Saturday, May 27, 2023

Οι υπεραξίες μιας ήττας

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 27-28/5/2023


Ο Τ. υπενθυμίζει σχεδόν καθημερινά τη φράση «από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη». Την αποδίδει στον Παδούρα, αν και η αρχική εκδοχή του προέρχεται από ένα κείμενο που η έγραψε η Λούξεμπουγκ μετά την αιματηρή καταστολή της γερμανικής επανάστασης το 1919, πιθανότατα λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία της. «Μέχρι τώρα οι επαναστάσεις δεν μας έδωσαν τίποτε άλλο παρά ήττες. Ωστόσο αυτή η αναπόφευκτη συσσώρευση ηττών εγγυάται τη μελλοντική νίκη» έγραφε η Ρόζα, με μια ιστορική αισιοδοξία που έρχεται σε τραγική αντίθεση με το γεγονός ότι λίγο μετά έγινε η ίδια αιματηρή «πρώτη ύλη» της Ιστορίας και της νίκης που ακόμη αναμένεται.

Ηττα, νίκη, θρίαμβος, όλεθρος. Βαριές κουβέντες από τις οποίες μάλλον λείπει το αληθινό βάρος της Ιστορίας, όταν αφορούν απλώς αναμετρήσεις της εκλογικής και κοινοβουλευτικής ρουτίνας. Δεν το πάω στο κλασικό αναρχικό σύνθημα «αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο θα ήταν παράνομες». Αλλά για να νιώθει κανείς το ασήκωτο βάρος μιας ήττας στην κοινωνική και πολιτική αναμέτρηση για τη διακυβέρνηση (δεν λέω «για την εξουσία», γιατί ακόμη κι ένας μαθητής μπορεί να καταλάβει τη διαφορά), πρέπει προηγουμένως να έχει γευτεί κάποια νίκη. Οπότε ρωτώ: πότε ακριβώς νίκησε η ευρύτερη Αριστερά τον τελευταίο μισό αιώνα, ώστε να νιώθει ασήκωτο τώρα το βάρος αυτής της εκλογικής ήττας; Το 1974; Το 1981; Το 1989 μήπως; Το 2012; Τον Ιανουάριο του 2015; Μήπως τον Ιούλιο του 2015; Ή μήπως τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου;

Παρ’ ότι αυτός ο αναστοχασμός αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ντουβρουντζά της Κυριακής της 21ης Μαΐου, είναι προφανές ότι το εκλογικό σοκ αφορά την πολύ ευρύτερη Αριστερά, δηλαδή και αυτούς που δεν τον ψήφισαν και δεν επρόκειτο να τον ψηφίσουν και αθροίζουν τις εκλογικές υπεραξίες ή ζημίες που κατέγραψαν τα εντός ή εκτός Βουλής της μίας μέρας κόμματα και σχήματα που ψήφισαν. Οσοι αυτοπροσδιορίζονται και νιώθουν αριστεροί, παρά τη χαρά, πικρία, επιβεβαίωση ή ακόμη και χαιρεκακία που αισθάνθηκαν για την καταβύθιση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι βέβαιο ότι ταυτόχρονα τρομάζουν για τη δεξιά-ακροδεξιά υπεροπλία των 3 εκατ. και πλέον ψηφοφόρων (πάνω από το 50% όσων ψήφισαν) που αποτελούν τη μεγάλη δεξαμενή του συστήματος Μητσοτάκη και των «Ηνωμένων Δυνάμεων του Αστισμού», οι οποίες πλέουν σε πελάγη οικονομικής ευφορίας. Ευφορίας γιατί τα καλύτερα και τα περισσότερα (χρήματα) έρχονται.

Είναι ακόμη ασαφές αν αυτά τα αισθήματα ενοχής ή φόβου στο ευρύτερο αριστερό ακροατήριο θα πυροδοτήσουν κάποιου είδους πολιτική και εκλογική «φιλανθρωπία» υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο το ψυχολογικό υπόστρωμα αυτής της αριστερής αμφιθυμίας είναι μια καθαρή αυταπάτη, μια ψευδαίσθηση. Η ψευδαίσθηση ότι η εκλογική μετατόπιση του κοινωνικού σώματος από το 2012, στην κορύφωση της μνημονιακής κρίσης, και μετά ήταν η νέα «κανονικότητα», η νέα φυσική σταθερά του κομματικού συστήματος. Το περιεχόμενο αυτής της ψευδαίσθησης; Η Αριστερά μέσω του βασικού νέου πόλου της, του ΣΥΡΙΖΑ, έχει εδραιωθεί πλέον στον ατελή δικομματισμό της νέας εποχής, το βαθύ κράτος και η οικονομική εξουσία της χώρας, η εγχώρια και η ευρωπαϊκή, έχουν συμφιλιωθεί με την εναλλαγή στη διακυβέρνηση μιας δύναμης που έχει μεν προέλθει από τη ριζοσπαστική αριστερά, αλλά έχει υποστεί όλες τις αναγκαίες συστημικές μεταλλάξεις ώστε να μη διακινδυνεύονται τα θεμελιώδη του ταξικού και γεωπολιτικού status quo της χώρας.

Το ενδεχόμενο αυτή η νέα «κανονικότητα» να ήταν μια παρένθεση ανοχής που ήρθε η ώρα να κλείσει το είχε άραγε αναλογιστεί κανείς; Μάλλον όχι. Αλλά να πια είναι τα νέα δεδομένα: ο κύκλος της μεγάλης μνημονιακής τραγωδίας έκλεισε, η χώρα έχει γίνει αγνώριστη (και όχι με την καλή έννοια). Μια τεράστια ανασύνθεση στην παραγωγική βάση και στην επιχειρηματική ελίτ έχει συντελεστεί, η ώσμωση κράτους και επιχειρηματικού τομέα έχει βαθύνει, ο κρατικοδίαιτος καπιταλισμός έχει θεσμοποιηθεί, το πολιτικό σύστημα έχει πλήρως προσαρμοστεί στους κανόνες της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, η ελληνική κοινωνία των 2/3 έχει αφομοιώσει (αντιφατικά ίσως, αλλά πάντως σχεδόν αδιαμαρτύρητα) τις βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού, μια δεκαετία που υπόσχεται πολύ και νέο πλούτο ξεκινά, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη κρίση που μπορεί να πυροδοτηθεί από οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη και να σκάσει την εγχώρια φούσκα ευφορίας. Αυτή η νέα συνθήκη του ανασυντεταγμένου εγχώριου αστικού μπλοκ και των διεθνών χορηγών του ίσως χρειάζεται μια εντελώς νέα πολιτική και κομματική οικοσκευή. Στην οποία μπορεί να μη μένει και πολύς χώρος για τα έπιπλα της Αριστεράς, όσες προσαρμογές, συμβιβασμούς και στρογγυλέματα κι αν κάνει.

Η βασική υπεραξία αυτής της ήττας
για το ευρύτερο «αριστεροχώρι» είναι η ευκαιρία να βγει από τη φούσκα της αυταπάτης και της αυταρέσκειας, να αποκτήσει μια επίγνωση των ορίων της και να ξανασυστηθεί στα κοινωνικά στρώματα που υποτίθεται ότι είναι προορισμένο να εκφράζει. Τη φτωχολογιά, τη μισθωτή εργασία, τους ανέργους, τους νέους της επισφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης, τα θύματα της τραπεζικής τοκογλυφίας, τους περιττούς της μεγάλης ευφορίας, τους πληβείους της κοινωνικής πυραμίδας. Η μόνη νίκη που μπορεί να οραματίζεται η όποια υπαρκτή Αριστερά είναι η δικαίωση των αδικημένων. Υπέρ αυτών υπάρχει άλλωστε, σωστά;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ολόκληρο το μονοπάτι του σοσιαλισμού -σε ό,τι αφορά την επαναστατική πάλη- είναι στρωμένο με συντριπτικές ήττες και μόνο. Κι όμως, την ίδια στιγμή, η Ιστορία προελαύνει χωρίς δισταγμό, βήμα το βήμα προς την τελική νίκη! Πού θα ήμασταν σήμερα χωρίς αυτές τις «ήττες», από τις οποίες αντλούμε ιστορική πείρα, κατανόηση, δύναμη και ιδεαλισμό; Σήμερα, όπως προχωράμε προς την τελευταία μάχη του προλεταριακού ταξικού πολέμου, στέκουμε πάνω στα θεμέλια αυτών ακριβώς των ηττών, και δεν θα μπορούσαμε χωρίς καμία από αυτές, γιατί η κάθε μία συμβάλλει στη δικιά μας δύναμη και κατανόηση.

Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο» (Ιανουάριος 1919)

Saturday, May 20, 2023

Η δημοκρατία των αχρήστων

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 20-21/5/2023



Στις μικρές ώρες της νύχτας, όταν οι περισσότεροι κοιμούνται κι όσοι ξαγρυπνούν από αϋπνία, ανησυχία ή από χούι κάνουν ζάπινγκ στα τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας -οι λίγοι που το κάνουν πια- για να χαζέψουν μέχρι να γλαρώσουν, έχει στριμωχτεί η δημοκρατία του μετα-μεσονυχτίου. Ο κανόνας του πατριάρχη της ποπ κουλτούρας, του Γουόρχολ, πως ο καθένας δικαιούται 15 λεπτά δημοσιότητας, για τα δεδομένα της τηλεοπτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετατρέπεται σε 45 λεπτά διακαναλικής συνέντευξης που καθένα από τα 32 κόμματα που ενέκρινε ο Αρειος Πάγος δικαιούται σε κάθε τηλεοπτικό σταθμό. Τα κανάλια αποδέχονται βαριεστημένα τον κανόνα, η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης παρέχει την αίθουσα συνεντεύξεων Τύπου κι έτσι καθένας από τους μικρούς σχηματισμούς, που δεν έχει καμιά τύχη χωρίς χοντρή χρηματοδότηση στα υπόλοιπα κανάλια προβολής του μανιφέστου του, έχει την ευκαιρία του να απευθυνθεί σε μερικούς ανθεκτικούς ξενύχτηδες. Οι μεταμεσονύχτιες διακαναλικές είναι η κακοφωτισμένη και στριμόχωρη Πνύκα του 21ου αιώνα.


Το 99% των ψηφοφόρων που την Κυριακή θα πάνε στις κάλπες δεν θα έχει αντιληφθεί καν την ύπαρξη περίπου 25 συνδυασμών που δεν χωρούν στους επίσημους διαύλους προβολής. Πίσω από το παραβάν, θα ανασκαλέψουν αμήχανα τις ακατάληπτες ονομασίες και αρχικά των σχημάτων με τα αόρατα μανιφέστα και τις άφατες προθέσεις και, αφού διαλέξουν κάποιο από τα ψηφοδέλτια της «επίσημης» πολιτικής και του «τόξου των διερευνητικών εντολών», θα πετάξουν τα υπόλοιπα στη μαύρη σακούλα που περιμένει να τα καταπιεί. Εκεί, στη μαύρη σακούλα σκουπιδιών ανθεί η δημοκρατία των αχρήστων, πριν οδηγηθεί στην ανακύκλωση. Στη διάφανη κάλπη υπάρχει ελάχιστος χώρος για ασκήσεις παρρησίας, όλο τον υπόλοιπο χώρο τον καταβροχθίζουν οράματα ή εμμονές εξουσίας.

Κι όμως, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι μέσα σ’ αυτή τη «δημοκρατία των αχρήστων» δεν χάνεται μια χρήσιμη ιδέα, ένα πολύτιμο απελευθερωτικό όραμα, ένα έξυπνο πολιτικό πρόγραμμα που βρίσκεται απείρως μπροστά από τη «δικτατορία των αρίστων» που διέπρεψε εις βάρος μας την τελευταία τετραετία. Μεγάλα πράγματα ξεκίνησαν από μικρές ομάδες πρωτοπόρων. Λίγες δεκάδες ανήσυχων ανθρώπων πλαισίωναν το 1848 την «Κομμουνιστική Λίγκα» και το διά χειρός Μαρξ και Ενγκελς «Μανιφέστο» της, που παραμένει ίσως το πιο επιδραστικό πολιτικό κείμενο όλων των εποχών, δίπλα στη θαμμένη στην εγκεφαλική χωματερή του μέλλοντος πρωθυπουργού «Πολιτεία».
Εντάξει, δεν λέω, ανάμεσα στους μικρότερους σχηματισμούς που διεκδικούν την ψήφο μερικών εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που βολεύονται στο 8% (συνήθως) των «λοιπών» στα εκλογικά αποτελέσματα, υπάρχει πολλή γραφικότητα, πολλή πλάκα, αρκετοί πετροβολημένοι και πυροβολημένοι, μπόλικος, φανερός ή υπόρρητος, νεοφασισμός. Αλλά όχι, ούτε στα κόμματα της «διαμαρτυρίας», της «αντι-συστημικής» ή και «αντι-πολιτικής» ψήφου όλοι είναι ίδιοι.

Προχθές, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, έπεσα πάνω στη διακαναλική συνέντευξη του Κινήματος Φτωχών Ελλάδος. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, με το 30% του πληθυσμού στο κατώφλι της φτώχειας κι άλλους τόσους κανονικά φτωχούς, έστω κι αν περνάνε ελάχιστα πάνω από τον πήχη της στατιστικής, είναι απορίας άξιο πώς δεν υπήρχε ένα κόμμα φτωχών, με όλες τις διαστρωματώσεις τους. Αλλά, βλέπετε, αυτή η ρημάδα η μεσαία τάξη, που αυξομειώνεται κατά βούληση, δεν αφήνει χώρο και ικμάδα στα κόμματα να ασχοληθούν με οποιονδήποτε άλλον πέρα ή κάτω απ’ αυτήν. Είδα λοιπόν, μεταξύ άλλων, τον Ηλία Λογοθέτη, τον Παύλο Κοντογιαννίδη και τον Χρήστο Βαλαβανίδη, ανθρώπους της τέχνης που έχουν χορτάσει δημοσιότητα, που κάποτε έμπαιναν σχεδόν καθημερινά σε εκατομμύρια σπίτια μέσω των τηλεοπτικών οθονών, να προσπαθούν να στριμώξουν το δικό τους λιτό μανιφέστο στα 45 λεπτά δημοσιότητας που τους διατέθηκαν τις μικρές ώρες της νύχτας. Το έκαναν χαλαρά, χωρίς άγχος, προφανώς γιατί δεν έχουν καμιά αυταπάτη για την εκλογική «μοίρα» τους. Αλλά δεν ήταν μια περφόρμανς από τρεις λαμπερούς ηθοποιούς, ήταν μια άσκηση παρρησίας, που την έκαναν με πεποίθηση. «Στην παγκόσμια πραγματικότητα το 90% των πληθυσμών δουλεύουν για το χρήμα, που ως μέσον το χρησιμοποιούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους, και το υπόλοιπο 10% απλά το χρήμα που έχουν συσσωρεύσει, δουλεύει γι’ αυτούς», λέει το μανιφέστο τους, και ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει στη διαπίστωση αυτή ή στην ακριβή -αν και απλοϊκή- ανασκόπηση δεκαπενταετίας που οδήγησε σε μαζική φτωχοποίηση μεγάλο μέρος του πληθυσμού που περιλαμβάνει το μανιφέστο τους. «Ο αδικημένος, με τον αδικημένο, για τον αδικημένο» είναι περίπου η πρότασή τους, που φυσικά κάθε άλλο παρά πρόταση εξουσίας είναι. «Τις μικρές εξουσίες να φοβάσαι», θυμάμαι να λέει πριν από μερικές δεκαετίες ο Κοντογιαννίδης σε έναν τηλεοπτικό ρόλο, υποθέτω ότι πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τις μεγάλες εξουσίες. «Ανθρωπον ζητώ», είπε περίπου ως άλλος Διογένης ο θυμόσοφος Λογοθέτης στη διακαναλική των «Φτωχών» κι ο Βαλαβανίδης, βραβευμένο «κουρέλι» το 1979 στη θρυλική ταινία του Νικολαΐδη, όταν του έγινε η σχετική πάσα είπε κάτι πολύ εύστοχο, χτυπώντας κατευθείαν Τέμπη: «Ενα κράτος κουρέλι δεν τραγουδάει, σκοτώνει».

Μην ανησυχείτε -αν τυχόν ανησυχείτε- η αναφορά μου στο Κίνημα των Φτωχών δεν είναι μια δήλωση υπερψήφισής τους, τα κριτήρια επιλογής είναι λίγο πιο περίπλοκα από εκφράσεις συμπάθειας. Απλώς παρατηρώ ότι στη «δημοκρατία των αχρήστων» που κρύφτηκε στις μεταμεσονύχτιες εκπομπές μπορεί να ειπώθηκαν μερικά πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα από τις κοτσάνες, τις μπαρούφες και τις αοριστίες κατά τις χιλιάδες ώρες ακατάσχετης φλυαρίας των ομιλουσών κεφαλών που διεκδικούν την ψήφο μας. Ή μας υποδεικνύουν τι να ψηφίσουμε ως μη όφειλαν, όπως ο μέχρι θανάτου μητσοτακόπληκτος «εθνικός τραγουδοποιός» Σαββόπουλος, που για άγνωστους λόγους πιστεύει ότι μπορεί να μας επηρεάζει όσο και τα τραγούδια του. Στην πιο απολίτικη, ιδεολογικά άχρωμη και ταξικά θολή προεκλογική αντιπαράθεση εδώ και πολλά χρόνια -παρότι η λαίλαπα Μητσοτάκη, η «δικτατορία των αρίστων» και η απαλλαγή απ’ αυτές επέβαλλαν ακριβώς το αντίθετο- κάποιες μικρές πινελιές παρρησίας, ιδεολογίας και οραμάτων που μπορεί να τρύπωσαν στη μεταμεσονύχτια Πνύκα ίσως σώζουν την ψυχούλα της δημοκρατίας.
Ετσι κι αλλιώς, σε αυτές τις εκλογές το μείζον ζήτημα είναι τι ΔΕΝ θα ψηφίσει, ποιον ΔΕΝ πρέπει να ψηφίσει κανείς, ποιος πρέπει να πάθει ντουβρουτζά την Κυριακή το βράδυ. Δικό σας συνάνθρωποι…

ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εμείς, υπόγειας διαδρομής,
το ’83 παχείς,
με «Τραπεζάκια Εξω» ευτυχείς,
σε κύμα ξαφνικό, στο «Ολυμπιακό»,
στο απόλυτο κενό.

Χιονιάς, βραδιές αστροφεγγιάς,
το βούισμα της συκιάς,
σ’ αυτή την ηλικία, ή μιλάς
της καθεμιάς γενιάς
καινούργιας και παλιάς,
ή κλείνεις και σιωπάς, για μας.

Σχεδόν πενήντα πέντε ετών,
με μπλοκ επιταγών,
χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν
τη γη του θησαυρού,
τους τίτλους τ’ ουρανού
το αίμα του Θεού.

Διονύσης Σαββόπουλος, «Του ’60 οι εκδρομείς» («Το κούρεμα», 1989)

Saturday, May 6, 2023

Unreal estate

Η Εφημερίδα των Συντακτών 6-7/5/2023

 Κατηφορίζω τη Φορμίωνος, ίσως τον πιο θορυβώδη και πυκνοκατοικημένο δρόμο του Παγκρατίου, που στην πραγματικότητα διαπερνά τρεις δήμους, τον Βύρωνα, την Αθήνα και σχεδόν ξυστά την Καισαριανή. Το Παγκράτι είναι ίσως ο ορισμός του οικιστικού κορεσμού εδώ και δεκαετίες, αλλά παραμένει περιοχή με μεγάλη ζήτηση, ιδιαίτερα από νέους, λόγω της εγγύτητας στο κέντρο της Αθήνας, της μεγάλης συγκοινωνιακής κάλυψης και της πληρότητάς του από άποψη αγοράς. Εχεις τα πάντα στα πόδια σου, που λέμε. Από σούπερ μάρκετ μέχρι ρουχάδικα κι από σουβλατζίδικα μέχρι σουσάδικα. Αρκεί να είσαι εξοικειωμένος με τον διαρκή θόρυβο, μέρα-νύχτα, στους βασικούς δρόμους που το διασχίζουν. 

Κοντοστέκομαι σε ένα μεσιτικό γραφείο, πάντα στη Φορμίωνος, που εκθέτει την πραμάτεια του στη βιτρίνα του. Ανακαινισμένα -ή απλώς περασμένα από φότοσοπ- διαμερίσματα ίσως μισού αιώνα και πλέον πωλούνται προς 2.500 έως 4.000 το τετραγωνικό. Τα μικρότερα προβάλλονται και ως «ακίνητα επένδυσης» και προφανής υπαινιγμός είναι ότι κάποιος που έχει 50.000 στην άκρη μπορεί να τα αποσβέσει σε ελάχιστα χρόνια δίνοντας για βραχυχρόνια μίσθωση μια ανακαινισμένη «τρυπούλα» 35 τετραγωνικών. Ο θόρυβος από τις βαλίτσες των βαλαντωμένων τουριστών που σέρνονται στα πεζοδρόμια υπογραμμίζει τις λαμπρές προοπτικές της επένδυσης. Το ίδιο κάνουν και τα κουδούνια των πολυκατοικιών, στις οποίες πληθαίνουν ταχύτατα οι συνώνυμοι ένοικοι «smart lock» (αν δεν μου το εξηγούσε η κόρη μου ακόμη θα αναρωτιόμουν, ο βλαξ, τι σόι όνομα είναι αυτό). 

Αφήνω τις πωλήσεις και χαζεύω τις ενοικιάσεις. Από 10 έως 20 ευρώ το τετραγωνικό τα ενοίκια. Εδώ οι εξωραϊσμοί και οι φωτοσοπιές είναι λιγότερες. Αυτό προσφέρουμε, κι αν σας αρέσει. Για 22 τετραγωνικά ζητάνε νοίκι 350 ευρώ. Τι χωράει σε 22 τετραγωνικά; Και τι χωράει στα 47 για τα οποία ένας φιλόδοξος ιδιοκτήτης ζητάει 750 ευρώ; Ας πούμε ότι στο πρώτο χωράει η ζωή ενός νέου ανθρώπου που ενδεχομένως σπουδάζει και πρέπει να τα βγάλει πέρα με τα 600 ευρώ που του στέλνουν οι γονείς του. Και στο δεύτερο, η ζωή ενός νέου ζευγαριού που με δυο μισθούς των 650 ευρώ πρέπει να επιβιώσουν. Ας πάρουν τα επιδοτούμενα δάνεια που τους προσφέρει ο Μωυσής για να αγοράσουν δικό τους, μία η άλλη θα έρθει, θα πει κανείς. Δηλαδή, ας δουλεύουν για τα επόμενα 25-30 χρόνια της ζωής τους σχεδόν αποκλειστικά για να ξοφλήσουν το δάνειο. Ισως είναι καλύτερα το πρόγραμμα «Σπίτι μου» να μετονομαστεί σε «Τόκοι μου». Η μόνη του πρόνοια είναι να μη χάσουν τα λεφτά τους οι τράπεζες. 

Εδώ και τέσσερα χρόνια ο Μωυσής φυσάει μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων του στη φούσκα του real estate. Η φούσκα, που περιλαμβάνει και τις ανάσες του Κυριάκου, καταλαμβάνει επιθετικά όλο τον χώρο των πόλεων και των γειτονιών που θα μπορούσαν να είναι φιλικά για τους νέους αστικά ενδιαιτήματα και απογειώνει τις τιμές των ακινήτων σε αβίωτα επίπεδα και τελικά κόβει τις δικές τους ανάσες. Το real estate του Μωυσή είναι ένα κλείσιμο ματιού στην απληστία και στον κυνισμό που δεν έχει καμιά σχέση με αγορά, προσφορά και ζήτηση. Είναι ένα unreal estate. Ο όρος υπάρχει, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι εννοεί αυτό που εννοώ. Αλλοι τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν τα άυλα στοιχεία της ακίνητης περιουσίας -τα σχέδια, τα νομικά έγγραφα που τη συνοδεύουν- κι άλλοι για να υποδηλώσουν μια αγορά ακινήτων που κινείται στα όρια της παραίσθησης μικροϊδιοκτητών και μεγαλοϊδιοκτητών. Αλλά αυτή η παραίσθηση, που οδήγησε έναν ζάμπλουτο Ελβετό να σκάσει 18 εκατομμύρια για ένα διαμέρισμα «με ανεμπόδιστη θέα σε όλο το λεκανοπέδιο», για εκατοντάδες χιλιάδες νέους προκαλεί μια πραγματική αίσθηση ασφυξίας. Εξελίσσεται σε έναν κανονικό διωγμό τους από τα σπίτια, τις γειτονιές, τις πόλεις. Ο,τι κινείται, σαν το τρένο των Τεμπών, μπορεί και να τους σκοτώσει. Ο,τι είναι ακίνητο, σαν την πανάκριβη γη των Αθηνών, τους εξορίζει. Ο θυμός τους για όσα τους επιφυλάσσει το ζοφερό unreal estate του Μωυσή είναι η μόνη μας ελπίδα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Δεν ξέρω πώς έμπλεξα μ’ αυτή τη δουλειά. Κάθε μέρα παίζω κυνηγητό με τα πράγματα – πότε με πιάνουν, πότε τους ξεφεύγω. Με τον χρόνο. Τον χώρο. Είμαι ήδη εκεί, πριν ακόμη φύγω από δω. Είμαι ήδη στο αύριο, πριν τελειώσει το χθες. Είμαι ήδη εγώ στο αύριο, πριν καλά καλά προλάβω να με καταλάβω - να με νιώσω, να με σκεφτώ στο σήμερα. Είμαι ήδη κάποια άλλη πριν προλάβω να γίνω κάποια άλλη. Αλλά ποιος θα σταθεί να κοιτάξει αυτό που είναι ήδη εκεί πριν καν φύγει από εδώ; Τα αληθινά όρια είναι αόρατα - ποιος μπορεί να τα δει; 

Χρήστου Οικονόμου «Πες της»