Monday, September 24, 2007

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (22/9/2007)

Πόσο αξιέπαινο είναι ένας ηγεμόνας να κρατάει το λόγο του και να ζει με ακεραιότητα και όχι με δόλο, ο καθένας το καταλαβαίνει. Ωστόσο, βλέπουμε από την πείρα στους καιρούς μας ότι έκαναν μεγάλα πράγματα εκείνοι οι ηγεμόνες που έδιναν λίγη σημασία στο λόγο τους και ήξεραν με δόλο να εξαπατούν τα μυαλά των ανθρώπων. Και στο τέλος ξεπέρασαν εκείνους που βασίστηκαν στην τιμιότητα.
Πρέπει λοιπόν να μάθετε ότι υπάρχουν δύο είδη αγώνα: ο ένας με τους νόμους και ο άλλος με τη δύναμη. Ο πρώτος ταιριάζει στον άνθρωπο, ο δεύτερος στα θηρία. Αλλά επειδή ο πρώτος πολλές φορές δεν φτάνει χρειάζεται κανείς να καταφύγει στον δεύτερο. Γι’ αυτό ένας ηγεμόνας είναι απαραίτητο να ξέρει να χρησιμοποιεί και το θηρίο και τον άνθρωπο.

Νικολό Μακιαβέλι, «Ο ηγεμόνας»

Τα φθαρμένα προϊόντα (22/9/2007)

Στον κ. Γιάννη Λούλη οφείλουμε τουλάχιστον την εισαγωγή ενός εύστοχου νεολογισμού στο πολιτικό μας λεξιλόγιο. Πριν από χρόνια είχε χαρακτηρίσει τη Νέα Δημοκρατία «φθαρμένο προϊόν». Το είχε πει σε μια περίοδο που οι «Βένετοι» του κομματικού μας συστήματος έβλεπαν ακόμη την εξουσία με τα κιάλια. Το ενδιαφέρον της παρατήρησης του κ. Λούλη δεν έγκειται τόσο στο επίθετο «φθαρμένο» όσο στο ουσιαστικό «προϊόν». Τότε, προ οκταετίας περίπου, οι «Βένετοι» έβγαζαν αφρούς, σήμερα μάλλον θα πρέπει να ευγνωμονούν τον κ. Λούλη (ο Κ. Καραμανλής σίγουρα) γιατί η επισήμανσή του έγινε το εφαλτήριο μιας σταδιακής ανακαίνισης του προϊόντος που το έφερε στην εξουσία. Οι αφροί έχουν δώσει τη θέση τους στα χαμόγελα της ευδαιμονίας.

Σήμερα θεωρείται προφανές (και κανενός ο «πολιτικός πολιτισμός» δεν θίγεται απ’ αυτό) ότι τα κόμματα είναι προϊόντα και το κομματικό σύστημα τίποτε περισσότερο από ένα εργαστήριο μάρκετινγκ που απευθύνεται σε μιαν όλο και πιο κουρασμένη αγορά ψήφων και ψηφοφόρων.

Θα ήταν ενδιαφέρον να εξηγήσει ο κ. Λούλης την τεχνολογία ανακύκλωσης που μετέτρεψε μέσα σε τέσσερα περίπου χρόνια το «φθαρμένο προϊόν» σε ισχυρό brand name, με δύο συναπτές εκλογικές νίκες και με άγριες διαθέσεις μακρόχρονης ηγεμονίας. Και θα ήταν χρήσιμο να δώσει τα φώτα του και στα υπόλοιπα «κουφάρια» της μεταπολίτευσης που σπαράσσονται από κρίσεις υπαρξιακής αβεβαιότητας. Είτε γιατί δεν ξέρουν να διαχειριστούν τις μικρές νίκες τους. Είτε γιατί αδυνατούν να συμφιλιωθούν με τις ήττες τους. Με ποιους να παν και ποιους ν’ αφήσουν…

Αλλά το θέμα μας δεν είναι ο κ. Λούλης. Τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπος και δικαίως μπορεί να προσβλέπει σε μιαν αναβάθμισή του στον στενό πυρήνα της εξουσίας ή σε μιαν άνοδο του «κασέ» του στην ελεύθερη αγορά φθαρμένων προϊόντων. Αυτό αφορά το σύνολο των κομμάτων που έχουν πιαστεί στην παγίδα του πολιτικού μάρκετινγκ. Αφορά ακόμη και την Αριστερά, που -παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της να εμφανιστεί ως κινηματική- οφείλει πολλά στο μάρκετινγκ της τηλεοπτικής δημοκρατίας. Παρά την απέχθειά της στον καναπέ, κέρδισε πολλούς ψηφοφόρους που την απήλαυσαν ως τηλεοπτικό θέαμα από καναπέως. Και φυσικά, χρειάστηκε να προσαρμόσει την προγραμματική της πραμάτεια, το δικό της «ριζοσπαστικό» μάρκετινγκ στους όρους του τηλεοπτικού στούντιο. Η πολιτική -δυστυχώς και για την Αριστερά- έχει πάψει να είναι υπόθεση μαζών, τάξεων και στρωμάτων. Είναι υπόθεση πλήθους. Πλήθους κατακερματισμένου σε εκατομμύρια καθιστικά, σαλόνια και home cinemas.

Και μπορεί οι δημοσκόποι -ως απαραίτητη συνιστώσα του τηλεοπτικού κομματικού μας συστήματος- να επαίρονται ότι σε γενικές γραμμές διέβλεψαν έγκαιρα τις τελικές επιλογές του εκλογικού σώματος, αλλά μάλλον θα πρέπει προηγουμένως να μας αποδείξουν πειστικά ότι δεν τις υπέβαλαν κιόλας. Γιατί ο ψηφοφόρος δεν «αγοράζει» πια χωρίς μια ασφαλή πρόβλεψη για την αντοχή, τις επιδόσεις, τις ενδεχόμενες υπεραξίες ή τις αντενδείξεις του «προϊόντος» που επιλέγει. Όπως και σε κάθε άλλη αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, προτιμά εκείνα με το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, αδιαφορώντας αν έτσι ενθαρρύνει άθελά του τη δημιουργία μονοπωλίων. Πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για μια πολιτική αγορά που έχει μονοπωλιακή συγκρότηση εδώ και 27 χρόνια, χωρίς ν’ αφήνει περιθώριο επιβίωσης σε κανένα άλλο προϊόν απ’ όσα έχουν εμφανιστεί στο εγχώριο πολιτικό στερέωμα: από τη ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου μέχρι το ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα, από το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αρσένη μέχρι την Αναγέννηση του Παπαθεμελή και από την Άνοιξη του Σαμαρά μέχρι το ΚΕΠ του Αβραμόπουλου, όλοι οι διάττοντες αστέρες κονιορτοποιήθηκαν στην πρώτη τους επαφή με τη δικομματική πολιτική ατμόσφαιρα. Όπως το έλεγε και ο μακαρίτης Αβέρωφ -με όρους βουκολικής ποίησης και όχι market engineering- «όποιος είν’ έξω απ’ το μαντρί τον τρώει ο λύκος».

Στην πραγματικότητα και τα δύο ισχυρά μπραντ νέιμ της εγχώριας μονοπωλιακής πολιτικής αγοράς παραμένουν δύο φθαρμένα προϊόντα. Οφείλουν την κυριαρχία τους -κατά τους εναλλακτικούς πολιτικούς κύκλους- στο γεγονός και μόνο ότι, όπως και η φύση, έτσι και η αγορά και η πολιτική απεχθάνονται τα κενά.
Η μεν Ν.Δ. αποτελεί την τελευταία εκδοχή ενός σχηματισμού που εδώ και μισό αιώνα κινείται μεταξύ αντικοινοβουλευτικής εκτροπής και πολιτικού φιλελευθερισμού, εκφράζοντας σε παραλλαγές ένα τσαλακωμένο όραμα εξευρωπαϊσμού της ελληνικής κοινωνίας. Το δε ΠΑΣΟΚ, αν και προκάλεσε πραγματικό σοκ στο πολιτικό σύστημα μετά το 1974, ως το πιο καινοτόμο του προϊόν, συνέκλινε τελικά με όλη την πολιτική «παλιατζούρα» στο μόνο νοητό κέντρο του κομματικού μας σύμπαντος: τις σχέσεις πελατείας, την ώσμωση κράτους-κόμματος με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που να είναι αδύνατη η ύπαρξη του ενός χωρίς το άλλο. Γι’ αυτό και η μόνη «μεταρρύθμιση» που πραγματικά εννοούν τα κόμματα εξουσίας κάθε φορά που το ένα διαδέχεται το άλλο είναι η «επανίδρυση», η «ανασυγκρότηση» ή απλώς η άλωση του κράτους.

Η στρέβλωση, λοιπόν, της ελληνικής πολιτικής αγοράς δεν είναι απλώς μονοπωλιακή, είναι κρατικο-μονοπωλιακή. Και έχει εξελιχθεί σε πραγματική υπαρξιακή κρίση και για τους δύο πόλους του πολιτικού μονοπωλίου ακριβώς την περίοδο που, μ’ έναν θεαματικό συγχρονισμό βούτηξαν στα νάματα της αγοράς, μετατρέποντάς την σε κυρίαρχη ιδεολογική τους προμετωπίδα. Απ’ τη μια σφιχτός, ερωτικός εναγκαλισμός με το κράτος, απ’ την άλλη ρητορική φλυαρία για αποκρατικοποίηση της οικονομίας. Αμ δεν γίνονται και τα δυο, πουλάκια μου. Εξ ου και ο τραγέλαφος που επακολούθησε: κόμματα που αλληλοκαταγγέλλονται για τις σχέσεις τους με τους νταβατζήδες της πολιτικής εξουσίας, πολιτικοί που αλληλοξεμπροστιάζονται για την ένοχη διαπλοκή τους με την οικονομική ελίτ, ηγέτες ή επίδοξοι ηγέτες που ομολογούν το πόσο ευάλωτοι είναι στη χειραγώγηση από οικονομικά συμφέροντα. Μια ομορφιά ατέλειωτη.

Γιατί, παρ’ όλα αυτά, διατηρούν την ηγεμονία τους; (Και τη διατηρούν, πέρα πάσης αμφιβολίας. Βγαίνουν με απλές εκδορές κάθε φορά που δέχονται ένα τσουνάμι αμφισβήτησης. Αν αποδραματοποιήσει κανείς όλα όσα συντελούνται στο ΠΑΣΟΚ, μπορεί να σταθεί με ψυχραιμία στο δεδομένο ότι το 38% είναι ένα τεράστιο ποσοστό, επαρκές εφαλτήριο για την κυβερνητική εξουσία. Ότι το 41,8% του τωρινού θριάμβου της Ν.Δ. είναι μια μόλις μονάδα κάτω από την ήττα της το 2000. Όλα είναι ζήτημα μιας μαθηματικής σχέσης που στο πλαίσιο του πολιτικού μάρκετινγκ μπορεί να πάρει τη διάσταση μιας νίκης ή μιας συντριβής). Διατηρούν την ηγεμονία τους χάρη σε μια ιδιότυπη, τερατώδη κοινωνική συμμαχία που διαπερνά κάθετα την κοινωνική πυραμίδα. Δεν είναι μια συμμαχία ανάμεσα σε όμορες τάξεις, αλλά ένας συνωστισμός τροφίμων του Πρυτανείου, μια συνάντηση των πιο παρασιτικών ομάδων της ελληνικής κοινωνίας που έχουν ενστερνιστεί τον ηθικό κώδικα του «άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις». Και πολύ φοβούμαι ότι στη δεύτερη ήττα του ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει η αποδοκιμασία αυτού του ηθικού κώδικα που κυριάρχησε τη δεκαετία του «εκσυγχρονισμού». Αλλά η πεποίθηση ότι ο ίδιος ηθικός κώδικας εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα από τον συντηρητικό πόλο εξουσίας. Γι’ αυτό και οι «νταβατζήδες» ανασυγκροτούνται βιαστικά πέριξ του γαλάζιου πόλου, γι’ αυτό κι επιχειρούν να προκαταλάβουν τις εξελίξεις στον πράσινο πόλο με όρους μάρκετινγκ, στάιλινγκ, δεξιοτήτων, χαρισμάτων και συσκευασίας. Η πολιτική έχει εκτοπιστεί. Για την ιδεολογία ούτε λόγος.

Το πιθανότερο είναι ότι θα ζήσουμε για αρκετά χρόνια καταναλώνοντας εναλλάξ και σε διαφορετικές δόσεις τα φθαρμένα προϊόντα που μονοπωλούν την πολιτική μας αγορά. Της Αριστεράς το σήμα είναι αξιοπρόσεκτο, ελπιδοφόρο, αλλά ακόμη ασθενές για να προκαλέσει μια ηθικοπολιτική επανάσταση που θα σπάσει αυτό το ιδιότυπο καρτέλ. Ίσως η έκπληξη προέλθει όχι από την ανακύκλωση προσώπων και διασπάσεις (οσονούπω, στρατηγέ μου…) σχημάτων που πράγματι έχουν κλείσει προ πολλού τον βιοϊστορικό τους κύκλο (να και κάτι χρήσιμο που έχει πει ο κ. Αβραμόπουλος), αλλά από δυνάμεις που δεν έχουν βγει καν στο προσκήνιο. Από σιωπηλές μειοψηφίες (σήμερα) που δεν φιλοδοξούν να αρπάξουν τ’ αποφάγια του πολιτικού μονοπωλίου, αλλά να το οδηγήσουν σε πραγματική κατάρρευση. Η πολιτική μας αγορά έχει πολλές μαύρες τρύπες που μοιραία θα καλυφθούν. Από το αστικό πολιτικό κέντρο μέχρι την αριστερή σοσιαλδημοκρατία, και από την πράσινη πολιτική μέχρι τη χειραφετημένη αριστερά.

Monday, September 17, 2007

Το ταμείο της κάλπης (15/9/2007)

(Να εξηγούμαι- και δεν είναι η μόνη εξήγηση που οφείλω: το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύεται στο μπλογκ μια μέρα μετά τις εκλογές και αφού δημοσιεύτηκε στον «Κόσμο του Επενδυτή» μια μέρα πριν τις εκλογές. Κατά κάποιο τρόπο έχει «καεί». Αλλά για την ιστορία και τη συνέχεια του πράγματος, δεν δικαιούμαι να το κρύψω κάτω απ’ το χαλί).


Το παρόν αδόκιμο δοκίμιο είναι διπλής χρήσεως. Προεκλογικής και μετεκλογικής. Μπορεί να αξιοποιηθεί (αν έχει την τύχη να διαβαστεί) από τον περιούσιο λαό των αναποφάσιστων, τον μόνο που αποτελεί πηγή υπεραξιών για τους επιτελείς της εξουσίας, λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες. Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και ως μηχανισμός αξιολόγησης του αποτελέσματος, από το βράδυ της Κυριακής και εντεύθεν. Και κυρίως, ως εργαλείο αποτίμησης της ψήφου ενός εκάστου. Γιατί, κάθε ψήφος έχει μια τιμή -το έχουμε ξαναπεί αυτό-, αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο, έστω και απειροελάχιστο ποσοστό, επί του κρατικού και εθνικού πλούτου. Και η τιμή του διακυμαίνεται. Προ της κάλπης εμπεριέχει μια ονομαστική αξία και μια προσδοκία υπεραξιών. Εντός της κάλπης, αντιστοιχεί μόνο στο κόστος του χαρτιού και του μελανιού από τα οποία έχουν φτιαχτεί το ψηφοδέλτιο και ο φάκελος. Μετά το άνοιγμα της κάλπης ενσωματώνει για άλλους υπεραξίες, για άλλους απώλειες. Για κάποιους η αξία της ψήφου μηδενίζεται εντελώς.

Η κάλπη είναι ένα ταμείο. Όχι ως σχήμα λόγου, ως μεταφορά, αλλά στην κυριολεξία. Η κοινοβουλευτική διαδικασία είναι μια καθαρή συναλλαγή από καταβολής της. Η δημοκρατία γεννήθηκε στην αγορά, εξελίχθηκε μέσα από μια διαδικασία απόλυτης ώσμωσης μ’ αυτήν και επέκτεινε τις συναλλαγές μεταξύ των ατόμων (λάδι έναντι κρασιού, αλεύρι έναντι χρήματος) στο πεδίο της συλλογικής συναλλαγής: ψήφος έναντι πολιτικής ισχύος. Το διακύβευμα ήταν πάντα ένα ταμείο. Το ταμείο της πόλης-κράτους στους κλασικούς χρόνους, ο κρατικός προϋπολογισμός στους νεότερους. Ακούγεται ως εξευτελισμός του κοινοβουλευτισμού, αλλά δεν είναι. Προσπαθήστε να φανταστείτε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την πιο εξελιγμένη, την πιο άμεση, χωρίς το ταμείο στο επίκεντρό της. Θα επρόκειτο απλώς για μια λέσχη ζυμώσεων, ένα κλαμπ δημόσιας φλυαρίας άνευ ουσίας, χωρίς καμία επίδραση. Χωρίς το ταμείο, χωρίς το διακύβευμα της διαχείρισης και διανομής του εθνικού πλούτου, η πολιτική δημοκρατία δεν έχει νόημα και η αρχή της πλειοψηφίας (και τελικά της ομαδοποίησης των ατομικών συμφερόντων) πάει για βρούβες. Καθένας αποφασίζει για πάρτη του, για το οικόπεδό του, επομένως δεν έχει νόημα να συναλλαγεί με κανέναν άλλο, δεν έχει λόγο να εκχωρήσει ούτε χρήμα ούτε πολιτική ισχύ.

Αυτό το καταρχήν θεωρητικό σχήμα για τη σχέση εκλογών και κρατικού ταμείου ο Καραμανλής το έκανε κυριολεξία, σε μια παγκοσμίως πρωτότυπη διαδικασία που επικαλέστηκε ως έκτακτο εθνικό λόγο την κατάρτιση ενός ετήσιου προϋπολογισμού. Πάνω από 350 κυβερνήσεις αντίστοιχων μικρών και μεγάλων κρατών του πλανήτη αντιμετωπίζουν κάθε χρόνο αυτή την επώδυνη ρουτίνα με συνοπτικές διαδικασίες. Εδώ, αυτή η ρουτίνα κατέστη εθνικός λόγος και δεν βρέθηκε πολιτειακός παράγοντας να του πει «με ποιο δικαίωμα κάνεις πατσαβούρι το σύνταγμα; Βρες καλύτερη πρόζα να παίξουμε αυτό το άθλιο κοινοβουλευτικό θέατρο». Λεπτομέρειες περί κοινοβουλευτικής εκτροπής, θα πείτε. Ωστόσο, άθελά του, ο Καραμανλής προσφέρει υπηρεσίες στο επιχείρημά μου για τον ρόλο της κάλπης ως ταμείου. Για να απαρνηθεί την επαρκή (τετραετή) εντολή που ήδη είχε για τη διαχείριση του ταμείου και το 2008, σημαίνει ότι κάτι αλλάζει στη συνταγή της διανομής της πίτας. Αλλά τι; Υπέρ ποιου; Εις βάρος ποιου; Αυτό παραμένει μέχρι τέλους ασαφές, παρά τον ορυμαγδό εξαγγελιών. Αποτέλεσμα; Μια ευρύτατη γκρίζα ζώνη ατιμολόγητων ψήφων, κατ’ ευφημισμό υπαγόμενων στον κύκλο των αναποφάσιστων, των λευκών και ακύρων, των απεχόντων και όσων βασάνισαν μέχρι τέλους τους δημοσκόπους (οι οποίοι ελπίζω από Δευτέρα να σκίζουν τα διπλώματα και να καταθέτουν τις άδειες χειραγώγησης των ψηφοφόρων. Ας πιστέψουμε και σε κανένα θαύμα).

Η κάλπη είναι ένα νοητό ταμείο, λοιπόν, και τα κόμματα εξουσίας οφείλουν να το κάνουν όσο γίνεται πιο χειροπιαστό. Το ισοδύναμο πολιτικής ισχύος που περιέχουν τα κουτιά από πλεξιγκλάς που αποκαλούνται ψηφοδόχοι στη μεταμοντέρνα δημοκρατία είναι το πραγματικό ταμείο που αποκαλείται κρατικό θησαυροφυλάκιο. Κι αυτό δεν είναι καθόλου νοητό, είναι απολύτως υλικό, αποτελείται από εισόδημα που εθελοντικά ή με δυσφορία και κρατικό καταναγκασμό έχουμε εισφέρει ως φορολογούμενοι. Σε κάθε περίπτωση είναι ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΑΣ. Όταν, λοιπόν, τα κόμματα εξουσίας, σε κατάσταση προεκλογικής στύσης και έπαρσης λένε «ΣΑΣ ΔΙΝΟΥΜΕ…», λένε ψέματα. Θα έπρεπε να λένε απλώς «ΣΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ», και να διευκρινίζουν με ακρίβεια το οικονομικό ισοζύγιο της ψήφου που ζητάνε. Δηλαδή, να διευκρινίζουν μέχρι και το τελευταίο ευρώ τι έχουν πάρει προεκλογικά, τι θα πάρουν, τι θα επιστρέψουν και με ποια μορφή μετεκλογικά, ποιους θα ρίξουν και ποιους θα ευνοήσουν σ’ αυτήν την πολιτικο-οικονομική συναλλαγή. Έτσι, άτομα, νοικοκυριά, επαγγελματικές κατηγορίες και τάξεις θα μπορούσαν να κάνουν έναν διαφανή υπολογισμό και να συμπεράνουν αν πουλάνε την ψήφο τους σε συμφέρουσα τιμή.

Προϋπόθεση για να έχει αυτή η συναλλαγή έναν κατ’ ελάχιστον έντιμο χαρακτήρα, είναι να διαθέτει τη διαφάνεια της κάλπης. Και διαφάνεια δεν σημαίνει να αντικαταστήσεις το ξύλο με πλεξιγκλάς ή διαφανές πλαστικό. Αφού η προεκλογική διαδικασία εξελίσσεται εν είδει χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, με κτυπήματα και πλειοδοσία προσφορών μέχρι και το τελευταίο λεπτό, η διαφάνεια δεν έπρεπε να είναι μονοπώλιο των αγοραστών, αλλά μάλλον προνόμιο των πωλητών. Η απόκρυψη των δημοσκοπήσεων μόνο για την πλευρά των πωλητών-πολιτών δημιουργεί μιαν κραυγαλέα στρέβλωση στην αγορά της ψήφου. Με τη βλακώδη απαγόρευση της δημοσιοποίησής τους, οι μόνοι που γνωρίζουν την όποια εξέλιξη της τιμής της ψήφου, τις ανεπαίσθητες διακυμάνσεις της, τα διλήμματα, τις ταλαντεύσεις και τις δειλίες των πωλητών της, είναι οι αγοραστές της- τα πολιτικά κόμματα, και δη αυτά που έχουν το μονοπώλιο της εξουσίας. Έχουν, επομένως, τη δυνατότητα να χειραγωγήσουν την αγορά, να δημιουργήσουν εντυπώσεις υπερπροσφοράς ή απουσίας ζήτησης στη μία ή την άλλη πλευρά της πολιτικής κλίμακας και να ελέγξουν την τιμή που προσφέρουν. Με μιαν έννοια, λειτουργούν σαν καρτέλ της εξουσίας, φροντίζοντας να προσφέρουν τιμές ελεγχόμενες, εναρμονισμένες στα όρια αντοχής του συστήματος. Το δίκαιο θα ήταν να συμβαίνει το αντίστροφο. Θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος -δεν ξέρω χάρη σε ποια τεχνολογία- ώστε οι δημοσκοπήσεις που θα διενεργούνταν μέχρι και το τελευταίο λεπτό της ψηφοφορίας να είναι σε γνώση μόνο των πωλητών της ψήφου και απόλυτα μυστικές για τους αγοραστές της. Τα κόμματα εξουσίας, σε κατάσταση παράκρουσης, σε απόγνωσή για την άγνοιά τους, θα έφταναν στο έσχατο σημείο διασυρμού, θα πρόσφεραν ακόμη και τις σάρκες τους για να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη εκχώρηση ισχύος.

Η κάλπη είναι ένα ταμείο. Στο οποίο όλοι εισφέρουμε άνισα και το οποίο μας ανταποδίδει το συσσωρευμένο του περιεχόμενο ακόμη πιο άνισα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι τα κόμματα επέλεξαν να πλειοδοτήσουν σ’ αυτές τις εκλογές στο πεδίο της φορολογίας των ακινήτων. Θα περίμενε κανείς, με ανοικτές ακόμη της φλέβες της Πελοποννήσου και της Εύβοιας, να κινηθούν με φειδώ στο πεδίο αυτό, το τόσο συνένοχο με το χέρι των εμπρηστών και την πνοή του «στρατηγού ανέμου». Θα περίμενε κανείς αυτό το τραγικό πάθημα, που θα το πληρώσουν τουλάχιστον δυο γενιές Ελλήνων (και ψηφοφόρων), να έχει αγγίξει έστω και ελάχιστα τις πιο ευαίσθητες χορδές των κομμάτων εξουσίας. Να αντιληφθούν ότι αυτό το πονηρό κλείσιμο του ματιού στις στρατιές των εργολάβων και των άπληστων οικιστών των πόλεων, των προαστίων και της υπαίθρου τσιμεντώνει την καταστροφή πάνω στην καμένη γη και προετοιμάζει τις επόμενες φωτιές. Αλλά προφανώς έχουν σπάσει κι αυτές οι τελευταίες χορδές ευαισθησίας. Ο δικομματισμός έχει γίνει παχυδερμισμός. Όλο το δέρμα της γης που αποκολλήθηκε βίαια από την καμένη χώρα, έκατσε πάνω τους, σε αλλεπάλληλα στρώματα αναισθησίας.
Τους εύχομαι -τουλάχιστον- μια νύχτα αγωνίας. Κυριακή προς Δευτέρα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΧΟΡΟΣ
Είν’ η εξουσία σου τρανή,
ω Δήμε, κι όλοι οι άνθρωποι
σα να ’σαι μονοκράτορας,
σε σκιάζονται, σε τρέμουν.
Μα παρασέρνεσαι εύκολα,
θέλεις να σε χαϊδεύουνε,
σ’ αρέσει να σε ξεγελούν,
και σα χαζός τους ρήτορες
κοιτάς. Εδώ κι αν βρίσκεσαι,
ο νους σου πέρα τρέχει.

ΔΗΜΟΣ
Κάτω απ’ τα πλούσια αυτά μαλλιά
εσείς δεν έχετε μυαλά,
χαζό αν με λέτε. Επίτηδες
καμώνομαι τον βλάκα.
Μ’ αρέσει κάθε μέρα εγώ
να λέω «για βάλτε μου να πιω»
και να ’χω κι ένα κλέφταρο
διαχειριστή κάθε φορά.
Μα σα χορτάσει για καλά,
τον γρονθοκοπάω.
………..
Θαρρούν πως έχουνε μυαλό
και λένε πως με ξεγελούν,
μα για κοιτάχτε εγώ με τι
ξυπνάδα τούς τυλίγω.
Με κλέβουνε και κάνω εγώ
πως δεν τους βλέπω, μα έπειτα
το στόμιο της δικαστικής
κάλπης τούς χώνω στο λαιμό
κι έτσι τους κάνω και ξερνούν
αυτά που μου έχουν κλέψει.

Αριστοφάνη, «Ιππής» (μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου)

Monday, September 10, 2007

Ο πατριωτισμός των Ελλήνων (8/9/2007)

Με διαφορά μερικών μόλις ωρών -λίγων από τις πολλές φρυκτές και φρικτές ώρες των επάρατων μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου- ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ επικαλέστηκαν τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Και με πανομοιότυπο τρόπο, έκαναν λόγο όχι για οποιονδήποτε πατριωτισμό, αλλά για έναν νέο πατριωτισμό. Ποιος έχει το κοπιράιτ, αδιάφορο. Για την ιστορία αναφέρω ότι τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Γιώργος Παπανδρέου. Όχι μόνο προ ημερών, στο πλαίσιο της ρητορικής που αναπτύχθηκε στα αποκαΐδια της Πελοποννήσου, αλλά και πριν από περίπου τριάμισι χρόνια, παραμονές των προηγούμενων εκλογών, φρέσκος ακόμη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Αλλά ελάχιστη σημασία έχει.

Το ερώτημα είναι τι εννοούν και ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ μιλώντας για νέο πατριωτισμό. Ο προσδιορισμός «νέος» σημαίνει προφανώς ότι υπάρχει ένας «παλαιός», ο οποίος είτε απορρίπτεται, είτε θεωρείται παρωχημένος.

Η αλήθεια είναι ότι ο «παλαιός» πατριωτισμός είναι αρνητικά φορτισμένος. Για μια χώρα που έχει περάσει έναν διχασμό, αρκετούς πολέμους, έναν εμφύλιο, μια μακρά περίοδο φαιάς δημοκρατίας, δύο δικτατορίες, με ένα μέρος του πολιτικού φάσματος εκτός νόμου και ένα τμήμα του πληθυσμού εξόριστο, φυλακισμένο και πολιτικά ανάπηρο, είναι προφανές ότι ο πατριωτισμός δεν είναι μονοσήμαντος. Ποτέ δεν ήταν. Δεν υπερασπίζονταν όλοι οι Έλληνες πάντα την ίδια πατρίδα. Όχι μόνο για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς. Αλλά πρωτίστως για λόγους κοινωνικούς. Ακόμη και τα σύνορα, η μόνη ίσως σταθερά της έννοιας «πατρίδα», δεν ήταν για όλους τα ίδια. Η επικράτεια ήταν κυριολεξία για τους αστούς που έβλεπαν την πατρίδα σαν μια μεγάλη αγορά, αρκετή για να χωρέσει τις κερδοσκοπικές τους φιλοδοξίες. Αλλά για το χωρικό και τον βουκόλο που ζούσε από την οικονομία της γης και για τον οποίο η αγορά εξαντλούνταν στην τοπική ζωοπανήγυρη, τα σύνορα της πατρίδας σπάνια ξεπερνούσαν τα όρια ενός νομού. Αργότερα, τα σύνορα της πατρίδας μεγάλωσαν και γι’ αυτούς που αποκολλήθηκαν από την ύπαιθρο για να συσσωρευτούν στην Αθήνα και τις άλλες μεγαλουπόλεις, ως φθηνό ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Σήμερα, για κάποιους τα σύνορα της χώρας έχουν επεκταθεί απίστευτα, πέρα και από το Μεγαλοϊδεατικό όνειρο της Ελλάδας των τριών θαλασσών και των δύο ηπείρων, στις απροσδιόριστες διαστάσεις των ενιαίων και απελευθερωμένων αγορών. Για άλλους πάλι, η πατρίδα έχει συρρικνωθεί καταθλιπτικά, στα όρια ενός ενυπόθηκου διαμερίσματος 100 τετραγωνικών ή των πέντε τετραγωνικών που τους αναλογούν στον χώρο εργασίας τους.

Σε κάθε περίπτωση, το παλαιό ποιητικό ερώτημα του Πολέμη «Τι είναι η πατρίδα μας; / Μην είναι οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;» απαντάται με ποικίλους τρόπους, συναρτημένους με την εποχή, τους μύθους της, τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα των στρωμάτων της κοινωνικής πυραμίδας. Είναι δεδομένο για όλους, βέβαια, ότι πατρίδα δεν είναι πλέον οι κάμποι και τα βουνά, σπαρμένα ή άσπαρτα. Σιγά σιγά απαλλασσόμαστε απ’ αυτά, με τις φωτιές ή το real estate.

Η πατρίδα αλλάζει, λοιπόν, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο για όλους. Λογικό, λοιπόν, ν’ αλλάξει και το είδος του πατριωτισμού που απαιτεί η υπεράσπισή της. Δύο είναι τα σημαντικότερα στοιχεία που διαφοροποιούν τον παλαιό από τον νέο πατριωτισμό (αγνοώ, βεβαίως, αν τα ίδια στοιχεία υπονοούν οι κύριοι Καραμανλής και Παπανδρέου).

Πρώτον, ο παλαιός πατριωτισμός στηριζόταν στον καταναγκασμό, ο νέος επικαλείται τον εθελοντισμό. Θεωρητικά, είναι ο καθένας όσο πατριώτης θέλει και μπορεί να είναι. Ο παλαιός πατριωτισμός στηριζόταν σε μια σειρά ελάχιστων υποχρεώσεων, θεωρητικά ισότιμων για όλους. Υποχρεωτική στράτευση και επιστράτευση, υποχρεωτική προσφορά των ανθρώπων ως κρέατος για τα κανόνια, ανεξάρτητα από το αν ο πόλεμος της πατρίδας ήταν δίκαιος ή άδικος. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ιδιαίτερα γι’ αυτό, ο Κλιντ Ιστγουντ τα έχει πει όλα στις «Σημαίες των προγόνων μας» και στα «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα». Αλλά ακόμη και μακριά από τα πεδία της μάχης, στον χώρο της ειρηνικής δράσης, ο παλαιός πατριωτισμός απαιτούσε υποχρεωτικό περιορισμό ελευθεριών και δικαιωμάτων, υποχρεωτική φορολογία, μικρές και μεγάλες καταναγκαστικές θυσίες, άνισα πάντα κατανεμημένες, με το μέγιστο βάρος στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας και για στόχους για τους οποίους συνήθως ουδείς ρωτήθηκε. Ο νέος πατριωτισμός επικαλείται την ελεύθερη βούληση, την αυτοπροσφορά, έστω και εκβιασμένη από το ερανικό τηλεοπτικό μάρκετινγκ.

Το δεύτερο στοιχείο διαφοροποίησης του νέου από τον παλαιό πατριωτισμό είναι το είδος της προσφοράς που απαιτείται. Το μέσο συναλλαγής για την υπεράσπιση της πατρίδας. Η μονάδα μέτρησης του παλαιού πατριωτισμού ήταν το αίμα, αφειδώς αντλούμενο από το προλεταριάτο και τη φτωχή αγροτιά, με φειδώ και διακριτικότητα αποσπώμενο από τους γόνους της πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Ο νέος πατριωτισμός μετριέται με χρήμα. Non olet sanguis sed pecunia, δεν μυρίζει αίμα, αλλά χρήμα, για να παραφράσουμε τους Λατίνους και την Πατρίτσια Χάισμιθ. Αλλά εδώ η προσφορά αντιστρέφει την κοινωνική πυραμίδα. Ό,τι εκπορεύεται από την κορυφή της, παίρνει τη διάσταση μιας εθνικής ευεργεσίας, ανακοινώνεται μπροστά στις κάμερες, κάτω από εκτυφλωτικούς προβολείς, στο στιλ ενός πατριωτικο-κοσμικού χάπενινγκ. Τα μικρά ποσά που βγαίνουν από τα πορτοφόλια των μικρομεσαίων, περνούν με ταχύτητα 30 χιλιομέτρων την ώρα, στα «σουπεράκια» στον πάτο της τηλεοπτικής εικόνας. Η ψυχολογική ερμηνεία αυτής της ανταπόκρισης, που στην περίπτωση της καταστροφής του Αυγούστου μετριέται ήδη σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, βρίσκεται ίσως στο γεγονός ότι η πατρίδα συγκινεί και συνεγείρει περισσότερο απειλούμενη, πληττόμενη, αιματοκυλισμένη, καμένη, πνιγμένη, κατεστραμμένη παρά ακμαία και όρθια. Αποτελεί, επίσης, ένα είδος εξορκισμού του κακού που δεν βρήκε εμάς, αλλά άλλους. Σαν να εξαγοράζουμε τις τύψεις μας για την κατ’ επίφαση ευδαιμονία μας. Ή γιατί εμείς απλώς επιβιώσαμε.

Αλλ’ αυτό αφορά τους κομπάρσους του νέου πατριωτισμού, τους πατριώτες των 20 και των 50 ευρώ. Για τους πρωταγωνιστές, τους χορηγούς των εκατομμυρίων που μετέφεραν τον ανταγωνισμό τους από το πεδίο της αγοράς και της ισχύος στα νέα μέτωπα της πατρίδας και της εθνικής ευεργεσίας, τα κίνητρα είναι πολύ πιο ιδιοτελή. Δεν θα αναφέρω μόνο την κοινοτοπία των φοροαπαλλαγών που επιτυγχάνουν οι μεγάλοι ευεργέτες (το κόλπο είναι παλαιό, από την εποχή του παλαιού πατριωτισμού). Μεγαλύτερη ίσως σημασία έχει η ιδιότυπη πολιτική επένδυση που κάνουν οι «μεγάλοι χορηγοί» στο παρόν μπλοκ εξουσίας, λίγες μέρες πριν τεθεί σε εκλογική του δοκιμασία και με τις πελώριες απορίες που προκάλεσε η θεαματική διαχειριστική του ανικανότητα στην πρώτη πραγματικά εθνική κρίση που αντιμετώπισε. Να υποθέσουμε ότι αυτή η γκρίζα πατριωτική συναλλαγή είναι με το αζημίωτο; Δεν θέλω να τα ισοπεδώνω όλα, προφανώς σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό προσφοράς προβάλλονται κι άλλα, λιγότερο υλικά ενδιαφέροντα: υστεροφημία, ματαιοδοξία, συναλλαγές με την αιωνιότητα και την ιστορία, ίσως και κάποια ψήγματα εθνικού οράματος. Αλλά, τίποτε παραπάνω.
Αν υποθέσουμε ότι αυτά τα δύο στοιχεία, βούληση και χρήμα (αντί βίας και αίματος), αποτελούν τον πυρήνα του νέου πατριωτισμού, διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο ανισότητας ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες που καλούνται να εισφέρουν στο ταμείο της πατρίδας. Κάποιοι διατηρούν την πολυτέλεια της ευεργεσίας κατά βούληση, σε μια επένδυση υψηλής απόδοσης, οικονομικής και πολιτικής. Φοροαπαλλαγές, φήμη, ευγνωμοσύνη, προνομιακές δοσοληψίες με το κράτος. Κάποιοι άλλοι, η πλέμπα, μένουν σε μια μεσοβέζικη κατάσταση, μεταξύ παλαιού και νέου πατριωτισμού, με ισχνή ανταποδοτικότητα. Ως φορολογούμενοι υφίστανται τον εξαναγκασμό της εισφοράς στον κρατικό θησαυροφύλακα, ο οποίος αποκλείεται να τους σώσει την επόμενη φορά που θα τους απειλήσει η φωτιά, το νερό ή ο αέρας. Ως εθελοντές, σπεύδουν να ξαναεισφέρουν στον κρατικό θησαυροφύλακα αυτά που όφειλε να τους αποδώσει την ώρα την κακιά, για όσα κάηκαν, πνίγηκαν ή εξανεμίστηκαν. Είναι πατριώτες, παλαιού ή νέου τύπου -δεν έχει σημασία- αλλά κατά βάση είναι και κερατάδες και δαρμένοι.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (8/9/2007)

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήταν μια γερή χαρά, μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.
Γιώργου Σεφέρη, «Αστυάναξ» («Μυθιστόρημα»)

Monday, September 3, 2007

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (1/9/2007)

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Η ζωή της Φωτιάς μάγευε ανέκαθεν τον Ναώχ.
Όπως τα ζώα, χρειάζεται κι αυτή να φάει, τρέφεται με κλωνιά και με ξερά χορτάρια. Μεγαλώνει, κάθε φωτιά γεννιέται από άλλες φωτιές, κάθε φωτιά μπορεί να πεθάνει. (…) Kι απ’ την άλλη αφήνει να την κομματιάσεις επ’ άπειρο, το κάθε κομμάτι μπορεί να ζήσει. Μικραίνει όταν της στερείς από τροφή, γίνεται μικρή σαν μια μέλισσα, σαν μύγα, κι ωστόσο μπορεί να ξαναγεννηθεί πάνω σε ένα χορτάρι, να γίνει πελώρια σαν βάλτος. Είναι και δεν είναι ζώο. Δεν έχει ούτε ποδάρια ούτε κορμί, και ξεπερνάει τις αντιλόπες, δεν έχει φτερά και πετάει μεσ’ στα σύννεφα, δεν έχει στόμα και ξεφυσάει, μουρμουρίζει, μουγκρίζει, δεν έχει χέρια ούτε νύχια κι αδράχνει μια ολόκληρη έκταση. Ο Ναώχ την αγαπούσε, τη σιχαινότανε και τη φοβότανε. Παιδί, τον είχε δαγκάσει μερικές φορές, δεν είχε προτίμηση για κανέναν -έτοιμη να καταβροχθίσει αυτούς που τη συντηρούνε- πιο ύπουλη από ύαινα, πιο άγρια κι από τον πάνθηρα. Μα η παρουσία της είναι κάτι το εξαίσιο, σκορπάει την απονιά της κρύας νύχτας, αναπαύει από την κούραση και κάνει επίφοβη την αδυναμία των ανθρώπων.

Ζοζέφ Ρονύ, «Ο πόλεμος της φωτιάς»

Η αυτο- απο(σο)δόμηση του κράτους (1/9/2007)

Έπιασα τον εαυτό μου να συμπεριφέρεται σαν «τζάνκι». Έκανα ζάπινγκ μανιωδώς. Από την τηλεόραση στο ραδιόφωνο, από το ένα κανάλι στο άλλο, από την Αρεόπολη, στη Ζαχάρω, από τον Ταΰγετο στον Πάρνωνα, από την Ηλεία στην Εύβοια, από τις κραυγές αγωνίας στις φωνές οργής, από την απελπισία στον θυμό, από τους νεκρούς ανθρώπους στη νεκρή φύση. Δεν έχουμε ζήσει πόλεμο ως γενιά, κι ελάχιστες φορές, ίσως ποτέ, είχαμε την εμπειρία μιας καταστροφής που να εκτυλιχθεί μπροστά μας, έστω και με τη διαμεσολάβηση μιας τηλεοπτικής κάμερας, έστω και μέσα από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες πανικόβλητων ρεπόρτερ, επίδοξων πολεμικών ανταποκριτών ή αυτοηρωποιούμενων τηλεαστέρων.

Εν αρχή ην ο φόβος. Η φρίκη μπροστά στην υποκατάσταση, η παράλυση που προκαλεί η σκέψη ότι μπορεί να συμβεί και σ’ εσένα, να χρειαστεί να προστατέψεις με το σώμα σου το παιδί σου, πριν οι φλόγες σε θερμοκρασία 1.000 βαθμών παγώσουν την οδύνη του τέλους. Ύστερα έρχεται η μαζική κατάθλιψη, η ιδέα ότι είμαστε απροστάτευτοι απέναντι σε φαινόμενα που μας ξεπερνούν, ακριβώς όπως οι πρωταγωνιστές του Γουέλς στον «Πόλεμο των κόσμων», που δέχονταν επίθεση από έναν εχθρό εξωγήινο, αόρατο αρχικά και ακατανίκητο. Η σκέψη επεκτείνεται στο μέλλον – με την απόσταση ασφαλείας που σε χωρίζει, προς το παρόν, από την καταστροφή, φαντάζεσαι τον εαυτό σου να διασχίζει με την ταχύτητα του «στρατηγού ανέμου» το φαιό τοπίο και να λες στο παιδί σου «εδώ ήταν κάποτε εθνικός δρυμός». Και αναρωτιέσαι «σε τι κόσμο φέρνουμε τα παιδιά μας». Το οικολογικό ολοκαύτωμα εξελίσσεται σε υπαρξιακό.

Ύστερα, έρχεται η επίκληση του κράτους. Η σκέψη ότι στον αποκρουστικό και αναπόφευκτο (;) Λεβιάθαν έχουμε εκχωρήσει τόσο πολύ από το εισόδημά μας, τόσες πολλές από τις ελευθερίες μας, τόση πολλή από τη συλλογική ισχύ μας, που δεν δικαιούται να παρακολουθεί με αβουλία και αμηχανία την καταστροφή. Ο όλεθρος της Πελοποννήσου και της Εύβοιας ήταν από τις ελάχιστες ευκαιρίες του κρατικού Λεβιάθαν να αποδείξει ότι είναι χρήσιμος, ότι αποτελεί το αναγκαίο κακό.

Έχουμε την πιο απτή απόδειξη ότι ισχύει το αντίθετο. Δικαίως, η υπουργός Εξωτερικών ανησύχησε για τη συντελούμενη αποδόμηση του κράτους στο ολοκαύτωμα του Αυγούστου. Ακόμη κι αν ίσχυε το ευφάνταστο μακαρθικό σενάριό της για τους «εσωτερικούς εχθρούς» που απεργάζονται την αποδόμηση του κράτους, επεκτείνοντας τα εμπρηστικά τους χάπενινγκ από το Σύνταγμα στις κορυφές των βουνών, αυτό θα αποτελούσε μια τραγική επιβεβαίωση της αχρηστίας του κράτους. Αν δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του απέναντι σε μερικές εκατοντάδες θερμόαιμων (που, κατά κανόνα, έχουν μεγαλύτερη οικολογική ευαισθησία από το ίδιο το κράτος), πώς θα μας υπερασπιστεί απέναντι στις επιβουλές υπαρκτών εχθρών και κακόβουλων συμμάχων;

Στην πραγματικότητα, το κράτος, στο παρανάλωμα του Αυγούστου, αυτο-αποδομήθηκε. Θα μπορούσα να πω ότι αυτο-σοδομήθηκε ακροβατικά, με τρόπο που θα ζήλευε κι ο πιο αρρωστημένος σκηνοθέτης πορνοταινίας. Το κράτος και όλοι οι μόνιμοι πολιτικοί του τρόφιμοι διέρρηξαν τον πυρήνα της ελάχιστης εμπιστοσύνης που συνέδεε τον Λεβιάθαν με τους πολίτες. Έχει μεσολαβήσει μια δεκαετία πλανητικής συσσώρευσης πόρων στο περίφημο πεδίο της ασφάλειας (κι αυτή βρίσκεται πράγματι στον πυρήνα αυτής τής κατά συνθήκη εμπιστοσύνης στο κράτος) εν ονόματι της τρομοκρατίας, των ασύμμετρων απειλών κι όλων των θεωριών συνωμοσίας που συντηρούν τον μύθο της κρατικής παντοδυναμίας. Ποτέ άλλοτε δεν δαπανήθηκαν τόσα χρήματα στην εθνική και διεθνή ασφάλεια. Και ποτέ άλλοτε δεν αποδείχθηκαν τόσο άχρηστα, πεταμένα στα σκουπίδια. Το σιδερόφραχτο κράτος αποδείχθηκε ανίκανο να σώσει τους πολίτες της υπερδύναμης στη Νέα Ορλεάνη απέναντι στην οργή του τυφώνα «Κατρίνα». Αποδείχθηκε ανίκανο να προστατεύσει τους ανθρώπους και το περιβάλλον τους στην περίπτωση του μένους της φωτιάς στην Πελοπόννησο, την Εύβοια και σε όλες τις δυστυχείς περιοχές της γραφικής μας Μπανανίας.

Πώς αντιδρούν το κράτος και οι πολιτικοί του τρόφιμοι σ’ αυτή την εκκωφαντική αποδόμηση του μύθου τους; Με την πιο εκτεταμένη επιχείρηση εξαγοράς του πόνου και της οργής των πληγέντων. Όσο κι αν είναι αναγκαία και αναπόφευκτη αυτή η μαζική εκστρατεία ανακούφισης των πυροπαθών, όσο κι αν είναι αναγκαίος αυτός ο πακτωλός πόρων για να επιβιώσουν οι άνθρωποι, ενταγμένος στην προεκλογική πλοκή είναι αδύνατο να αποτινάξει από πάνω του τη σφραγίδα της ανοικτής εξαγοράς. Πόσο κοστίζει μια ζωή; Μια σύνταξη. Πόσο κοστίζει η επιβίωση; Δεκατρία χιλιάρικα. Πόσο πάει η αποκατάσταση ενός νοικοκυριού; Μια επιδότηση, ένα άτοκο δάνειο, μια διαγραφή χρεών. Όλα έχουν την τιμή τους, στην price list του κράτους, που ξεπερνά σε γενναιοδωρία τον Σκρουτζ, μετά τη νύχτα των φαντασμάτων. Αλλά δεν είναι μια χειρονομία μεταμέλειας. Είναι μια κίνηση αυτοσυντήρησης, σε μία από τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετώπισε στη μεταπολεμική του ιστορία. Την απειλή της τελικής του απογύμνωσης. Είναι τόσος ο πανικός του Λεβιάθαν, που προτιμά να αυτο-ακρωτηριαστεί, να καταργήσει έναν ολόκληρο στρατό γραφειοκρατών, προκειμένου να φτάσει πιο γρήγορα στους αποδέκτες το τίμημα της εξαγοράς. Αν πάντα το κράτος λειτουργούσε με τις διαδικασίες-εξπρές που επέβαλε (ερήμην του νόμου) ο πρωθυπουργός για τους πυροπαθείς, περίπου τα δύο τρίτα των κρατικών υπαλλήλων θα έπρεπε να ψάχνουν για δουλειά. Αλλά, μην ανησυχείτε, η ανακούφιση είναι προσωρινή, η ταλαιπωρία μόνιμη.

Ενδεχομένως, να φαντάζει σχιζοφρενική αντίφαση αυτή η πολεμική φλυαρία κατά του κράτους από κάποιον, όπως ο υπογράφων, που κατά καιρούς έχει υπερασπιστεί τον «κρατισμό» απέναντι στην παντοδυναμία της «αγοράς». Αλλά η σχιζοφρένεια -αυτοκαθησυχάζομαι- δεν αφορά εμένα. Αφορά το κράτος και τον τρόπο που διαρκώς αυτοαναιρείται. Για χρόνια, οι ρέκτες του φιλελευθερισμού μαδούσαν σαν μαργαρίτα τα φύλλα, τα κλαδιά, τις ρίζες του κράτους, εν ονόματι της αποκρατικοποίησης. Το συκοφάντησαν ως ρίζα κάθε κακού, υποσχέθηκαν τη συρρίκνωσή του μέχρι ανυπαρξίας. Εμπέδωσαν σε μια μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας ότι δεν έχει λόγο να τροφοδοτεί τον πολυδάπανο, δυσκίνητο, άχρηστο μηχανισμό και μεθόδευσαν τον κατακερματισμό του και την εκποίησή του σε τεύχη. Τώρα, υπερασπίζονται το άχρηστο και επικίνδυνο κράτος με πάθος, μεθοδεύουν τη διόγκωσή του μέχρι σκασμού, το θέτουν στην υπηρεσία κάθε ατομικής ανάγκης και επιθυμίας. Το κράτος θα μας φτιάχνει τα σπίτια, θα μας αγοράζει την οικοσκευή, θα οργώνει τα χωράφια μας, θα ταΐζει τα ζώα μας, κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την καταστροφή. Το κράτος της πελατείας αναγεννάται ως φοίνιξ εκ της τέφρας του. Αλλά οι περισσότεροι, καχύποπτοι πια, το περιμένουν με το δίκαννο, πριν γίνει Στυμφαλίδα Όρνιθα και τους κατασπαράξει πάλι. Αυτά πρέπει να τα σκοτώνεις από μικρά…