Saturday, September 25, 2010

Ε, όχι και «όλοι μαζί»! (25/9/2010)

Υπάρχει μια περίεργη μόδα στον δημόσιο λόγο που θυμίζει την πορνογραφία: Όσο πιο απροκάλυπτη γίνεται, τόσο λιγότερο ερεθιστικά αποτελέσματα παράγει. Παλαιότερα, σε εποχές αυστηρής λογοκρισίας, αρκούσε ένας σωματικός υπαινιγμός, ένα απειροελάχιστο τμήμα γυμνότητας για να προκαλέσει ακόμη και ερωτικό παροξυσμό. Σήμερα, το Internet είναι μια απέραντη σκηνή σεξ για κάθε γούστο, που αδυνατεί να προκαλέσει τα επιθυμητά αποτελέσματα στα μαλακά υπογάστρια. Περισσότερο καταλείπει την οδύνη του ανικανοποίητου. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τον επίσημο λόγο των πολιτικών. Η έσχατη τάση είναι να γίνεται το ίδιο επιθετικός, όσο και μια σκηνή σκληρού πορνό. Η πειστικότητα και η αληθοφάνεια του πολιτικού λόγου εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα του πολιτικού να εκθέσει και τον ίδιο του τον εαυτό στη δημόσια χλεύη ή τέρψη.

Να τρία παραδείγματα
των τελευταίων ημερών. Πρώτα, ο κ. Θόδωρος Τσουκάτος, αν και εκτός επίσημης πολιτικής πλέον, μίλησε στην εξεταστική της Βουλής για τη Siemens για «καθιερωμένη πρακτική των μεγάλων κομμάτων να δέχονται χορηγίες από εταιρείες» και χαρακτήρισε «κατά συνθήκην ψεύδη» την άρνησή τους για του λόγου το αληθές. Μαζί με τις συγκαταβατικές, σχεδόν σιωπηρές αντιδράσεις των κομμάτων σ’ αυτή την ομολογία, έχουμε την πιο απροκάλυπτη διαβεβαίωση ότι το κομματικό σύστημα της χώρας λειτουργεί εδώ και χρόνια με τον κανόνα της διαπλοκής. Δεύτερον, είχαμε μια ακόμη πράξη της οπερέτας «δηλώσεις πόθεν έσχες», στις οποίες η πλειοψηφία των βουλευτών έκανε φιλότιμες προσπάθειες να αποδείξει ότι η αναρρίχηση στην πολιτική συνοδεύεται από μια προκλητική αύξηση του πλούτου τους, τέτοια που δεν εξηγείται πάντα ούτε από το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης, ούτε από την καλβινιστική τους εγκράτεια, τις οικογενειακές κληρονομιές ή τους καλούς γάμους.
Τρίτον, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης προσέφερε μια ερμηνευτική «ομπρέλα» στις υπόνοιες για τη σχέση της πολιτικοοικονομικής διαπλοκής με την κρίση χρέους που βυθίζει τη χώρα στην ύφεση και την υποτέλεια, με την περίφημη δήλωσή του από το βήμα της Βουλής: «Η απάντηση στην κατακραυγή των πολιτών “πώς φάγατε τα λεφτά;” είναι: Σας διορίζαμε όλα αυτά τα χρόνια στο Δημόσιο. Τα φάγαμε όλοι μαζί, σε μια πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος».

Ακούγεται
σαν μια ηχηρή ομολογία ενοχής, μια πρωτοφανής έκρηξη ειλικρίνειας, μια δημόσια κατάθεση συντριπτικής μεταμέλειας. Και θα ήταν τέτοια αν είχε συνοδευτεί από μια μαζική παραίτηση από την επίσημη πολιτική και, πολύ περισσότερο, από μια συνειδητή αποχή των συνήθων υπόπτων της εξουσίας από κάθε αξίωση να κυβερνήσουν τη χώρα, και μάλιστα να τη «σώσουν» από θανάσιμο κίνδυνο. Ωστόσο, ο κ. Πάγκαλος είναι ένας επιδέξιος ακροβάτης του δημόσιου λόγου. Αντιστάθμισε τη δημόσια ομολογία ενοχής με εκείνο το «όλοι μαζί» που εξουδετερώνει την «κατακραυγή» των πολιτών με μια ισχυρή δόση συνενοχής. Παρ’ ότι αυτή η τακτική παραβιάζει τη δικονομική αρχή «ένοχος ένοχον ου ποιεί», η αλήθεια είναι ότι διέτρεξε την ψυχολογική διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση από τη στιγμή που άνοιξε το καπάκι του χρέους.

Εδώ ας σταθούμε. Το «όλοι μαζί» δεν είναι ένας πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας ή της ευγενείας. Ποτέ σ’ αυτή τη χώρα, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν ήμασταν «όλοι μαζί», τουλάχιστον στη νομή του πλούτου. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η πρακτική των διορισμών στο Δημόσιο εξηγεί μέρος του προβλήματος της υπερχρέωσης, αυτή αφορά τους 700.000 δημοσίους υπαλλήλους. Αν προσθέσουμε στην πρακτική της «αθλιότητας και της εξαγοράς» που περιγράφει ο κ. Πάγκαλος και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ο αριθμός των «συνενόχων» φτάνει το πολύ το 1 εκατομμύριο. Με τ’ άλλα 10 εκατομμύρια, τι γίνεται; Αλλά, ακόμη και σ’ αυτό τον πυρήνα «συνενόχων» είναι αδύνατο να ενταχθούν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μικρό ή μεγάλο, το κράτος με κάποιους υπαλλήλους θα λειτουργούσε. Με ρουσφέτια ή αξιοκρατικούς διαγωνισμούς, θα είχε προσλάβει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες. Όσο για το κόστος τους, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία, υπολείπεται κατά πολύ του κόστους του δημόσιου τομέα σε πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε. που δεν βρίσκονται στη δίνη του χρέους.

Επειδή, λοιπόν, δεν είμαστε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι ή πολιτικοί που έχουμε διαχειριστεί τον πλούτο της χώρας, απομένει το ερώτημα ποιοι είναι οι «όλοι μαζί» συνένοχοι του εγκλήματος (υποθέτουμε ότι η αναφορά του αντιπροέδρου της κυβέρνησης στο Δημόσιο ήταν μια ρητορική αφαίρεση για έναν ευρύτερο κύκλο «συνενόχων»). Ιδού μερικοί.
Πρώτον. Το δημόσιο χρέος το 1982 ήταν 2,5 δισ. ευρώ και 34% του ΑΕΠ και έχει φτάσει σήμερα πάνω από 320 δισ. ευρώ ή 127% του ΑΕΠ. Στην 28ετία αυτή, αντιστοιχούν 18 χρόνια διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ κι εννιά χρόνια διακυβέρνησης Ν.Δ. Ωστόσο, η συμβολή των δύο κομμάτων εξουσίας στην αύξηση του χρέους είναι σχεδόν ισότιμη, οπότε ας βρουν μεταξύ τους τι ποσοστό τους αναλογεί στο «όλοι μαζί».
Δεύτερον. Την τελευταία δεκαετία (μέχρι και το 2009) η χώρα δανείστηκε 485 δισ. ευρώ για να πληρώσει σε τόκους και χρεολύσια 451 δισ. ευρώ. Επί της ουσίας, δανειζόταν μόνο για να εξυπηρετήσει τις αξιώσεις των πιστωτών της ακόμη και πριν το κόστος δανεισμού, τα περίφημα spreads, εκτιναχθεί στα σημερινά επίπεδα. Σ’ αυτή τη διαρκή, ληστρική συναλλαγή δεν υπάρχουν άλλοι εκτός από τους κυβερνώντες και τους πιστωτές (κατά κανόνα ξένες και εγχώριες τράπεζες). Ήταν «όλοι μαζί» στο έγκλημα, αλλά δεν ξεπερνούν παρά μερικές εκατοντάδες ανθρώπων της αριστοκρατίας της πολιτικής και του χρήματος.
Τρίτον. Παρ’ ότι οι κοινοτικές επιδοτήσεις ως συνολικό ποσό ωχριούν μπροστά στα ποσά που πληρώνει η κοινωνία στους πιστωτές, συμβολή στο έγκλημα είχαν και τα 60 δισ. των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης. «Πώς φάγατε αυτά τα λεφτά;», θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε. Και με ποιους, θα προσθέταμε. Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στην κατασκευαστική και προμηθευτική «Γιάλτα», που μονοπώλησε τα αναγκαία ή μη δημόσια έργα και προμήθειες με όρους τόσης αδιαφάνειας που ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ του εκσυγχρονισμού και τη Ν.Δ. της επανίδρυσης να επιδοθούν στις γνωστές ανεπιτυχείς προσπάθειες κατά της διαπλοκής (θυμάστε τον «βασικό μέτοχο»;). Η απάντηση μπορεί επίσης να αναζητηθεί στις εξεταστικές επιτροπές που είναι σε εξέλιξη, οι οποίες αναδύουν την αφόρητη δυσωδία των σχέσεων πολιτικής και επιχειρηματικότητας. Αλλά σ’ αυτή τη δυσωδία δεν είμαστε «όλοι μαζί». Είναι μερικές εκατοντάδες ανθρώπων της επιχειρηματικής αριστοκρατίας και, φυσικά, οι άνθρωποι που ασκούσαν διακυβέρνηση και υπέγραφαν γκρίζες συμβάσεις.
Τέταρτον
. Ένα σημαντικό κομμάτι του εθνικού πλούτου που γλίτωνε από τα νύχια των πιστωτών, δεκάδες δισ. ευρώ, διοχετεύτηκε στα περίφημα αναπτυξιακά κίνητρα που εξέθρεψαν τα νέα τζάκια, συντήρησαν αρκετά παλαιά και έσπειραν την Ελλάδα με επενδύσεις της αρπαχτής, που σήμερα κατά κανόνα χάσκουν σαν κουφάρια, μνημεία βιομηχανικής παρακμής. Κι εδώ, το «όλοι μαζί» περιορίζεται σε μερικές χιλιάδες ανθρώπους της επιχειρηματικής ελίτ.
Πέμπτον. Προφανώς τον μηχανισμό της «αθλιότητας και της εξαγοράς» τον πλαισίωσαν αρκετές χιλιάδες διεφθαρμένοι κρατικοί λειτουργοί, τυχοδιώκτες και λαμόγια που έγιναν τρόφιμοι του Πρυτανείου, μέλη της κομματικής νομενκλατούρας που μετέτρεψαν σε εύκολο πλούτο τη στενή επαφή τους με την εξουσία. Στον ίδιο μηχανισμό συνωστίσθηκαν και αρκετά μέλη του περιούσιου λαού της μεσαίας τάξης που μπήκαν στο τρυπάκι του παρασιτισμού και του εκμαυλισμού, τσιμπολογώντας επιδοτήσεις, διευκολύνεις, ρυθμίσεις χρεών και -κυρίως- αξιοποιώντας τη φορολογική ασυλία που από ανικανότητα ή σκοπιμότητα τους παρείχε η πολιτική εξουσία. Αλλά ακόμη κι αυτοί, «όλοι μαζί» δεν ξεπερνούν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες με αδιαμφισβήτητη συμβολή στη σημερινή κρίση.

«Όλοι μαζί», οι εκούσιοι ή ακούσιοι συνένοχοι των κομμάτων εξουσίας συγκρότησαν ένα ιδιόμορφο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας που καθόρισε την τύχη όλης της κοινωνίας την τελευταία εικοσαετία. Αλλά, δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτούς τα εκατομμύρια μισθωτών που υφίστανται τις συνέπειες της «σωτηρίας». Δεν περιλαμβάνονται οι 600.000 άνεργοι, οι συνταξιούχοι των 350-600 ευρώ, οι κατεστραμμένοι από τις κοινοτικές πολιτικές μικροί αγρότες, τα 3 εκατομμύρια παιδιών, εφήβων και νέων που προπαρασκευάζονται για ένα μέλλον χωρίς σταθερές. Δεν περιλαμβάνονται τα εκατομμύρια πολιτών που δεν έκλεψαν, δεν έγλειψαν, δεν λούφαραν φορολογικά, δεν εξαπάτησαν τις κρατικές αρχές, δεν λάδωσαν δημόσιους λειτουργούς για να κάνουν τη δουλειά τους ή το έκαναν για λόγους έσχατης ανάγκης. Στο «όλοι μαζί» δεν περιλαμβάνονται όσοι δεν ψήφισαν τα κόμματα εξουσίας, αλλά ούτε και τα εκατομμύρια που τα ψήφιζαν εξαπατημένα από τις προεκλογικές τους επαγγελίες.
Οι «όλοι μαζί» είναι συγκεκριμένοι, μετρήσιμοι, ενδεχομένως και με ονοματεπώνυμα – σε κομματικούς καταλόγους, λίστες εφορίας και αρχεία με αποδέκτες κρατικού χρήματος. Ως εκ τούτου, στο εξής καθείς να μιλά για λογαριασμό του, για λογαριασμό των φίλων και των συμμάχων του. Ποτέ πια δεν θα είμαστε «όλοι μαζί». Ίσα ίσα, θα είμαστε τρομακτικά, αβυσσαλέα χώρια.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (25/9/2010)

Τρία πράγματα στον πλανήτη δεν αφήνουν ίχνη στο πέρασμά τους: το πουλί που σχίζει τον αέρα, το ψάρι που διαπλέει το νερό και το οικονομικό έγκλημα του μανδαρίνου.

Κινεζική παροιμία

Monday, September 20, 2010

Πιστωτική κάψουλα ασφαλείας (18/9/2010)

Μπορεί να έχει συμβεί και σε σας, τις αγαπάτε τις τράπεζες ή όχι.
Την περασμένη Δευτέρα χρειάστηκε να προσφύγω σε τραπεζικό κατάστημα της γειτονιάς μου – για να πληρώσω λογαριασμούς, μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν πρόκειται να συμβάλω στην πιστωτική επέκταση. Έχω εξοικειωθεί εδώ και καιρό με τα μέτρα ασφαλείας – ξέρετε, τις διπλές πόρτες που επιτρέπουν την είσοδο ενός πελάτη κάθε φορά. Πατάς το κουμπάκι, περιμένεις να ανάψει πράσινο, μια ηχογραφημένη βραχνή γυναικεία φωνή σου λέει «παρακαλώ, περιμένετε», ανοίγεις την πρώτη πόρτα, βρίσκεσαι για λίγο στο κενό ασφαλείας, ξαναπατάς το κουμπάκι στη δεύτερη πόρτα, περιμένεις, ξανακούγεται η φωνούλα, ανάβει πράσινο, επιτέλους μπαίνεις και πιάνεις σειρά στην ουρά. Όλη αυτή η διαδικασία καθυστέρησης στην είσοδο υποτίθεται ότι προστατεύει την τράπεζα από επίδοξους ληστές, αν και μέχρι σήμερα δεν είχα καταλάβει τι εμποδίζει τον ληστή να περάσει σαν κύριος τις διπλές πόρτες και να μπει με το κουμπούρι στην τσέπη, ακόμη και να περιμένει ευγενικά στη σειρά κι όταν φτάσει στο γκισέ να κάνει την «ανάληψή» του χωρίς προβλήματα.

Οι απορίες μου λύθηκαν όταν αντιμετώπισα την αναβαθμισμένη εκδοχή του συστήματος ασφαλείας που, μεταξύ άλλων, γλιτώνει τις αναξιοπαθούσες τράπεζες από το φοβερό μισθολογικό κόστος των 900 ευρώ τον μήνα (μαζί με τα ένσημα) για έναν υπάλληλο σεκιούριτι. Το σύστημα είναι, λοιπόν, μια κυλινδρική κάψουλα ανάμεσα στην είσοδο και στην αίθουσα συναλλαγών. Η κάψουλα θυμίζει τον θάλαμο διακτινισμού του «Star Trek», αλλά στο πολύ στενόχωρό του, χωρά ένα άτομο κι αυτό με την προϋπόθεση ότι δεν είναι πολύ ευτραφές. Ανοίγει με το ίδιο σύστημα με τα κουμπάκια, τα φωτάκια και τις φωνητικές εντολές η μία πόρτα, μπαίνεις στην κάψουλα και για μερικά δευτερόλεπτα αισθάνεσαι εγκλωβισμένος σ’ έναν χώρο μισού τετραγωνικού μέτρου. Ταυτόχρονα, είσαι έκθεμα για την ψυχαγώγηση των άλλων πελατών που σε κοιτάζουν πίσω από τα κοίλα κρύσταλλα της πόρτας, σαν τον μίστερ Σποκ στην κάψουλα διακτινισμού, αλλά χωρίς την ουράνια και ανέκφραστη ηρεμία του, γιατί στο μεταξύ πατάς το κουμπάκι της δεύτερης πόρτας, αυτή δεν ανοίγει, ενώ μια άλλη βραχνή γυναικεία φωνούλα σε ειδοποιεί ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος με μεταλλικά αντικείμενα. Απορημένος ή έντρομος, γιατί είσαι σίγουρος ότι δεν πήρες το μάγκνουμ μαζί σου, ξαναβγαίνεις από την πόρτα, ξαναμπαίνεις, η κάψουλα επιμένει να αρνείται να σου επιτρέψει την είσοδο στον παράδεισο, ξαναβγαίνεις και ανακαλύπτεις ότι είναι τα μεταλλικά κλειδιά σου που έχουν κινητοποιήσει το αναβαθμισμένο σύστημα ασφαλείας. Ευτυχώς, το σύστημα έχει προνοήσει, οπότε πίσω σου ανακαλύπτεις θυρίδες προσωρινής αποθήκευσης προσωπικών αντικειμένων, αφήνεις σε μία τα κλειδιά σου και ό,τι μεταλλικό έχεις πάνω σου, κλειδώνεις τη θυρίδα, παίρνεις το επίσης μεταλλικό, αλλά προφανώς πολύ μικρό για να ανιχνευτεί κλειδάκι της θυρίδας, κι επιτέλους στη δεύτερη ή στην τρίτη προσπάθεια ο οίκος της Πίστης σού επιτρέπει την είσοδο στην αίθουσα των μυστηρίων. Μια φωτεινή και χαρούμενη αίθουσα με διαφημιστικές αφίσες γεμάτες χαμογελαστά πρόσωπα και σπιρτόζικα μηνύματα που υπόσχονται εύκολα και γρήγορα δάνεια ή καταθετικούς λογαριασμούς υψηλής απόδοσης, προϊόντα που μπορούν να κάνουν ασφαλή κι ευτυχισμένη τη μέση ελληνική οικογένεια, ακόμη και σε περίοδο χρεοκοπίας. Η τράπεζα σας δίνει στοργή και Προδέρμ, εξ απαλών ονύχων μέχρις αποδημίας εις Κύριον.

Τι εξυπηρετεί όλη αυτή η σκηνοθεσία της ασφάλειας, που ακολουθείται από μια σιωπηρή, χωρίς εντάσεις, παραμονή στην ουρά, όπου κανείς πλέον δεν διανοείται να κλέψει σειρά ή να διαμαρτυρηθεί για τη μακρά αναμονή; Η προφανής εξήγηση είναι ότι ο προορισμός αυτής της σκηνοθετημένης ασφάλειας είναι οι ληστές και οι ληστείες (οι τράπεζες, παρ’ όλο που πολλές απ’ αυτές έχουν προστρέξει ως χορηγοί παραστάσεων της «Όπερας της πεντάρας» του Μπρεχτ, καμιά τους δεν έχει διδαχτεί τίποτα από τον αρχισυμμορίτη ΜακΧιθ που αναρωτιέται: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της;»). Θα πρέπει να μας πουν αν υπάρχει κάποιος απολογισμός για την απόδοση της επένδυσης στην ασφάλεια, για την αποτρεπτική λειτουργία της «κάψουλας εγκλωβισμού», αυτού του ολίγων δευτερολέπτων υπαρξιακού κενού του πελάτη ανάμεσα στον οίκο της Πίστης και στον υπόλοιπο, πραγματικό, κόσμο.

Αλλά, έχω την αίσθηση ότι υπάρχει μια άλλη, υπόρρητη στόχευση σ’ αυτή τη σκηνοθεσία της ασφάλειας – μια σιωπηρή διακήρυξη προς το κοινό, προς όλη την κοινωνία, και όχι προς τους ληστές: «Μπορεί να σας είμαστε απεχθείς και αντιπαθητικές, αλλά είναι αδύνατο να κάνετε έστω και βήμα χωρίς εμάς. Μπορεί να είμαστε συχνά ένοχοι μιας οικονομικής καταστροφής, μιας κυκλικής κρίσης, ενός κραχ, μιας ύφεσης, μιας κρατικής χρεοκοπίας, αλλά είμαστε και το μέσο υπέρβασής τους. Γιατί -παραφράζοντας τον συμμορίτη ΜακΧιθ- «τι είναι η χρεοκοπία μιας χώρας μπροστά στη χρεοκοπία μιας τράπεζας;». Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό το άρρητο ερώτημα μάλλον επιδοκιμάζεται από τη συμπεριφορά του μέσου νεοέλληνα στην πολύμηνη αγωνία για την επαπειλούμενη χρεοκοπία. Δίπλα στο άγχος του μισθού, της δουλειάς, του λουκέτου, της φορολογικής λαίλαπας, υπάρχει η αγωνία για τη μικρή ή μεσαία κατάθεση, για τη στιγμή που θα πάει στο ΑΤΜ και δεν θα μπορεί να κάνει ανάληψη, για την ώρα που οι κάψουλες ασφαλείας στις εισόδους των τραπεζών θα σπάσουν από μια μαζική έφοδο στο γκισέ. Αυτή τη φορά όχι από ληστές, αλλά από καθωσπρέπει φιλήσυχους πελάτες.

Οι πολιτικές των κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο, οι συνταγές και τα πακέτα των διακρατικών οργανισμών και των κεντρικών τραπεζιτών εδώ και δύο χρόνια, δεν έχουν αφήσει καμία αμφιβολία στις κοινωνίες για την εθελούσια παραμονή τους στην «κάψουλα ασφαλείας» του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έχουν πείσει τις κοινωνίες -ή τουλάχιστον το επιδιώκουν με φανατισμό- ότι ο απόλυτος συστημικός κίνδυνος δεν είναι η χρεοκοπία μιας χώρας – αυτή ενδεχομένως είναι το ανησυχητικό σύμπτωμα μιας άλλης, πιο σημαντικής καταστροφής: της χρεοκοπίας των τραπεζών.

Ελάχιστοι άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη δεν έχουν αντιληφθεί ότι ο τελικός βασικός αποδέκτης όλων των «πακέτων σωτηρίας» από τον κίνδυνο κρατικής χρεοκοπίας δεν είναι άλλος από το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα που προκάλεσε την κρίση χρέους. Αυτό που ενδεχομένως δεν έχουν αντιληφθεί είναι ότι, καθώς οι τράπεζες εξακολουθούν και αντλούν άφθονη ρευστότητα από τα κρατικά ταμεία και τακτοποιούν στον ένα ή τον άλλο βαθμό το δικό τους εταιρικό χρέος ή την έκθεσή τους στο κρατικό χρέος, ταυτόχρονα οχυρώνουν την «κάψουλα ασφαλείας» έναντι του δημοσιονομικού κινδύνου. Οι αυξήσεις κεφαλαίου εκατοντάδων δισ. ευρώ που ετοιμάζονται να κάνουν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, ακολουθούμενες δειλά και από τις ελληνικές, είναι μια μορφή αναδιάρθρωσης του τραπεζικού χρέους που στερεύει τις οικονομίες από όση παραγωγική ικμάδα τούς απομένει. Ό,τι έχουν αντλήσει από τα κρατικά ταμεία ή την ΕΚΤ μένει στον μεγαλύτερο βαθμό στα χαρτοφυλάκιά τους, στην καλύτερη περίπτωση επενδύεται σε άλλες αγορές, στον χρυσό, στα εμπορεύματα, στα τρόφιμα, τροφοδοτώντας μια νέα κερδοσκοπική σπείρα. Στην κάψουλα ασφαλείας του πιστωτικού συστήματος εγκλωβίζεται μια κρίσιμη μάζα ρευστότητας που θα μπορούσε να αποτρέψει τις απειλές της διπλής ύφεσης, να καταστήσει περιττά τα προγράμματα εξουθενωτικής λιτότητας που προωθούν οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και να ανακόψει την επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης χρέους που, αργά ή γρήγορα, θα έχει θύματα πολύ πέρα από την Ελλάδα. Ωστόσο, το μήνυμα που εκπέμπουν και οι τράπεζες και οι πολιτικές ελίτ που τις στηρίζουν είναι σαφές: «Ακόμη κι αν χρεοκοπήσει μια χώρα, δεν υπάρχει λόγος να χρεοκοπήσει και το τραπεζικό σύστημα».

Είναι ένας καταστρεπτικός φαύλος κύκλος. Παρ’ ότι θα ήταν μάταιο να ζητήσει κανείς απ’ τον σκορπιό ν’ απαρνηθεί την αυτοκαστροφική φύση του, θα περίμενε τουλάχιστον από τον βάτραχο αυτή τη φορά να αρνηθεί να τον μεταφέρει στην αντίπερα όχθη. Βάλτε τώρα στη θέση του βατράχου τα κόμματα εξουσίας σε όλη την Ε.Ε., τους τεχνοκράτες της ΕΚΤ, τους αξιωματούχους του ΔΝΤ και προσπαθήστε να εξηγήσετε γιατί, αν και ο μύθος επαναλαμβάνεται αενάως, αν και κάθε φορά ο σκορπιός τσιμπάει θανατηφόρα τον βάτραχο, αν και κάθε φορά που σώζεται το τραπεζικό σύστημα δουλεύει ακατάπαυστα για το επόμενο κραχ, γιατί ο βάτραχος επιμένει να γίνεται σωτήρας του σκορπιού. Μήπως είναι κι αυτού η φύση του;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (18/9/2010)

ΜΑΚΥ: Όχι… όχι… όχι ακόμα. Ξεχάστηκα. Αγαπητοί θεατές, είναι έθιμο να λέει ο καταδικασμένος σε θάνατο δυο-τρεις τελευταίες κουβέντες, έτσι για να λευτερώσει την ψυχή του και να ταξιδέψει λαφριά στους ουρανούς. Λοιπόν, αξιότιμες κυρίες και δεσποινίδες και κύριοι, όσο και να σας φαίνεται περίεργο, είμαι αθώος. Γιατί τι κακό μπορεί να κάνει σε τούτο τον κόσμο ένας φουκαράς κατεργάρης μπροστά στους μεγαλοκατεργάρηδες της γης; Πάω στην κρεμάλα επειδή έκλεψα δυο δεκάρες, κι αυτοί που κλέβουν τον ιδρώτα του κοσμάκη θα πεθάνουν στα κρεβάτια τους. Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή μιας τράπεζας; Σκότωσα για να μη με σκοτώσουν, κι αυτοί που σκοτώνουν για να κερδίσουν έχουν αγάλματα στις πλατείες. Με πνίγει το δίκιο μου, μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είμαι μικρός και μ’ έφαγε το ανάστημά μου. Καλή καρδιά λοιπόν, που θα ’λεγε κι ο Μαθιός. Γεια σου κόσμε… Πόλυ… να ξαναπαντρευτείς… Τζένυ… θάνατέ μου, καλή αντάμωση, Ορχήστρα!!!


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»

Saturday, September 11, 2010

Η αίσθηση της ιστορίας (11/9/2010)

Σηκωνόμαστε το πρωί για τη δουλειά, πίνουμε στα γρήγορα ένα καφέ, ετοιμάζουμε τα παιδιά για το σχολείο. Στη δουλειά κάνουμε τις επαναλαμβανόμενες πράξεις, κινήσεις και συναλλαγές που αποτελούν αυτό που λέμε εργασιακή ρουτίνα. Διαπληκτιζόμαστε με συναδέλφους, ανταγωνιζόμαστε προϊσταμένους, μοιραζόμαστε αγωνίες για το αν θα γίνουν απολύσεις ή περικοπές, κουτσομπολεύουμε τ’ αφεντικό. Γυρνώντας σπίτι, περνάμε από το σούπερ μάρκετ, δυσφορούμε για την ακρίβεια, κάνουμε τις χειρότερες σκέψεις για την κυβέρνηση. Στο σπίτι ανοίγουμε κουβέντες για το πώς θα τα βγάλουμε πέρα τον δύσκολο χειμώνα, τι θα κόψουμε, ποιες αγορές θα ματαιώσουμε ή θα αναβάλλουμε, και ανταλλάσσουμε τις τελευταίες πληροφορίες, φήμες και διαδόσεις για τα σενάρια καταστροφής ή σωτηρίας. Το βράδυ χαζεύουμε τα δελτία των οκτώ, συνομιλώντας άγρια με τους άνκορμεν και τους προσκεκλημένους – αν και δεν μας ακούνε. Κάνοντας όλα αυτά τα ταπεινά και καθημερινά, σπάνια έχουμε την αίσθηση ότι με κάποιο τρόπο μετέχουμε στην ιστορία. Αν ήταν ένας πόλεμος, μια κοινωνική εξέγερση, μια πολιτική ανατροπή στην οποία με κάποιο τρόπο -ένα τουφέκι, μια πέτρα, μια ψήφο- είχαμε μετάσχει κι εμείς, θα είχαμε τη βεβαιότητα ότι έστω και σαν κομπάρσοι ήμαστε στο προσκήνιο της ιστορίας.

Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία διαμορφώνεται ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας και την αίσθηση της συμμετοχής μας σ’ αυτήν. Ακόμη και οι προϊστορικοί άνθρωποι, που ένας λιμός ή μια φυσική καταστροφή τούς ανάγκαζαν να μετακινηθούν σε μικρές, χωρίς επικοινωνία ομάδες, από τη μια ήπειρο στην άλλη προκάλεσαν τεράστιας σημασίας για την ανθρώπινη εξέλιξη αλλαγές. Ως εκ τούτου, κανείς δεν ξέρει τι σημασία και επιπτώσεις μπορεί να έχει η αντίδραση, η ανοχή ή αποδοχή μας σε αλλαγές που έρχονται έξω από τον μικρόκοσμό μας, από τα κέντρα διεθνούς ισχύος, τις αγορές, τα κέντρα εξουσίας, τις κυβερνήσεις. Οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι τις περισσότερες φορές έχουν την αίσθηση ότι κινούνται στο περιθώριο της ιστορίας.

Με τους ανθρώπους που βρίσκονται στον πυρήνα των κέντρων ισχύος, επιρροής και εξουσίας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Θεωρούν ότι έχουν την απόλυτη εύνοια της ιστορίας, τη γράφουν κυριολεκτικά με κάθε σημαντική ή ασήμαντη πράξη και φράση τους. Και, στο δίπολο δημιουργίας και καταστροφής που συνθέτει την ιστορική εξέλιξη, θαρρούν πως βρίσκονται πάντα στην πλευρά της πρώτης. Με μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν τη διοικητική διαίρεση μιας χώρας, με οικονομικές αποφάσεις που ανατρέπουν δεδομένα δεκαετιών για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι, τα στρώματα, οι επαγγελματικές κατηγορίες, οι τάξεις συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία και συγκροτούν το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο μιας κοινωνίας. Αλλά ακόμη και με μια οικονομική συναλλαγή μεγάλου μεγέθους ή μια εφεύρεση που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν ή παράγουν. Ωστόσο, η ιστορία αποφασίζει κατά κανόνα ερήμην τους ποιες απ’ αυτές τις αλλαγές θα μπουν στην πραγματική ζωή, ποιες θ’ αντέξουν στο πέρασμα του χρόνου, ποιες θα καταγραφούν στο γενετικό υλικό του ανθρώπινου πολιτισμού, και ιδιαίτερα στην πλευρά της δημιουργίας. Βεβαίως, η ιστορία δεν έχει δική της, ιδιαίτερη βούληση για το τι θα περιλάβει και τι όχι στον τελικό της απολογισμό. Είναι η ανθρώπινη βούληση (ή και η αβουλία), για την ακρίβεια ένα σύνολο από εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ανθρώπινες βουλήσεις που καθορίζουν τον βηματισμό της πάνω στη γραμμή της προόδου και της οπισθοδρόμησης.

Αν συμφωνούμε ότι είμαστε εμείς, οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχουμε στις κοινωνικές πυραμίδες και τη σχέση μας ή τις αποστάσεις μας από τα κέντρα ισχύος, που καθορίζουμε τη ροή της ιστορίας και τις νομοτέλειές της, ας αναλογιστούμε ποια ακριβώς είναι η στάση μας απέναντι σε όλα όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα, την Ευρώπη, στον κόσμο τον τελευταίο χρόνο; Ψυχανεμιζόμαστε όλοι πως ζούμε μια «ιστορική», μεταβατική εποχή. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της, ποιες οι βασικές διαστάσεις της; Οι άνθρωποι της εξουσίας -είτε είναι στη Νέα Υόρκη, είτε στις Βρυξέλες, είτε στην Αθήνα- θεωρούν ότι οι κοινωνίες είναι μια εύπλαστη πρώτη ύλη, της οποίας μπορεί να αλλάξουν συμπεριφορές, συνήθειες, νοοτροπίες. Κινούμενοι άλλοτε από αλαζονεία, άλλοτε από «καλές προθέσεις» (το υλικό με το οποίο είναι στρωμένος ο δρόμος για την κόλαση…) ξηλώνουν συστηματικά ένα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, το οποίο δεν ήταν βέβαια ο Κήπος της Εδέμ, αλλά έδινε στους ανθρώπους της καθημερινότητας μερικές σταθερές για την οργάνωση της ζωής τους: να ξέρουν στο ξεκίνημα του παραγωγικού τους βίου ότι, αν έχουν μάθει να φυτεύουν και να καλλιεργούν ντομάτες και λαχανικά, μ’ αυτή τη δεξιότητα μπορούν να στήσουν το νοικοκυριό τους και να έχουν ένα σχετικά σταθερό εισόδημα. Να ξέρουν στο ξεκίνημα της μέρας τους ότι θα πάνε στη δουλειά, θα σχολάσουν μια καθορισμένη ώρα και την επομένη θα γυρίσουν σ’ αυτήν, χωρίς να τους περιμένει κάποια δυσάρεστη έκπληξη. Να ξέρουν τι θα παίρνουν κάθε μήνα, πόσα χρόνια πρέπει να δουλέψουν για να βγουν στη σύνταξη, πως τους προστατεύει το δημόσιο σύστημα υγείας και πρόνοιας. Να ξέρουν ακόμη τι αντίκρισμα έχουν στην παραγωγική διαδικασία οι σπουδές τους, τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, πώς αποτιμώνται σε μια αγορά εργασίας που, μπορεί να είναι ζούγκλα, αλλά -όπως κάθε ζούγκλα- έχει τους ελάχιστους κανόνες της. Όλη αυτή η ρουτίνα της κοινωνικής ένταξης και της παραγωγικής καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη δεν έχει τίποτα το ιστορικό, ωστόσο μέχρι τώρα συγκροτούσε ένα «ιστορικό» μοντέλο οργάνωσης της ζωής, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, απότοκο του επίσης ιστορικού ολέθρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το αποτέλεσμα όλων των αλλαγών που προωθούνται με φανατισμό από τα κέντρα εξουσίας στην Ευρώπη -και με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελλάδα- δεν είναι απλώς ένα δυσάρεστο διάλειμμα, ένα άγνωστου μήκους τούνελ που θα διανύσουμε μέχρι να ξαναβγούμε στο φως. Ούτε είναι το πιο κρίσιμο τα δισεκατομμύρια που συγκεντρώνονται μέσω της φορολογίας και της βίαιης μείωσης του εισοδήματος για τη σωτηρία των πιστωτών της χώρας. Το σημαντικότερο είναι ότι συντελείται μια ανθρωπολογική καταστροφή δύσκολα επανορθώσιμη: όταν ο αγρότης παύει να φυτεύει ντομάτες και φυτεύει φωτοβολταϊκά για να γίνει μικρο-ραντιέρης ενός πενιχρού εισοδήματος 5.000-6.000 τον χρόνο, όταν ο νέος άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι μικρή σημασία έχει η γνώση και η «συλλογή» πτυχίων για την παραγωγική του εξέλιξη, όταν οι άνθρωποι εξοικειώνονται με την ιδέα ότι στη διάρκεια του εργασιακού τους βίου ίσως χρειαστεί ν’ αλλάξουν πολλά επαγγέλματα, ότι οι υψηλές παραγωγικές δεξιότητες που διαθέτουν δεν είναι τόσο χρήσιμες όσο νομίζουν, ότι ως άνεργοι δεν είναι καθόλου φρόνιμο να είναι επιλεκτικοί, τότε η κοινωνία μετατρέπεται σε μια πληβειακή παραγωγική μάζα, αναλώσιμο ενός οικονομικού μοντέλου χωρίς πυρήνα και στρατηγική.


Αλλά, υπάρχει ένα σημαντικότερο, γεωπολιτικών διαστάσεων στοιχείο της μεταβατικής «ιστορικής» εποχής μας. Διότι αυτό που συντελείται στην κλίμακα των ανθρώπων, συντελείται και στην κλίμακα των χωρών. Ακόμη κι αν η Ελλάδα κι άλλες «περιφερειακές» χώρες της Ε.Ε. δεν χρεοκοπήσουν ολικά ή μερικά, στο τέλος της «ιστορικής» τους μεταμόρφωσης θα έχουν εξωθηθεί σε μιαν ασύλληπτη παραγωγική παρακμή, προκειμένου να διασωθούν οι κεντρικές οικονομίες της Γηραιάς Ηπείρου, η εξαγωγική μηχανή της Γερμανίας, η παραγωγική ικμάδα της Γαλλίας και η χρηματοπιστωτική ηγεμονία της Βρετανίας από τις μεγάλες απειλές που αντιμετωπίζουν από τις νέες οικονομικές δυνάμεις της Ανατολής. Η εμπειρία της τριαντάχρονης ευρωπαϊκής θητείας της Ελλάδας είναι ήδη ένας ιστορικός απολογισμός παραγωγικής υποβάθμισης, αλλά μια πολύ πιο ζοφερή εικόνα για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτή η υποβάθμιση δίνει η τύχη των χωρών του πρώην (αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού που μέσα σε μια εικοσαετία μετατράπηκαν σε «αποικίες» των ευρωπαϊκών μητροπόλεων και οι κοινωνίες τους, που το 1989 «έγραφαν ιστορία» ανατρέποντας τα αυταρχικά καθεστώτα τους, έγιναν μεταναστευτικές ορδές ανειδίκευτων, κακοπληρωμένων ή ανεπιθύμητων «σκλάβων».

Χρειαζόμαστε μιαν αίσθηση της ιστορίας. Πέρα από τα γενικά «ναι» και «όχι» μας, όλοι εμείς οι «κάτω» οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι είναι τεράστιας ιστορικής σημασίας η απάθεια ή η μοιρολατρία να παρακολουθούμε τους «πάνω» να γράφουν ιστορία. Τη δική τους, βεβαίως…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (11/9/2010)

Καθώς διαβαίνουμε από τον έναν αιώνα στον επόμενο, από μια χιλιετηρίδα σε μια άλλη, θέλουμε να πιστεύουμε ότι η ιστορία αλλάζει το ίδιο δραματικά όπως και το ημερολόγιο. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη ορμά μπροστά, όπως έκανε ανέκαθεν, αποτελούμενη από δύο δυνάμεις που τρέχουν προς το μέλλον – η μια φοράει μια λαμπρή στολή, ενώ η άλλη φοράει κουρέλια, αλλά έχει όραμα.
Υπάρχει το παρελθόν και η συνεχιζόμενη φρίκη του: η βία, ο πόλεμος, οι προκαταλήψεις εναντίον όλων όσοι είναι διαφορετικοί, η εξοργιστική μονοπώληση του μεγάλου πλούτου της γης από τους λίγους, η πολιτική δύναμη που βρίσκεται στα χέρια ψευτών και δολοφόνων. Η ανέγερση φυλακών αντί για σχολεία και η δηλητηρίαση του Τύπου και όλου του πολιτισμού από το χρήμα. Είναι εύκολο να απογοητευτεί κάποιος παρατηρώντας όλα αυτά…
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα, παρ’ όλο που δεν μας αφήνουν να το γευθούμε, ώστε να παραμένουμε τρομοκρατημένοι και χωρίς ελπίδα: ο ζωηρός ήχος της αλλαγής που κρύβεται κάτω από την επιφανειακή υποταγή…
Είναι ένας αγώνας στον οποίο ο καθένας μας μπορεί να επιλέξει αν θα συμμετέχει ή απλώς θα τον παρακολουθεί. Όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι η επιλογή που θα κάνουμε θα έχει αντίκτυπο στην έκβασή του.

Χάουαρντ Ζιν, «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών»

Sunday, September 5, 2010

Επιστολή ενός πλουσίου (4/9/2010)

Αγαπητέ πρόεδρε της Βουλής,

Έλαβα την επιστολή σας με την οποία καλείτε τους 2.500 πιο πλούσιους Έλληνες να ανταποκριθούν στην πρωτοβουλία σας για την ενίσχυση του Ταμείου Στήριξης της Ελλάδας. Ομολογώ ότι την αγνόησα μέχρι προ ημερών, οπότε έμαθα ότι υπήρξε κάποιος εφοπλιστής που ανταποκρίθηκε στην έκκλησή σας με 500.000 ευρώ στο Ταμείο. Απορώ μαζί του.

Άκουσα επίσης ότι εκφράζετε παράπονα για τη φτωχή ανταπόκριση των πλουσίων αυτής της χώρας σ’ αυτή την έκκληση πατριωτισμού. Θα εξηγήσω παρακάτω γιατί αυτό μας αδικεί αλλά και σας αδικεί. Διολισθαίνετε σ’ έναν λαϊκισμό που δεν συνάδει με τον άθλο της μεταρρύθμισης της χώρας εκ θεμελίων. Συνελόντι ειπείν, θέλω να σας ξεκαθαρίσω εξαρχής την άποψή μου: δεν χρωστάμε στην πατρίδα, η πατρίδα μας χρωστάει. Κι αν δεν μας δώσει ό,τι νομίζουμε εμείς ότι μας χρωστάει, θα τα πάρουμε μόνοι μας. Σας ακούγεται κυνικό και άκαρδο; Θα δείτε παρακάτω πως θα συμφωνήσετε μαζί μου.

Όπως ανέφερα παραπάνω, δεν θα απαντούσα στην επιστολή αν δεν μάθαινα ότι βρέθηκε άλλος ένας από την τάξη μου που ανταποκρίθηκε. Λέω να του κάνω παρέα, αλλά αρνούμενος να βάλω στο Ταμείο έστω και δραχμή (ναι, δραχμή, δεν το λέω τυχαία, γιατί δεν ξέρεις…). Κατ’ αρχάς, με ενοχλεί το «σαβουάρ βιβρ» της πρωτοβουλίας. Πού ξέρετε εσείς ποιοι είναι οι πλουσιότεροι Έλληνες; Από την εφορία; Από τα εκκαθαριστικά, τα πόθεν έσχες και τα περιουσιολόγιά μας; Θα μπορούσα να σας εναγάγω για παραβίαση του προσωπικού, του φορολογικού και του τραπεζικού απορρήτου – αν και για το τελευταίο είμαι βέβαιος ότι είναι απαραβίαστο, εκεί που είναι, πολύ μακριά από την όποια εξουσία σας... Αλλά, αφενός εμείς, ο ανθός αυτής της χώρας, είμαστε ανώτεροι άνθρωποι, αφετέρου κατά κανόνα λύνουμε τα προβλήματά μας διακριτικά, σε ιδιωτικούς χώρους, με τρόπους που οι πολιτικοί γνωρίζουν καλά. Και, εν πάση περιπτώσει, το ποιος είναι πραγματικά πλούσιος μην περιμένετε να το μάθετε από τις λίστες του «Forbes». Αυτά είναι προς λαϊκή κατανάλωση. Έχουν περάσει δύο αιώνες και πάνω από τότε που ο Άνταμ Σμιθ, ο λεγόμενος πατέρας του καπιταλισμού, διαπίστωνε ότι η κυριότερη απόλαυση που αντλούν οι πλούσιοι από τον πλούτο τους είναι η επίδειξή του. Μπορεί να ίσχυε τότε. Κακή τακτική. Βλακώδης. Η κυριότερη προσπάθεια κάθε πλούσιου που σέβεται τον πλούτο του έγκειται στην απόκρυψή του. Ξέρετε τι μου κοστίζει σε δικηγόρους και γραφειοκρατία η δυνατότητα να έχω τα χρήματά μου κάπου στον Ατλαντικό, τους τίτλους ιδιοκτησίας της ταπεινής μου έπαυλης κάπου στον Ειρηνικό, τη σημαία της σεμνής θαλαμηγού μου κάπου στην Αφρική και τα χαρτιά των λοιπών εντός Ελλάδος ακινήτων μου στην Κύπρο, στο Λονδίνο ή στις Σεϊχέλες; Τα μαλλιοκέφαλά μου! Και δεν δικαιούμαι καν φοροαπαλλαγή γι’ αυτό το κόστος. Κρίμα κι άδικο. Γιατί, βλέπετε, η ιδιοκτησία δεν είναι πια ένα προνόμιο. Έχει γίνει ντεμοντέ. Και είναι φορολογικά ύποπτη. Μιλάμε περί διωγμού. Γι’ αυτό, όσο κι αν ξετινάξετε το Ε1 ή το Ε9 των περισσότερων πλούσιων Ελλήνων, δύσκολα θα μάθετε τι πραγματικά κατέχουν.

Σας φαίνεται αντικοινωνική αυτή η συμπεριφορά; Αν το καλοσκεφτείτε δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτήν της κυβέρνησής σας. Αν πράγματι πιστεύατε ότι ο πλούτος μας θα έλυνε το πρόβλημα της χώρας θα στρεφόσαστε δια μιας σε όλους τους κατόχους μεγάλων εισοδημάτων, παχυλών τραπεζικών λογαριασμών και πολυτελών ακινήτων, θα βάζατε ένα χαράτσι και θα τελειώναμε. Αλλά δεν το κάνατε. Προτιμήσατε να κόψετε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων -καλά τους κάνατε, είναι ένα ακριβό σμάρι από κηφήνες-, να κόψετε κρατικές δαπάνες και μάλιστα αυτές τις αντιπαραγωγικές -πρόνοιας, υγείας, συντάξεων- που στο κάτω κάτω κάνουν τους αποδέκτες τους νωθρούς, τεμπέληδες και ανόητους. Εν ολίγοις, στραφήκατε στη φτώχεια κι όχι στον πλούτο (αν εξαιρέσουμε τις παρασπονδίες σας με κάτι έκτακτες εισφορές – καλά αυτά για το ξεκάρφωμα). Βλέπετε; Στην ουσία έχουμε συναντίληψη σ’ αυτό. Ο πλούτος πρέπει να προστατεύεται γιατί πολύ απλά ο πλούτος παράγει πλούτο. Έχετε καμιά αντίρρηση σ’ αυτό; Όχι, αν κρίνω από τον τρόπο που πολιτεύεται κι αυτή κι οι προηγούμενες κυβερνήσεις εδώ και δεκαετίες.

Εμείς είμαστε ο παραγωγικός ανθός αυτής της χώρας. Ξέρετε πόσες θέσεις εργασίας συντηρεί η διαβίωση της οικογένειάς μου; Μόνο στο σκάφος με το οποίο σαρώσαμε φέτος όλο το Αιγαίο συντηρήσαμε τρεις μισθωτούς – συμπεριλαμβανομένου του Κινέζου σεφ που μου ήρθε φτηνός, 300 τον μήνα, αλλά μαγείρευε απαίσια, πεταμένα λεφτά. Έπειτα, μόνο η διαχείριση των εισοδημάτων μου από διάφορες πηγές -μερίσματα, ομόλογα, τόκοι, μέταλλα κ.λπ.- απασχολεί τουλάχιστον τέσσερις ανθρώπους – και μιλάω μόνο γι’ αυτούς που βλέπω. Η κατανάλωσή μου, που την κοιτάνε καχύποπτα οι φορολογικοί ελεγκτές (μέχρι να κάνω την κίνηση που θα τους καταστήσει χαρούμενους και χαμογελαστούς), συντηρεί επίσης κάμποσους μισθωτούς. Επομένως, το εισόδημά μου φορολογείται επαρκέστατα στον βαθμό που γίνεται εργασία και μισθοί άλλων που έτσι κι αλλιώς φορολογούνται. Τώρα, αν νομίζετε ότι δεν φτάνουν οι φόροι στους μισθούς, τι να σας πω, αυξήστε τους, δεν μου πέφτει λόγος.... Και να μην υπολογίσω πόσες θέσεις εργασίας έχουν περάσει από τα χέρια μου, από τα κεφάλαιά μου όταν τα επένδυα ο ίδιος. Τώρα το ’κοψα, με κούρασε, έγινα κανονικός ραντιέρης – αλλά και πάλι είμαι πολύ παραγωγικότερος από το κράτος σας.

Και ξέρετε γιατί με κούρασαν οι επενδύσεις, αξιότιμε Πρόεδρε; Διότι στην Ελλάδα υπάρχει επιχειρηματικός μεσαίωνας: Μάλιστα! Δεν ακούσατε πώς το είπε ο πρόεδρος του ΣΕΒ; Η επιχειρηματικότητα τελεί υπό διωγμόν. Σας φαίνεται υπερβολή; Γιατί να μην μπορώ να ιδρύσω επιχείρηση σε μία ώρα και να την κλείσω σε άλλη μία; Γιατί πρέπει να συντηρούμε όλους αυτούς τους κηφήνες του Δημοσίου που εκδίδουν άδειες πολεοδομικές, υγειονομικές, περιβαλλοντικές, αρχαιολογικές, φορολογικές; Δεν σας αρκεί ο λόγος μου ότι θα είμαι νομοταγής; Γιατί να περιμένω τους αρχαιολόγους να μου αδειάσουν τη γωνιά σκάβοντας με το πάσο τους στο οικόπεδό μου για πανάρχαια σκουπίδια; Δηλαδή, τι νομίζετε, αν βρω εγώ αξιόλογα αρχαία θα τ’ αφήσω αναξιοποίητα; Δεν είμαι και αμόρφωτος, δα… Άλλωστε, οι άνθρωποι της τάξης μου συχνότατα έχουμε τα δικά μας ιδιωτικά μουσεία. Διαθέτουμε γούστο και υψηλή αισθητική, είμαστε χορηγοί της τέχνης, ακόμη και της πιο πρωτοποριακής και αιρετικής, ακόμη κι αυτής που μας βρίζει… Αρκεί φυσικά η χορηγία να φοροαπαλλάσσεται. Άμα λάχει γινόμαστε κι ευεργέτες, δωρητές και τα τοιαύτα. Αλλά, ως εδώ. Ευεργεσίες, τέλος.

Επειδή αντιλαμβάνομαι
ότι είστε έτοιμος να μου μιλήσετε για το ύψος των περιστάσεων, να με κτυπήσετε στο μαλακό υπογάστριο του πατριωτισμού μου, σας απαντώ ευθαρσώς ότι ως πλούσιοι αυτής της χώρας έχουμε εξαντλήσει κάθε απόθεμα πατριωτισμού. Δεν χρωστάμε στην πατρίδα, στο κράτος, στην κοινωνία. Αυτά, αντιθέτως, μας χρωστάνε. Κι αν δεν μας τα δώσουν, θα τα πάρουμε μόνοι μας. Πώς; Απλούστατα. Να μείνει μεταξύ μας, αλλά ως κάτοχος τραπεζικών μετοχών, κρατικών και τραπεζικών ομολόγων επί της ουσίας είμαι πιστωτής αυτής της χώρας. Χάρη στον πατριωτισμό μου δανειζόταν τόσα χρόνια κι εξακολουθεί να δανείζεται σήμερα, έστω και μέσω μνημονίου. Κι ευτυχώς, να ’ναι καλά η τρόικα, είμαι κάπως ασφαλής πως δεν θα χάσω τα λεφτά μου. Ξέρετε το τι θα συμβεί αν αποφασίσω να φύγω διά παντός από το ελληνικό χρέος; Φαντάζεστε τι θα γίνει αν οι πλούσιοι αυτής της χώρας αποφασίσουν να μεταναστεύσουν διαμιάς σε άλλες, φιλικές προς τους επενδυτές χώρες, χωρίς ανόητους ελέγχους, προστατευτικές νομοθεσίες, επαχθείς φορολογίες στα κέρδη και τις περιουσίες, ΠΑΜίτες, ΓΣΕΕέδες, ΑΔΕΔΥτες, εργατοπατέρες, συνδικαλιστικά καρτέλ, κλειστά επαγγέλματα, ακόρεστες συντεχνίες, επικίνδυνους διαδηλωτές, ενοχλητικούς δημόσιους λειτουργούς, αχάριστους πολιτικούς, αναιδείς υπαλλήλους, άπληστους και τεμπέληδες μισθωτούς… Ουφ! Νισάφι πια! Πρέπει να ξεμπερδεύουμε για πάντα μ’ αυτούς τους ανόητους μύθους: ας το πάρετε απόφαση, δεν είναι η εργασία που δημιουργεί τον πλούτο, ο πλούτος κάνει την εργασία. Ακόμη κι εσείς, οι πολιτικοί, σε μας δεν οφείλετε την ύπαρξή σας; Να μην μπω σε λεπτομέρειες περί αυτού, ζούμε και στον αιώνα της διαφάνειας…

Ως εκ τούτου, για μερικά χρόνια, ξεχάστε μας. Όταν, με το καλό, περάσει η μπόρα της χρεοκοπίας, του μνημονίου, της τρόικας, της ύφεσης, των λουκέτων, των φόρων, των απολύσεων, αν οι υπεραξίες που θα έχουμε εξασφαλίσει απ’ αυτό το καθαρτήριο μας το επιτρέπουν, αν αυτή η απείθαρχη κοινωνία έχει επιτέλους διαπαιδαγωγηθεί στις αρχές του καπιταλισμού της νέας εποχής κι έχει μάθει να σέβεται τον πλούτο, το κέρδος, την παραγωγικότητα του κεφαλαίου, ενδεχομένως δείξουμε και πάλι τη γενναιοδωρία μας, όπως σ’ όλες τις άλλες δύσκολες στιγμές της πατρίδας: στη Μικρασιατική Καταστροφή, στη γερμανική κατοχή, την εποχή του σχεδίου Μάρσαλ, στη χούντα, στα μικρά και μεγάλα θαύματα της μεταπολίτευσης που μας έφεραν ως εδώ.

Με απεριόριστη εκτίμηση
Κροίσος Νεοπλουτίδης (ο επονομαζόμενος και «Πτωχός»)
Για την αντιγραφή
ΚΙΜΠΙ

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/9/2010)

«…Μια ορισμένη ρητορεία αναφέρεται συχνά στον ‘‘εργασιακό μεσαίωνα’’ που δήθεν επικρατεί στη χώρα μας. Αντίθετα, με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, στην Ελλάδα επικρατεί… επιχειρηματικός μεσαίωνας. Η επιχειρηματικότητα στον τόπο μας υφίσταται την ταλαιπωρία της γραφειοκρατίας, τα βάρη της υπερφορολόγησης, τον λαβύρινθο της πολυνομίας, τον ζηλότυπο κρατικό παρεμβατισμό – κι επιπλέον αντιμετωπίζει ένα ιδιότυπο κυνήγι μαγισσών που δαιμονοποιεί το κέρδος και αντιμετωπίζει αφοριστικά τον επιχειρηματία ως ασύδοτο κερδοσκόπο, εκμεταλλευτή του λαϊκού μόχθου, καταπατητή του δημόσιου χρήματος…».

Δ. Δασκαλόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ (τοποθέτηση κατά τη συνάντηση στο υπουργείο Οικονομικών στις 30/8)