Tuesday, February 10, 2015

Για όλα τα πεταμένα «ν» του κόσμου



(Κρείττον το λαλείν του σιγάν- διαβάστε καλά πριν σπεύσετε να διορθώσετε- άλλωστε πήγα να σκάσω ένα μήνα τώρα).


Παραμελημένο γράμμα το Ν, κανείς δεν το ’βαλε σε κύκλο όπως το Α, δεν έχει το αμετάκλητο κύρος ενός Ωμέγα, κανείς δεν το βάζει πια ούτε στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου, κι ας είναι ατζαμής πρωτάρης οδηγός. Το καημένο το Ν δεν έχει το μυστήριο και το υπονοούμενο του Χ, δεν έχει την ιστορία του Ζ, ακόμη και η χρήση του στα μαθηματικά είναι ως υποκατάστατου, «ν= αόριστος φυσικός αριθμός», η νιοστή δύναμη ή η νιοστή ρίζα μπορεί να είναι οποιαδήποτε, κι όταν βρεθεί σε μιαν εξίσωση η μοίρα της είναι να εξαφανιστεί με τη λύση της, το «ν» δεν έχει θέση στο αποτέλεσμα. Παραμελημένο κι αδικημένο γράμμα το Ν. Κρίμα, κι είναι τόσο μουσικό κι εύηχο, μπορεί να είναι στιγμιαίο, αλλά και διαρκές, ο πολλαπλασιασμός του παράγει ηχητικό αποτέλεσμα, βάλτε είκοσι, εκατό Ν στη σειρά και προφέρετέ τα και θα βγει μια ωραία βυζαντινή ή ευρωπαϊκή οκτάβα, και το Α μπορεί να το κάνει αυτό, και όλα τα φωνήεντα το κάνουν, και το Μ οπωσδήποτε, αλλά δοκιμάστε το ίδιο με το Κ ή το Χ, τίποτα δεν γίνεται. Το Ν είναι ωραίο γράμμα. Κρίμα να το πετάει κανείς. Οι Πελοποννήσιοι και οι Δυτικοελλαδίτες που το έχουν περί πολλού το πολλαπλασιάζουν μεταξύ γλώσσας και ουρανίσκου, όταν βρίσκεται προ του «ι», και παράγουν αυτό το παιχνιδιάρικο «ννιι», που μαζί με το «λλιι» προκαλούν τη χλεύη των καθαρολόγων Αθηναίων.

                                                  ****

Το μικρό μου όνομα είναι Γιάννης. Μ’ αρέσει που έχει δυο Ν, δεν θα πέταγα κανένα από τα δυο. Και τρία Ν να είχε δεν θα τ’ άλλαζα. Ούτε θα ’βαζα κανένα σε παρένθεση. Όχι από καθαρολογία και ορθογραφική μανία, αλλά καλό είναι οι λέξεις και τα ονόματα να διασώζουν κάτι από την ιστορία τους. Ζωντανοί οργανισμοί οι γλώσσες και οι γραφές, μεταλλάσσονται μαζί με την ανθρωπότητα, αλλά οι φθόγγοι κρατάνε γερά, χιλιάδες χρόνια, από τότε που οι κραυγές ζώου έδωσαν τη θέση τους στην ανθρώπινη ομιλία. Όσα Ν κι αν πετάξει κανείς απ’ τα ονόματα και τις λέξεις, είναι αδύνατο να ανατρέψει τη θέση του στην ιεραρχία φθόγγων-γραμμάτων. Το Ν κρατά τα σκήπτρα της τέταρτης θέσης σε συχνότητα χρήσης στα ελληνικά, μετά το Α, το Ο και το Τ, την πέμπτη στα αγγλικά. Είκοσι τουλάχιστον γράμματα τρώνε τη σκόνη του…

Αν το Ν συναντάται στη γλώσσα σε τέτοια σχετική αφθονία, ποιος ο λόγος να το χρησιμοποιεί κανείς με φειδώ, σαν να απειλούμαστε από έλλειψή του; Ίσως για έναν οικονομολόγο, όπως ο υπουργός Οικονομικών που υπογράφει με έμφαση ως «Γιάνης» του ενός Ν, αυτό είναι κάτι αναπόφευκτο. Η σπάνις -ή η έλλειψη-  είναι ο κινητήρας της οικονομικής σκέψης και πράξης από καταβολής της, θεμελιωμένη στο προπατορικό αμάρτημα και στην έξωση των πρωτόπλαστων από τον παράδεισο της αφθονίας. Αλλά είναι ο καπιταλισμός και η οικονομία της αγοράς που της έδωσε ρόλο ρυθμιστή ενός ανελέητου, δαρβινικού αγώνα ανάμεσα σε «παραγωγούς»  και «καταναλωτές», σε «αγοραστές» και «πωλητές», σε «πιστωτές» και «οφειλέτες», στα οικονομικά της «προσφοράς» κι αυτά της «ζήτησης». Το παράδοξο είναι ότι, ενώ ο καπιταλισμός είναι το παραγωγικό σύστημα που ανέλαβε να λύσει το πρόβλημα της σπάνεως, δημιουργώντας με την τεχνολογική και οργανωτική καινοτομία έναν επίγειο παράδεισο αφθονίας, ταυτόχρονα η αφθονία που δημιουργεί τού είναι ανυπόφορη. Αυτό είναι το μικρό, βρόμικο μυστικό του. Το μυστικό πίσω από τις κρίσεις του. Ο καπιταλισμός και οι καπιταλιστές, για να συνεχίσουν να υπάρχουν, πρέπει διαρκώς να επινοούν την σπανιότητα, την έλλειψη, ακόμη και στα πεδία που αυτές είναι αδιανόητες.

Πάρτε για παράδειγμα την ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Η αδυναμία επίλυσής της υποτίθεται ότι βασίζεται στην σπανιότητα των χρηματικών πόρων. Κι όμως, το χρήμα είναι από τα ελάχιστα «αγαθά» που, στην εποχή της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, μπορεί να «παράγεται» σε απεριόριστες ποσότητες και στις πιο αδιανόητες για τους ανυποψίαστους χρήστες του μορφές. Εξού και η χρηματοπιστωτική φούσκα. Θεωρητικά σε όλο τον κόσμο κυκλοφορεί χρήμα αξίας πάνω από 80 τρισ. δολάρια, χρήμα που φτάνει να αγοράσει κανείς τουλάχιστον το 1/3 του παγκόσμιου πλούτου των 241 τρισ. δολαρίων. Αν, όμως, ένας παλαβός και γενναιόδωρος άγνωστος σας έδινε μια επιταγή 80 τρισ. δολαρίων και σας έλεγε «πηγαίνετε να την εξαργυρώσετε στην τράπεζα και με τα χρήματα που θα πάρετε αγοράστε ότι αγαπάει η ψυχή σας», με το που εμφανιζόσασταν στην τράπεζα θα κατέρρεε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα χρεοκοπούσαν όλα τα κράτη κι όλες οι επιχειρήσεις, ενώ η «τιμή» του παγκόσμιου πλούτου απλώς θα μεγεθυνόταν στο άπειρο.

Γι’ αυτό και οι πανούργοι διαχειριστές του κόσμου θέλουν να μας πείσουν ότι «λεφτά δεν υπάρχουν». Κι ας αντιστοιχεί πλούτος αξίας 51.600 δολαρίων σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα, ας αντιστοιχούν 18.000 δολάρια ζεστό χρήμα σε κάθε τσέπη. Η έλλειψη των πόρων, του χρήματος, του πλούτου δεν επινοείται απλώς, υλοποιείται κιόλας, για να γίνει εργαλείο βασανισμού των ανθρώπινων κοινωνιών. Όταν στο πλουσιότερο 10% των ανθρώπων αντιστοιχεί το 86% του παγκόσμιου πλούτου, μοιραίο είναι το υπόλοιπο 90%, 6,6 δισ. ψυχές, να βασανίζονται διαρκώς από την έλλειψη.  

Στο σημείο αυτό αναλαμβάνουν καθήκοντα οι οικονομολόγοι, οι πολιτικοί, οι σχεδιαστές της κοινωνικής μηχανικής. Εν χορώ, σπεύδουν να επαινέσουν τις αρετές της φειδούς, της περικοπής των δαπανών, του λιτού βίου, της εξόφλησης του χρέους, των ισοσκελισμένων ή πλεονασματικών προϋπολογισμών. Το κακό γι’ αυτούς είναι ότι πέφτουν θύματα της επιτυχίας τους. Ενώ η επινόηση της σπάνεως- άρα των αναγκαίων «θυσιών» και του περιορισμού της ζήτησης – γίνεται για δοθεί στον καπιταλισμό η ευκαιρία να βγει από την «κρίση αφθονίας» του, τελικά μένει κολλημένος σ’ αυτήν. Κολλημένος σε μια σχεδόν πια μόνιμη κρίση υπερσυσσώρευσης, τροφοδοτούμενος από μια εξίσου μόνιμη «θεραπεία λιτότητας».

                                                 *****

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με όλα τα Ν του κόσμου, όλα τα παραμελημένα και κομμένα Ν του κόσμου, τα Ν εις τη νιοστή, με το «ν» να τείνει στο άπειρο; Αναρωτιέμαι αν η απουσία του από το μικρό όνομα του υπουργού Οικονομικών, η περικοπή του από το «Για(ν)νης», δεν είναι απλώς ζήτημα στυλ- του στυλ που έχει κάνει τα διεθνή ΜΜΕ να τον αντιμετωπίζουν ως ποπ σταρ ή sex symbol της οικονομίας-, αλλά συνεκδοχή μιας προγραμματικής έκπτωσης από την «ελπίδα», που παραδόξως δεν έχει κανένα Ν εντός της. Έχει, όμως, η «νίκη», ένα Ν τεράστιο, σχηματισμένο μεταξύ δείκτη και μέσου, και με εφαλτήριο αυτήν θα περίμενε κανείς μόχλευση και όχι απομόχλευση της προσδοκίας, έστω για λόγους διαπραγματευτικούς και μόνο: Η μόνη αμοιβαία επωφελής λύση για το χρέος είναι η διαγραφή του επαχθούς και απεχθούς μέρους του κι όχι η τεχνική διαιώνισή του· δεν υπάρχει καλή πτυχή μνημονίου- κι ας έχει δυο Ν αυτό-· δεν υπάρχουν αξιοσέβαστοι κανόνες στο Σύμφωνο Σταθερότητας, υπάρχουν αυτοκτονικοί-δολοφονικοί κανόνες· κάθε ελάχιστο ποσοστό πλεονάσματος που αποδέχεσαι είναι και καταδίκη μερικών χιλιάδων ανθρώπων σε φτώχεια και ανεργία· δεν υπάρχουν εταίροι, υπάρχει μια χρηματοπιστωτική χούντα και μια νεοφιλελεύθερη συμμορία που κοιτάζουν να σώσουν τα τομάρια τους, υπάρχει μια γερμανική αυτοκρατορία που θα συμβιβαστεί μόνο αν ταρακουνηθεί· δεν υπάρχουν υπερατλαντικοί φίλοι ή εναλλακτικοί βόρειοι σύμμαχοι, υπάρχουν καπιταλιστικές αυτοκρατορίες που μόνο αν υποψιαστούν ότι θα τους κάνεις χαλάστρα θα προστρέξουν ως πρόθυμοι διαμεσολαβητές. Δεν εννοώ ότι είμαστε μόνοι σε πόλεμο εναντίον όλων, αλλά ότι ο μόνος τρόπος να μας μετρήσουν και να μας υπολογίσουν είναι να αντιληφθούν ότι δεν επιδιδόμαστε απλώς σε μια πασιφιστική εκστρατεία πειθούς, αλλά σε μια διαπραγμάτευση με το όπλο παρά πόδα. Ή στο τραπέζι, που θα ’λεγε κι ο ολετήρας ΓΑΠ.

                                                 *****

«Μιλάτε πολύ δυνατά, ένρινα και ενοχλητικά», είπε το αυστηρό Κ στο παιχνιδιάρικο Ν. «ΝΝΝΝΝΑΙ! Αλήθεια λέτε, αλλά έτσι είναι ο τρόπος μου. Κι εμένα και του αδερφού μου, του Μ», απάντησε το Ν. «Αλλά, δεν είμαστε τόσο κακόηχα», συνέχισε. «Ξέρετε αυτή την ωραία καρκινική επιγραφή που έχει πέντε λέξεις με έξι Ν, τέσσερα Μ, τέσσερα Α, τέσσερα Ο, αλλά ούτε ένα Κ; . ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ». Το Κ έβγαλε ένα «κχχχ», σαν βρυχηθμό περιφρόνησης, σαν βήχα, κι έφυγε...

ΚΙΜΠΙ