μετρητής, «γράψε 1,30, ρουφούσε την κοιλιά του», ούρλιαξε ο επιστάτης, που κατέληξε: «Εμετρήθη, εζυγίσθη και ευρέθη παχύδερμο».

Το πρόγραμμα αδυνατίσματος του Γκρεκ περιλάμβανε σταδιακή μείωση των μερίδων τροφής, τρέξιμο εντός του χοιροστασίου των 20 τετραγωνικών και σταδιακή μείωση της διαμέτρου της τρύπας εξόδου στη φάρμα «για να έχει κίνητρο ν’ αδυνατίσει». Ο επιστάτης, βάσει του μνημονίου λέπτυνσης, έκανε την εξής πονηριά. Όταν ο Γκρεκ το γουρουνάκι έπεφτε στα 80 κιλά και η περιφέρειά του μειωνόταν στα 90 εκατοστά, η διάμετρος της εξόδου μειωνόταν στα 80 εκατοστά. Ο Γκρεκ έφραζε στην προσπάθεια να βγει, κι επέστρεφε στο χοιροστάσιο αποφασισμένος ν’ αδυνατίσει ταχύτερα. Όταν το βάρος του έπεσε στα 60 κιλά κι η περιφέρεια στα 70 εκατοστά, η διάμετρος της εξόδου είχε κλείσει στα 50 εκατοστά. Όταν ο Γκρεκ έπεσε στα 40 κιλά κι η περιφέρειά του στα 50 εκατοστά, η τρύπα είχε περιοριστεί στα 30 εκατοστά. Και κάθε φορά που ο Γκρεκ το γουρουνάκι έφραζε στην τρύπα και διαμαρτυρόταν στον επιστάτη, αυτός του απαντούσε πως του έδινε καλό κίνητρο για ν’ αδυνατίσει ταχύτερα, έναν ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο. Κι αυτό συνεχιζόταν με γεωμετρική πρόοδο, μέχρι που η τρύπα έγινε λεπτή σαν σαλάμι, κι ακόμη πιο λεπτή σαν λουκάνικο και στο τέλος τόσο λεπτή όσο αυτή της μηχανής του κιμά. Ο Γκρεκ κατέρρεε στην ιδέα ότι θα καταντήσει ένα άνοστο, άπαχο μπιφτέκι. Ποιος; Αυτός που ήταν προορισμένος να δοξαστεί σαν γουρουνόπουλο σούβλας ή σαν μπριζόλες στα κάρβουνα. Τι ξενέρωτοι αυτοί οι Ευρωπαίοι!

Συν τοις άλλοις, η ζωή στο μικρό χοιροστάσιο γινόταν όλο και πιο άθλια όχι μόνο γιατί το φαγητό ήταν όλο και μικρότερες μερίδες από ανακυκλωμένα αποφάγια εισαγωγής, αλλά και γιατί είχε στερηθεί και την έξτρα απόλαυση της ελεύθερης βοσκής στο δάσος όπου έβρισκε άφθονα βελανίδια. Ακόμη χειρότερα, στο μικρό μαντρί τού Γκρεκ ο ζωτικός χώρος όλο και μειωνόταν, η δυνατότητα να κινηθεί και να ασκηθεί, όπως του επέβαλε ο επιστάτης, περιοριζόταν δραματικά, καθώς κανείς δεν καθάριζε τα κόπρανα που συσσωρεύονταν σε μικρούς λόφους. Στο τέλος ο μόνος χώρος που έμεινε για τον Γκρεκ ήταν μόλις ένα τετραγωνικό μέτρο κοντά στην έξοδο. Ίσα ίσα μια κυλίστρα…

Το αποκορύφωμα της τραγωδίας του ήταν πως, ενώ ο επιστάτης κατά την περιοδική μέτρησή του έβρισκε ότι υπολείπεται των στόχων του με κριτήριο τη λεπτή σαν μακαρόνι τρύπα, ο Γκρεκ δεχόταν και τη μαζική επίθεση από τα υπόλοιπα ζώα της φάρμας, που τον κατηγορούσαν ως υπεύθυνο για τα δικά τους ανάλογα μαρτύρια.
«Εξαιτίας σου έχω στερηθεί την άσκηση, το μυϊκό μου σύστημα έχει καταρρεύσει και θα χάσω και το γκραν πρι», χλιμίντρισε οργισμένο το άλογο.
«Εξαιτίας σου με έχουν μαντρώσει σαν τ’ αρνιά, μου λείπει η ελεύθερη βοσκή και τρώω μονάχα ένα αηδιαστικό φύραμα», είπε η κατσίκα.
«Εξαιτίας σου δεν μας αφήνουν να κλωσήσουμε τ’ αυγά μας, τα παίρνουν και τα βάζουν στις μηχανές, κάτω από κάτι φρικτές λάμπες και τα κοτοπουλάκια μας βγαίνουν καχεκτικά και νωθρά», κακάρισαν οι κότες.
«Εξαιτίας σου μας έχουν κόψει και το πήδημα, μια φορά τον μήνα κι αν, γιατί προκαλούμε λέει πληθωρισμό. Γεννάμε πια σπανιότερα κι από ανθρώπους», είπαν τα κουνέλια.
«Εξαιτίας σου είμαι όλη τη μέρα ακινητοποιημένη σ’ ένα κλουβί, τρώω ένα απαίσιο άλευρο αντί για φρέσκο χορτάρι κι έχω και κάτι μηχανές να μου ρουφάνε συνέχεια τα μαστάρια για να βγάλουν ένα πράγμα που πιο πολύ νερό παρά γάλα είναι», μουγκάνισε η αγελάδα.

Ο Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι, απομονωμένο και δυστυχισμένο, δεχόταν καθημερινά τέτοιες φραστικές επιθέσεις από τους εταίρους του στη φάρμα. Εν τω μεταξύ, η κόπρος στο χοιροστάσιό του είχε γίνει βουνό. Η τρύπα εξόδου αόρατη. Ο Γκρεκ έκανε απελπισμένες προσπάθειες να σηκώνεται στα δυο του πόδια για να δει τη φάρμα πάνω από τη μάντρα της φυλακής του. Έβλεπε τον επιστάτη να τσακώνεται καθημερινά με τους ιδιοκτήτες, άκουγε τα ζώα να διαπληκτίζονται και να αλληλοκατηγορούνται για την παρακμή της φάρμας, παρακολουθούσε τους επιθεωρητές της HOIROSTAT, στις περιοδικές επισκέψεις τους, να ωρύονται γιατί η φάρμα έχει πέσει έξω σ’ όλους τους στόχους, γιατί το πρόγραμμα εξυγίανσης έχει εξελιχθεί σε φιάσκο και να ζητούν νέα διαρθρωτικά μέτρα. «Α, δεν αντέχω πια», ακούστηκε να ουρλιάζει από μακριά ο επιστάτης, «αναδιάρθρωση τώρα. Το γουρούνι πάει για σφάξιμο και κιμά».

Ο Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι, κατάλαβε ότι έρχεται το τέλος – άδοξο και ταπεινωτικό. Κι αποφάσισε να δράσει. Έπρεπε να βγει με κάθε τρόπο από τη φυλακή του κόπρου του. Έπρεπε να επιστρατεύσει το έσχατο, μυστικό του όπλο. Έφαγε όλο τον αηδιαστικό χυλό από αποφάγια που του διέθεταν. Έφαγε κάθε σκουπίδι στο χοιροστάσιο. Κι ύστερα άρχισε να τρώει αργά, συστηματικά τα ίδια τα κόπρανά του. Έφαγε όσο μπορούσε από τον βρομερό σωρό που κατέκλυζε τον χώρο. Αισθάνθηκε την κοιλιά του έτοιμη να σκάσει. Κι ύστερα άφησε τον πεπτικό του σωλήνα να κάνει τη δουλειά. Κάθισε και περίμενε. Τέλος, πήρε θέση μάχης. Έστρεψε τα καπούλια του στη μάντρα, ξάπλωσε -ακριβώς σαν γουρούνι να κλάσει-, σφίχτηκε, σφίχτηκε, σφίχτηκε, και… Ένας εκκωφαντικός θόρυβος, σαν έκρηξη, τάραξε την ησυχία της νύχτας, ένα ωστικό κύμα γκρέμισε τη χαμηλή μάντρα του χοιροστάσιου στο σημείο της φραγμένης πια εξόδου, χλιμιντρίσματα, κακαρίσματα, μουγκανίσματα και φωνές πανικού ακούστηκαν από ανάστατα ζώα και ανθρώπους.

Όταν ο επιστάτης κι οι ιδιοκτήτες πλησίασαν στο σημείο από όπου προήλθε ο εκρηκτικός θόρυβος, είδαν το χοιροστάσιο ισοπεδωμένο, τον σωρό από κόπρανα διασκορπισμένο σ’ όλη τη φάρμα και τον Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι, άφαντο και προφανώς ελεύθερο, χάρη στην απελπισμένη κι οργισμένη του πορδή.

Υ.Γ. Επειδή τα έχουμε πει όλα σε κάθε εκδοχή, είπα να τα πούμε και ως παραμύθι, μπας και συγκινηθεί κανείς.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/9/2011)

…Αλλά ακόμη κι αυτή η μίζερη ζωή που ζούμε δεν τελειώνει με τον τρόπο που της υπαγορεύει η φύση. Δεν παραπονιέμαι για μένα, γιατί εγώ είμαι από τους τυχερούς. Είμαι δώδεκα χρονών κι απόκτησα πάνω από τετρακόσια παιδιά. Αυτή είναι η φυσική πορεία της ζωής κάθε γουρουνιού. Αλλά κανένα ζώο δεν γλιτώνει στο τέλος απ’ το ανελέητο μαχαίρι. Εσείς γουρουνάκια, που κάθεστε μπροστά μου, θα βγάλετε το τελευταίο σας σκούξιμο το πολύ σ’ ένα χρόνο. Αυτή τη φρίκη θα τη νιώσουμε όλοι, αγελάδες, γουρούνια, κότες, πρόβατα, όλοι μας. Ούτε καν τα άλογα και τα σκυλιά δεν έχουν καλύτερη μοίρα. Εσένα, Γροθιά, τη μέρα που οι μύες σου θα χάσουν τη δύναμή τους, ο Τζόουνς θα σε στείλει στο σφαγείο για να σου κόψουν το σβέρκο, μετά θα σε βράσουν και θα σε πετάξουν στα κυνηγετικά σκυλιά. Κι όσο για τους σκύλους, όταν γερνάνε και τους πέφτουν τα δόντια, ο Τζόουνς τους δένει ένα τούβλο γύρω απ’ το λαιμό τους και τους πνίγει στη διπλανή λιμνούλα.
Δεν είναι λοιπόν ξεκάθαρο, σύντροφοί μου, πως όλες μας οι συμφορές πηγάζουν από την τυραννία των ανθρώπων; Φτάνει μόνο να απαλλαγούμε από τον άνθρωπο και οι καρποί του μόχθου μας θα είναι δικοί μας.

Τζορτζ Όργουελ, «Η φάρμα των ζώων»

Saturday, September 17, 2011

Ε, άι- σιχτίρ πια! (17/9/2011)

Έχουμε προσεγγίσει το δράμα μας με κάθε δυνατό τρόπο. Ορθολογικό, μεταφυσικό, συναισθηματικό, αυτοκριτικό, νηφάλιο, οργισμένο, οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό, ψυχολογικό, αναλυτικό, συνθετικό, κωμικό, τραγικό, αγωνιώδη ή ψύχραιμο. Στους 21 μήνες από την επίσημη ένταξή μας στον θάλαμο ευρωπαϊκών βασανιστηρίων και στο καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας -διότι περί αυτού πρόκειται και δεν είναι κάποια νέα ανακάλυψη του ευφάνταστου Γερμανού υπουργού Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ ή των σκοτεινών κερδοσκόπων- τα έχουμε δει όλα, τα έχουμε ακούσει όλα, τα έχουμε υποστεί όλα. Με εξαίρεση, ενδεχομένως, μια κανονική κατάληψη της πλατείας Συντάγματος από γερμανικά Leopard, μια εισβολή Γερμανών κομάντος στο Γενικό Λογιστήριο και μια διάλυση της ελληνικής Βουλής από το συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης, που αποφάσισε ότι η κρατική κυριαρχία είναι αποκλειστικό προνόμιο της Γερμανίας. Άντε, και κάνα δυο ακόμη χωρών.

Η «κατοχή», που ήταν μια έννοια η οποία έθιγε τον πολιτικό καθωσπρεπισμό πολλών μνημονιοφρόνων και μη, έχει γίνει μια εφιαλτική κυριολεξία, ομολογούμενη δειλά και από τους ίδιους. Η αναφορά του πρωθυπουργού σε πόλεμο που διεξάγεται και οι επικλήσεις του πατριωτικού φρονήματος -στο όνομα του οποίου ο μέσος Έλληνας (αλλά μόνον ο μέσος και οι κάτω απ’ αυτόν) πρέπει να καταθέσει τα δαχτυλίδια, τις βέρες, τα οικογενειακά κειμήλια, δυο μισθούς τον χρόνο, το σπίτι του και τα μικρομεσαία περιουσιακά του στοιχεία για την αγορά πολεμοφοδίων- αποτελούν τη σημειολογική προαναγγελία της πτώσης της χώρας. Ο πόλεμος που υποτίθεται ότι διεξήγε η κυβέρνηση έχει χαθεί. Ο εχθρός είναι εντός των τειχών. Και ο πατριωτικός οβολός που ζητείται δεν είναι για τα όπλα της άμυνας, αλλά για τα λάφυρα του κατακτητή.

Σ’ αυτή την καταθλιπτική σημειολογία, άλλωστε, ο ταχύλαλος και πληθωρικός υπουργός Οικονομικών πρόσθεσε μια αποκαλυπτική αναφορά, που θυμίζει διαπραγμάτευση ταπεινωτικών όρων συνθηκολόγησης. Στη Θεσσαλονίκη, όπου ανακοίνωσε τον κεφαλικό φόρο κατά βωμών και εστιών, περιέγραψε την «οικογένεια» των εταίρων της Ευρωζώνης ως ένα απόλυτα εχθρικό πεδίο αναμέτρησης και κατέληξε πως «το παιχνίδι είναι πάρα πολύ δύσκολο και οι όροι του αλλάζουν, γιατί είναι προφανές ότι κάποιοι λειτουργούν και ως παίκτες και ως διαιτητές». Δηλαδή, το παιχνίδι (ή ο πόλεμος, η διαπραγμάτευση, όπως θέλετε πέστε το) είναι σικέ! Τότε, ποιους λόγους έχει η χώρα να παραμένει σ’ ένα παιχνίδι με σημαδεμένα χαρτιά και με προδιαγεγραμμένη την ήττα της; Να διαπραγματευτεί το σχήμα της φυλακής της και το χρώμα των αλυσίδων της;

Το έχουμε δει και θα το ξαναδούμε το έργο. Επαναλαμβάνεται με εφιαλτική γεωμετρία. Κάθε φοβισμένο, μικρό «όχι» της κυβέρνησης μετατρέπεται σ’ ένα όλο και πιο εξευτελιστικό «ναι», μια ταπεινωτική ανταπόκριση σε κάθε εξωφρενική απαίτηση των πιστωτών. Τελευταίο επίτευγμα η καταιγίδα των έκτακτων εισφορών. Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό καλείται να καταβάλει τουλάχιστον έναν μισθό μέχρι το τέλος του χρόνου. Έχουν χαρατσωθεί όλες οι πηγές εισοδήματος – μισθός, σύνταξη, ψήγματα κοινωνικής πρόνοιας, κατοικία. Αυτό το χαράτσι είναι μια ιλιγγιώδης αφαίμαξη από την ήδη ισχνή καταναλωτική δαπάνη και θα μεταφραστεί με βεβαιότητα σε νέα δραματική πτώση τζίρων, ύφεση, λουκέτα, απολύσεις και τελικά σε συρρίκνωση των φορολογικών εσόδων. Σε αντίθεση με τη ρητορική των πιστωτών, δεν είναι η ασυνέπεια της κυβέρνησης στις «μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις» του μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου που οδηγεί σε εκτροπή από τους δημοσιονομικούς στόχους για το έλλειμμα και το χρέος. Ίσα ίσα, είναι η συνέπειά της που προκαλεί την εκτροπή. Οι πιστωτές, η τρόικα, που στόλισαν με κραυγαλέα ψέματα τους δείκτες του μνημονίου, το ξέρουν κι απλώς κάνουν τους Αλέκους. Το μνημόνιο οδηγεί σε χρεοκοπία. Τα μόνα τους διλήμματα είναι πια αν θα γίνει συντεταγμένα ή ασύνταχτα. Εντός ή εκτός ευρώ.

Μπορεί το τελευταίο επεισόδιο του ευρω-ελλαδικού θρίλερ να έληξε με μια καθησυχαστική ανάπαυλα, μπορεί να πάρουμε την έκτη δόση του δανείου-βρόχου, μπορεί να επικυρωθεί τελικά η συμφωνία για τον νέο δανεισμό και να ευοδωθεί όπως όπως η ανταλλαγή των ομολόγων. Όμως, η τρόικα θα ξανάρθει τον Δεκέμβριο για την επόμενη δόση. Θα ξανακρίνει και θα ξαναδικάσει τη χώρα. Κι ύστερα θα έρθει για την επόμενη δόση, και μετά για την 8η, τη 10η, τη 16η. Τι θα γίνει τότε; Τι θα γίνει με τις 10 δόσεις δανεισμού που προβλέπονται μέχρι το 2014; Ξανά μανά τα ίδια; Κάθε τρίμηνο και μια κάθοδος στην Κόλαση;

Το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού, που έμαθε νεράκι ο υπουργός Οικονομικών, αλλά μπερδεύει ακόμη τον πρωθυπουργό, δεν θα έρθει ποτέ. Γιατί, πολύ απλά, κάθε δόση έκτακτων φόρων που επιβάλλεται, ακόμη κι αν καταβληθούν με πατριωτική αυταπάρνηση, μεταφράζεται σε μια ανάλογη μείωση των τακτικών φόρων. Έχει υπολογίσει, άραγε, κανείς από τους εγχώριους ή τροϊκανούς τεχνοκράτες σε τι απώλεια εσόδων αντιστοιχεί η αναγκαστική «απόσυρση» από την κατανάλωση μιας φορολογικής αρπαχτής 10 δισ. ευρώ και πλέον, σαν την τελευταία; Στην πραγματικότητα μόνο ένα θαύμα μπορεί να αποκλείσει τις επόμενες «μαύρες τρύπες» στον προϋπολογισμό. Και τι θα γίνει όταν διαπιστωθούν; Τι άλλο θα φορολογήσουν, πέρα από το εισόδημα και την περιουσία; Το βήξιμο, το φτύσιμο, το ρέψιμο, τον λόξιγκα, την εισπνοή, την εκπνοή (και κάθε μια αυτοτελώς); Ή μήπως τις καταθέσεις, αυτές υπέρ των οποίων υποτίθεται πως θυσιάζονται όλα τ’ άλλα; Άλλωστε, αυτό δεν ήταν ένα υπόρρητο μήνυμα που εξέπεμψε η κυβέρνηση στις αγορές, επιβάλλοντας έναν φόρο έσχατης ανάγκης; Τι άλλο απομένει να φορολογήσει την επόμενη φορά εκτός από τις καταθέσεις, επιταχύνοντας έτσι την προαναγγελθείσα κατάρρευση;

Καθώς φτάνουμε στην κορύφωση της «ελληνικής τραγωδίας», ή του κατά Βενιζέλο σικέ παιγνίου, γίνεται προφανές ότι πίσω από τις διακηρύξεις αποφασιστικότητας για «διάσωση της Ελλάδας, εάν και εφόσον…» κρύβονται δεύτερες, άρρητες ή υπόρητες σκέψεις που δεν σχετίζονται μόνο με το μικροπολιτικό παιχνίδι των Γερμανών φιλελεύθερων για ν’ αποτρέψουν την πολιτική τους κατάρρευση. Τα «εάν και εφόσον…» προαναγγέλλουν τα επόμενα κύματα αφόρητων πιέσεων για μέτρα και πολιτικές στην πράξη ανεφάρμοστες σε μια οικονομία σε ελεύθερη πτώση. Προφανώς, στη γερμανική και την υπόλοιπη ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ διαμορφώνεται μια δυναμική τάση που δεν πιστεύει στην ελληνική διάσωση και επιχειρεί να βρει μια ενδιάμεση λύση που θα στεγανοποιεί τον «υγιή πυρήνα» της Ευρωζώνης (αν πράγματι υπάρχει) από τις παρενέργειες μιας χρεοκοπίας. Σ’ αυτή την τάση συγκλίνει πιθανότατα κι ένα σημαντικό μέρος του χρηματοπιστωτικού Λεβιάθαν, που ξανασκέφτεται τη χρησιμότητα του rollover των ελληνικών ομολόγων και την εναλλακτική λύση μιας γερής αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που μπορεί να καθιστά μονόδρομο την έξοδο από την Ευρωζώνη και με τους πιο επαχθείς για την ελληνική κοινωνία όρους.


Η ελληνική κοινωνία, ζαλισμένη από αλλεπάλληλα φορολογικά και οικονομικά χαστούκια, απορροφημένη σε έναν αγώνα επιβίωσης, δεν μπορεί φυσικά να αποκρυπτογραφήσει αυτή την πολιτικοοικονομική Βαβέλ. Ψυχανεμίζεται, ωστόσο, ότι το θρίλερ έχει πολλά ακόμη τρομακτικά επεισόδια. Και, παρ’ όλο που η τρομοκρατία των δόσεων έχει και τον επιπλέον ορατό στόχο να καταστείλει κάθε υποψία αντίδρασης, μπορεί να έχει αντίθετο αποτέλεσμα. Μπορεί να φέρει την κοινωνία σε μια ψυχολογία απελπισμένου θυμού, στην κατά Σοπενάουερ αντίληψη «καλύτερα ένα φρικτό τέλος, παρά μια φρίκη δίχως τέλος». Ή σε μια πιο λαϊκή, ελληνοτουρκικής υφής, απάντηση στον επόμενο εκβιασμό των πιστωτών: «Ε, αϊ σιχτίρ, πια! Πάρτε τις δόσεις σας, πάρτε τα δάνειά σας, πάρτε τα μνημόνια και τις τεχνικές σας βοήθειες, πάρτε και το ευρώ σας, αφήστε μας να χρεοκοπήσουμε με την ησυχία μας και… αποθανέτω η ψυχή μας μετά των αλλοφύλων».

Και μετά; Τι θα γίνει μετά; Βασανιστικό το ερώτημα, οδυνηρή η απάντηση, αλλά με μια ενδιαφέρουσα σημείωση. Η αλήθεια είναι ότι τίποτα μέχρι τώρα δεν αποδεικνύει πως η οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση που συντελείται με την «πιστή τήρηση των δεσμεύσεων στους πιστωτές», αυτό το ιδιότυπο Καθαρτήριο με έξοδο μόνο προς την Κόλαση, θα μπορούσε να γίνει πολύ χειρότερη με μια στάση πληρωμών, όσο η χώρα διατηρεί ακόμη τον έλεγχο του χρέους της, μια έξοδο από το ευρώ, μια ανάκτηση της κρατικής της κυριαρχίας και μια επιχείρηση ανασυγκρότησης της οικονομίας και των διεθνών συνεργειών της. Το ερώτημα, άλλωστε, δεν είναι αν αυτά τα έσχατα όπλα είναι αποτελεσματικά. Το ζήτημα είναι ποιος τα έχει στα χέρια τους, υπέρ ποίου και ενάντια σε ποιον τα στρέφει.

Υ.Γ. Επί του «αϊ σιχτίρ» και της ελληνοτουρκικής του προέλευσης: Κατά μία εκδοχή προέρχεται από το τουρκικό ρήμα sikmen που σημαίνει γ…ω. Συναντάται σχεδόν σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες. Για την περίπτωση που η έκφραση «αϊ σιχτίρ» προσβάλλει τα αντι-οθωμανικά αισθήματα των πιστωτών, υπάρχει και η παρηγορητική εναλλακτική της προέλευσης από την αρχαιοελληνική έκφραση απαξίωσης και περιφρόνησης «αεί σε οικτίρω». Δηλαδή, «είστε αξιολύπητοι, ρε».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/9/2011)

- Ένας εργαζόμενος ανά οικογένεια, ένα βιβλίο ανά τάξη, ένας γιατρός ανά όροφο, ένα νερό ανά Βαγγελιώ.
-Άντε και με το καλό ένας εργαζόμενος ανά πολυκατοικία.
- Θα αναλάβουν κι οι πολιτικοί κάποιο βάρος, λέει. Μόνο ένα αυθαίρετο ανά υπουργό.
- Αντί να χαίρεστε που ο ένας εργαζόμενος θα δουλεύει και οι υπόλοιποι θα αράζουμε και θα του τα τρώμε, παραπονιέστε κιόλας. Μα πόσο αχάριστοι!
- Γνωρίζω οικογένεια με 2 συνταξιούχους και 2 εργαζόμενους. Πού κάνω καταγγελία;
- Προσφέρομαι να παντρευτώ εργαζόμενη γυναίκα... Ορκίζομαι να μην ψάξω ποτέ για δουλειά.
- Πόσοι ημιαπασχολούμενοι μας κάνουν έναν εργαζόμενο;
- Επόμενη κίνηση η θέσπιση του θεσμού του εργαζόμενου της γειτονιάς.
-Ποιος φταίει πραγματικά για το ένας εργαζόμενος σε κάθε οικογένεια; Ο ένας ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ σε κάθε οικογένεια.
-Ανταλλάσω εργαζόμενο αδερφό με άνεργη μέχρι 22 ετών. Απαιτείται φωτογραφία ολόσωμη με μπικίνι στη διεύθυνση...

Σχόλια στο twitter, αμέσως μετά την εξαγγελία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ για «έναν εργαζόμενο ανά οικογένεια».

Saturday, September 10, 2011

Μπουκάλι στη θάλασσα (10/9/2011)

(Πλωτό γράμμα σ’ έναν Ευρωπαίο)

Αγαπητέ Ευρωπαίε,
Δεν ξέρω αν σε λένε Χανς, Μπριγκίτε, Φρανσουά, Μικέλε, Καρμελίτα, Μανόλο ή Ζοζέ. Αυτό το γράμμα, πάντως, απευθύνεται σε σένα. Ελπίζω να φτάσει στα χέρια σου. Απελπισμένος από την καταιγίδα κηρυγμάτων του Σόιμπλε, της Μέρκελ, του Σαρκοζί, του Μπαρόζο, του Ρεν, του Άκερμαν, των εκατοντάδων πολιτικών, τραπεζιτών, τεχνοκρατών της οικονομίας που καλύπτουν κάθε κενό χωροχρόνου στην πληροφόρηση, αποφάσισα να στείλω αυτό το γράμμα με τον πιο παλιομοδίτικο τρόπο. Μ’ ένα μπουκάλι στο πέλαγος. Και με την ελπίδα ότι θα διασχίσει τη Μεσόγειο, θα περάσει τα στενά του Γιβραλτάρ, θα παραπλεύσει την ανατολική όχθη του Ατλαντικού, θα περάσει τη Μάγχη, τη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική. Κι ίσως σ’ όλη αυτή τη διαδρομή πέσει στα χέρια κάποιου από σας, στη Νάπολη, στη Μασσαλία, στη Βαρκελώνη, στο Πόρτο, στη Νορμανδία, στο Κίελο ή στο Γκντανσκ. Ίσως πάλι, με ένα μαγικό τρόπο, υπερνικήσει τους νευτώνειους φυσικούς νόμους και ανέβει τον Ρήνο, κόντρα στο ρεύμα του, για να φτάσει στην Κολονία ή στο Στρασβούργο. Και, ίσως, κάποιος έχει την περιέργεια να το μαζέψει και να τ’ ανοίξει.

Δηλαδή, ελπίζω σ’ ένα θαύμα. Αλλά, τι άλλο αρμόζει σ’ έναν ναυαγό; Σου γράφω, βλέπεις, από το πιο εντυπωσιακό ναυάγιο της Ευρώπης, από τον Τιτανικό της, που έχει πέσει με τα 11 εκατομμύρια κατοίκους του στο παγόβουνο της χρεοκοπίας. Σου γράφω από την Ελλάδα, την κακόφημη χώρα της Γιουρολάνδης. Όχι, μη βιαστείς, οργισμένος, να πετάξεις ξανά στη θάλασσα το γράμμα. Ακόμη κι αν είσαι απ’ αυτούς που έχουν πειστεί ότι οι Έλληνες είναι μαύρα πρόβατα και κηφήνες της Ευρώπης, θα σ’ έχει παραξενέψει πια η ευκολία με την οποία οι ηγέτες μας έχουν ανακηρύξει τη λιτότητα σε πασπαρτού για κάθε πρόβλημα της Ευρωζώνης. Η λιτότητα είναι το μόνο ενοποιητικό στοιχείο στην παρωδία ενοποίησης για την οποία επαίρονται. Το καινούργιο δόγμα πίστεως που ακούγεται από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της ηπείρου είναι αυτό: «Αν δεν στερηθούν οι Ευρωπαίοι, δεν θα ευημερήσει η Ευρώπη». Θα πρέπει να τους ρωτήσεις, βεβαίως, τι είναι αυτή η Ευρώπη που είναι υπεράνω των κατοίκων της. Και τότε, πρόθυμοι κι ετοιμόλογοι, θα σου εξηγήσουν πόσο ζωτικό είναι να μην κινδυνεύσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, να είναι ανταγωνιστικές, κερδοφόρες και επεκτατικές οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, να είναι δημοφιλή και αναγνωρίσιμα τα ευρωπαϊκά προϊόντα, να είναι ισχυρό νόμισμα το ευρώ, να είναι υγιή τα δημοσιονομικά των χωρών της Ε.Ε.

Όπως αντιλαμβάνεσαι, αγαπητέ Γκέρχαρντ, Νικολά, Φελίπε ή Ιζαμπέλ, εμείς οι Ευρωπαίοι δεν υπάρχουμε πουθενά στο σχέδιο των ηγετών μας. Για την ακρίβεια, υπάρχουμε μόνο ως καταθέτες τραπεζών, ως ανθεκτικοί στη λιτότητα μισθωτοί, ως υπομονετικοί στα πρόσθετα βάρη φορολογούμενοι, ως αυτάρκεις και διόλου απαιτητικοί για δημόσια αγαθά πολίτες.

Οι γονείς μας κι οι παππούδες μας μάς παρέδωσαν μια Ευρώπη που, κατεστραμμένη από δύο φονικούς πολέμους, αυτοδεσμεύθηκε σε ένα μοντέλο ασφάλειας και σχετικής ευημερίας. Ακόμα κι ο Ψυχρός Πόλεμος κι η πολιτική διαίρεση της Ευρώπης δεν φάνηκαν ν’ απειλούν αυτή τη δέσμευση. Για πολλές δεκαετίες δεν είχαμε πολέμους σε ευρωπαϊκό έδαφος, αν και οι ηγέτες μας απέσπασαν την ανοχή μας σε τυχοδιωκτισμούς, όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ ή το Αφγανιστάν, ή σε αποικιοκρατικές αθλιότητες στην Αφρική. Και τις ίδιες δεκαετίες, έστω και με παλινδρομήσεις, οι κυβερνήσεις μας εγγυούνταν ένα ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος και κοινωνικής ασφάλειας.

Ακολουθήσαμε χωρίς πολλές αντιρρήσεις τα κελεύσματά τους – την ανάγκη να δημιουργηθεί μια μεγάλη, ενιαία αγορά, όπου θα διακινούνται ελεύθερα κεφάλαια, αγαθά και άνθρωποι, την υποχρέωση να εκχωρεί κάθε χώρα όλο και μεγαλύτερο μέρος κυριαρχίας στα ευρωπαϊκά όργανα, την προτροπή να γίνει η ευρωπαϊκή η πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου, τη νομισματική ενοποίηση, το ευρώ, το μόνο στοιχείο της αόρατης κατά τ’ άλλα ευρωπαϊκής μας ταυτότητας. Υποκύψαμε επίσης με παράδοξο ενθουσιασμό στη γοητεία των αγορών, που μας καλούσαν να αποκτήσουμε πιστωτικές κάρτες, να πάρουμε στεγαστικά δάνεια ανεξαρτήτως εισοδήματος, να αποκτήσουμε δικά μας σπίτια, ίσως και εξοχικά, να αγοράζουμε με ζήλο τα κινητά νέας τεχνολογίας, τα PC, τις ψηφιακές τηλεοράσεις, να ανταποκρινόμαστε στις διαφημιστικές Σειρήνες για το νέο γερμανικό απορρυπαντικό που εξαφανίζει και τους πιο επίμονους λεκέδες, το νέο γαλλικό σαμπουάν για λαμπερά μαλλιά, το νέο στιλάτο ιταλικό αυτοκίνητο πόλης.

Τα κάναμε όλα
, κι εγώ κι εσύ, αγαπητή Νικόλ, Ούλρικε, Μαρία, για να κάνουμε απτή την «ευρωπαϊκή ευημερία», που σήμερα επικρίνουν ως υπερκαταναλωτική ασωτία. Ξαφνικά, από εκεί που ήμασταν η λύση, γίναμε το πρόβλημα. Το πρόβλημα που αποκαλείται κόστος της μισθωτής εργασίας, κόστος κοινωνικής προστασίας, δωρεάν υγείας και παιδείας, σύνταξης και μέριμνας για τα αναπόφευκτα γηρατειά. Ξαφνικά, οι Ευρωπαίοι έχουν γίνει ένα επαχθές κόστος για όλους όσοι εκπροσωπούν την Ευρώπη –τις επιχειρήσεις που απολύουν ή μετακομίζουν ανατολικά, αναζητώντας το ιδεώδες του άμισθου μισθωτού, τις κυβερνήσεις που περικόπτουν βάναυσα τις παροχές που χρηματοδοτούμε ως φορολογούμενοι, τις τραπεζικές Αρχές που βάζουν όλο και πιο βαθιά το χέρι στον κρατικό πλούτο, φορτώνοντας βουνά χρέους στα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Χρέος που, το ξέρουν καλά, δεν πρόκειται να πληρωθεί ποτέ. Εκτός αν πουληθούμε όλοι οι Ευρωπαίοι στα σκλαβοπάζαρα. Έστω και με leasing…

Θα πρέπει να σκεφτούμε, αγαπητέ Ευρωπαίε, γιατί συμβαίνει αυτό. Θα πρέπει να σκεφτούμε αν τα χρόνια της μεταπολεμικής ευημερίας, όσοι κι όσα προλάβαμε, ήταν ο κανόνας κι όχι η εξαίρεση. Κι αν τα πέτρινα χρόνια που μας επιφυλάσσουν οι ηγέτες και οι ιθύνουσες τάξεις μας είναι μια απόκλιση ή μια επιστροφή στην κανονικότητα. Πίσω απ’ τα βουνά του κρατικού χρέους, βρίσκονται οι τράπεζες, το αφηρημένο χρήμα, πλούτος που δεν έχει ακόμη παραχθεί, κέρδος που δεν έχει ακόμη αποσπασθεί από τον δικό μας μόχθο. Πίσω από το αφηρημένο χρήμα βρίσκεται κεφάλαιο -βιομηχανικό, εμπορικό, αδιάφορο τι- που οι κάτοχοί του κουράστηκαν να περιμένουν να «αυγατίσει» μέσα από δαπανηρές και χρονοβόρες επενδύσεις. Και δίπλα στο αφηρημένο χρήμα, τις πιο πολλές φορές αξεδιάλυτα μπλεγμένο μ’ αυτό, βρίσκεται κεφάλαιο που επιμένει να μεγιστοποιεί το κέρδος του με όλο και υψηλότερη παραγωγικότητα, από όλο και λιγότερους εργαζόμενους, όλο και χαμηλότερα αμειβόμενους σε σχέση με την παραγωγικότητά τους. Εσύ, Χανς, γνωρίζεις καλύτερα απ’ όλους μας ότι η δεκαετία του γερμανικού εξαγωγικού θαύματος βασίζεται μεταξύ άλλων στον καθηλωμένο σου μισθό και στα εκατομμύρια ανέργων συναδέλφων σου. Τι θα γίνει, όμως, όταν όλοι οι Ευρωπαίοι στριμωχτούν στον μονόδρομο της λιτότητας και των ισχνών μισθών, όταν οι άνεργοι και οι πλεονάζοντες αυξηθούν επικίνδυνα και αδυνατούν να καταναλώσουν τα δισεκατομμύρια αγαθά που θα λιμνάζουν στις αγορές;

Είναι παλιό μυστικό για τον κόσμο της εργασίας ότι αυτός ο φαύλος κύκλος είναι ο μοναδικός «ενάρετος κύκλος» που γνωρίζει
ο καπιταλισμός από καταβολής του – πρώτ’ απ’ όλα ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός. Αλλά ένα ακόμη μυστικό που πρέπει να μάθουν όλοι οι Ευρωπαίοι είναι ότι το ευρώ, αυτό που κατά τη Μέρκελ είναι η ίδια η Ευρώπη, αποκαλύπτεται ως απεχθές συμπύκνωμα αυτού του καταστροφικού κύκλου. Φρουρός του αφηρημένου χρήματος από τη μια, διώκτης της ζωντανής εργασίας από την άλλη. Υπηρέτης του κέρδους από τη μια, υποβολέας της λιτότητας και της υποτίμησης της εργασίας από την άλλη. Το ευρώ δεν είχε ποτέ κανένα δίλημμα ποιου το μέρος να πάρει στην αντίθεση κεφαλαίου εργασίας. Κι ούτε τώρα έχει, τώρα που το κεφάλαιο τα θέλει όλα, ζητάει τη γη και το ύδωρ των Ευρωπαίων, ζητάει πάνω απ’ όλα την πολιτική ψυχή τους. Δεν σου κάνει εντύπωση, φίλε Γκίντερ, Πάολο, Μισέλ, πόση εξουσία έχει συγκεντρώσει το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης σε τόσους λίγους μήνες, πόση κρατική κυριαρχία έχει αφαιρέσει από τις χώρες, πόσες αποφάσεις καθοριστικές για το μέλλον των παιδιών μας έχει πάρει χωρίς να ρωτηθεί κανείς μας; Ούτε ένα δημοψήφισμα, ούτε ένα τυπικό ερώτημα. Ξεχάστηκε και το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ε.Ε. Προχωρούν χωρίς εμάς, ενάντια σε μας, λες και η δημοκρατία είναι ένα ενοχλητικό σύγκαμα στον θριαμβικό βηματισμό της Ευρώπης προς την εφιαλτική ενοποίηση.

Αγαπητέ Ευρωπαίε,
Αποκαλούν την ήπειρό μας Γηραιά – κι ίσως δίκαια πια, γιατί η ηγεσία της ταυτίζεται αρρωστημένα μ’ ένα σύστημα γερασμένο που η διαιώνισή του συνεπάγεται οδύνη για τους πολλούς κι ευημερία για τους ελάχιστους. Δεν νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό; Η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα δεν είναι το ευρώ – όχι τουλάχιστον αυτό το τερατούργημα που σήμερα διαθέτουμε. Ας δείξουμε τις πραγματικές ευρωπαϊκές μας ταυτότητες, αυτές με τις παράξενες χρονολογίες γέννησης: 1789, 1821, 1848,1871, 1917,1919, 1945, 1968, χρονολογίες που έχτισαν όλα όσα σήμερα κατεδαφίζονται. Κι ας αποδείξουμε ότι μια Ευρώπη μπορεί να είναι πολύ πιο ενωμένη ως ήπειρος των αλληλέγγυων Γάλλων, Γερμανών, Ελλήνων, Πορτογάλων, παρά ως νομισματική φυλακή λιτότητας και θλίψης 500 εκατομμυρίων Ευρωπαίων.
Τώρα, αν είχες την υπομονή να διαβάσεις αυτό το γράμμα, κλείσ’ το ξανά στο μπουκάλι και πέτα το στο πέλαγος να βρει τον επόμενο αναγνώστη.
Με εκτίμηση,
Επιβάτης του ελληνικού ναυαγίου.
Για την αντιγραφή
ΚΙΜΠΙ

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (10/9/2011)

Ο Μαρξ είχε εστιάσει στο παράδοξο των κρίσεων υπερπαραγωγής και υποκατανάλωσης: όσο περισσότερο ο κόσμος βουλιάζει στη φτώχεια, τόσο λιγότερο είναι σε θέση να καταναλώσει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγουν οι εταιρείες. Όταν μια εταιρεία μειώνει το εργατικό κόστος προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη της, μπορεί να πράττει έξυπνα, αλλά όταν το κάνουν όλες μαζί υπονομεύουν τη βάση σχηματισμού των εισοδημάτων και της ζήτησης, από την οποία περιμένουν έσοδα και κέρδη.
Και αυτό το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Αμερική και στην Ευρωζώνη... Όπως το έθετε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», «ο τελικός λόγος για όλες τις πραγματικές κρίσεις παραμένει η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών». Επομένως, πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση; Αν λάβουμε σοβαρά υπόψη μας το αναλυτικό πνεύμα του Μαρξ, οι σχεδιαστές της πολιτικής θα πρέπει να θέσουν ως πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής ατζέντας τους τη δημιουργία θέσεων εργασίας και να αρχίσουν να σκέφτονται μη ορθόδοξα μέτρα. Η παρούσα κρίση δεν είναι προσωρινή και δεν πρόκειται να ξεπεραστεί με το ιδεολογικό πάθος για δημοσιονομική λιτότητα.

Τζορτζ Μάγκνους (επικεφαλής οικονομολόγος της UBS), «Δώστε μια ευκαιρία στον Μαρξ να σώσει την παγκόσμια οικονομία» (άρθρο στο «Bloomberg»)

Friday, September 2, 2011

Σπαρίλες… (3/9/2011)

Αυτό είναι το κακό με τις διακοπές. Λίγες ή πολλές, χλιδάτες ή ταπεινές, σκαφάτες ή all inclusive, κοσμικές ή ασκητικές, στο τέλος σού αφήνουν κάτι σαν τραύμα, σαν ενοχλητική πληγή. Όλα εκείνα τα κύματα ευφορίας που σε κατέκλυζαν όσο ήσουν αλλού μεταλλάσσονται σε ρεύματα δυσφορίας μόλις βάλεις το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού, μόλις πάρεις τους λογαριασμούς από το γραμματοκιβώτιο, μόλις πατήσεις το πόδι σου στη δουλειά. Πού πήγε τόση βιταμίνη αισιοδοξίας -ή Ε- που μάζευες κάτω από τον ήλιο; Γιατί σέρνεσαι απρόθυμος, με τα βήματα βαριά και τα χέρια κρεμασμένα, γιατί νιώθεις το κεφάλι σου ακατοίκητο, γιατί αδυνατείς να προσαρμοστείς στη ρουτίνα που μόλις πριν από δυο- τρεις εβδομάδες εγκατέλειψες, γιατί δυσκολεύεσαι να ανασυγκροτήσεις την αδρή εικόνα που είχες στο μυαλό σου για την πραγματικότητα και τα βασικά συστατικά της, γιατί τα δάχτυλα πατούν αμήχανα το πληκτρολόγιο και τα μάτια πιο πολύ χαζεύουν παρά βλέπουν την οθόνη του υπολογιστή;

Το φαινόμενο συμπυκνώνεται στη λέξη «σπαρίλα», για την οποία ενδεχομένως ένας ψυχολόγος θα έγραφε πολυσέλιδη πραγματεία περί «συνδρόμου κατάθλιψης μετά τις διακοπές», αλλά η λαϊκή θυμοσοφία την έκλεισε σε τρεις συλλαβές. «Σπαρίλα» σημαίνει νωθρότητα, βαρεμάρα, ενδεχομένως και τεμπελιά και υποθέτω ότι χαρακτηρίζει αρκετά εκατομμύρια νεοέλληνες αδειούχους του Αυγούστου. Η ετυμολογία της σχετίζεται με τον σπάρο, αλλά αγνοώ γιατί το συμπαθές ψάρι επικρίνεται για νωθρότητα – ίσως το γεγονός ότι είναι από τα ελάχιστα ψάρια που έχω πιάσει στις λιγοστές εμπειρίες μου ως ερασιτέχνη ψαρά αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Από την άλλη, όμως, με ξενίζει το γεγονός πως ο Τσιτσάνης, στα περίφημα «Καβουράκια» του, διέσωσε το γόητρο του σπάρου, εμφανίζοντάς τον ως πολύ δραστήριο εραστή και ακούραστο ξενύχτη στο πλάι της καβουρίνας. Δύσκολη συνύπαρξη, άρα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον σπάρο μια αποκοτιά που κάθε άλλο παρά σπαρίλα αποδεικνύει.

Αλλά ο τραγουδιστικός άθλος του σπάρου διασώζει τον ίδιο κι όχι εμάς. Οι δικές μας σπαρίλες είναι η χειρότερη δυνατή εκκίνηση για ένα δύσκολο φθινόπωρο και έναν ακόμη δυσκολότερο χειμώνα. Ίσως δεν είναι υπολείμματα από τα άδεια μπαγκάζια των διακοπών, αλλά δυσβάστακτα φορτία του εγγύς μέλλοντος. Και ίσως, ακόμη χειρότερα, δεν είναι απλώς συμπτώματα του «καταθλιπτικού συνδρόμου μετά τις διακοπές», αλλά σημάδια ενός άλλου συνδρόμου, πολύ πιο απτού, ενός συνδρόμου εγκλωβισμού: ο σπάρος έχει ήδη δαγκώσει τ’ αγκίστρι, έχει ήδη πιαστεί στα δίχτυα. Προορισμός, η σχάρα ή το τηγάνι…

Θα μου πείτε, «μα συνέβη και πέρυσι, συμβαίνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή». Προσπαθήστε, όμως, να δείτε τις διαφορές. Κάθε Σεπτέμβρη, όταν οι χώροι εργασίας ξαναγέμιζαν, επικρατούσε ένα είδος θορυβώδους επανεκκίνησης που γρήγορα απορροφούσε τη νωθρότητα και την απροθυμία των αδειούχων του Αυγούστου. Πάντα υπήρχε κάποιο πραγματικό ή συμβολικό πρόγραμμα «ανασυγκρότησης». Τα κανάλια διαφήμιζαν καταιγιστικά τις νέες χαζοχαρούμενες σειρές τους, τα ΜΜΕ «προπονούσαν» τις ηχηρές μεταγραφές τους, οι εφημερίδες ετοίμαζαν ανασχεδιασμούς, οι επιχειρήσεις σχεδίαζαν νέα προϊόντα, επέκταση ή αναδιάταξη των δικτύων πώλησης, προγράμματα διαφημιστικής προβολής, άλλες υποδέχονταν στις εντατικές συσκέψεις το νέο στέλεχος με τη μαγική συνταγή άμυνας στην κρίση και απάντησης στην ανταγωνισμό. Γενικώς, επικρατούσε παντού μια κινητικότητα -έστω και εικονική- που συντηρούσε μια προσδοκία βελτίωσης ή, στη χειρότερη περίπτωση, επιβίωσης.

Αυτό που κατά βάθος αυτή τη φορά καίει όλα τ’ αποθέματα της βιταμίνης της αισιοδοξίας που καταφέραμε να συλλέξουμε στις διακοπές είναι η διάχυτη βεβαιότητα μιας επερχόμενης καταστροφής. Κάθε στοιχειώδες ή «μεγαλειώδες» σχέδιο ανάταξης μιας κοινωνίας που βυθίζεται στην ολική χρεοκοπία έχει καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία. Όλα τα δεδομένα υπόσχονται μόνο επιδείνωση. Το χρέος βρίσκεται εκτός ελέγχου και δεν είναι βιώσιμο, αποφαίνεται με τον επισημότερο τρόπο η αρμόδια υπηρεσία της Βουλής. Οι εκτιμήσεις για την ύφεση αναθεωρούνται προς το χειρότερο και οι προβλέψεις για ανεργία 20% τους επόμενους μήνες ακούγονται μάλλον μετριοπαθείς. Η τρόικα, σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να μην έχει ουδεμία σχέση με τον φόνο και τη συστηματική επιχείρηση παραπλάνησης με ψευδείς εκτιμήσεις, επιμένει στη συνταγή της δημοσιονομικής αποτυχίας και της ανθρωπολογικής απαξίωσης: εξαλείψτε κάθε τι δημόσιο, εκμηδενίστε το εργασιακό κόστος. Η κυβέρνηση, που επιπλήττει για εξωθεσμική συμπεριφορά όποιον αμφισβητεί την εφαρμογή νομοθετικών εκτρωμάτων που υποβάλλει η τρόικα, ομολογεί τη δική της συνταγματική εκτροπή, λέγοντας πως προωθεί «με τον πιστόλι στον κρόταφο» ακόμη και μέτρα που αναγνωρίζει ως καταστροφικά. Οι υπουργοί, όταν δεν βρίσκονται σε πολιτική καταστολή (ή σπαρίλα), διαπληκτίζονται δημόσια για τον βαθμό συμμόρφωσής τους προς τα υποδείξεις της τρόικας. Οι ευρω-ηγεμόνες, έχοντας ήδη τινάξει στον αέρα την υποτιθέμενη σωτήρια συμφωνία της 21ης Ιουλίου, επεξεργάζονται σενάρια για μια Ευρωζώνη χωρίς «βαρίδια» ή τη διχοτόμησή της σε έναν υγιή κι έναν ασθενικό πόλο. Οι κυβερνήσεις όλης της Ε.Ε. ανταγωνίζονται με ζήλο στην προώθηση νέων πακέτων λιτότητας, φορολογικής εξουθένωσης και ισοπέδωσης των τελευταίων ψηγμάτων κοινωνικού κράτους ή κρατικής περιουσίας. Οι τραπεζίτες, έχοντας απομυζήσει από τα κράτη κάθε αναπτυξιακή ικμάδα, διαπραγματεύονται την ελαχιστοποίηση του κόστους από το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και απεργάζονται σχέδια προστασίας τους από μια πανθομολογούμενη καταστροφή. Ακόμη κι αν ο κόσμος χαθεί, αυτοί πρέπει να επιβιώσουν. Σαν τις προϊστορικές κατσαρίδες…

Αυτή η οδυνηρή ανασύνθεση της πραγματικότητας, που είχε κάπως καλυφθεί από τον παφλασμό των κυμάτων, τον ήλιο ή μερικές δόσεις αλκοόλ, είναι κάτι περισσότερο και βαθύτερο από ένα εποχικό καταθλιπτικό σοκ, μια σπαρίλα. Είναι η αδυναμία του μέσου πολίτη να σχεδιάσει στοιχειωδώς το μέλλον του, ακόμη και το εγγύτατο. Όχι λόγω κοσμοθεωρητικών ανησυχιών για τον καπιταλισμό. Αλλά για πολύ πιο χειροπιαστούς λόγους που σχετίζονται με τους κεφαλικούς φόρους που φτάνουν τις επόμενες μέρες σε εκατομμύρια νοικοκυριά, με τη φορολογική σχιζοφρένεια του ΦΠΑ 23% ακόμη και στο σουβλάκι, με την επίμονη πίεση στους μισθούς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με την εμπαθή εμμονή της τρόικας να κατεδαφιστεί και το τελευταίο οχυρό συλλογικής διαπραγμάτευσης, με τις επιχειρήσεις που κλείνουν, τις δουλειές που χάνονται, με την αμφιβολία για το αν και πώς θα λειτουργήσουν τα δημόσια σχολεία, για το αν θ’ ανοίξουν τα πανεπιστήμια, αν τα νοσοκομεία θα έχουν γάζες ή παυσίπονα για τους ασθενείς, αν θα καταβληθεί ο μισθός του μήνα που τρέχει, αν τα Ταμεία θα μπορούν και για πόσο να πληρώνουν συντάξεις, αν…

Εδώ ακυρώνονται τα στοιχειώδη κίνητρα να σχεδιάσεις, να επιβιώσεις, να αμυνθείς, να δράσεις, να αντιδράσεις. Η σπαρίλα καταλαμβάνει κάθε μυϊκή σου ίνα, κάθε νευρώνα του εγκεφάλου σου. Παρ’ ότι δεν διαφαίνεται ίχνος οράματος ή σχεδίου στις κινήσεις της κυβέρνησης, της πολιτικής τάξης, της επιχειρηματικής ελίτ, της πνευματικής αριστοκρατίας, της ευρωπαϊκής ηγεσίας ή της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», αναρωτιέται κανείς αν το σχέδιο είναι ακριβώς αυτό: να εξουδετερωθούν τα ανακλαστικά αυτοσυντήρησης της κοινωνίας, και ιδιαίτερα των στρωμάτων που έχουν επιλεγεί ως διακεκριμένοι στόχοι της πιο ανάλγητης επίθεσης των μεταπολεμικών χρόνων.

Βεβαίως, ακόμη κι αν υπάρχει τέτοιο σχέδιο, δεν είναι τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Σχέδιο, πρόθεση, προσδοκία. Το τι είδους συνάψεις θα προκαλέσουν στον εγκέφαλό μας τα επόμενα φορολογικά, εργασιακά και κοινωνικά σοκ, οι επόμενες απόπειρες «σωτηρίας» από τους εαυτούς μας, είναι απρόβλεπτο. Ακόμη κι ο συκοφαντημένος για νωθρότητα σπάρος, σπαρταράει από φόβο και λαχτάρα να ελευθερωθεί από το δίχτυ ή τ’ αγκίστρι. Σπανίως, δε, τα καταφέρνει, έστω κι αν φύγει μ’ ένα σκισμένο χείλος ή ένα τσακισμένο πτερύγιο. Συμβουλή, λοιπόν, προς «μεταρρυθμιστές», «αναμορφωτές» και «θεραπευτές» της ελληνικής κοινωνίας: αν στο εξής βλέπουν στον ύπνο τους ψάρια -σπάρους, μπαρμπούνια, ή σαρδέλες-, να μην έχουν αμφιβολία. Λαχτάρα τούς περιμένει.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (3/9/2011)

Όταν ο μηχανισμός του δόγματος του σοκ γίνει συλλογικά κατανοητός, είναι δυσκολότερο να αιφνιδιαστούν ολόκληρες κοινότητες, είναι δυσκολότερο να βρεθούν σε μια κατάσταση σύγχυσης, καθώς γίνονται ανθεκτικότερες στο σοκ. Ένας από τους λόγους της ανάδυσης και της κυριαρχίας του βάναυσου καπιταλισμού της καταστροφής μετά την 11η Σεπτεμβρίου ήταν ότι τα μικρότερα σοκ (κρίσεις χρέους, καταρρεύσεις νομισμάτων, η απειλή να σε προσπεράσει η «ιστορία») είχαν χάσει μεγάλο μέρος της ισχύος τους, κυρίως εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης τους. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τα κατακλυσμιαία σοκ των πολέμων και των φυσικών καταστροφών δεν προκαλούν πάντα τον βαθμό αποπροσανατολισμού που απαιτείται για να επιβληθεί η οικονομική θεραπεία-σοκ. Υπάρχουν πλέον πολλοί άνθρωποι στον κόσμο με άμεση εμπειρία του δόγματος του σοκ. Γνωρίζουν πώς λειτουργεί, έχουν μιλήσει με άλλους κρατουμένους, έχουν ανταλλάξει σημειώματα ανάμεσα από τα κάγκελα. Έτσι, το καθοριστικό στοιχείο της έκπληξης έχει εκλείψει.

Ναόμι Κλάιν, «Το δόγμα του σοκ»