Monday, September 10, 2007

Ο πατριωτισμός των Ελλήνων (8/9/2007)

Με διαφορά μερικών μόλις ωρών -λίγων από τις πολλές φρυκτές και φρικτές ώρες των επάρατων μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου- ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ επικαλέστηκαν τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Και με πανομοιότυπο τρόπο, έκαναν λόγο όχι για οποιονδήποτε πατριωτισμό, αλλά για έναν νέο πατριωτισμό. Ποιος έχει το κοπιράιτ, αδιάφορο. Για την ιστορία αναφέρω ότι τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Γιώργος Παπανδρέου. Όχι μόνο προ ημερών, στο πλαίσιο της ρητορικής που αναπτύχθηκε στα αποκαΐδια της Πελοποννήσου, αλλά και πριν από περίπου τριάμισι χρόνια, παραμονές των προηγούμενων εκλογών, φρέσκος ακόμη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Αλλά ελάχιστη σημασία έχει.

Το ερώτημα είναι τι εννοούν και ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ μιλώντας για νέο πατριωτισμό. Ο προσδιορισμός «νέος» σημαίνει προφανώς ότι υπάρχει ένας «παλαιός», ο οποίος είτε απορρίπτεται, είτε θεωρείται παρωχημένος.

Η αλήθεια είναι ότι ο «παλαιός» πατριωτισμός είναι αρνητικά φορτισμένος. Για μια χώρα που έχει περάσει έναν διχασμό, αρκετούς πολέμους, έναν εμφύλιο, μια μακρά περίοδο φαιάς δημοκρατίας, δύο δικτατορίες, με ένα μέρος του πολιτικού φάσματος εκτός νόμου και ένα τμήμα του πληθυσμού εξόριστο, φυλακισμένο και πολιτικά ανάπηρο, είναι προφανές ότι ο πατριωτισμός δεν είναι μονοσήμαντος. Ποτέ δεν ήταν. Δεν υπερασπίζονταν όλοι οι Έλληνες πάντα την ίδια πατρίδα. Όχι μόνο για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς. Αλλά πρωτίστως για λόγους κοινωνικούς. Ακόμη και τα σύνορα, η μόνη ίσως σταθερά της έννοιας «πατρίδα», δεν ήταν για όλους τα ίδια. Η επικράτεια ήταν κυριολεξία για τους αστούς που έβλεπαν την πατρίδα σαν μια μεγάλη αγορά, αρκετή για να χωρέσει τις κερδοσκοπικές τους φιλοδοξίες. Αλλά για το χωρικό και τον βουκόλο που ζούσε από την οικονομία της γης και για τον οποίο η αγορά εξαντλούνταν στην τοπική ζωοπανήγυρη, τα σύνορα της πατρίδας σπάνια ξεπερνούσαν τα όρια ενός νομού. Αργότερα, τα σύνορα της πατρίδας μεγάλωσαν και γι’ αυτούς που αποκολλήθηκαν από την ύπαιθρο για να συσσωρευτούν στην Αθήνα και τις άλλες μεγαλουπόλεις, ως φθηνό ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Σήμερα, για κάποιους τα σύνορα της χώρας έχουν επεκταθεί απίστευτα, πέρα και από το Μεγαλοϊδεατικό όνειρο της Ελλάδας των τριών θαλασσών και των δύο ηπείρων, στις απροσδιόριστες διαστάσεις των ενιαίων και απελευθερωμένων αγορών. Για άλλους πάλι, η πατρίδα έχει συρρικνωθεί καταθλιπτικά, στα όρια ενός ενυπόθηκου διαμερίσματος 100 τετραγωνικών ή των πέντε τετραγωνικών που τους αναλογούν στον χώρο εργασίας τους.

Σε κάθε περίπτωση, το παλαιό ποιητικό ερώτημα του Πολέμη «Τι είναι η πατρίδα μας; / Μην είναι οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;» απαντάται με ποικίλους τρόπους, συναρτημένους με την εποχή, τους μύθους της, τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα των στρωμάτων της κοινωνικής πυραμίδας. Είναι δεδομένο για όλους, βέβαια, ότι πατρίδα δεν είναι πλέον οι κάμποι και τα βουνά, σπαρμένα ή άσπαρτα. Σιγά σιγά απαλλασσόμαστε απ’ αυτά, με τις φωτιές ή το real estate.

Η πατρίδα αλλάζει, λοιπόν, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο για όλους. Λογικό, λοιπόν, ν’ αλλάξει και το είδος του πατριωτισμού που απαιτεί η υπεράσπισή της. Δύο είναι τα σημαντικότερα στοιχεία που διαφοροποιούν τον παλαιό από τον νέο πατριωτισμό (αγνοώ, βεβαίως, αν τα ίδια στοιχεία υπονοούν οι κύριοι Καραμανλής και Παπανδρέου).

Πρώτον, ο παλαιός πατριωτισμός στηριζόταν στον καταναγκασμό, ο νέος επικαλείται τον εθελοντισμό. Θεωρητικά, είναι ο καθένας όσο πατριώτης θέλει και μπορεί να είναι. Ο παλαιός πατριωτισμός στηριζόταν σε μια σειρά ελάχιστων υποχρεώσεων, θεωρητικά ισότιμων για όλους. Υποχρεωτική στράτευση και επιστράτευση, υποχρεωτική προσφορά των ανθρώπων ως κρέατος για τα κανόνια, ανεξάρτητα από το αν ο πόλεμος της πατρίδας ήταν δίκαιος ή άδικος. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ιδιαίτερα γι’ αυτό, ο Κλιντ Ιστγουντ τα έχει πει όλα στις «Σημαίες των προγόνων μας» και στα «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα». Αλλά ακόμη και μακριά από τα πεδία της μάχης, στον χώρο της ειρηνικής δράσης, ο παλαιός πατριωτισμός απαιτούσε υποχρεωτικό περιορισμό ελευθεριών και δικαιωμάτων, υποχρεωτική φορολογία, μικρές και μεγάλες καταναγκαστικές θυσίες, άνισα πάντα κατανεμημένες, με το μέγιστο βάρος στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας και για στόχους για τους οποίους συνήθως ουδείς ρωτήθηκε. Ο νέος πατριωτισμός επικαλείται την ελεύθερη βούληση, την αυτοπροσφορά, έστω και εκβιασμένη από το ερανικό τηλεοπτικό μάρκετινγκ.

Το δεύτερο στοιχείο διαφοροποίησης του νέου από τον παλαιό πατριωτισμό είναι το είδος της προσφοράς που απαιτείται. Το μέσο συναλλαγής για την υπεράσπιση της πατρίδας. Η μονάδα μέτρησης του παλαιού πατριωτισμού ήταν το αίμα, αφειδώς αντλούμενο από το προλεταριάτο και τη φτωχή αγροτιά, με φειδώ και διακριτικότητα αποσπώμενο από τους γόνους της πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Ο νέος πατριωτισμός μετριέται με χρήμα. Non olet sanguis sed pecunia, δεν μυρίζει αίμα, αλλά χρήμα, για να παραφράσουμε τους Λατίνους και την Πατρίτσια Χάισμιθ. Αλλά εδώ η προσφορά αντιστρέφει την κοινωνική πυραμίδα. Ό,τι εκπορεύεται από την κορυφή της, παίρνει τη διάσταση μιας εθνικής ευεργεσίας, ανακοινώνεται μπροστά στις κάμερες, κάτω από εκτυφλωτικούς προβολείς, στο στιλ ενός πατριωτικο-κοσμικού χάπενινγκ. Τα μικρά ποσά που βγαίνουν από τα πορτοφόλια των μικρομεσαίων, περνούν με ταχύτητα 30 χιλιομέτρων την ώρα, στα «σουπεράκια» στον πάτο της τηλεοπτικής εικόνας. Η ψυχολογική ερμηνεία αυτής της ανταπόκρισης, που στην περίπτωση της καταστροφής του Αυγούστου μετριέται ήδη σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, βρίσκεται ίσως στο γεγονός ότι η πατρίδα συγκινεί και συνεγείρει περισσότερο απειλούμενη, πληττόμενη, αιματοκυλισμένη, καμένη, πνιγμένη, κατεστραμμένη παρά ακμαία και όρθια. Αποτελεί, επίσης, ένα είδος εξορκισμού του κακού που δεν βρήκε εμάς, αλλά άλλους. Σαν να εξαγοράζουμε τις τύψεις μας για την κατ’ επίφαση ευδαιμονία μας. Ή γιατί εμείς απλώς επιβιώσαμε.

Αλλ’ αυτό αφορά τους κομπάρσους του νέου πατριωτισμού, τους πατριώτες των 20 και των 50 ευρώ. Για τους πρωταγωνιστές, τους χορηγούς των εκατομμυρίων που μετέφεραν τον ανταγωνισμό τους από το πεδίο της αγοράς και της ισχύος στα νέα μέτωπα της πατρίδας και της εθνικής ευεργεσίας, τα κίνητρα είναι πολύ πιο ιδιοτελή. Δεν θα αναφέρω μόνο την κοινοτοπία των φοροαπαλλαγών που επιτυγχάνουν οι μεγάλοι ευεργέτες (το κόλπο είναι παλαιό, από την εποχή του παλαιού πατριωτισμού). Μεγαλύτερη ίσως σημασία έχει η ιδιότυπη πολιτική επένδυση που κάνουν οι «μεγάλοι χορηγοί» στο παρόν μπλοκ εξουσίας, λίγες μέρες πριν τεθεί σε εκλογική του δοκιμασία και με τις πελώριες απορίες που προκάλεσε η θεαματική διαχειριστική του ανικανότητα στην πρώτη πραγματικά εθνική κρίση που αντιμετώπισε. Να υποθέσουμε ότι αυτή η γκρίζα πατριωτική συναλλαγή είναι με το αζημίωτο; Δεν θέλω να τα ισοπεδώνω όλα, προφανώς σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό προσφοράς προβάλλονται κι άλλα, λιγότερο υλικά ενδιαφέροντα: υστεροφημία, ματαιοδοξία, συναλλαγές με την αιωνιότητα και την ιστορία, ίσως και κάποια ψήγματα εθνικού οράματος. Αλλά, τίποτε παραπάνω.
Αν υποθέσουμε ότι αυτά τα δύο στοιχεία, βούληση και χρήμα (αντί βίας και αίματος), αποτελούν τον πυρήνα του νέου πατριωτισμού, διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο ανισότητας ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες που καλούνται να εισφέρουν στο ταμείο της πατρίδας. Κάποιοι διατηρούν την πολυτέλεια της ευεργεσίας κατά βούληση, σε μια επένδυση υψηλής απόδοσης, οικονομικής και πολιτικής. Φοροαπαλλαγές, φήμη, ευγνωμοσύνη, προνομιακές δοσοληψίες με το κράτος. Κάποιοι άλλοι, η πλέμπα, μένουν σε μια μεσοβέζικη κατάσταση, μεταξύ παλαιού και νέου πατριωτισμού, με ισχνή ανταποδοτικότητα. Ως φορολογούμενοι υφίστανται τον εξαναγκασμό της εισφοράς στον κρατικό θησαυροφύλακα, ο οποίος αποκλείεται να τους σώσει την επόμενη φορά που θα τους απειλήσει η φωτιά, το νερό ή ο αέρας. Ως εθελοντές, σπεύδουν να ξαναεισφέρουν στον κρατικό θησαυροφύλακα αυτά που όφειλε να τους αποδώσει την ώρα την κακιά, για όσα κάηκαν, πνίγηκαν ή εξανεμίστηκαν. Είναι πατριώτες, παλαιού ή νέου τύπου -δεν έχει σημασία- αλλά κατά βάση είναι και κερατάδες και δαρμένοι.

No comments:

Post a Comment