Saturday, April 20, 2024

Οι ωκεανοί είναι δικοί τους

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 21-22/4/2024



Πόσο απέχει το Mare Nostrum της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τη Μεσόγειο, τη μόνη πραγματικά γνώριμη θάλασσα κατά τους έξι αιώνες ακμής και παρακμής της, από το Our Ocean, που ήταν ο τίτλος του διεθνούς συνεδρίου που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα στην Αθήνα, με διακηρυσσόμενο στόχο τη βιώσιμη διαχείριση των θαλασσών; Εντάξει, το Mare Nostrum και το Our Ocean απέχουν κατά τους 15 αιώνες που μεσολάβησαν και, κυρίως, κατά το γεγονός ότι η Μεσόγειος είναι μόλις το 0,7% της θαλάσσιας επιφάνειας της Γης, του Ωκεανού της, που καλώς στη γλώσσα της αγγλικής θαλασσο-αποοικιοκρατίας δεν έχει πληθυντικό, διότι στην πραγματικότητα ούτε η θάλασσα ούτε η απληστία όσων τη διαπλέουν και διαγκωνίζονται για τους πόρους της έχουν σύνορα. Μπορούμε, λοιπόν, απλά να πούμε ότι η απόσταση του ρωμαϊκού Mare Nostrum από το σύγχρονο Our Ocean συνίσταται στο ότι η απληστία των ιδιοκτητών της θάλασσας αυξήθηκε κατά 144 φορές μέσα σε περίπου 1.600 χρόνια. 

Στο μεταξύ η ιδιοκτησιακή αντίληψη για το ευρύτερο ενδιαίτημά μας επεκτάθηκε και στον ουρανό. Οι ουρανοί είναι δικοί μας, έλεγε ένα μάλλον χουντικής έμπνευσης διαφημιστικό σύνθημα της πολεμικής αεροπορίας, αν και στην πραγματικότητα οι ουρανοί, τουλάχιστον το μέρος τους που βρίσκεται στην τροπόσφαιρα και στη στρατόσφαιρα της Γης, ανήκουν ως επί το πλείστον στην αεροναυπηγική βιομηχανία που μοιράζει τα κερδοσκοπικά ενδιαφέροντά της μεταξύ πολέμου και αερομεταφορών αναψυχής ή εμπορίου. Οι εδαφικές, θαλάσσιες και ουράνιες επικράτειες (διαστημικές δεν έχουμε ακόμη, αλλά είναι ζήτημα χρόνου), παρά τις εθνικές κορόνες των κυρίαρχων κρατών και τις διενέξεις τους στα διεθνή δικαστήρια, κατά βάση είναι διάδρομοι διέλευσης του παγκοσμιοποιημένου πολέμου και του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου.

Το Our Ocean είναι ένα διεθνές συνέδριο που γίνεται εδώ και μερικά χρόνια για τη διαχείριση των θαλασσών με όρους βιωσιμότητας. Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι κατά τεκμήριον ιδιοκτήτες των θαλασσών, κράτη και κάθε μορφής χρήστες των διαδρομών και των πόρων τους, επιχειρούν μια αλλαγή στις τεχνολογίες της θάλασσας ώστε να αποτρέψουν έναν μη αναστρέψιμο κορεσμό στη ρύπανση, στην εξάντληση των πόρων και στον κατακερματισμό τους από υπερβολικές νομικές δεσμεύσεις και πολεμικές διενέξεις. Ποιοι είναι οι ανησυχούντες και διοργανωτές του συνεδρίου αυτού; Κατά βάση, είναι τα κράτη με ισχυρή ναυτιλία και κοιτάσματα υδρογονανθράκων, χερσαία ή θαλάσσια, ο διεθνής εφοπλισμός, υπό σημαίες κανονικές ή ευκαιρίας, οι πετρελαϊκές πολυεθνικές και, σε έναν βαθμό η ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία που καλείται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της λεγόμενης πράσινης μετάβασης. 

Είναι ειλικρινές το ενδιαφέρον τους για το μέλλον του/των Ωκεανού/ών; Βεβαίως, αλλά όχι με την οπτική των περιβαλλοντικών οργανώσεων που ζητούν, για παράδειγμα, να σταματήσουν οι εξορύξεις υδρογονανθράκων και οι σεισμικές έρευνες στην Ελληνική Τάφρο. Ούτε με την οπτική των επιστημόνων που μετρούν με ανησυχία την άνοδο της θερμοκρασίας των θαλασσών και την τήξη των πάγων. Ούτε με τα μάτια των βιολόγων που ζητούν να σταματήσει η υπεραλίευση. Ούτε φυσικά με τη σκοπιά των αναρχικών που τρόλαραν κάποτε τις ελληνοτουρκικές διαφορές με το σύνθημα «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του» -και στα κήτη του και στα μαλάκιά του και στα οστρακόδερμά του, σχεδόν όλα βρώσιμα και αναλώσιμα, για κακή τους τύχη-, πράγμα που κατ’ επέκταση ισχύει για όλα τα πελάγη, τις θάλασσες και τους ωκεανούς. 

Η ανησυχία του συνασπισμού ναυτιλιακών κρατών, εφοπλισμού και ενεργειακών εταιρειών είναι ότι πολεμικές, διπλωματικές, περιβαλλοντικές, ενεργειακές και άλλες κρίσεις μπορεί να προκαλούν όλο και συχνότερα διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, που το μεγαλύτερο μέρος της εξακολουθεί και εξυπηρετείται διά θαλάσσης. Πάνω από το 80% κάθε μορφής αγαθών και πρώτων υλών, 11 δισεκατομμύρια τόνοι κάθε χρόνο, διακινούνται με τα τεράστια τάνκερ, πλοία ξηρού φορτίου και κοντέινερ μέσω των θαλάσσιων αρτηριών, από ωκεανό σε ωκεανό και από τη μια ήπειρο στην άλλη. Η «ελευθερία των θαλασσών» που, παρά τις ιδιοκτησιακές διακηρύξεις των αυτοκρατοριών και των κρατών, αποτέλεσε το εφαλτήριο κάθε εποχής παγκοσμιοποίησης, με αποκορύφωμα τη σημερινή καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που δεν έχει αφήσει ανέγγιχτη σπιθαμή στεριάς και θάλασσας. Αλλά όσο πιο πλατιά και γενναιόδωρη είναι αυτή η «ελευθερία» για το πλοίο, το πεδίο τού υπεράνω εθνικών ανταγωνισμών πλωτού καπιταλισμού, τόσο πιο συχνά διαταράσσεται από απρόσμενες ή εντελώς προβλέψιμες και αναπόφευκτες κρίσεις. 

Από το έμφραγμα στους σταθμούς των εμπορευματοκιβωτίων στα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου μετά την πανδημία και το παγκόσμιο λοκντάουν μέχρι το μπλόκο στην Ερυθρά Θάλασσα, στο Σουέζ ή στον Παναμά, λόγω πολέμου ή κλιματικών διαταραχών και ξηρασίας, τα περιστατικά πυκνώνουν. Και μπορεί για τους πλοιοκτήτες αυτά τα εμφράγματα να μεταφράζονται πρόσκαιρα σε υψηλότερη κερδοφορία χάρη στην εκτόξευση των ναύλων, αλλά ταυτόχρονα γίνονται η βάση μόνιμης ανασφάλειας και ρευστότητας, αλλά και πηγή τριβών μεταξύ του εφοπλισμού και των πελατών του, που σχεδόν ποτέ δεν βρίσκονται στην ίδια πλευρά της ιστορίας, της γεωπολιτικής και της γεωοικονομίας, της περιβαλλοντικής διαχείρισης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας είναι το πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα για την ακροβασία του εφοπλισμού σε δυο βάρκες. 

Επομένως, ειδικά ο πανταχού παρών ελληνικός εφοπλισμός, που υπήρξε συνδιαμορφωτής της μεταπολεμικής «απελευθέρωσης» των θαλασσών, με δεξαμενόπλοια που εξυπηρετούσαν «και τον αστυφύλαξ και τον χωροφύλαξ», σπάζοντας το ένα εμπάργκο και τηρώντας απαρέγκλιτα ένα άλλο, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα εχθρούς και συμμάχους και φτιάχνοντας υπεράκτια ναυτιλιακά προτεκτοράτα βολικά για όλους, αυτοί οι καραβοκυραίοι και καπεταναίοι του θαλάσσιου ιμπεριαλισμού έχουν κάθε λόγο να ψάξουν τους νέους όρους για να διαφυλαχθεί η «ελευθερία των θαλασσών». Μπορούν να γίνουν όσο πράσινοι, όσο ειρηνοποιοί, όσο πατριώτες και όσο διεθνιστές χρειάζεται ώστε οι ωκεανοί να μείνουν δικοί τους. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Η ελληνική ναυτιλία συνετέλεσε, αφενός, στην αποτροπή της μετατροπής θαλάσσιων περασμάτων σε μοχλούς αποαποικιοποίησης, σε εργαλεία των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και της οικονομικής ανεξαρτησίας του Τρίτου Κόσμου, και αφετέρου, στη δημιουργία νεοαποικιακών μορφών συσσώρευσης φυλετικά παραγόμενης υπεραξίας, εκτός του ελέγχου και της δικαιοδοσίας των εθνών-κρατών. Πλέοντας στα θαλάσσια βήματα του αποικιακού προκατόχου του, το τάνκερ παρήγαγε νέες νομικές και οικονομικές δομές απεδαφικοποίησης της υπεραξίας και μετατροπής της σε ιδιωτική ιδιοκτησία. Αυτό συντελέστηκε μέσα από ένα νέο «τριγωνικό εμπόριο» που συνέδεσε υπεράκτιες εταιρείες, πλοία με σημαίες ευκαιρίας (open registry) και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αρχικά της Βρετανίας και μετέπειτα των ΗΠΑ.


Νικόλας Κοσματόπουλος, «Το λευκό στο βαθύ γαλάζιο: θαλάσσιες αποικιακότητες και ελληνόκτητος εφοπλισμός» (από την έκδοση «Ελληνικές Αποικιακότητες», Ιδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Decolonize Hellas) 


Saturday, April 13, 2024

Με ποιο «βαθύ κράτος» τα βάζει ο Κυριάκος

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 13-14/4/2024


Δεν ξέρω αν το κράτος μετριέται σε βάθος, σε ύψος, σε μήκος ή σε πλάτος, ώστε να υπάρχει ένα βαθύ και ένα ρηχό κράτος, ένα ψηλό κι ένα κοντό, ένα μακρύ κι ένα βραχύ, ένα πλατύ κι ένα στενό, με πιθανά ενδιάμεσα μεγέθη, αλλά ακόμη και ο θεωρητικά αμύητος μέσος πολίτης αντιλαμβάνεται πως όταν μιλάμε για «βαθύ κράτος» εννοούμε κάτι σκοτεινό, σκιώδες, ίσως εντελώς αόρατο, διαρκές, ισχυρό, συνωμοτικό, συντηρητικό, ενδεχομένως και επικίνδυνο, που υπερβαίνει σε επιδραστικότητα τις δημόσιες, ορατές διαδικασίες διακυβέρνησης. Εννοούμε έναν μηχανισμό διαχείρισης, ένα σύνολο ανθρώπων και ομάδων ισχύος που επηρεάζουν διαχρονικά τη στρατηγική διακυβέρνησης μιας χώρας, ανεξάρτητα από τη βούληση των πολιτών όπως εκφράζεται στις εκλογές, αλλά ανεξάρτητα και από τα προγράμματα των κυβερνήσεων που εναλλάσσονται στην πολιτική εξουσία. 


Τι έχει στο μυαλό του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, διακηρύσσοντας ξανά και ξανά ότι στόχος του αυτήν την τετραετία είναι να τα βάλει με το βαθύ κράτος; Είναι πιθανό, κατά τις σπουδές του στο Κολάμπια, να του έπεσε στα χέρια το θεωρούμενο κλασικό βιβλίο των Wise και Ross «Το αόρατο κράτος», το οποίο περιέγραφε κυρίως την υπεράνω πολιτικού ελέγχου εξουσία της CIA και όλων των μυστικών και στρατιωτικών υπηρεσιών των ΗΠΑ που καθόριζαν την εξωτερική πολιτική, τη διπλωματία, τις διεθνείς σχέσεις, ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις άλλων χωρών, προκαλούσαν πολέμους, εμφυλίους, πραξικοπήματα, ακόμα και εν αγνοία της κυβέρνησης, του Κογκρέσου και της Γερουσίας. 


Δεν ξέρω τι έχει συγκρατήσει από αυτό και από άλλα διαβάσματά του. Πάντως, αν άκουγε τους νεοφιλελεύθερους δημοσιολόγους που τον χειροκροτούν ως μεγάλο μεταρρυθμιστή της δημόσιας διοίκησης, θα έπρεπε να πιστεύει ότι «βαθύ κράτος» στην Ελλάδα δεν υπάρχει. «Η Ελλάδα δεν έχει “βαθύ” κράτος. “Βαθύ κράτος” έχουν μόνον οι σοβαρές χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχει κομματικό κράτος. Το “βαθύ” κράτος αποτελεί τη βάση του κράτους, τον κλειστό πυρήνα του, που διαιωνίζει λειτουργίες, νοοτροπίες και συμπεριφορές. Το “βαθύ” κράτος έχει συνέχεια που την εξασφαλίζουν ελίτ και μηχανισμοί, οι οποίοι έχουν συγκροτηθεί για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Στην Ελλάδα ποτέ δεν είχαμε τέτοιες ελίτ και ποτέ δεν είχαμε μια κρατική οντότητα με ίδια συμφέροντα. Το κράτος το λεηλατούσαν τα κόμματα, τα οποία είχαν με αυτό μια ιδιοκτησιακή σχέση». Αυτά έγραφε, για παράδειγμα, πριν από έναν χρόνο ο αφοσιωμένος νεοφιλελεύθερος Σ. Μουμτζής («Καθημερινή», 23/3/2023). Και πολλοί της ίδιας πολιτικο-ιδεολογικής πατίνας έχουν διακηρύξει την ίδια πεποίθηση, εκφράζοντας απογοήτευση για το ότι τελικά δεν διαθέτουμε το πλεονέκτημα ενός βαθέος κράτους, που να εξασφαλίζει την προσήλωσή του στα ίδια ταξικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που υπηρετούνται σε όλη τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, ανεξαρτήτως πολιτικού κύκλου και κυβερνητικών εναλλαγών. 

Αν διαφωνεί, λοιπόν, ο Μεγάλος Χατμάνος του Μαξίμου με τους υποβολείς του για το τι είναι και τι δεν είναι βαθύ κράτος, θα πρέπει να μας εξηγήσει ποιο ακριβώς βαθύ κράτος έχει στο μυαλό του κι υπόσχεται να καταπολεμήσει. Μια αδρή ιδέα για την αντίληψή του μάς έχει δώσει με τα πεπραγμένα του παλιότερα ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και τα τελευταία πέντε χρόνια ως πρωθυπουργός.

Υποθέτουμε πως βαθύ κράτος ήταν οι 595 καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών που έσπευσε να απολύσει το 2013, αλλά κατάφεραν να επιστρέψουν στις δουλειές τους ύστερα από επίμονο αγώνα τους, αποδεικνύοντας την κρατική ισχύ τους. Βαθύ κράτος, κατά Μητσοτάκη, είναι οι αγκιστρωμένοι στη μονιμότητα δημόσιοι υπάλληλοι, που δεν επιτρέπουν να μετατρέψουμε όλες τις κρατικές υπηρεσίες σε ψηφιακά καταστήματα σελφ σέρβις. Προφανέστατα βαθύ κράτος είναι οι συνδικαλιστές που επιμένουν να ανθίστανται στις ιδιωτικοποιήσεις, οι φοιτητές και οι εκπαιδευτικοί που δεν θέλουν ιδιωτικά πανεπιστήμια κι ετοιμάζονται να ακυρώσουν δικαστικά τον πρόσφατο νόμο. Φυσικά και οι πολίτες και οι συλλογικότητες που αντιδρούν στη σπορά ανεμογεννητριών ή φωτοβολταϊκών σε όποια βουνοκορφή, όποιο βιότοπο, όποια περιοχή NATURA έχει σωθεί από τις φωτιές. 

Βαθύ κράτος είναι οι απεργοί και οι διαδηλωτές που παρακωλύουν τις συγκοινωνίες, οι κάτοικοι των γειτονιών που προσπαθούν να σώσουν τις πλατείες τους και τις ελάχιστες γωνιές πρασίνου από τον κατασκευαστικό ολετήρα. Φυσικά βαθύ κράτος είναι οι δημόσιοι λειτουργοί που προσπαθούν να κάνουν καλά τη δουλειά τους και αρνούνται να προσυπογράψουν αντισυνταγματικές υπουργικές αποφάσεις, όπως και οι δικαστές που ακυρώνουν αντισυνταγματικούς νόμους και, σχετικά σπάνια είναι η αλήθεια, δικαιώνουν εργαζόμενους και πολίτες που έχουν αδικηθεί από την εργοδοτική ή κρατική αυθαιρεσία. Κι είναι ακόμη οι φορολογούμενοι και φοροτεχνικοί που δυσφορούν με την έσχατη «μεταρρύθμιση» που τους καθιστά υπαλλήλους αόρατων πια φορολογικών υπηρεσιών. Οι ηλικιωμένοι στα απομακρυσμένα και έρημα χωριά που δυσκολεύονται να γίνουν ψηφιακά ξεφτέρια κι επιμένουν στον ταχυδρόμο τους, στο τραπεζικό κατάστημα, σε μια ελάχιστη φυσική παρουσία του κράτους στον τόπο τους. Γενικώς, θαρρούμε πως αν απαριθμήσουμε όλους τους θυλάκους βαθέος κράτους που έχει στο μυαλό του ο πρωθυπουργός θα πρέπει να περιμένουμε την εξουδετέρωση περίπου της μισής ελληνικής κοινωνίας. 

Κι αφού υποθέσαμε τι είναι βαθύ κράτος κατά Μητσοτάκη, ας δούμε και τι δεν είναι. Προφανώς δεν είναι η ΕΥΠ και οι μηχανισμοί παρακολούθησης πολιτών και πολιτικών αντιπάλων, δεν είναι οι προμηθευτές και εργολάβοι του Δημοσίου που μονοπωλούν έργα και προμήθειες μέσω απευθείας αναθέσεων και καλά στημένων διαγωνισμών, δεν είναι οι περίπου 40 μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που παίρνουν το 80% των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν είναι οι τράπεζες μέσω των οποίων ρέει όλο το δημόσιο και ιδιωτικό χρήμα, δεν είναι οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι προμηθευτές εξοπλισμών που δεν υπηρετούν πραγματικές αμυντικές ανάγκες, αλλά φουσκώνουν το χρέος, δεν είναι τα νομικά γραφεία που ετοιμάζουν τα κυβερνητικά νομοσχέδια. Φυσικά και δεν είναι η αστυνομία της καταστολής («Το κράτος είστε εσείς», τους είχε πει ο πατήρ Μητσοτάκης, αλλά δεν είχε βάλει μπροστά το επίθετο «βαθύ»), επ’ ουδενί δεν είναι η διορισμένη από την κυβέρνηση δικαστική ηγεσία, ούτε η πολιτικά φυτεμένη στρατιωτική ηγεσία, ούτε ο νεποτισμός που επιτάσσει πολιτική και κυβερνητική καριέρα σε κάθε μέλος των οικογενειών Μητσοτάκη, Καραμανλή, Κεφαλογιάννη, Σκρέκα, ούτε οι κληρονομούμενες από γενιά σε γενιά βουλευτικές έδρες, ούτε η μεγάλη επετηρίδα της εξουσίας που τροφοδοτεί και ανακυκλώνει τα ίδια πρόσωπα, τη μια φορά σε υπουργική θέση, την επόμενη σε ΔΕΚΟ, την τρίτη σε θέση CEO ιδιωτικού ομίλου (σταθερού προμηθευτή του Δημοσίου), και ύστερα αντιστρόφως. 

Τελικά, το βαθύ κράτος που θέλει να πολεμήσει ο Μητσοτάκης είμαστε εγώ, εσείς, εμείς. Γιατί αν εννοούσε κάτι άλλο, θα έπρεπε να πολεμήσει τον εαυτό του. Γιατί αυτό που καταλαβαίνουμε εμείς ως βαθύ κράτος, ή τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος του, είναι αυτός. Αλλά πώς θα τα βάλει με τον εαυτό του; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

«Το κράτος είμαι εγώ». 

Λουδοβίκος 14ος, ο επονομαζόμενος βασιλιάς «Ηλιος» (1638-1715


Saturday, April 6, 2024

Η μαρκίζα του ΥΠΟΙΚ

Η Εφημερίδα των Συντακτών 6-7/4/2024


 Κάθε μέρα, μεσημέρι, κατεβαίνω στο Μετρό Σύνταγμα. Βγαίνω στη μεγάλη πλατεία, που εξελίσσεται σε κάτι σαν Μοναστηράκι της δεκαετίας του 1980. Τη διασχίζω και φτάνοντας στο φανάρι της Φιλελλήνων το μάτι μου πέφτει κάθε φορά στο πολυώροφο κτίριο που περικλείεται από Ερμού, Φιλελλήνων, Μητροπόλεως και Νίκης. Στον 6ο όροφό του, πάνω στην πρόσοψή από γυαλί κι αλουμίνιο, υπάρχει η επιγραφή: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ - ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ.  


Καθώς διανύω ήδη την 7η δεκαετία της ζωής μου, προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που αυτό το υπουργείο είχε αυτή τη σύνθεση και αυτή την επωνυμία. Μάλλον ήταν λίγο πριν από το πρώτο Μνημόνιο επί κυβέρνησης ΓΑΠ. Εναν χρόνο μετά, με το πρώτο Μνημόνιο, αποσπάστηκε από αυτό η ναυτιλία και έγινε υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας που η σύστασή του δεν πήρε ούτε ΦΕΚ, παρότι της τρόικας της φάνηκε πολύ καλή ιδέα και οι εγχώριοι μεγα-μεταρρυθμιστές τη χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Εξι μήνες αργότερα η μεταρρύθμιση έμπασε νερά και το υπουργείο ξανάγινε Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Και έναν χρόνο μετά, επί Σαμαρά και δεύτερου Μνημονίου, έγινε ακόμη μία μεγα-συγχώνευση και το υπερυπουργείο έγινε Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Η πινακίδα δεν άλλαξε, άλλωστε δεν θα χώραγε όλη αυτή η ονομασία, εκτός αν έπιανε και δεύτερο όροφο, τον 7ο ή τον 5ο. 

Βέβαια ενιαίο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, πριν από την τωρινή χρυσή εποχή Χατζηδάκη, θυμάμαι πολύ παλιότερα, κατά το 2002, επί Σημίτη. Το κράτησε κι ο Καραμανλής έτσι μέχρι τις παραμονές της χρεοκοπίας. 

Οχι ότι έχει και τόση σημασία, εκεί στη Νίκης συστεγάζονταν πάντα τα δύο βασικά υπουργεία που διασώθηκαν από τις αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις και αυτο-μεταρρυθμίσεις, το Οικονομικών και το Οικονομίας, κάποτε, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με τη φορεσιά του υπουργείου Συντονισμού (άγνωστο ποιος και τι συντόνιζε), εσχάτως ως Ανάπτυξης και Επενδύσεων, στον 6ο όροφο το ένα, στους από κάτω τα υπόλοιπα, λίγα σκαλοπάτια θα χώριζαν τον έναν υπουργό από τον άλλο, όποτε ήταν διακριτοί. Αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος σήκωσαν προφανώς το βλέμμα να δουν τι γράφει η μαρκίζα του μαγαζιού, από τότε που κάποιος φιλόδοξος υπουργός, μάλλον ο Χρυσοχοΐδης, ίσως η διάδοχός του Διαμαντοπούλου, αλλά μπορεί και ο επόμενος, ο Στουρνάρας, πίστεψε ότι το κραταιό ενιαίο υπουργείο θα μακροημερεύσει ώστε να αξίζει μια αλλαγή στην επιγραφή του. 

Δεν ξέρω αν το πιστεύει αυτή τη φορά ο άρχων των ηνωμένων (ξανά) υπουργικών καταστημάτων, ο υπερυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης. Μέχρι στιγμής πάντως η επιγραφή μένει εκεί, κολλημένη στο 2010. Υποθέτω ότι αν ένας τουρίστας θέλει να βρει το υπουργείο με τη σημερινή ονομασία του, ως αξιοθέατο της άλλοτε ένδοξης μνημονιανής εποχής που είχε καταστήσει την Ελλάδα ομφαλό της παγκόσμιας κρίσης, θα μπερδευτεί αν το gps τον οδηγήσει μεν στο σωστό κτίριο, μεταξύ Νίκης και Φιλελλήνων, αλλά δει στην πρόσοψή του μια επωνυμία που δεν υπάρχει εδώ και 14 χρόνια. 

Σε μερικά χρόνια ίσως αυτό δεν θα έχει καμιά σημασία, αν υλοποιηθεί η φιλοδοξία αυτής της κυβέρνησης να μεταφερθεί στην υπουργούπολη του Υμηττού και το ψευδεπίγραφο κτίριο του Συντάγματος να γίνει πεντάστερο ξενοδοχείο. 

Η αξιοπιστία όλων των υποτιθέμενων μεταρρυθμίσεων του ισχυρότερου υπουργείου του κράτους τα τελευταία πολλά χρόνια είναι ευθέως ανάλογη της αξιοπιστίας της μαρκίζας του. Το μόνο που μένει πραγματικά σταθερό είναι το κρατικό θησαυροφυλάκιο, το ταμείο όπου εισρέουν οι φόροι και τα λοιπά έσοδα, είτε από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας είτε από τους ευρωπαϊκούς πόρους, δάνεια και επιδοτήσεις. Αλλά κι αυτά φόροι είναι. Δεν υπάρχει κρατικός πόρος, είτε μιλάμε για την Ελλάδα είτε για τη διακρατική οντότητα των 27 της Ε.Ε., που να μην προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από τις τσέπες των φορολογουμένων πολιτών. 

Αυτό το θησαυροφυλάκιο λοιπόν, που μοιράζεται στεγαστικά μεταξύ Καραγιώργη Σερβίας, 50 μέτρα παρακάτω από το κτίριο με την παραπλανητική μαρκίζα, και Πανεπιστημίου, όπου εδρεύει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, στην πραγματικότητα είναι το μόνο που έχει επιβιώσει κάθε μεταρρύθμισης και απορρύθμισης. Γιατί καμιά κυβέρνηση δεν θέλει να κάνει πειράματα με τη διαχείριση του χρήματος, αυτό είναι που δίνει υπόσταση στην εξουσία της, μ’ αυτό κάνει παιχνίδι (τάχα) αναδιανομής του πλούτου μέσω του προϋπολογισμού και μοιράζει χρήμα στην εκάστοτε εκλογική πελατεία της και έργα ή προμήθειες στους επιχειρηματικούς χορηγούς της. 

Στην Καραγιώργη Σερβίας 10 πάντως η μαρκίζα μένει σταθερή, «Υπουργείο Οικονομικών» γράφει στην είσοδο, έστω κι αν η καρδιά του κρατικού θησαυροφυλακίου έχει θεωρητικώς ακρωτηριαστεί από τον κορμό του από τότε που έγινε η ανεξάρτητη ΑΑΔΕ, με την έδρα της στον ίδιο αριθμό, μεσοτοιχία με το υπουργείο από το οποίο ανεξαρτητοποιήθηκε κατ’ απαίτηση της τρόικας το 2017. «ΑΑΔΕ» γράφει η διπλανή μαρκίζα του ανεξαρτητοποιημένου υποκαταστήματος του κρατικού θησαυροφυλακίου με τα δεκάδες παραρτήματα σε όλη την Αθήνα και όλη τη χώρα, αν και η μόνη πραγματική ανεξαρτητοποίηση που έχει συντελεστεί στον αενάως αυτομεταρρυθμιζόμενο φορολογικό μηχανισμό είναι από τους φορολογούμενους πολίτες. Δοκιμάστε να πάτε σε μια Εφορία, προσπαθήστε να διατυπώσετε μια απλούστατη γραφειοκρατική απορία που προκύπτει από τις ακατάπαυστες αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία. Εφορία δεν θα βρείτε και η απορία σας θα κρέμεται για εβδομάδες και μήνες. Το μεγάλο φορολογικό σουπερμάρκετ έχει γίνει ψηφιακό σελφ σέρβις. Φραγή εισερχομένων πελατών, απελπισία εξερχομένων εφοριακών. Η έσχατη μεταρρύθμιση της φορολογικής καρδιάς του κράτους, υποτίθεται στο όνομα της αποτροπής της εξαγοράς και της συναλλαγής των εφοριακών, μετατρέπει τον φορολογούμενο σε υπάλληλο μιας κρατικής υπηρεσίας που οδηγείται μαθηματικά σε ιδιωτικοποίηση, ιδιαίτερα του ελεγκτικού έργου της. Και καταλαβαίνουμε όλοι πόσο αδέκαστος και αδιάβλητος θα είναι ο φορολογικός έλεγχος που θα κάνουν οι ιδιωτικές ελεγκτικές εταιρείες. 


Οι ψευδείς μαρκίζες των μεταρρυθμίσεων του κράτους και των υπουργείων που του συνιστούν, αν το καλοσκεφτείτε, λένε την αλήθεια. Δεν έχει καμιά σημασία πώς λέγεται το υπουργείο Οικονομικών και πότε συντίθεται ή αποσυντίθεται με το Οικονομίας, το Ανάπτυξης, το Ναυτιλίας, το Υποδομών, των Δικτύων και όλα τα υπουργεία του κόσμου. Σημασία έχει να μαζεύει τα λεφτά, όλο και περισσότερα λεφτά, η μόνη σταθερά του είναι ότι με κρύο και με καύσωνα, με ανάπτυξη και με ύφεση, με μνημόνια ή χωρίς αυτά, με πληθωρισμό ή αποπληθωρισμό, τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται, τα φορολογικά υποζύγια πολλαπλασιάζονται, τα λεφτά κάνουν τις γυροβολιές τους και, ω του θαύματος, καταλήγουν στις ίδιες τσέπες, στους ίδιους ισολογισμούς του επιχειρηματικού καρτέλ που πανηγυρίζει την κερδοφορία και τα μερίσματά του.

Βεβαίως, πάλι θα αλλάξει κάποια στιγμή η επωνυμία του μαγαζιού, η ακρίβεια είναι σταθερά το νο1 πρόβλημα, ο κόσμος δυσφορεί, ο Κυριάκος πιέζεται, όλο και κάποιον «δομικό ανασχηματισμό» θα σκαρφιστεί, και τι θα γίνει πάλι μ’ αυτή τη χαροξεχασμένη μαρκίζα στο υπερυπουργείο; Εχω φτηνή, λιτή και διαρκή λύση: Υπουργείο Πάρτα Ολα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Σημειώστε, εξάλλου, ότι δεν είναι πιο ανήθικο να ληστεύει κανείς απευθείας τους πολίτες από το να εισαγάγει έμμεσους φόρους στην τιμή των αγαθών που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτά. 

Αλμπέρ Καμί, «Καλιγούλας» 




Saturday, March 30, 2024

Το μεγάλο τρακάρισμα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 30-31/3/2024


Τρακάρισμα. Σημαίνει τη σύγκρουση δύο οχημάτων, αλλά ενδεχομένως και δύο ανθρώπων. Απλώς, στη δεύτερη περίπτωση δεν προκαλείται ο δυνατός και ξερός ήχος που προκαλείται στην πρώτη από την «τράκα», δηλαδή την πρόσκρουση, ειδικά αν μιλάμε για τεράστιους όγκους σίδερου, ατσαλιού κι άλλων μετάλλων και κραμάτων. Τώρα, και στην περίπτωση των ανθρώπινων σωμάτων, δεν αποκλείεται να προκληθεί κάποιος εκκωφαντικός ήχος, ενδεχομένως κι ένας σεισμός, ειδικά αν ο ένας είναι ογκώδης, ευτραφής και σέρνει καράβια, πολλά καράβια, και μαζί σέρνει και μιντιακές ναυαρχίδες, κι ο άλλος είναι μεν ψηλός και φιτ, αλλά σέρνει μια ολόκληρη χώρα, σέρνει κι όλες τις αμαρτίες που έχει κάνει εις βάρος της, αλλά κυρίως μία, έχει αθετήσει κάποια υπόσχεση, ένα δάνειο, κάποια μεγάλη «τράκα», έχει φερθεί σαν αγνώμων τρακαδόρος δηλαδή, κι αυτά στον κόσμο του λιμανιού δεν συγχωρούνται. Κι έτσι επέρχεται το μεγάλο τρακάρισμα, θορυβώδες και σεισμικό.


Τρακέρνουν τα τρένα, που λέει και εκ Κολάμπια Μητσοτάκης (όχι πως δεν υπάρχει στα λεξικά το ρήμα, αλλά κάπως ακούγεται από έναν γλωσσαμύντορα της αγγλικής), τρακέρνουν οι άνθρωποι, τρακέρνουν όμως και οι λέξεις. Κι εδώ ας με συγχωρήσουν οι καλοί μας συνεργάτες Σαραντάκος και Μεθενίτης που μπαίνω στα λεξιλογικά χωράφια τους, αλλά είναι παράξενο πώς οι λέξεις εκδικούνται τους χρήστες τους με τις διφορούμενες έννοιες και τις περίεργες ετυμολογίες τους. Διότι τράκα είναι η ηχηρή σύγκρουση αλλά και η απόσπαση αγαθού ή χρημάτων χωρίς σαφή δέσμευση επιστροφής, με γλείψιμο, υποσχέσεις, κολακεία, εκ του ιταλικού attracar πιθανά, και τρακαδόρος είναι τελικά ο τζαμπατζής που, όταν γίνει πολύ ενοχλητικός στους ανεκτικούς μέχρι τότε πιστωτές του, πρέπει να είναι έτοιμος για ένα μεγάλο τρακάρισμα, όχι τυχαίο, αλλά σχεδιασμένο και εκκωφαντικό, εξ ου και ο μεγάλος τρακαδόρος του Μαξίμου δεν μπορούσε να κρύψει στη Βουλή το μεγάλο τρακάρισμά του (άλλη μια σημασία της λέξης, για το σοκ/τρακ που παθαίνει κάποιος έπειτα από μια σύγκρουση ή για την κατάσταση αγωνίας και άγχους που του προκαλεί μια επικείμενη δοκιμασία). Και σταματώ εδώ την ετυμολογία.

Εκτυλίσσεται μπροστά μας ένα μεγάλο τρακάρισμα. Το βλέπουμε σε σλόου μόσιον. Δεν αφορά τρένα, φορτηγά πλοία, νταλίκες, αλλά τα οχήματα της εξουσίας, της οικονομικής ισχύος και της πολιτικής επιρροής. Τους ίδιους πόλους εξουσίας που μέχρι και τις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού εγγυώντο μια ακόμη σχετικά αδιατάρακτη τετραετία για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τα ίδια κέντρα ισχύος που, ακόμη και μετά τον εκλογικό θρίαμβο της Ν.Δ. και το σοκ κατάρρευσης και κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, διακήρυσσαν ότι «έχουμε την καλύτερη κυβέρνηση στην Ε.Ε. από άποψη οικονομικών μεταρρυθμίσεων, επιχειρηματικού περιβάλλοντος και προοπτικών ανάπτυξης». Το διακήρυσσαν ακόμη και δημόσια και επώνυμα, σε διεθνή και εγχώρια φόρουμ. Και το συγκρότημα Μαρινάκη, παρότι υπήρχαν αφορμές δυσφορίας και αιτίες ενόχλησης (μα, και ο πρόεδρος παρακολουθούμενος;) και πεδία τριβής (π.χ. με τον Δημητριάδη), δεν είχε δείξει κάποια πρόθεση μετωπικής σύγκρουσης με το σύστημα Μητσοτάκη.

Τι άλλαξε; Γιατί το συγκρότημα Μαρινάκη αποφάσισε τώρα να πάει για το μεγάλο τρακάρισμα; Ποιο είναι το διακύβευμα, με δεδομένο ότι τα μείζονα επιχειρηματικά ενδιαφέροντα του εφοπλιστή, μιντιάρχη, ιδιοκτήτη ΠΑΕ είναι κυρίως εν πλω; Είναι γινάτι, είναι η λαγνεία της εξουσίας και της επιρροής, είναι η αντίδραση σε υποβόσκουσες ή ορατές διεργασίες στην κοινωνία με τις οποίες ο μιντιακός όμιλος θέλει να συγχρονιστεί ή τουλάχιστον να μην αποκλειστεί, είναι τα νέα πεδία εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας στα οποία συναντά εμπόδια ή υπερβολικά ευνοημένους από το Μαξίμου ανταγωνιστές; Ή μήπως η απλή διαπίστωση ότι η Μητσοτάκης Α.Ε. έχει αποκτήσει υπερβολική δύναμη, ότι το πολιτικό της μονοπώλιο πρέπει να αποδυναμωθεί δραστικά και να αντισταθμιστεί με τη διαμόρφωση ή ανακατασκευή ενός δεύτερου ισχυρού πόλου στο κομματικό σύστημα;

Δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς σε ευφάνταστες θεωρίες συνωμοσίας για να ερμηνεύσει το εν εξελίξει μεγάλο τρακάρισμα. Εχει συμβεί αρκετές φορές στη μεταπολιτευτική πεντηκονταετία να μετακινούνται οι τεκτονικές πλάκες της εξουσίας, να συγκρούονται και να προκαλούν σεισμούς στο πολιτικό προσκήνιο και στο σύστημα διακυβέρνησης. Οταν ο Παπανδρέου διακήρυξε την πρόθεσή του να ευνοήσει «νέα τζάκια» στο επιχειρηματικό στερέωμα, προσέλκυσε πολλούς που θέλησαν να μπουν στη σορτ λιστ, αλλά προκάλεσε και μια αντισυσπείρωση παλιών τζακιών που του κήρυξαν τον πόλεμο, με αποκορύφωμα το λεγόμενο «βρόμικο ’89». Κι όταν ο πατήρ Μητσοτάκης βγήκε υπερβολικά ισχυρός από αυτή την εξέλιξη, εξαιρετικά γρήγορα βρήκε απέναντί του μια επιχειρηματική αντισυσπείρωση πρόθυμη να τον ροκανίσει, έστω κι αν ανάμεσα στις συνιστώσες της πολλοί είχαν ευεργετηθεί από την πολιτική του. Το ίδιο συνέβη με τον Σημίτη, παρά το γεγονός ότι το «εκσυγχρονιστικό» σχέδιό του γέμισε χρήμα πολλούς επιχειρηματικούς ομίλους, κι αυτό συνέβη και με τον Κ. Καραμανλή, όταν ψέλλισε τα γνωστά περί «νταβαντζήδων», στο μέτωπο των οποίων κονιορτοποιήθηκε το φιλόδοξο κατασκεύασμα του «βασικού μετόχου».

Το φλυνάφημα Μητσοτάκη ότι «δεν θα συγκυβερνήσει με κανένα παράκεντρο» δεν παίζει. Δεν υπήρξε κυβέρνηση στη μεταπολιτευτική Ελλάδα που να μη συγκυβερνούσε, εκούσα άκουσα, όχι με παράκεντρα, αλλά με καράκεντρα οικονομικής ισχύος, ή να μη στηριζόταν τουλάχιστον σε έναν συσχετισμό ανοχής τους. Ισως η μοναδική εξαίρεση είναι η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2015, που δέχθηκε ανοιχτό και ανελέητο πόλεμο από το επιχειρηματικό «μενουμευρωπιστάν». Μετά, έπεσε κι αυτή σε έναν αδύναμο συσχετισμό ανοχής, μέχρι να κάνει τη βρομοδουλειά του τρίτου μνημονίου, ώστε να ετοιμαστεί η μητσοτάκεια διακυβέρνηση της μεγάλης γιούργιας στο κράτος και στο δημόσιο ταμείο.

Τα μεγάλα τρακαρίσματα των προηγούμενων δεκαετιών έχουν όλα τα βασικά υλικά για ερμηνεύσουμε και το τελευταίο, που εξελίσσεται μπροστά μας σε αργή κίνηση, με πρώτο σταθμό τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Η αποσκίρτηση του ομίλου Μαρινάκη από το μέτωπο στήριξης ή ανοχής της Μητσοτάκη Α.Ε., αν δεν προκύψει κάποια ανακωχή, θα υποχρεώσει όλους τους πρωταγωνιστές του επιχειρηματικού προσκηνίου σε αναδιάταξη. Λίγο πολύ όλα τα μεγάλα τζάκια που βρίσκονται σε στενή και διαρκή επαφή με το δημόσιο ταμείο, ως προμηθευτές, εργολάβοι, δανειστές, υποβολείς ή χειροκροτητές ευνοϊκών «μεταρρυθμίσεων», θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση. Τα περιθώρια «ουδετερότητας» είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Τα μεγάλα διλήμματα θα τα αντιμετωπίσουν οι μεγάλοι κατασκευαστικοί/ενεργειακοί παίκτες, με τα μεγάλα ανεκτέλεστα δημοσίων και ιδιωτικών έργων. Ανάλογα δύσκολη είναι η θέση όσων κινούνται μεταξύ εφοπλισμού και ΜΜΕ. Οι τραπεζίτες πρέπει να ρωτήσουν τους νέους, ξένους ιδιοκτήτες τους, Τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που αγοράζουν ό,τι κινείται και πωλείται, είναι πιθανό να πιεστούν να εγκαταλείψουν έστω και πρόσκαιρα τον συνήθη πολιτικό «αγνωστικισμό» τους. Και, φυσικά, απέναντι στην όποια επιχειρηματική συσπείρωση κατά του συστήματος Μητσοτάκη είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει και μια αντισυσπείρωση στήριξης. Πάντως, το μεγαλο τρακάρισμα είναι αναπότρεπτο. Βάλτε ζώνες ασφαλείας.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες,
μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά –
τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά!

Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή:

το ματσαράγκα, το φαταούλα
με μπογαλάκια και με μπαούλα·
τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά
λες και την άδειασαν όλη μεμιά

σ᾿ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους
όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους
ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή
που στο βραχνά του παραμιλεί.

Γιώργου Σεφέρη, «Το απομεσήμερο ενός φαύλου» (1944)


Saturday, March 23, 2024

Στρατόκαυλοι στις Βρυξέλλες

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 23-25/3/2024


 Λάθος καταλάβατε όσα διακήρυσσε η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα για την πράσινη συμφωνία, την πράσινη μετάβαση και τη φιλοδοξία της να μετατρέψει την Ευρώπη στην πιο πράσινη περιοχή του πλανήτη. Δεν αντιληφθήκατε την ακριβή απόχρωση της κατά τα λοιπά περιβαλλοντικά υπεύθυνης και κλιματικά ευαίσθητης φιλοδοξίας. Δεν είναι πράσινη φυτρί, ούτε σμαραγδί, ούτε κυπαρισσί, ούτε πετρόλ, ούτε λάιμ. Είναι φαιοπράσινη, χακί, ενδεχομένως με μερικές πινελιές παραλλαγής. Είναι πράσινη μιλιτέρ, δηλαδή στρατόκαυλη, για να το πούμε με όρους που καταλαβαίνει ο μέσος άρρην ενήλικος που έχει κάνει στρατιωτική θητεία και έχει διασταυρωθεί με αξιωματικούς και υπαξιωματικούς οι οποίοι αντλούν ηδονή μέσα σε στολές, που στους λοιπούς προκαλούν αλλεργία, στα παραγγέλματα πειθαρχίας στον παραλογισμό, στην επαφή με τις κρύες μεταλλικές κάννες όπλων. 

Η ηγεσία της Ε.Ε. ετοιμάζεται για τη φαιοπράσινη μετάβασή της. Και απέναντι στη χειρότερη πολεμική πρόκληση σε ευρωπαϊκό έδαφος εδώ και 75 χρόνια, από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχει να αντιτάξει καμιά πρωτοβουλία ειρήνευσης, διαπραγμάτευσης και συνδιαλλαγής ώστε να αποφύγει μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση και εκτός Ουκρανίας. Εχει να αντιπαραθέσει μόνο περισσότερα όπλα και περισσότερα χρήματα για όπλα. Κανονικά, ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης, ιδιαίτερα όσοι έχουν παιδιά, εγγόνια, ανίψια και διατηρούν έστω κι αμυδρά τη μνήμη των δύο μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα που αφάνισαν ή σακάτεψαν τον νεανικό ανθό της Ευρώπης, θα έπρεπε να έχουν ανατριχιάσει, να έχουν εξεγερθεί με όσα εκτοξεύονται εδώ και μερικούς μήνες από τις ομιλούσες κεφαλές των Βρυξελλών και όλων των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. 

Ο Πούτιν είναι απλώς το άλλοθι. Εντάξει, ας πούμε ότι είναι ένας κατσαπλιάς, ένας αδίστακτος ηγέτης που πουλάει πατριωτισμό και στέλνει νεαρούς Ρώσους στον θάνατο ή στην αναπηρία υποσχόμενος να αποκαταστήσει ιστορικές αδικίες αιώνων εις βάρος της μεγάλης Ρωσίας. Ο Πούτιν, εκπροσωπώντας μια ομάδα ολιγαρχών που θησαυρίζουν από τους τεράστιους φυσικούς πόρους της μεγαλύτερης σε έκταση χώρας του πλανήτη, μετέτρεψε την εισβολή στην Ουκρανία σε μια επιχείρηση μετασχηματισμού της ρωσικής οικονομίας σε οικονομία πολέμου. Σε έναν σκληρό πολεμικό καπιταλισμό που κατευθύνει τεράστιες δημόσιες δαπάνες στην παραγωγή όπλων, αλλά και στην προσαρμογή όλης της οικονομίας, της αγοράς και της κοινωνίας στις συνθήκες πολέμου και απομόνωσης από τις δυτικές αγορές. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και χωρίς να μπορεί να προβλέψει κανείς τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, αυτό το μοντέλο τού βγήκε. Ο Πούτιν και οι επιτελείς του είχαν μελετήσει καλά τις ιστορικές εμπειρίες πολεμικής οικονομίας της ίδιας της Ρωσίας (ως ΕΣΣΔ) και της Δύσης, και το μοντέλο τούς βγήκε. Οι δυτικές κυρώσεις πήγαν στον κουβά, η οικονομία της Ρωσίας δεν καταβαραθρώθηκε, όπως με βεβαιότητα προέβλεπε η Φον ντερ Λάιεν και οι συν αυτή, και η ρωσική ηγεσία μπορεί να εξαγοράσει με λίγο χρήμα τον πατριωτισμό των Ρώσων και τον πόνο που έχει προκαλέσει στους πεσόντες υπέρ πατρίδας και στους συγγενείς τους. 

Αλλά η ηγεσία της Ε.Ε.; Πού ακριβώς πάει; Και πού το πάει; Πού πας, ρε Καραμήτρο, για να θυμηθούμε και ένα κλασικό στρατόκαυλο ανέκδοτο, για τον τρόπο που βρήκε ο ακατέργαστος καραβανάς να ανακοινώσει στον ανυποψίαστο φαντάρο ότι έχασε τη μάνα του (ή τον πατέρα του; Δεν θυμάμαι). Ακούγοντας τον Σαρλ Μισέλ να απαιτεί τη μετατροπή της ευρωπαϊκής οικονομίας σε «οικονομία πολέμου», την προαλειφόμενη για δεύτερη θητεία πρόεδρο της Κομισιόν να πιέζει τις χώρες να ετοιμάζονται για πόλεμο, τον επίτροπο Μπρετόν να μιλάει σαν πλασιέ των μεγαλύτερων αμυντικών βιομηχανιών της Ε.Ε. (φυσικά, πρωτίστως των γαλλικών), είναι αδύνατο να μη θυμηθεί κανείς το «Εμβατήριο» (Κωστούλα Μητροπούλου, Μάνος Λοΐζος) ή το «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» του Μπρεχτ. 

Η μιλιταριστική εκτροπή της Ευρώπης έχει όλα τα χαρακτηριστικά των παραμονών του Πρώτου ή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ή, αν αυτό φαίνεται υπερβολικό με δεδομένη την ασύγκριτη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας, όλα τα χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου που ξεκίνησε ουσιαστικά την επομένη της νίκης των Συμμάχων. Οι αμυντικές βιομηχανίες που κολύμπησαν στο χρήμα χάρη στις αθρόες κρατικές παραγγελίες και ενισχύσεις ήταν αδύνατο να συμβιβαστούν με την ιδέα μιας διαρκούς και άοπλης παγκόσμιας ειρήνης, που φυσικά θα έφερνε βουτιά στα έσοδα και τα κέρδη τους. Γι’ αυτό και άσκησαν αφόρητη πίεση στις κυβερνήσεις για νέα κούρσα εξοπλισμών. Πρωτίστως στις ΗΠΑ, όπου ακόμη και ο Αϊζενχάουερ προειδοποίησε για τον κίνδυνο που συνιστά για τη χώρα η τεράστια πολιτική επιρροή του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. 

Η προειδοποίηση του «Αϊκ» πήγε στα χαμένα, οι ΗΠΑ ως παγκόσμιος στρατιωτικός ηγεμών δεν σταμάτησαν στιγμή να εξελίσσονται σε οικονομία πολέμου, έστω κι αν φρόντιζαν πάντα τα όπλα και οι αναλώσιμοι χρήστες τους να χρησιμοποιούνται και να σκοτώνονται μακριά από το αμερικανικό έδαφος. Για την Ευρώπη όμως, τον χρήσιμο ηλίθιο της νέας μιλιταριστικής υστερίας κατά της Ρωσίας, αυτό είναι κάτι καινούργιο. Δεν είναι απλά η ανταπόκριση στις αμερικανικές και ΝΑΤΟϊκές πιέσεις για περισσότερο χρήμα σε οπλικά συστήματα. Είναι η προσπάθεια να επισημοποιηθεί ο ρόλος του ευρωπαϊκού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος ως πολιτικού υποβολέα των αποφάσεων της Ε.Ε. Το λόμπινγκ που επί χρόνια έκαναν η ευρωπαϊκή EADS/Airbus, οι γαλλικές Safran, Thales, Dassault, η γερμανική Rheinmetall, η ιταλική Leonardo, η βρετανική BAE και οι δορυφόροι τους έχει πιάσει τόπο, ποντάροντας και στη συγκυρία της ρωσικής εισβολής και στην προθυμία της Ε.Ε. να στείλει πακτωλό όπλων στην Ουκρανία, αλλά και στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό πολλών κυβερνώντων κομμάτων που βλέπουν στην πολεμοκαπηλία και πατριδοκαπηλία ευκαιρίες χειραγώγησης των πολιτών στις επικείμενες ευρωεκλογές. 

Non olet pecunia, sed sanguis. Δεν μυρίζει χρήμα, αλλά αίμα η επιλογή της ευρωπαϊκής ηγεσίας και του εξοπλιστικού λόμπι να δημιουργηθεί κοινό αμυντικό ταμείο, να εκδοθούν πολεμικά ομόλογα, να χρεωθούν κι άλλο οι ευρωπαϊκές κοινωνίες για να αγοραστούν όπλα, να μετατραπεί τελικά η Ε.Ε. σε Ενωση Πολέμου. Και μυρίζει αίμα γιατί η απόσταση που χωρίζει έναν Ψυχρό Πόλεμο από έναν θερμό (ή και θερμοπυρηνικό) είναι μια κλωστή, όταν ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός αναπτύσσεται κατά μήκος των 2.500 χιλιομέτρων χερσαίων συνόρων Ε.Ε. και Ρωσίας, στην ίδια την Ευρώπη. Ο Ατλαντικός και τα 8.000 χιλιόμετρα που χωρίζουν Ουάσινγκτον και Μόσχα έδινε τουλάχιστον στον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο μια διάσταση κάπως απόμακρη και θεωρητική. Η εφιαλτική εγγύτητα των ανταγωνιστών κάνει τώρα τη διαφορά. 

Να επενδύσει κανείς στην ελπίδα που έβλεπε ο Μπρεχτ στο γεγονός ότι τα τανκς χρειάζονται οδηγούς και οι οδηγοί έχουν το ελάττωμα να σκέπτονται; Ελα όμως που οι στρατόκαυλοι έχουν βρει και σε αυτό τη λύση: τανκς αυτοκινούμενα, όπλα αυτοσκεπτόμενα. Ο αντιμιλιταρισμός μας χρειάζεται τεχνολογική αναβάθμιση.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Στρατηγέ, το τανκ σου είναι δυνατό μηχάνημα.

Θερίζει δάση ολόκληρα, κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει.

Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:

Χρειάζεται οδηγό.


Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο.

Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο, κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει

βάρος πιο πολύ.

Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:

Χρειάζεται πιλότο.


Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.

Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.

Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:

Ξέρει να σκέφτεται.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» (Μετάφραση Μάριου Πλωρίτη)


Sunday, March 17, 2024

Η ζωή στην πλατφόρμα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 16-18/3/2024

Μια ιδέα για τη ζωή στην πλατφόρμα στην έσχατη εκδοχή της
ίσως δίνει η ισπανική ταινία The  Plattform. 

Το κινητό μου με ρουφιανεύει ξεδιάντροπα. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνουν οι αλγόριθμοι της ατομικής μου επιτήρησης για τα γούστα, τις επιλογές, τις αναζητήσεις και τις συναλλαγές μου μέσω της συσκευής που έχει μετατραπεί σε συμπυκνωτή της ψηφιακής μας ύπαρξης, συνέχεια του χεριού μας και του μυαλού μας, αλλά οι ειδοποιήσεις και ενημερώσεις που μου στέλνει είναι σαν να προορίζονται για κάποιον άλλο. Ή μήπως εγώ έχω γίνει ήδη κάποιος άλλος και απλώς δεν το έχω αντιληφθεί; Παίζει κι αυτό, αν υπολογίσω πόσο έχει αλλάξει η σχέση μου με το κινητό, πόσα levels έχω ανέβει από τότε, δύο δεκαετίες πριν, που διακήρυσσα πως δεν μου χρειάζεται, αφού στο 80% του 24ώρου βρίσκομαι κοντά σε μια συσκευή σταθερού τηλεφώνου, ο νεκρός επικοινωνιακά χρόνος ήταν ελάχιστες ώρες της μέρας. 

Αλλά το κινητό μου με ρουφιανεύει παράξενα. Οι ενημερωτικές και ψυχαγωγικές προτάσεις που μου στέλνει η Google αντιστοιχούν σε έναν ανθρωπότυπο που καταναλώνει ίσως και το 50% της μέρας του στην παρακολούθηση σειρών και ταινιών. «Δείτε τρεις ταινιάρες που έχει αυτή τη βδομάδα το Ertflix». «Αυτές οι σειρές στο Netflix θα σας κάνουν να χάσετε τον ύπνο σας». «Υπάρχει κανείς που δεν θα κλάψει με το One Day;» «Ερχεται η 7η σεζόν του Black Mirror». Εσχάτως στις ειδοποιήσεις έχουν προστεθεί μερικές από Amazon Prime, Disney+, ενώ στη smart tv μου, που αν και smart τη χρησιμοποιώ με τον παραδοσιακό χαζό τρόπο, ως κανονική τηλεόραση, με τρομάζει ο αριθμός των πλατφορμών που προσφέρουν σειρές και ταινίες με 2 έως 10 ευρώ τον μήνα. 

Βεβαίως ο αλγόριθμος που με επιτηρεί δεν κάνει λάθος. Ξέρει ότι στο κινητό μου έχω εγκατεστημένες τις εφαρμογές δύο πλατφορμών streaming (δωρεάν ή «κλεμμένες» δεν τον πολυνοιάζει) και έχει κρυφοκοιτάξει στις τραπεζικές συναλλαγές μου διαπιστώνοντας ότι πληρώνω κάθε μήνα για μία τρίτη. Με αντιμετωπίζει ως κανονικό χρήστη και με βομβαρδίζει με επιλογές. Υποθέτω ότι αν διέθετα 4 με 5 ώρες τη μέρα στην παρακολούθηση σειρών και ταινιών, το καλάθι των προτάσεων της Google από τα δεκάδες ενημερωτικά σάιτ που διαγκωνίζονται ανελέητα στο clickbait δεν θα περιλάμβανε καν τις λίγες κανονικές ειδήσεις της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας ή έστω τις γαστρονομικές προτάσεις που περιέχει η προσωποποιημένη λίστα ενημερώσεων.

 Ενα πράγμα είναι βεβαίως το χρήμα, τα τεράστια ποσά που παίζονται στην παγκόσμια βιομηχανία της ψηφιακής τηλεθέασης για να αποσπάσουν τον μηνιαίο οβολό εκατοντάδων εκατομμυρίων χρηστών σε όλο τον κόσμο, αλλά ένα άλλο πράγμα, ίσως πιο σημαντικό, είναι η ανθρωπολογική μετάλλαξη που συντελείται μέσα από την απορρόφηση όλο και μεγαλύτερου μέρους του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων, ειδικά των νεότερων, από τη μονοδιάστατη ψυχαγωγία της πλατφόρμας. Αναρωτιέται κανείς αν το «καθήκον» του χρήστη είναι να αναλώσει ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο για να δει απνευστί, με διαλείμματα για φαΐ και τουαλέτα, μια σειρά 8 επεισοδίων, τότε τι χρόνος τού μένει για φυσική, ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία χωρίς τη διαμεσολάβηση της οθόνης και των ακουστικών; Για μια βόλτα, λίγο διάβασμα, κουβέντα γύρω από ένα τραπέζι με κανονικό φαγητό ή απλό χάζεμα σε ένα πάρκο ή σε μια παραλιακή περαντζάδα;

Ολη μας η ζωή οργανώνεται πλέον ως μια διαδοχή συναλλαγών με πλατφόρμες. Μεγαλώνει πια μια γενιά που η μόρφωσή της, οι δεξιότητές της, η εργασία της, η ψυχαγωγία της, η κατανάλωσή της, η σχέση της με την αγορά, το χρήμα, το πιστωτικό σύστημα, το κράτος και όλες τις τυπικά δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες υπηρεσίες του γίνονται μέσω κάποιας πλατφόρμας. Ακόμη και οι σχέσεις της με την πολιτική και την όποια μορφή συλλογικής δράσης μεταφέρονται σταδιακά σε ψηφιακές πλατφόρμες χωρίς ορατή και φυσική ανθρώπινη διαμεσολάβηση. Τα κόμματα γίνονται κι αυτά πλατφόρμες με χρήστες, η ίδια η έννοια του πολίτη μεταλλάσσεται σε κάτι που προσομοιάζει με χρήστη υπηρεσιών ή πελάτη. Και φυσικά η δημόσια έκφραση, ατομική ή συλλογική, η ξεχασμένη παρρησία της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας, διοχετεύεται στις πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια, που λειτουργούν όχι ως φόρουμ, αλλά ως αρένες εκτόνωσης, χωματερές απόψεων και ναρκισσιστικής επίδειξης. 

Ο καπιταλισμός της πλατφόρμας δεν είναι απλώς μια διαρθρωτική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής της αξίας και απόσπασης της υπεραξίας από τις πολυεθνικές που ελέγχουν τις παγκόσμιες ψηφιακές πλατφόρμες. Ούτε μόνο μια ριζική αλλαγή στη σχέση των μισθωτών/παραγωγών με τους κατόχους των ψηφιακών μέσων παραγωγής και των αλγόριθμων. Εξελίσσεται ραγδαία σε μια βίαιη και δυστοπική αλλαγή σε όλο το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων και στη σχέση του ατόμου με το κράτος, την αγορά, το κοινωνικό σύνολο. Οι πλατφόρμες δεν εμπορευματοποιούν απλώς κάθε αγαθό, υπηρεσία, φυσικό πόρο και ανθρώπινη ανάγκη. Εμπορευματοποιούν τον χρόνο, την ανθρώπινη βούληση, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα ατόμων και ομάδων, τον ίδιο τον τρόπο που είναι οργανωμένες οι σύγχρονες δημοκρατίες. 

Πολίτες πελάτες, εργαζόμενοι πάροχοι υπηρεσιών, καταναλωτές χρήστες. 

Παρότι ο καπιταλισμός, το πιο ανθεκτικό και διαρκώς μεταλλασσόμενο σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ως καπιταλισμός της ψηφιακής πλατφόρμας δεν θα πάψει να λειτουργεί με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος, το μεγάλο ερώτημα είναι τι είδους ανθρώπινα όντα «παράγει» η έσχατη μετάλλαξή του. Τι θα είναι, πώς θα είναι, πώς θα ζουν τον ελεύθερο και τον εργάσιμο χρόνο τους -αν διασωθεί αυτός ο διαχωρισμός- οι «ουμπεράνθρωποι» του εγγύς μέλλοντός μας; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Η επιλογή που έχουν οι χρήστες είναι απλή όσο είναι και δύσκολη: είτε αποδέχονται το γεγονός ότι η διαδικτυακή τους δραστηριότητα παρακολουθείται από την αγορά, η οποία και την εκμεταλλεύεται, είτε παύουν να χρησιμοποιούν μια σειρά από δημοφιλείς υπηρεσίες και αποκόβονται από ένα τεράστιο τμήμα της διαδικτυακής κοινωνικότητας αναλαμβάνοντας και το αντίστοιχο κοινωνικό και επαγγελματικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση κανένας υφιστάμενος κανονισμός δεν μπορεί να τους βοηθήσει σε αυτό το δίλημμα.

Νίκου Σμυρναίου, «Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου. Πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής» (2018)


Saturday, March 9, 2024

Ο Τύπος επί των ήλων

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/3/2024


Μυρωδιά φρεσκοτυπωμένου χαρτιού. Τα μελάνια πάνω στις πορώδεις σελίδες δεν έχουν ακόμη προλάβει να στεγνώσουν, το πολύ δέκα ώρες από τη στιγμή που βγήκαν από τα πιεστήρια, έγιναν δέματα, φορτώθηκαν στα φορτηγά και πήραν τον δρόμο της διανομής με κάθε μέσο, σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας. Ακόμη και σε απομακρυσμένα χωριά που τα έχει ήδη συρρικνώσει η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση. Οι εφημερίδες φτάνουν, αφήνονται πάνω στα τραπέζια καφενείων για κοινή χρήση και ανάγνωση, μπαίνουν στα σπίτια μαζί με το φρέσκο ψωμί, κυκλοφορούν σε τσάντες ή φοιτητικές κωλότσεπες, ανοίγονται σε λεωφορεία, κρεμιούνται σε περίπτερα με την προειδοποιητική πινακίδα «Απαγορεύεται η λαθρανάγνωση». Που σήμαινε απλώς «αν θες να διαβάσεις, αγόρασε». 


Και πολλοί αγόραζαν. Το 1974, μετά την πτώση της χούντας, έγινε ένα αξιοσημείωτο άλμα στις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Πωλούνταν περίπου 600.000 φύλλα τη μέρα, που σημαίνει ότι τουλάχιστον 1,5 εκατ. πολίτες διάβαζαν ή έστω ξεφύλλιζαν μια εφημερίδα. Οταν μετά το 1982 προστέθηκαν και οι παχουλές κυριακάτικες εκδόσεις, η μέση ημερήσια κυκλοφορία εφημερίδων εκτοξεύτηκε πάνω από το 1 εκατ. φύλλα. Το «πικ» καταγράφεται το 2007, οπότε οι μεταλλαγμένες σε μίνι μάρκετ προσφορών κυριακάτικες εκδόσεις πουλούσαν 1,2 εκατ. φύλλα κάθε φορά. Ενας στους τέσσερις κατοίκους αυτής της χώρας έπαιρνε κάτι από την εφημερίδα. Το σώμα με την αρθρογραφία, το σομόν ένθετο, το περιοδικό ποικίλης ύλης, το CD, το DVD, το βιβλίο, το εκπτωτικό κουπόνι, το κραγιόν. Για τους μεσοαστούς και διαβαστερούς μικροαστούς η αγορά και ανάγνωση 3-4 εφημερίδων την Κυριακή μετέτρεπε την κατά Μαρξ «πρωινή προσευχή του αστού» σε μια ολική μαγνητική της πάλης των τάξεων και των τάσεων στην Ελλάδα και στον κόσμο. Οι μιντιάρχες έβαζαν τον τομογράφο και οι δημοσιογράφοι ήταν ακτινοδιαγνώστες. 


Επειτα άρχισε η κατάρρευση. Μέχρι το τέλος των μνημονίων, η μέση κυκλοφορία των καθημερινών πολιτικών εφημερίδων έπεσε κάτω από τα 70.000 φύλλα τη μέρα και των εβδομαδιαίων Σαββάτου και Κυριακής κάτω από τα 200.000 φύλλα. Ετσι, το ενημερωτικό Βig Βang της μεταπολίτευσης, αυτή η έκρηξη ενημέρωσης, ελευθερίας έκφρασης, διακίνησης ιδεών, ανταγωνισμού επιρροής, συγκρούσεων για τον έλεγχο της διακυβέρνησης, της εξουσίας και του δημόσιου χρήματος, κιτρινισμού και διαπλοκής με μικρά και μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια, προσγειώθηκε σε ένα μιντιακό limbo: τα μεγάλα εγχώρια ΜΜΕ είναι συγκεντροποιημένα σε λιγότερα χέρια από ποτέ, αλλά η επιρροή τους είναι συρρικνωμένη και αντισταθμίζεται από μια πανσπερμία πηγών πληροφόρησης, υπερπληροφόρησης, παραπληροφόρησης και αποπληροφόρησης, που ελέγχονται από πολυεθνικές πλατφόρμες με έδρα τη Silicon Valley ή την Ιρλανδία. Με λίγα λόγια, οι Ελληνες μιντιάρχες του 2024 λογικά έχουν συναίσθηση ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την αλγοριθμική πλημμυρίδα των Μασκ, Γκέιτς και Ζούκερμπεργκ. 


Παρ' όλα αυτά το προσπαθούν. Δεν πρόκειται να ξαναδούμε έναν Λαμπράκη σε ρόλο ρυθμιστή του συστήματος, ούτε τους Μπόμπολα, Κόκκαλη, Τεγόπουλο σε ολική επαναφορά, θα πορευτούμε μάλλον με το υπάρχον δυναμικό. Με Αλαφούζους, Βαρδινογιάννη, Κυριακού, σε ελεγχόμενες δόσεις μιντιακής επιρροής, αλλά χωρίς τις επεκτατικές διαθέσεις της δεκαετίας του ’90. Με Μελισσανίδη, Γιαννακόπουλο, Μάρη, Μπακοκαϋμενάκηδες, Φιλιππόπουλο και άλλους να συγκεντρώνουν μικρότερους, αλλά διόλου αμελητέους αστερισμούς μέσων. Αλλά και με το πρωτοφανές για τα δεδομένα της πεντηκονταετίας από τη μεταπολίτευση φαινόμενο ενός τεράστιου ενημερωτικού μονοπωλίου που σε μέγεθος και δυνατότητα επιρροής αντισταθμίζει όλους τους άλλους μαζί. Φυσικά μιλάω για τον Ομιλο του Βαγγέλη Μαρινάκη. 


Είχε ήδη πάρει όλο το βαρύ πυροβολικό του ΔΟΛ, «Βήμα», «Νέα», in.gr, ανάστησε ακόμη και ξεχασμένους τίτλους όπως ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος», ελέγχει τη διανομή μέσω του Αργους, κατέστησε το Mega ένα πλήρως ανταγωνιστικό κανάλι, έχει και το ONE, είναι «μεσοτοιχία» και με έναν μικρότερο μιντιακό όμιλο με δύο τίτλους εφημερίδων, ραδιόφωνο, ιστοσελίδες. Αλλά η αγορά των τίτλων της πτωχευμένης «Ελευθεροτυπίας» κάνει τη μεγάλη διαφορά. Γιατί άραγε θέλει να ενισχύσει την παρουσία του στο πεδίο τής κατά τα λοιπά συρρικνούμενης έντυπης ενημέρωσης με τους τρεις πιο βαρείς τίτλους εφημερίδων της μεταπολίτευσης, που από το 1975 και για τρεις δεκαετίες διαγκωνίζονταν σκληρά στη διεκδίκηση του αντιδεξιού κοινού; Πώς θα συνυπάρξουν τα «ορφανά» του ΔΟΛ, που ακροβατούν κυρίως δίπλα και σπανίως απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, με μια «Ελευθεροτυπία» που φιλοξενούσε τις πιο ριζοσπαστικές διαστάσεις της μεταπολίτευσης και συνομιλούσε με μια Αριστερά που εκτεινόταν από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις παρυφές της «ένοπλης ανυπακοής»; Και τι αξιοπιστία θα είχε μια «Ελευθεροτυπία» χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά που την έκαναν και οικονομικά ισχυρό πόλο, και ισότιμο συνομιλητή του μιντιακού και πολιτικού συστήματος; 


Προφανώς για τον Β. Μαρινάκη το διακύβευμα μόνο οικονομικό δεν είναι. Ολα όσα έχει δώσει μέχρι σήμερα για τη μιντιακή συλλογή του και τα άλλα αποκτήματά του πέραν της ναυτιλίας είναι τα ναύλα μερικών φορτίων πετρελαίου ή LNG, ακόμη κι αν δεν πρέπει να διασχίσει την επικίνδυνη Ερυθρά. Προφανώς η πρόθεση, έστω κι αν δεν έχει πάρει ακόμη τον χαρακτήρα μιας πλήρως διαμορφωμένης στρατηγικής, είναι να παίξει ρόλο στην ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα στο πεδίο της κατακερματισμένης και αποδυναμωμένης Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. 


Ομως, η προσομοίωση της μεταπολίτευσης είναι πρακτικά αδύνατη. Η ελληνική κοινωνία και οικονομία έχουν ριζικά μετασχηματιστεί. Από τα παλιά επιχειρηματικά τζάκια ελάχιστα απομένουν ενεργά, κυρίως στο Ελντοράντο των δημόσιων έργων και της ενέργειας, τα περισσότερα έχουν υποκατασταθεί από επενδυτικά funds που ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα και ό,τι έχει απομείνει ως παραγωγική δραστηριότητα στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ο Τύπος έπεσε κι αυτός θύμα αυτού του μετασχηματισμού, πληρώνει ακόμη τις χρεοκοπίες και τα φιάσκα των παλιών ιδιοκτητών του. Επομένως, η ανασύσταση του ρόλου του ως μοχλού διαμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, ως κυρίαρχου πόλου στην αγορά πολιτικής επιρροής φαίνεται από δύσκολη έως αδύνατη. Τι νόημα έχει να ελέγχεις πέντε ή δέκα εφημερίδες, όταν δεν μπορείς να εξασφαλίσεις μέσω του δικού σου δικτύου διανομής να φτάνουν έστω στο 50% της επικράτειας; Εκτός αν πίσω από την υπερσυγκέντρωση κρύβονται άλλες υψηλές, μπερλουσκονικές φιλοδοξίες. Θα δείξει. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο κ. Κ. αντάμωσε τον κ. Βιρ που έκανε πόλεμο στις εφημερίδες. Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων, είπε ο κ. Βιρ, δεν θέλω εφημερίδες. Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες.

Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δεν θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητήστε όμως το ελάχιστο. Αν για παράδειγμα ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται, αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. Μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»


Saturday, March 2, 2024

Μικραίνω σαν χώρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/3/2024



Πώς το ’φερε η κουβέντα και προ ημερών αρχίσανε στην εφημερίδα οι μεταξύ αστείου και σοβαρού αναπολήσεις περασμένων δεκαετιών και καθώς συνυπάρχουμε εκεί περίπου 2,5 γενιές ανθρώπων, η παιδική ηλικία των μεγαλύτερων εξ ημών σηκώνει τα αναμενόμενα αστεία, «πες μας τώρα και για τους Βαλκανικούς Πολέμους», «ήσουν και στο Εσκί Σεχίρ;», «στον Γράμμο κρύωνες;». Οχι, τόσο παλιός δεν είμαι, αλλά σε κάποιους η δεκαετία του 1960, που γεννήθηκα κι έζησα ως παιδί, είναι ήδη πολύ μακρινή και εξωτική, όχι μόνο λόγω του ταραχώδους ιστορικού φορτίου της, αλλά και λόγω του ριζικά διαφορετικού κοινωνικού τοπίου της. Και μια που στην έβδομη δεκαετία της ζωής η κοντινή μνήμη κονταίνει κι ασθενεί, αλλά η μακρινή ζωντανεύει και ρέει (δεν ξέρω τι βιολογία έχει αυτό), άρχισα κι εγώ, βοηθούντος του κατά τι μεγαλύτερου Τ., να ανακαλώ εικόνες της παιδικής μου Αθήνας.

 Μπάνιο στη σκάφη μια φορά τη βδομάδα, στο πλυσταριό, τουαλέτα τούρκικη, για κάποια χρόνια κοινόχρηστη, σκούπισμα με εφημερίδα, ψυγείο πάγου, παγοπώλης που άφηνε την παγοκολόνα στην πόρτα, γαλατάς που άφηνε τα γεμάτα μπουκάλια κι έπαιρνε τα άδεια από τα σκαλιά, ελλιπής παστερίωση και φύλαξη, σκουληκάκια στα έντερα και οδυνηρή φαγούρα, μαγείρεμα στην γκαζιέρα, το ψητό μια φορά τον μήνα στον φούρνο της γειτονιάς, γανωματήδες, καρεκλάδες, παπλωματάδες, τροχιστές μαχαιριών, μανάβηδες με γαϊδουράκι, ακόμη και μικρά κοπάδια πρόβατα μπορεί να βοσκούσαν μέχρι το 1967 σε μεγάλες αλάνες που δεν τις είχε προλάβει η καραμανλική αντιπαροχή στον Νέο Κόσμο και στο Δουργούτι, μια ανάσα από το κέντρο της Αθήνας, η οποία γινόταν ταχύτατα η μεγαλούπολη που εξωραΐζουν οι ταινίες του Φίνου ή του Καραγιάννη. Αν θέλει κανείς μια πιο ρεαλιστική κινηματογραφική εικόνα της αθηναϊκής περιφέρειας, καλύτερα να δει τη «Συνοικία το Ονειρο» του Αλεξανδράκη. 

 Παρ’ όλα αυτά, η επαρχία της Αθήνας ήταν ταυτόχρονα ένας μεγάλος, ραγδαία μεταβαλλόμενος και μεγεθυνόμενος κόσμος. Επαιρνες το λεωφορείο, όχι πολύ μακριά από το σπίτι, κι ήσουν σε λίγα λεπτά στο Ζάππειο, στη βουερή Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια. Επαιρνες τον ηλεκτρικό και σε τρία τέταρτα ήσουν στο λιμάνι, κι από εκεί με πλοίο στο νησί σου ή στο χωριό σου, κάπου στον Αργολικό, γιατί οδικώς μπορεί να ήθελες κι επτά ώρες για μια διαδρομή 150 χιλιομέτρων, οι εργολάβοι μόλις άρχιζαν το οδικό έπος τους. Επαιρνες το λεωφορείο κάτω από την Ομόνοια και πήγαινες στα ΚΤΕΛ, που κουτσά- στραβά είχαν ένα δίκτυο που σε συνέδεε με τις βασικές πόλεις της Ελλάδας. Οι πιο μπρούκληδες είχαν την πολυτέλεια του «αγοραίου» που τους έπαιρνε από το σπίτι, λίγοι είχαν αυτοκίνητο και ελάχιστοι είχαν μπει σε αεροπλάνο της Ολυμπιακής. 

Πάντως, όλα αυτά σου έδιναν την αίσθηση μιας χώρας που μεγαλώνει, μεγαλώνει εν μέσω πολιτικής ταραχής, σκότους και φόβου, μεγαλώνει εν μέσω σκανδάλων και λεηλασίας, μεγαλώνει ταχύτατα και μέσα από τρομακτικές αντιφάσεις, αυτές που επέτρεπαν να συνυπάρχει στην ίδια πρωτεύουσα ο περιπλανώμενος μανάβης και ο οικοδομικός οργασμός που τη μεγέθυνε καθ’ ύψος, ώστε να χωρέσουν οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρρεαν εδώ. Για ένα παιδί που στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 δεν ξεπέρασε το ενάμισι μέτρο, όλα φαίνονταν μεγάλα. Μεγάλωνα σαν χώρα. Οχι βάσει κάποιου πολιτικού σχεδίου, κάποιου μεγαλόπνοου αστικού οράματος -εκ των υστέρων χώνεψα πως το μόνο όραμα της εγχώριας ελίτ ήταν η αρπαχτή, εξ ου και πότε με τον αστυφύλαξ πότε με τον χωροφύλαξ, και με τη χούντα και με τη Μεταπολίτευση και με τη βοθρίλα και με την πράσινη μετάβαση-, αλλά με τον τρόπο που ένας οργανισμός χωρίς σαφή γενετικό προγραμματισμό επεκτείνεται σε όλες τις κατευθύνσεις: αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω, μπροστά και πίσω, ανατολικά και δυτικά, προς τα μέσα και προς τα έξω. 

Ετσι μεγάλωνε όλος ο κόσμος βέβαια, αλλά πού να το ξέρω εγώ, ο κόσμος όλος ήταν ο Νέος Κόσμος, η Αθήνα, ο Αργοσαρωνικός, η Αργολίδα, άντε να έφτανε μέχρι Πάτρα, αλλά αργότερα μεγάλωσε κι άλλο, έφτασε και Λάρισα και Γιάννενα και Θεσσαλονίκη, και μια δεκαετία μετά μέχρι Αλεξανδρούπολη, αλλά όχι με τρένο. Ο άλλος κόσμος, δυτικότερα της καθ’ ημάς Ανατολής, μεγάλωνε πολύ πιο ραγδαία. Μας τα λέγαν με δόσεις υπερβολής οι μετανάστες συγγενείς ή όσοι σπούδαζαν Γαλλία, Γερμανία ή Ιταλία, κυρίως στην τελευταία, που μάλλον μεγάλωνε βάσει σχεδίου, το οποίο στα παιδικά μου μάτια αποκαλύφθηκε με ένα δώρο από εκεί: ένα τρενάκι που κινούνταν με μπαταρία πάνω σε μια κυκλική τροχιά από ράγες που έπρεπε κάθε φορά να ενώνω με προσοχή -είχε μια αμαξοστοιχία με τρία βαγόνια- κι αυτό ήταν μια ιεροτελεστία, γιατί τα καλά κι ακριβά παιχνίδια απαιτούσαν σεβασμό. 

Αλλά εκείνο που εμένα με εντυπωσίαζε πιο πολύ ήταν η εικόνα στο κουτί, μια πανοραμική φωτογραφία κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού, μάλλον του Μιλάνου, με δεκάδες σιδηροδρομικές γραμμές και αμαξοστοιχίες να έρχονται και να φεύγουν. Κι εκεί άρχισα μάλλον να καταλαβαίνω πως ο τρόπος που μεγάλωνε η χώρα μου είχε μια θεμελιώδη αναπηρία που δεν θα της επέτρεπε ποτέ να μεγαλώσει πραγματικά. Γιατί όταν ρώτησα τον θείο που έφερε το δώρο «πού πάνε όλα αυτά τα τρένα;» μου είπε «παντού, Ρώμη, Νάπολη, Βενετία, πάνε στην Ελβετία, στη Γαλλία, στη Γερμανία», τα τρένα μεγάλωναν την Ιταλία και κάθε μια από αυτές τις χώρες στο μέγεθος της μισής Ευρώπης. Κι ακόμη τις μεγαλώνουν. 

 Ισως γι’ αυτό το έγκλημα των Τεμπών είναι το σημαντικότερο τεκμήριο ότι, αντιθέτως απ’ όσα πίστευα μικρός, αυτή η χώρα (ως συνεκδοχή αυτών που την κακοποιούν εδώ και δεκαετίες) πεθαίνει και μας πεθαίνει, μικραίνει και μας μικραίνει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Μικραίνει στο μέγεθος των μικρών και μικρόνοων ηγετών της που αδυνατούν σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά να υλοποιήσουν έστω και το 50% του σιδηροδρομικού οράματος του Τρικούπη, θεωρώντας σημαντικότερο εκσυγχρονισμό το να βάλει POS ο πλανόδιος μανάβης και να επιδοτηθούν τα ηλεκτρικά ενοικιαζόμενα του Βασιλάκη, παρά να αποκτήσει η χώρα ένα πλήρες και ασφαλές σιδηροδρομικό δίκτυο που θα τη μεγάλωνε στο μέγεθος της Ευρώπης. Νόμιζα πως μεγάλωνα, αλλά εδώ και έξι δεκαετίες μικραίνω, σαπίζω και πεθαίνω σαν χώρα.



 ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Οσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σαν μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δεν μ’ αφήνει να το θέλω, δεν μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. (… ) Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. 

 Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»

Saturday, February 24, 2024

Ευτυχόμετρα και δυστυχόμετρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/2/2024


Καμιά αντίρρηση. Ο,τι χρειάζομαι είναι λιγότερο χρέος...

 Είμαι έτοιμος να συμφωνήσω με τον Μπάμπη (Μιχάλη), που το περασμένο Σάββατο δημοσίευσε στην «Εφ.Συν.» την άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα για τις αυτόνομες κοινότητες σε πολλές περιοχές της Γης οι οποίες αποδεικνύουν ότι «τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία» (διαβάστε το: «Εφ.Συν.» 24-25/2/2024). Ή ότι εν πάση περιπτώσει ο βαθμός ικανοποίησης από τη ζωή δεν εξαρτάται από την ποσότητα χρηματικού πλούτου που διαθέτει κανείς. 

Είμαι επίσης διατεθειμένος να συμφωνήσω και με τον Τάσο (Τσακίρογλου), που στο αντίστοιχο podcast του (ακούστε το στο efsyn.gr) επαύξησε την προσέγγιση του Μπάμπη, εισφέροντας κι άλλες μελέτες, εμπειρίες και θέσεις που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Είμαι πρόθυμος να συμφωνήσω ότι πράγματι τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία, αρκεί προηγουμένως να βρεθεί κάποιος να μου πληρώσει τα εξής: τα τέλη κυκλοφορίας που λήγουν σε λίγες μέρες, τους λογαριασμούς της σταθερής και κινητής τηλεφωνίας που εκκρεμούν, τον λογαριασμό της ΔΕΗ (πράσινο τιμολόγιο), που νόμιζα ότι θα έρθει χαμηλότερος αλλά ήρθε 30% πάνω, τις περσινές δόσεις του ΕΝΦΙΑ που είναι ληξιπρόθεσμες και όλο και τσιμπάνε λίγα ευρουλάκια προσαύξησης, τις νέες δόσεις του ΕΝΦΙΑ που ετοιμάζονται να κρεμαστούν στο myAADE (σ.σ. δεν ξέρω αν έχετε αντιληφθεί ότι με τόσα my που διαθέτουμε έχουμε γίνει συνιδιοκτήτες της χώρας), τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας, τις δόσεις του στεγαστικού δανείου μη γίνει καμιά στραβή και μπουκάρει η τράπεζα στο σπίτι, τα ασφάλιστρα κατοικίας (που δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς μας προσφέρουν), τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου (γι’ αυτά κάτι έχω καταλάβει), ένα στοιχειώδες σέρβις στο σαράβαλο που έχει να δει συνεργείου πρόσωπο τρία χρόνια, τις βενζίνες για να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον το πήγαιν'-έλα στη δουλειά, την εξαγορά μερικών πλασματικών χρόνων μπας και καταφέρω να πάρω ποτέ σύνταξη, τα ψώνια του σουπερμάρκετ και της λαϊκής (ως οικογένεια είμαστε πλέον μετριοπαθείς καταναλωτές, δεν είναι πολλά), την αντικατάσταση δύο-τριών ηλεκτρικών συσκευών που τα έχουν φτύσει, τα δίδακτρα για ένα μεταπτυχιακό της κόρης μου (ιδανικά εκτός Ελλάδας, αλλά συμβιβαζόμαστε και με εγχώριο δημόσιο ΑΕΙ) και, τέλος, επειδή ούκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος, ένα μικρό επίδομα αναψυχής ίσα για να καλύπτει την έξοδο του Σαββατοκύριακου (ένα σινεμαδάκι και μια μπίρα, η παιδαγωγική της λιτότητας μας έχει κάνει εγκρατείς) και ένα πενθήμερο διακοπών τον χρόνο. 

Ζητάω πολλά; Οχι υποθέτω. Τα στοιχειώδη, αυτά που βασανίζουν τον μέσο άνθρωπο των βιομηχανικών και μεταβιομηχανικών κοινωνιών, του οποίου οι πραγματικές, οι επινοημένες ή επιβεβλημένες ανάγκες του ακολουθούν τον οικονομικό και επιχειρηματικό κύκλο και τη λατρεία της οικονομικής μεγέθυνσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό ικανοποίησης και απόλαυσης (αν υποθέσουμε πως αυτά τα δύο είναι συστατικά της «ευτυχίας) που αντλεί από αυτές. 

Αυτή η εκθετική οικονομική μεγέθυνση, η ανάπτυξη εντός ή εκτός εισαγωγικών, μετριέται σε χρήμα αενάως αυξανόμενο. Αν όπως μας λέει η Credit Suiss, που έχει το κατά τεκμήριο πιο αξιόπιστο πλουτόμετρο, ο παγκόσμιος πλούτος είναι περίπου 450 τρισ. δολάρια και θα ξεπεράσει τα 600 τρισ. στα επόμενα τρία χρόνια, κανονικά θα έπρεπε όλοι να είμαστε αν όχι ευτυχείς, πάντως λιγότερο δυστυχείς. Αλλά δεν παίζει αυτό, όχι μόνο γιατί τα πολλά λεφτά βρίσκονται στη λάθος πλευρά της Ιστορίας, της κοινωνίας και του πλανήτη. Ούτε μόνο γιατί υπάρχουν πράγματα που το χρηματικό ευτυχόμετρο δεν τα πιάνει –κοινωνικές σχέσεις, ελευθερίες, δικαιώματα, ένα ερωτικό φιλί, ένα παιδικό χάδι, ένα χαλαρό ριγιούνιον με παιδικούς φίλους. Αλλά και γιατί πάνω από το μισό του πληθωρικού παγκόσμιου πλούτου, 307 τρισ. δολάρια σύμφωνα με το ΔΝΤ που κρατάει το δυστυχόμετρο του κόσμου μας, είναι χρέος. Χρέος κρατικό και ιδιωτικό. Και επειδή το χρήμα είναι εξ ορισμού χρέος, η κατοχή του, ανεξαρτήτως ποσότητας, δεν έχει άλλο προορισμό από το να εξοφλά παλιό και να δημιουργεί νέο χρέος (ρωτήστε τις τράπεζες και θα σας το εξηγήσουν), είτε αποτιμάται σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα, είτε σε λογαριασμούς και ανεξόφλητες οφειλές σαν αυτές που σας περιέγραψα παραπάνω. 

Το χρηματικό ευτυχόμετρο έχει λοιπόν προ πολλού καταστεί κυρίως δυστυχόμετρο. Δηλαδή το χρήμα προφανώς δεν μπορεί να αγοράσει ευτυχία, αλλά ίσως μπορεί να εξαγοράσει ένα μέρος δυστυχίας, να μας απαλλάξει από τις πηγές της καθημερινής δυσφορίας, τα χρέη και τις οφειλές μας. Θεωρητικώς ο άνθρωπος (να εξηγούμαστε: ο μέσος, κανονικός άνθρωπος, όχι ο Μασκ ή ο Μπέζος) που έχει κάποιες προϋποθέσεις να νιώσει ευτυχής, ή να αντλήσει ικανοποίηση από τη ζωή και τις μικρές χαρές της, είναι αυτός που δεν χρωστάει τίποτα και σε κανένα. 

Γι’ αυτό επαναλαμβάνω: Μήπως προσφέρεται κάποιος να εξαγοράσει τα χρέη μου; 

ΥΓ. Προφανώς τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία. Κόμματα αγοράζουν όμως;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Από τότε που 'φτιαξε ο Θεός την πλάση

Ενα πράγμα μου 'φταιξε, μου 'φταιξε, μου 'φταιξε

Ο φτωχός ο άνθρωπος τι είχε να περάσει


Που πανάθεμα το μήλο και την Εύα την μπιρμπίλω

Του παράδεισου το τζάμπα μια για πάντα είχε χάσει

Κι όπως έχει η βδομάδα τα μερόνυχτα εφτά

Η ζωή μας η ρημάδα δε φτουράει χωρίς λεφτά


Τα λεφτά, τα λεφτά, ποιος τ' ανακάλυψε

Τα λεφτά, τα λεφτά, την πορτοφόλα

Τα λεφτά, τα λεφτά, και μας παράλειψε

Τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα

Τα λεφτά, τα λεφτά, τα εκατομμύρια

Τα λεφτά, τα μπερντέ, τα μπικικίνια

Τα ψιλά, τα χοντρά, τριάντα αργύρια

Στο καζίνο την πατάς εφόσον έχεις γκίνια


Αμα είσαι στην ανάγκη και διά χειρός Βαράγκη

Θα πουλήσεις το τραπέζι και τη σάλα σου

Κι άμα τρέχουν οι πιστώσεις και τη μάνα σου θα δώσεις

Προκειμένου να γλιτώσεις την κεφάλα σου



«Τα λεφτά», Λίνα Νικολακοπούλου, Σταμάτης Κραουνάκης, δίσκος «Σπεράντζα» (1998) 


Saturday, February 17, 2024

To 3% έως 10%

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/2/2024



Δεν ξέρω αν υπάρχει πραγματικά κάποιος επιστημονικός τρόπος μέτρησης της σεξουαλικής ταυτότητας του πληθυσμού κι αν είναι θεμιτή μια στατιστική αποτύπωση του ποσοστού των ανθρώπων που είναι ή αισθάνονται gay, λεσβίες, αμφιφυλόφιλοι/ες, διεμφυλικοί/ές ή άφυλοι. Οι επιστήμες του φύλου είναι υπόθεση μόλις λίγων δεκαετιών, επομένως έχουν ελάχιστα στοιχεία και δεδομένα από το 200.000 και πλέον ετών χρονικό της ανθρωπότητας (ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη) στον πλανήτη ώστε να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα αν κάτι άλλο, εκτός από τους σωματότυπους και τα γεννητικά όργανα γυναικών και αντρών, καθορίζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. 


Το μόνο βέβαιο είναι ότι ένας περίπλοκος μηχανισμός χημείας, βιολογίας, κοινωνικότητας, προτύπων και στερεοτύπων εγκαθιδρύει μεταξύ παιδικής ηλικίας και εφηβείας τη σεξουαλική ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Κατά την ταπεινή μου γνώμη το δίλημμα «γεννιέσαι ή γίνεσαι» γκέι, στρέιτ, μπάι, τρανς, μη δυαδικό άτομο είναι ψευδές. Ο,τι είναι ο καθένας μας «και γεννιέται και γίνεται», προκύπτει δηλαδή από τη διαρκή διάδραση των γενετικών δεδομένων μας με τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Κι αυτό από την εποχή που ο Δαρβίνος μάς άνοιξε τα μάτια είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Δεν εξελίσσονται μόνο τα είδη εν γένει στο πέρασμα των χιλιετιών. Εξελίσσεται και το κάθε άτομο του είδους στον σύντομο βίο του των λίγων ωρών, μηνών ή ετών, έστω κι αν οι αλλαγές είναι απειροελάχιστες για να καταγραφούν και να είναι αισθητές. 


Σε κάθε περίπτωση ένα ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού, από τις προϊστορικές κοινωνίες μέχρι σήμερα, είναι δεδομένο ότι μόνιμα ή πρόσκαιρα δεν είναι στρέιτ. Και μόνο το γεγονός ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες επιφύλασσαν τη σκληρή ηθική και ποινική αποδοκιμασία της ομοφυλοφιλίας επιβεβαιώνει απλώς ότι αυτή υπήρχε πάντα και δεν είναι αποτέλεσμα της ορατότητας που της απέδωσαν, με χίλια βάσανα, οι νομοθεσίες και τα κινήματα για τα δικαιώματα των τελευταίων δεκαετιών. 

Δεν χρειάζεται άλλωστε να καταφύγει κανείς στις ανεκτικές κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας για να τεκμηριώσει ότι η ομοφυλοφιλία, εναντίον της οποίας δεν υπήρχε τότε ρητή απαγόρευση ή αποδοκιμασία, ουδόλως επηρέασε την κυριαρχία τής τότε πατριαρχικής οικογένειας, με τη γυναίκα στο περιθώριο, στερημένη από βασικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Κατά κάποιο τρόπο η ομοφυλοφιλία για κάποια περίοδο έγινε ένα από τα συστατικά της αντρικής επικυριαρχίας και της γυναικείας καταπίεσης. 


Η στατιστική πάντως επιμένει να μετράει ποσοστά. Πόσοι είναι οι ΛΟΑΤΚΙ+ στον γενικό πληθυσμό; Ο μόνος τρόπος καταγραφής είναι ο αυτοπροσδιορισμός, δηλαδή τι απαντά ο καθένας στο ερώτημα «τι είσαι;» σεξουαλικά. Κι εδώ αποτυπώνονται μεγάλες αποκλίσεις από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. 3% ΛΟΑΤΚΙ+ δηλώνουν στην Ιρλανδία, 14% απαντούν στη Βραζιλία. Αρα δεν φαίνεται να υπάρχει ένας παγκόσμιος μέσος όρος, το περίφημο 10% που επικαλούνται ορισμένοι επιστήμονες. Αλλά τι σημασία έχει ποιο είναι το ακριβές ποσοστό των ανθρώπων που διεκδικούν το αυτονόητο; Δηλαδή να αγνοήσουμε πλήρως τη σεξουαλική ταυτότητά τους και να τους αναγνωρίσουμε σαν αυτό που είναι: άνθρωποι, πολίτες, εργαζόμενοι, παραγωγοί πλούτου, φορολογούμενοι, αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, ΑΦΜ, αριθμοί αστυνομικής ταυτότητας, φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα που ισχύουν για όλους. 

Δεν είμαι βέβαιος ότι χρειαζόταν ένα ξεχωριστό νομοθέτημα για τον γάμο των ομοφύλων και το δικαίωμά τους να κάνουν οικογένεια και παιδιά. Σίγουρα όμως χρειαζόταν να καταργηθούν πολλά νομοθετήματα που καταστρατηγούν εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ τα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος τα οποία κατοχυρώνουν την ισότητα και την προσωπική ελευθερία, όπως και το άρθρο 21 που θέτει υπό την προστασία του κράτους την οικογένεια και τον γάμο. Πουθενά δεν λέει το Σύνταγμα ότι προστατεύει μόνο κάποιου συγκεκριμένου τύπου οικογένεια και έναν μοναδικό τύπο γάμου. 


Αλλά καθώς ο νόμος που πέρασε, με τον τρόπο που πέρασε, διέσυρε και εξέθεσε οριζοντίως και καθέτως όλο το πολιτικό και κομματικό σύστημα και όλο το φάσμα Δεξιάς και Αριστεράς, αποκαλύπτοντας ότι τα στερεότυπα για το φύλο, τον γάμο, την οικογένεια, τη γονεϊκότητα, τα παιδιά δεν εκκολάπτονται μόνο στους ναούς του σκοταδισμού, αλλά και στους υποτιθέμενους κληρονόμους του διαφωτισμού, ίσως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα (που κυρίως δικός της θρίαμβος είναι αυτό που έγινε την Πέμπτη) πρέπει να σκεφτεί κι άλλους τρόπους πίεσης για να επιβάλει την ορατότητά της. Αυτούς που καταλαβαίνει καλύτερα η κοινωνία-αγορά και το κράτος-σουπερμάρκετ.


Είναι το 3% ή το 10% του πληθυσμού; Ωραία! Είναι επομένως και το 3% ή το 10% του παραγωγικού δυναμικού, το 3% ή το 10% της κατανάλωσης, το 3% έως 10% των φορολογικών εσόδων, το 3% έως 10% των στρατευσίμων, των εργαζόμενων, των επιστημόνων, των επαγγελματιών, των δασκάλων, των αγροτών, των ψηφοφόρων, είναι το 3% έως 10% του παραγόμενου πλούτου, του ΑΕΠ κάθε χώρας. Τι θα συνέβαινε λοιπόν στην οικονομία μιας χώρας αν το 10% των πολιτών που ακρωτηριάζονται τα δικαιώματά τους αποφάσιζε να μεταναστεύσει σε φιλικότερα περιβάλλοντα ή να προχωρήσει σε παραγωγική και φορολογική απεργία; Τι θα συνέβαινε σε μια χώρα αν το 3% έως 10% του ΑΕΠ της γινόταν καπνός, αν η κατανάλωση έπεφτε αντίστοιχα, αν το ίδιο ποσοστό εργατικού δυναμικού έφευγε και τα ταμεία του κράτους άδειαζαν από τα ανάλογα ποσά; 


Ας το σκεφτεί η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα την επόμενη φορά στο επόμενο δικαίωμα που θα διεκδικήσει. Στον καπιταλισμό η νομική ισότητα των πολιτών επιβάλλεται με όρους αγοράς, είναι δούναι και λαβείν, είναι σαν το ισοζύγιο του κράτους ή μιας επιχείρησης. Αν δίνεις πολύ περισσότερα από όσα παίρνεις, σημαίνει ότι κάποιος σε κλέβει. Και εντάξει, σε επίπεδο κατανομής του πλούτου ας πούμε ότι αυτό είναι η σταθερά του οικονομικού μοντέλου μας μέχρι ανατροπής του (δηλ. μέχρι να αποφασίσουμε να το ανατρέψουμε). Αλλά στο πεδίο της ίσης κατανομής των ατομικών δικαιωμάτων ώς πότε να ανέχεται κανείς την κλοπή; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εάν είναι αποδεκτό το γεγονός ότι η οικογένεια έχει περάσει διά μέσου τεσσάρων διαδοχικών μορφών, και είναι τώρα σε μια πέμπτη, προβάλλει αμέσως το ερώτημα εάν αυτή η μορφή μπορεί να είναι μόνιμη στο μέλλον. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι πως κι αυτή πρέπει να προχωρήσει, όπως και η κοινωνία προχωρεί, και ν’ αλλάξει όπως και η κοινωνία, ακόμη όπως και αυτή άλλαξε στο παρελθόν. Είναι το δημιούργημα του κοινωνικού συστήματος, και θα καθρεφτίζει τον πολιτισμό του. Οπως η μονογαμική οικογένεια έχει βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό από τότε το ξεκίνημα του πολιτισμού, και πολύ αισθητά στους σημερνούς χρόνους, μπορούμε να υποθέσουμε τουλάχιστον πως αυτή είναι ικανή για μια ακόμη πιο πέρα βελτίωση, μέχρι να επιτευχθεί η ισότητα των φύλων. Η μονογαμική οικογένεια μελλοντικά θα καταλήξει ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας, αναλαβαίνοντας τη συνεχή πρόοδο του πολιτισμού, αλλά είναι αδύνατον να προείπουμε τη φύση της διαδόχου της.


Lewis Henry Morgan, «Η αρχαία κοινωνία» (1877)  


Saturday, February 10, 2024

Πέρα στο πέρα campus…

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 10-11/2/2023


Το θυμάστε το τραγουδάκι «πέρα στους πέρα κάμπους», που το έχει κάνει και ωραία διασκευή ο Κηλαηδόνης; Παλιό, παραδοσιακό, από τη Ρόδο, δημιουργός του πιθανά κάποιος Σταμάτης Χατζηδάκης για τον οποίο δεν ξέρω περισσότερα. Μεταπολεμικά το έκανε διάσημο η εκτέλεση με τον Γούναρη κι έγινε από τα δημοφιλέστερα παραδοσιακά τραγούδια, που μάλιστα διδασκόταν στα σχολειά και τραγουδιόταν από τις παιδικές χορωδίες. Ακούγεται ευχάριστο, χαρούμενο, περιπαικτικό, αλλά αν προσέξει κανείς τους στίχους του, θα αντιληφθεί ότι δεν περιγράφει απλώς ένα αθώο, τρυφερό φλερτ στην εκκλησιά ενός μοναστηριού ανάμεσα σε έναν νεαρό (πιθανότατα) άνδρα και μια κοπελιά που η ομορφιά της κάνει την εκκλησία να λάμπει, αλλά μια ιστορία κακοποίησης. Διότι, τι απαντά η κοπελιά στον άνδρα που τη ρωτά από πού είναι; Οτι είναι από τον μαχαλά, έχει δυο παιδιά και γέρο άνδρα, αλλά με σκληρή καρδιά, που «ολημερίς τη δέρνει». Και μάλιστα με ιδιαίτερο σαδισμό τής δίνει «βαρύ σταμνί και κοντό σκοινί» για να αργήσει να γεμίσει νερό και να έχει αφορμή να την ξαναδείρει. «Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα / τριαλαλαλαλααλαλαλαλαλαλαλα», κλείνει η τελευταία στροφή του τραγουδιού, και αναρωτιέμαι αν τα παιδάκια των σχολικών χορωδιών, που κλείνανε με χαρωπό ρυθμό αυτή την ιστορία, αντιλαμβάνονταν τη σκληρότητά της ή τη θεωρούσαν αστεία. Ή πολύ οικεία, στην περίπτωση που η ενδοσυζυγική βία ήταν η καθημερινότητα και της δικής τους οικογένειας στους πέρα κάμπους ή στις πέρα πόλεις. 

Εντάξει, ομολογώ ότι η ιστορία της κακοποιούμενης κοπελιάς που ζητούσε παρηγοριά σε εκκλησιά μοναστηριού στους πέρα κάμπους, που δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκονται, και που ο δημιουργός της είχε την ευαισθησία να τη διασώσει, και να την καταγγείλει τραγουδιστικά σε μια εποχή που η κακοποίηση ήταν μια κανονικότητα, είναι το πρόσχημα για να περάσουμε σε μια άλλη ιστορία πολιτικής κακοποίησης που συντελείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οχι στους πέρα κάμπους, αλλά στα… υπερπέραν campus(es) που και καλά θα γίνουν στην Ελλάδα. Ητοι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Που φυσικά δεν πρόκειται να αναπτυχθούν σε τίποτα κάμπους, αλλά πιθανότατα, όταν και αν γίνουν, θα στριμωχτούν σε πολυκατοικίες και γραφεία στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, άντε και της Πάτρας ή του Ηρακλείου. Γιατί οι υποψήφιοι ακαδημαϊκοί επενδυτές, που βιάζεται να εξυπηρετήσει η Μητσοτάκης Α.Ε., μιαν αρπαχτή θέλουν να κάνουν οι άνθρωποι. Να κακοποιήσουν και οικονομικά την επιθυμία και την ανάγκη κάθε ελληνικής οικογένειας να δώσει στα παιδιά της πιστοποιημένα γνωστικά εφόδια και πτυχία τα οποία θα βεβαιώνουν ότι μπορούν να κάνουν εκείνη ή την άλλη δουλειά. 

Κατ’ αρχάς, ας μιλήσουμε για την κακοποίηση των λέξεων. Για την οποία δεν φταίει κανείς, φταίει μόνο η ετυμολογία, που έχει το ακατολόγιστο. Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί και ακολουθούν τη ζωντάνια των αέναα μετακινούμενων ανθρώπων εδώ και χιλιετίες, από Βορρά σε Νότο, από Ανατολή σε Δύση, από το κρύο στη ζέστη, από την απελπισία στην ελπίδα. Campus στα λατινικά σημαίνει το ίσιωμα, η πεδιάδα, το λιβάδι, που είναι ιδανικό πεδίο για τη σύγκρουση στρατών, αλλά και για την ανάπτυξη συγκροτημάτων που θα στεγάσουν πανεπιστήμια, γνώση, έρευνα, καινοτομία, εκπαίδευση. Φυσικά και για καλλιέργειες. Ετσι προκύπτουν οι αντιφατικές εκ πρώτης όψεως έννοιες του campus και των παραγώγων του. Εν αρχή ην ο κάμπος, φυτεμένος και πράσινος συνήθως· έπειτα είναι η «σαμπάνια», ο καμπανίτης οίνος που βγαίνει από τους αμπελώνες συγκεκριμένης περιοχής της Γαλλίας, και η καμπάνα των εκκλησιών, και η καμπάνια, και το κάμπινγκ, ο campio, που είναι ο μαχητής, ο στρατιώτης, αλλά και ο champion, o πρωταθλητής, εξ ου και όλα τα τσάμπιονς λιγκ της χώρας, της Ευρώπης και του κόσμου, αλλά από την ίδια ρίζα φύτρωσε και το γερμανικό Kampf, αγώνας, από το οποίο προέκυψε και το κακόφημο «Mein Kampf» του Χίτλερ. 

Η λέξη campus, λοιπόν, ταξίδεψε σε όλους τους πέρα κάμπους της υφηλίου, πριν αποκτήσει αυτή την ειδική διάσταση του πανεπιστημιακού campus, το οποίο κουβαλάει όλη την παράδοση του ανθρωπισμού και του διαφωτισμού, έχοντας περάσει από τους κάμπους της Φλωρεντίας και της Τοσκάνης, της Κόρδοβας, της Ζυρίχης ή της Οξφόρδης. Το βασικό συνεκτικό στοιχείο αυτής της παράδοσης, σχεδόν χιλίων ετών, ήταν ότι η ακαδημαϊκή εκπαίδευση, στην οποία οφείλουμε τη διανοητική και τεχνολογική πρόοδο που απολαμβάνουμε σήμερα, έπρεπε να είναι απερίσπαστη από οικονομικούς καταναγκασμούς, χωρίς απαίτηση ανταπόδοσης, άρα δημόσια, έστω κι αν οι χρηματοδότες της για κάποιο διάστημα δεν ήταν το κράτος, αλλά ζάπλουτοι ιδιώτες που διέθεταν τις άφθονες υπεραξίες τους χωρίς να απαιτούν τα λεφτά τους πίσω. 

Γι’ αυτό και σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στους πιο σκληρούς καπιταλισμούς του πλανήτη, τα δημόσια πανεπιστήμια είναι ο κανόνας, και τα ιδιωτικά η εξαίρεση. Η επιχειρηματική ελίτ διεθνώς είναι πρόθυμη να ενθαρρύνει τη μαζική παραγωγή εκπαιδευμένων εγκεφάλων και δεξιοτεχνών, από τους οποίους θα αντλήσει τεχνοκράτες, στελέχη, εξειδικευμένο δυναμικό, σχεδιαστές του μέλλοντος ή ειδικούς της κοινωνικής μηχανικής. Επομένως, το ενδιαφέρον των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων δεν είναι να στήσουν δικά τους πανεπιστημιακά μαγαζιά για να βγάλουν λεφτά από τα δίδακτρα, αλλά να επηρεάσουν, και μέσω χρηματοδοτήσεων, την εκπαιδευτική πολιτική των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό συντελείται εδώ και δεκαετίες στα μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα του κόσμου (ΗΠΑ, Αγγλία), πράγμα που δεν έχει καμιά σχέση με τα εκπαιδευτικά «μίνι μάρκετ» που θέλει να ανοίξει εδώ η Μητσοτάκης Α.Ε. 

Για να μιλήσουμε επί της ουσίας: κατά την ταπεινή εκτίμησή μου, η βασική ιδέα του κυβερνητικού σχεδίου είναι να μεταφερθεί ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου τζίρου των 2 δισ. ευρώ και πλέον που δαπανούν οι ελληνικές οικογένειες για την προετοιμασία των υποψηφίων-παιδιών τους στα ΑΕΙ από τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα στα δίδακτρα των εκπαιδευτικών μίνι μάρκετ, δηλαδή στα ιδιωτικά πανεπιστήμια που είναι έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν κάποιοι επιχειρηματικοί και επενδυτικοί όμιλοι, με σαφώς κερδοσκοπικές φιλοδοξίες. Αναζητήστε τους κυρίως στις κατασκευές και στην υγεία, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα παρελκόμενα. Η Μητσοτάκης Α.Ε. προσφέρει το κίνητρο στους υποψήφιους πελάτες τους: αντί να χαλάνε τα λεφτά τους σε ακριβά φροντιστήρια και ιδιαίτερα για να πιάσουν τις ψηλές βάσεις εισαγωγής, μπορούν να τα διαθέσουν για τα δίδακτρα των ιδιωτικών ΑΕΙ, όπου θα εγγράφονται και με την ελάχιστη βάση. Και η αριστεία, ας πάει να βολοδέρνει στους πέρα κάμπους. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

…Οταν ο Μάρβιν έφτασε, του ανακοίνωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι η προσφορά του είχε γίνει δεκτή και εξέφρασε την ευχή περισσότερα μέλη του διδακτικού προσωπικού να ήταν παρομοίως ικανά να συνδράμουν το πανεπιστήμιο. Το Χάρβαρντ ήταν ευλογημένο να έχει πολλές δυνατότητες, αλλά είχε και πολλές ανάγκες. 

Ο Μάρβιν είπε ότι σίγουρα θα λάμβανε υπόψη οποιεσδήποτε ευκαιρίες και ανάγκες. 

Εκείνο το βράδυ ο Μάρβιν κοίταξε πάλι τις εκτυπώσεις του υπολογιστή του με τους υπολογισμούς του ΔΑΠ (σ.σ. Δείκτης Ανορθολογικών Προσδοκιών) για τις επενδύσεις του Χάρβαρντ. Ως αντίκτυπος του κραχ του 1987, υπήρχε ακόμη ένα μικρό περιθώριο ενίσχυσης του πεσιμισμού. Σκέφθηκε αν θα έπρεπε να μοιραστεί με το πανεπιστήμιο το διόλου ευκαταφρόνητο κέρδος που θα είχε εντέλει από την πώληση των πρότερων χρεογράφων του, αλλά αποφάσισε ότι προς το παρόν δεν θα το έκανε. 


John Kenneth Galbraith, "Ενας καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ"