Saturday, April 27, 2013

Ο πλούτος των φτωχών

(Επενδυτής, 27/4/2013) 

 Για το πώς μετριέται ο πλούτος των εθνών και ο πλούτος των ιδιωτών την καλύτερη απάντηση, κανονικά, θα την έδινε ο Λάζαρος, από τους λίγους που θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν αφενός ότι τα σάβανα δεν έχουν τσέπες και αφετέρου ότι, ακόμη κι αν είχαν, το τυχόν πολύτιμο περιεχόμενό τους θα τους ήταν περιττό εκεί κάτω που κατέβηκαν.
Βεβαίως, όταν τα φωτεινά μυαλά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανέλαβαν να μετρήσουν τον πλούτο του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, πράγμα που το «Spiegel» έσπευσε να αναπαραγάγει με κατακίτρινο ζήλο, είχαν βάλει στην άκρη τις μεταφυσικές τους ανησυχίες και τις μεταθανάτιες αγωνίες τους. Ο στόχος τους ήταν πολύ επίγειος, υλικός και ιδιοτελής. Η απλοϊκή εμφάνιση των κοινωνιών του ευρωπαϊκού Νότου ως πλουσιότερων από αυτές του Βορρά απλώς επειδή κατέχουν κατά μέσο όρο μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία φωτογραφίζει τον επόμενο, τέταρτο στόχο της μεγάλης «αρπαχτής»: μετά την επιδρομή στη δημόσια περιουσία, στο ιδιωτικό εισόδημα και στις καταθέσεις των τεμπέληδων Νοτίων, το «προτεσταντικό πνεύμα του καπιταλισμού» στοχοποιεί και την ακίνητη περιουσία τους. Την πρώτη κατοικία τους, το εξοχικό τους -αν έχουν- και τα αμπελοχώραφά τους.
 Η απλοϊκότητα αυτής της προσέγγισης, που από οικονομική άποψη έχει τόση αξιοπιστία όση και οι πολλαπλασιαστές του ΔΝΤ ή οι βλακώδεις υπολογισμοί των νεοφιλελεύθερων για τη σχέση κρατικού χρέους και ύφεσης, ανάγκασε ακόμη και τη Μέρκελ να διαφοροποιηθεί. Και να απαντήσει στο «Spiegel» ότι αυτός ο τρόπος υπολογισμού του πλούτου των Ευρωπαίων του Νότου αποκρύπτει άλλες πηγές πλούτου που απολαμβάνουν οι Βόρειοι και στερούνται οι Νότιοι, όπως τα πιο γενναιόδωρα συστήματα ασφάλισης, υγείας, κοινωνικής πρόνοιας και συνταξιοδότησης. «Η αγορά ενός ακινήτου αντισταθμίζει το ανεπαρκές κοινωνικό κράτος των φτωχότερων κοινωνιών», είπε η Μέρκελ, εκπλήσσοντας με την επιείκειά της έναντι των μαύρων προβάτων της Ευρώπης. Τι συνέβη εντός της και ανέλαβε αυτή την απρόσμενη υπεράσπιση αδυνατώ να αντιληφθώ. Μήπως αφυπνίστηκε μέσα της η νεαρά μαχήτρια της FDJ, της ανατολικογερμανικής κομμουνιστικής νεολαίας, κι αποφάσισε να επανεκτιμήσει τα αγαθά της κοινωνικής ιδιοκτησίας έναντι της ατομικής; Σας διαβεβαιώ πως όχι. Το πιθανότερο είναι πως κάποιος της ψιθύρισε τον κίνδυνο να επαναληφθεί η γκάφα με τη στοχοποίηση των καταθέσεων. Αν η γερμανική αμετροέπεια προκαλέσει ένα σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων στον ευρωπαϊκό Νότο, είναι απίθανο το ωστικό κύμα που θα προκαλέσει να μη φτάσει μέχρι τις πύλες της καγκελαρίας.
Σε κάθε περίπτωση, εν τη αφελεία ή εν τη ιδιοτελεία τους, οι φλύαροι Γερμανοί τεχνοκράτες και δημοσιολόγοι ανοίγουν πολύ χρήσιμα κεφάλαια για τα θεμελιώδη του υπαρκτού καπιταλισμού. Στην ύστατη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή του, «αυτός, αυτός, ο μόνος υπαρκτός» κονταροχτυπιέται ακόμη και με τον κορυφαίο «άγιό» του, τον Άνταμ Σμιθ, που δεν διανοήθηκε ότι μπορούν να υπάρξουν άλλες πηγές του πλούτου των εθνών πέρα από την εργασία, έστω και μεταμορφωμένη σε κέρδος, ενοίκιο γης και μισθό.
Κατά το «Spiegel» και όσους ανέλαβαν εργολαβικά να ξαναμετρήσουν τον πλούτο των εθνών με τα νέα, ιδιοκτησιακά κριτήρια, ο Μίδας με το τρομερό χάρισμα ό,τι πιάνει να γίνεται χρυσάφι ήταν προφανώς ο πλουσιότερος άνθρωπος που εμφανίστηκε στη Γη, αν και δεν διαφέρει διόλου από τον πένητα Αφρικανό που απειλείται από ασιτία, δίψα, αρρώστια και θάνατο. Κατά μία αναλογία, οι πληθυσμοί του ευρωπαϊκού Νότου, που φτωχοποιούνται μαζικά και βίαια μέσω μνημονίων και λοιπών εργαλείων λιτότητας, παραμένουν οι πλουσιότεροι Ευρωπαίοι επειδή είναι ιδιοκτήτες ακινήτων σε ποσοστά πολύ άνω του 40% που αντιστοιχούν στους Γερμανούς. Θα προσμετρηθεί, άραγε, ως στοιχείο του πλούτου τους το γεγονός ότι η ακίνητη περιουσία τους αποκτήθηκε με έναν μοχλευμένο και σχεδόν καταναγκαστικό δανεισμό με τον οποίο οι τράπεζες συντηρούσαν για δεκαετίες τα παραφουσκωμένα ενεργητικά τους; Διότι, αν ισχύει αυτό το μέτρο πλούτου, τότε κακώς χρεοκόπησαν οι φορτωμένες με ενυπόθηκα ακίνητα αμερικανικές τράπεζες. Και κατά λάθος αυτός ο ζηλευτός πλούτος των εθνών προκάλεσε το παγκόσμιο τσουνάμι της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ακόμη πληρώνουμε. 
Αν ξεπεράσουμε την ανοησία του ισχυρισμού περί πλούσιου ευρωπαϊκού Νότου, η ιστορία της φούσκας των ακινήτων θυμίζει έναν άρρητο νόμο του καπιταλισμού: τα περιουσιακά στοιχεία διατηρούν ψηλά τις αποτιμήσεις τους μόνον όσο κατανέμονται άνισα και άδικα στην κοινωνία. Όταν ένα περιουσιακό στοιχείο αποκτάται από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όταν «εκδημοκρατίζεται» υπερβολικά, η φούσκα της τιμής του σκάει. Δεν έχει παρά μόνο την αξία χρήσης από τον κάτοχό του. Κι αυτή αμφίβολη, όταν του λείπουν οι υπόλοιποι όροι επιβίωσης. Οι τοίχοι, τα πλακάκια και τα ντουλάπια δεν τρώγονται, ως γνωστόν, κι ας δουλεύουμε όλοι για τα μπετά και τα λεφτά, που λένε ο Μάλαμας με τον Καρρά – οποία έκπληξις!
Το στοιχείο που αποκάλυψε η κρίση σε όλο το μεγαλείο και όλη την αθλιότητά του είναι πως η ιδιοκτησία, που θυμίζει στον μέσο Ευρωπαίο απλώς ότι υπάρχει, δεν είναι πια ένδειξη πραγματικού πλούτου. Διατηρεί ενδεχομένως τα ηθικά και συμβολικά της στοιχεία – για τους πλούσιους ως τελευταίο μέσο επίδειξης στον μικρό περίγυρο της ματαιοδοξίας τους, αρκεί σ’ αυτόν να μην περιλαμβάνεται η εφορία, για τους φτωχούς ως έσχατο μέσο διαπραγμάτευσης με την τράπεζα, αρκεί αυτή να μην τους πασάρει στην εισπρακτική εταιρεία. Αλλά ακόμη κι αυτά τα συμβολικά στοιχεία εξαφανίζονται όταν το πολυτελές ακίνητο (με πισίνα) του πλουσίου γίνεται «αγνώστου ιδιοκτήτη», εξαφανισμένο στο χαρτοφυλάκιο μιας offshore αγνώστων μετόχων. Ή, όταν το ταπεινό διαμέρισμα των 85 τ.μ. του μικρομεσαίου δανειολήπτη δεν χωράει στο «κόκκινο» χαρτοφυλάκιο μιας τράπεζας. Τώρα πια, ούτε καν οι τράπεζες επιθυμούν να γίνουν επίσημοι ιδιοκτήτες των ενυπόθηκων ακινήτων. Γιατί γνωρίζουν ότι, σε όσο μεγαλύτερη αφθονία τα αποκτούν, τόσο φτωχότερες γίνονται.
Να η παράδοξη συνθήκη της εποχής: ο πλούσιος ευρωπαϊκός Νότος γίνεται φτωχότερος ακριβώς γιατί είναι πλουσιότερος, τουλάχιστον κατά τα κριτήρια της ΕΚΤ και του «Spiegel». Γιατί, όσο περισσότερο καταστρέφονται οι πραγματικές πηγές πλούτου και εισοδήματος των ιδιοκτητών, τόσο πιο αζήτητη και απαξιωμένη μένει η ακίνητη περιουσία τους. Και δεν έχει καν τη λειτουργία που υπερασπίζεται η Μέρκελ: ένα αποκούμπι για τα γεράματα, ένα αντιστάθμισμα για το διαλυόμενο κοινωνικό κράτος, μια παρακαταθήκη για τη νεότερη γενιά, τη γενιά των ανέργων ιδιοκτητών.
Αυτή η παραδοξότητα θυμίζει μια ιστορική, θεωρητική αντιπαράθεση που καταγράφηκε πριν περίπου ενάμιση αιώνα στη Γερμανία – άλλο παράδοξο κι αυτό. Ο Εμίλ Ζαξ υπήρξε ένας Αυστριακός οικονομολόγος που, με ένα δημοφιλές στην εποχή του βιβλίο, το 1869, υποδείκνυε ως μέσο χειραφέτησης της εργατικής τάξης την απόκτηση ιδιοκτησίας. «Είναι κάτι ιδιοφυές η ανθρώπινη επιθυμία απόκτησης γαιοκτησίας, ένα κίνητρο που δεν μπορεί να το εξασθενήσει ούτε η σημερινή πυρετική κυκλοφορία των αγαθών», έγραφε με θέρμη, για να καταλήξει: «Όποιος έχει την ευτυχία να είναι ιδιοκτήτης γης έχει φτάσει στο ανώτατο σκαλοπάτι οικονομικής ανεξαρτησίας… Έχει μια περιοχή όπου μπορεί κυριαρχικά να κάνει ό,τι θέλει, είναι κύριος του εαυτού του… Ο εργάτης, που βρίσκεται σήμερα χωρίς βοήθεια, εκτεθειμένος στις εναλλαγές της οικονομικής κατάστασης, σε διαρκή εξάρτηση από τον εργοδότη… θα γινόταν κεφαλαιοκράτης και η ουσιαστική πίστωση που για τον λόγο αυτό θα ήταν στη διάθεσή του θα τον εξασφάλιζε από τους κινδύνους της ανεργίας και της ανικανότητας για εργασία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα περνούσε από την τάξη των ακτημόνων στην τάξη των ιδιοκτητών». Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ο κολλητός του Μαρξ, ο Φρίντριχ Ένγκελς, ανέλαβε να αποκαθηλώσει αυτό το χαρίεν όραμα του καπιταλισμού των «ιδιοκτητών εργατών» και να αποδομήσει τη μόδα των οικοδομικών συνεταιρισμών (building societies) που έκανε θραύση τότε στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία. Και τα κατατρόπωσε στο περίφημο έργο του «Για το ζήτημα της κατοικίας», με θεωρητικά και κυρίως με τα χειροπιαστά επιχειρήματα που του έδινε η πραγματικότητα. «Ας κοιτάξει ο κύριος Ζαξ τους Γάλλους και τους δικούς μας αγρότες της Ρηνανίας. Τα σπίτια και τα χωράφια τους είναι πέρα για πέρα επιβαρυμένα με υποθήκες, η σοδειά τους ανήκει πριν καν τη μαζέψουν στους πιστωτές και στην περιοχή τους δεν κάνουν αυτοί ό,τι θέλουν κυριαρχικά, αλλά είναι ο τοκογλύφος, ο δικηγόρος, ο δικαστικός κλητήρας που κάνουν ό,τι θέλουν», σάρκαζε ο Ένγκελς στην περίφημη πολεμική του. Πολεμική γεμάτη ανατριχιαστικές αναλογίες με τη σημερινή κατάρρευση της «δημοκρατίας των ιδιοκτητών» στον ευρωπαϊκό Νότο, που ακολουθεί τις καταρρεύσεις και άλλων χαζοχαρούμενων «δημοκρατιών», όπως η «δημοκρατία των μετόχων» προ δωδεκαετίας ή πρόσφατα οι «δημοκρατίες» των ομολογιούχων και των καταθετών, που ο εγγυημένος τους πλούτος σφάχτηκε στο γόνατο ενός PSI ή μιας τραπεζικής διάσωσης.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Κεφάλαιο είναι η εξουσία πάνω στην απλήρωτη εργασία. Το σπιτάκι του εργάτη γίνεται λοιπόν κεφάλαιο τότε μόνον όταν το νοικιάζει σε ένα τρίτο πρόσωπο και με τη μορφή του νοικιού ιδιοποιείται ένα μέρος από το προϊόν της εργασίας αυτού του τρίτου προσώπου. Με το ότι κάθεται όμως ο ίδιος μέσα, εμποδίζει ίσα ίσα το σπίτι του να γίνει κεφάλαιο, ακριβώς όπως και το σακάκι παύει να είναι κεφάλαιο από τη στιγμή που το αγοράζω από τον ράφτη και το φορώ. Ο εργάτης που έχει το σπιτάκι αξίας χιλίων ταλίρων παύει να είναι βέβαια προλετάριος, αλλά πρέπει να είναι  ο κύριος Ζαξ για να μπορεί να τον ονομάσει κανείς κεφαλαιοκράτη. 
Φρίντριχ Ένγκελς, «Για το ζήτημα της κατοικίας»

Saturday, April 20, 2013

Η τιμή της ζωής

(Επενδυτής. 20/4/2013)



Πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή; Έχει παντού το ίδιο βάρος, το ίδιο κόστος συντήρησης, το ίδιο κόστος αφανισμού; Το ερώτημα μου προέκυψε με την ίδια αφορμή που μπορεί να προέκυψε και σε σας. Η τρομοκρατική επίθεση στη Βοστόνη προκάλεσε τα ανακλαστικά των κοιμώμενων στην αγκαλιά της τρόικας ΜΜΕ. Διακόπηκε η ροή του προγράμματος, άνοιξαν παράθυρα αναμετάδοσης του CNN, στήθηκαν έκτακτες εκπομπές και οι ομιλούσες κεφαλές των τηλεπαραθύρων έπρεπε να επιστρατεύσουν την επινοητικότητά τους για να δώσουν ερμηνείες, να διατυπώσουν σενάρια, ποιος είναι αυτή τη φορά ο εχθρός, πόσο ισλάμ κρύβει, πόση Ακροδεξιά, πόσον εξτρεμισμό ή τρέλα. Τρεις νεκροί, 176 τραυματίες σε μια μέρα χαράς για τους Βοστονέζους οπωσδήποτε είναι μια τραγωδία. Αλλά δεν είναι και η 11η Σεπτεμβρίου.

Δεν έγινε κάτι αντίστοιχο για τους πέντε νεκρούς στις διαδηλώσεις της Βενεζουέλας, ούτε για τους δεκάδες νεκρούς του σεισμού στα σύνορα Ιράν και Πακιστάν. Κι ούτε λόγος να διακόψει κανείς το πρόγραμμα για τους 16 νεκρούς σ’ ένα ορυχείο της Γκάνα, ή για τον απροσδιόριστο αριθμό καθημερινών θυμάτων στον εμφύλιο της Συρίας. Και με την αιματηρή καθημερινότητα στο Ιράκ ποιος ασχολείται πια, μετά βίας βρίσκουν θέση στα μονόστηλα οι απολογισμοί νεκρών από επιθέσεις αυτοκτονίας, κι αν του Ιράκ οι χαμένες ζωές έχουν κάποια μικρή τύχη στην ειδησεογραφία, δεν ισχύει το ίδιο για τη Σομαλία, ποιος άλλωστε καταγράφει τον απολογισμό των εμφυλίων που σοβούν σ’ όλη την Αφρική, αυτοί οι θάνατοι είναι μόνο για τις στατιστικές του ΟΗΕ, που κατά καιρούς αφυπνίζουν τον κοιμώμενο ανθρωπισμό της Δύσης.


Μάθαμε συγκλονιστικές λεπτομέρειες για το οκτάχρονο παιδί που έχασε τη ζωή του στο σημείο των εκρήξεων στη Βοστόνη, μαθαίνουμε κι άλλες συγκινητικές ιστορίες απλών Αμερικανών που τραυματίστηκαν, ακρωτηριάστηκαν ή σοκαρίστηκαν, αλλά δεν έχουμε μάθει έστω και μια απλή ιστορία ενός από τα 10.000 -15.000 παιδιά που κατά τους απολογισμούς των διεθνών οργανώσεων έχουν χαθεί στη διάρκεια των συγκρούσεων στη Συρία. Ακόμη κι αυτό το «περίπου» του απολογισμού -5.000 παιδιά πάνω, 5.000 παιδιά κάτω- είναι ένα μέτρο του χάσματος των τιμών της ζωής μεταξύ Δύσης και Ανατολής, πλούσιων και φτωχών κοινωνιών, ισχυρών και ανίσχυρων κρατών. Στη Βοστόνη δεν υπήρξε «περίπου», μετρήθηκε και η παραμικρή σταγόνα αίματος που χύθηκε, και η τελευταία κραυγή τρόμου που βγήκε, και το τελευταίο δάκρυ που κύλησε. Έγινε πρώτο θέμα παντού, γιατί, πράγματι, η ζωή δεν έχει παντού το ίδιο ειδικό βάρος και, αν υπήρχε χρηματιστήριο για την αξιολόγησή της από τις ψυχρές και ακριβοδίκαιες αγορές, είναι σίγουρο ότι θα εκτόξευαν στα ύψη την τιμή της ζωής στην αμερικανική αγορά, «νέο ιστορικό ρεκόρ στην Dead Man Walking Street», κάποια ανάλογη δίκαιη αποτίμηση θα έκαναν στις λονδρέζικες ή στις βερολινέζικες ζωές, αλλά οι ζωές της Αφρικής, της Ινδονησίας, της Κίνας, του Πακιστάν δεν μοιάζει να έχουν καμιά πολυτιμότητα, ώστε ν’ αξίζουν να μπουν έστω σε μια αγορά ανθρώπινων ζωών. Ποιος επενδύει σε κάτι εξ ορισμού χαμένο;


«Είμαστε όλοι Βοστονέζοι», έσπευσαν κάποιοι να πουν και να γράψουν, ίσως για να ξεπλύνουν εκείνη την «ντροπή» της 9.11.2001, όταν το τραυματισμένο γόητρο της υπερδύναμης που κατέρρεε μαζί με τους Δίδυμους Πύργους και 3.000 ανυποψίαστες ζωές προκαλούσε κάποια κρυφή χαιρεκακία, ίσως και μια παράλογη προσδοκία ότι το θηρίο θα μαλακώσει, αν κι έγινε το αντίθετο. «Είμαστε όλοι Βοστονέζοι», είπαν κι έγραψαν, αιτιολογώντας με άψογο ορθολογισμό την περήφανη θλίψη τους, γιατί -λέει- οι ΗΠΑ είναι το προπύργιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, γιατί αν δεν ήταν οι ΗΠΑ θα ήμασταν κάτι μεταξύ Βόρειας Κορέας και Βιετνάμ.


Αλλά το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό: «Δεν είμαστε όλοι Βοστονέζοι». Όσο πιο μακριά από το «κέντρο του κόσμου» βρισκόμαστε, τόσο μικραίνει το ειδικό βάρος της ανθρώπινης υπόστασής μας, γι’ αυτό άλλωστε η πολιτισμένη Δύση τη μετρά με πλούτο, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Κι αφού το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Σομαλία είναι μόλις 600 δολάρια τον χρόνο- τόσο κοστίζει εκεί κάθε κεφαλή και το σώμα που τη συνοδεύει, λιγότερο από 2 δολάρια τη μέρα-, πού να βρει τα υπόλοιπα ο μέσος Σομαλός για να υπερβεί τα 49 χρόνια του προσδόκιμου ζωής του;


«Δεν είμαστε όλοι Βοστονέζοι», είμαστε πιο πολύ Σομαλέζοι, Βιετναμέζοι, Βορειοκορεάτες, Σύροι, Ιρακινοί, γιατί απέχουμε όλο και περισσότερο από τις αποτιμήσεις του χρηματιστηρίου της ζωής, από τα 48.000 δολάρια κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Βοστονέζου και του Νεοϋορκέζου. Αυτή είναι η ανομολόγητη συνθήκη της πραγματικότητας: το ειδικό βάρος της ανθρώπινης ζωής είναι συνάρτηση του ειδικού βάρους της χώρας στην οποία «φυτρώνει», κι είναι απορίας άξιον γιατί οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης που βαθμολογούν το αξιόχρεο κάθε κράτους δεν έχουν επινοήσει κι έναν δείκτη που να μετρά το αξιόζωον κάθε πολίτη της, να το πουλάνε στις τράπεζες να ξέρουν πώς πορεύονται, να το δίνουν και στις ασφαλιστικές να ξέρουν κι αυτές αν αξίζει τον κόπο να τον ασφαλίσουν – αν και το κάνουν ήδη, ζητώντας από τους υποψήφιους πελάτες «εγγυήσεις» ότι δεν θα πάθουν καρκίνο, δεν έχουν φραγμένες αρτηρίες και κουρασμένη καρδιά.

Λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτε παράδοξο στο γεγονός ότι ένας θάνατος, αν και για τον νεκρό έχει την ίδια ακριβώς βαρύτητα είτε επέρχεται σε ένα πολυτελές διαμέρισμα της Βοστόνης είτε σε ένα παράπηγμα της Καμπούλ, για τους ζώντες έχει άλλη σημασία και βαρύτητα. Οι Αμερικανοί οικονομέτρες, που δεν αφήνουν τίποτε αμέτρητο, έχουν επινοήσει την «τιμή μιας στατιστικής ζωής», που σημαίνει περίπου πόσο κοστίζει στην κοινωνία η προστασία ενός ανθρώπου από τον απροσδόκητο θάνατο από ιάσιμη ασθένεια, από αποτρέψιμα ατυχήματα κι απειλές, από την περιβαλλοντική επιβάρυνση κ.ά. Ο «λογαριασμός» πριν από μερικά χρόνια έβγαλε πως το κόστος είναι περίπου 8 εκατομμύρια δολάρια δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης για μια αμερικανική «στατιστική ζωή», κι υποτίθεται ότι στη δαπάνη αυτή περιλαμβάνονται τα τρισεκατομμύρια που διατίθενται για να βομβαρδιστεί το Αφγανιστάν, να ισοπεδωθεί το Ιράκ, γιατί η αμερικανική «στατιστική ζωή» απειλείται παντού κι αξίζει τους θανάτους πολλών μη Αμερικανών που η «στατιστική ζωή» τους δεν έχει καν τιμή.

Το παράδοξο είναι το πώς το βλέμμα και τα προγραμματισμένα συναισθήματα όλων μας, είτε ζούμε σε καπιταλιστική μητρόπολη, είτε σε ένα φτωχό βαλκανικό χωριό, έχουν ομογενοποιηθεί και εξοικειωθεί μ’ αυτό το άνισο ισοζύγιο της ανθρώπινης ζωής και θανάτου. Αν και ο φόβος του δεύτερου είναι το μόνο που μας καθιστά ίσους από γεννήσεώς μας, η απώλεια της πρώτης μάς συγκλονίζει όταν συμβαίνει «έκτακτα», όπως στη Βοστόνη, αλλά μας φαίνεται σχεδόν φυσική όταν συμβαίνει στο περιθώριο του καπιταλιστικού σύμπαντος, από «φυσικά» γεγονότα όπως η πείνα, η ελονοσία, ο εμφύλιος ή η αστοχία ενός αμερικανικού βομβαρδισμού.

Μήπως αδικώ με τις κοινοτοπίες μου τις γεωπολιτικές διαστάσεις μιας φονικής επίθεσης στις ΗΠΑ σε σχέση με τις περιορισμένης διεθνούς επιρροής ανθρώπινες εκατόμβες στην Ασία ή την Αφρική; Δεν τις αγνοώ καθόλου, κι αντιλαμβάνομαι πως, ακόμη κι αν οι εκρήξεις της Βοστόνης ήσαν αναίμακτες, δύσκολα θα αποφεύγαμε έναν νέο κύκλο τρομοφοβίας κι έναν ακόμη γύρο ασφαλειομανίας, που από το 2001 και μετά κόστισε σε όλη της Δύση πολλά σε χρήμα, δικαιώματα και αυταρχισμό, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτα ούτε στην ασφάλεια ούτε στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Αντίθετα, η αξία κάθε «στατιστικής ζωής» παραμένει πιο εκτεθειμένη σε απλούστατους κινδύνους και απειλές, ακόμη και στην πολιτισμένη Δύση, στην «ανθρωπιστική» Ευρώπη που υποτίθεται πως σώζει τον εαυτό της από έναν ιστορικό θάνατο, διαλύοντας το σύστημα κοινωνικής προστασίας, υποβαθμίζοντας τα συστήματα υγείας, εκθέτοντας τους φτωχότερους Ευρωπαίους σε κινδύνους θανάτου που νομίζαμε πως είχαν εξαλειφθεί. Βρετανοί επιστήμονες προειδοποίησαν ήδη για την «τοξική, γενετική κληρονομιά της λιτότητας», για τον θανατηφόρο συνδυασμό ύφεσης και κρατικής αναλγησίας, που μειώνει δραστικά την «τιμή της στατιστικής ζωής» του μέσου Ευρωπαίου. Προσεχώς, όλοι θα είμαστε Σομαλοί. Αν και στην Ελλάδα, όπως μας θύμισε η Μανωλάδα, είμαστε ήδη Μπαγκλαντέζοι.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Για δεκαετίες οι ομοσπονδιακές Αρχές (των ΗΠΑ) έχουν υπολογίσει την αξία μιας «στατιστικής ζωής» και έχουν χρησιμοποιήσει αυτήν την τιμή κάθε φορά που εκτιμούν τα κόστη και τα ευεργετήματα των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Αν μια ρύθμιση αναμενόταν να σώσει μερικές ζωές, ο αριθμός των ζωών θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί με την «τιμή της στατιστικής ζωής» για να αποτιμηθούν τα οφέλη. Ωστόσο, επειδή οι ζωές που σώζονται στο μέλλον έχουν την ίδια ονομαστική τιμή με τις ζωές που σώζονται στο παρόν, η πραγματική τιμή των μελλοντικών ζωών φθίνει σταθερά, με έναν ετήσιο ρυθμό που κυμαίνεται μεταξύ του 3% έως 7%. Με άλλα λόγια, αν μια ζωή που σώζεται σήμερα αξίζει 8 εκατομμύρια δολάρια, μια ζωή που θα σωθεί σε δέκα ή είκοσι χρόνια θα αξίζει πολύ λιγότερο. Ένας ρυθμός μείωσης 7% μειώνει στο μισό την αξία μιας ζωής που αναμένεται να σωθεί το 2022 και κατά τρία τέταρτα την αξία μιας ζωής που θα σωθεί το 2032. Αυτή η διαδικασία εμποδίζει τη ρύθμιση των βραδυφλεγών κινδύνων, όπως η καρκινογένεση στους χώρους εργασίας ή η παγκόσμια κλιματική αλλαγή.

Ben Trachtenberg, «Tinkering with the machinery of life» (UCLA LAW REVIEW)



Friday, April 12, 2013

Ευρωθατσερισμός

(Επενδυτής, 13/4/2013)


Αν ζούσε η Θάτσερ, θα έφριττε. Ίσως να είχε ήδη φρίξει, κι ίσως το εγκεφαλικό που την έπληξε να οφειλόταν σε όσα είχε δει κι είχε ακούσει. Αυτό που τόσο μίσησε, αυτό που έθεσε ως σκοπό της ζωής της να αποδυναμώσει, να πετσοκόψει, να συντρίψει, να λεηλατήσει, αυτό το βδελυρό κατασκεύασμα, το κράτος, έχει επανέλθει στο προσκήνιο με μια τρομακτική πολιτική πυκνότητα, με μια πρωτοφανή ωμή δύναμη που καταπνίγει κάθε έννοια ατομικής πρωτοβουλίας και ευθύνης.

Μήπως τα λέω μπερδεμένα κι αντιφατικά; Μήπως κάτι δεν έχω καταλάβει; Αφού ό,τι κρατικό πωλείται, ότι δημόσιο ιδιωτικοποιείται, ό,τι συλλογικό κονιορτοποιείται, πού είδα το κράτος κραταιό και ακατανίκητο;

Ό,τι βλέπω εγώ ενδεχομένως να το είχε δει κι η Θάτσερ (να εξηγούμαι: μου είναι εξίσου απεχθές το ίχνος της στην ιστορία, όπως στην πλειοψηφία των ανθρώπων που έχουν υποφέρει από την πολιτική της κληρονομιά) σε όσα συντελούνται στην Ε.Ε. προκαλώντας αλλεργία στον συντηρητικό επίγονό της, τον Κάμερον. Στην Ε.Ε. και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη εξελίσσεται μια πρωτοφανής στην ιστορία συγκέντρωση κρατικής ισχύος ( έστω κι αν αυτό προϋποθέτει την κατάλυση της κρατικής ισχύος 27 άλλων χωρών). Μια συγκέντρωση ισχύος συγκρίσιμη ίσως μόνο με τη ρωμαϊκή ή τη βυζαντινή αυτοκρατορία.

Ακούγεται παράδοξο, αλλά φαίνεται ότι ο θατσερισμός πέφτει θύμα της ίδιας της ιστορικής του επιτυχίας ως προς τον κατεξοχήν διακηρυγμένο του στόχο. Η συρρίκνωση του κράτους στους κοινωφελείς και δημόσιου συμφέροντος τομείς, πέρα από τις παταγώδεις αποτυχίες που τη συνόδευσαν, απαίτησε ακόμη και στην ίδια τη θατσερική Βρετανία μια χωρίς προηγούμενο επιστράτευση του κράτους, ιδιαίτερα των κατασταλτικών, στρατιωτικών και νομοθετικών του βραχιόνων: χωρίς την Αστυνομία δεν θα συντρίβονταν τα συνδικάτα. Χωρίς τον στρατό, την αποικιοκρατική διπλωματία και τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς δεν θα απογειώνονταν οι παραγγελίες και η κερδοφορία των πολεμικών βιομηχανιών. Χωρίς τα σμήνη γραφειοκρατών νέου τύπου, τους νομοτέχνες, τους μάνατζερ που αποίκισαν κάθε πτυχή της κρατικής μηχανής δεν θα επιτυγχανόταν το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, η απορύθμιση κάθε νομοθετικού πλαισίου εποπτείας και προστασίας του δημόσιου συμφέροντος. Ουσιαστικά, η Θάτσερ δεν συρρίκνωσε πραγματικά το κράτος. Απλώς το ιδιωτικοποίησε σε κάθε κερδοφόρο τομέα του. Κι αυτό χωρίς επιτυχία πάντα, και κατά κανόνα με κόστος πολύ υψηλότερο από τις ίδιες τις κρατικές δαπάνες (συμπεριλαμβανομένης της μίζας).

Παρ’ ότι η Θάτσερ μίσησε το ευρώ και φθονούσε κάθε απόπειρα ενοποίησης και ομοσπονδιοποίησης της Ε.Ε., οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες της Ε.Ε. και του ευρώ λάτρεψαν και τη Θάτσερ και τις ιδέες της. Δανειζόμενοι, όμως, το νεοφιλελεύθερο πείραμά της στο πεδίο της συρρίκνωσης του κράτους και της απόσυρσής του από τα δημόσια αγαθά, χρεώθηκαν και τους επαχθείς «τόκους» αυτού του πειράματος. Για να οργανωθεί η απορύθμιση της μεγάλης αγοράς των 500 εκατομμυρίων καταναλωτών, για να εξασφαλισθεί η μέγιστη δυνατή ομογενοποίηση της δημοσιονομικής συμπεριφοράς των κυβερνήσεων, για να είναι δυνατή η ακώλυτη και ταχεία κίνηση των κεφαλαίων και για επιτευχθεί ενοποίηση των νομισματικών πολιτικών- πρακτικά μέσω του ευρώ-, χρειάζεται να συγκροτηθεί ένα υπερκράτος με επίσημη έδρα της Βρυξέλλες, με συμπρωτεύουσα τη Φρανκφούρτη και με μια πολυάνθρωπη, πανάκριβη και πανίσχυρη γραφειοκρατία. Αν η Ευρωζώνη αντέξει τις ποικίλες εθνικές και κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλεί το εγχείρημα και δεν αποσυντεθεί, θα εξελιχθεί σε ένα υπερκράτος με δύο εφαπτόμενους πόλους εξουσίας: ο ένας, με κέντρο αναφοράς την Κομισιόν, θα ασκεί τη διακυβέρνηση της ευρωπαϊκής ενδοχώρας, με τις εθνικές κυβερνήσεις σε ρόλους υφισταμένων διευθύνσεων που υποχρεούνται απλώς να αποδίδουν απολογισμό πεπραγμένων. Ο άλλος, με κέντρο την «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα ελέγχει την πιο συμπυκνωμένη εκδοχή του πλούτου, το χρήμα, και μέσω της εποπτείας στις τράπεζες, τα περισσότερα υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία της Γηραιάς Ηπείρου. Κι οι δυο πόλοι μαζί θα ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού της Ευρωζώνης, δημόσιου και ιδιωτικού.

Παρ’ ότι στο εγχείρημα του ευρώ έβαλε πλάτη ένα συνονθύλευμα ιδιωτικών συμφερόντων υπεράνω εθνικότητας που έβλεπε στο κοινό νόμισμα το κλειδί του παραδείσου της αειφόρου κερδοφορίας, η διατήρησή του συνεπάγεται «θυσίες». Στη νέα υπερεθνική δομή που διαμορφώνεται, είναι αδύνατο να διασωθούν όλα τα «εθνικά πλεονεκτήματα» των εγχώριων επιχειρηματικών και οικονομικών ελίτ, τα ιδιαίτερα προνόμια, τα φέουδα αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης. Η καταστροφή κεφαλαίου που συνεπάγεται η διαχείριση της κρίσης του ευρώ για να επιτευχθεί μια «δημιουργική επανεκκίνηση» έχει τα θύματά της. Θα μείνουν λιγότερες τράπεζες να ελέγξουν τη ροή του χρήματος, λιγότερες επιχειρήσεις να ελέγξουν την παραγωγή και διανομή αγαθών, την παροχή προμηθειών και υπηρεσιών στο υπερκράτος. Αυτή η διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής», εγγεγραμμένη στο DNA του καπιταλισμού από καταβολής του, στην αγορά των 27 και στη νομισματική ένωση των 17 δεν μπορεί παρά να περάσει από φίλτρα γεωπολιτικής ισχύος. Που σημαίνει ότι οι γερμανικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί, μαζί με μερικούς ομοειδείς ομίλους από τις χώρες του σκληρού πυρήνα του ευρώ, θα έχουν τον πρώτο λόγο όχι μόνο στη συγκεντροποίηση κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων, αλλά και στη διαμόρφωση των θεσμών του υπερκράτους. Το να οραματίζεται κανείς ότι η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη θα μεταμορφωθούν σε διακρατικές ενώσεις αλληλεγγύης και ίσης κατανομής βαρών και ευκαιριών είναι σαν να πιστεύει ότι οι γερμανικές τράπεζες και βιομηχανίες θα δεχθούν να συρρικνωθούν δραστικά, όπως εξαναγκάστηκαν για παράδειγμα να αυτο-ακρωτηριαστούν οι κυπριακές τράπεζες εν μια νυκτί.

Για να ξαναγυρίσουμε στη Θάτσερ, η λειτουργία αυτού του ομοσπονδιακού μορφώματος στην Ευρώπη με τους όρους που περιγράψαμε, παρ’ ότι διατηρεί τον κοινωνικό πυρήνα του θατσερισμού, την αποθέωση του ιδιωτικού συμφέροντος, ταυτόχρονα προϋποθέτει μια πανίσχυρη κεντρική εξουσία. Δηλαδή, αυτό που υποτίθεται ότι απεχθάνονταν η «σιδηρά κυρία» και οι «χάλκινοι κύριοι» που λειτουργούν ως επίγονοί της στην Ευρώπη. Η συνοχή του υπερκράτους απαιτεί και την κατασταλτική του λειτουργία απέναντι σε κάθε μορφή αντίστασης, είτε αφορά τους πληβείους της Γιουρολάνδης είτε τους πατρικίους των καντονιών και των αποικιών της, τους εθνικούς εγωισμούς και ανταγωνισμούς τους. Η τρόικα που έχει ήδη αποικίσει το μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού Νότου λειτουργεί ήδη σαν ένα είδος οικονομικής, κοινωνικής και ιδεολογικής αστυνομίας. Κι είναι ένα ερώτημα αν στο επόμενο βήμα της επικουρείται από μια κανονική, ένοπλη αστυνομία ή στρατό, αν και τα μέτρα που επιβάλει συχνά είναι αποτελεσματικότερα από συμβατικούς βομβαρδισμούς. Διόλου τυχαία, αρκετοί ευρωκράτες, παρά τη ρητορική περί δημοκρατίας και δικαιωμάτων, βλέπουν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τα απολυταρχικά σχήματα διακυβέρνησης του κινεζικού ή του ρωσικού καπιταλισμού, σε σχέση με τη χαλαρή ομοσπονδιακή χαλαρότητα των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι η συναίνεση, διακρατική ή κοινωνική, με την οποία πορευόταν ως τώρα το ευρωπαϊκό σκάφος, να αντικαθίσταται ραγδαία από την πυγμή των ηγεμόνων της και την αυταρχική τους επιρροή στο ευρωπαϊκό υπερκράτος.

Έτσι, στο πολιτικοοικονομικό υβρίδιο του ευρωθατσερισμού που ηγεμονεύει στην Ευρώπη έχει απομείνει μόνο το θεωρητικό κέλυφος του νεοφιλελευθερισμού που ορκιζόταν ότι είναι αλλεργικός στο κράτος. Εντός του κελύφους επωάζεται ένας κρατισμός ασύλληπτων διαστάσεων, που καταπνίγει κάθε έννοια ατομικής, συλλογικής ή εθνικής ελευθερίας και ευθύνης. Οι ιστορικοί του μέλλοντος είναι απίθανο να καταπιαστούν με τις βυζαντινές λεπτομέρειες που διαμόρφωσαν αυτό το αυταρχικό υπερκράτος των 500 εκατομμυρίων υπηκόων. Το πιο πιθανό είναι ότι θα καταπιαστούν με τον γρίφο πώς σ’ αυτή τη γερμανική αυτοκρατορία συντέθηκαν ο αντικρατισμός μιας Βρετανίδας, της Θάτσερ, και ο κρατισμός μιας Γερμανίδας, της Μέρκελ. Και μάλιστα χωρίς τη Βρετανία…



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

6 Οκτωβρίου 1987

Επιτέλους, μια ακόμη πλήρης συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης, η πρώτη μετά τη νίκη της Μάργκαρετ τον Ιούνιο. Η πρώτη Λευκή Βίβλος ολοκληρώθηκε και θ’ αρχίσουμε να επεξεργαζόμαστε τη δεύτερη και την τρίτη.
Οι επόμενες μεταρρυθμίσεις θα είναι ριζικότερες. Επιτέλους, φτάνουμε στην ουσία. Για να υπενθυμίσω σε όλους ποιες είναι οι προτεραιότητες, κόλλησα στον τοίχο μια ανακοίνωση με μεγάλα γράμματα. Γράφει:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ
Αποφάσισα να υιοθετήσω μια αυστηρή τακτική με τη λέξη «νοσοκομείο». Η λέξη αυτή δεν επιτρέπεται πια στις συζητήσεις: στο εξής τα αποκαλούμε «μονάδες παροχής». Κι αυτό γιατί μοναδικός σκοπός τους, στο μέλλον, θα είναι να παρέχουν υπηρεσίες τις οποίες θα αγοράζουν απ’ αυτά οι υγειονομικές Αρχές και οι γιατροί μέσω συνομολογημένων συμβολαίων. Το νοσοκομείο γίνεται κατάστημα, η περίθαλψη γίνεται εμπόρευμα, τα πάντα λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες των επιχειρήσεων: να παράγεις πολύ και να πουλάς φθηνά. Η υπέροχη απλότητα αυτής της ιδέας με αφήνει άναυδο.

Τζόναθαν Κόου, «Τι ωραίο πλιάτσικο!»







Saturday, April 6, 2013

Φετίχ, τοτέμ και ταμπού

(Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 6/4/2013)



Οι λέξεις είναι παλιές, σχεδόν αρχαίες, αλλά έχουν μπει στο καθημερινό λεξιλόγιο της κρίσης αποκομμένες από τις ρίζες τους. Αλλά εξίσου αποκομμένες και από τη νεότερη, επιστημονική χρήση τους. Έτσι, λειτουργούν ως ένα ακόμη τεκμήριο της ημιμάθειας των χρηστών και καταχραστών τους. Δεν ισχυρίζομαι πως απέχω από τον κανόνα της ημιμάθειας που διαπερνά τον δημόσιο λόγο, αλλά τουλάχιστον φρόντισα να φρεσκάρω τις ανάπηρες γνώσεις μου με μια πλοήγηση στα λεξικά και στις εγκυκλοπαίδειες, πριν τσαλαβουτήσω στη δημόσια φλυαρία περί φετίχ, τοτέμ και ταμπού.

Το ευρώ δεν είναι φετίχ, λέει μια πλευρά και μια αυξανόμενη μερίδα της κοινής γνώμης, πρόχειρα καταχωρημένη πάνω από τον παρονομαστή του «ευρωσκεπτικισμού», φαίνεται να συμμερίζεται αυτή την άποψη, τουλάχιστον στις δημοσκοπήσεις. Κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Αλλά, ταυτόχρονα, η ίδια κοινή γνώμη μοιάζει να δυσκολεύεται να ξεπεράσει το ταμπού της αποχώρησης από την Ευρωζώνη. Εκούσα άκουσα, αντιμετωπίζει την Ε.Ε. και το ευρώ σαν τοτέμ του οποίου οι ιερές ιδιότητες είναι ακατανίκητες. Με το κυπριακό μνημόνιο, λέγεται επίσης, έσπασε το ταμπού του απαραβίαστου των καταθέσεων. Οι τεχνοκράτες που ανασχεδιάσουν ακατάπαυστα την Ευρώπη παραβιάζουν ένα ταμπού για να διασώσουν το τοτέμ του τραπεζικού συστήματος, όπου φυλάσσεται το φετίχ του εμπορευματικού μας πολιτισμού, το χρήμα. Όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, που παραπαίει στην πιο μακρόχρονη κρίση του, αντιμετωπίζεται από τους ιεράρχες τους με έναν βαθύτατο μυστικισμό, τον οποίο προδίδουν και οι λέξεις.

Οι λέξεις έχουν φυσικά τη δύναμή τους. Αλλά η αυτονόμησή τους από τα πράγματα που εκφράζουν είναι ένας άλλος μυστικισμός. Οι «εφευρέτες» των τριών επίμαχων λέξεων απείχαν παρασάγγας από το πολύπλοκο εμπορευματικό σύστημα που σήμερα τις δανείζεται άγαρμπα για να κατασκευάσει τις δικές του ιερές και απαραβίαστες μορφές οι οποίες καταδυναστεύουν εκατομμύρια ανθρώπους. Όταν οι Ινδιάνοι του Καναδά έλεγαν «τοτέμ», πρόβαλλαν τον ιερότητα ενός έμβιου όντος ή ενός επιβλητικού αντικειμένου στο οποίο συμπύκνωναν τον φόβο ή τον σεβασμό για πράγματα που ήταν πάνω από τις δυνάμεις τους. Όταν οι Πολυνήσιοι μιλούσαν για «ταμπού», θέσπιζαν κανόνες και απαγορεύσεις, διακρίσεις ανάμεσα στο ιερό και το μιαρό, απλοϊκά αποτυπωμένες σε πρόσωπα και πράγματα, περιβεβλημένες με μαγεία και δεισιδαιμονία, πάντως λειτουργικές στις μικρές τους κοινωνίες που δεν είχαν κράτος, θρησκεία, γραφή και νόμισμα. Κι όταν οι Πορτογάλοι αποικιοκράτες ονόμαζαν «φετίχ» -εκ του λατινικού ρήματος facere, που σημαίνει κάνω- τα παράξενα φυλαχτά που επέσειαν εναντίον τους οι φοβισμένοι Αφρικανοί υποψήφιοι σκλάβοι τους, δεν υποψιάζονταν πόσο εύκολα κι οι ίδιοι, σε μεταγενέστερους καιρούς, θα έπεφταν θύματα της δεισιδαιμονικής δύναμης ενός άλλου φετίχ, του ευρώ.

Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε κάποια εσωτερική τάξη ανάμεσα στις τρεις έννοιες που εκφράζουν τη σύγχρονη ευρωπαϊκή τραγωδία, συγκαλύπτοντας τις πραγματικές σχέσεις και τις αβυσσαλέες αντιθέσεις που βρίσκονται στη βάση της, θα πρέπει σχηματικά να αποδώσουμε αντίστοιχους ρόλους στα ιερά ή μιαρά αντικείμενα που εκπροσωπούν.

Φετίχ είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, το ευρώ, ένα νομισματικό κατασκεύασμα που αντικατέστησε τα 17 εθνικά φετίχ των πιστών οι οποίοι προσχώρησαν στη νέα νομισματική ένωση, με τη φιλοδοξία το καινούργιο πανίσχυρο φυλαχτό τους να περάσει τα σύνορα όλου του καπιταλιστικού κόσμου, να υποτάξει κοινωνίες, να αλλάξει συμπεριφορές, να γίνει απόλυτη έκφραση του παγκόσμιου πλούτου, όπως το δολάριο. Το πρόβλημα με την αλχημεία που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτό το φετίχ είναι πως τα 17 φετίχ από τα οποία συντέθηκε ούτε έγιναν ούτε πρόκειται να γίνουν ένα συμπαγές κράμα που μοιράζει ομοιόμορφα σε όλους τη μαγική του δύναμη. Το φετίχ του ευρώ για άλλους είναι ευλογία και για άλλους κατάρα, όπως αποδεικνύει η κρίση της τελευταίας τριετίας. Ωστόσο, είναι εξίσου παραπλανητικός μυστικισμός το να αποδίδει κανείς στο νόμισμα τη «μαγεία» δυο ταχυτήτων, κι όχι στις σχέσεις ανισότητας ανάμεσα σε χώρες που αυτό ενσωματώνει, τις αντιθέσεις ανάμεσα σε εθνικές οικονομίες, στους κλάδους (εξαγωγείς, εισαγωγείς) και στους μηχανισμούς μεταφοράς πλεονασμάτων από τις χώρες παραγωγούς στις χώρες καταναλωτές. Για να παραφράσουμε τον Μαρξ, η χρηματική μορφή της Ευρωζώνης, αντί να αποκαλύψει, συγκαλύπτει με έναν πέπλο από άψυχα πράγματα και ψυχρούς αριθμούς τον κοινωνικό χαρακτήρα των επιμέρους χωρών και των εκμεταλλευτικών σχέσεων ανάμεσά τους.

Τον ρόλο του τοτέμ έχει αναλάβει πέραν πάσης αμφιβολίας το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μαζί με την «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχουν αναλάβει τον ρόλο των δημιουργών και διανομέων του χρήματος, το οποίο σε περίοδο κρίσης και βαθιάς ύφεσης γίνεται ο αποκλειστικός εκφραστής του πλούτου. Στο διάβολο η κλασική πολιτική οικονομία, ο Ρικάρντο και ο Σμιθ, στο πυρ το εξώτερον ο νόμος της αξίας, στον αγύριστο οι πραγματικοί παραγωγοί, οι μισθωτοί, που αχρηστεύονται σε πρωτοφανείς αριθμούς και εξορίζονται στη μακροχρόνια ανεργία, στα παλιά μας τα παπούτσια ακόμη και οι επενδύσεις, τώρα το παν είναι το χρήμα και το τοτέμ οι «παραγωγοί» του. Εξ ου και οι ιερές αγελάδες του χρήματος, οι τράπεζες, προστατεύτηκαν εναντίον όλων τροφοδοτώντας την κρίση χρέους, εξ ου και πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν με τα λεφτά των άλλων, εξ ου και ζητούμενο είναι η ΕΚΤ να βρει το κατάλληλο έδαφος και περιβάλλον για να τυπώσει χρήμα, άφθονο χρήμα, λες κι αυτά τα χρωματιστά, υδατογραφημένα χαρτιά δεν αντλούν τη μαγική τους δύναμη από τον πλούτο που παράγουν οι άνθρωποι, αλλά από κάποια κρυμμένη, ανεξάντλητη πηγή ενέργειας, κρυμμένη στα σιδερόφρακτα θησαυροφυλάκια των τραπεζών.

Για να είμαστε ειλικρινείς, η ελκτική δύναμη του φετίχ και η καθολική λατρεία του τοτέμ θα ήταν αδύνατη χωρίς την πειστική παρεμβολή των μάγων, ανθρώπων που οργανώνουν τη μεταφυσική πίστη των γητεμένων ή τρομαγμένων υποτελών σε ένα σύστημα κανόνων, εκφοβισμών και εκβιασμών. Σε μια θρησκεία, μια εκκλησία, με τους ιεράρχες της, την επικράτειά της και τις απαγορεύσεις της. Η συνοχή αυτής της εκκλησίας βασίζεται στον φόβο της έκπτωσης των αποσυνάγωγων σε μια κόλαση, έστω κι αν η ίδια δεν είναι ο παράδεισος. Η εκκλησία και η συνοχή της είναι το ταμπού που ολοκληρώνει τη μυστικιστική τριάδα της ευρωκρατίας και φυλακίζει το εκκλησίασμα εντός των τειχών. Οι μάγοι και οι ιερείς, κρατώντας στο ένα χέρι το φετίχ και δείχνοντας με το άλλο το δέος που εκπέμπει το τοτέμ, αντλούν το κύρος τους από μια μυστική γνώση που δεν μοιράζονται με κανένα. Είναι τα απροσπέλαστα μυστικά της οικονομετρίας, της δημοσιονομικής πειθαρχίας, της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μηχανικής που επιβάλλει στη μια ενορία αυτομαστίγωση, στην άλλη νηστεία, στην τρίτη διά της πυράς λύτρωση και σε όλη την εκκλησία αυτό που αξίζει σε μια massa damnata (καταδικασμένη μάζα), στην έκπτωτη ευρωπαϊκή ανθρωπότητα, εξ ορισμού ένοχη για το προπατορικό της αμάρτημα: θέλησε μερίδιο στην ευημερία, εγγυημένα δικαιώματα, γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος. Λίγος Λούθηρος, λίγος Αυγουστίνος προβάλλονται στη γερμανικής έμπνευσης νέα σωτηριολογία της Ευρωζώνης, που δίνει μια άλλη υπόσταση στο ταμπού της συνοχής της: για να διατηρηθεί η ηγεμονία του καλού, πρέπει τα ανώτερα όντα να εξουσιάζουν τα κατώτερα. Όσοι θέλουν να διατηρήσουν τη θέση τους στην ιερή πολιτεία δεν μπορούν παρά να συμβιβαστούν με την εξουσία των ισχυρών και αυθεντικών εκφραστών του καλού. Της Γερμανίας και ολίγων ακόμη εκλεκτών.

Αν και εμφανίζονται ως ασυμβίβαστοι εκφραστές του ορθολογισμού, οι ηγέτες της Ευρωζώνης κι όλο το τεχνολογικό και ιδεολογικό ιερατείο που τους περιβάλλει ελάχιστα απέχουν από τους σαμάνους, τους μάγους και τους ιερείς που επιστρατεύουν όλο το οπλοστάσιο του ανορθολογισμού για να κρατήσουν τρομαγμένο, υποταγμένο κι ασάλευτο το ποίμνιό τους. Διατρέχουν, όμως, σταθερά τον κίνδυνο το ποίμνιο αυτό, ανασύροντας όση ικμάδα ορθολογισμού και αυτοσυντήρησης διασώζει, να σπάσει το ταμπού, να αποκαθηλώσει το φοβερό τοτέμ και να κονιορτοποιήσει το φετίχ, ανακαλύπτοντας την απάτη της ιερότητάς του.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Η κρίση αυτή (σ.σ.: η χρηματική) είναι δυνατή μόνο εκεί που είναι πέρα για πέρα αναπτυγμένη η αλυσίδα των διαδοχικών πληρωμών και ένα τεχνητό σύστημα συμψηφισμού τους. 'Όταν παρουσιάζονται γενικότερες διαταραχές αυτού του μηχανισμού, απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχονται, το χρήμα μετατρέπεται ξαφνικά και άμεσα από την απλώς ιδεατή μορφή του χρήματος υπολογισμού σε μετρητό χρήμα. Τα βέβηλα εμπορεύματα δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το χρήμα. Η αξία χρήσης του εμπορεύματος χάνει την αξία της και η αξία του εξαφανίζεται μπρος στη μορφή της αξίας του. Μόλις πριν από λίγο ο μεθυσμένος από τη βιομηχανική άνθιση αστός διακήρυσσε ότι το χρήμα είναι κούφια ιδέα και ότι: «Μόνο το εμπόρευμα είναι χρήμα». «Μόνο το χρήμα είναι εμπόρευμα!» – αυτή η φωνή αντηχεί τώρα πάνω από την παγκόσμια αγορά. Όπως το ελάφι λαχταράει φρέσκο νερό, έτσι κι η ψυχή του αστού λαχταράει χρήμα, τον μοναδικό πλούτο. Τον καιρό της κρίσης, η αντίθεση ανάμεσα στο εμπόρευμα και στη μορφή της αξίας του, το χρήμα, ανυψώνεται ως την απόλυτη αντίφαση. Γι’ αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ η μορφή εμφάνισης του χρήματος. Η δίψα για χρήμα παραμένει η ίδια, άσχετα από το αν οι πληρωμές πρέπει να γίνουν σε χρυσό ή σε πιστωτικό χρήμα, λ.χ. σε τραπεζογραμμάτια.

Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο» (τόμος Α΄)