Saturday, March 30, 2013

Η Ευρώπη του φόβου


(Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 30/3/2013)
 
Παρ’ ότι η Ευρώπη κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες συμπεριφερόταν σαν το νησί της χαράς, στην πραγματικότητα οικοδομήθηκε πάνω στον φόβο. Μια ορατή πηγή του φόβου μέχρι το 1989 ήταν για την τότε ΕΟΚ η ύπαρξη ανταγωνιστικού πόλου στην ίδια ήπειρο, αυτού που -κατ’ ευφημισμόν- αποκαλείτο υπαρκτός σοσιαλισμός. Ωστόσο, ο υπαρκτός καπιταλισμός της Ευρώπης, που στον πυρήνα του ήταν κυρίως ο γαλλογερμανικός άξονας, αντλούσε τα οικοδομικά του υλικά από πέντε θεμελιώδεις φοβίες που διαπέρασαν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από τον Α΄ μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο πρώτος φόβος είναι αρχέγονος, αλλά την περίοδο 1939-1945 απέκτησε διάσταση υπαρξιακή για την ανθρωπότητα: ήταν ο φόβος του θανάτου, της ολοκληρωτικής καταστροφής, ενσαρκωμένης κυρίως στη ναζιστική θηριωδία. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες με αρκετή προθυμία εκχώρησαν σταδιακά κομμάτια εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας τους προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη του εφιάλτη. Κάτι αντίστοιχο, εξάλλου, γινόταν παράλληλα στην ανατολική Ευρώπη με την KOMEKON, έστω κι αν εκεί οι κυριαρχίες των χωρών εκχωρήθηκαν μέχρι εξαφανίσεως.

Ο δεύτερος μεγάλος φόβος, αποτέλεσμα της εμπειρίας της Μεγάλης Ύφεσης που μετανάστευσε από τις ΗΠΑ, σάρωσε την Ευρώπη και έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία, αφορούσε τη μαζική ανεργία και την καταστροφική ύφεση που οδηγούσε τα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην απόλυτη φτώχεια. Πάνω στον φόβο αυτό οικοδομήθηκε ένα οικονομικό μοντέλο που, αντλώντας την έμπνευσή του από το κεϊνσιανό πρότυπο, ορκιζόταν διαρκή ανάπτυξη και πλήρη απασχόληση. Παρ’ ότι ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης δεν αποκλείει μαζική ανεργία, σε γενικές γραμμές η Ε.Ε. προσηλώθηκε στη διαρκή οικονομική μεγέθυνση, έστω και άνισα κατανεμημένη στα μέλη της.
Ο τρίτος φόβος των ευρωπαϊκών κοινωνιών ήταν ο φόβος του πληθωρισμού και της νομισματικής αστάθειας. Η πληθωριστική φοβία ήταν κυρίως χαρακτηριστικό της γερμανικής κοινωνίας, που λάτρευε το ισχυρό μεταπολεμικό μάρκο της. Αλλά όταν συναντήθηκε με την επέλαση του μονεταρισμού και του νεοφιλελευθερισμού στις ευρωπαϊκές ελίτ, αποτέλεσε το θεμέλιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Παραδόξως, η ίδια φοβία κινητοποίησε τόσο τις κοινωνίες και ηγεσίες που δέχθηκαν να μπουν στο ευρώ, όσο και εκείνες που επέλεξαν να αποστασιοποιηθούν, όπως οι Σκανδιναβοί ή οι Βρετανοί.

Ο τέταρτος μεγάλος φόβος που χειραγώγησε τις κοινωνίες στην ευρωπαϊκή ομπρέλα ήταν ο φόβος της κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας. Φυσικά, άλλη διάσταση έχει αυτός ο φόβος για τις ελίτ κι άλλη για την «πλέμπα». Η συνισταμένη του, ωστόσο, ήταν μια παρατεταμένη κοινωνική ειρήνη, διακοπτόμενη από μερικά εκπληκτικά διαλείμματα, όπως ο Γαλλικός Μάης ’68, τα οποία πάντως δεν προκάλεσαν οριστική αποσταθεροποίηση σχεδόν σε καμιά χώρα. Τα πολιτικά συστήματα επέδειξαν αντοχές και προσαρμοστικότητα. Ωστόσο, το βασικό μέσο «εξαγοράς» της κοινωνικής ειρήνης σε όλη την Ε.Ε. ήταν ένα σχετικά γενναιόδωρο μοντέλο κοινωνικής προστασίας, ενσωματωμένο και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ο πέμπτος φόβος των ευρωπαϊκών κοινωνιών αφορούσε την ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία κάθε μορφής θυμίζει σε κάθε Ευρωπαίο ότι υπάρχει. Η περιουσιακή ασφάλεια έγινε κατά κάποιο τρόπο η υπέρτατη ελευθερία και το υπέρτατο δικαίωμα υπό προστασία από τους θεσμούς της Ε.Ε.. Αν και βασικοί αποδέκτες αυτής της προστασίας ήταν οι κάτοχοι κεφαλαίου -παραγωγικού, επενδυτικού ή χρηματοπιστωτικού-, η ελευθερία απόκτησης και διακίνησης περιουσιακών στοιχείων ήταν η μόνη από τις τρεις ιδρυτικές ελευθερίες της Ε.Ε. (οι άλλες είναι των αγαθών και των προσώπων) που μέχρι τώρα δεν αντιμετώπιζε περιορισμούς για κανένα.

Εδραιωμένες πάνω στα πέντε θεμέλια του φόβου, η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη βρίσκονται σε μια περίεργη μεταβατική φάση. Οι ηγετικές ελίτ καταρρίπτουν ένα προς ένα τα προστατευτικά τείχη πίσω από τα οποία κατευνάζονταν οι φοβίες των Ευρωπαίων. Ακολουθώντας αντίστροφα τη σειρά με την οποία απαριθμήσαμε τις φοβίες στις οποίες στηρίχθηκε η «ευρωπαϊκή νεύρωση», διαπιστώνουμε ήδη το τέλος της τελευταίας. Η απόφαση για την Κύπρο κήρυξε επίσημα τον θάνατο της περιουσιακής ασφάλειας στην Ευρώπη και για κάθε Ευρωπαίο. Έχει σημασία, βέβαια, να δούμε πώς θα καταλήξει η διελκυστίνδα για το πόσο και ποιες από τις αποταμιεύσεις είναι εγγυημένες στο πλαίσιο της εκκολαπτόμενης «τραπεζικής ένωσης». Ωστόσο, είναι προφανές ότι έχει χαραχθεί μια μη αναστρέψιμη πορεία. Οι καταθέσεις είναι ο τελευταίος σταθμός μιας σαρωτικής «κουράς» στα δημόσια και στα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία των Ευρωπαίων. Στις χώρες των μνημονίων πήρε καθολικές διαστάσεις. Δεν γλίτωσαν ούτε οι μισθοί, ούτε τα «μερίδιά» των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία, ούτε οι αξίες των ακινήτων τους, ούτε τα ομόλογα, τα αμοιβαία κεφάλαια, οι μετοχές τους. Ό,τι αφήνουν όρθια τα μνημόνια τα αποτελειώνει η αβυσσαλέα ύφεση. Ακόμη και η μαζική φυγή ελληνικών καταθέσεων ύψους 80 δισ. εν ονόματι του «κινδύνου της δραχμής», εκτός από εκδήλωση φόβου, ήταν και μια αντικειμενική υποβάθμιση της αξίας τους, αφού εμπεριέχει το ρίσκο της επαναφορολόγησης. Όση «λαμογιά» και απληστία κι αν κρύβει αυτή η φυγή, δεν παύει να είναι μια διάρρηξη των τελευταίων ψηγμάτων εμπιστοσύνης (Πίστης) στον τραπεζικό Λεβιάθαν.
Έπειτα ο φόβος της πολιτικο-κοινωνικής αστάθειας επανέρχεται για να μείνει στη διαρκώς ανασχεδιαζόμενη Ευρώπη. Ο πονηρός προφήτης κ. Γιούνκερ έχει τους λόγους του να προειδοποιεί για τον κίνδυνο «κοινωνικής επανάστασης» στην Ευρώπη (αν και τα κεφάλαια που «παρκάρουν» στο Λουξεμβούργο δεν θα «εξεγερθούν», απλώς θα μεταναστεύσουν όταν σφίξει ο κλοιός γύρω από τα τραπεζικά «πλυντήρια»). Ωστόσο, η πρόβλεψή του είναι ακριβής. Η ορμητική επιστροφή του φόβου στις ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι απίθανο να μην εκτονωθεί σε «εκρήξεις», έστω κι αν αυτές είναι χρονικά απροσδιόριστες και δεν έχουν την ιστορική, «εσωτερική τάξη» μιας επανάστασης. 

Έπεται ο φόβος του πληθωρισμού που επιστρέφει από την πίσω πόρτα. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την ΕΚΤ ότι έχει παρεκκλίνει στο ελάχιστο από την αντιπληθωριστική της «ορθοδοξία», διατηρώντας υπό έλεγχο το κόστος του χρήματος. Αλλά αυτό έχει σημασία μόνο για χώρες που έχουν έναν έστω ελάχιστο ρυθμό ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, το ευρώ των μνημονιακών χωρών έχει ήδη χάσει μεγάλο μέρος της αξίας του λόγω της βαθιάς ύφεσης και ο πληθωρισμός επιστρέφει σ’ αυτές ως στασιμοπληθωρισμός – μια συνάρτηση ύφεσης, ανεργίας και υψηλών τιμών. Αν προσθέσει κανείς το λεγόμενο «country risk» που ωθεί τις επιχειρήσεις να εγκαταλείπουν την Ευρωζώνη του Λυκόφωτος, τις χώρες του Νότου, μπορεί να αντιληφθεί γιατί ο μέσος Έλληνας, Κύπριος ή Πορτογάλος καταναλωτής θα βλέπει με απόγνωση να μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στα χρήματα που έχει στην τσέπη και στις τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Για τον φόβο της μαζικής ανεργίας μιλούν οι αριθμοί που ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι σχεδιαστές της Ευρωζώνης ούτε εκπλήσσονται ούτε συγκινούνται από τα ρεκόρ στην αχρήστευση και απαξίωση του ανθρώπινου δυναμικού. Αντιθέτως, βλέπουν εδώ το ιδεώδες κίνητρο ολικής κατεδάφισης του μεταπολεμικού κοινωνικού μοντέλου, εν ονόματι μιας φθηνότερης και ταχύτερης κινητικότητας του εργατικού δυναμικού.

Έτσι, καταλήγουμε στον αρχέγονο φόβο του θανάτου, τον μόνο που αφήνει κάποιο ηθικό έρεισμα στο αποτρόπαιο οικοδόμημα. Μια ευθεία σύνδεση μνημονίων και θανάτου έγινε προ ημερών σε έρευνα της ιατρικής επιθεώρησης «Lancet», που κατέγραψε τις θανατηφόρες επιπτώσεις της λιτότητας στα συστήματα υγείας. Αν, ωστόσο, αυτός ο φόβος χάνεται στη βουβή καθημερινότητα των αυτοκτονιών, των υπερηλίκων και χρόνια ασθενών που σβήνουν εγκαταλείποντας τις θεραπείες τους, ο άλλος, ο παραλυτικός φόβος ενός νέου ευρωπαϊκού ολοκαυτώματος δεν είναι πια απών. Ο ανταγωνισμός της λιτότητας, η διάρρηξη κάθε στοιχείου κοινωνικής συνοχής, οι φραγμοί στα μεταναστευτικά ρεύματα, η υπόθαλψη του ρατσισμού, η επιστροφή των εθνικισμών είναι τα εύφλεκτα υλικά με τα οποία οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν παγιδεύσει ολόκληρη την ήπειρο σε μια κατάσταση που δεν είναι μεν πόλεμος, αλλά απέχει πολύ από το να είναι η ειρήνη που υπόσχονταν οι εμπνευστές της ενοποίησης. Το χειρότερο είναι πως όλοι οι παίκτες της ευρωπαϊκής σκακιέρας είναι οπλισμένοι σαν αστακοί, με οπλικά συστήματα που ο Χίτλερ ούτε να τα φανταστεί μπορούσε.
Αν η «ενωμένη Ευρώπη», λοιπόν, έχει αποτύχει να αποδεσμεύσει τους Ευρωπαίους από τους θεμελιώδεις φόβους τους, τι κίνητρο έχουν αυτοί να εμποδίσουν το ξεθεμέλιωμά της;
 
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ο φόβος αυτός (του θανάτου) ήταν απολύτως δημοκρατικός: πλούσιοι και φτωχοί έτρεμαν το ίδιο μπροστά σ’ αυτό το αιώνιο άγνωστο.
Το να πεθάνεις σε κατάσταση οικονομικής εξαθλίωσης, κατεξοχήν αντιδημοκρατική πηγή φόβου, ήταν επονείδιστο. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο φόβος της έσχατης ένδειας δεν συνδεόταν κατά κύριο λόγο με την απογοήτευση επειδή δεν μπορούσε κάποιος «να αφήσει πίσω του» κληρονομήσιμα πλούτη. Το να πεθάνεις χωρίς να αφήσεις περιουσία στην οικογένειά σου μπορεί να ήταν απερίσκεπτο, αλλά δεν ενέπνεε τρόμο. Αντίθετα, ο φόβος της φτώχειας ήταν φόβος ότι «θα περάσεις τις τελευταίες μέρες σου στο πτωχοκομείο» και επομένως «θα ταφείς δημοσία δαπάνη και θα αναπαύεσαι αιωνίως στον αγρό του κεραμέως», μοίρα που προκαλούσε ανησυχία σε πολλούς απόρους στα τέλη εκείνου του αιώνα. Το άτομο που πέθαινε σε έσχατη ένδεια θα το ξαπόστελναν να αναπαυτεί οριστικά μαζί με αγνώστους σε κάποιον μαζικό τάφο και θα τον σκέπαζαν με στρώμα από άσβηστο ασβέστη για να επιταχύνουν την αποσύνθεση. Δεν θα τοποθετούσαν πλάκα να μνημονεύει τη ζωή του, κι αυτό θα επιβεβαίωνε συμβολικά ότι κανείς δεν θα θυμόταν τον θάνατο του απόρου, ούτε βέβαια θα τον θρηνούσε. Και μόνον ο φόβος ότι θα μπορούσες να έχεις τέτοια μοίρα θα μπορούσε να είναι θανάσιμος…

Joanna Bourke, «Φόβος, στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και του 20ού αιώνα»

 

 

 

 

 

Saturday, March 23, 2013

Η μαφία του μάρκου



(Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 23/3/2013) 

 Επειδή αρκετά κράτησε η πλάκα με την άφαντη συμμορία της δραχμής -για συμμορία της κυπριακής λίρας δεν έπεσε κάτι στην αντίληψή μου τις μέρες που η κυπριακή τραγωδία πήρε τη σκυτάλη από την ελληνική -, καιρός να σοβαρευτούμε και να μιλήσουμε για τη μόνη ληστρική και αποτελεσματική δρώσα συμμορία της Ευρωζώνης: τη συμμορία του μάρκου. Δηλαδή, τι συμμορία, εδώ μιλάμε για κανονική μαφία του μάρκου. Που μέχρι στιγμής δρα ως μαφία του ευρώ.

Απ’ την αρχή της ελληνικής κρίσης, το απόλυτο μέσο ψυχολογικού εκβιασμού όχι μόνο των 11 εκατομμυρίων Ελλήνων, αλλά και των 500 εκατομμυρίων κατοίκων της Ε.Ε., ήταν η προστασία των καταθετών. Πάνω σ’ αυτό το επιχείρημα που εκθείαζε ως απαραβίαστο δικαίωμα την αποταμίευση οικοδομήθηκε ολόκληρη η μηχανή διάσωσης με χρήματα των φορολογουμένων των ευρωπαϊκών τραπεζών που είχαν πλημμυρίσει με τοξικά σαπάκια. Στο ίδιο επιχείρημα στηρίχθηκε ο σφαγιασμός των μισθών, των συλλογικών συμβάσεων, του ασφαλιστικού συστήματος, κάθε ίχνους κοινωνικής προστασίας, των δημόσιων συστημάτων υγείας και η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους εν γένει στην Ευρώπη. Αυτό πραγματοποιήθηκε με ακραίο τρόπο στην Ελλάδα, με κάπως ηπιότερο τρόπο στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία και σε λιγότερο θανατηφόρες δόσεις σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Όλα στο όνομα της προστασίας των καταθετών, που στο μεταξύ, ανάλογα με το ύψος των καταθέσεων που είχαν να ρισκάρουν (ή να κρύψουν), το ’ριξαν στο κυνήγι του θησαυρού. Δηλαδή του ασφαλούς αποθετηρίου. Και, μαντέψτε πού κυρίως μετέφεραν τα χρήματά τους, όσοι τουλάχιστον είχαν την ευχέρεια να αξιοποιούν τη μόνη ζωντανή ελευθερία στην Ε.Ε., την ελευθερία κίνησης κεφαλαίων: στη Γερμανία, στη Βρετανία, στο Λουξεμβούργο, στην Ελβετία, και σε μικρότερο βαθμό στην Κύπρο και μερικούς ακόμη από τους λεγόμενους φορολογικούς παραδείσους.

Όλο το αυταρχικό οικοδόμημα της Ευρωζώνης την τελευταία τριετία θεμελιώθηκε πάνω στην αποτροπή του κινδύνου κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος από ένα bank run, μια μαζική έφοδο στα γκισέ των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ακόμη και το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων -«μοναδική περίπτωση», κατά τη ρητορική των ευρωκρατών, όπως τώρα το κούρεμα των κυπριακών καταθέσεων- επιβλήθηκε εν ονόματι μιας «δικαιοσύνης» η οποία προβλέπει τη δίκαιη τιμωρία όσων ανέλαβαν υπερβολικούς κινδύνους στο χρέος πιστωτικά ανυπόληπτων χωρών, σε αντίθεση με τους προνοητικούς αποταμιευτές που δεν τους άξιζε να εκτεθούν σε ανάλογους κινδύνους. Στο πλαίσιο της «δικαιοσύνης» αυτής, άλλωστε, προβλέπεται και η ολοκλήρωση της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης ως τραπεζικής ένωσης, με την ενιαία εποπτεία των τραπεζικών ιδρυμάτων από την ΕΚΤ και τον ενιαίο μηχανισμό εγγύησης καταθέσεων, που υποτίθεται ότι πρέπει να αποφασιστεί μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο.

Κατά τα φαινόμενα, η γερμανική ελίτ, που μοιράζεται με ελάχιστους τις βαθύτερες σκέψεις της, αποφάσισε να κάνει την υπέρβαση. Η προτεσταντική ηθική επέπρωτο να επεκταθεί και στις καταθέσεις και σε όσους άφρονες τις εμπιστεύονται σε χώρες μειωμένης αξιοπιστίας ή φορολογικής χαλαρότητας. Το καινούργιο επιχείρημα του Σόιμπλε, ότι δηλαδή και οι καταθέτες, μετά τους ομολογιούχους, οφείλουν να αναλαμβάνουν τους κινδύνους που τους αναλογούν έναντι ενός αναξιόπιστου τραπεζικού συστήματος, παραβιάζει τα ιερά και τα όσια του καπιταλισμού των τελευταίων τριών αιώνων. Ο ισχυρισμός πως η Κύπρος είναι μια «ειδική και μοναδική» περίπτωση αποτελεί καραμπινάτη απάτη και θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί η Λαγκάρντ του ΔΝΤ βάζει πλάτη σ’ αυτό. «Η Κύπρος», λένε, «έχει έναν δυσανάλογο με το ΑΕΠ της τραπεζικό τομέα», περίπου δεκαπλάσιο. Τότε, τι να πει κανείς για τους φορολογικούς παραδείσους που φιλοξενούνται στην Ευρώπη, με τραπεζικούς τομείς εκατονταπλάσιους του σχεδόν μη μετρήσιμου ΑΕΠ τους; Το Λουξεμβούργο, πληθυσμιακά ανάλογο της Κύπρου και με ετήσιο ΑΕΠ 43 δισ., έχει τραπεζικό τομέα με ενεργητικό 1,1 τρισ. Ήτοι, 25 φορές το ΑΕΠ του. Κι αν η ιδιαιτερότητα του Μεγάλου Δουκάτου ως παγκόσμιου πλυντηρίου είναι αποδεκτή λόγω του μικρού του μεγέθους, τι θα πουν οι ευρωκράτες για τη Βρετανία, που με ΑΕΠ 1,7 τρισ. έχει ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα με ενεργητικό σχεδόν 10 τρισ. ευρώ (πενταπλάσιο) ή για την ίδια τη Γερμανία, που διαθέτει το ένα τέταρτο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των 27 της Ε.Ε., με ενεργητικό τετραπλάσιο του ΑΕΠ της (9 τρισ. ευρώ); Κι αυτό, χωρίς να υπολογίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που ελέγχουν οι ημικρατικές περιφερειακές τράπεζες της χώρας (Landesbank), που μεταξύ άλλων είναι και μια θαυμάσια κρυψώνα για σημαντικό μέρος του χρέους της.

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η θεαματική μεταστροφή των Γερμανών κατά του ταμπού της αποταμίευσης είναι μια αιφνίδια προσχώρηση στον κλασικό κεϊνσιανισμό που μετά βδελυγμίας απέρριπταν και στην εξ ίσου κλασική συνταγή της «ευθανασίας του ραντιέρη», την οποία ο Κέινς εισηγήθηκε την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης για να χρηματοδοτηθούν η ανάπτυξη και η απασχόληση. Καμία σχέση (προσωπικώς δεν θα είχα καμία αντίρρηση να θυσιαστεί μέρος της «νεκρής εργασίας» που είναι θαμμένη στις αποταμιεύσεις, προκειμένου να διασωθεί η ζωντανή εργασία που σήμερα σφαγιάζεται κατά προτεραιότητα. Αλλά θα άντεχαν οι ευρωκράτες τέτοια προδοσία στην Πίστη; Την τραπεζική, εννοείται…).

Θα μπορούσε, επίσης, να δει κανείς στον όλο χειρισμό μια προσπάθεια γεωπολιτικής προβολής της Γερμανίας στην ευρύτερη περιοχή  της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου η μυρωδιά των υδρογονανθράκων καθιστά την Κύπρο και την Ελλάδα θηράματα των νέων αποικιοκρατών και των ανταγωνισμών τους. Αυτό παίζει, αλλά είναι ακόμη ασαφές αν οι υδρογονάνθρακες είναι πράγματι πεδίο ανταγωνισμού της Γερμανίας με τη Ρωσία ή, αντιθέτως, πεδίο σύγκλισης και υπόγειων συνεννοήσεων εν όψει μιας νέας ενεργειακής Γιάλτας.  Κανείς από τους δυο παράγοντες δεν δείχνει να βιάζεται. Και μπορεί βάσιμα να υποθέσει κανείς ότι και οι δύο έχουν λόγους να προσβλέπουν σε μια πιο φθηνή διευθέτηση, με μια κατεδαφισμένη οικονομικά και πολιτικά Κύπρο.

Αλλά, υπάρχει πιθανότατα κάτι βαθύτερο που βασανίζει τον πυρήνα της γερμανικής ελίτ κι όσων την ακολουθούν πειθήνια. Ή έχουν αποφασίσει ότι το έκτρωμα που έχουν κτίσει ως Ευρωζώνη δεν σώζεται με τίποτα, οπότε καλόν είναι να πάρουν τα μέτρα τους από τώρα, ή ωριμάζει εντός τους η ιδέα να είναι αυτοί που θα δώσουν την αποφασιστική κλοτσιά για την κατεδάφισή του, με την επιστροφή στο μάρκο ή σε ένα ευρώ των ολίγων και εκλεκτών. Υπολογίζουν, και πολύ σωστά, ότι μια παρατεταμένη κατάσταση καρκινοβασίας της Ευρωζώνης θα δημιουργήσει συνθήκες ανασφάλειας και φυγής στους κατόχους του χρήματος. Αν αυτή η ανασφάλεια επιμεριστεί σωστά στην καθημαγμένη και ανυπόληπτη περιφέρεια της Ευρωζώνης, το χρήμα θα αναζητήσει ασφάλεια στα κατά τεκμήριο ασφαλέστερα γκισέ. Όπως ακριβώς συνέβη με τα κεφάλαια που επενδύουν σε κρατικό χρέος και κατευθύνθηκαν στα γερμανικά ομόλογα, διευκολύνοντας τη Γερμανία να δανείζεται ακόμη και με αρνητικά επιτόκια, έτσι ελπίζουν ότι θα συμβεί και με τις καταθέσεις. Η γερμανική ελίτ, πρωτίστως ο χρηματοπιστωτικός πυρήνας της, θέλει να οχυρωθεί πίσω από βουνά χρήματος. Να μαζέψει όσο το δυνατό περισσότερα κεφάλαια από τη διαλυμένη ευρωπαϊκή περιφέρεια, όσα τουλάχιστον δεν ακολουθούν τον Δρόμο του Μεταξιού, τις ασιατικές οικονομίες.

Η μαφία του μάρκου (ή του σκληρού ευρώ) ρισκάρει.  Μπορεί η επιλογή για την Κύπρο να ήταν απλώς ένας ακραίος πειραματισμός, αλλά φωτίζει αρκετά τι είδους μηχανισμό εγγύησης καταθέσεων θέλει η γερμανική ελίτ να προωθήσει στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, ή τι εκπλήξεις μπορεί να συνοδεύσουν το επόμενο κούρεμα του ελληνικού χρέους. Μια ακόμη διχοτόμος χαράσσεται στην Ευρώπη, αυτή τη φορά ανάμεσα στα υγιή, «καθαρά» τραπεζικά συστήματα, από τη μια, και στα ύποπτα «πλυντήρια» από την άλλη (εξαιρούνται, φυσικά, τα «δικά μας» καθωσπρέπει «πλυντήρια»). Εκείνο που δεν μετρά η μαφία του μάρκου (ή του σκληρού ευρώ) είναι ότι το νέο τείχος από χρήμα πίσω από το οποίο πασχίζει να οχυρωθεί στο τέλος θα πλακώσει και την ίδια.  
 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Αποταμίευση. Μια σεβαστή ομολογώ
μορφή χορτάτη ευθανασίας.

Εν μέρει καλά τα λέει ο μύθος.
Έπρεπε να λογικευτούν λίγο τα τζιτζίκια
να βάλουν στη μπάντα μισό τραγούδι για το κρύο
να εξοικονομούν ολίγην
της ύπαρξής τους ασωτεία.

Έξω απ’ το χορό, καλά τα λέει ο μύθος.
Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.
Δεν αποταμιεύεται η ένταση.
Δεν θα ’θελε κι αυτή να ζει περισσότερο.
Όμως δεν αποταμιεύεται. Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.

Κι είπα, έτσι που τη βλέπω
Σωρηδόν να κείται άταφη άψαλτη
να της ρίξω ένα ολάνθιστο Αμήν
πριν τη διαμελίσει η κατακραυγή
πριν τη σύρουν τροφή στη φωλιά τους
κάτι τομάρια εαυτούλικα μερμήγκια.
Κική Δημουλά, «Υπέρ ασωτείας» (Συλλογή «Χαίρε ποτέ»)

 

 

 

 

 

Friday, March 15, 2013

Το πριγκιπάτο της φαυλότητας



(Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 15/3/2013)


«Τις μικρές εξουσίες να φοβάσαι», έλεγε ο ρεπόρτερ - ερευνητής Πρίφτης, ήρωας του ομώνυμου σίριαλ του 1991, εποχή κατά την οποία η ιδιωτική τηλεόραση μπουσούλαγε, τολμούσε τη σάτιρα και δεν είχε εξελιχθεί σε τερατώδη διαπλοκή. Ο Πρίφτης, για όσους δεν θυμούνται ή δεν ξέρουν λόγω ηλικίας, ήταν η καρικατούρα ενός δημοσιογράφου που κυνηγούσε τις μεγάλες αποκαλύψεις κατά της εξουσίας, αλλά πάντα σκόνταφτε στη μικροεξουσία των ιδιοκτητών της εφημερίδας του. Εξ ου και ο πικρός καημός του: «Τις μικρές εξουσίες να φοβάσαι!».
Στο μεταξύ, οι εξουσίες μεγάλωσαν. Έγιναν γιγαντιαίες, δυσκίνητες, τόσο που δεν χωρούσαν στον ελλαδικό μικρόκοσμο, έπιασαν όλο τον χώρο και τον χρόνο, μέχρι που έσκασαν όλες μαζί, σαν φούσκες. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ελληνικής κρίσης, που η τεράστια κοινωνική πλειοψηφία τη ζει σαν τραγωδία και η ελίτ σαν φάρσα, είναι η ταχύτητα με την οποία συρρικνώθηκαν οι μικρομέγαλες εξουσίες μπροστά στην εισβολή των επιτηρητών με τη θεσμική περιβολή της τρόικας. Οι τραπεζίτες, η επιχειρηματική διαπλοκή, το μιντιακό λόμπι, οι προμηθευτές, το κομματικό σύστημα, τα «πελατάκια» που τους περιστοιχίζουν, τα golden boys and girls που πηγαινοέρχονταν μεταξύ ακριβοπληρωμένων κρατικών θέσεων και ιδιωτικών οφιτσίων, υποθέτοντας ότι ολόκληρο το σύμπαν θα συνωμοτούσε πάντα για να τους εξασφαλίζει χρήμα και κύρος.

Αυτή η συνθήκη έχει ανατραπεί. Όχι μόνο γιατί το μνημόνιο και η τρόικα έχουν επιβάλει ανοικτά όρους προτεκτοράτου στη διακυβέρνηση της χώρας. Αλλά και γιατί η ίδια η θεσμική εξέλιξη της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, μέσω του δημοσιονομικού συμφώνου και του συμφώνου για το ευρώ, αφαιρεί μεγάλο μέρος κρατικής κυριαρχίας από την πολιτική τάξη κάθε χώρας. Εξ ου και οι μικρές πολιτικές «εξεγέρσεις» τύπου Ιταλίας, που καταγράφονται ακόμη και από πολιτικούς τύπου Μπερλουσκόνι κατά του «4ου Ράιχ». Δεν ξύπνησε ο αντιιμπεριαλιστής μέσα τους. Απλά, πασχίζουν να διατηρήσουν ζωτικό χώρο για την άσκηση της εξουσίας τους. Τι λόγο ύπαρξης θα έχουν τα κομματικά τους πολυκαταστήματα, αν όλα αποφασίζονται στις Βρυξέλες, στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο;
Αυτός ο νέος καταμερισμός εξουσίας, στην περίπτωση της Ελλάδας εφαρμόζεται σε τόσο ακραία εκδοχή, ώστε φέρνει το κομματικό σύστημα στα όρια υπαρξιακής κρίσης. Αποσταθεροποιεί ένα παραδοσιακό σύστημα νομής της εξουσίας που βασιζόταν στην ανακύκλωση προσώπων και ρόλων από τις ΔΕΚΟ στις τράπεζες, από τις τράπεζες στα κρατικά πόστα και από εκεί στην άμεση εμπλοκή στην πολιτική ή στην υπουργοποίηση. Και αντιστρόφως. Μαζί με αυτόν τον κύκλο (αυτο)εξυπηρετούμενων αποσταθεροποιείται και ο κύκλος των εξυπηρετούμενων: επιχειρηματίες τρόφιμοι του Πρυτανείου, συστηματικά διευκολυνόμενοι μεγάλοι φοροφυγάδες, σταθεροί πλειοδότες των στημένων διαγωνισμών, προνομιακοί δανειολήπτες των τραπεζών, διεφθαρμένοι κρατικοί αξιωματούχοι. Το μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αποσταθεροποίηση του παραδοσιακού συστήματος αλληλοεξυπηρέτησης πολιτικής και οικονομικής ελίτ το δείχνουν θεαματικά οι χειροπέδες, τα εντάλματα σύλληψης και της φυλακής τα σίδερα, πίσω από τα οποία βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη άνθρωποι που είχαν «ευεργετήσει» τόσο γενναιόδωρα την πολιτική και επιχειρηματική πελατεία.

Το σχέδιο «εξυγίανσης» του ελλαδικού προτεκτοράτου που εφαρμόζει μεθοδικά η τρόικα δεν έχει, βέβαια, αγαθές προθέσεις για την κοινωνία. Το αντίθετο, μάλιστα. Διαπνέεται από βαθύτατη μισανθρωπία, από έναν χωρίς προηγούμενο κοινωνικό κυνισμό, από καταστροφικές ιδεοληψίες και από μια αδιαπραγμάτευτη, αρπακτική ιδιοτέλεια, για λογαριασμό των πιστωτών, οι οποίοι θεωρούν πως πρέπει να πάρουν στο πολλαπλάσιο «τη λίβρα κρέας» που τους αναλογεί για όσα μας δανείζουν. Ο δημόσιος πλούτος της χώρας αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο μεγάλου πλιάτσικου και το ανθρώπινο δυναμικό ως μυϊκή μάζα προς εκμετάλλευση, ως υποζύγια του χρέους ή ως πελατεία πολυκαταστήματος.
Αλλά η εφαρμογή αυτού του «εξυγιαντικού» σχεδίου διαπνέεται από μιαν αντίφαση. Η ολοκλήρωσή του προϋποθέτει τη διαμεσολάβηση της εγχώριας πολιτικής ελίτ – εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχει σκεφθεί κανείς στην Ε.Ε. ή στο ΔΝΤ το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής εισβολής και της εγκατάστασης μιας κανονικής κατοχικής κυβέρνησης. Υπάρχει, λοιπόν, μια λεπτή κόκκινη γραμμή που πρέπει να χαραχτεί με προσοχή, εν είδει μιας νέας διάκρισης εξουσιών. Η τρόικα και οι πιστωτές έχουν καταστήσει σαφές, διά του μνημονίου, ποιο κομμάτι της διακυβέρνησης θεωρούν πως τους ανήκει. Πρώτα απ’ όλα, ό,τι έχει σχέση με τη ροή του χρήματος. Έπειτα, ό,τι σχετίζεται με τη διαχείρισή του. Και, τέλος, ό,τι αφορά στην αξιοποίηση κάθε πηγής πλούτου. Πρακτικά αυτό μεταφράζεται στους εξής τομείς: έλεγχος του τραπεζικού συστήματος (μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και του EFSF), έλεγχος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, δηλαδή του κρατικού ταμείου (στόχος που προσεγγίζεται μέσω πολιτικά στεγανών φορολογικών μηχανισμών ή μέσω του «υπερυπουργού» εσόδων) και, τέλος, έλεγχος της δημόσιας περιουσίας (ρόλος που ανατέθηκε στο ΤΑΙΠΕΔ, του οποίου ωστόσο ίσως δεν έχουμε δει την έσχατη εκδοχή). Γύρω από αυτούς τους ημιαυτόνομους από την συμβατική πολιτική εξουσία πόλους, υπάρχουν και μερικοί ακόμη υποδεέστεροι, αλλά όχι ασήμαντοι, που τελούν υπό την άμεση ή έμμεση πολιτική των πιστωτών: το Παρατηρητήριο της Αυτοδιοίκησης. Οι Ανεξάρτητες Αρχές που εποπτεύουν επιμέρους αγορές και, κατά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, πρέπει να μείνουν «προστατευμένες» από την πολιτική διελκυστίνδα και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, προσηλωμένες στην αγνή, «τεχνοκρατική» μεθοδολογία της. Κι ακόμη ένα σωρό άλλες «μικρές εξουσίες», σαν αυτές που φοβόταν ο Πρίφτης: η Task Force του Ράιχενμπαχ ή τα συμβούλια της Ελληνογερμανικής ή της Ελληνογαλλικής συνεργασίας.

Οι δυνάμεις που έφεραν το μνημόνιο και τους επιτηρητές έχουν θεωρητικά συναινέσει σ’ αυτή την ευρεία εκχώρηση κυριαρχίας και άσκησης διακυβέρνησης προς τους εκπροσώπους των πιστωτών. Κινήθηκαν, όμως, με την πεποίθηση ότι η ισχνή φλούδα εξουσίας που τους απομένει είναι αρκετή για να κρατήσουν την πολιτική τους οντότητα ως κόμματα, ως πολιτικοί μηχανισμοί, ως λόμπι διαπλοκής. Τώρα, ανακαλύπτουν ότι δεν τους αρκεί. Όσα διαδραματίστηκαν το τελευταίο δεκαήμερο στις υποτιθέμενες διαπραγματεύσεις με την τρόικα για απίστευτης ανοησίας τεχνικά θέματα, όπως το αν οι δόσεις εξόφλησης των οφειλών στο Δημόσιο θα είναι 36 ή 48, αποκαλύπτουν μια ασάφεια στη χάραξη της «λεπτής κόκκινης γραμμής». Και μιαν ένταση γύρω από τη νέα κατανομή εξουσίας. Η συγκυβέρνηση, και πρωτίστως το Μαξίμου, μπορεί να «ανέχθηκε» τις επιλογές της τρόικας στο ΤΧΣ, αλλά κινήθηκε με αγχώδη ταχύτητα για να καλύψει τα κενά που προέκυψαν από τη βολική δικαστική καραμπόλα στην ηγεσία του ΤΑΙΠΕΔ, στις ΔΕΚΟ και στις κρατικές θέσεις που επηρεάστηκαν, ή σε κομβικούς μηχανισμούς όπως οι φορολογικοί. Αλίευσε στελέχη από τον γνώριμο κύκλο ανακυκλώσιμων προσώπων, από την κλασική επετηρίδα που περιλαμβάνει κομματικούς επιτελείς, ταλιμπάν της αγοράς και ανθρώπους που το έχουν δίπορτο μεταξύ επιχειρηματικότητας και κρατικών θώκων, οι οποίοι εκθειάζονται για την τεχνοκρατική τους επάρκεια, αλλά σέρνουν πίσω τους μακριές σκιές σκανδάλων τύπου ΑΓΕΤ-Calcestruzzi, με εμπλοκή ακόμη και της Κόζα Νόστρα. 
Αποτυχημένοι πολιτευτές, μάνατζερ που τους ξέβρασε η ύφεση, αστέρες της τρικομματικής Γιάλτας «4-4-2», άνθρωποι με σκιώδες παρελθόν αποτελούν την ανθρώπινη πρώτη ύλη με την οποία η συγκυβέρνηση προσπαθεί να περισώσει ένα πριγκιπάτο της φαυλότητας μέσα στο βαθύ «ανεξάρτητο» κράτος που θέλει να εγκαθιδρύσει η τρόικα στο ελλαδικό προτεκτοράτο. Αυτό το παιχνίδι νομής της εξουσίας -σταθερά ερήμην και εις βάρος της κοινωνίας- είναι προς το παρόν ελεγχόμενο. Ακολουθεί μια προβλεπόμενη σκηνοθεσία κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης. Αλλά, ταυτόχρονα, περιέχει το σπέρμα μιας ενδεχόμενης ρήξης. Το παρατηρεί κανείς στις λεπτές αποχρώσεις της φωνής των κυβερνητικών εταίρων, όταν αποφασίζουν να την υψώσουν λίγο παραπάνω από όσο επιτρέπει το μνημονιακό σαβουάρ βιβρ. Αν μάλιστα αυτό το διακριτικό προς το παρόν μπρα ντε φερ συνεχιστεί με φόντο μιαν «εξυγίανση» που εξελίσσεται σε καλπάζοντα καθολικό καρκίνο, ποιο κίνητρο θα μείνει στους «έπαρχους» να δηλώνουν υποταγή και πίστη στους «ύπατους»;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
οι τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.
Κ. Π. Καβάφη, «Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.»

Saturday, March 9, 2013

Το τέλος της ιστορίας


(Επενδυτής, 9/3/2013)

Ένας διάσημος αγγλόφωνος συγγραφέας, πολυβραβευμένος δημιουργός best sellers, ευαισθητοποιημένος από τον μακρινό απόηχο της ελληνικής κρίσης στην πατρίδα του, αποφάσισε να συνθέσει το αφήγημά της, ένα λογοτεχνικό χρονικό με όλα τα γοητευτικά συστατικά αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Συναρπασμένος από το νέο του εγχείρημα, ταξίδεψε στην Ελλάδα. Για δύο μήνες, Μάιο και Ιούνιο του 2012, που για καλή του τύχη ήταν και προεκλογικοί, παρατηρούσε, παρακολουθούσε, μάζευε πληροφορίες και υλικό. Πήγε σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, συμμετείχε σε διαδηλώσεις, μίλησε με κάθε καρυδιάς καρύδι – δημόσιους υπάλληλους, εργάτες, συνταξιούχους, ανέργους, συγγενείς αυτοχείρων, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, ανθρώπους της κυβέρνησης, εκπροσώπους των κομμάτων, αντιεξουσιαστές, νεοναζί, ακόμη και με ανθρώπους από τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας που μάλλον γοητεύονταν στην ιδέα ότι μπορεί να απαθανατιστούν ως σκοτεινές, αλλά καταλυτικές φιγούρες ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου. Με το ογκώδες υλικό της έρευνάς του, ο συγγραφέας επέστρεψε στην πατρίδα του και αποσύρθηκε στο ησυχαστήριό του, μια αγροικία έξω από μια ήρεμη κωμόπολη, με θέα μια μικρή λίμνη.

Η φιλοδοξία του συγγραφέα ήταν να δώσει στο έργο του τη διάσταση ενός κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού έπους, με κλιμάκωση αρχαίας τραγωδίας και στο ύφος του σκληρού ρεαλισμού με τον οποίο πάντα κέρδιζε κοινό και κριτικούς. Προβληματίστηκε αρκετά για τους χαρακτήρες που θα έβαζε στο κέντρο της μυθοπλασίας. Ταλαντεύτηκε για το αν οι κεντρικοί ήρωές του θα ήταν πρόσωπα της εξουσίας, κατά τεκμήριο υπαίτιας της κρίσης, ή τα ανυποψίαστα θύματά της, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που είδαν τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια τους. Αναρωτήθηκε αν το κέντρο βάρους έπρεπε να είναι η πολιτική ή αν θα ήταν προτιμότερο να επικεντρώσει στα τραυματικά βιώματα απλών ανθρώπων. Τελικώς, κατέληξε σε μια ιδέα συνθετική: ο κεντρικός του ήρωας θα ήταν ένας άνθρωπος που σε ελάχιστο χρόνο διατρέχει την κοινωνική κλίμακα από πάνω προς τα κάτω. Πρακτικά, θα περιέγραφε μια δραματική πτώση, μιαν εις Άδου καθοδο.

Σε αδρές γραμμές, η σύλληψή του ήταν η εξής: Πολλά υποσχόμενος ώριμος επιχειρηματίας, με πολύ καλές διασυνδέσεις με τα κόμματα εξουσίας και με κέντρα της διαπλοκής των οποίων ήταν πρόθυμος δορυφόρος, φανατικός οπαδός των νεοφιλελεύθερων ιδεών και συστηματικός αποδέκτης κρατικών επιδοτήσεων, κοινοτικών ενισχύσεων και γενναιόδωρων τραπεζικών χορηγήσεων με τις οποίες μέσα σε μια δεκαετία έστησε και ξέστησε κάμποσα επικερδή επενδυτικά πρότζεκτ σε οτιδήποτε καινοτόμο εμφανιζόταν, από φωτοβολταϊκά μέχρι διαδικτυακές πωλήσεις, έρχεται αντιμέτωπος με τη χρεοκοπία. Η ροή του χρήματος από κάθε πηγή διακόπτεται, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δάνειά του και τα χρέη του στο Δημόσιο, αφήνει απλήρωτους κι ανασφάλιστους δεκάδες υπαλλήλους του, χάνει το σπίτι του και το αγαπημένο του εξοχικό σε νησί των Κυκλάδων, η δίμετρη γκόμενά του -μοντέλο που έχει κάνει κι ένα πέρασμα από το «Όλα» του Αναστασιάδη- τον παρατάει, η πρώην γυναίκα του τον βομβαρδίζει με αγωγές για τη διατροφή, τα παιδιά του δεν του μιλάνε κι ο ίδιος καταλήγει ανέστιος και πένης. Οι κολλητοί του τού δίνουν μερικές ευκαιρίες να βγάζει κανένα μεροκάματο, αλλά τα κύματα των απολύσεων τον παρασέρνουν το ένα μετά το άλλο, αδύνατο να στεριώσει σε δουλειά. Και δεν έχει προϋποθέσεις για επίδομα ανεργίας. Το προσωπικό του αδιέξοδο κλιμακώνεται παράλληλα με το αδιέξοδο της χώρας, κάποια στιγμή φλερτάρει με την ιδέα της αυτοκτονίας, αλλά η μοναδική του πραγματική απόπειρα με χάπια εξελίσσεται σε μια γελοία δηλητηρίαση που καταλήγει σε κάθαρση με κανονικό καθαρτικό, κι όχι αυτήν που θα ταίριαζε σε μια τραγωδία. Κάποιοι γνωστοί του τον βλέπουν τον Ιούνιο του 2011 στις πρώτες γραμμές των Αγανακτισμένων, να φωνάζει και να μουντζώνει με πάθος, έπειτα τα ίχνη του χάνονται. Αλλά ο παντογνώστης συγγραφέας τον παρακολουθεί σε μια σκοτεινή διαδρομή που περνάει μέσα από απελπισμένες και ατυχείς προσπάθειες να ανακτήσει τις παλιές πολιτικές του επαφές στα κόμματα που συγκυβερνούν, μια εξίσου ατυχή βολιδοσκόπηση του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης πια, συνεχίζεται με ένα πέρασμα από τη Χρυσή Αυγή που του υπόσχεται δουλειά, αλλά του ζητάει και βρομοδουλειά, και καταλήγει στις επαφές του με μια νεοσύστατη ομάδα που ονειρευόταν αντάρτικο πόλεων -τα νεότερα μέλη της θα μπορούσαν να είναι παιδιά του- στην οποία προσφέρει τεχνογνωσία στόχων. Για ένα διάστημα μοιάζει να έχει βρει τον εαυτό του ή, τουλάχιστον ένα δοχείο εκτόνωσης του θυμού του, μέχρι που συλλαμβάνεται. Όχι για τρομοκρατία, αλλά για χρέη στο Δημόσιο.

Ο συγγραφέας μας, που θα ήθελε πολύ να αποσπάσει τον τίτλο του Ντοστογιέφσκι του 21ου αιώνα από τους ανταγωνιστές του. Είναι συναρπασμένος από την τοιχογραφία που έχει ξεδιπλώσει, αλλά πιστός στη φιλοδοξία του να ακολουθήσει γραμμή ελληνικής τραγωδίας, δυσκολεύεται να καταλήξει στο τέλος της ιστορίας που θα πρέπει να υπηρετεί τον στόχο της κάθαρσης. Αλλά, καθώς η ζωντανή ιστορία είναι σε πλήρη εξέλιξη, είναι αναγκασμένος να μελλοντολογήσει. Κι εκεί κολλάει. Παθαίνει μπλακ άουτ. Οι εκδότες του τον πιέζουν, βιάζονται μην τους προλάβουν πραγματικές εξελίξεις κι αποφασίζουν να διευκολύνουν τον συγγραφέα. Στέλνουν τα χειρόγραφά του σε τρεις ταλαντούχους νέους συγγραφείς και τους ζητούν να δώσει ο καθένας το δικό του τέλος της ιστορίας.
Ο πρώτος συνθέτει ένα κεφάλαιο που κάνει ένα χρονικό άλμα. Πέντε χρόνια μετά τη σύλληψή του, ο ήρωάς μας εμφανίζεται αποκαταστημένος σε ένα νέο περιβάλλον, σταθερός υπεργολάβος γερμανικής εταιρείας που διαχειρίζεται τη νέα πηγή πλούτου, τα σκουπίδια. Έχοντας μυστηριωδώς διαγράψει το σκοτεινό παρελθόν του, προβάλλεται ως ένα από τα επιτυχέστερα επιχειρηματικά start up και διαπραγματεύεται θέση γραμματέα υπουργείου στην κυβέρνηση του Ευρωπαϊκού Κόμματος -προϊόντος σύνθεσης Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ κ.ά.- που στηρίζεται στην ανοχή της Χ.Α.

Ο δεύτερος νέος συγγραφέας οδηγεί το τέλος της ιστορίας σε μια αιματηρή εξέγερση που θυμίζει τη «Σιδερένια Φτέρνα» του Λόντον και βυθίζει στο χάος για πολλές εβδομάδες τη χώρα, με τον ήρωά μας σε ρόλο μεσόκοπου Γαβριά στα οδοφράγματα να συγκρούεται άλλοτε με τη μισοδιαλυμένη Αστυνομία και άλλοτε με τις πολύ πιο οργανωμένες ένοπλες ομάδες της Χρυσής Αυγής. Η εξέγερση μεταδίδεται αστραπιαία σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι διαφεύγουν με ελικόπτερα από κρατικά μέγαρα και η μισή Ευρώπη μετατρέπεται σε ένα τεράστιο εργαστήριο κοινωνικών και πολιτικών πειραματισμών λατινοαμερικανικού τύπου.
Ο τρίτος συγγραφέας, οπαδός των θεωριών συνωμοσίας, πιάνει το νήμα από τη σύλληψη του ήρωα και τον καθιστά επίκεντρο σειράς αποκαλύψεων που εμπλέκουν κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης και επιταχύνουν την κατάρρευσή της. Το «ατύχημα» της σύλληψης γίνεται η αφορμή να ξεδιπλωθεί το μεγαλύτερο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο που τα έχει όλα: μίζες, απάτες, χρηματοδοτήσεις νεοναζιστών, τρομοκρατία, ακόμη και σεξ. Το κομματικό σύστημα καταρρέει, η τρόικα εγκαταλείπει την Ελλάδα, από τις εκλογές που ακολουθούν προκύπτει μια νέα πολιτική Βαβέλ και μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας που αντιμετωπίζει το δίλημμα εξόδου από το ευρώ. Αλλά τη λύση σ’ αυτό δίνουν τελικά όχι οι Έλληνες, ούτε οι Ιταλοί και οι Ισπανοί, που βρίσκονται σε ανάλογη κρίση, αλλά οι Γερμανοί. Η Μέρκελ χάνει τις εκλογές και ο μεγάλος συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων που ακολουθεί προσφεύγει σε δημοψήφισμα για την επιστροφή της Γερμανίας στο μάρκο.

Περιττό να πούμε πως οι εκδότες ενθουσιάζονται με την τρίτη εκδοχή, ενώ ο συγγραφέας θεωρεί ότι η πρώτη είναι προτιμότερη, καθώς εμπεριέχει στοιχεία τραγικής ειρωνείας, αλλά αφήνει τους εργοδότες του να επιλέξουν – κι αυτοί, αβέβαιοι, βάζουν τις τρεις εκδοχές σε κλήρωση. Ο ίδιος ο συγγραφέας κρατάει το προνόμιο του τίτλου. «Το τέλος της ιστορίας», τιτλοφορεί το βιβλίο του, κι ας είναι το μόνο που δεν είχε γράψει. Τον διασκεδάζει αυτός ο αυτοσαρκασμός, αλλά κι ο σαρκασμός για εκείνον τον ανεκδιήγητο Φουκουγιάμα που το «Τέλος της ιστορίας» του αποδείχθηκε αρχή της ανοησίας του.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
κι συ μου λες μας περιμένει η μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό

Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
μα τα κελιά μας είναι χωριστά
σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά

Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
φωνή εντόμου τώρα είν’ η φωνή μου
φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί.

Άλκη Αλκαίου, «Ρόζα» (από τον δίσκο του Θ. Μικρούτσικου «Στου αιώνα την παράγκα», 1996)

 

 

 

Saturday, March 2, 2013

Κοπή πίτας



(Επενδυτής, 2/3/2013)
 
Αν και είναι Μάρτης, αρκετοί ακόμη γιορτάζουν την έλευση του δυσοίωνου  2013. Σύλλογοι, ενώσεις, σωματεία, επιχειρήσεις, κάθε είδους συλλογικότητα, υπαρκτή ή σφραγίδα, δεν διανοείται να παραλείψει το έθιμο της κοπής της πίτας. Ευκαιρίας δοθείσης, μαζεύουν και κανένα φράγκο από τα μέλη, συμπληρώνουν το event με φαγοπότι και καμιά λαχειοφόρο αγορά και αναδιανέμουν ένα μέρος του μικρού συλλογικού τους πλούτου με λίγο κρασί, τα φλουριά  της πίτας για τους τυχερούς και τις κληρώσεις δώρων- «ευγενείς χορηγίες» γενναιόδωρων εμπόρων και επαγγελματοβιοτεχνών της γειτονιάς. Αν σας έχει τύχει να παρευρεθείτε σε κοπή πίτας, ίσως έχετε παρατηρήσει πόσο έχουν φτωχύνει τα «πλούσια δώρα» και πόσο έχει θολώσει η λιτότητα το glam του εθίμου.
Η κοπή της πίτας έχει κάτι εξ ορισμού άδικο. Αν και η διανομή της θα ήταν απλούστατη -τόσα κομμάτια όσα και οι παρευρισκόμενοι-, το έθιμο επιβάλλει εξαρχής την ανισοκατανομή της. Θυμάστε τη σειρά; Του σπιτιού, αν και τα σπίτια δεν τρώνε πίτες, του Χριστού, που αποκλείεται επίσης να διεκδικήσει το κομμάτι του, της Παναγίας, που, αφού δεν τρώει ο γιος της, μάλλον δεν θα ζητήσει το δικό της, του φτωχού – αλλά ποιου απ’ όλους τους φτωχούς και ποιος θα τον αναζητήσει… Και ακολουθούν τα κομμάτια της πλέμπας, στα οποία ναι μεν η πρόθεση είναι να κοπούν ισομερώς, αλλά, επειδή όποιος έχει το μαχαίρι έχει και την πίτα, κατά κανόνα είναι γενναιόδωρος με τα κομμάτια των πρώτων και τσιγκούνης με τα μερίδια των τελευταίων, που περιορίζονται σε καχεκτικές φλοίδες πίτας. Αυτή η γενναιοδωρία υπέρ των απόντων και ανύπαρκτων είναι το θεμελιώδες τρικ της ανισότητας. Διότι, ασχέτως του σε ποιον αφιερώνονται τα κομμάτια της πίτας, κάποιος τα τρώει τελικά. Κι είπαμε, δεν είναι ούτε ο Χριστός ούτε ο φτωχός.

Εξοικειωμένοι καθώς είμαστε μ’ αυτήν την ηθική, συμβολική απάτη, αποδειχθήκαμε μάλλον έτοιμοι να αποδεχθούμε και μιαν άλλη, ανήθικη και διόλου συμβολική. Όπως οι βασιλόπιτες απισχναίνονται σε εποχή ανέχειας ακόμη κι αν πρόκειται να μοιραστούν στα μέλη του Συλλόγου των Απανταχού Κωλοπετεινιτσιωτών, έτσι κι η πίτα του κοινωνικού πλούτου μικραίνει σε περίοδο ύφεσης. Πολύ περισσότερο αν έχουμε μιαν ύφεση αβυσσαλέα, με βάθος ανάλογο της καταστροφής που θα προκαλούσε ένας μακροχρόνιος πόλεμος, καλή (δηλαδή, κακή) ώρα σαν τη δική μας. Το επιχείρημα με το οποίο αποκρούουν την κοινωνική δυσφορία οι απολογητές του μνημονιακού τόξου είναι πως δεν είναι της ώρας η κουβέντα για τη κατανομή της πίτας, διότι προηγείται η αύξησή της. Ακούγεται εντελώς λογικό, με το δεδομένο ότι η ετήσια «πίτα» (το ΑΕΠ), που το 2009 ήταν γύρω στα 260 δισ., φέτος μετά  βίας θα φτάσει τα 180 δισ.. Τι να φτάσει; Αν δώσεις τα κομμάτια του Χριστού, της Παναγίας, του σπιτιού, του φτωχού, του τραπεζίτη, του εργολάβου, του προμηθευτή, του κόμματος, της πελατείας, του μεσάζοντα, της διαπλοκής, του ξένου επενδυτή, του εγχώριου πλιατσικολόγου και, υπεράνω όλων, του πιστωτή, ιδιώτη ή θεσμικού, τι μένει; Τα ψίχουλα. Τόσα ώστε να οδηγούν το 1/3 του πληθυσμού στη φτώχεια (με στοιχεία Eurostat), το άλλο 1/3 στην ανεργία και το υπόλοιπο σε κατάσταση φορολογικού καταδίκου: dead man taxing...

Αλλά, οι μνημονιόφρονες -πάνω κάτω οι ίδιοι άνθρωποι που βρίσκονται «στα πράγματα» τις τελευταίες δεκαετίες- τα ίδια έλεγαν και στην προ μνημονίου κατάσταση ευημερίας και αναπτυξιακού πρωταθλητισμού: το πρόβλημα δεν είναι η δίκαιη κατανομή της πίτας, αλλά η αύξησή της, ώστε το κομμάτι που αναλογεί στον καθένα χρόνο με χρόνο να αυξάνεται. Η άνιση κατανομή της πίτας είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την αύξησή της, αφού η απληστία -τι να κάνουμε, καπιταλισμό έχουμε- είναι το βασικό ψυχολογικό κίνητρο για την αύξηση του πλούτου από αυτούς που τον κατέχουν προνομιακά. Αν στερήσουμε αυτή τη δυνατότητα από τους κατόχους του πλούτου, θα τον αποσύρουν από τις επενδύσεις, από τις καταθέσεις και από την πολυτελή τους κατανάλωση κι απ’ ό,τι εξασφαλίζει την κινητοποίηση του κεφαλαίου, τη μεγέθυνση και την απασχόληση.
Ως παρεπόμενο επιχείρημα υπονοείται ότι η ύφεση έχει πολλαπλάσια καταστρεπτικά αποτελέσματα ακριβώς επειδή εξαλείφει τον «πολλαπλασιαστή της ανισότητας», εξουδετερώνει το κίνητρο του πλουτισμού γιατί, υποτίθεται, πλήττει τους πάντες, και τους πάνω και τους κάτω της κοινωνικής πυραμίδας, μικραίνει περίπου ομοιόμορφα για όλους τα κομμάτια της πίτας και, τελικά, επιβάλλει μια «αντιπαραγωγική ισότητα» που δεν συμφέρει κανέναν. Ούτε τον ζαμπλουτίδη, που βλέπει την αξία των περιουσιακών του στοιχείων να συρρικνώνεται, ούτε τον πάμπτωχο, που μένει απλώς χωρίς ίχνος περιουσιακού στοιχείου. Το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να αποκαταστήσουμε τη λειτουργία του «πολλαπλασιαστή της ανισότητας», να δώσουμε ευκαιρίες προνομιακής πρόσβασης των κατόχων του πλούτου, ξένων και εγχώριων, στον δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο που απαξιώνεται, να πολλαπλασιάσουμε τα κίνητρα πλουτισμού, φορολογικής ασυλίας και αμνηστίας για να επιτύχουμε ένα αποτέλεσμα win win -που θα ’λεγε και ο ΓΑΠ- για όλους.

Εκείνο που ο συλλογισμός αυτός αποκρύπτει είναι ότι ο «πολλαπλασιαστής της ανισότητας», η βασική συνθήκη «κοπής της πίτας» του κοινωνικού πλούτου, όχι μόνο δεν αναστέλλεται, αλλά ίσα ίσα εκτροχιάζεται σε περιόδους κρίσης και ύφεσης. Τελικά αποδεικνύεται βασικός συντελεστής της. Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ, αφού κράτη και φορολογούμενοι φορτώθηκαν τις ζημίες των τραπεζών, τα αμερικανικά πιστωτικά ιδρύματα ανακοίνωσαν κέρδη ρεκόρ, ύψους 142 δισ. δολαρίων. Είναι η δεύτερη καλύτερη επίδοση της ιστορίας τους, κι αυτό την ώρα που η αμερικανική οικονομία ταλαντεύεται στο χείλος του «δημοσιονομικού γκρεμού». Στην Ευρώπη, οι 265 μεγαλύτερες επιχειρήσεις το 2012 συγκέντρωσαν ρευστότητα ρεκόρ, ύψους σχεδόν μισού τρισ. ευρώ και τριπλάσια σε σχέση με το 2011, την ώρα που μοιράζουν σαν στραγάλια χαρτιά απόλυσης και εδραιώνουν την ύφεση σε όλη την Ευρωζώνη. Οι χίλιοι πλουσιότεροι άνθρωποι που ζουν στη Βρετανία -πιστοληπτικά υποβαθμισμένη πλέον και  μπροστά σε τριπλή ύφεση- αύξησαν τον πλούτο τους στα 414 δισ. δολάρια. Ο δείκτης Bloomberg Billionaires ανακοίνωσε (με ταξική αλαζονεία) ότι οι 100 πλουσιότεροι του κόσμου αύξησαν το 2012 την προσωπική τους περιουσία κατά 183 δισ. δολάρια, στα 1,4 τρισ. δολάρια, σχεδόν 6 φορές το ελληνικό ΑΕΠ.

Και οι Έλληνες πλούσιοι; Γνωρίζουμε πως, με τον απαράμιλλο πατριωτισμό τους, φυγάδευσαν στο εξωτερικό καταθέσεις 100 δισ., γνωρίζουμε πως εξάντλησαν τις ευκαιρίες που τους έδωσαν η ύφεση και οι μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» για να μειώσουν το εργατικό κόστος κατά 20%, ξέρουμε ότι υποβάλλουν τις επιχειρήσεις τους σε συστηματική αποεπένδυση για να μη ρισκάρουν κεφάλαια που μετέτρεψαν σε προσωπική περιουσία, τους βλέπουμε να μπαινοβγαίνουν στο Μαξίμου, στο ΤΑΙΠΕΔ και στα υπουργικά γραφεία διαπραγματευόμενοι προνομιακούς χειρισμούς, τους παρατηρούμε να ακροβολίζονται μαζί με τους ξένους επενδυτές για το μεγάλο πλιάτσικο σε βάρος των ΔΕΚΟ, αλλά και του ιδιωτικού πλούτου. Και υποψιαζόμαστε ότι κάνουν χοντρό παιχνίδι μετοχικής απαξίωσης δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο. Με 37 δισ. ευρώ αποκτά κανείς όλη την εισηγμένη στο Χ.Α. επιχειρηματικότητα, αλλά γιατί να βιαστεί αν μπορεί να την αποκτήσει και με 27 ή 17 δισ.;
Αν ξεπεράσει, λοιπόν, κανείς την παραπλανητική λειτουργία των χαμηλών αποτιμήσεων του πλούτου στην καθημαγμένη οικονομία, αντιλαμβάνεται ότι η ύφεση λειτουργεί σαν μια λεόντεια κοπή πίτας υπέρ των κατόχων του πλούτου, μια τερατώδης ανακατανομή του υπέρ της εγχώριας και ξένης οικονομικής ελίτ – όχι ολόκληρης βεβαίως, θα μετρήσει κι αυτή θύματα. Αλλά η νέα λειτουργία του «πολλαπλασιαστή της ανισότητας» είναι ότι, όταν επιστρέψει η ανάπτυξη και αποκατασταθούν οι μηχανισμοί ανοδικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, οι πλούσιοι θα μετρούν υπεραξίες και οι φτωχοί μόνο πληγές και απώλειες. Ξεχάστε την υπόσχεση του win win καπιταλισμού. Η κοπή της πίτας προβλέπει την εξής σειρά: του Χριστού, της Παναγίας, του σπιτιού, του νοικοκύρη και… τέλος. Ο φτωχός και οι υπόλοιποι ας πάνε σε άλλη πίτα.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

- Λοιπόν, Άννα. Απ’ ό,τι ακούσαμε, αισθάνεσαι πολύ καλά, ούτε άρρωστη ούτε τίποτα. Και τα πας καλά στο σχολείο. Τα πας καλά στη γραφή και την ανάγνωση, μας λέει η μητέρα κι ο πατέρας σου.
- Μάλιστα.
- Έχεις διαβάσει αρκετά βιβλία;
- Ναι, κάμποσα.
- Βλέπεις, αυτές εδώ οι κυρίες κι οι κύριοι που κάθονται... Αυτοί έχουν διαβάσει όλα τα βιβλία. Κι όταν έχεις διαβάσει τόσο πολύ, τότε ξέρεις και πάρα πολλά. Κι επίσης έχουμε και το πλεονέκτημα της πείρας.
- Έτσι είναι. Μακράς εμπειρίας, θα πρόσθετα.
- Γι’ αυτό γνωρίζουμε πώς και τι να κάνουμε. Και, Άννα, γνωρίζεις άλλο ένα πράγμα, αν έχεις διαβάσει τόσο πολύ. Γνωρίζεις τι δεν μπορεί να γίνει, τι είναι αδύνατο. Επειδή δεν μπορείς να κάνεις ό,τι σου ’ρθει στο κεφάλι. Ένα μερμήγκι, για παράδειγμα, δεν μπορεί να φάει έναν ελέφαντα. Είναι αδύνατο. Κι όταν είναι τα γενέθλιά σου, δεν μπορούν να ’ρθουνε όλοι στο πάρτι. Αν έρχονταν, τότε όλοι θα έπαιρναν ένα μικρό κομματάκι τούρτας. Σαν ψίχουλο! Τόσο μικρό που δεν θα το ’βλεπες! Δεν θα ’χε πλάκα το πάρτι.
- Όχι, γαμώτο!

Ρόι Άντερσον, «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο»