Saturday, August 31, 2013

Το δικαίωμα στη δυστυχία

(Επενδυτής, 31/8/2013) 

 

«Οι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Κακοποιημένη, σπαταλημένη και παρεξηγημένη, η φράση με την οποία ο Τολστόι ξεκινά την «Άννα Καρένινα» παραμένει ένας γρίφος. Ακόμη κι όταν κανείς ολοκληρώσει την ανάγνωση των χιλίων και πλέον σελίδων του ερωτικού (;) έπους. Αναρωτιέμαι αν το απόφθεγμα του μεγάλου αφηγητή μπορεί να ισχύσει όχι μόνο για οικογένειες, αλλά και για κοινωνίες ολόκληρες. Εντάξει, οι κοινωνίες δεν είναι οικογένειες, οι αντιθέσεις που τις διαπερνούν είναι συντριπτικά περισσότερες από τους δεσμούς που τις συνθέτουν, αλλά μπορούν να είναι ευτυχισμένες ή δυστυχισμένες με τον τρόπο των οικογενειών;

Δεν ξέρω αν πράγματι οι ευτυχισμένες κοινωνίες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν υπήρξαν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένες κοινωνίες. Ίσως υπήρξαν απλώς κοινωνίες στις οποίες, κατά περιόδους, πλειοψηφούσαν τα μέλη τους τα οποία «δήλωναν» ευτυχισμένα. Μην ανησυχείτε, δεν θα τολμήσω να ορίσω την «ευτυχία», που παραμένει ένα μέγεθος σχετικό, ενδιάθετο και κατά κανόνα εφήμερο.  Υποψιάζομαι, ωστόσο, ότι το απόφθεγμα του Τολστόι ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τις κοινωνίες ως προς το δεύτερο σκέλος του. «Κάθε δυστυχισμένη κοινωνία είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Ισχύει στον γεωπολιτικό χώρο, ισχύει και στον ιστορικό χρόνο. Κι επειδή η δυστυχία συνδέεται κυρίως με την «απώλεια» (προσώπων, αγαθών, πλεονεκτημάτων, δικαιωμάτων, κοινωνικού ήθους, μνήμης), σημασία έχει από ποιο σύνολο κεκτημένων μετράς απώλειες, από ποιο επίπεδο πέφτεις. Έτσι, δεν έχει νόημα να πεις «είμαι δυστυχής ως μνημονιακός Έλληνας, αλλά τουλάχιστον είμαι ευτυχέστερος από τον εμπόλεμο Σύριο». Ούτε, επίσης, έχει νόημα να συγκρίνεις το επίπεδο δυστυχίας της γενιάς των σημερινών 1,5 εκατομμυρίων ανέργων με τη δυστυχία των παππούδων τους, που έζησαν δυο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους, μια Κατοχή, έναν Εμφύλιο και άφθονη καταπίεση. Το κρίσιμο μέγεθος είναι η βιωμένη ευτυχία ή δυστυχία κάθε γενιάς. Κάθε γενιά έχει τη δική της κλίμακα δυστυχίας, διαρκώς μεταβαλλόμενη στο πέρασμα του χρόνου. Και μιαν αντίστοιχη κλίμακα έχει και κάθε κοινωνία, ανάλογα με το αν βρίσκεται στην καθημαγμένη Αφρική, στην αναπτυσσόμενη Ασία ή στην κατά συνθήκη ευημερούσα Ευρώπη. Η Ευρώπη σήμερα βρίθει κοινωνιών που καλπάζουν προς τη δυστυχία, κι ας τις χωρίζουν ιλιγγιώδεις αποστάσεις από τις πάμφτωχες αφρικανικές κοινωνίες.

«Αν είχα γεννηθεί στην κλασική Αθήνα πιθανότατα θα ήμουν δούλος, αν είχα γεννηθεί στην αρχαία Ρώμη μάλλον θα ήμουν πληβείος, αν είχα γεννηθεί στη Γαλλία των Λουδοβίκων θα ήμουν αγρότης στο έλεος των βασιλικών φοροεισπρακτόρων, αν είχα γεννηθεί στη βικτωριανή Αγγλία θα είχα πεθάνει μέχρι τα 30 μου, μέσα σ’ ένα άθλιο ανθρακωρυχείο. Επομένως, οφείλω να είμαι ευτυχής που ζω εδώ και τώρα». Ένας τέτοιου είδους συλλογισμός ακούγεται παρηγορητικός. Αλλά είναι άτοπος και μεταφυσικός. Κάθε εποχή έχει τις μορφές της -ακόμη και τις μορφές δυστυχίας της-, κάθε γενιά και το μέτρο της. Στη Δύση, οι γενιές μετά τον Β΄ Πόλεμο έζησαν σε ένα περιβάλλον που καλλιεργούσε την προσδοκία συνεχούς βελτίωσης του επιπέδου ζωής, έστω και με σκαμπανεβάσματα. Και για δεκαετίες εκπλήρωνε σε μεγάλο βαθμό την προσδοκία αυτή. Αυτή η γραμμική, σχεδόν εγγυημένη εξέλιξη, λειτούργησε ως θερμοκήπιο «ευτυχίας» για τις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, γιατί εκπλήρωνε μια βασική λειτουργία: έδινε τη δυνατότητα σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού να ικανοποιήσουν συσσωρευμένες ανάγκες σε πυκνό χρόνο. Ένα αίσθημα ευφορίας που θα μπορούσε να θυμίζει «ευτυχία» ήταν το αποτέλεσμα. Σήμερα, η εξίσου εγγυημένη διακοπή και αντιστροφή αυτής της γραμμικής εξέλιξης ανοίγει τον δρόμο για την αντίστροφη πορεία: για μια μαζική διολίσθηση προς τη δυστυχία. Γιατί μας φαίνεται, λοιπόν, παράξενο που οι μνημονιακές χώρες του ηλιόλουστου και κατά τεκμήριο αισιόδοξου ευρωπαϊκού Νότου έχουν τα πρωτεία σε ακραία δυστυχισμένους, που καταλήγουν αυτόχειρες;

Κατ’ αναλογία, μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι οι αναρίθμητοι Κινέζοι, που ζουν με πολύ λιγότερα χρήματα, υλικά και άυλα αγαθά από τους δυστυχέστερους των Ευρωπαίων, έχουν αρκετούς λόγους να ρέπουν προς την ευτυχία όχι μόνο λόγω αυτάρκειας και ιδιοσυγκρασίας, αλλά γιατί είναι αγκιστρωμένοι στην προσδοκία για βελτίωση της ζωής τους και γιατί εδώ και είκοσι χρόνια αυξάνεται γεωμετρικά η ταχύτητα ικανοποίησης συσσωρευμένων αναγκών τους. Αυτό, τουλάχιστον, υπόσχεται το γεγονός ότι η χώρα τους είναι το εργοστάσιο του κόσμου, ο παγκόσμιος πρωταθλητής της ανάπτυξης. Αλλά, αυτή η προσδοκία μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαψευστεί, αν επιβεβαιωθούν να σενάρια μιας δραματικής επιβράδυνσης ή  ύφεσης της κινεζικής οικονομίας.

Αντιθέτως, στη λεηλατημένη Αφρική, το γεγονός και μόνο ότι αρκετές χώρες βγαίνουν δειλά δειλά από μια κατάσταση μακρόχρονων εμφυλίων και ξένων επεμβάσεων, γενοκτονιών, μαζικών λιμοκτονιών και επιδημιών, σε καθημερινή εγγύτητα με τον θάνατο, μπορεί να καταστήσει τις κοινωνίες τους αίφνης «ευτυχισμένες». Τουλάχιστον με την έννοια που όριζε ο Φρόιντ την ευτυχία, ως απλή κατάσταση αποτροπής της δυστυχίας. Όταν η βασική ανάγκη μιας κοινωνίας και των δυστυχισμένων μελών της είναι απλώς να γλιτώνουν τον πρόωρο και βίαιο θάνατο που ελλοχεύει καθημερινά, η ικανοποίησή της μπορεί να τους κάνει τους ευτυχέστερους ανθρώπους του κόσμου.

Παρέθεσα τις παραπάνω πομφόλυγες όχι γιατί χθες ξύπνησα με κακή διάθεση, αλλά για ν’ απαντήσω σε ένα υπόρρητο ερώτημα που πλανάται, καθηλώνοντας τους ανθρώπους σε κατάσταση λογοκριμένης μελαγχολίας: δικαιούμαστε να αισθανόμαστε δυστυχείς; Δικαιούμαστε να αισθανόμαστε δυστυχείς απλώς και μόνο γιατί είμαστε άνεργοι, γιατί είναι αβάσταχτοι οι φόροι που πληρώνουμε, γιατί γίναμε φτωχότεροι κατά 30% μέσα σε τρία χρόνια; Δικαιούμαστε να νιώθουμε δυστυχείς και, πολύ περισσότερο, να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως δυστυχισμένη κοινωνία, όταν οι δρόμοι μας δεν είναι γεμάτοι θύματα βομβαρδισμών, στα πεζοδρόμια δεν σκοντάφτουμε σε σκελετωμένα πτώματα, οι άστεγοι δεν έχουν δημιουργήσει αχανείς παραγκουπόλεις, τα παιδιά μας δεν ζητιανεύουν μαζικά στους δρόμους και ο μέσος όρος ζωής δεν έχει πέσει από τα 80 στα 40 χρόνια; Έχουμε δικαίωμα στην αίσθηση της  δυστυχίας ή πρέπει να αποδεχθούμε τη νέα μας πραγματικότητα ως την αναγκαία «διόρθωση» μιας υπερβολής, το τίμημα μας υπερβολικής, άδικης  και σπάταλης ευτυχίας; Το επιχείρημα εμπεριέχει μια ηθική απάτη, καλλιεργεί εδώ και τρία χρόνια μια καθηλωτική συλλογική ενοχή, και από τη χυδαιότητα του παγκάλειου «μαζί τα φάγαμε» περνά στο στάδιο του «μαζί τα χάσαμε». Πράγμα που υπονοεί ότι ως κοινωνία οφείλουμε να αισθανόμαστε «ήπια ευτυχής», απλά και μόνο επειδή η δυστυχία, ως συσσώρευση απωλειών και ανικανοποίητων αναγκών, κατανέμεται αναλογικά σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, από τον αφρό μέχρι το θολό ίζημά του. Επομένως, ο άνεργος που οσονούπω θα μείνει και άστεγος χάνει το δικαίωμα στη δυστυχία όχι μόνο επειδή δεν κινδυνεύει να πεθάνει από ασιτία, αλλά κι επειδή επίλεκτοι εκπρόσωποι της οικονομικής ελίτ βρίσκονται στη φυλακή, έχασαν την έπαυλή τους στη Μύκονο και αδυνατούν να χρησιμοποιούν το κατασχεμένο Learjet τους. Να κάνουμε ένα έρανο, να τους αποκαταστήσουμε τους δυστυχείς…


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

 Στο πρόγραμμα της δημιουργίας δεν περιέχεται η πρόθεση να είναι ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Αυτό που ονομάζουμε σε αυστηρή έννοια ευτυχία προέρχεται μάλλον από την ξαφνική ικανοποίηση συσσωρευμένων αναγκών και είναι σύμφωνα με τη φύση του δυνατό μόνο σαν συγκυριακό φαινόμενο. Κάθε διάρκεια μιας ποθητής με βάση την αρχή της ηδονής κατάστασης προσφέρει μόνο ένα αίσθημα χλιαρής ευχαρίστησης. Είμαστε έτσι φτιαγμένοι, ώστε μπορούμε να απολαμβάνουμε έντονα μόνο την αντίθεση, την κατάσταση μόνο λίγο. Έτσι, οι δυνατότητες της ευτυχίας μας είναι περιορισμένες ήδη από την ιδιοσυστασία μας. Πολύ πιο εύκολο είναι να μας βρει η δυστυχία. Από τρεις πλευρές απειλεί ο πόνος. Από το ίδιο μας το σώμα, που προορισμένο να μαραθεί και να διαλυθεί δεν μπορεί να αποφύγει τον πόνο και το άγχος σαν προειδοποιητικά σημάδια. Από το περιβάλλον, που μπορεί να στραφεί εναντίον μας με πανίσχυρες αδυσώπητες και καταστρεπτικές δυνάμεις. Και τελικά από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Τον πόνο που προέρχεται από αυτήν την πηγή τον αισθανόμαστε ίσως οδυνηρότερα από κάθε άλλον. (…) Δεν είναι παράξενο που οι άνθρωποι κάτω από την πίεση αυτών των δυνατοτήτων του πόνου συνηθίζουν να μειώνουν την απαίτησή τους για ευτυχία, όπως επίσης και η ίδια η αρχή της ηδονής μεταμορφώθηκε κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος στην λιτότερη αρχή της πραγματικότητας, αφού θεωρούμαστε ήδη ευτυχείς όταν έχουμε αποφύγει τη δυστυχία, όταν έχουμε ξεπεράσει τον πόνο, όταν γενικά το καθήκον της αποφυγής του πόνου απωθεί στο παρασκήνιο το καθήκον της αποκόμισης της ηδονής …

Ζίγκμουντ Φρόιντ, «Η δυσφορία στον πολιτισμό»

 

Friday, August 16, 2013

Τα σεντούκια


(Επενδυτής, 17/8/2013)

 

Έχει ο Στουρνάρας σεντούκι; Ξέρει τι είναι σεντούκι; Τι σχήμα έχει, σε τι χρησιμεύει;  Μήπως έχει δει πολύ «Πειρατές Καραϊβικής» τελευταία; Μήπως φαντασιώνεται ότι είναι ο Τζακ Σπάροου που οδηγεί ατρόμητος τους τροϊκανούς πειρατές της Βαλκανικής στα κρυμμένα σεντούκια κάθε νεκρού και ζωντανού ανθρώπινου πλάσματος, στην παρηκμασμένη αποικία της αυτοκράτειρας Άνγκελα; Και πώς μέτρησε τους κρυμμένους θησαυρούς τους; Προσέλαβε εκτιμητές; Τη Goldman Sachs, τη Morgan Stanley, τη μάγισσα Μοργκάνα- ή κάποια μεταμοντέρνα μετενσάρκωσή της;

Δεν αντιλέγω, κρυμμένοι θησαυροί υπάρχουν, σε σεντούκια, σε γιούκους, σε πατάρια, σε ανύποπτες κρύπτες, σε εντοιχισμένα κι απαραβίαστα θησαυροφυλάκια με πολύπλοκους κωδικούς ασφαλείας. Ανθούσε κάποτε εδώ η αγορά σεντουκιών, όταν το χρήμα έρεε άφθονο, σαν πέστροφα, κόντρα στο ρεύμα του ποταμού, από κάτω προς τα πάνω, από τους πάμφτωχούς προς τους ανεκτώς φτωχούς, κι από εκεί στους ημιπλούσιους, τους απλώς πλούσιους, τους υπερπλούσιους και τελικά σ’ αυτούς που είναι υπεράνω μέτρου πλούτου, γιατί απλώς τα έχουν όλα.

Σεντούκια υπάρχουν, όπως λεφτά υπήρχαν, και σκέφτομαι μήπως τελικά πρέπει να διευκολύνουμε τον υπουργό Τζακ Σπάροου. Δεν ξέρω πόσο χρήσιμο θα αποβεί, αλλά ας το κάνουμε κι αυτό. Αλλά θ’ ανοίξουμε όλα τα σεντούκια. ΟΛΑ! Γιατί υπάρχουν δυο κατηγορίες σεντουκιών: αυτά που γεμίζουν με κομμάτια και θρύψαλα της ζωής του καθενός μας, σκόπιμα ή τυχαία συλλεγμένα, ξεχασμένα στον πάτο του σεντουκιού. Και τα σεντούκια που γεμίζουν με τις λεηλατημένες ζωές των άλλων. Μεγάλα παιδιά είμαστε, σε μικρή χώρα ζούμε, και με μισό αιώνα και πλέον την πλάτη πολλοί από μας, δεν δικαιούμαστε να κάνουμε τους ανήξερους.

Ανοίγω το σεντούκι μου, λοιπόν. Στρώματα μνήμης ανάκατα με κατεψυγμένες υπεραξίες, σε τυχαία χρονική σειρά. Εκπλήσσομαι κι εγώ με το πόσους θησαυρούς κατέχω, πόσο πλούσιος μπορεί να είμαι. Πρώτα οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Εγώ μωρό, στη μητρική αγκαλιά, ευτυχές κι ανυποψίαστο για το τι με περιμένει. Κι άλλες φωτογραφίες, η οικογένεια πλήρης, πριν αρχίσει να την ακρωτηριάζει ο θάνατος. Και έγχρωμες φωτογραφίες, σόγια ολόκληρα σε πολυπληθείς συναντήσεις, γάμοι, βαφτίσια, γιορτές. Η χημεία του σελουλόιντ έχει αφαιρέσει κάμποσο από το χρώμα της μνήμης. Ενδεικτικά αποφοίτησης, «διαγωγή κοσμιοτάτη», ήμουν καλό και μάλλον αθόρυβο παιδί. Έλεγχοι προόδου στο γυμνάσιο, στο λύκειο, σταθερές, καλές επιδόσεις στα μισά μαθήματα, ασθμαίνουσες προβιβάσεις στα μαθηματικά και τη φυσικοχημεία. Θεωρητικός τύπος. Τίτλοι ιδιοκτησίας, ένα κτήμα με αιωνόβιες ρίζες ελιάς, προκομμένοι άνθρωποι οι παππούδες της μιας πλευράς, ανέστιοι πρόσφυγες της άλλης, χωρίς ίχνος ιδιοκτησίας. Ένα τοπογραφικό του κτήματος, σημάδι πως κάποια στιγμή το μικρόβιο της ιδιοκτησίας γέννησε σχέδια, που προφανώς εγκαταλείφθηκαν. Τώρα το κτήμα υπάρχει μόνο στο Ε9. Κι άλλες φωτογραφίες, σε άλλες οικογένειες, πολιτικές πια. Εικόνες με οργισμένα και ξαναμμένα νεανικά πρόσωπα, ενσταντανέ από διαδηλώσεις, ο βρασμός της μεταπολίτευσης. Ένα κομματικό βιβλιάριο- ποιος πρόδωσε ποιόν; Εμείς το κόμμα ή το κόμμα εμάς; Δεν έχει σημασία ποιο κόμμα-. Ένας χάρτης εργασιακής περιπλάνησης, η πανεπιστημιακή θητεία στο ράφι. Χαμένα χρόνια; Όχι, τα θυμάμαι με άγρια χαρά. Κουμπιά, δεκάδες κουμπιά, σε κάθε μέγεθος και χρώμα, ανάκατα με ασημένια εικοσάρικα, μεταλλικά τριαντάρια και πενηντάρια, και χαρτονομίσματα από τον αιώνα της δραχμής. Και μερικά κατοχικά, των εκατομμυρίων- δεν ήταν συλλέκτης ο πατέρας μου, απλώς είχε αυτή την περίεργη πρόνοια. Παιχνίδια, ράγες ενός εκτροχιασμένου ηλεκτρικού τρένου που για πολλά παιδικά χρόνια μ’ έκανε περήφανο. Όστρακα, παλιές πένες που δεν γράφουν πια, το ρολόι Ω του πατέρα μου, πολύτιμο στην εποχή του - δεν το φορώ πια, δεν υπάρχει λόγος να ξέρω την ώρα, αρκεί η ώρα να ξέρει πού είμαι εγώ-.  Η μηχανή Singer της μάνας μου που ανέθρεψε τρία παιδιά, μασούρια, κουβαρίστρες, κεχριμπαρένιες χάντρες από ένα κομπολόι του πατέρα μου, ένας αναπτήρας Ronson- ακριβά γούστα για φτωχομεσαίους. Το συμβόλαιο αγοράς του πατρικού σπιτιού που τώρα κατοικούν άλλοι. Ερωτικές επιστολές- κάποτε οι άνθρωποι έγραφαν γράμματα-, τα αποτυπώματα της γοργής ενηλικίωσης και ωρίμανσής μου, εγώ και η γυναίκα μου σε άπειρες εκδοχές διακοπών (γιατί οι άνθρωποι φωτογραφίζονται μανιωδώς στις διακοπές, κι όχι στη δουλειά; Ρητορικό το ερώτημα.). Τα πρώτα αποτυπώματα της εισβολής της κόρης μου στη ζωή μας, μια βρεφική μπούκλα, φωτογραφίες, οι τελευταίες προ ψηφιακής εποχής, μια κασέτα με τα πρώτα βρεφικά γαρδελίσματα, δόντια νεογιλά- η μακάβρια γονεϊκή τρυφεράδα!-, συμβόλαιο αγοράς κατοικίας (σοβαρέψου, έγινες μπαμπάς πια!)-, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, σύναψη τον 20ο αιώνα, εξόφληση το πρώτο μισό του 21ου , βιβλιάρια καταθέσεων με αστεία υπόλοιπα, κάρτες μισθοδοσίας και πιστωτικές σε αχρησία, λέμε να διακόψουμε πλήρως τις σχέσεις με τις τράπεζες, αλλά δεν μας αφήνουν, ο παιδικός κουμπαράς του ΤΤ που μέσα του κουδουνίζει κάτι, ίσως μια λίρα, δώρο ποιος ξέρει ποιού. Πιστοποιητικά οργής, άυλα και σταδιακώς μετασχηματιζόμενα σε φθόνο και κοινωνικό μίσος- ναι, δεν έχω πια κανένα πρόβλημα να μισώ νηφάλια την αφρόκρεμα αυτής της κοινωνίας που καταστρέφει συστηματικά τους όρους της ύπαρξής μας. Και λεφτά. Το ομολογώ, στο σεντούκι μου υπάρχουν και λεφτά, στα σεντούκια πολλών ανθρώπων υπάρχουν λεφτά, υπουργέ θησαυροθήρα Τζακ Σπάροου, λεφτά αιματηρά εξοικονομημένα, πονηρά αποκρυμμένα από τον τυφλό τραπεζικό Τειρεσία και το αόμματο Γενικό Λογιστήριο, γιατί πολύ απλά καταλάβαμε εγκαίρως ότι ανά πάσα στιγμή μπορούμε να γίνουμε πρόσφυγες στο σπίτι μας. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα που καθιστά απαραβίαστα τα σεντούκια μας. Γι’ αυτό στα σεντούκια μας κρύβουμε και λεφτά. Και μερικά παγούρια δροσερό νερό, γιατί ξέρουμε από παλιά ότι το μέλλον έχει πολλή ξηρασία.

Σε διευκολύναμε καθόλου, υπουργέ Τζακ Σπάροου; Δεν νομίζω ότι στα σεντούκια των άλλων κοινών θνητών θα βρεις κάτι ριζικά διαφορετικό απ’ ό,τι περιέχει στο δικό μου. Τα σεντούκια των περισσότερων ανθρώπων είναι ένας αχταρμάς από θραύσματα μνήμης, συντετριμμένα όνειρα, ματαιωμένα σχέδια κι ένα μικρό ή αξιόλογο απόθεμα υλικών επιβίωσης σε ένα καθεστώς που δεν την εγγυάται πλέον σχεδόν για κανένα, εκτός από τους πειρατές της Βαλκανικής, τους αλλοδαπούς θησαυροθήρες και την εγχώρια τροϊκανή νομενκλατούρα.

Και τώρα η σειρά σας. Ας ανοίξουμε το σεντούκι ενός εκλεκτού μέλους της ηχηράς μειοψηφίας- η σιωπηρά πλειοψηφία έκανε το καθήκον της. Δεν μας ενδιαφέρει η ιδιωτική τους μνήμη, αλλά τα λάφυρα από τη στρέβλωση της συλλογικής μνήμης που κρύβουν στους πάτους των σεντουκιών τους. Οι υπεραξίες που άντλησαν από εθνικές τραγωδίες. Τα χρήματα του μαυραγοριτισμού  και του δοσιλογισμού της κατοχής, της αιματηρής συναλλαγής με τους ναζί. Κεφάλαια εξαγοράς της υποστήριξης των νικητών του εμφυλίου και του άγριου διωγμού των ηττημένων. Τα κονδύλια του σχεδίου Μάρσαλ, αιμοδοσία υπέρ μιας χαριστικής και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας- τι ωραία που τα έχει πει ο πρόεδρος του ΣΕΒ!-, συμβόλαια εξαγοράς της ανοχής ή θερμής στήριξης της χούντας, χρηματοδότηση ευρωπαϊκών οραμάτων, επιδοτήσεις, κρατικές και κοινοτικές, χρήματα εκμαυλισμού των κοινών θνητών, ληστεία χρηματιστηρίου, λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων, πιστωτικό big bang, χρήμα μαύρο, γκρι και κατάλευκο, αδάπανα παραχωρημένο σε μια ιστορικά αποτυχημένη ελίτ, που σε δυο διαδοχικές γενιές της έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα σωρό παραγωγικών ερειπίων.

Ας ανοίξουμε τα σεντούκια, λοιπόν. ΟΛΑ ΣΕΝΤΟΥΚΙΑ!  Προειδοποιήστε μας μόνο, όταν είναι ν’ ανοίξουμε τα σεντούκια της δεύτερης κατηγορίας να κλείσουμε τις μύτες μας, μη μας πάρει η μπόχα της ιστορίας.

Υ.Γ. Το παρόν δεν αφιερώνεται στον Γ. Στουρνάρα που εποφθαλμιά τα σεντούκια της ανοχής μας, αλλά στη μπλογκοπαρέα του Μπαχάρ*  που με την έκτακτη έκδοση «Καλοκαίρι», τα 17 κείμενα και τις 9 φωτογραφίες της, μού έφτιαξαν ένα αυγουστιάτικο απόγευμα με θέα το Μυρτώο και με σάουντρακ τον βελουτέ κυματισμό του. Το θερινό Μπαχάρ* προσφέρεται για ένα απολαυστικό δίωρο με τρίωρο, είτε είστε σε διακοπές είτε όχι. Διαθέσιμο σε βιβλιοπωλεία της Αθήνας, όχι στα φαρμακεία της.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ο γάμος έγινε στον Ασπρόπυργο και τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές έχουμε κατασκηνώσει κοντά στη λίμνη Κουμουνδούρου, όπου και θα περάσουμε το υπόλοιπο του θέρους (…) Τα μεσημέρια  γυρνάμε και παίρνουμε καΐκι από το λιμανάκι του Σκαραμαγκά που κάνει το δρομολόγιο Ψυτάλλεια- Ρεβυθούσα. Η θάλασσα στην Ψυτάλλεια είναι συνήθως κόκκινη. Το νησί είναι μικρό αλλά καλύπτεται από ένα υπερμεγέθες γεράνι, το οποίο με τον παραμικρό αέρα αδυνατεί να συγκρατήσει τα πέταλά του, με αποτέλεσμα η θάλασσα να καλύπτεται από ένα κόκκινο χνουδωτό πέπλο. Η Ρεβυθούσα από την άλλη έχει πιο δυνατή μυρωδιά, καθώς στο ελάχιστο έδαφός της φυτρώνει αστεροειδής γλυκάνισος, γεγονός που δημιουργεί περίεργες ψευδαισθήσεις την ώρα που μαζεύουμε διαφόρων ειδών όστρακα (…) Η νύχτα στη λίμνη είναι παράξενη. Οι ντόπιοι ονομάζουν φεγγάρι ένα τεράστιο πυρσό που φέγγει κάθε βράδυ, αλλά τους είναι άγνωστη η λέξη σελήνη. Λένε πως αν το φεγγάρι τους σβήσει θα χαθεί κάθε ίχνος ζωής στην περιοχή. Και πως μόνο το νερό της λίμνης μπορεί να το καταφέρει αυτό.

anenecuilco14, «Ξυπόλητοι» (Από την έκδοση του Μπαχάρ* «Καλοκαίρι»)

Saturday, August 10, 2013

Έρημη ενδοχώρα


(Επενδυτής, 10/8/2013)

 
Προσπαθείς να περάσεις καλά. Κλείνεις έξω από τον τεχνητό μικρόκοσμο των διακοπών σου το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικότητας – αν είσαι απ’ τους τολμηρούς που κάνουν κάποιας μορφής, έστω και μικρής διάρκειας, διακοπές-. Πεισματάρικη η πραγματικότητα, κολλημένη σαν ρούχο πάνω σου, σ’ ακολουθεί παντού. Ούτε το σύμπαν ολόκληρο, ούτε κανείς άλλος συνωμοτεί για να σ’ απαλλάξει απ’ αυτήν. Η μόνη συνωμότρια είναι η ίδια πραγματικότητα, κρυμμένη κατά κανόνα στο πορτοφόλι σου, στην σχεδόν άδεια κάρτα σου, στη μικρή στοίβα λογαριασμών που άφησες σε μια γωνιά της κουζίνας, με την ελπίδα ότι κάποιο θαύμα θα τους εξαφανίσει, μαζί με τις υποχρεώσεις που ενσωματώνουν. Εις μάτην, η τρόικα έχει γίνει απόλυτος ρυθμιστής της ζωής σου, ακόμη και στις πτυχές που τής είναι παντελώς αδιάφορες γιατί δεν έχουν προφανές οικονομικό ενδιαφέρον, «δεν έχουν λίπος».

Βολική υπεκφυγή από τη δημοσιογραφική πραγματικότητα του θέρους – τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, έγραφε ο Έκο, γιατί οι «καταναλωτές» τους λείπουν διακοπές, το ίδιο και οι περισσότεροι «παραγωγοί» ειδήσεων- η προσφυγή στις σημειώσεις διακοπών. Σ’ αυτές θα προσφύγω κι εγώ για να γεμίσω το εικονικό κενό. Ενώ εγώ λιαζόμουν ή κολυμπούσα ή έτρωγα ή διάβαζα ή κοιμόμουν ή απλώς χάζευα, ο Σαμαράς πάσχιζε να φέρει ειδήσεις από την Αμερική. Καλές ειδήσεις. Καλές ειδήσεις δεν μας προέκυψαν, τουλάχιστον τίποτε τόσο σημαντικό ώστε να αλλάζει τη ρουτίνα των κακών ειδήσεων που δεν είναι πια ειδήσεις: τις βουτιές στις «δεξαμενές» ανθρώπινου δυναμικού προς απόλυση, τη «μεταρρυθμιστική» υστερία της τρόικας, τον κλιμακούμενο καβγά για το ελληνικό χρέος και το επόμενο κούρεμά του, τη στατιστική της καταστροφής που τίποτε δεν φαίνεται ικανό να τη διακόψει ακόμη και τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες. Έτσι, οι σημειώσεις των διακοπών αποκτούν μια κάποια αξία. Πολύ περισσότερο που αρκετοί δεν έχουν την πολυτέλεια ούτε των διακοπών ούτε των σημειώσεων.

Πολύ μεγάλος πρόλογος, ας τον κόψουμε εδώ. Είμαι, λοιπόν, σε ένα μικρό και σχετικά απομονωμένο παραθεριστικό χωριό. Διέσχισα σχεδόν όλη την ανατολική Πελοπόννησο για να φτάσω, υποθέτοντας ότι η μακρά, αόρατος χειρ της τρόικας αδυνατεί να φτάσει ως εδώ. Αλλά, η τρόικα είναι πανταχού παρούσα, με τρόπους που οι άνθρωποί της δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια το χωριό διέθετε τακτική ακτοπλοϊκή σύνδεση με Πειραιά τα καλοκαίρια, που αντιστάθμιζε τη σχετικά δύσκολη οδική πρόσβαση. Από την οικιστική ανάπτυξη του χωριού αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι κάτοικοί του επέλεξαν μια προσεγμένη τουριστική επέκταση. Τίποτα κραυγαλέο, καμιά φιλοδοξία να συναγωνιστούν τον τουρισμό των νησιών, καμιά πρόθεση να ανεχτούν ορδές τουριστών που επιβάλλουν τερατώδη πολεοδόμηση και περιβαλλοντικά εγκλήματα. Κάποιο ρόλο σ’ αυτό έχει παίξει προφανώς ότι αρκετοί από τους καλοκαιρινούς κατοίκους του χωριού είναι άνθρωποι που στο παρελθόν αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, κυρίως στις ΗΠΑ. Επομένως, σήμερα έχουν την πολυτέλεια να διατηρούν ιδίοις αναλώμασι το χρώμα και το minimal τουριστικό μοντέλο του χωριού.

Τον ανυποψίαστο επισκέπτη του χωριού που έχει διανύσει περίπου 300 χιλιόμετρα τον περιμένουν δυο σοκ: το πρώτο, ευεργετικό, η θέα του πελάγους, που ξαφνιάζει έπειτα από μια ορεινή διαδρομή σε υψόμετρο μέχρι και 800 μέτρα. Το δεύτερο, δυσάρεστο, η έλλειψη βενζινάδικου σε ακτίνα 50 και πλέον χιλιομέτρων. Με σχεδόν στραγγισμένο το ντεπόζιτο, μαθαίνεις ότι η πινακίδα που προαναγγέλλει βενζινάδικο σε 500 μέτρα είναι παραπλανητική. Το βενζινάδικο έκλεισε στα χρόνια του μνημονίου. Για να ξαναγεμίσεις καύσιμα πρέπει να κάνεις μια διαδρομή περίπου 100 χιλιομέτρων και δύο ωρών πήγαινε- έλα, άρα να κάψεις το ένα πέμπτο του καυσίμου με το οποίο θα γεμίσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι πληρώνεις 20% παραπάνω την τιμή του καυσίμου ανά λίτρο.

Όσοι θεωρούν ότι αυτό είναι μια πολυτελής παρατήρηση ενός μυγιάγγιχτου Αθηναίου που θέλει να τον ακολουθεί η παγκόσμια αγορά αγαθών και υπηρεσιών όπου και όποτε μετακινηθεί, καλύτερα να ρωτήσουν τους ντόπιους. Ένα δίκτυο δεκάδων χωριών και οικισμών της περιοχής στην Νότια Πελοπόννησο εξυπηρετείται από λίγα πρατήρια καυσίμων σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων το ένα από το άλλο. «Είχε και το τάδε χωριό», σε πληροφορούν οι κάτοικοι, «αλλά έκλεισε. Δεν έβγαινε…» Κι αν εσένα, ως παραθεριστή, σε ενοχλεί αυτή η δυσχέρεια γιατί κοστίζει και σού χαλάει τη ραστώνη του Αυγούστου, αναρωτιέσαι τι σημαίνει για την καθημερινότητα των ντόπιων, για τους οποίους το αυτοκίνητο είναι μέσο επιβίωσης, όχι απλά μετακίνησης. Γιατί, το χειρότερο δεν είναι ότι η κρίση, δια χειρός τρόικας, αραίωσε τα πρατήρια καυσίμων – και η αόρατος χειρ της αγοράς δεν τα αναπλήρωσε. Το χειρότερο είναι ότι αραίωσε και τα φαρμακεία- εδώ η ακτίνα «βολής» φτάνει κατά τους υπολογισμούς μου στα 80 χιλιόμετρα-, σχεδόν εξαφάνισε τα κέντρα υγείας, έκλεισε σχολεία κι εξαφανίζει με επικίνδυνη ταχύτητα την πρόσβαση σε στοιχειώδη αγαθά και υπηρεσίες, κρατικές ή ιδιωτικές. Εδώ έρχεται και κουμπώνει σχεδόν σαν προμελετημένο έγκλημα η αντι-μεταρρύθμιση του Καλλικράτη που αποψίλωσε πριν η τρόικα καν το ζητήσει την ενδοχώρα της ελληνικής υπαίθρου από τα λιγοστά ίχνη κρατικής διοίκησης. Ούτε αγορά, ούτε κράτος.

Ο κάτοικος της πόλης, που υποψιάζεται ότι η ύπαιθρος έχει «περισσότερο λίπος» κι ότι θα αντέξει καλύτερα στα επόμενα κύματα της κρίσης και της μεταρρυθμιστικής λαίλαπας, που ελπίζει  ότι η έρημη ενδοχώρα ίσως αποτελέσει καταφύγιο επιβίωσης και για τον ίδιο κάποια στιγμή, δεν υποψιάζεται το ιδιότυπο ισοζύγιο ταλαιπωρίας μεταξύ πόλης και χωριού που διαμορφώνεται. Ό,τι για τον ίδιο υπάρχει σε κάποια αφθονία, αλλά με απαγορευτικό κόστος στην πόλη, στο χωριό απλώς δεν υπάρχει ή πληρώνεται με το επίσης απαγορευτικό κόστος μακρινών μετακινήσεων μέχρι την πλησιέστερη κωμόπολη. Αυτό το έλλειμμα, που το καλοκαίρι απαλύνεται αισθητά για λίγους μήνες λόγω τουρισμού, όλο τον υπόλοιπο χρόνο καλύπτεται κυρίως από τους μηχανισμούς αυτάρκειας και αλληλεγγύης των κατοίκων της έρημης ενδοχώρας. Στο χωριό, ιδιαίτερα στο απομακρυσμένο χωριό, δεν μπορείς να πεις «πετάγομαι για τσιγάρα, πάω μια στιγμή στο φαρμακείο, πάω μέχρι το σούπερ μάρκετ, παράγγειλε μια πίτσα». Υπάρχουν εκατοντάδες χωριά κυριολεκτικά σβησμένα από τον χάρτη της αγοράς και του κράτους. Και συχνά δεν διανοούμαστε πόσο σκληρό μπορεί να είναι το τίμημα της γραφικότητάς τους ή του ειδυλλιακού τοπίου που τα περιβάλλει, τα οποία εμείς «καταναλώνουμε» ως τουρίστες.

Όσοι, λοιπόν, φαντάζονται πως είναι μια λύση η από-αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, και ονειρεύονται κύματα φυγής που θα αναζωογονήσουν τα χωριά και θα ζωντανέψουν τη γη, θα πρέπει να υπολογίζουν πολλές δεκαετίες σύνθετων παρεμβάσεων για να γίνει ελάχιστα ελκυστική αυτή η στροφή. Μεταξύ άλλων, τα μνημόνια, η τρόικα και ανεξέλεγκτες δυνάμεις της κρίσης αναβιώνουν και απογειώνουν την αντίθεση πόλης και χωριού, με τρόπους αδιανόητους στην εποχή της «τρίτης βιομηχανικής επανάστασης». Προκαλούν μιαν οπισθοδρόμηση πολλών δεκαετιών.

Ίσως θα ήταν χρήσιμο οι εγχώριοι ξεναγοί της τρόικας να προσφέρουν στα στελέχη της κι ένα τουριστικό καψώνι στην έρημη ελληνική ενδοχώρα. Να τους αφήσουν, για παράδειγμα, χωρίς βενζίνη στην απελευθερωμένη αγορά καυσίμων ενός επαρχιακού οδικού δικτύου. Ή χωρίς πλοίο στα νησιά της άγονης γραμμής.  Διότι στα δρομολόγια μεταξύ Κολωνακίου και Καραγιώργη Σερβίας δεν πρόκειται να πάρουν πρέφα ποια ακριβώς χώρα «μετασχηματίζουν». Αν υποθέσουμε ότι τους ενδιαφέρει στο ελάχιστο, φυσικά…


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι/
και παραπάνω/
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει./
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι/
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα/
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη./
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές/
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά/
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει./
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,/
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε./
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη/
και ξεδιπλώνει μίαν απέραντη γαλήνη./
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα/
και το παίξαμε στα ζάρια./
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

Γιώργου Σεφέρη, «Μποτίλια στο πέλαγο»(Μυθιστόρημα ΙΒ΄)

 

Friday, August 2, 2013

Το τάμα

(Επενδυτής, 3/8/2013)

 


Κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα διστακτικά, το χέρι της κρατάει γερά την κουπαστή. Το τελευταίο διάστημα δεν έχει εμπιστοσύνη στα πόδια της. Στέκεται αναποφάσιστη στο κέντρο το μεγάλου χολ, κάτω από τον πολυέλαιο με τα εκατοντάδες κρύσταλλα Swarovski, το φως είναι ανοικτό, ψάχνει το διακόπτη να το σβήσει, μουρμουρίζοντας «… ανόητη». Το βλέμμα της πέφτει στον τεράστιο καθρέφτη. Αντικρίζει μιαν άγνωστη, «Θεέ μου, πώς κατάντησα…», ψιθυρίζει και σκέφτεται ότι έχει να κάνει  Botox πάνω από εξάμηνο. «Είναι έτοιμα τα πράγματα;», φωνάζει. «Ο σάκος είναι πάνω στον δερμάτινο καναπέ», ακούγεται η Ταμίλα από την κουζίνα και η κ. Χρεοκοπίδου βλέπει έντρομη τη Luis Vuitton. «Ανόητη!» φωνάζει, «είναι δυνατό να πάω στη φυλακή με τέτοια βαλίτσα;». Ανεβαίνει επάνω να ψάξει κάτι πιο διακριτικό, δεν βρίσκει τίποτα, συμβιβάζεται με την προσφορά της Ταμίλα να της δώσει έναν από τους δικούς νάιλον καρό σάκους. «Να βάλω ένα τάπερ με φαγητό;», ρωτάει η Ταμίλα. «Απαγορεύεται», απαντάει αυτή. «Το αυτοκίνητο περιμένει», λέει η Ταμίλα. «Τρελή είσαι, που θα πάω με το Hummer; Κάλεσε ένα ταξί», λέει επιτακτικά η κ. Χρεοκοπίδου. Η Ταμίλα υπακούει απρόθυμη κι απορημένη.
Καθώς το ταξί ξεκινά, το βλέμμα της διασχίζει το ψηλό πέτρινο τείχος που περιβάλλει τα 4 στρέμματα κήπου και τους δύο ορόφους με τα 450 τετραγωνικά που με τόσο κόπο διακόσμησε και γέμισε με έπιπλα. Ούτε ξέρει πόσο κόστισε, γι’ αυτό κι έδιωξε οργισμένη τον μεσίτη που το εκτίμησε μόλις ένα εκατομμύριο, ούτε την αξία του οικοπέδου. «Αυτό το σπίτι έχει φιλοξενήσει υπουργούς, βουλευτές, πρέσβεις, έχει 20.000 μηνιαίο κόστος συντήρησης», του φώναζε, λες κι αυτό θα ανέβαζε την τιμή του. «Τι ηλίθια που ήμουν», σκέφτεται καθώς το ταξί αφήνει πίσω του την παρηκμασμένη αίγλη των βορείων προαστίων με προορισμό τον Κορυδαλλό.

Σ’ όλη τη διαδρομή μια καταιγίδα σκέψεων πλημμυρίζει το κεφάλι της. Δεν μπορεί να καταλάβει τον άντρα της. Δηλαδή, τι δυσκολία έχει να βρει 100 εκατομμύρια, να τα δώσει στην εφορία να ξεμπερδεύει; «Εκεί που είναι τα λεφτά είναι ασφαλή, εμείς δεν είμαστε ασφαλείς αν τα πάρουμε από εκεί», της είχε απαντήσει αυτός κάποια στιγμή, αποφεύγοντας περαιτέρω εξηγήσεις. «Μα δεν μιλάω γι’ αυτά που πήγα εγώ στο Βερολίνο», ψέλλισε αυτή, για να εισπράξει ένα σκληρό «σκάσε!». «Τι εξευτελισμός!» σκέφτεται. Από τότε ο άντρας της προφυλακίστηκε για χρέη προς το Δημόσιο, φοροδιαφυγή, ξέπλυμα κι ένα σωρό κατηγορίες που αδυνατεί να συγκρατήσει, όλες οι σκύλες -φίλες, να σου πετύχουν- την αποφεύγουν σαν λεπρή. Η αφοσίωσή τους δεν άξιζε ούτε τους καφέδες που τους κερνούσε στο «Da Capo», πολύ περισσότερο τα δείπνα στο «Matsuhisa». Πεταμένα λεφτά. Και να πεις ότι αυτές είναι σε καλύτερη κατάσταση... Τη μια την παράτησε ο άντρας της με το πρώτο μνημόνιο – μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, με γκόμενα κι αδειάζοντας όλους τους λογαριασμούς, πάνω από 500 εκατομμύρια λένε τα κουτσομπολιά. Της άλλης αυτοκτόνησε αφήνοντας χρέη 100 εκατομμύρια – «δεν του το ’χα του Κώστα ότι ήταν τόσο ευαίσθητος, είχε φήμη killer», σκέφτεται. Και της Φαίης ο άντρας είναι ιδιοκτήτης τριών πτωχευμένων κουφαριών με 1.000 απολυμένους και απλήρωτους υπαλλήλους – αυτός κι αν έπρεπε να σαπίζει στη φυλακή. Τέλος πάντων, σε καμιά τους δεν άξιζε τέτοια τύχη.

«Γιατί μας συμπεριφέρονται έτσι; Πώς θα υπάρξει αυτή η χώρα χωρίς εμάς;», σκέφτεται. Ο ταξιτζής την κοιτάζει κλεφτά από τον καθρέφτη, κάτι του θυμίζει, αυτή αντιλαμβάνεται το αδιάκριτο βλέμμα. Υποψιάζεται πως ίσως να την είχε δει σε εκείνη την εκπομπή για το σπίτι της, ίσως πάλι να τη θυμόταν από τα ρεπορτάζ, τότε που είχε ανακηρυχθεί «γυναίκα της χρονιάς» για τη χορηγία ενός ιδρύματος για παιδιά που έπασχαν από κάτι σπάνιο -δεν θυμάται πια τι, ενώ την άλλη με το παιδοογκολογικό τη θυμούνται όλοι-, το ’λεγε στον άντρα της, έπρεπε να διαλέξουν κάτι πιο ηχηρό να χορηγήσουν. «Οι χορηγίες στο Μέγαρο, δεν μπορώ να πω, πιάσαν τόπο», σκέφτεται.

«Ο φθόνος», συλλογίζεται, «δεν εξηγείται αλλιώς. Μας φθονούν γιατί πετύχαμε. Αχάριστοι Έλληνες. Τόσοι άνθρωποι έχουν φάει ψωμί απ’ το χέρι μας, όλη η χώρα μας χρωστάει, και τώρα μας πετάνε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι. Η κρίση. Τι φταίμε εμείς για την κρίση; Το κράτος φταίει». Της φαίνεται αδιανόητο ότι βρήκε κλειστές τις πόρτες τόσων ανθρώπων που είχαν ευεργετηθεί από τον άντρα της – υπουργοί, βουλευτές, κρατικοί υπάλληλοι. Κι απ’ την τρόικα, περίμενε άλλη συμπεριφορά, πώς είναι δυνατό να παρακολουθεί ατάραχη να διασύρεται η αφρόκρεμα της χώρας. «Βρε, Βασίλη», ρώτησε κάποια στιγμή τον άντρα της, «δεν έχεις κανένα απ’ αυτά τα λαμόγια στο χέρι; Δώσε τουλάχιστον έναν στους δικαστές να γίνει κόλαση». «Σκάσε!», είναι η μοναδική απάντηση που πήρε, μαζί με την οδηγία να ακολουθεί αυστηρά τις εντολές των δικηγόρων. Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, υπογραφές μεταφοράς χρημάτων σε εταιρείες με αλλόκοτα ονόματα, σε μέρη που δεν ξέρει πού πέφτουν στον χάρτη. Κι η ίδια πάμφτωχη, να χρωστάει μηνιάτικα σ’ αυτή την αυθάδη, την Ταμίλα, και στον θρασύτατο τον Εμίλ, τον οδηγό, που του πέφτει βαρύ να ποτίσει και λίγο τον κήπο. «Ε, ρε Χρυσή Αυγή που τους χρειάζεται!», σκέφτεται. Έπειτα μαλώνει τον εαυτό της με την ιδέα, γιατί αισθανόταν ανέκαθεν γνήσια φιλελεύθερη. Ευτυχώς, τα παιδιά είναι μακριά και εξασφαλισμένα.
Το ταξί σταματάει έξω από την πύλη. Πληρώνει, παίρνει τον νάιλον σάκο, τώρα αρχίζει αυτή η εξευτελιστική διαδικασία ελέγχου μέχρι το επισκεπτήριο. Φρικτή ζέστη, Αύγουστος, τέτοια εποχή θα ήταν κανονικά στο εξοχικό στη Μύκονο ή με το σκάφος στην Κεφαλονιά, μπορεί και στη Μαγιόρκα. «Τι πτώση, Θεέ μου», σκέφτεται. Πιάνει τον εαυτό της να επικαλείται για πολλοστή φορά τον Θεό, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θρήσκα, και αναρωτιέται αν είναι ώρα για μια στροφή. Θα κάνει τάμα στη Μεγαλόχαρη, να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης, να βγει ο Βασίλης, να πληρώσουν και να φύγουν. Θα πάει στην Τήνο. Όχι απευθείας, θα περάσει από τη Μύκονο, να ρίξει και μια ματιά στο σπίτι. Θα δανειστεί ρούχα από την Ταμίλα, κάτι σεμνό, κι ένα σκούρο μαντίλι στο κεφάλι, να μην αναγνωρίζεται. Θα ξαπλώσει στον δρόμο να περάσει από πάνω της η εικόνα, όπως έχει δει να κάνουν οι γύφτισσες κι οι ανάπηροι. Κι ύστερα θ’ ανέβει στην εκκλησία, θα έχει μαζί της και τη μια σειρά μαργαριτάρια South Sea, θα τα ρίξει διακριτικά στα αφιερώματα. Θα κλάψει μπροστά στην εικόνα. Αφού δεν συγκινείται κανείς άλλος, ίσως συγκινηθεί η Παναγιά. Ναι, θα πάει. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου θα είναι εκεί. Μόλις γυρίσει σπίτι, θα τσεκάρει τα δρομολόγια.

Στην είσοδο ασφαλείας της φυλακής την πιάνει η συνήθης ταραχή. Αδύνατο να βρει την ταυτότητα στην τσάντα της πάλι.

Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις μπορεί και να μην είναι συμπτωματική.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η δίκη ήταν υπέροχη. Η πολιτική αγωγή βάλτωσε σε τεχνικές λεπτομέρειες οικονομικής φύσεως. Ο δικαστής ήταν εχθρικός.  Οι Ίνσελ έκλεψαν την παράσταση. Ήταν απλοί κι ανεπιτήδευτοι, χαμογελούσαν στους δημοσιογράφους, πόζαραν στους φωτογράφους, κατέβαιναν στο δικαστήριο με το λεωφορείο. Οι επενδυτές μπορεί να είχαν καταστραφεί, αλλά τα ίδιο είχαν πάθει, και το γνωστοποιούσαν καταλλήλως, και οι Ίνσελ. Ο καπετάνιος είχε βουλιάξει μαζί με το καράβι.
Ο γερο-Σάμιουελ Ίνσελ αγόρευε όλο ευγένεια στο εδώλιο, διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του: από υπαλληλάκος γραφείου μεγαλομεγιστάνας, πώς αγωνίστηκε για να πετύχει, πως λάτρευε το σπίτι του και τα παιδάκια του. Δεν αρνήθηκε πως είχε κάνει λάθη, ουδείς αλάνθαστος, αλλά ήταν λάθη τίμια. Ο Σάμιουελ Ίνσελ έκλαψε. Ο αδελφός του Μάρτιν έκλαψε. Οι δικηγόροι έκλαψαν. Με φωνή που την έπνιγε η συγκίνηση, οι μεγαλοεπιχειρηματίες του Σικάγου απαρίθμησαν από το εδώλιο όλα όσα είχε κάνει ο Ίνσελ για τις επιχειρήσεις του Σικάγου. Δεν έμεινε μάτι που να μη δακρύσει στην αίθουσα.
Τελικά, όταν ο εισαγγελέας τον στρίμωξε, ο Σάμιουελ Ίνσελ το ξεφούρνισε: ναι, είχε κάνει κάποιο λάθος της τάξεως κάποιων εκατομμυρίων, αλλά ήταν λάθος τίμιο.
Ετυμηγορία: αθώος.
(… ) Μέσα σε μια ευωδία αγιοσύνης, ο εκθρονισμένος μονάρχης της υπερδύναμης, ο υπαλληλάκος που έγινε μέγας και τρανός, χαίρεται τα τελευταία του χρόνια ξοδεύοντας τη σύνταξη των είκοσι δύο χιλιάδων δολαρίων τον χρόνο που του αποδίδουν οι διευθυντές των πρώην εταιρειών του.

Τζον Ντος Πασος, «USA, Τα πολλά λεφτά»