Saturday, December 28, 2019

Χαμένη δεκαετία

ΕφΣυν, 28-29/1/2019
 
 

Ο χρόνος είναι χρήμα, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Η φράση αποδίδεται στον Βενιαμίν Φραγκλίνο, αλλά δεν θα τσακωθούμε γι’ αυτό. Οποιος προγενέστερος ή μεταγενέστερος του Φραγκλίνου κι αν την είπε, διέπραξε τη μικρή απάτη ότι δεν πρόκειται για μια αμφίδρομη εξίσωση. Ναι, ο χρόνος έγινε χρήμα την εποχή του «ωρολογιακού καπιταλισμού», όταν οι ώρες εργασίας που απαιτούνταν για την παραγωγή ενός προϊόντος έγιναν ασφαλές μέτρο της αξίας του, πριν αυτό φτάσει στην αγορά κι αποκτήσει τις γνωστές μυστικιστικές ιδιότητές του. Αλλά από ένα σημείο και μετά το χρήμα -στη συνολική και αφηρημένη εκδοχή του ως μέτρο του πλούτου- αυτονομήθηκε πλήρως από τον χρόνο εργασίας ειδικά και από τον χρόνο γενικά. Μοιάζει να παράγεται απεριόριστα σε ένα οικονομικό σύμπαν άχρονο, άχωρο και άυλο. Τουλάχιστον γι’ αυτούς που το κατέχουν σε απεριόριστες ποσότητες.

Αντιθέτως, για τους ανθρώπους
που κατέχουν όλο και μικρότερο μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου, ο χρόνος έχει πάψει προ πολλού να είναι χρήμα. Πιο πολύ φαίνεται να μετριέται σε απώλεια χρήματος. Eξ ου και η θυμοσοφία των μισθωτών που σαρκάζουν την ανέχειά τους με το ερώτημα: «γιατί στο τέλος κάθε μισθού μένει τόσο πολύς μήνας;»

Αυτή η αντιστροφή
στη σχέση χρόνου και χρήματος εκφράστηκε με τον πιο ακραίο τρόπο, την τελευταία δεκαετία. Για την πλειονότητα των ανθρώπων στον κόσμο ήταν μια χαμένη δεκαετία. Παρότι από άποψη τεχνολογικής προόδου οι οπτιμιστές τη θεωρούν ως την καλύτερη δεκαετία στην ιστορία της ανθρωπότητας, το στίγμα της το έδωσε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η ταξικά μεροληπτική διαχείρισή της από τις πολιτικές ηγεσίες.

Λοιπόν, ας δούμε
έναν απολογισμό μιας δεκαετίας σε χρήμα.

Το 2010, στην κορύφωση
και παγκοσμιοποίηση της κρίσης που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, ο παγκόσμιος πλούτος υπολογιζόταν σε 200 τρισεκατομμύρια δολάρια. Δεν το λέω εγώ, το λέει η Credit Suisse. Αυτό αντιστοιχούσε σε περίπου 45.000 δολάρια καθαρού πλούτου- δηλαδή μετά την αφαίρεση του χρέους- κατά κεφαλήν. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα, θεωρητικά, είχε στη διάθεσή του αυτόν τον ελάχιστο πλούτο που του επέτρεπε να αποφύγει την εξαθλίωση.

Δέκα χρόνια μετά
και αφού έχουν μεσολαβήσει μερικά χρονάκια ύφεσης ή στασιμότητας, εκτεταμένα προγράμματα λιτότητας, αρκετές κρατικές και χιλιάδες εταιρικές χρεοκοπίες, επώδυνα προγράμματα διάσωσης χωρών και -κυρίως- τραπεζών, εκτοπισμός εκατομμυρίων ανθρώπων στην ανεργία και στην απόλυτη φτώχεια, συντριβή και φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης, ο παγκόσμιος πλούτος υπολογίζεται σε 360 τρισ. δολάρια, αυξημένος κατά 55%. Το κατά κεφαλήν μερίδιο αυξήθηκε και αυτό σε σχεδόν 80.000 δολάρια. Για να μη δημιουργούνται παραπλανήσεις με αυτούς τους παγκόσμιους μέσους όρους, που περιλαμβάνουν από το Αφγανιστάν μέχρι το Λουξεμβούργο, σας διευκρινίζω ότι ο κατά κεφαλήν πλούτος στην Ευρώπη είναι 200.000 δολάρια και στη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ - Καναδάς) 417.000 δολάρια.

Λοιπόν, πρόκειται
για μυστήριο ή για θαύμα; Πώς είναι δυνατόν η δεκαετία που το καπιταλιστικό σύμπαν έζησε ως την πιο καταστροφική διαταραχή από την περίοδο της Μεγάλης Υφεσης να είναι ταυτόχρονα περίοδος θεαματικής αύξησης του παγκόσμιου πλούτου; Ποια θαυμάσια εφαρμογή της θεωρίας της δημιουργικής καταστροφής έχουμε εδώ; Πώς γίνεται και αυτό που η πλειονότητα του κόσμου της εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες το βίωσε ως βίαιη συρρίκνωση του εισοδήματός της και φτωχοποίηση να εμφανίζεται ως τσουνάμι ευημερίας; Πώς είναι δυνατόν αυτό που εγώ, εσείς- ή οι περισσότεροι από σας, υποθέτω- και πολλοί άλλοι αντιλαμβανόμαστε ως χαμένη δεκαετία, κάποιοι να τη θεωρούν μια ολοκάθαρα κερδισμένη δεκαετία;

Εννοείται πως τα ερωτήματα
είναι ρητορικά. Οι καπιταλιστικές κρίσεις, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνουν κάθε φορά, λειτουργούν κυρίως ως μηχανισμός αναδιανομής του πλούτου από τους πολλούς σε όλο και λιγότερους. Από το 2009, ενώ ο δείκτης ανισότητας (συντελεστής Gini) έμεινε τυπικά σταθερός, το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού αύξησε το μερίδιο πλούτου που ελέγχει από το 41,9% στο 45%. Αυτές οι τρεις ασήμαντες μονάδες σημαίνουν ότι χρήμα και περιουσιακά στοιχεία 10 τρισ. δολαρίων άλλαξαν χέρια με όλους τους δυνατούς τρόπους. Ανάμεσα στους οποίους είναι τα κυβερνητικά προγράμματα λιτότητας, οι «μεταρρυθμίσεις» των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, οι ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων, οι ποσοτικές χαλαρώσεις των κεντρικών τραπεζών που αντάμειψαν με δωρεάν ρευστότητα τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους.

Αυτή, δυστυχώς, είναι η θλιβερή
ανακεφαλαίωση μιας δεκαετίας που ξεκίνησε ως πρωτοφανής κλονισμός του καπιταλισμού, ως μαζική αποδοκιμασία της ανηθικότητάς του, για να καταλήξει σε μια πανηγυρική παλινόρθωση του μηχανισμού της απληστίας, ενδεχομένως σε πιο επιθετικές μορφές. Και σίγουρα με πιο επιθετικούς πολιτικούς εκπροσώπους.

Κάτι πρέπει να κάνουμε τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, ε, τι λέτε;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Αηδίες -ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Απειρο με το μεγάλο διασκελισμό
ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν...


Τάσου Λειβαδίτη, «25η ραψωδία της Οδύσσειας»

Saturday, December 21, 2019

Κουκακίου άλωσις

ΕφΣυν, 21/12/2019
 
 

Γέννημα θρέμμα Νεοσκοσμίτης, από παιδί έβλεπα τη Συγγρού σαν το φυσικό σύνορο που χώριζε τη γειτονιά μου -μίγμα προσφύγων, Μικρασιατών και Αρμένιων, εσωτερικών μεταναστών από κάθε σημείο της ελληνικής επαρχίας και ντόπιων δύο τριών γενιών, προφανώς όχι γκάγκαρων- από την απέναντι, μια γειτονιά ένα τουλάχιστον σκαλί πιο πάνω από τη δική μου: το Κουκάκι. Αρχές του 20ού αιώνα, στη συμβολή Δημητρακοπούλου και Ολυμπίου έχτισε το σπίτι του ο Κουκάκης, κατασκευαστής διάσημων χαλύβδινων κλινών και κλινοστρωμνών, κι έτσι η γειτονιά πήρε το όνομά του. Προφανώς δεν ήταν απλώς ένα σπιτάκι...

Οταν ως παιδί
άρχισα να αποσπώμαι από τη στενή επιτήρηση των γονιών και να αυξάνω την ακτίνα των αποδράσεών μου, το Κουκάκι ήταν ένα προσπελάσιμο καταφύγιο. Εβγαινα στη Φραντζή, περνούσα την Καλλιρρόης, έφτανα Φιξ -η μυρωδιά απ’ το εργοστάσιο δεν σ’ άφηνε να χαθείς-, περνούσα στη Ζίννη κι από 'κει έπαιρνα τη Δημητρακοπούλου ή τη Βεΐκου, μέχρι τη Γαργαρέττα ή του Μακρυγιάννη. Κάπου ενδιάμεσα η θεία μου η Μ. είχε μαγαζί με ρούχα κι αυτό γινόταν ενίοτε το επιπλέον πρόσχημα του μεγάλου περίπατου σ’ αυτή τη θορυβώδη συνοικία με τα πολλά μαγαζιά, τις πολλές πολυκατοικίες, τις πολλές μονοκατοικίες, την πολλή κίνηση. Σε σχέση με το Κουκάκι, ο Νέος Κόσμος έμοιαζε χωριό.

Ξαναγνωρίστηκα με το Κουκάκι έπειτα από δεκαετίες. Το πέτυχα πριν από πέντε χρόνια, στο τέλος μιας περιόδου παρακμής, που είχε κλείσει πολλά μαγαζιά κι είχε αδειάσει πολλά διαμερίσματα και κατοικίες από τους μικροαστούς ιδιοκτήτες τους που διασπάρθηκαν προς νότια και βόρεια προάστια, δίνοντας όμως παράλληλα ευκαιρίες φτηνής στέγης, κυρίως σε νέους και φτωχούς ανθρώπους. Με επίκεντρο τους δύο πάντα κατάμεστους πεζοδρόμους, την Ολυμπίου και τη Δράκου, το Κουκάκι είχε εποικιστεί από ένα ολοζώντανο κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας, που έδινε ελάχιστη υπεραξία σε χρήμα, αλλά άφθονη σε ατμόσφαιρα.

Επί πέντε χρόνια, δουλεύοντας σε ένα διαμέρισμα μιας μισοάδειας πολυκατοικίας στο Κουκάκι, παρακολούθησα μέρα τη μέρα την αθόρυβη κατάληψη της συνοικίας από τον τουριστικό ολετήρα. Στην αρχή, άρχισαν να γεμίζουν τα άδεια -για πολλά χρόνια- ισόγεια μαγαζιά. Η Συγγρού ξανάγινε γρήγορα η μεγάλη πιάτσα των ενοικιάσεων αυτοκινήτων. Επειτα, άρχισαν οι ανακαινίσεις και μετασκευές εγκαταλειμμένων κτιρίων γραφείων σε ξενοδοχεία και χόστελ. Από την Καλλιρρόης, τη Συγγρού και στη συνέχεια σε κάθε δρόμο και στενό του Κουκακίου, ανάμεσα στους δύο σταθμούς του Μετρό. Επειτα, η σιωπηλή εισβολή επεκτάθηκε στις μονοκατοικίες και τις πολυκατοικίες. Από τις αρχές Απρίλη μέχρι τα τέλη Οκτώβρη, ο θόρυβος από τα ροδάκια των βαλιτσών στα πεζοδρόμια ανταγωνιζόταν τον ήχο των αυτοκινήτων στους δρόμους. Στου Μακρυγιάννη, δύο ανθρώπινα ρεύματα συγκρούονταν: το ένα ανέβαινε προς Ακρόπολη και Μουσείο, το άλλο κατέβαινε προς τους πεζοδρόμους Δράκου και Ολυμπίου.

Η μισοάδεια
πολυκατοικία, όπου δούλευα, σιγά σιγά ξαναγέμισε. Μικρές και βιαστικές ανακαινίσεις, καινούργια, φτηνά έπιπλα μετέτρεπαν τα διαμερίσματα σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Δίπλα στην είσοδό της πολυκατοικίας, στα ελάχιστα τετραγωνικά ενός καταστήματος που ξανάνοιξε, τουρίστες άφηναν τις βαλίτσες τους, φόρτιζαν τα κινητά τους και, κυρίως, παραλάμβαναν ή άφηναν τα κλειδιά του Airbnb διαμερίσματος που νοίκιαζαν στην ευρύτερη περιοχή. Με τον ίδιο ρυθμό γέμισαν όλες οι πολυκατοικίες, από τη Διάκου μέχρι την Παιδική Χαρά, κι από τη Συγγρού μέχρι τη Ζαχαρίτσα. Αλλά γέμισαν, αφού άδειασαν πρώτα. Η μεγαλύτερη, μαζικότερη και πιο βίαιη κατάληψη στο Κουκάκι δεν έγινε στα τρία κτίρια της Ματρόζου, της Παναιτωλίου και της Αρβάλη. Η μείζων άλωση του Κουκακίου έγινε μέσα σε τρία - τέσσερα χρόνια σε όλα τα σοκάκια της συνοικίας, μέσα στα οποία οι βραχυχρόνιες μισθώσεις των μικρών και μικρομέγαλων ιδιοκτητών και οι χρυσές βίζες των σιωπηρών επενδυτών εξαπέλυσαν έναν ανελέητο διωγμό χιλιάδων φτωχών ενοίκων από τα σπίτια τους. Κι ο διωγμός επεκτάθηκε προς Φιλοπάππου, προς Πετράλωνα, ακόμη και στον ταπεινό Νέο Κόσμο, κι όπου υπάρχει κοντά μετρό, τραμ, λεωφορείο, όπου υπάρχει υποψία ανεκμετάλλευτου τουριστικού κοιτάσματος. Το κατά Προυντόν αξίωμα -«η ιδιοκτησία είναι κλοπή!»- γίνεται μια εφιαλτική κυριολεξία.

Η αδημονία
του μικροϊδιοκτήτη, η τουριστική πλημμυρίδα, η πολυεθνική μηχανή κέρδους που λέγεται Airbnb εξορίζουν τους ανθρώπους από τις γειτονιές τους. Καταλαμβάνουν βίαια τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους. Και το Ευρωδικαστήριο δεν βλέπει κανένα πρόβλημα μ' αυτό. Και οι «ρόμποκοπ» του Χρυσοχοΐδη δεν είναι εκεί για να υπερασπίσουν το οικιακό άσυλο. Αλλά, κι αν ήταν, θα έδερναν τους εκδιωκόμενους, όχι τους καταληψίες της αγοράς. Θα πέταγαν ακόμη και τον ανυποψίαστο Κουκάκη από τη χαλύβδινη κλίνη και κλινοστρωμνή του.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Σε κυβερνούν σημαίνει, σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε κίνηση, σε σημειώνουν, σε καταγράφουν, σε απογράφουν, σε ζυγίζουν, σε ταξινομούν, σε φορολογούν, σε υποσημειώνουν, σε εμποδίζουν, σε μετασχηματίζουν, σε αναστηλώνουν, σε διορθώνουν. Σημαίνει με το πρόσχημα της δημόσιας ωφέλειας και του γενικού συμφέροντος να σε καταχωρούν, να σε εξαγοράζουν, να σε εκμεταλλεύονται, να σε γδύνουν, να σε συμπιέζουν, να σε μυστικοποιούν, να σε κλέβουν∙ και έπειτα, με την παραμικρή αντίσταση, με την παραμικρή διαμαρτυρία να σε καταδιώκουν, να σε προπηλακίζουν, να σε ταλανίζουν, να σε κυνηγούν, να σε λοιδορούν, να σε ανασκολοπίζουν, να σε αφοπλίζουν, να σε δένουν χειροπόδαρα, να σε χώνουν φυλακή, να σε τουφεκίζουν, να σε πυροβολούν, να σε δικάζουν, να σε καταδικάζουν, να σε θυσιάζουν, να σε πουλούν, να σε προδίδουν και σαν αποκορύφωμα, να σε εμπαίζουν, να σε χλευάζουν, να σε εξευτελίζουν, να σε βασανίζουν, να σε ατιμάζουν.

Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, «Ιδιοκτησία και επανάσταση»

Saturday, December 14, 2019

Γουρούνια!

ΕφΣυν, 14-15/12/2019




Τώρα, εσείς υποθέτετε ότι ο τίτλος παραπέμπει στο γνωστό σύνθημα με τους μπάτσους και τους δολοφόνους, για το οποίο διαδραματίστηκε άλλη μια τρικυμία εν ποτηρίω, με αποδοκιμασίες, συγγνώμες, μηνύσεις κ.λπ. Καμία σχέση.

Το επόμενο που υποθέτετε είναι ότι η λέξη «γουρούνια», ακολουθούμενη από το θαυμαστικό, χρησιμοποιείται ντε και καλά ως βρισιά εναντίον κάποιων. Πάλι καμιά σχέση. Το ενδεχόμενο αυτό το θαυμαστικό στο τέλος της λέξης να εκφράζει πράγματι θαυμασμό, εκτίμηση, συμπάθεια στα ταπεινά πλάσματα που εδώ και αιώνες χορταίνουν την πείνα μας το έχετε σκεφτεί;
Λοιπόν, περί αυτού πρόκειται: μια ταπεινή προσπάθεια να λύσουμε μια προϊστορική παρεξήγηση που διχοτομεί παράδοξα τον κόσμο σε ένα ιουδαϊκό-ισλαμο-ινδουιστικό μπλοκ (ηχεί παράδοξο ακόμη και να μιλούμε για τέτοιο μπλοκ, αλλά να που διατροφικά υπάρχει) και στο λοιπό χριστιανο-παμφάγο μπλοκ.

Δεν πρόκειται να ξαναγράψω την προϊστορία, την ιστορία και την ανθρωπολογία, αλλά υποθέτω ότι όλοι λίγο-πολύ συμφωνούμε πως η ζωική πρωτεΐνη «έχτισε» το είδος μας, που αν είχε επιλέξει να μείνει βίγκαν το πιθανότερο είναι να μην είχε διαχωριστεί από τους θεωρούμενους προγόνους μας, τους πιθήκους (κι αυτό ας μην εκληφθεί ως μομφή για τους βίγκαν, των οποίων την επιλογή σέβομαι, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κατάλληλα υποκατάστατα που δεν ρίχνουν τον αιματοκρίτη στα τάρταρα). Ο ανελέητος αγώνας για την εξασφάλιση αυτής της πρωτεΐνης μετέτρεψε τον τροφοσυλλέκτη σε κυνηγό, τον κυνηγό σε κτηνοτρόφο και καλλιεργητή και πάει λέγοντας - δεν υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες αυτής της απλοϊκής αφαίρεσης, γιατί θα φάω ξύλο από τους πάντες: από αξιοσέβαστους βίγκαν, από οπαδούς του «ευφυούς σχεδιασμού», από χριστιανούς, μουσουλμάνους, βουδιστές, ινδουιστές, εβραίους, ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ζώων, οικολόγους βάθους που ενδεχομένως πιστεύουν ότι το μόνο έμβιο ον που αξίζει να επιβιώσει στον πλανήτη της ανθρωποκαίνου εποχής είναι η αυτοαναπαραγόμενη αμοιβάδα.

Οι θρησκευτικές απαγορεύσεις και δοξασίες περί την τροφή στην πραγματικότητα μας λένε με διαφορετικό τρόπο την ιστορία της διατροφικής οικονομίας. Το γουρουνάκι «καταδικάστηκε» ως ακάθαρτο στις κοινωνίες της αρχαίας Μέσης Ανατολής πιθανότατα για λόγους καθαρά παραγωγικούς. Οι αιτιολογίες της απαγόρευσης της Παλαιάς Διαθήκης ή του Κορανίου -φταίει τάχα που δεν μηρυκάζει την τροφή του, που τρώει τα πάντα, ακόμη και πτώματα και σκουπίδια, που είναι ευπρόσβλητο σε ασθένειες, που δεν δίνει γάλα και μαλλί- κατά κάποιο τρόπο περιγράφουν τους παράγοντες που καθιστούσαν ασύμφορη την εκτροφή του. Τα αμνοερίφια και τα μοσχάρια μια χαρά εκπλήρωναν τον πολυσύνθετο παραγωγικό προορισμό τους και τα κοπάδια τους, αφού αποψίλωσαν τεράστιες εκτάσεις φυσικής χλωρίδας, εύκολα προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της σπάνεως και μοιράστηκαν με τους βοσκούς τους τα πρώτα προϊόντα της γεωργικής επανάστασης: κριθάρι, στάρι, βρώμη, χορτάρι.

Κατά τα φαινόμενα, το ταπεινό γουρουνάκι με τις ακόρεστες ορέξεις του και τον μάλλον υψηλότερο δείκτη ευφυΐας από τα αρνοκάτσικα και τα γελάδια, δεν πολυχωρούσε σ’ αυτόν τον καταμερισμό εργασίας. Οπως ακριβώς για λόγους παραγωγικότητας απαγορεύτηκε η βρώση της καμήλας, που κατά τα λοιπά μια χαρά έκανε τη δουλειά της ως ζώο μεταφοράς, ή της «ιερής αγελάδας» στην Ινδία, όταν ο πληθυσμός της χώρας άρχισε να αυξάνεται εκθετικά. Αντιθέτως, η Παλαιά Διαθήκη υποδεικνύει ως μια χαρά τροφή ακόμη και τη βδελυρή ακρίδα. Λογική υπόδειξη, όταν οι ακρίδες ήταν το μόνο που απέμενε αφού τα σμήνη τους αφάνιζαν σε δευτερόλεπτα τα σπαρτά και καταδίκαζαν στην πείνα τους πληθυσμούς.

Αυτές οι μυστικιστικές απαγορεύσεις του αρχέγονου καταμερισμού εργασίας δρασκέλισαν το κατώφλι μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, εξ ου και ο Χριστός -Ιουδαίος γαρ και ο ίδιος- στις παραβολές του δεν φέρεται με τρυφερότητα απέναντι στα πλάσματα του δημιουργού πατρός του: αλλού απαξιώνει τα γουρουνάκια γιατί είναι ανίκανα να ξεχωρίσουν την αξία των μαργαριταριών (σ.σ.: ακατάληπτο εύρημα: μήπως τα γίδια ξέρουν από μαργαριτάρια;), αλλού τα στέλνει στον γκρεμό μαζί με τους δαίμονες, κι αλλού -στον άσωτο υιό- εμφανίζει το επάγγελμα του χοιροβοσκού ως το πιο υποτιμητικό που θα μπορούσε να κάνει κανείς.

Φευ, όμως
, εδώ η Καινή Διαθήκη την πάτησε, διότι ο χοιροβοσκός άσωτος υιός προδίδει ότι η παγκοσμιοποίηση της εποχής είχε αρχίσει να παραβιάζει τις αρχαίες απαγορεύσεις και είχε φέρει τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων και των Ρωμαίων, που λάτρευαν το γουρουνάκι σε κάθε εκδοχή: ψητό, παϊδάκια, γεμιστό, παστό, αλλαντικό. Ο Αίσωπος έχει προ πολλού λύσει την παρεξήγηση περί ακάθαρτου γουρουνιού: «Ὗς καὶ κύων ἀλλήλαις λοιδορούμεναι...», έλεγε σε έναν από τους μύθους του και για να μη σας μπερδεύω με τ' αρχαία, ο μύθος ανέφερε ότι μια σκυλίτσα και μια γουρουνίτσα μάλωναν για το ποια έχει την εύνοια της θεάς Αφροδίτης. Στον ισχυρισμό της σκύλας ότι η θεά δεν ανέχεται ούτε να θυσιάσουν τη γουρούνα επειδή είναι ακάθαρτη, η γουρουνίτσα απάντησε: «Ισα ίσα η θεά απαγορεύει να με θυσιάζουν επειδή είμαι το αγαπημένο της ζώο».

Δυστυχώς γ
ια τα γουρουνάκια -ευτυχώς για μας-, η υψηλότερη από των άλλων βρώσιμων θηλαστικών ευφυΐα τους δεν τα διέσωσε από τη γενικευμένη ένταξή τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Ακόμη κι αν στη γλώσσα διατηρούνται πολλές από τις περί «ακαθαρσίας» δοξασίες, ο βιομηχανικός καπιταλισμός κατέστησε το χοιρινό βασική πηγή φτηνής ζωικής πρωτεΐνης για τον παγκόσμιο πληθυσμό, εκμεταλλεύσιμης μέχρι και τελευταίου εκατοστού οστού ή δέρματος (διαβάστε τη «Ζούγκλα» του Απτον Σίνκλερ σχετικώς και ενδεχομένως θα γίνετε οι συνεπέστεροι βίγκαν). Αυτά. Τώρα ας φάμε ένα πιτόγυρο.




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Μαρατσιόνε: Τότε η μικρή Γκουστάβα ούρλιαξε «τα γουρούνια τρώνε τον κύριο Τζούλιαν!»
Χερντχίτσε: Κι εσείς τι κάνατε;
Μαρατσιόνε: … Εμείς… όταν φτάσαμε στο χοιροστάσιο τα γουρούνια τρώγανε ό,τι είχε μείνει από έναν άνθρωπο, μάλλον ήταν ο κ. Τζούλιαν… φαινόταν ένα χέρι, αλλά στο τέλος, τίποτα…
Χερντχίτσε: Κανείς δεν είδε ούτε ένα ίχνος; Ούτε ένα κουρέλι ρούχου, μια σόλα παπουτσιού;
Μαρατσιόνε: Οχι, τίποτα.
Χερντχίτσε:… Ενα κουμπί;
Μαρατσιόνε: Οχι, κανένα.
Χερντχίτσε: Τότε… (βάζει το δάχτυλο στο στόμα, σε νεύμα σιωπής)… Ούτε λέξη σε κανέναν.

Πιερ Πάολο Παζολίνι, «Χοιροστάσιο» (1969)

Sunday, December 8, 2019

Αγορά αθανασίας

ΕφΣυν, 8-9/12/2019



Πρωτομηνιά, χάζευα στην τηλεόραση -η λέξη χαζεύω είναι η μόνη που ταιριάζει, τουλάχιστον στα δωρεάν λήψης κανάλια, με τα λοιπά πληρωτέα δεν ξέρω τι παίζει, δεν διαθέτω- κι έπεσα πάνω στο κλασικό ρεπορτάζ για την εκκίνηση της καταναλωτικής περιόδου που ονομάζεται Χριστούγεννα, αυτή που ακολουθεί το πατροπαράδοτο Black Friday, με το φαντεζί άναμμα των χριστουγεννιάτικων δέντρων στις ευρωπαϊκές πόλεις, «καταπληκτικό το δέντρο της γκαλερί Λαφαγιέτ στο Παρίσι», λέει η παρουσιάστρια, αλλά δευτερόλεπτα μετά μιλάει εκστασιασμένη για τα εγκαίνια του «Χριστουγεννιάτικου Κόσμου» στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (εκεί κάτω στο Φάληρο, που κάποτε τρέχαν τα αλογάκια, τζόγαραν οι αλογομούρηδες, πριν τους εξορίσουν στο Μαρκόπουλο, κι εγώ, φοιτητής τότε, έβγαζα ένα μεροκάματο με καθεστώς ημερήσιας πρόσληψης-απόλυσης, ζωάρα για 18άρη, κλείει η παρένθεσις). «Επιτέλους, γίναμε Ευρώπη», λέει η παρουσιάστρια για το αστραφτερό σόου με τα χιλιάδες λαμπιόνια στο πάρκο του Κέντρου - προφανώς κινέζικα λαμπιόνια, φτιαγμένα στην Κίνα από κινέζικα παιδικά χεράκια για τα κινέζικα Χριστούγεννα της Δύσης.

Οι εικόνες στην τηλεόραση δικαίωναν τον εκστασιασμό της παρουσιάστριας. Επιβλητικό το Κέντρο αρχιτεκτονικά κι η φωταγώγηση του δεντροφυτεμένου πάρκου του απογείωνε τη λάμψη του. Αλλά εμένα μου κόλλησε το ερώτημα: οι χιλιάδες που εισέρρευσαν για το σόου ξέρουν ποιος ήταν ο Νιάρχος; Εχουν την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν και τι έκανε πριν γίνει ιδέα και ίδρυμα; Ξέρουν κάτι, πέρα από τους αστικούς μύθους και τις γκλάμουρ ή μοιρολατρικές μυθιστορίες περί Μαρίας Κάλλας, Τζάκι, Χριστίνας, Αλέξανδρου, Αθηνάς, για τον επιχειρηματικό βίο και πολιτεία του Ωνάση, πριν γίνει κι αυτός Ιδρυμα και Στέγη; Μήπως ξέρουν κάτι για τον βίο και την πολιτεία του Γιάννη Λάτση οι αποδέκτες των υποτροφιών και λοιπών ενισχύσεων από το ομώνυμο Κοινωφελές Ιδρυμα; Κι όσοι μπαίνουν στο Μέγαρο Μουσικής και στην αίθουσα Χρήστου Λαμπράκη τι έχουν συγκρατήσει για τον βαρόνο των ΜΜΕ, τον ηγεμόνα του «Συγκροτήματος», που όσο ζούσε ήταν διαχρονικός ρυθμιστής των εγχωρίων σχέσεων εξουσίας; Και οι περιθαλπόμενοι από το Ιδρυμα Βαρδινογιάννη, όσοι γίνονται δέκτες της στοργής και της ελπίδας του, τι ξέρουν για την επιχειρηματική φαμίλια που μεσουρανεί εδώ και δεκαετίες σε πετρέλαια, ναυτιλία, ΜΜΕ, τράπεζες, τουρισμό; Να συνεχίσω τα ερωτήματα με το Ιδρυμα Μποδοσάκη;

Δεν λέω, θαυμάσια η Στέγη, υπέροχο το Μέγαρο, απαστράπτον το Κέντρο στο Φάληρο, αδιαμφισβήτητη η προσφορά τους στον εξευρωπαϊσμό της κουλτούρας των ιθαγενών. Αλλά ποιο ήταν το πραγματικό κίνητρο των ευεργετών στους οποίους τα οφείλουμε, των ανθρώπων που η ζωή τους ήταν ένας μαραθώνιος ανελέητης απληστίας, ενώ ο θάνατός τους άφησε καταπιστεύματα γενναιοδωρίας;

Υπάρχουν ενδιαφέροντα οικονομικά μυστικά στην ιστορία των ιδρυμάτων που αφήνουν πίσω τους Κροίσοι και Μαικήνες, καθότι τα σάβανα εξακολουθούν να μην έχουν τσέπες και δεν έχει ακόμη επινοηθεί μεταβίβαση περιουσίας στη ζωή μετά θάνατον. Ακόμη και φορολογικά μυστικά που απαλλάσσουν τους κληρονόμους των ιδρυμάτων από περιττούς πονοκεφάλους στην απόλαυση της περιουσίας τους και στο άπληστο κυνήγι του πλούτου - αναρωτηθείτε γιατί τα περισσότερα από αυτά τα ιδρύματα διατηρούν τις έδρες τους στο Λιχτενστάιν, στην Ελβετία ή στις Βερμούδες, γεγονός που αποδυναμώνει την παρηγορητική εκδοχή πως η προσφορά των ιδρυμάτων είναι μια μορφή μετά θάνατον αναδιανομής του πλούτου.

Ωστόσο, η πιο ενδιαφέρουσα, σχεδόν διασκεδαστική διάσταση της αγωνίας των δημιουργών τους να αφήνουν πίσω τους κληροδοτήματα και ιδρύματα με το όνομά τους είναι βαθύτατα μυστικιστική. Κατά κάποιον τρόπο αγοράζουν ένα κομμάτι αθανασίας, ένα οικόπεδο στον παράδεισο, ένα μέρος στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων που αντικαθιστά και εξαλείφει όσα ήξεραν ή είχαν ακούσει γι’ αυτούς: για μαυραγορίτες της Κατοχής που έγιναν εφοπλιστές ή εργολάβοι του Δημοσίου, για αδίστακτους επιχειρηματίες που εξαγόραζαν πολιτικούς ή συναλλάσσονταν με τη χούντα, για πλοιοκτήτες που έσπαγαν διεθνή εμπάργκο προμηθεύοντας απάνθρωπα καθεστώτα, για απαλλοτριωτές δημόσιας γης και κρατικής περιουσίας, για αποδέκτες χαριστικών δανείων και κραυγαλέων φοροαπαλλαγών, για βρόμικες μπίζνες που παίρναν στον λαιμό τους ανθρώπους αδικοχαμένους σε εργατικά δυστυχήματα, σε ναυάγια και σε περιβαλλοντικά εγκλήματα.

Τα ιδρύματα
είναι κάτι σαν τα συγχωροχάρτια που μοίραζε το Βατικανό, με τα οποία χρηματοδότησε εν μέρει τις Σταυροφορίες. Είναι μια ανταλλαγή του σκοτεινού παρελθόντος με ένα καθαρότερο παρόν και ένα πάλλευκο μέλλον. Είναι παράδοξο πώς άνθρωποι αφοσιωμένοι τόσο βαθιά στο κυνήγι του κέρδους έδωσαν τόση σημασία στο να ξεπλύνουν την ιστορία τους από κάθε κηλίδα, να εξασφαλίσουν μια υψηλή τιμή στο χρηματιστήριο της αθανασίας. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και μετά θάνατον να διαγκωνίζονται ποιος θα αφήσει πιο βαθύ το αποτύπωμά του, πιο διαρκή τον απόηχό του, πιο μεγάλο το δημόσιο μνημείο που φέρει το όνομά του. Ο ένας Μέγαρο, ο άλλος Στέγη, ο τρίτος κοτζάμ Κέντρο 210.000 τετραγωνικών. Ο επόμενος, ποιος ξέρει, μπορεί να ορθώσει τον Πύργο της Βαβέλ στο Σύνταγμα. Ή να μετεγκαταστήσει ολόκληρο το Λας Βέγκας στο Ελληνικό. Ο καθείς ανάλογα με το τι παρελθόν έχει να ξεπλύνει.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές,
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.
Ηρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.

Νίκου Γκάτσου, «Αθανασία» (από τον ομώνυμο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι, 1976)

Saturday, November 30, 2019

Κι αν ο Ντάνιελ Μπλέικ έβρισκε δουλειά στην Uber;

ΕΦΣΥΝ, 30/11/2019

Η προβολή της τελευταίας ταινίας του Κεν Λόουτς και του σεναριογράφου του, Πολ Λάβερτι, «Δυστυχώς απουσιάζατε», βρίσκεται στην αποδρομή της από τις αίθουσες. Οπότε υποθέτω ότι δεν θα κατηγορηθώ για «σπόιλερ» –από τον τέως πρόεδρο της εφημερίδας μας Δ.Κ. και άλλους εραστές της μαγείας του απροσδόκητου. Εξάλλου, στην ταινία δεν συμβαίνει τίποτα απροσδόκητο. Για την ακρίβεια, συμβαίνουν όλα τα τετριμμένα απροσδόκητα, όπως συμβαίνουν σε κάθε μέση οικογένεια της Ευρώπης και του δυτικού ημισφαιρίου εν γένει: ανεξόφλητα δάνεια, καθυστερημένες δόσεις, απλήρωτοι λογαριασμοί, παιδιά σε ανεξέλεγκτη εφηβεία, καβγάδες, ατυχήματα, αναποδιές, αρρώστιες. Η κοινοτοπία της ανθρώπινης βασάνου. 

Τα τετριμμένα απροσδόκητα της ζωής διαδέχονται το ένα το άλλο και σ’ αυτήν την ταινία του Λόουτς, όπως στις περισσότερες με τις οποίες συνθέτει την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία του 21ου αιώνα. Στην προηγούμενη ταινία του, τη βραβευμένη στις Κάνες «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», ο πρωταγωνιστής προδόθηκε πρώτα από την καρδιά του κι έπειτα από ένα σχιζοφρενικό, νεοφιλελεύθερο «κοινωνικό κράτος», που ιατρικά τον θεωρεί ανίκανο για εργασία, εργασιακά ηλικιωμένο και ανεπαρκή σε δεξιότητες, ασφαλιστικά χωρίς δικαίωμα συνταξιοδότησης ή επιδόματος ανεργίας όσο δεν αποδεικνύει ότι εντατικά ψάχνει για δουλειά, πολιτικά επικίνδυνο επειδή τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Περιδινούμενος στο limbo του κοινωνικού αποκλεισμού, ο Μπλέικ πεθαίνει στο κατώφλι της δικαίωσης και μας αποχαιρετά μετά θάνατον με τα αξεπέραστα λόγια: «Δεν είμαι πελάτης, δεν είμαι αγοραστής, ούτε χρήστης υπηρεσιών. Δεν είμαι ένας εθνικός αριθμός ασφάλισης, ούτε ένα στίγμα σε μια οθόνη. Δεν δέχομαι ούτε ζητώ ελεημοσύνη. Είμαι άνθρωπος, όχι σκύλος. Και ως άνθρωπος διεκδικώ τα δικαιώματά μου και απαιτώ να μου φέρεστε με σεβασμό». Ρισπέκτ, που λέμε και ελληνιστί.





Αν ο Ντάνιελ Μπλέικ είχε καταφέρει να επιζήσει από την τελετουργία εξόντωσής του από τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία, ίσως το σύστημα του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξει τη χρησιμότητά του: ως οδηγός ταξί στην Uber, ως διανομέας στην Deliveroo ή ως μεταφορέας σε μία από τις βιομηχανικές, ψηφιακές ή εμπορικές πλατφόρμες που μετασχηματίζουν τον καπιταλισμό των καιρών μας σε κάτι απροσδιόριστο, σχεδόν μη αναγνωρίσιμο: σε έναν καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές, με κεφαλαιοκράτες σχεδόν χωρίς κεφάλαιο, κέρδη χωρίς παραγωγή, παραγωγή αξίας χωρίς εργασία, εργασία χωρίς εργασιακές σχέσεις.

Ο Λόουτς και ο Λάβερτι στην τελευταία τους ταινία συμπληρώνουν το παζλ του κανιβαλικού καπιταλισμού με τα πιο πρόσφατα δεδομένα: ενώ ο Ντάνιελ Μπλέικ πάλευε να απαλλαγεί από την υποχρέωση εργασίας, ο Ρίκι θέλει να απαλλαγεί από τους βάναυσους εργοδότες. Θέλει να κάνει «μια δουλειά μόνος του». Γίνεται, λοιπόν, «συνεργάτης» μιας πλατφόρμας ταχυμεταφορών. Με δικό του βανάκι, που πρέπει να το ξεπληρώνει από όσα βγάζει από την παράδοση των δεμάτων, και με ένα ψηφιακό «γκατζετάκι» στο χέρι που τον επιτηρεί διαρκώς, τον καθοδηγεί στο τι πρέπει να παραδώσει, πού και ποια ώρα, τον χρεώνει με καθυστερήσεις. Σε αυτό το μηχανάκι με το GPS, όσο είναι η παλάμη του, έχει συμπυκνωθεί σχεδόν όλη η παραδοσιακή αλυσίδα παραγωγής: το τμήμα παραγγελιών, ο προϊστάμενος, το λογιστήριο, το τμήμα μισθοδοσίας, το τμήμα παραπόνων, όλα είναι εκεί, σε μια οθόνη κινητού.

Ο Ρίκι δεν είναι εργαζόμενος, δεν έχει σύμβαση εργασίας, δεν έχει ωράριο και δικαιώματα, δεν έχει αφεντικό. Είναι πάροχος υπηρεσιών, όπως και η γυναίκα του, Αμπι, που με συμβόλαιο μηδενικών ωρών σε μια αντίστοιχη πλατφόρμα υπηρεσιών, φροντίζει αναπήρους και ηλικιωμένους στα σπίτια τους. Στη Βρετανία έχει «ουμπεροποιηθεί» ακόμη και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Στην ταινία, λοιπόν, παρακολουθούμε απλώς την καθημερινή, εξουθενωτική αναμέτρηση με τον χρόνο δύο «κομπάρσων» του απορρυθμισμένου αναρχοκαπιταλισμού, στην προσπάθειά τους να βγάλουν το μεροκάματο, να ανταποκριθούν στις «επιχειρηματικές» –όχι εργασιακές!– υποχρεώσεις τους, να βγάλουν τα έξοδα του σπιτιού, να φροντίσουν τα παιδιά, να κρατήσουν δεμένη την οικογένειά τους. Μοναδική πολυτέλεια της ζωής τους, ένα βράδυ γύρω από το οικογενειακό τραπέζι με ινδικό παραγγελμένο από το ντελίβερι. Αυτό είναι όλο.

Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία του Λόουτς –η στήλη δεν κάνει κριτική ταινιών, για να μην παρεξηγούμεθα–, αλλά αυτό που βλέπουμε στη μικροκλίμακά της είναι μια τάση πλανητική. Αντιμετωπίζουμε τη μετάλλαξη ενός καπιταλισμού που σχεδόν ντρέπεται για τον εαυτό του και το απάνθρωπο παρελθόν του. Μασκαρεύεται πίσω από ευφάνταστες νομικές, τεχνολογικές και διοικητικές μορφές που αποκρύπτουν τη ληστρική φύση του. Επιδεικνύει εκπληκτική επινοητικότητα στο να μετασχηματίζει σε μηχανές κερδοσκοπίας ακόμη και εγχειρήματα εναλλακτικά στην εκκίνησή τους, όπως τα δίκτυα βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, που από απάντηση στον μαζικό βιομηχανικό τουρισμό εξελίχθηκαν σε φορείς οικιστικού διωγμού των φτωχών. Αλλά, ο καπιταλισμός της πλατφόρμας ξεπερνά τον εαυτό του στο μασκάρεμα της εργασιακής εκμετάλλευσης, στη μεταμόρφωση των εργαζομένων σε «συνεργάτες» ή «αυτοαπασχολούμενους».

Βεβαίως, σε αυτήν την αγωνιώδη προσπάθεια «εξαφάνισης» της εργασίας και εκμετάλλευσης της επιθυμίας των ανθρώπων να απελευθερωθούν από τους καταναγκασμούς της, περιέχεται και μια ομολογία: η δουλειά του Ρίκι Τέρνερ ή του Ντάνιελ Μπλέικ παραμένει αυτό που δίνει υπόσταση στο κεφάλαιο και σε όλες τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Μαλόνεϊ: Εχεις βαρεθεί να ’χεις πάντα κάποιον πάνω στην πλάτη σου, έτσι δεν είναι;
Ρίκι: Προτιμώ να δουλεύω μόνος μου πια, να είμαι αφεντικό του εαυτού μου.
Μαλόνεϊ: Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα από την αρχή, εντάξει; Δεν δουλεύεις για μας, δουλεύεις με μας. Δεν οδηγείς για μας, παρέχεις υπηρεσίες. Δεν υπάρχουν συμβάσεις εργασίας, δεν υπάρχουν στόχοι απόδοσης, υπηρετείς τα πρότυπα παράδοσης. Δεν υπάρχουν μισθοί, αλλά αμοιβές... Δεν έχεις ωράρια, είσαι απλώς διαθέσιμος... Θα είσαι αφέντης της μοίρας σου, Ρίκι. Είσαι μέσα;
Ρίκι: Ναι… 


Κεν Λόουτς, Πολ Λάβερτι, «Δυστυχώς απουσιάζατε»

Saturday, November 23, 2019

Πολιτική οικονομία της βίας

 ΕΦΣΥΝ 23-24/11/2019




Το περασμένο Σαββατόβραδο, παραμονή Πολυτεχνείου, η συνήθης ομάδα μεσηλίκων, μεσαιοταξιτών και φορείς μερικών ακόμη μεσαίων και κάτω επιδόσεων, με προβλήματα μέσης, αλλά όχι απαραίτητα οπαδοί της κατά Αριστοτέλη μεσότητος, βγήκαμε για το σύνηθες σινεμαδάκι κι ένα άφτερ, σε ρουφ γκάρντεν ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας, με πανοραμική θέμα Ακρόπολη – Λυκαβηττό, εβδομαδιαία δαπάνη εξόδου 15 ευρώ κατά κεφαλήν, με τα παρελκόμενα, μην το παραχέζουμε κιόλας, αυτό είναι ό,τι πιο ακραίο σηκώνει η τσέπη.

 Αδειο το σινεμά κι ας έπαιζε το εξαιρετικό «Δυστυχώς απουσιάζατε» του Λόουτς, άδεια η Ακαδημίας, άδεια η Πανεπιστημίου, άδειο και το ρουφ γκάρντεν, συνήθως φίσκα τέτοια μέρα και ώρα. Δύο ώρες χαζοφλυαρούσαμε χαζοπίνοντας, ψυχή δεν μπήκε. «Τι συνέβη», ρωτήσαμε τον σερβιτόρο, «α, φοβήθηκαν τα επεισόδια», μας είπε γελώντας και πανευτυχής, γιατί στο κάτω κάτω είχε γλιτώσει δουλειά. Ποια επεισόδια;, Αυτά που είχαν προαναγγείλει τα μεσοκάναλα, αυτά που είχε προαναγγείλει ο υπουργός ΠΡΟΠΟ- «Κοίτα Μιχάλη μου, το χάλι μου…»-, πλημμυρίζοντας το κέντρο με κλούβες και ματατζήδες.

 Το εγχείρημα πέτυχε το Σάββατο, ευτυχώς απέτυχε την Κυριακή, στην πορεία, αλλά αναρωτήθηκα τι ακριβώς φοβίζει και διώχνει περισσότερο τον κόσμο από το κέντρο, όταν προαναγγέλλεται σόου βίας. Οι μπάχαλοι ή η αστυνομία; Προφανώς η δεύτερη, γιατί σε γενικές γραμμές οι μπάχαλοι είναι πάντα εκεί, Εξάρχεια και πέριξ, αυτό είναι το ενδιαίτημά τους, που παρόλα αυτά σφύζει από ζωή μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, μην πω ότι έχει γίνει και τουριστική ατραξιόν, ένα καθετοποιημένο πάρκο κοινωνικής ψυχαγωγίας που περιλαμβάνει ποτό, φαγητό, μουσική, χάζι και κάθε Σαββατόβραδο λάιβ παράσταση κλέφτες κι αστυνόμοι, δακρυγόνα και μολότοφ, με ζωντανή μετάδοση σε Star, ΣΚΑΪ, AΝΤ1, απορώ πως δεν έχουν σκεφτεί οι τουριστικοί πράκτορες νυχτερινές ξεναγήσεις Ευρασιατών στα πεδία των μαχών, με αντιασφυξιογόνες μάσκες στα κεφάλια, πιστοποιημένες και σεσημασμένες καταλλήλως, μην καταλήξουν οι ανυποψίαστοι τουρίστες στην Αντιτρομοκρατική.

 Προ το παρόν, οι ξεναγήσεις στο «καρτιέ βιολάν» (σ.σ. δίνω ιδέες στα τρομοκάναλα) περιορίζονται στο τουριστικό real estate: αγνώστου ταυτότητας κεφάλαια μπαζώνουν κτίρια και διαμερίσματα κι αυτό μπορεί ν’ αποδειχθεί ταχύτερο μέσο άλωσης των Εξαρχείων απ’ ό,τι η αστυνομοκρατία, οι επιχειρήσεις νόμου και τάξεως, πνεύματος και ηθικής και οι υπουργικές προειδοποιήσεις για εκκένωση των καταλήψεων, προς υπεράσπιση της ιεράς ιδιοκτησίας. Να είναι ήσυχοι οι ανήσυχοι ιδιοκτήτες, οι μεσίτες μπορεί να κάνουν τη βρομοδουλειά πιο γρήγορα από την Αστυνομία.

 Επειδή είμαι από τους περίεργους που εξακολουθούν να μην καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά όπως κάθε έμβιο ον σ’ αυτή την πλάση θ’ αμυνθώ με βία στη βία που απειλεί την επιβίωσή μου- όσο τουλάχιστον δεν υποβιβάζομαι στη συνομοταξία των ασπονδύλων- αναρωτιέμαι γιατί αναλώνουν τόση φαιά ουσία, χρόνο, χρήμα και προπαγάνδα για να αλώσουν 4 οικοδομικά τετράγωνα όλα κι όλα στο κέντρο της Αθήνας, που παρουσιάζουν ως θυλάκους ανομίας. Για να είμαστε ειλικρινείς και ακριβείς, ούτε οι μπάχαλοι, ούτε οι αντεξουσιαστές, ούτε οι καταληψίες, ούτε οι ριζοσπαστικοποιημένοι φοιτητές συνιστούν κάποιου είδους απειλή για το σύστημα εξουσίας. Στην πραγματικότητα προς το παρόν ουδείς απειλεί σοβαρά το καθεστώς γενικώς, ούτε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ειδικώς (ευτυχώς, η σημασία φωλιάζει στα ανύποπτα, κι ελπίζουμε σε εκπλήξεις). Προς τι λοιπόν οι πομπώδεις αναπαραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη, με το Κράτος, τη Βία και τον πειθήνιο Ηφαιστο να καρφώνουν στον Καύκασο τον κλέφτη της φωτιάς, που στο κάτω κάτω δεν την προόριζε και για μολότοφ; Προς τι τόση ενίσχυση της θεσμοθετημένης βίας, προς τι η μονιμοποίηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, προς τι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες, προς τι τόσο χρήμα και τόσα μέσα στην αστυνόμευση ανύπαρκτων απειλών;

 Λοιπόν, μπορώ να παραθέσω χίλιους δύο λόγους, αλλά ας περιοριστούμε σε τέσσερις που αντιστοιχούν στη συγκυρία:

 Πρώτον, στη παρούσα διακυβέρνηση βρίσκεται ένα πολιτικό προσωπικό που στην πλειονότητά του διακατέχεται από βαθύτατο μίσος και απέχθεια σε κάθε έννοια κινήματος, αντίστασης, Αριστεράς, διεκδίκησης, ακόμη κι αν έχει απέναντί του μόνο θλιβερές καρικατούρες όλων αυτών.

 Δεύτερον, ισχύει εδώ και ισχύει παντού στην Ευρώπη και στον κόσμο: ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι αντιστρόφως ανάλογος του πολιτικού φιλελευθερισμού κι αυτό αποδεικνύεται ως η μεγάλη πολιτική και ιδεολογική απάτη των νεοφιλελεύθερων που σε πείσμα των φλογερών διακηρύξεων για ελευθερία από κάθε κρατικό καταναγκασμό, μόνο με αίμα, σκληρή αστυνομική ή στρατιωτική βία εφάρμοσαν τις «απελευθερωτικές» συνταγές τους.

 Τρίτον, η αστυνομική διαχείριση της κοινωνικής μικρο-βίας στις καπιταλιστικές μητροπόλεις γίνεται για λόγους συμβολικούς και παραδειγματικούς, αλλά αποτελεί και μια προσομοίωση για την αντιμετώπιση της κοινωνικής μεγα-βίας, ήτοι των αναπότρεπτων εξεγέρσεων από τους αποβλήτους του οικονομικού συστήματος. Δείτε τι γίνεται στη Χιλή ή θυμηθείτε τον Δεκέμβρη του 2008, τις μέρες που το σύστημα εξουσίας είχε χάσει τον έλεγχο και ουδείς διανοείτο να «καταδικάσει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», αλλά όλοι έγλειφαν με «κατανόηση» τους ανεξέλεγκτους εφήβους- μέχρι και ο αρχιεπίσκοπος δήλωσε τη συμπάθειά του. Μέχρι που ανέκτησαν το έλεγχο...

 Τέταρτον, από το 2001 και εντεύθεν η ασφάλεια -ατομική, συλλογική, εθνική, παγκόσμια- αναδείχθηκε σε απόλυτο κοινωνικό αγαθό, στο οποίο επενδύουν και κερδοσκοπούν όχι μόνο οι παραδοσιακές αμυντικές βιομηχανίες, αλλά και ένα νέο βιομηχανικό σύμπλεγμα αστυνόμευσης, ασφάλειας και κοινωνικής επιτήρησης του «εσωτερικού εχθρού». Η Ε.Ε., με πρόσχημα το προσφυγικό ή την ισλαμική τρομοκρατία, είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής των προϊόντων και υπηρεσιών αυτού του συμπλέγματος. Το οποίο συχνά περνάει από την άλλη πλευρά του γκισέ και παίζει τον ρόλο του συμβούλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εισηγητή πολιτικών και -κυρίως- ακριβών παραγγελιών. Είναι πολλά τα λεφτά, Μιχάλη μου...




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

 Ενώ ο κ. Κόινερ, ο σκεπτόμενος, μιλούσε κάποτε μπροστά σε πολύν κόσμο κατά της βίας, παρατήρησε πως οι άνθρωποι που ήταν μπροστά του άρχισαν να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε να κοιτάξει και βλέπει να στέκεται πίσω του – η Βία.
«Τι έλεγες», τον ρώτησε η Βία.
«Μιλούσα υπέρ της βίας», απάντησε ο κ. Κόινερ.
 Οταν έφυγε ο κ. Κόινερ από κει, οι μαθητές του τον ρώτησαν για τη ράχη του. Ο κ. Κόινερ απάντησε: «Τη ράχη μου δεν την έχω για σπάσιμο. Εγώ, βλέπεις, πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».


 Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ιστορίες του κ. Κόινερ»

Sunday, November 17, 2019

Το χρώμα του χρήματος

 ΕΦΣΥΝ, 16-17/11/2019


Με μπέρδεψε η μάρτυρας Κελέση –ας όψεται η Α.Ψ. που μας τη θύμισε, μαζί με τις χρωματιστές δεσμίδες του Φρουζή. ΟΚ, για τη σαμσονάιτ τύπου τρόλεϊ δεν τραβάω ζόρι –αλήθεια, αυτή τι χρώμα είχε;–, αλλά με το περιεχόμενό της έχω θέματα. Τι είναι οι μοβ, κίτρινες και πράσινες δεσμίδες χαρτονομισμάτων; Αχρωματοψία δεν έχω και δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει, την τελευταία δεκαετία, τέτοια «μαρούλια».
Για ευρώ μιλάμε, έτσι; Δολάρια αποκλείεται, φαιοπράσινα παραμένουν. Δεν πιστεύω να μιλάμε για τουρκικές λίρες! Οχι, σίγουρα ευρώ εννοούσε η μάρτυς. Μοβ, κίτρινα και πράσινα. Σαν τις πεταλούδες τις πράσινες, κόκκινες, και κίτρινες της Παπασταύρου, μετά το πρώτο χαστούκι του καθηγητή Φλωρά, βεβαίως, βεβαίως. Στη γνωστή ταινία που κάθε Νεοέλληνας οφείλει να δει 150 φορές μεταξύ γέννησης και θανάτου του. 'Η σαν τις πράσινες, τις κόκκινες, τις θαλασσιές τις χάντρες του Πρετεντέρη –του πατρός, μιας και ο υιός Ζαν Μπατίστ παίζει μόνο στις 50 αποχρώσεις του μπλου-μπλακ.

Ευρώπουλα μοβ, κίτρινα και πράσινα. Πω, πω, είχα ξεχάσει την ύπαρξή τους. Τα είδα προ 18 ετών, κι έπειτα απέμειναν μόνο οι φωτογραφίες τους, μάρτυρες της φιλόδοξης εκκίνησης της ευρωζώνης που ήθελε να κάνει το ευρώ το πιο πρεστιζάτο νόμισμα του κόσμου. Εμείς, οι θνητοί, δεν πήραμε χαμπάρι ότι θα έβρεχε 500ευρα, 200ευρα και 100ευρα, τα πήραμε για πεταλούδες. Την πρώτη δεκαετία της νομισματικής ένωσης τη φάγαμε παλεύοντας να εξοικειωθούμε με χάλκινα σεντ και ασημόχρυσα μονόευρα - δίευρα και ν’ αποβάλουμε τον «ψυχολογικό πληθωρισμό», όπως έλεγε κι ο Μπάμπης -ο γνωστός Μπάμπης-,  τη μαγική μεταμόρφωση του 50δραχμου σε 50λεπτο, του κατοστάρικου σε 1 ευρώ και ούτω καθεξής. Κάντε την αναγωγή, για να θυμηθείτε πόση αξία χάθηκε μέσ' στη νομισματική φούσκα. Τη δεύτερη δεκαετία, φάγαμε την ξεγυρισμένη «εσωτερική υποτίμηση», σαν τα χαστούκια του Φλωρά, κι έτσι το χρώμα του χρήματος περιορίστηκε στο γκρι, το κόκκινο, το θαλασσί και το πορτοκαλί. Το πενηντάρικο είναι ό,τι μεγαλύτερο δικαιούται το πορτοφόλι μας.

Ποιο είναι τελικά το χρώμα του χρήματος
; Ποιο του ταιριάζει πιο πολύ; Θεωρητικά θα μπορούσε να είναι το μοβ του 500άρικου, του πρώτου χαρτονομίσματος στη νεότερη ιστορία που απεσύρθη επίσημα και ομολογημένα από την εκδούσα αρχή, την ΕΚΤ, ως όχημα παγκόσμιου ξεπλύματος, έπειτα από 18 έτη κυκλοφορίας. Η ΕΚΤ, κανονικά, όφειλε να εξηγήσει γιατί τύπωσε τόσο μεγάλο χαρτονόμισμα, άχρηστο στις συναλλαγές του μέσου ανθρώπου, αλλά τι να πει και τι να 'μολογήσει; Οτι αυτός ήταν ο υπόρρητος τρόπος για να ξεπλυθεί μαύρο χρήμα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων από κάθε πηγή και κάθε γωνιά του πλανήτη στο πλυντήριο του ευρώ και της φιλοδοξίας των κατασκευαστών του να το καταστήσουν Νο 1 παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα; Δεν ομολογούνται αυτά τα πράγματα.

Ετσι, κατρακυλώντας στο τόξο της ίριδας, θα μπορούσε το χρώμα του χρήματος να γίνει το κίτρινο, αλλά αυτό είναι κατοχυρωμένο στον Τύπο, ή το πράσινο, αλλά αυτό είναι πιασμένο από το δολάριο. Απομένουν, λοιπόν, ως επιλογές τα χρώματα με τα οποία είμαστε εξοικειωμένοι οι κοινοί θνητοί του νομισματικού πολιτισμού –πορτοκαλί, θαλασσί, κόκκινο, γκρι, χρυσαφί, ασημί, χάλκινο.
Τίποτα από αυτά, όμως, δεν ταιριάζει πια στο χρήμα. Το χρήμα μπορεί να είναι ή μαύρο, ως συμπύκνωση των ληστρικών όρων στην ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου από μια όλο και στενότερη ολιγαρχία. 'Η μπορεί να είναι διάφανο σαν τον νερό ή τον αέρα, ως αποτέλεσμα των πολιτικών αποϋλοποίησης του χρήματος. Η εξαφάνιση του χρήματος στην υλική μορφή των 5 τελευταίων χιλιετιών, η βίαιη γενίκευση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στο όνομα της διαφάνειας, της νομιμότητας και της εφορίας, αποδεικνύεται τελικά ο πιο επιδέξιος τρόπος να αποκρυβούν οι σχέσεις ληστείας και αρπαγής που έχει επιβάλει ο καπιταλισμός –καζίνο σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Από τους ζάπλουτους του Μανχάταν, μέχρι τους Γουαρανί του Αμαζόνιου. Το διαφανές είναι το απόλυτο καμουφλάζ του μαύρου.

Ο,τι χρώμα κι αν αποδώσουμε
στο χρήμα, όσα απαξιωτικά επίθετα κι αν φορτώσουμε –ανήθικο, εκμαυλιστικό, απεχθές, ματωμένο– στο φετιχιστικό απείκασμα του ανθρώπινου μόχθου, όποια υλική ή άυλη μορφή κι αν πάρει, δεν θα χάσει δύο θεμελιώδεις ιδιότητες: θα είναι πάντα βρόμικο και πάντα πολιτικό.

Βρόμικο, γιατί υποβαθμίζει
τον άνθρωπο, τις δεξιότητες, την εργασία του, τις ανάγκες και επιθυμίες του στο επίπεδο του εμπορεύματος –και δεν χρειάζεται να έχουμε ενοχές που θα ζήσουμε για πολύ ακόμη μαζί του. Και πολιτικό, γιατί με σκάνδαλα ή χωρίς σκάνδαλα, με Siemens, Novartis ή χωρίς αυτές, η διακίνηση και κατανομή του χρήματος, το πόσο φθηνό ή ακριβό είναι, το πόσο διαφανείς ή σκοτεινές είναι οι πηγές απόκτησής του, συμπυκνώνουν σχέσεις εξουσίας και ισχύος. Το χρήμα είναι το γενικό ισοδύναμο όχι μόνο για τις σχέσεις ανταλλαγής, αλλά και για τις σχέσεις κράτους και αγοράς, πολιτικής και οικονομίας, πολιτικών και επιχειρηματιών. Αυτή η στρεβλή ανταλλαγή ύλης ανάμεσα στους βασικούς πόλους του οικονομικού μας πολιτισμού θα παράγει πάντα μια –μεταβλητή στις συγκυρίες– ποσόστωση μίζας και «μαύρου» χρήματος και στην ποδιά του θα σφάζονται παλικάρια, κράτη, τάξεις, επιχειρήσεις, πολιτικοί. Δεν λέω να την ανεχτούμε μοιρολατρικά. Αλλά μην τρώμε και πολύ από το κουτόχορτο της διαφάνειας και της «νομιμότητας».
Μαύρο! Πόσο διαφανές ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε...


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

...Μόλις πριν από λίγο ο μεθυσμένος από τη βιομηχανική άνθηση αστός διακήρυσσε ότι το χρήμα είναι κούφια ιδέα και ότι «Μόνο το εμπόρευμα είναι χρήμα». «Μόνο το χρήμα είναι εμπόρευμα!» –αυτή η φωνή αντηχεί τώρα πάνω από την παγκόσμια αγορά. Οπως το ελάφι λαχταράει φρέσκο νερό, έτσι κι η ψυχή του αστού λαχταράει χρήμα, τον μοναδικό πλούτο. Τον καιρό της κρίσης, η αντίθεση ανάμεσα στο εμπόρευμα και τη μορφή της αξίας του, το χρήμα, ανυψώνεται ως την απόλυτη αντίφαση. Γι’ αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ η μορφή εμφάνισης του χρήματος. Η δίψα για χρήμα παραμένει η ίδια, άσχετα από το αν οι πληρωμές πρέπει να γίνουν σε χρυσό ή σε πιστωτικό χρήμα.
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος Α’.

Saturday, November 9, 2019

Ο κ. Κόινερ θα αγόραζε «ΕφΣυν»;

ΕΦΣΥΝ, 09/11/2019
 
 
 

Σήμερα θα αντιστρέψουμε τη σειρά ανάγνωσης. Σταματήστε εδώ και διαβάστε πρώτα τη «θυγατρική» της στήλης, τις «Θεωρίες για την υπεραξία», παρακάτω. Τηρήστε το, πλιζ, έχει σημασία.
***

Ωραία, σας ευχαριστώ που ήσασταν συνεπείς - υποθέτω ότι ήσασταν. Κανονικά πρέπει να σταματήσω εδώ. Τι να προσθέσω εγώ στο θέμα «εφημερίδες», όταν έχει προηγηθεί ο Μπρεχτ; Αυτή είναι η πρώτη παραβολή που έγραψε ο Μπρεχτ για τις «Ιστορίες του κ. Κόινερ», το 1926. Υποθέτω ότι έχει σημασία πως ξεκινά από την υπεράσπιση των εφημερίδων αυτές τις αξεπέραστες ασκήσεις διαλεκτικής. Και τις ξεκινά τότε, στο μέσον της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Εχει προηγηθεί το «πραξικόπημα της μπιραρίας», ο Χίτλερ έχει αποφυλακιστεί και έχει ήδη εκδώσει το «Ο Αγών μου». Ο Μπρεχτ πιθανότατα πιάνει στην ατμόσφαιρα την τάση υποκατάστασης της πληροφορίας από τη φήμη, της γνώσης από τη δοξασία και πιθανώς δεν συμμερίζεται διόλου τις απόψεις του προγενέστερου Νίτσε, που αποκαλούσε τους δημοσιογράφους «γλοιώδη κοινωνική ομάδα» και εχθρευόταν -όπως και ο κ. Βιρ στην ιστορία του κ. Κόινερ- τις εφημερίδες γιατί… «Το δημοσιογραφικό έντυπο παίρνει τώρα τη θέση της παιδείας και όποιος εξακολουθεί να έχει αξιώσεις για μόρφωση στηρίζεται, έστω κι αν είναι ο ίδιος επιστήμονας- σ' αυτό το ενδιάμεσο κολλητικό στρώμα που στοκάρει τους αρμούς ανάμεσα σε κάθε κοινωνική τάξη, σε κάθε τέχνη, σε κάθε επιστήμη».
Το εύκολο και το παρορμητικό θα ήταν να υιοθετήσει κανείς την απαξιωτική αναφορά του Νίτσε, που δικαιώνει τις εδραιωμένες πεποιθήσεις για «νταβατζήδες» των ΜΜΕ και «αλήτες, ρουφιάνους, δημοσιογράφους», αλλά ο διαλεκτικός Μπρεχτ αντιτάσσει στη γενική «εχθρότητα» προς τις εφημερίδες την απαίτηση για «άλλες εφημερίδες». Τα είχε γράψει θαυμάσια κι ο Τάσος (Τσακίρογλου) πριν από ενάμιση χρόνο (24/5/2018, «Ο κ. Κόινερ και οι αναξιόπιστες εφημερίδες»).
***

Στο διά ταύτα. Εγώ αισθάνομαι ακόμη λίγο μουσαφίρης εδώ, νεόφερτος γαρ, «νέος» είναι το προσωνύμιο που μου αποδίδουν οι ερέτες αυτής της επταετούς πλέον γαλέρας. Και δεν με χαλάει καθόλου αυτή η περιπαικτική αναπαραγωγή του αυτοματισμού της φανταρίστικης ιεραρχίας - ευχαρίστως ανταλλάσσω την ανεπίστρεπτη μεσηλικότητά μου με οποιασδήποτε μορφής νεότητα, ακόμη και του νεοσύλλεκτου ψάρακα.
Αυτή η εφημερίδα, λοιπόν, που γιορτάζει τα εφτάχρονά της σε πείσμα κάθε πρόβλεψης και «κανονικότητας», επιπλέει σε θάλασσα απόλυτης ελληνικής ανωμαλίας. Ο Τύπος παγκοσμίως βρίσκεται σε κάποιας μορφής κρίση: αξιοπιστίας, προσαρμογής στην ψηφιακή εποχή, ταυτότητας, περιεχομένου, όλα μαζί και χώρια, δεν έχει σημασία, πάντως διανύει μια κρίση ορατή στις κυκλοφορίες και στα έσοδά του. Αυτό πρωτίστως αφορά το χαρτί, η εφημερίδα δεν είναι ακριβώς πια η κατά Μαρξ «πρωινή προσευχή του αστού» -και αργότερα του μικροαστού και του προλετάριου-, αλλά παρ' όλα αυτά 640 εκατ. άνθρωποι καθημερινά, το διόλου ευκαταφρόνητο 8,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, κρατούν έστω και για λίγο στα χέρια τους μια εφημερίδα, στο χαρτί ή στις οθόνες τους. Στην Ευρώπη αυτό το ποσοστό κυμαίνεται από το υψηλό 7% του πλούσιου Λουξεμβούργου μέχρι το χαμηλό 1% της φτωχής Ρουμανίας.
Πού βρίσκεται η Ελλάδα; Εκτός μετρήσιμης κλίμακας! Στο 0,4%, κι αυτό δεν είναι φυσιολογικό, δεν είναι λογικό, δεν είναι αποδεκτό, είναι μια παγκόσμια ανωμαλία, είναι η ξεφτίλα της ελληνικής «λματ», που θα 'λεγε κι ο Τάσος (ο έτερος Τάσος της γαλέρας). Της «λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης», η οποία όπως μετέτρεψε σε ερειπιώνα την οικονομία και σε κουφάρια τις επιχειρήσεις, έτσι κατάντησε και τα μέσα -τα δικά της, αστικά, ελεγχόμενα, εκμαυλισμένα μέσα- σε σκιές του άλλοτε γκλάμουρ εαυτού τους. Οι εφημερίδες πουλούσαν κάποτε 500.000 φύλλα καθημερινά, σήμερα δεν φτάνουν ούτε τις 50.000. Τις Κυριακές τα περίπτερα βούλιαζαν από τα φύλλα – σούπερ μάρκετ που έφταναν σε 1 εκατομμύριο νοικοκυριά, σήμερα μετά βίας σέρνονται στο 1/10 αυτής της κυκλοφορίας.
Παρότι αυτό είναι το οικτρό αποτέλεσμα της βλακώδους και ανήθικης προσπάθειας να μονοπωληθούν τα ΜΜΕ από διαγκωνιζόμενους παλιούς και νέους νταβατζήδες, οι οποίοι πληρώνουν στρατούς αυλοκολάκων για να απολαμβάνουν την αίσθηση της ισχύος, ελέγχου της εξουσίας και επιρροής στα πλήθη, ταυτόχρονα δεν είναι ούτε φυσιολογικό ούτε αποδεκτό. Οχι γιατί χάνει δουλειές και δουλίτσες το επαγγελματικό μας σινάφι. Αλλά γιατί, όπως η απόρριψη των πολιτικών που κατέστρεψαν τη χώρα είναι επικίνδυνο να εκτραπεί σε απόρριψη της πολιτικής από τους πολίτες, έτσι και την απόρριψη των νταβατζήδων που εκπόρνευσαν τον Τύπο είναι αυτοχειρία να τη μετατρέψουμε σε απόρριψη του αγαθού της ενημέρωσης, σε παράδοση στο θολό «σύννεφο» της υπερπληροφόρησης-αποπληροφόρησης.
***

Ηθικόν δίδαγμα είναι ότι οι πολίτες είναι οι μόνοι που μπορούν να αποκαταστήσουν μια κάποια φυσιολογική τάξη πραγμάτων και στον Τύπο. Ο Βαγγέλης (μη ρωτάτε ποιος Βαγγέλης) κι οι φίλοι του έχουν το μονοπώλιο, αλλά οι αναγνώστες είναι το μονοψώνιο. Ακόμη κι αν είναι «εχθροί» των εφημερίδων, γιατί αισθάνονται εχθροί των νταβατζήδων τους. Ο κ. Κόινερ, υποθέτω, θα αγόραζε μια εφημερίδα χωρίς νταβατζή. Ή μια εφημερίδα που βγαίνει από ανθρώπους αφοσιωμένους στη ληστρική εκμετάλλευση του εαυτού τους…




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ο κ. Κ. και οι εφημερίδες

Ο κ. Κ. αντάμωσε τον κ. Βιρ που έκανε πόλεμο στις εφημερίδες. Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων, είπε ο κ. Βιρ, δεν θέλω εφημερίδες. Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες.

Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δεν θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητήστε όμως το ελάχιστο. Αν για παράδειγμα ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται, αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. Μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε. Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί πώς θέλετε να είναι οι εφημερίδες κι αν τύχει και βρούμε ένα μερμήγκι που να συμφωνεί με το χαρτί σας θ’ αρχίσουμε αμέσως. Ετούτο το μερμήγκι θα μας βοηθήσει περισσότερο να διορθώσουμε τις εφημερίδες από μια γενική κατακραυγή ότι οι εφημερίδες είναι αδιόρθωτες. Γιατί πιο εύκολα μπορεί ένα μερμήγκι να μετακινήσει ένα βουνό, από τη διάδοση ότι το βουνό είναι αμετακίνητο.
Αν είναι αλήθεια ότι οι εφημερίδες είναι ένα μέσο για την αταξία, το ίδιο αλήθεια είναι ότι είναι κι ένα μέσο για την τάξη. Ανθρωποι σαν τον κ. Βιρ αποδείχνουν ακριβώς με τη δυσαρέσκειά τους την αξία των εφημερίδων. Ο κ. Βιρ λέει ότι τον απασχολεί η ανάξια λόγου ποιότητα των εφημερίδων, εκείνο όμως που τον απασχολεί στην πραγματικότητα είναι η αυριανή άξια λόγου ποιότητά τους.

Ο κ. Βιρ πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι ψηλά κι ότι οι εφημερίδες δεν μπορούν να καλυτερέψουν. Ο κ. Κόινερ πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι χαμηλά κι ότι οι εφημερίδες μπορούν να καλυτερέψουν. Τα πάντα μπορούν να καλυτερέψουν, είπε ο κ. Κ., εκτός από τον άνθρωπο.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»
 

Sunday, November 3, 2019

Πιστωτικός σαδομαζοχισμός

  ΕφΣυν 2-3/11/2019


Αιματηρή η ώρα της πληρωμής...
Νομίζω πως είναι η ώρα οι ψυχίατροι, οι ψυχαναλυτές, οι γνωσιακοί, οι νευροεπιστήμονες να εγκαινιάσουν νέο πεδίο έρευνας και να ορίσουν μια ακόμη διακριτή μορφή νεύρωσης, ψύχωσης ή άλλης ψυχαναγκαστικής διαταραχής.
Στην πραγματικότητα δεν είναι νέα. Είναι τόσο παλιά όσο και η τοκογλυφία, τόσο αρχετυπική όσο και ο Σάιλοκ του Σέξπιρ, τόσο διαστροφική όσο και η συμφωνία να «ασφαλίσεις» ένα δάνειο τριών χιλιάδων δουκάτων με μια λίβρα κρέας από το σώμα σου. Δεν ξέρω αν σας φαίνεται συμφέρουσα ή ασύμφορη η συναλλαγή που περιέγραφε ο Σέξπιρ στον «Εμπορο της Βενετίας», αλλά σε σημερινές τιμές θα σήμαινε ότι θα πάρεις ένα δάνειο περίπου 440.000 ευρώ κι αν δεν το ξοφλήσεις εμπρόθεσμα, θα κάτσεις στον πάγκο του χασάπη, συγγνώμη, του τραπεζίτη ήθελα να πω, να σου κόψει 450 γραμμάρια κρέας από το σώμα σου.

Πώς πάει η αγορά ανθρωπίνου κρέατος στις μέρες μας; Ποια είναι η τιμή του κιλού; Δεν ξέρω. Ο Σάιλοκ πάντως φαίνεται πως το τιμολογούσε 900.000 ευρώ το κιλό - διόλου κακά για την εποχή του. Στις μέρες μας το ανθρώπινο κρέας διατίθεται σχεδόν τζάμπα: στην Αφρική οι δουλέμποροι τιμολογούν το πολύ 300 δολάρια ολόκληρο πρόσφυγα, ζωντανό και ετοιμοπαράδοτο. Στην Ασία ένα νεφρό 150 γραμμαρίων δεν πιάνει πάνω από 5.000 δολάρια στην αγορά παράνομων μεταμοσχεύσεων. Βεβαίως, ο Σάιλοκ είχε επιβάλει ρήτρα θανάτου στη σύμβαση με τον ανέμελο Αντόνιο, αφού το σάρκινο ενέχυρο της μιας λίβρας μπορούσε να το αποσπάσει από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του. Αλλά και πάλι η συναλλαγή ήταν πολύ πιο έντιμη με όρους αγοράς. Ως γνωστόν, η σιωπηρή ρήτρα αναίμακτης αφαίρεσης της σάρκας έσωσε τον Αντόνιο από την απόφαση ενός δικαστηρίου που θεωρούσε την Πίστη (την τραπεζική) ιερότερη από τη ζωή.

Αυτός ο θεμελιώδης μύθος
του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος μοιάζει να μη μας αφορά, εξ ου και κάθε τράπεζα που σέβεται τον «κοινωνικό» της ρόλο χορηγεί με γενναιοδωρία μια παράσταση του «Εμπορου της Βενετίας», ακόμη και μια παράσταση της «Οπερας της πεντάρας» του Μπρεχτ, οπότε στη λαμπερή πρεμιέρα της θα δούμε στην πρώτη σειρά των βελούδινων καθισμάτων τραπεζίτες να χειροκροτούν με μαζοχιστικό ενθουσιασμό τον Πίτσαμ να λέει: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της;», πεπεισμένοι ίσως ότι δεν τους αφορά πια...

Αλλά τους αφορά και μας αφορά περισσότερο από ποτέ. Και ο Σέξπιρ και ο Μπρεχτ. Και ο Σάιλοκ και ο Πίτσαμ. Βρισκόμαστε σε μια ιστορική φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού -ενδεχομένως και του πολύ προγενέστερου χρηματικού πολιτισμού- στην οποία η σαδομαζοχιστική σχέση ανθρώπων και τραπεζών -σχέση μίσους και εξάρτησης, πολέμου και υποταγής- εξελίσσεται στη μοναδική δυνατότητα οικονομικής ύπαρξης. Καθώς το χρήμα στη γνώριμη υλική μορφή του έπειτα από χιλιετίες σταδιακά εξαφανίζεται, καθώς οι κυβερνήσεις εκχωρούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όχι μόνο το απόλυτο μονοπώλιο δημιουργίας πιστωτικού χρήματος, αλλά και τον αποκλειστικό έλεγχο κάθε ιδιωτικής ή δημόσιας χρηματικής συναλλαγής, οι τράπεζες αποκτούν εξουσία ζωής και θανάτου πάνω σε άτομα, τάξεις, κράτη, διακρατικές οντότητες. Κανένα σύστημα εθνικής ή υπερεθνικής εποπτείας, όσο αυστηρούς κανόνες κι αν διαθέτει, δεν μπορεί να αντισταθμίσει το απλό γεγονός ότι δισεκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά μπορούν να αμειφθούν για τη δουλειά τους, να τραφούν, να βάλουν βενζίνη, να πληρώσουν τους λογαριασμούς και τους φόρους τους, με λίγα λόγια να υπάρξουν υπό τους όρους που ο καπιταλισμός επιτρέπει την ανθρώπινη ύπαρξη, μόνο αν έχουν IBAN, πιστωτική, χρεωστική, ή –οσονούπω- λογαριασμό χρήστη ψηφιακού χρήματος (σ.σ. ελπίζω να μην έχετε την αυταπάτη ότι τα κρυπτονομίσματα θα είναι η εναλλακτική στη χρηματοπιστωτική δικτατορία).

Αυτή η καθολική αλλαγή, που ουσιαστικά αχρηστεύει το χρήμα που φυλάει κανείς στο «μαξιλάρι», μετατρέπει τη σχέση των ανθρώπων με το τραπεζικό σύστημα σε μια καθολική ψυχαναγκαστική διαταραχή, μια συλλογική νεύρωση πιστωτικού σαδομαζοχισμού, όπως θα πρότεινα να την ονομάσουμε - οι ψυχίατροι μπορεί να βρουν κάτι καλύτερο. Κι είναι αυτή η σχέση γνήσια σαδομαζοχιστική για τον απλούστατο λόγο ότι οι τράπεζες υπάρχουν και εξακολουθούν να μας υποβάλλουν στα βασανιστήρια των εξωφρενικών χρεώσεων γιατί υπάρχουμε εμείς. Γιατί εμείς τις σώσαμε και τους επιτρέψαμε να υπάρχουν.

Χελόου! Δεν ξέρω αν θυμάστε γιατί έγιναν όλα αυτά. Γιατί βυθιστήκαμε στην κόλαση της ύφεσης και των τριών μνημονίων, γιατί η ευρωζώνη φυλακίστηκε στη διαρκή λιτότητα; Μα, για να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες, για να μη χάσουμε τις αποταμιεύσεις μας- έτσι δεν μας είπαν; Γιατί τις ανακεφαλαιοποιήσαμε τρις -ή τετράκις;-, με 100 δισ. που θα πληρώνουν και τα δισέγγονά μας; Ηταν η λίβρα κρέας που τους διαθέσαμε με υποδειγματική μαζοχιστική αφοσίωση. Μπροστά σε όσα τους έχουμε ήδη χαρίσει, οι χρεώσεις για τις συναλλαγές στα ΑΤΜ είναι μια τρίχα από το κεφάλι μας. Κι αυτό ίσως είναι το θλιβερά γελοίο της υπόθεσης: οι άνθρωποι που μας εξώθησαν να δώσουμε εκατομμύρια λίβρες κρέας από τα σώματά μας, τώρα υπερασπίζονται με πάθος 2-3 τρίχες της κεφαλής μας. «Οι τράπεζες δεν θα κάνουν ό,τι θέλουν», είπε με στόμφο ο Αδωνις. Και ο Σάιλοκ ζάρωσε από ντροπή...




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Αποταμίευση. Μια σεβαστή, ομολογώ,
μορφή χορτάτη ευθανασίας.

Εν μέρει καλά τα λέει ο μύθος.
Επρεπε να λογικευτούν λίγο τα τζιτζίκια
να βάλουν στη μπάντα μισό τραγούδι για το κρύο
να εξοικονομούν ολίγην
της ύπαρξής τους ασωτεία.

Εξω απ’ το χορό, καλά τα λέει ο μύθος.
Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.
Δεν αποταμιεύεται η ένταση.
Δεν θα ’θελε κι αυτή να ζει περισσότερο;
Ομως δεν αποταμιεύεται. Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.

Κι είπα, έτσι που τη βλέπω
Σωρηδόν να κείται άταφη άψαλτη
να της ρίξω ένα ολάνθιστο Αμήν
πριν τη διαμελίσει η κατακραυγή
πριν τη σύρουν τροφή στη φωλιά τους
κάτι τομάρια εαυτούλικα μερμήγκια.


Κική Δημουλά, «Υπέρ ασωτείας» (Συλλογή «Χαίρε ποτέ»)

Saturday, October 26, 2019

Η μυρωδιά της φτώχειας

ΕφΣυν 26-28/10/2019
Η φτώχεια μπορεί επίσης να μυρίζει χαρτόνι για κουτιά πίτσας που συναρμολογούνται προς ένα λεπτό το κομμάτι...


Αρκετά με τον Joker. Ινάφ και νισάφ' πια. Νομίζω ότι έχει απορροφήσει μεγαλύτερο από το μερίδιο του ενδιαφέροντός μας που δικαιοούνταν. Και πολύ παραπάνω από το ενδιαφέρον της τσέπης μας. Μια ταινία προϋπολογισμού 55 εκατ. δολαρίων λίαν συντόμως θα σπάσει το φράγμα του 1 δισ. δολαρίων σε ακαθάριστες εισπράξεις. Είκοσι φορές πάνω. Οχι απλώς καλά, πάγκαλα για την Warner. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Joker είναι ότι, αφού επί δεκαετίες η εταιρεία έβγαλε τα κέρατά της από τους «θετικούς» ήρωες της αμερικανικής μυθολογίας, τον Superman, τον Batman κ.λπ., οι οποίοι σώζουν τον παράδεισο της καπιταλιστικής ευημερίας από κάθε είδους εξωγήινο ή γήινο κακό, τώρα αποφάσισε να βγάλει λεφτά από τον κατ’ εξοχήν «κακό» της. Ο οποίος, όμως, παρουσιάζεται ως επιτομή της σύγκρουσης πλούτου και φτώχειας, αποκρουστική πλην συμπαθής τερατογένεσή της, και –τελικά- ως τραγικός εκφραστής της αναπόδραστης εξέγερσης των αθλίων. Απ’ αυτήν την άποψη, η πραγματικά ευφυής παραγωγή της Warner είναι ο ορισμός του λενινιστικού αξιώματος, ότι «ο καπιταλιστής είναι διατεθειμένος να σου πουλήσει και το σκοινί που θα τον κρεμάσεις».

Δεν ήθελα ν' ασχοληθώ με τον Joker, αλλά είναι η καλύτερη αφορμή να σας παραπέμψω σε μια άλλη ταινία που μιλάει για το ίδιο ακριβώς θέμα μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Στα «Παράσιτα» του Νοτιοκορεάτη Μπον Τζουν Χο (ο φετινός «Χρυσός Φοίνικας» των Κανών - προβάλλεται ακόμη, κι αν σας άρεσε ο Joker πρέπει να τα δείτε) η σύγκρουση πλούτου και φτώχειας δεν συντελείται στην εξπρεσιονιστική καρικατούρα της Γκόθαμ Σίτι, αλλά στη σύγχρονη Ν. Κορέα, στον δράκο του ασιατικού καπιταλισμού, στην πιο ψηφιοποιημένη οικονομία του κόσμου, στη χώρα που οι κάτοικοί της κυκλοφορούν περισσότερο στα ευρυζωνικά δίκτυα και λιγότερο στους κανονικούς δρόμους. Μια οικογένεια λαθρόβιων και απόλυτα περιθωριοποιημένων πληβείων μπαίνει στην υπηρεσία μιας οικογένειας πλουσίων, στην απαστράπτουσα πολυτελή και αποστειρωμένη από κάθε ίχνος ασχήμιας και βρομιάς κατοικία της – έναν χώρο που επιβεβαιώνει την οξυδερκή παρατήρηση του Ανταμ Σμιθ, πως για τους περισσότερους πλούσιους η κυριότερη απόλαυση του πλούτου συνίσταται στην επίδειξή του.

Οι φτωχοδιάβολοι παρεισφρέουν ως «παράσιτα» στο βασίλειο των πλουσίων και υποδύονται επιδέξια τους ρόλους του δασκάλου, της ψυχολόγου, του οδηγού, της οικονόμου. Προηγουμένως έχουν εξουδετερώσει τους προκατόχους τους –ανθρώπους της τάξης τους–, εφαρμόζοντας πιστά το αξίωμα ο θάνατός σου η ζωή μου (ο κοινωνικός δαρβινισμός δεν αφήνει χώρο στην «πολυτέλεια» της ταξικής αλληλεγγύης).

Η προσαρμοστικότητα των «παρασίτων» στο στιλπνό περιβάλλον των πλουσίων είναι εκπληκτική. Κι όλα βαίνουν καλώς εναντίον των ανυποψίαστων πλουσίων, εκτός από ένα πράγμα: τα «παράσιτα» μυρίζουν. Οσο κι αν κρυφτούν κάτω από καθαρά κουστούμια, περιποιημένα ρούχα, καλούς τρόπους και ευφυή ψεύδη αντλημένα από το διαδίκτυο, μυρίζουν κάτι παράταιρο. Ακόμη και στην κορύφωση της κωμικο-τραγωδίας, την ώρα που η λαμπερή έπαυλη μετατρέπεται σε λουτρό αίματος, ο πλούσιος πρωταγωνιστής της ταινίας κλείνει με τα δάχτυλα την εξασκημένη μύτη του γεμάτος αποστροφή για την αποφορά του φτωχού συμπρωταγωνιστή του.

Μυρίζει η φτώχεια; Φυσικά και μυρίζει. Μυρίζει με χίλιους δυο τρόπους. Μυρίζει τη μούχλα των κακοσυντηρημένων σπιτιών που δεν τα βλέπει ο ήλιος. Μυρίζει την υγρασία των τοίχων και των εγκαταλειμμένων συστημάτων αποχέτευσης, μυρίζει την τσίκνα που ρουφάνε τα ρούχα, την κλεισούρα των στενόχωρων διαμερισμάτων και των πυκνοκατοικημένων πόλεων, τον συγχρωτισμό των σωμάτων στα δωμάτια των λίγων τετραγωνικών. Η φτώχεια μυρίζει την αδυναμία των ανθρώπων να τηρήσουν τους ελάχιστους κανόνες υγιεινής, μυρίζει τη φτηνή και κακή διατροφή που μετατρέπει τα στομάχια σε φορητούς βόθρους, μυρίζει στόματα παραδομένα στην τερηδόνα και στη σήψη, δέρματα εμποτισμένα από την έλλειψη φροντίδας.

Μπορεί αυτή η οσφρητική εκδοχή της φτώχειας να αφορά το πιο ακραίο τμήμα της, μπορεί το μεγαλύτερο μέρος της φτώχειας να είναι άοσμο, άγευστο, αθόρυβο και αόρατο, ωστόσο η παρατήρηση του Νοτιοκορέατη σκηνοθέτη των «Παράσιτων» είναι μια έξυπνη συμβολική συμπύκνωση της ανθρωπολογικής καταστροφής που προκαλεί η συντριπτική επικράτηση του καπιταλισμού των ακραίων αντιθέσεων. Η ύπαρξη της υγιούς, καθαρής, καλαίσθητης, σφριγηλής ολιγαρχίας του πλούτου, με τις εκλεπτυσμένες αισθήσεις, το καλό γούστο και την πολυτέλεια να είναι ανεκτική, γενναιόδωρη, συμπονετική, φιλάνθρωπη και πολιτικά ορθή, προϋποθέτει και συνεπάγεται ότι πολλοί κάτοικοι του πάτου της πυραμίδας μπορεί να χάσουν ακόμη και τις αισθήσεις και τις συναισθήσεις τους. Θα δυσκολεύονται να μυρίσουν την ίδια τους τη στέρηση, να δουν την εξαθλίωσή τους, να ακούσουν τις αιτίες που την προκαλούν. Θα επιβιώσουν –αναγκαστικά– όχι με τα εξωραϊσμένα αισθήματα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, της καλοσύνης, της συνύπαρξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά με τα αρχέγονα ένστικτα της επιβίωσης, του φθόνου, της εκδίκησης, της αρπαγής. Το κυριότερο επίτευγμα του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι ανοίγει πόρτα επιστροφής της ανθρωπότητας στην άγρια προϊστορία της.

Κι εδώ τα «Παράσιτα» δίνουν τη θέση τους στο «Joker» και στο ενδεχόμενο σίκουέλ του, για να δούμε πού μπορεί να καταλήξει μια εξέγερση της όζουσας φτώχειας κατά του ευωδιάζοντος πλούτου. Υποθέτω ότι το Χόλιγουντ θα φροντίσει για ένα εύπεπτο και μυρωδάτο χάπι εντ.




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
 
Κιμ Κι-τάεκ: Η κυρία Παρκ είναι πλούσια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι καλή.
Κιμ Τσουνγκ-σουκ: Οχι «πλούσια, αλλά παρ’ όλα αυτά καλή». «Είναι καλή επειδή είναι πλούσια». Το καταλαβαίνεις; Αϊ στο διάολο, αν είχα όλα αυτά τα χρήματα θα ήμουν κι εγώ καλή. Κι ακόμη καλύτερη. Το χρήμα είναι σαν το ηλεκτρικό σίδερο. Ισιώνει όλες τις τσαλακωματιές. 

Μπο Τζουν Χο, Τζιν Γουόν Χαν, «Παράσιτα» (Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Κανών 2019)

Sunday, October 20, 2019

Αυτόματο μέλλον

ΕΦΣΥΝ, 19-20/10/2019
 
Ο Hal; Δεν είναι τόσο κακός όσο θέλει να δείχνει...

Το μέλλον είναι μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο του παρελθόντος σου. Οσο περισσότερο έχεις συσσωρεύσει από το δεύτερο, τόσο λιγότερο σε απασχολεί το πρώτο. Οταν έχεις καταναλώσει άνω των 2/3 του προσδόκιμου επιβιώσεως, σε ενδιαφέρει πολύ το αν θα υπάρχει συνταξιοδοτικό σύστημα το 2037, αλλά ελάχιστα το πόσο θα έχει ρομποτοποιηθεί η εργασία. Παρ’ όλα αυτά, μόνο οι άνθρωποι που έχουν πίσω τους αρκετό παρελθόν μπορούν να αντιληφθούν την τεράστια απόσταση που έχει διανυθεί μεταξύ 20ού και 21ου αιώνα.

Οι γιαγιάδες κι οι παππούδες μας γεννήθηκαν σαν άνθρωποι της γης προορισμένοι να ζήσουν κυρίως από την καλλιέργειά της. Οι όροι ζωής τους δεν διέφεραν δραματικά από τους ανθρώπους της προϊστορικής γεωργικής επανάστασης. Οι γονείς μας συσσωρεύτηκαν στις πόλεις για να γίνουν εργάτες ή υπάλληλοι, δουλεύοντας στις συνθήκες μιας -ανολοκλήρωτης στα ελληνικά δεδομένα- βιομηχανικής επανάστασης. Εμείς -του ’60 οι εκδρομείς- ζήσαμε την παράξενη μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή τεχνολογία, κυρίως ως καταναλωτές, λιγότερο ως παραγωγοί. Τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα ζήσουν σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο όλες οι τεχνολογίες συντίθενται σε ένα αυτοματοποιημένο όλον που θολώνει τα όρια ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, το βιολογικό και το ψηφιακό, το ανθρώπινο και το ρομποτικό.

Μέχρι εδώ μόνο καλά νέα υπάρχουν. Οχι, δεν πρόκειται να ξυπνήσουν τα σατανικά ένστικτα του HAL 9000 που θα αποφασίσει να μας εξοντώσει μαζικά. Δεν χρειάζεται να γίνουμε λουδίτες του 21ου αιώνα και να εξοντώσουμε τους HAL που εξοντώνουν τις θέσεις εργασίας, η τεχνητή νοημοσύνη είναι συμπυκνωμένη και πολλαπλασιασμένη ανθρώπινη νοημοσύνη και τα ρομπότ απελευθερώνουν εκατομμύρια ανθρώπους από τις βαριές, μονότονες, αλλοτριωτικές κινήσεις της παραγωγικής αλυσίδας που κατέστρεφαν τη δημιουργικότητά τους. Στην πραγματικότητα η ανθρωπότητα για πρώτη φορά έχει την τεχνολογική δυνατότητα να εξαλείψει την πείνα, τη φτώχεια, τις επιδημίες, τους πολέμους, την εκμετάλλευση, τις ανισότητες, τους εθνικούς και ταξικούς ανταγωνισμούς, να αντιστρέψει την περιβαλλοντική κατάρρευση και να επικεντρώσει τη δημιουργική ικμάδα της στην απόλαυση της ζωής και στην αναμέτρηση με τα πραγματικά όριά της: τον θάνατο και το τέλος του Ηλιακού μας Συστήματος. Το γεγονός ότι ένας υπολογιστής θα μπορεί στο μέλλον να γράφει κάτι πολύ ευφυέστερο από την μπούρδα που σας αραδιάζω εδώ δεν με χαλάει καθόλου.

Τα κακά νέ
α είναι ότι αυτό το απελευθερωτικό μέλλον είναι πιθανότερο να εξελιχθεί σε εφιάλτη. Και δεν θα φταίνε τα ρομπότ, όπως δεν έφταιγε η «Τζένη» που αχρήστευε τις δουλειές των επιδέξιων υφαντριών του 19ου αιώνα. Τα ρομπότ θα μας δώσουν τον χρόνο να σκεφτούμε ότι ο νέος τεχνολογικός πλούτος των εθνών, κάτω από τον έλεγχο της ελαχιστότατης, άπληστης και παράφρονος ολιγαρχίας, θα γίνει παράγοντας ασύλληπτων κοινωνικών και οικονομικών κρίσεων. Ο καπιταλισμός είναι πράγματι το σύστημα που επέτρεψε την τρομακτική επιτάχυνση της τεχνολογικής καινοτομίας και τη μετάβαση στην αυτοματοποίηση. Αλλά είναι ταυτόχρονα το σύστημα που θα μετατρέψει το ιστορικό πλεονέκτημα της ανθρωπότητας σε στοιχείο οικουμενικής κρίσης.

Απ’ αυτή την άποψη αυτό που (καταχρηστικώς) αποκαλείται 4η Βιομηχανική Επανάσταση, μαζί με τις αλλαγές που επιφέρει στην εργασία, εγκυμονεί τις συγκρούσεις του μέλλοντος.
Κι εδώ υποχωρεί η μοιρολατρία της μέσης ηλικίας. Το μέλλον αποκτά ενδιαφέρον. Αρκεί να μην το προλάβει η Αλτσχάιμερ.

ΚΙΜΠΙ


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
 
… Εχουμε καταλήξει, μετά από αρκετές χιλιάδες χρόνια προσπαθειών τουλάχιστον στον βιομηχανοποιημένο κόσμο, τα μόνα ζώα που έχουμε αγωνιστεί να γλιτώσουμε απ’ την αγχώδη αναζήτηση για την πηγή του επόμενου γεύματός μας και άρα έχουμε αποκτήσει περισσότερο ελεύθερο χρόνο - όπου μπορούμε να μάθουμε σουηδικά, να τελειοποιήσουμε τις γνώσεις μας στον λογισμό και να ανησυχούμε για την αυθεντικότητα των σχέσεών μας, αποφεύγοντας τις ψυχαναγκαστικές και χρονοβόρες διατροφικές προτεραιότητες που εξακολουθούν να βασανίζουν τον αυτοκρατορικό πιγκουίνο ή την αραβική αντιλόπη.

Αλέν ντε Μποτόν, «Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας»

Sunday, October 13, 2019

Το ελατήριο και οι κλόουν

ΕΦΣΥΝ, 12-13/10-2019
 
 

Η σχέση μου με τη Φυσική παιδιόθεν ήταν αθλία. Δεν νόγαγα. Το μόνο κομμάτι της που κάπως μου έγινε προσιτό ήταν η Μηχανική. Το οφείλω μάλλον σε έναν εξαίρετο φυσικό στο Γυμνάσιο που επέμενε να κάνει το μάθημα στο εργαστήριο και να προσπαθεί απεγνωσμένα να κεντρίσει το ενδιαφέρον των αεικίνητων εφήβων, με οπτική και απτική επαφή με τα αντικείμενα των πειραμάτων.

Κάπως έτσι, μας έδωσε μια φορά να περιεργαστούμε ένα μεταλλικό ελατήριο, για να μας μιλήσει για την αποθηκευμένη μηχανική ενέργεια, τη γραμμική ή γωνιακή του παραμόρφωση και τη δύναμη ή ροπή επαναφοράς με την οποία επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση. Δεν είμαι σίγουρος αν μας είχε μιλήσει και για τον νόμο του Χουκ και τη θεωρία της ελαστικότητας –και να μας είχε μιλήσει, δεν θα το θυμόμουν– αλλά θυμάμαι πως, αφότου περιεργαστήκαμε το ατσάλινο ελατήριο με τα άτσαλα χέρια μας, τις επόμενες μέρες κυκλοφόρησαν αρκετές μεταλλικές σούστες που παρέτειναν το πείραμα του εργαστηρίου και γέμιζαν τα χέρια και τα ρούχα μας γράσα. Αν και επρόκειτο για άχρηστα αμορτισέρ, στα χέρια μας επιβεβαίωναν σε γενικές γραμμές τη θεωρία του ελατηρίου: όταν σταματούσαμε να τους ασκούμε πίεση, επανέρχονταν στην αρχική τους κατάσταση. Αλλά όχι όλα. Κάποια έμεναν συμπιεσμένα. Είτε γιατί είχαν σπάσει, είτε γιατί είχαν οριστικά χάσει την ελαστικότητα λόγω «μηχανικής κόπωσης». Γι’ αυτό προφανώς τα είχαν πετάξει τα συνεργεία αυτοκινήτων, όσο πολύτιμα κι αν μας φαίνονταν εμάς. Η ανακύκλωση τότε ήταν άγνωστη λέξη, ζούσαμε στον πλανήτη της αστείρευτης αφθονίας, κι ας μην είχαμε ακόμη διαβάσει Γκάλμπρεϊθ.

Τη θεωρία του ελατηρίου την ακούμε εδώ και κάμποσα μνημονιακά χρόνια ως επιχείρημα εξορθολογισμού της τεράστιας παραγωγικής καταστροφής που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ή ως υπόσχεση γενναιόδωρης ανταμοιβής για όσα υποστήκαμε. Διατυπώθηκε και ως θεωρία του πάτου, αλλά όπως αποδείχτηκε από το 2011 και μετά, το βαρέλι με τα σκατά ήταν απύθμενο, κάθε πάτος που υποτίθεται πως πιάναμε έσπαγε κι ο βυθοκόρος αποκάλυπτε πως είχαμε πολλά μέτρα ακόμη να καταδυθούμε μέχρι τον επόμενο πάτο.

Ας υποθέσουμε ότι η απώλεια 27% του ΑΕΠ είναι ένα τελικό μέγεθος, ο ειδεχθής πολτός μας τέλειωσε, το βαρέλι έχει τελικά έναν αδιαπέραστο πυθμένα, η θεωρία του πάτου δεν μας κάνει πια, πάμε στη θεωρία του ελατηρίου χάρη στην οποία δεν θα αναδυθούμε απλώς, θα εκτιναχθούμε πολύ πάνω από τη στάθμη του δυσώδους πολτού, στον καθαρό αέρα της ανάπτυξης.
Δεν έγινε, και είναι απίθανο να συμβεί ακόμη κι αν ο Αδωνις φτιάξει ένα «σουρ μεζούρ» πολυνομοσχέδιο για κάθε επενδυτή που θέλει να ανοίξει έστω και σουβλατζίδικο. Ακόμη κι αν κυβέρνηση πουλήσει οτιδήποτε υπάρχει σε στεριά, θάλασσα κι αέρα. Εκτός του ότι ο δημόσιος πλούτος έχει δεσμευτεί στην εξυπηρέτηση του χρέους και μεγάλο μέρος του ετησίως παραγόμενου ΑΕΠ είναι προορισμένο να εξοφλεί τις οφειλές στους δανειστές –το εταίροι παραμένει ένας παρηγορητικός ευφημισμός–, το ελατήριο της ελληνικής οικονομίας έχει υποστεί μη αναστρέψιμη μηχανική κόπωση.

Με εξαίρεση τον τουρισμό και ενδεχομένως στο εγγύς μέλλον και πάλι τον κατασκευαστικό τομέα, η δεκαετία της ύφεσης έχει καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής βάσης που απέδιδε στο παρελθόν ασιατικού επιπέδου επιδόσεις. Ο κύκλος των μεγάλων δημοσίων έργων που έτρεφε τους εθνικούς εργολάβους και προμηθευτές έχει κλείσει. Οχι φυσικά γιατί έχουμε καλύψει ως χώρα τις ανάγκες σε υποδομές, αλλά γιατί τα σημαντικότερα και πιο στρατηγικά μέρη τους –συγκοινωνιακά, επικοινωνιακά, ενεργειακά δίκτυα– ελέγχονται από ιδιώτες, κυρίως ξένους, που η αναπτυξιακή στρατηγική τους εντάσσεται σε έναν υπερεθνικό ή σε έναν άλλο εθνικό σχεδιασμό, που δεν είναι σίγουρο ότι περιλαμβάνει έστω και ολίγη Ελλάδα.

Η βιομηχανική μας παρακμή
είναι τελεσίδικη, και ό,τι απομένει ημιθανές από αυτήν περνάει σε άλλα χέρια, όχι απαραίτητα για παραγωγική αναβίωση, αλλά ως real estate. Οποιο κομμάτι της εγχώριας επιχειρηματικής ολιγαρχίας μένει ζωντανό –εντός Ελλάδας και εκτός φυλακής– δεν διακρίνεται καν από την επεκτατική απληστία των προηγούμενων δεκαετιών, δεν τολμά να ξαναδιατυπώσει τις φιλοδοξίες της περί ελληνικού μικροϊμπεριαλισμού στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι λίγοι εύρωστοι ολιγάρχες το ’χουν ρίξει στο outsourcing, κυνηγώντας δουλίτσες και υπεργολαβίες στη Ρωσία, στην Αραβία, στην Αφρική. Η πολλαπλώς ανακεφαλαιοποιημένη εθνική μας τοκογλυφία θα φάει μάλλον άλλη μια δεκαετία γλείφοντας τις πληγές της, απέχοντας από τη μόνη δραστηριότητα που κάνει ανεκτή την ύπαρξή της, τον δανεισμό. Το χειρότερο από όλα: το ανθρώπινο κεφάλαιο, οι δημιουργοί του πλούτου, είναι αποθαρρημένοι, σχεδόν πεισμένοι ότι η εργασία είναι ένα μέγεθος εκτός της εξίσωσης του ελατηρίου, χωρίς επίδραση στη ροπή επαναφοράς. Η μηχανική κόπωση είναι κυρίως μια κοινωνική κόπωση, που διαπερνά καθέτως την ταξική μας πυραμίδα.

Η μόνη που μοιάζει ανεπηρέαστη από την κόπωση αυτή είναι η πολιτική τάξη, κυρίως αυτή η χαζοχαρούμενη κυβέρνηση, κολλημένη στην παιδική ηλικία του εγχωρίου κατεστημένου. Θα χαρίσουμε νομοσχέδια στον ένα, γη στον άλλο, λεφτά στον τρίτο, ΔΕΚΟ στον τέταρτο και τελικά το μαγικό κουτί θ’ ανοίξει και θα πεταχτεί ο γελαστός κλόουν, ταλαντευόμενος πάνω στο ελατήριό του. Μόνο που το γέλιο του απλώς θα μας χλευάζει.




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Οταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χέρια του,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι χείμαρρος,
και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα.

Οταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί
[…]
Οταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ’ ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.


Πέτερ Χάντκε, «Το τραγούδι της παιδικής ηλικίας»
(από την ταινία του Βιμ Βέντερς «Τα φτερά του έρωτα»)

Sunday, October 6, 2019

Η υστεροφημία των Λωτοφάγων

ΕΦΣΥΝ, 5/10/2019

Είναι στα όρια του παραλόγου, και πέρα από αυτά, ό,τι συμβαίνει με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους που έχτισαν καριέρες στη δεκαετία της κρίσης πάνω στον ερειπιώνα της ελληνικής οικονομίας. Καθώς οι περισσότεροι κλείνουν τον κύκλο και τις θητείες τους στην ευρωζώνη, πριν αποσυρθούν από τα πολιτικά εγκόσμια ή πριν περάσουν από τις περιστρεφόμενες πόρτες που θα τους οδηγήσουν στο επόμενο ακριβοπληρωμένο -ίσως πιο διακριτικό, πιο σκιώδες- κέντρο ισχύος και επιρροής, θέλουν να ξαναγράψουν όλη την ιστορία από την αρχή.
 
"Εμείς σχέδιο Β; Ποτέ! Ρωτήστε και τον Στουρνάρα".
 
«Δεν ήταν αυτό που νομίζατε», μας λένε με λίγα λόγια ο Ντράγκι, ο Γιούνκερ, ο Μοσκοβισί, η Λαγκάρντ, ο Τόμσεν και κάτι ανάλογο μας είχαν πει νωρίτερα ο Ρεν, ο Ντάισελμπλουμ, ο Σόιμπλε -ναι, και αυτός!-, η Μέρκελ. Καθένας τους είναι έτοιμος να γράψει τα ελληνικά απομνημονεύματά του, να ανταγωνιστεί το μπεστ σέλερ του Βαρουφάκη, να κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να ανακατασκευάσει τη μνήμη μας, να μας ταΐσει όσους ομηρικούς λωτούς χρειάζεται για να ξεχάσουμε όσα ζήσαμε, όσα με κυνισμό επέβαλαν, όσα με βαθύτατο ρατσισμό είπαν εις βάρος μας.

Τι ζόρι τραβάνε; Το κίνητρο είναι μάλλον μεταφυσικό, δεν έχω άλλη εξήγηση. Υποθέτω ότι οι ομηρικοί Λωτοφάγοι δεν είχαν καμιά αγωνία για την υστεροφημία τους, ευτυχισμένοι στη νιρβάνα του διαρκούς παρόντος τους. Η απουσία της μνήμης τούς εξασφάλιζε την προστατευτική απάθεια για το μεταθανάτιο μέλλον τους. Εδώ όμως συμβαίνει κάτι διαστροφικά αντίθετο. Οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής κρίσης -η χούντα του ευρώ, όπως προτιμώ να τους αποκαλώ- θέλουν να εξασφαλίσουν την υστεροφημία τους διά της καταστροφής της μνήμης. Της δικής τους και της δικής μας. Να τους έχει καταλάβει, άραγε, φόβος μεταφυσικός - «τι ψυχή θα παραδώσεις, μωρή;» Να ξύπνησαν εντός τους οι βαθιές αγωνίες της «χριστιανικής Ευρώπης» τους; Να θέλουν να ξεπλύνουν τύψεις και αμαρτίες πριν περάσουν στο Καθαρτήριο; Να θυμήθηκαν τα νεανικά διαβάσματα στον Ομηρο, να θέλουν να χτίσουν μεταναθάτια κλέη, ως Αχιλλείς και Οδυσσείς του οικονομικού έπους του 21ου αιώνα; Ο,τι κι αν ισχύει, οι Ηρακλείς του ευρώ φαίνεται να βρίσκονται στο «μουντ» της κατά Καρυωτάκη «Υστεροφημίας»: «Φεύγουμε δίχως από δω να 'χουμε πάρει κάτι/ ούτε και την ενθύμηση του μάταιου ερχομού/ Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι/ δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς/ τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,/ κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός».

Οι «στίχοι» με τους οποίους προσπαθούν να χτίσουν την υστεροφημία τους οι Λωτοφάγοι της ευρωζώνης βασίζονται στο ψέμα. Στο κραυγαλέο ψέμα, στην πολιτική απάτη και στην πεποίθηση ότι, επειδή μέσα σε δέκα χρόνια κατάφεραν να υποτάξουν όλο το εγχώριο πολιτικό σύστημα και να συντρίψουν αντιστάσεις που στις κορυφώσεις τους έγιναν επικίνδυνες για όλο το ευρωπαϊκό κατεστημένο, έχουν καταφέρει να σβήσουν τα δεδομένα του εγκλήματος από τον σκληρό δίσκο των ανθρώπων.

«Η ΕΚΤ δεν είχε ποτέ σχέδιο Β για την Ελλάδα», είπε ο Ντράγκι. Ούτε ο Γιούνκερ είχε, ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ούτε ο Μοσκοβισί, ούτε το ΔΝΤ, ούτε η Μέρκελ, ούτε ο Σαρκοζί. Κανείς τους δεν θέλησε ποτέ τη βίαιη αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη ή τη συντεταγμένη χρεοκοπία της εντός αυτής ή τη μετατροπή της νομισματικής ένωσης σε φυλακή χρέους. Κανείς τους δεν εκβίασε τη μια μετά την άλλη τις κυβερνήσεις των μνημονίων. Κανείς τους δεν απαίτησε δημοψήφισμα το 2011 και κανείς τους δεν σκύλιασε για το «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του 2015. Κανείς τους δεν εξαπέλυσε την τρομοκρατία του ELA, κανείς δεν επέβαλε πιστωτική ασφυξία και capital control. Κανείς τους δεν χρησιμοποίησε την ελληνική χρεοκοπία ως εργαλείο διάσωσης των γερμανικών και των γαλλικών τραπεζών. Κανείς τους δεν εξαίρεσε τα ελληνικά ομόλογα από μια ποσοτική χαλάρωση 2,5 τρισ. ευρώ. Κανείς δεν ενορχήστρωσε εκστρατεία ρατσιστικού διασυρμού της ελληνικής κοινωνίας, κανείς δεν είπε τους Ελληνες τεμπέληδες, μπαταχτσήδες, ψεύτες και κλέφτες. Κανείς τους δεν είχε ποτέ κανένα σχέδιο εις βάρος της Ελλάδας, ούτε σχέδιο Β, ούτε σχέδιο Ζ. Κανείς τους δεν ξέρει τίποτα για τον φόνο.
 
Ο Σόιμπλε, παραδόξως, είναι ο μόνος που σώζει τη χαμένη τιμή της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας, ο μόνος που αποδέχεται με προτεσταντική ειλικρίνεια τα αυτονόητα. Γιατί όχι μόνο σχέδιο Β διέθεταν, αλλά τόσα σχέδια όσα τα γράμματα του αλφαβήτου, και δη του λατινικού, είχαν και εφάρμοσαν για να διαχειριστούν το πειραματόζωο, τη χώρα που χρησιμοποιήθηκε ως βασικό δομικό υλικό ανακατασκευής της ευρωζώνης.

Ακόμη και σ’ αυτό, εκτός από ψεύτες, αποδείχθηκαν αποτυχημένοι. Κατέστρεψαν μια χώρα, έστειλαν την οικονομία της τρεις δεκαετίες πίσω, για να «μερεμετίσουν» τη νομισματική ένωση, να τη μετατρέψουν σε δημοσιονομική φυλακή από την οποία πασχίζουν τώρα πάση θυσία να αποδράσουν, πριν την καταπιεί η επόμενη μεγάλη ύφεση. Πάλι θα μας μείνουν αξέχαστοι…




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ζητάτε «πρόσβαση στο σενάριο (...) Grexit που έχει ετοιμάσει η Επιτροπή».
Εχοντας εξετάσει το αίτημά σας βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, λυπάμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί… Η γνωστοποίηση του αιτούμενου εγγράφου θα αποτελούσε όχι μόνο σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική, νομισματική και οικονομική σταθερότητα της Ελλάδας, αλλά θα απειλούσε ουσιαστικά την οικονομική, νομισματική και οικονομική κατάσταση των άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης μεμονωμένα και της ευρωζώνης στο σύνολό της.


Πιερ Μοσκοβισί, επιστολή-απάντηση στο αίτημα της Αννας Διαμαντοπούλου για δημοσιοποίηση του εγγράφου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με το σενάριο Grexit (2/3/2017)
 

Sunday, September 29, 2019

Τόμας Κουκ και Κάπτεν Χουκ

ΕΦΣΥΝ, 28/9/2019
 
Κι αν η Γκρέτα πέσει στα χέρια του Κάπτεν Χουκ ή της Τόμας Κουκ, υποθέτουμε ότι ο Πίτερ Παν θα εμφανιστεί την κατάλληλη στιγμή για να τη σώσει...

 
Και να πώς τα ’φερε η τύχη κι ο Πίτερ Παν διασταυρώθηκε με την Γκρέτα Τούνμπεργκ, κι ο Thomas Cook έπεσε πάνω στον Captain Hook, καρφώθηκε στον αιχμηρό γάντζο του αριστερού –ή του δεξιού;– χεριού του και τραυματίστηκε θανάσιμα και ακαριαία, το αίμα του πλημμύρισε όλη την Ευρώπη, ηπειρωτική και νησιωτική, από Αγγλία μέχρι Κρήτη. Και η Χώρα του Ποτέ, ο παράδεισος του ακινητοποιημένου χρόνου, έστω και μόνο για τις 10-15 μέρες των προπληρωμένων διακοπών του ταξιδιώτη του all inclusive, κατέρρευσε.

Και ρουθούνι δεν άνοιξε, κανείς δεν φταίει, κανείς δεν λογοδοτεί, «είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε!» – τι βολικό άλλοθι κατάντησε ακόμη κι η καταγγελία του! Μπα; Κι εγώ που νόμιζα πως είμαστε στην ονειροχώρα και πως ο Πίτερ Φανκχάουζερ δεν είναι παρά το alter ego του Πίτερ Παν, Πίτερ ο ένας, Πίτερ ο άλλος, τι τους χωρίζει; Μόλις ένας αιώνας και 8,5 εκατομμύρια λίρες, παντελονιασμένες για να ρίξει στα βράχια μια πολυεθνική 3 δισεκατομμυρίων.

Τι σχέση έχουν όλοι οι παραπάνω μεταξύ τους; Καμιά απολύτως –σας καθησυχάζω– πέραν του νοσηρού συνειρμού που μου προκάλεσε η συνήχηση Thomas Cook και Captain Hook. Η συνήχηση έγινε σύγχυση, στο μπέρδεμα πέσαμε όλοι μας (καλό σημάδι αυτό, ίσως έχει διασωθεί κάτι από την παιδικότητά μας). «Ρε συ, έκλεισε ο Κάπτεν Χουκ», άκουσα ταξιτζή να λέει στους συναδέλφους του σε πιάτσα έξω από σταθμό του μετρό. Και ο τόνος της αναγγελίας είχε κάτι δραματικό, γιατί δεν χρειάζεται να είσαι ακριβοπληρωμένος αναλυτής της Moody’s για να καταλάβεις ότι κι εσύ, ο ταπεινός «ταρίφας», κάτι χάνεις αν χαθούν 2 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο που ξεφόρτωνε εδώ ο «Κάπτεν Χουκ», αυτός χωρίς τον γάντζο, βέβαια – α έχεις δίκιο, Thomas Cook τον λέγανε, δεν έχει σημασία, συνεννοηθήκαμε.



Αυτή η χαριτωμένη σύγχυση, λοιπόν, γέννησε τον παράξενο συνειρμό από τον Κουκ στον Χουκ, από τον Χουκ στον Πίτερ Πάν κι από τον Παν στην Γκρέτα Τούνμπεργκ, που με όλη την έξαψη της εφηβείας στο πρόσωπό της είπε κατάφατσα στην παγκόσμια ελίτ «Πώς τολμάτε;». Πώς τολμάτε να κλέβετε την παιδική της ηλικία, πώς τολμάτε να την απάγετε από τη Χώρα του Ποτέ και της παιδικής αμεριμνησίας, πώς τολμάτε να την υποχρεώνετε να μεγαλώσει πριν την ώρα της, πώς τολμάτε να τη λοιδορείτε για την «υπερβολική δημοσιότητα» στην οποία οι ίδιοι την εκθέσατε, πώς τολμάτε να τη χειροκροτάτε ενώ σας φτύνει, πώς τολμάτε να θέλετε να την εκμαυλίσετε, πώς τολμάτε να θέλετε να της δώσετε το Νόμπελ που δώσατε στον Κίσινγκερ, πώς τολμάτε να αναρωτιέστε ειρωνικά «τι θα γίνει η Γκρέτα όταν μεγαλώσει» – αυτά πρέπει να τα σκοτώνεις από μικρά, ε; Λοιπόν, δίκιο έχετε τελικά, δύο τινά μπορεί να γίνει η Γκρέτα όταν μεγαλώσει: ή CEO του Thomas Cook του μέλλοντός μας, που θα οργανώνει διακοπές στη Σελήνη για τους υπερπλουσίους του πλανήτη, ή ηγέτιδα της οργάνωσης «Πίτερ Πάν», η οποία θα οργανώνει επιθέσεις σε ακριβά τουριστικά θέρετρα που κάθε ώρα λειτουργίας τους καταστρέφει ένα στρέμμα δάσους στον Αμαζόνιο.

Δεν είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε τις αναλογίες. Οι διακοπές είναι κάτι σαν μακρινός απόηχος της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας, της εποχής του ευγενούς αγρίου του Ρουσό, όταν η διάκριση εργασίας και σχόλης δεν είχε νόημα και τα ενδιαιτήματα του ευγενούς αγρίου ήταν μικρές ή μεγάλες Neverlands, Χώρες του Ποτέ, με όλους τους κινδύνους και τις θανάσιμες αναμετρήσεις που έκρυβε ακόμη και η ονειροχώρα του Πίτερ Παν, όπου πάντα καιροφυλακτούσε ένας άρπαγας Κάπτεν Χουκ.

Οι μαζικές και οργανωμένες διακοπές είναι προϊόν του βιομηχανικού καπιταλισμού, ένα γλίσχρο κι ακριβοπληρωμένο αντίτιμο για τη στέρηση χρόνου και χώρου στην οποία υποβαλλόταν το προλεταριάτο, το στοιβαγμένο στα αποπνικτικά αστικά κέντρα της Δύσης. (Συμβαίνει και με το πρεκαριάτο του 21ου: οι νεαροί Βρετανοί που ξεφορτώνει η Thomas Cook στον Λαγανά της Ζακύνθου, στο Φαληράκι της Ρόδου ή στη Χερσόνησο της Κρήτης γίνονται λιώμα για λίγες μέρες με το επίδομα ανεργίας κι επιστρέφουν με μόνη γεύση Ελλάδας πενήντα μέτρα ακτής, 7 τετραγωνικά δωμάτιο και πολλά λίτρα «μπόμπας» στο στομάχι και τον εγκέφαλο.) Τα θέρετρα των μαζικών διακοπών εξελίσσονται σε προσομοιώσεις των παραδείσων της παιδικής ηλικίας, οάσεις επιτηδευμένης ανεμελιάς που η κατασκευή, η λειτουργία και η κερδοφορία τους προϋποθέτει, αλλά και συμβάλλει στην αειφόρο περιβαλλοντική και κλιματική κατάρρευση – προς το παρόν αυτή είναι η μόνη υπαρκτή αειφορία. Η ολιγοήμερη απόδραση του Πίτερ Παν στην ονειροχώρα της αιώνιας παιδικότητας –άθελά του– έρχεται σε αντίφαση με τον θυμό της Γκρέτας για τα κλεμμένα όνειρα και τη ματαιωμένη παιδικότητά της. Το μόνο που μας σώζει είναι Γκρέτα και Παν να συνασπιστούν κατά Thomas Cook και Captain Hook.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΒΙΚΤΟΡ: Μα άκου λοιπόν! Ο Ηρακλής, από την κούνια του έπνιγε φίδια. Εμένα το μπόι μου δε μου επιτρέπει τέτοια παιδιαρίσματα. Ο Πασκάλ, με κύκλους και μπαστούνια ανακάλυψε τις βασικές αναλογίες της ευκλείδειας γεωμετρίας. Ο μικρός Μότσαρτ με το βιολάκι και το δοξάρι του θα θαμπώνει πάντα τους επισκέπτες στο μουσείο του Λουξεμβούργου. Ο μικρός Φρειδερίκος έπαιζε σκάκι, είκοσι παρτίδες μαζί, και τις κέρδιζε όλες. Και τέλος, ο μικρός Ιησούς Χριστός τούς ξεπέρασε όλους με την πρώτη: μόλις γεννήθηκε, εδήλωσε υιός Θεού. Τέτοια κατορθώματα κάνουν σκόνη τον γιο του Καρόλου και της Αιμιλίας Πωμέλ, γι’ αυτό και πρέπει να πεθάνει εννέα χρόνων!

Ροζέ Βιτράκ, «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» (μετάφραση Π. Μάτεσι).