Saturday, May 29, 2010

Περί αλώσεων (29/5/2010)

«Ω Ρωμαίοι φιλάργυροι, δημηγέρτες, τραδιτόροι οπού ετραδίρετε την πατρίδα σας, οπού ο βασιλιάς σας ήτονε πτωχός και σας επαρακάλαε με τα δάκρυα στα μάτια να τους δανείσετε φλωρία διά να δώσει, να μαζώξει πολεμιστάδες ανθρώπους, να βοηθήσωνε και να πολεμήσουνε κι εσείς αρνιέστε μεθ’ όρκου πως δεν έχετε και είστε πτωχοί!»Ας κάνουμε λίγο Ιστορία, ένεκεν επετείου.
Έτσι έβριζε την αριστοκρατία του Βυζαντίου ο ανώνυμος συγγραφέας του «Βαρβερινού Κώδικα» για την προδοτική της στάση κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Μας παρέδωσε μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία και ερμηνεία της Άλωσης, χρήσιμη και για τις «αλώσεις» που ακολούθησαν τους πεντέμισι αιώνες που μεσολάβησαν από την αποφράδα 29η Μαΐου 1453. Δεν ξέρω αν πράγματι ο Παλαιολόγος παρακάλαγε δακρυσμένος τους αριστοκράτες του χρήματος να σκάσουν χρήματα. Το βέβαιο είναι ότι η κοινωνική ελίτ της Πόλης, οι κάτοχοι του πλούτου της, την έκαναν γυριστή. Στις 50 μέρες της πολιορκίας είτε μετέφεραν τα φλωρία τους σε ασφαλέστερα μέρη, είτε φρόντιζαν να εξασφαλίσουν ασυλία από το οθωμανικό καθεστώς που βρισκόταν έναν βήμα πριν από την κατάληψη της Πόλης. Κι αρκετοί, οι περισσότεροι, το πέτυχαν όπως αποδεικνύει η ευρύτατη χρήση της φαναριώτικης αριστοκρατίας στον διοικητικό μηχανισμό του σουλτάνου.

Η προδοσία είχε κι άλλες διαστάσεις. Κοινό μυστικό είναι η στάση των ανθενωτικών που προτιμούσαν μια παράδοση στον Μωάμεθ από τη συμμαχία και την ένωση με τη Δυτική Εκκλησία. «Κρειττότερόν εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακίολιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν», έλεγε ο μέγας λογοθέτης Νοταράς (δηλαδή πρωθυπουργός) κι ο κοσμάκης της Πόλης, που είχε απαυδήσει από τη διαφθορά που επικρατούσε στη μητρόπολη της αυτοκρατορίας, το υιοθετούσε και το εκλαΐκευε αναλόγως: «Καλύτερα σαρίκι τουρκικό, παρά τιάρα παπική». Βεβαίως, ο Νοταράς, που προσέβλεπε στην εύνοια του Μωάμεθ του Πολιορκητή, ούτε το κεφάλι του γλίτωσε ούτε τη ρετσινιά του δωσίλογου απέφυγε.

Υπάρχουν και χειρότερα. Ο κλήρος και οι μοναχοί. Γνωστός ο ρόλος του Γεννάδιου Σχολάριου, φανατικού πολέμιου κάθε αντίστασης στους Οθωμανούς, που αμέσως μετά την Άλωση ο Μωάμεθ τον αντάμειψε με το αξίωμα του Πατριάρχη. Γύρω από τον Γεννάδιο ωστόσο υπήρχε ένας ολόκληρος στρατός αστράτευτων, μοναχών και κληρικών, που κατά ορισμένους υπολογισμούς ήσαν ίσως και πάνω από 150.000 μάχιμοι άνδρες οι οποίοι αρνήθηκαν να πολεμήσουν, στερώντας από την Κωνσταντινούπολη την κρίσιμη δύναμη που θα μπορούσε να αποτρέψει το αναπότρεπτο.

Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά, θα αναρωτηθείτε. Όχι, δεν ξύπνησε το πατριωτικό κτήνος μέσα μου, ούτε οραματίζομαι μαρμαρωμένους βασιλιάδες και ανάκτηση της Βασιλεύουσας. Απλώς, η επέτειος της Άλωσης μας θυμίζει ότι οι αυτοκρατορίες αλλά και τα μικρά βασίλεια, οι οικονομικές υπερδυνάμεις αλλά και οι ισχνές δημοκρατίες δεν αλίσκονται (= καταστρέφονται, εκπορθούνται) μόνο από την εξωτερική πλευρά των τειχών τους. Αλίσκονται και εκ των ένδον. Ο μύθος της Πόλης μιλά για την κερκόπορτα και οι μαρτυρίες, όχι απαραίτητα ισοβαρείς κι όλες εξίσου αξιόπιστες, δηλούν πως υπήρχαν πολλοί κάτοικοι της Βασιλεύουσας έτοιμοι ν’ ανοίξουν στους γενίτσαρους την κρυφή πύλη της προδοσίας. Βαριά λέξη, αλλά ποια άλλη να χρησιμοποιήσει κανείς γι’ αυτό το ετερόκλητο πλήθος ρασοφόρων, αριστοκρατών, γραφειοκρατών του Βυζαντίου που στέρησαν από τον λαό της Πόλης όχι μόνο την αξιοπρέπεια της άμυνας, αλλά και τη δυνατότητα σωτηρίας από τον εξανδραποδισμό; Άλλωστε, η Πόλη στην πραγματικότητα είχε προ πολλού παραδοθεί στους Τούρκους. Είχε χάσει τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου, τα διερχόμενα πλοία φορολογούνταν από τους πολιορκητές και εκατομμύρια κάτοικοι της αυτοκρατορίας πέρα από την πρωτεύουσα είχαν ήδη υποταχθεί, τουλάχιστον φορολογικά, στους κατακτητές.

Υπάρχουν εφιαλτικές αναλογίες με όσα ζούμε στις μέρες μας. Και, δυστυχώς, οι σύγχρονες αλώσεις δεν φεύγουν από τον κανόνα της κερκόπορτας. Αν και δεν γίνονται πάντα με μετακινήσεις πάνοπλων στρατών, με στίφη γενίτσαρων, με μπομπάρδες και σιδερόφρακτους ιππείς, με κονβόι τεθωρακισμένων και F16, με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και διηπειρωτικούς πυραύλους, έχουν τα αποτελέσματα που υπονοεί η λέξη: άλωση σημαίνει, πριν απ’ όλα, καταστροφή. Καταστροφή των κοινωνιών που πολιορκούνται. Τα σύγχρονα τείχη κρατών και κοινωνιών, χωρίς να υποτιμούμε τα άλλα, τα κυριολεκτικά, είναι οι οικονομίες τους. Εκεί συντελούνται οι πολιορκίες και οι αλώσεις. Εντός και εκτός των τειχών. Εκτός των τειχών, με τη μορφή μιας επίθεσης των πιστωτών μιας χώρας στην οικονομική της υπόσταση, στο χρέος της, στο νόμισμά της, με τη μορφή του συστηματικού «βομβαρδισμού» των πηγών πλούτου της, με την απαξίωση ή την άλωση των παραγωγικών της υποδομών, με τον οικονομικό ιμπεριαλισμό, με τους αποικιοκρατικούς όρους που επιβάλλουν οι ξένοι επενδυτές. Εντός των τειχών, με τη μορφή τη συστηματικής υπονόμευσης της οικονομικής της άμυνας από την εγχώρια αριστοκρατία του χρήματος. Με τη τυραννία των ραντιέρηδων, οι οποίοι με μια εντολή στους επενδυτικούς τους συμβούλους αδειάζουν τα θησαυροφυλάκια της χώρας. Με τη συστηματική συμμαχία της ιθύνουσας τάξης με τους «κατακτητές», όχι λόγω κάποιας φυσικής ροπής στην προδοσία, ούτε λόγω μιας αναπότρεπτης ηθικής έκπτωσης. Με την άνευ όρων παράδοση του πολιτικού συστήματος στους ολετήρες των κοινωνιών. Με τις «χορηγίες» των προμηθευτών και των εργολάβων στα κομματικά ταμεία και στα εκλογικά «χαρτοφυλάκια» των πολιτευτών. Δυστυχώς, όπως μας υπενθύμισε ο κ. Μαντέλης, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα έχει καταντήσει μια «ευγενική χορηγία» των προμηθευτών. Και, δυστυχώς για τις κοινωνίες, οι πολιτικοί τους ηγέτες (και τελικά, οι πολιορκητές προμηθευτές) κρατούν τα κλειδιά της κερκόπορτας.

Στις αλώσεις των ημερών μας δεν θα ακούσουμε τις σάλπιγγες των εχθρών έξω από τα τείχη των πόλεων. Δεν θα δούμε τους πολιορκητικούς τους κριούς να Χτυπούν με βία τις πύλες τους. Ο εχθρός μπαίνει στην αρχή στα σπίτια μας διακριτικά. Με τη μορφή της τηλεοπτικής διαφήμισης ενός προϊόντος που παίρνει τη θέση του στα ράφια, Στα ψυγεία και τελικά στην καρδιά μας. Με την ανόητη πεποίθηση που αποκτάμε με τον καιρό πως η επιλογή ενός αγαθού made in EU, made in USA ή made in China είναι μια πράξη ελευθερίας. Με την επίμονη προπαγάνδα πως η ελευθερία των αγορών είναι μια απόδειξη δημοκρατίας.

Για αρκετές δεκαετίες, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης -πολιτικοί, ΜΜΕ, ακόμη και ο πνευματικός αφρός αυτής της χώρας- άνοιγαν κερκόπορτες στις συνειδήσεις μας: το κράτος βλάπτει σοβαρά την οικονομία, το κοινό νόμισμα διασφαλίζει τα εισοδήματά μας, η Ευρωζώνη είναι ένα θερμοκήπιο προόδου, η Ε.Ε. είναι μια ένωση ισότιμων εταίρων, ο ανταγωνισμός μάς κάνει υγιείς, ο καπιταλισμός μάς κάνει ευφυείς, η απληστία γεννάει τον πλούτο… Αυτή η ιδεολογική πολιορκία που κατέστησε «απόλυτες αλήθειες» όλα τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να παραλληλιστεί με την «πρώτη Άλωση» της Κωνσταντινούπολης. Η κοινωνία, θανάσιμα προσαρμοσμένη στους κανόνες των «πολιορκητών», βρέθηκε ανυπεράσπιστη στην τελική τους έφοδο. Τώρα ούτε καν η συσκευασία της ελευθερίας, της ισότητας ευκαιριών και της δημοκρατίας της αγοράς υπάρχει. Υπάρχει μόνο το αποφασίζουμε και διατάσσουμε. Οι πολιορκητές πέταξαν τη μάσκα των εταίρων και στέλνουν τα φιρμάνια και τα τελεσίγραφά τους: διαλύστε την κοινωνική ασφάλιση. Ρίξτε την τιμή της εργασίας. Απαλλαγείτε από την εργασιακή ασφάλεια. Παραδώστε τον δημόσιο πλούτο στους πιστωτές. Δουλέψτε μέχρι να πεθάνετε. Αφήστε στα παιδιά και στα εγγόνια σας έναν εργασιακό Μεσαίωνα.

Αλλά τι κάνουν οι υπερασπιστές της Πόλης; Μήπως έχουν μεταμορφωθεί σε Παλαιολόγους που δίνουν την τελευταία μάχη της αξιοπρέπειας στα τείχη της Πόλης; Μήπως διαπραγματεύονται, έστω, με τους πολιορκητές την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τη σφαγή; Μήπως ανασυντάσσονται στα μετόπισθεν για μια ελπιδοφόρα αντεπίθεση; Μήπως αναζητούν συμμάχους; Όχι. Συνθηκολογούν, και μάλιστα με τους χειρότερους όρους. Παραπλανούν την κοινωνία με σκιαμαχίες στις τηλεοπτικές οθόνες, διαπληκτίζονται για παλαιές αμαρτίες, σαν τους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς της Πόλης. Κλείνονται στα μοναστήρια του πλούτου τους, στέλνουν τα κασελάκια με τα λάφυρα σε φορολογικούς παραδείσους. Ομολογούν κυνικά ότι ως κομματικό σύστημα εξουσίας είναι προϊόν ενός μαζικού εκμαυλισμού και διακινδυνεύουν την ολική κατάρρευση. Ε, λοιπόν, καλώς να πέσουν. Εναποτίθεται στους αμάχους να υπερασπίσουν την Πόλη. Και από τους πολιορκητές. Και από τους συνεργάτες τους.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (29/5/2010)

Τότε έκαμε ο βασιλεύς Παλαιολόγος και εμάζωξε το ψωμί και το εμέραζε σε όλη τη χώρα εις τις φαμίλιες, διά να μην ευρίσκουνε πρόφαση να λέγουνε, ότι ψωμί δεν έχουμε σπίτια μας και πάμε να δουλέψομε. Και κάποιοι άρχοντες, αβάροι αδιάκριτοι, εκρύβανε τα στάρια διά να τα πουλήσουνε ακριβά, να μαζώξουνε φλωριά, και δεν εβάλανε εις το νου τους πως θέλουμε τα πάρει οι εχθροί μαζύ με τη ζωή τους. Και άλλοι τα εκρύβανε. Τότε οι πολεμιστάδες δεν ακούανε μηδέ υποτασσόντησανε των καπετανέων τους, μηδέ με βρισιές, μηδέ με παρακάλεσες, μηδέ με ραβδές, μηδέ με άλλο, μόνε έκανε ο καθείς ότι ήθελε. Αλλά μηδέ διά τον Βασιλέα δεν εκάμασι, και τόνε υβρίζανε ομπρός του και εκαμωνέτονε πως δεν τον ακούει…Ανωνύμου, «Βαρβερινός κώδικας»

Sunday, May 23, 2010

«Είμαστε όλοι Έλληνες» (22/5/2010)

Τελικά, δεν είμαστε τόσο μόνοι όσο στην αρχή νομίζαμε. Όχι γιατί η κρίση του χρέους έπαψε να είναι «ελληνική», ούτε γιατί ο μηχανισμός «σωτηρίας» από ελληνικό «κουστούμι» έγινε στενός κορσές για όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ούτε ακόμη γιατί η πολιτική αβελτηρία στη διαχείριση της κρίσης δεν είναι μόνο εγχώρια, είναι πανευρωπαϊκή – μια τρομακτική κρίση πολιτικής εκπροσώπησης 500 εκατομμυρίων ανθρώπων από ένα συνονθύλευμα ηγετών που παρακολουθούν, άλλοτε αμήχανοι κι άλλοτε αλληλοσπαρασσόμενοι, την κατάρρευση ενός υπερφίαλου σχεδίου δεκαετιών.

Δεν είμαστε μόνοι γιατί κάτι αρχίζει να σαλεύει στις κοινωνίες στις οποίες διασταυρώνονται περίεργα οι εθνικές και οι κοσμοπολίτικες ταυτότητες. Οι Ισπανοί αισθάνονται ήδη λίγο «Έλληνες» μετά τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Θαπατέρο, οι Πορτογάλοι πήραν κι αυτοί μια δόση «ελληνικότητας» με το συμπληρωματικό πακέτο λιτότητας του Σόκρατες, οι Ιρλανδοί… Καλά αυτοί «ελληνοποιήθηκαν» νωρίς. Οι Γάλλοι πήραν τη σειρά τους κι αυτοί, οι Ιταλοί είναι με το όπλο παρά πόδα. Για τους Λετονούς, τους Εσθονούς, τους Λιθουανούς, τους Ούγγρους δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Βυθίζονται όλο και πιο βαθιά στον βάλτο της «ελληνικότητας», «Έλληνες» πριν από τους Έλληνες. Αλλά ακόμη κι οι Γερμανοί έδειξαν πόσο «Έλληνες» νιώθουν, τιμωρώντας την αλαζονεία της Μέρκελ στη Ρηνανία, οι Βρετανοί αισθάνονται κι αυτοί ήδη πως η «κατά λάθος επανάσταση» που έφερε τον συνασπισμό Τόρις και Φιλελεύθερων στην εξουσία θα έχει ένα τίμημα «ελληνικότητας». Μιας κι η «ελληνικότητα» γίνεται συνώνυμο της λιτότητας, ας το αξιοποιήσουμε. Διότι, στις διακηρύξεις που ακούγονται, άλλοτε ηχηρές, άλλοτε χαμηλόφωνες», στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις («Όλοι είμαστε Έλληνες»), δεν υπάρχει απλώς μια δόση συμπάθειας και αλληλεγγύης. Θα έλεγα ότι υπάρχει μια πανευρωπαϊκή προσδοκία.

Έφτασε προ μίας εβδομάδας στα χέρια μου μια προκήρυξη από τη Γερμανία. «Είμαστε όλοι Έλληνες», είναι το σύνθημα που υπογράφει το συνδικάτο Verdi, η συνομοσπονδία των δημοσίων υπαλλήλων της Γερμανίας, που οργανώνει μάλιστα διαδήλωση αλληλεγγύης στις αρχές Ιουνίου στη Στουτγάρδη. Θα μπορούσε να είναι μια συνηθισμένη κίνηση γραφειοκρατικής, συνδικαλιστικής φιλοφρόνησης, αλλά είναι κάτι περισσότερο. Είναι μια πολύ ουσιώδης και τεκμηριωμένη κριτική (και αυτοκριτική) για την πολιτική καθήλωσης των μισθών που ακολούθησαν εδώ και μια δεκαετία οι γερμανικές κυβερνήσεις (και που ανέχτηκαν ή δεν απέτρεψαν τα γερμανικά συνδικάτα), για να διατηρηθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του μεγάλου εξαγωγέα της Ε.Ε. «Τα ελληνικά συνδικάτα πάλεψαν αποτελεσματικά κατά του ντάμπιγκ των μισθών, την ώρα που σε εμάς πέρασαν την Ατζέντα 2010, τη μεταρρύθμιση Χαρτζ και τη σύνταξη στα 67 χρόνια. Αυτή την αντίσταση των Ελλήνων δεν θέλουν να την αφήσουν να περάσει. Πρέπει να θυσιάσουν 15% του μισθού τους. Τα προϊόντα πρέπει να αυξηθούν κατά 20% λόγω των φόρων. Αυτοί που τη βγάζουν πάλι καθαρή είναι οι τράπεζες. Τέλος με αυτό. Η Ατζέντα 2010 ήταν ο λάθος δρόμος και η Ατζέντα για τους Έλληνες είναι πάλι ο λάθος δρόμος». Τι λέει, λοιπόν, η γερμανική «ΑΔΕΔΥ», έστω κι αν μεγεθύνει υπερβολικά την αντίσταση των ελληνικών συνδικάτων; Ότι η αλληλεγγύη των Γερμανών στους Έλληνες συναδέλφους τους είναι και η οφειλόμενη αναδρομική αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις (Ατζέντα 2010) που στοίχισαν την οδυνηρή ήττα στον Σρέντερ το 2005 και κατέληξαν στον «μεγάλο συνασπισμό» Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, ο οποίος ολοκλήρωσε τη διαδικασία κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους. Διαδικασία που τώρα εξάγεται (μαζί με τα γερμανικά ψυγεία, πλυντήρια, τα αυτοκίνητα, τα υποβρύχια…) σε όλη την Ευρώπη. Να, λοιπόν, με ποια έννοια και οι Γερμανοί (έστω αρκετοί απ’ αυτούς) είναι Έλληνες: αντιλαμβάνονται πια ότι δεν συμφέρει ούτε τους ίδιους να γίνουν και οι Έλληνες και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι «Γερμανοί»…

Και βέβαια δεν είναι μόνο οι συνδικαλιστές. Πριν από μερικές εβδομάδες μια Γερμανίδα ιστορικός, η Λεονόρα Ζέελινγκ, είχε αντιπαραθέσει στην εθνικιστική υστερία της «Bild» και άλλων γερμανικών ΜΜΕ την πρότασή της για έναν «πολιτιστικό φόρο» 5 σεντς για κάθε χρήση ελληνικής λέξης από τις χιλιάδες που «ζουν» σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Συμβολική η πρότασή της, ο πολιτισμός δεν έχει κοπιράιτ, αλλά τι άλλο να αντιπαραθέσει κανείς σε μια πολιτική που, βασισμένη σε ανόητους συμβολισμούς για τους «απατεώνες της Ευρώπης», καταδικάζει τις κοινωνίες στην οπισθοδρόμηση;

Κι ύστερα, ήρθε ο Γκοντάρ, το τρομερό παιδί της κινηματογραφικής «νουβέλ βαγκ», το τέκνο της οργής του Μάη του ’68, με την εφηβική ορμή των 80 χρόνων του, να ταράξει τη γκλαμουράτη αμεριμνησία του Φεστιβάλ των Καννών, δηλώνοντας ότι δεν θα παραστεί λόγω «προβλημάτων ελληνικού τύπου». Γρίφος όπως κι οι ταινίες του η εξήγηση, αλλά ήταν γενναιόδωρος στις απαντήσεις του σε γαλλικό περιοδικό: «Θα έπρεπε να ευγνωμονούμε την Ελλάδα. Είναι η Δύση που χρωστάει στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η τραγωδία… Πάντα ξεχνάμε τη σχέση ανάμεσα στην τραγωδία και τη δημοκρατία. Χωρίς Σοφοκλή δεν θα υπήρχε Περικλής. Χωρίς Περικλή δεν θα υπήρχε Σοφοκλής… Όλος ο κόσμος χρωστάει χρήματα στην Ελλάδα. Θα μπορούσε κανείς να ζητήσει χιλιάδες εκατομμύρια για τα δικαιώματα του συγγραφέα και θα ήταν λογικό να της τα δώσουμε. Πάραυτα…».

Θα μπορούσα να προσθέσω και τα σχόλια του υπεραιωνόβιου Πορτογάλου σκηνοθέτη Μανουέλ ντε Ολιβέιρα, επίσης μέσω Καννών, που έριξε τη δική του ματιά συμπάθειας στην Ελλάδα, αλλά ίσως και μια ματιά ανησυχίας στη δική του χώρα, την Πορτογαλία: «Δείτε τι άσχημα πράγματα συμβαίνουν στην Ελλάδα εξαιτίας της κρίσης και τι ενδεχομένως θα συμβεί στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Υπάρχει μια απώλεια αξιών και ιδεών που θυμίζει τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Ίσως να είναι κιόλας. Ίσως ο κόσμος να ξαναζεί τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Η ελπίδα όμως για το καλύτερο πάντα θα υπάρχει. Είμαι αισιόδοξος».

Σ’ αυτά τα σπαράγματα αλληλεγγύης, συμπάθειας, κατανόησης από τόσο ετερόκλητους ανθρώπους -συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, επιστήμονες, αλλά και απλούς, απορημένους ή φοβισμένους Ευρωπαίους που η ανωνυμία τους δεν τους επιτρέπει να σπάσουν το φράγμα της ενημέρωσης- δεν υπάρχει το ρεύμα κάποιου νέου ρομαντισμού, όπως αυτό που στις αρχές του 19ου αιώνα έδινε επικές, μυθικές, διαστάσεις στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Περισσότερο βλέπω μια προσδοκία, μια προσμονή χιλιάδων, εκατομμυρίων Ευρωπαίων να γίνει η έκπληξη. Και μάλιστα εδώ, στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν με κάποιο περίεργο, μαγικό, τρόπο κάποιοι Ευρωπαίοι λαμβάνουν κύματα που εμείς, ως κοινωνία, αν και πρώτη δύναμη πυρός στον πόλεμο του χρέους, δεν αντιλαμβανόμαστε. Για ένα είμαι βέβαιος: Μας βλέπουν, μας παρατηρούν, περιμένουν κάτι που θα σπάσει την καταθλιπτική ροή των πραγμάτων, την απελπιστική υποταγή της πολιτικής στην οικονομία, την αφόρητη ηγεμονία των αγορών στην κοινωνία, τον θρίαμβο της τραπεζοκρατίας επί της δημοκρατίας.

Είναι μια λογική προσδοκία. Καθώς η Ευρώπη, με την κληρονομιά των δυο ολέθριων πολέμων του προηγούμενου αιώνα στην πλάτη της, εμφανίζεται να αποτυγχάνει στο τελευταίο σχέδιο ειρηνικής απογείωσής της, καθώς η ευρωπαϊκή ελίτ συναρτά την επιβίωση του ενοποιητικού εγχειρήματος με την κατεδάφιση της κατεξοχήν ευρωπαϊκής κατάκτησης, του κοινωνικού κράτους, καθώς η Γηραιά Ήπειρος επιταχύνει την παρακμή της μόνο και μόνο για να διασώσει το πρώτο μεγάλο κερδοσκοπικό στοίχημα του 21ου αιώνα, είναι λογικό οι κοινωνίες να επιστρέφουν στα θεμελιώδη: οικονομία, πολιτική, κοινωνία. Ποιο είναι το σύγχρονο αποτύπωμα αυτού του τριγώνου; Πόσο βάθος τού έχουν προσθέσει δύο αιώνες ευρωπαϊκών θεσμών, από τότε που οι Γάλλοι επαναστάτες του έδιναν την πιο ριζοσπαστική εκδοχή με το σύνθημα: Liberte, egalite, fraternite (Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη); Τι έχουν να εισφέρουν στη διάσωση αυτού του τρίπτυχου οι Έλληνες της Ελλάδας αλλά και οι «Έλληνες» (ή Ούγγροι, ή Λετονοί, η Ιρλανδοί…) της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας ή της Ιταλίας;
Είμαστε όλοι Έλληνες, λοιπόν. Στον ίδιο βαθμό που σε λίγες εβδομάδες μπορεί να είμαστε Ισπανοί ή Πορτογάλοι. Να μια απροσδόκητη και ελπιδοφόρα διάσταση της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» που η κρίση του χρέους την έχει πετάξει στα αζήτητα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (22/5/2010)

«…Χωρίς ένα “κούρεμα”, μια μερική διαγραφή χρεών, δεν μπορεί και δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρει η Ελλάδα να εξυπηρετήσει το χρέος της. Γιατί δεν το έκαναν αυτό αμέσως; Η Ευρωπαϊκή Ένωση έπρεπε να έχει διακηρύξει έξι μήνες πριν, ή και νωρίτερα, ότι απαιτείται αναδιάρθρωση χρέους για την Ελλάδα. Το σχέδιο σωτηρίας έγινε για να προστατευθούν οι γερμανικές και, πολύ περισσότερο, οι γαλλικές τράπεζες από τις διαγραφές χρεών. Την ημέρα που ανακοινώθηκε το σχέδιο, οι μετοχές των γαλλικών τραπεζών κέρδισαν 24%. Βλέποντας όλα αυτά, καταλαβαίνουμε γιατί επινοήθηκε το σχέδιο διάσωσης: για να διασωθούν οι τράπεζες και ορισμένοι πλούσιοι Έλληνες…. Θα έπρεπε να διαγράψουν το ένα τρίτο του ελληνικού χρέους. Οι επενδυτές γρήγορα θα καταλάβαιναν ότι πλέον η Ελλάδα έχει ένα χρέος που μπορεί να το διαχειριστεί. Η εμπιστοσύνη θα είχε αποκατασταθεί πολύ γρήγορα. Τώρα αυτή η ευκαιρία χάθηκε και είμαστε αντιμέτωποι με αυτό το τρομερό μπλέξιμο».

Κάρλ Ότο Πέρλ, (πρόεδρος της Bundesbank την περίοδο 1980-1991), Συνέντευξη στο περιοδικό Spiegel

Saturday, May 15, 2010

Life is too short… (15/10/2010)

Δύο ειδήσεις που πέρασαν στα ψιλά, αλλά αξίζουν την προσοχή μας. Η πρώτη: στην Ινδία, ένας γιόγκι ηλικίας σχεδόν 90 ετών, εξετάζεται από γιατρούς και ειδικούς ως θαύμα της φύσης μιας και ισχυρίζεται ότι παραμένει άσιτος (και απότιστος) εδώ και 70 χρόνια, από τότε που μυήθηκε στον ασκητισμό. Η δεύτερη: έρευνα Βρετανών επιστημόνων εντόπισε ισχυρές ενδείξεις ότι… η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη. Θα μου πείτε, δεν χρειαζόταν μια έρευνα γι’ αυτό, έχει όμως την αξία του το γεγονός ότι οι επιστήμονες συνδέουν ευθέως τις πολλές ώρες εργασίας με την αύξηση των καρδιοπαθειών και των εμφραγμάτων. Η έρευνα έγινε μεταξύ 6.000 δημοσίων υπαλλήλων (ξέρετε, αυτών των τεμπέληδων που πρέπει να τους κόψουμε και τον 12ο μισθό, που λέει και ο Πάσχος) και μάλιστα για διάστημα 11 ετών.

Τις ειδήσεις αυτές τις σημειώνω επειδή προφανώς η κυβέρνηση (των Αθηνών, των Βρυξελών, της Ουάσιγκτον, δεν έχει και τόση σημασία) έχει μια άλλου είδους αντίληψη για τις βλαβερές συνέπειες της εργασίας (με όλα της τα παρελκόμενα, συμπεριλαμβανομένης της ανεργίας) στην υγεία και στον κύκλο ζωής του ανθρώπου. Για παράδειγμα, η πιο ευφάνταστη πρόβλεψη της ασφαλιστικής απορρύθμισης είναι η σύνδεση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο επιβιώσεως. Η πρόβλεψη αυτή εστιάζεται προφανώς στην πεποίθηση ότι ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων αυξάνεται γραμμικά, δεν έχει ιστορικές παλινδρομήσεις, είναι απλώς μια διαρκής αναμέτρηση του ανθρώπινου είδους με το ίδιο το γενετικό του υλικό και διόλου με τις κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες. Η καλύτερη εκδοχή για την κυβερνητική επιλογή (που είναι άλλωστε και πανευρωπαϊκή) είναι να πιστέψουμε ότι οι εμπειρογνώμονες και οι «τεχνικοί σύμβουλοι» του ΔΝΤ, της Κομισιόν και της Ε.Ε. έχουν ήδη σπεύσει στην Ινδία και έχουν πάρει τη συνταγή επιβίωσης από τον άσιτο εδώ και 70 χρόνια γιόγκι (ο οποίος, προφανώς, δεν έχει και καμία αγωνία να πάρει σύνταξη). Ωστόσο, υποθέτω ότι υπάρχει μια ενοχλητική λεπτομέρειά στο παράδειγμά του: το γεγονός ότι, εκτός από το φαγητό, απέχει απόλυτα και από την εργασία. Εκτός κι αν θεωρήσουμε εργασία τον διαλογισμό.

Πέρα από την πλάκα, θα πρέπει πραγματικά οι μεταρρυθμιστές των συστημάτων συνταξιοδότησης να μας εξηγήσουν από πού τεκμαίρεται η πρόβλεψη ότι από το 2018 και μετά το προσδόκιμο ζωής θα αυξηθεί. Αυτό θα ήταν πολύ πιθανό αν το επίπεδο ευημερίας των κοινωνιών ανέβαινε, αν οι συνθήκες ζωής βελτιώνονταν, αν το ημιθανές κοινωνικό κράτος βελτίωνε τις παροχές του, αν η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας διευκολυνόταν, αν παραγωγικός βίος των ανθρώπων δεν μετατρεπόταν σ’ έναν αγχωτικό μαραθώνιο, πρώτον, για να διατηρήσεις τη δουλειά σου και, δεύτερον, για να αντεπεξέλθεις στο νέο εργασιακό (δηλαδή, εργοδοτικό) όραμα ευελιξίας και παραγωγικότητας.

Η αλήθεια είναι ότι ο θάνατος «αγαπάει» πολύ τα ισοπεδωτικά προγράμματα «εξυγίανσης» των οικονομιών και «εξασθένισης» των κοινωνιών από τις οποίες έχει περάσει ο ολετήρας του ΔΝΤ. Οι βαλτικές χώρες έχουν μια οδυνηρή και πολύ πρόσφατη εμπειρία για το πού οδηγεί η βίαιη μαζική πτώχευση των νοικοκυριών, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, το κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων ή πανεπιστημίων για τα οποία δεν περίσσευαν κρατικές δαπάνες: σε ένα νέο μεταναστευτικό κύμα προς Ευρώπη και ΗΠΑ, αύξηση αυτοκτονιών, μεγάλες ομάδες πληθυσμού χωρίς πρόσβαση σε γιατρούς και φάρμακα. Ίσως είναι πολύ νωρίς για να έχει καταγραφεί αυτή επιδείνωση στο προσδόκιμο ζωής, αλλά η Λατινική Αμερική, με μακρά εμπειρία στα «εξυγιαντικά» προγράμματα του ΔΝΤ, έχει ζοφερές καταγραφές και στο καθαυτό πεδίο του θανάτου.

Το πακέτο «δημοσιονομική εξυγίανση - αποπληθωρισμός μισθών - ελαστικοποίηση εργασίας - ασφαλιστική μεταρρύθμιση», που δίνεται σε δόσεις χημειοθεραπείας-σοκ στην ελληνική κοινωνία, εμπεριέχει αναπόφευκτα και μια δόση θανάτου. Όταν ακόμη και συνταξιούχοι που βρίσκονται ήδη κάτω του ορίου φτώχειας (ακριβώς τη χρονιά την οποία η Ε.Ε. έχει κηρύξει ως έτος κατά της φτώχειας! Μιλάμε, μας δουλεύουν ψιλό γαζί…) εξωθούνται προς τα όρια της πείνας, μόνο το ισχυρό γενετικό υλικό ή ένα θαύμα (ίσως και μερικές ώρες διαλογισμού τη μέρα, σαν τους γιόγκι) μπορεί να αποτρέψει μια μείωση του κύκλου ζωής. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί η φθοροποιός δύναμη της εθνικής κατάθλιψης στην οποία έχουμε περιέλθει, της ενοχοποίησης της κοινωνίας για εγκλήματα άλλων, της μειωμένης αυτοεκτίμησης που εγκαθίσταται σαν τσιμπούρι στη συλλογική συνείδηση. Αλλά, πιο χειροπιαστά αποτελέσματα θα έχει η διεύρυνση της απορρύθμισης στην αγορά εργασίας που θα επιφέρει η αύξηση του ορίου απολύσεων, η μείωση του κόστους της, η συρρίκνωση των δαπανών προς τους οργανισμούς που υποτίθεται ότι προορίζονται για να απαλύνουν τις επιπτώσεις της (παρατηρήσατε με πόση περηφάνια ο κ. Λοβέρδος ανακοίνωσε τη μείωση του ποσοστού των εισφορών που πάνε στον ΟΑΕΔ και την Εργατική Εστία;). Προαναγγέλλεται επίσης (με ανάλογη περηφάνια) η περιστολή των δαπανών περίθαλψης και φαρμακευτικής δαπάνης (υπάρχουν, βέβαια, περιθώρια για περιορισμό της σπατάλης υπέρ προμηθευτών, αλλά με τη σπουδή που υπάρχει για «μέτρα άμεσης απόδοσης» είναι μάλλον βέβαιο ότι θα την πληρώσει κυρίως η συνταγογράφηση των φαρμάκων των συνταξιούχων).

Αλλά, το σημαντικότερο είναι ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας και η επιμήκυνση του ελάχιστου χρόνου ασφάλισης στα 40 χρόνια, σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη ύφεση που «εγγυάται» η «εξυγίανση» (των τραπεζικών χαρτοφυλακίων) και την ανεργία, ακυρώνουν κάθε δυνατότητα του μέσου μισθωτού να καταστρώσει ένα στοιχειώδες σχέδιο ζωής: τόσα χρόνια σπουδών, τόσα χρόνια εργασίας, τόσα για την ανάπαυση του συνταξιούχου. Στις συνθήκες της απόλυτης επισφάλειας και ευελιξίας στην αγορά εργασίας, θα είναι καθαρή τύχη να συμπληρώσει κανείς 40 χρόνια εργάσιμου (και ασφαλισμένου) βίου για να πετύχει την ήδη κουτσουρεμένη ανώτατη σύνταξη. Κι αυτό αν υποθέσουμε ότι δεν θα υπάρξει και δεύτερο κύμα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, σύμφωνα με το μνημόνιο κυβέρνησης- Ε.Ε. –ΔΝΤ. Έτσι καταλήγουμε στο ζοφερό σχέδιο ζωής των μεταρρυθμιστών: 5 χρόνια βρεφονηπιακά κι ανυποψίαστα, 25 χρόνια εκπαίδευσης και σπουδών, 40-45 χρόνια εργασίας και… πόσα για τη σύνταξη; Πέντε; Δέκα; Δέκα, βάσει του καλού σεναρίου ότι το προσδόκιμο ζωής δεν θα πέσει. Πέντε, αν μείνει ως έχει ή μειωθεί. Με βάση αυτή την εξέλιξη, τίποτε δεν αποκλείει σε μια δεκαετία τα ασφαλιστικά ταμεία να σφύζουν από πόρους που θα τροφοδοτούν αφειδώς το χρέος των πιστωτών. Οι πιθανότητες να πάρει κανείς πλήρη σύνταξη σε μια λογική ηλικία «απόσυρσης» βαίνουν μειούμενες. Όλο και περισσότεροι θα μένουν όμηροι των ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα η αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων να ανατραπεί θεαματικά υπέρ των πρώτων. Τι θα γίνει τότε; Θα επιστρέψει ο κ. Λοβέρδος ή οι διάδοχοί του τα χρόνια που «έκλεψαν» από τους ανθρώπους; Ή θα μειωθεί το όριο ηλικίας σε αντιστοιχία με ένα πιθανότατα μειωμένο προσδόκιμο επιβιώσεως;

Ο αντίλογος είναι, πέρα από τις παραμετρικές διαστάσεις του Ασφαλιστικού, ότι η διάθεση των ανθρώπων για «απόσυρση» αντιστρέφεται όταν φτάνει η ώρα της σύνταξης. Αλήθεια είναι αυτό. Οι συνταξιούχοι μελαγχολούν στο τέλος του εργασιακού βίου, πολλοί αποφασίζουν να δουλέψουν λίγο ακόμη, να νιώσουν χρήσιμοι, άλλοι διοχετεύουν τη δημιουργική τους ικμάδα σε πράγματα που δεν μετριούνται ως παραγωγικότητα: βοηθούν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, γυρίζουν στα χωριά τους, καλλιεργούν τα μποστάνια τους, μαστορεύουν, ταξιδεύουν, προσφέρουν μια άδηλη κοινωνική εργασία που καλύπτει τις μαύρες τρύπες της κρατικής πρόνοιας. Σ’ αυτό το φαινόμενο υπάρχει μια προβολή του μέλλοντος στο οποίο ενστικτωδώς, σε πείσμα των «μεταρρυθμιστών», τείνει η ανθρωπότητα: όταν η εργασία παύει να είναι καταναγκασμός, όταν βγαίνει από το πλαίσιο της εμπορευματικής και εκμεταλλευτικής σχέσης, γίνεται πεδίο ελεύθερης έκφρασης και δημιουργικότητας του ατόμου. Έχουμε εδώ, σε κλίμακα ατομική, το σπέρμα του άλματος που -δεν μπορεί- κάποια από τις επόμενες γενιές θα το ζήσει: του άλματος από το βασίλειο της ανάγκης, στο βασίλειο της ελευθερίας. Όπου, υποθέτω, ο παραγωγικός βίος των ανθρώπων δεν θα χωρίζεται σε εργάσιμο και συντάξιμο.
Να κλείσω με μία ακόμα είδηση που πέρασε στα ψιλά, πέραν των δυο εισαγωγικών: Στη Βολιβία, μία από τις φτωχότερες χώρες της Λ. Αμερικής, την περασμένη Τρίτη ανακοινώθηκε ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, που από το 1996 ήταν τα 65 χρόνια, μειώνεται στα 58 χρόνια. Επίσης, οι ανώτατες συντάξεις (58 χρόνια με 35 χρόνια ασφάλισης) τριπλασιάζονται από τα 800 στα 2.400 μπολιβιάνος. Για την ιστορία, η Βολιβία είναι μία από τις χώρες της Λ. Αμερικής που αρνείται να πληρώσει το «κακό», φορτωμένο με τοκογλυφικά επιτόκια, χρέος της.

Συμπέρασμα; Όπως έλεγε και το τραγούδι, life is too short… Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την εμπιστευόμαστε σε μεταρρυθμιστές.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (15/10/2010)

-«Τι με σώζει; Τι με σώζει;»
- «Ένας γάμος ακριβός!»
- «Ποιος θα είναι ο γαμπρός;»
- «ΔΝΤ το όνομά του,
είναι όμως βλοσυρός».

- «Δεν πειράζει, δεν πειράζει,
Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς!»
Η νεόπλουτη Ελλάδα
εσφαγιάσθη «ευμενώς»,
ενυμφεύθη έναν Χάρο.
Δόξα να ’χει ο Θεός!

Κι οι σοφοί που τα ταιριάσαν,
και της πήραν τον παρά,
για Dubai μεριά τραβάνε,
να γλεντήσουν τα λεφτά.

Φυλακή, εμείς δεν πάμε.
ΕΞΥΠΝΑ οι νόμοι αργούν,
τα λεφτά δικά μας θα ’ναι...
Τα κορόιδα; Ας πνιγούν!

by Allegna (απόσπασμα ευγενούς στιχουργικής προσφοράς αναγνώστριας προς τον «ΚτΕ»)

Monday, May 10, 2010

Το τέταρτο κύμα (8/5/2010)

ΥΠΑΡΧΟΥΝ πολλοί τρόποι να μετρήσουμε και να αποτιμήσουμε τους κύκλους της ζωής μιας χώρας. Ένα μέτρο είναι οι επιχειρηματικοί και οικονομικοί κύκλοι, οι εναλλαγές ανάπτυξης και ύφεσης. Ένα άλλο μέτρο είναι οι πολιτικοί κύκλοι, οι εναλλαγές των κομμάτων στην εξουσία ή, πιο μακροσκοπικά, οι μεταλλάξεις του κομματικού συστήματος εξουσίας. Μιλούμε, για παράδειγμα, περί κύκλου της μεταπολίτευσης του οποίου προαναγγέλλεται το κλείσιμο για πολλοστή φορά.

ΩΣΤΟΣΟ, το μέτρο των μέτρων, το στοιχείο στο οποίο τέμνονται τόσο οι πολιτικοί όσο και οι οικονομικοί κύκλοι ζωής μιας χώρας, ακόμη και οι ιστορικοί και πολιτιστικοί της κύκλοι, είναι ο πλούτος της. Στην παραγωγή, στη διεκδίκησή του, στη διανομή ή στον σφετερισμό του συνωθούνται και αντιπαρατίθενται τάξεις, κοινωνικά στρώματα, γενιές, γραφειοκρατίες, επιχειρηματικές «παρέες», «συμμορίες» κλεπτοκρατών, κόμματα.

ΑΠΟ ΤΟ 1990, αν θεωρήσουμε ότι αποτελεί έτος καμπής στο πολιτικό σύστημα και κυρίως «εισβολής» της ενιαίας σκέψης του νεοφιλελευθερισμού (αγορά, ιδιωτικοποίηση, λαϊκός καπιταλισμός, λιγότερο κράτος) στις αντιλήψεις της κοινωνίας και της πολιτικής ελίτ, η Ελλάδα έχει ζήσει τρία μεγάλα κύματα λεηλασίας του κοινωνικού πλούτου, με επιπτώσεις ασύλληπτες σ’ αυτό που σήμερα βιώνουμε ως κρίση κρατικού χρέους. Μπορούμε να προσδιορίσουμε τον πλούτο που παράχθηκε στην εικοσαετία αυτή, πολύ σχηματικά και με μεγάλο βαθμό αφαίρεσης, περίπου σε 4 τρισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζουμε τη μαύρη οικονομία, που κι αυτή πάντως αντιστοιχεί σε πραγματικό πλούτο. Και φυσικά χωρίς να υπολογίζουμε τις υπεραξίες που προκύπτουν από εκείνο το μέρος του που «αντικειμενοποιείται» σε κινητές ή ακίνητες αξίες. Τουλάχιστον 4 τρισ. ευρώ, λοιπόν, πέρασαν από τα χέρια μας, έγιναν ιδιωτική κατανάλωση, κρατικές δαπάνες, δαπάνες δημοσίου χρέους. Και μπροστά σ’ αυτά, τα 60 δισ. ευρώ, που υποτίθεται ότι πήραμε και «φάγαμε» από τις κοινοτικές επιδοτήσεις, δεν ξεπερνούν το 1,5%. Η αξία τους στην πραγματικότητα ήταν μόνο συμβολική, έστω κι αν είναι εκατοντάδες και χιλιάδες οι πινακίδες που μας θυμίζουν: «αυτό το έργο πραγματοποιήθηκε με τη συγχρηματοδότηση της Ε.Ε.» ΕΠΟΜΕΝΩΣ, το ερώτημα είναι: «Πού πήγαν τα λεφτά, οέο;» Μια απάντηση είναι ίσως η «θεωρία» μου για τα τρία (συν ένα) κύματα ληστείας του κοινωνικού πλούτου της εικοσαετίας.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΓΑΛΟ κύμα συντελέστηκε την περίοδο 1990-1993. Η σαρωτική εκποίηση του δημόσιου πλούτου που προώθησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έστω κι ανολοκλήρωτη, μαζί με τη φάμπρικα των προγραμματικών συμφωνιών που εδραίωσε την ηγεμονία εθνικών προμηθευτών και εργολάβων στα δημόσια έργα, συνοδεύτηκε από μια εκτίναξη του δημοσίου χρέους. Για την ακρίβεια, οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό του από τα 27 δισ. στα 68 δισ. ευρώ. Βάσει της νεοφιλελεύθερης συνταγής, θα έπρεπε να συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Τα υποτιθέμενα έσοδα αποκρατικοποιήσεων θα έπρεπε να ελαφρύνουν το χρέος. Ο λόγος για τον οποίο δεν συνέβη αυτό δεν ήταν μόνο ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις εκποιήθηκαν κοψοχρονιά, αλλά και ότι το κράτος ουσιαστικά «επιδότησε» και τους αγοραστές. Αυτό το πρώτο κύμα που έσπασε το ταμπού της ιδιωτικοποίησης συνεχίστηκε αδιαλείπτως από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2004, οπότε ολοκληρώθηκε ο μεγαλύτερος κύκλος αποκρατικοποιήσεων στις τράπεζες, τις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΥΜΑ ληστείας του κοινωνικού πλούτου κορυφώθηκε το 1999, όταν η εδραίωση του «λαϊκού καπιταλισμού» και της «δημοκρατίας των μετόχων» έγινε συλλογική αυταπάτη, στα όρια της υστερίας, για ένα σημαντικότατο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Στον χρηματιστηριακό πανικό του 1999 η κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. έφτασε το ιλιγγιώδες ποσό των 212 δισ. ευρώ, φρέσκο χρήμα που αντλήθηκε από το μικρομεσαίο εισόδημα περίπου ενός εκατομμυρίου νοικοκυριών. Δυο χρόνια μετά, τα τρία τέταρτα αυτού του πλούτου είχε κάνει φτερά και η κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. έπιανε πάτο, κάτω από τα 60 δισ. ευρώ. Περίπου 150 δισ. ευρώ, ποσό που υπερέβαινε το ετήσιο ΑΕΠ σε τιμές 1999, δεν εξαερώθηκαν, αλλά άλλαξαν χέρια μέσω της φάμπρικας εισαγωγών και αυξήσεων κεφαλαίων στο Χ.Α. που, αντί για επενδύσεις, έγιναν ιδιωτικές περιουσίες και πολυτελής κατανάλωση των μεγαλομετόχων. Η μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου υπέρ των ολίγων από καταβολής ελληνικού κράτους συνέβη την ίδια περίοδο που τα φτωχότερα νοικοκυριά υποβάλλονταν σε ασκήσεις λιτότητας μέσω του προγράμματος σύγκλισης και της υποτίμησης της δραχμής για την ένταξη στο ευρώ. Την ίδια περίοδο, το δημόσιο χρέος μένει «κολλημένο» στην περιοχή του 100% του ΑΕΠ, ανεξάρτητα από τις λαθροχειρίες υπολογισμού του και παρά τον πακτωλό εσόδων του κράτους.

ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΥΜΑ λεηλασίας του κοινωνικού πλούτου κορυφώνεται το 2004, όταν η ελληνική κοινή γνώμη υποβάλλεται σε μαζικό υπνωτισμό από τις ολυμπιακές σειρήνες, καλείται να ζήσει το ολυμπιακό όνειρο, ενώ ταυτόχρονα φιμώνεται ως «αντεθνική» κάθε φωνή που προειδοποιεί ότι τα φαραωνικά ολυμπιακά έργα, πέραν της αμφίβολης ανταποδοτικότητάς τους, θα εκτινάξουν το δημόσιο χρέος και θα γεμίσουν τα ταμεία των ξένων και εγχώριων εργολάβων και προμηθευτών που, εκμεταλλευόμενοι το ολιγοπώλιό τους, έστησαν έναν απίστευτο μηχανισμό υπερτιμολογήσεων και υπερκοστολογήσεων. Τα 20 δισ. του κόστους των ολυμπιακών έργων πλαισιώνονται από ένα πολλαπλάσιο κόστος όλων των μεγάλων έργων που ξεκίνησαν από το 2000 και εξελίσσονται μέχρι σήμερα, και πέρα από τις (τελικά ισχνές) κοινοτικές επιδοτήσεις, προσέθεσαν σε εννιά χρόνια περίπου 150 δισ. ευρώ κρατικού χρέους, εδραίωσαν την ηγεμονία ενός ολιγάριθμου λόμπι εργολάβων και προμηθευτών που σήμερα όχι απλώς ελέγχει, αλλά και κατέχει τα μεγάλα έργα σαν κατακτητής που κατέλαβε τμήμα της εθνικής επικράτειας. Υποθέτω ότι το αντιλαμβάνεστε αυτό κάθε φορά που περνάτε, για παράδειγμα, από διόδια εθνικών οδών.

ΖΟΥΜΕ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΥΜΑ λεηλασίας του κοινωνικού πλούτου. Και ταυτόχρονα, το πιο βίαιο και καταστροφικό ως προς τις επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό. Η τετραετία που ακολουθεί, με την Ελλάδα ενταγμένη στον μηχανισμό στήριξης Ε.Ε. - ΔΝΤ, θα σημάνει μια μεταφορά πλούτου άνω των 150 δισ. ευρώ απευθείας από τα λαϊκά εισοδήματα και τα κρατικά ταμεία στα χαρτοφυλάκια ξένων και εγχώριων τραπεζών, αλλά και κερδοσκοπικών επενδυτικών κεφαλαίων των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Καθώς προβλέπεται ότι το χρέος θα φτάσει στο τέλος (αν υπάρξει τέλος) του κυβερνητικού προγράμματος, το 2014, στα 360 δισ. ευρώ (αύξηση 1000% από το 1991!), κάθε παραγωγική ικμάδα αυτής της χώρας, κάθε ευρώ που θα παραχθεί ή θα καταναλωθεί τα πέντε αυτά πέτρινα χρόνια, προορίζονται να διασώσουν και να τροφοδοτήσουν το πιο παρασιτικό τμήμα της οικονομίας, και μάλιστα κυρίως εκτός Ελλάδας. Στη Γερμανία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στα τραπεζικά τους χαρτοφυλάκια, που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους. Για το μέγεθος της λεηλασίας, μερικοί ακόμη αριθμοί είναι ενδεικτικοί: από το 1991 μέχρι σήμερα, στην εικοσαετία των τριών κυμάτων λεηλασίας του εθνικού πλούτου, η «φτωχή πλην τιμία» Ελλάδα έχει καταβάλει τόκους περίπου 180 δισ. ευρώ στους δανειστές της. Στην πενταετία της «διάσωσης» καλείται να καταβάλει τόκους 75 δισ. (έναντι 150 δισ. χρέους σε ομόλογα που λήγουν την ίδια περίοδο). Τοκογλυφία ύψους 50% με την εγγύηση των (μόνον διασωζόμενων) «σωτήρων»!

ΠΟΣΑ ΚΥΜΑΤΑ λεηλασίας του κοινωνικού πλούτου ακόμη αντέχει, άραγε, αυτή η κοινωνία; Κανένα. Αρκεί να προσπαθήσει κανείς να φανταστεί το τοπίο της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στο απροσδιόριστο τέλος αυτού του τούνελ. Τι κρατικές υποδομές θα έχουν απομείνει; Τι παραγωγικές δομές θα μένουν ζωντανές και τι θα παράγουν με ύφεση πάνω από 4%; Σε τι κατάσταση θα είναι το ανθρώπινο δυναμικό, με την ανεργία πάνω από το 15% και την εργασία εξουθενωμένη από μισθούς πείνας και ανέχειας; Με ποια κίνητρα η νέα γενιά θα δώσει τη μάχη της γνώσης, της επαγγελματικής επάρκειας και αξιοπρέπειας, θα ονειρευτεί τη χώρα του μέλλοντός της; Ποιο ακριβώς όραμα θα βοηθήσει την κοινωνία να αντέξει τον βίαιο ακρωτηριασμό δικαιωμάτων που υφίσταται; Τι όραμα έχει να του προσφέρει το σημερινό πολιτικό σύστημα που την οδήγησε στην «ελεγχόμενη» χρεοκοπία;
Κανένα. Και η ταπεινή μου πρόβλεψή είναι πως, σε ένα χρόνο το πολύ, θα αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή, που θα ’γραφε κι ο Σαββόπουλος.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (8/5/2010)

Ωσότου ο έλεγχος της έκδοσης χρημάτων και πιστώσεων
να επανέλθει στην κυβέρνηση και να αναγνωριστεί ως η πλέον περίοπτη και ιερή ευθύνη της, όλες οι συζητήσεις περί εθνικής κυριαρχίας της Βουλής και της Δημοκρατίας είναι άσκοπες και μάταιες... Όταν ένα έθνος δεν έχει πλέον τον έλεγχο του πιστωτικού συστήματος, δεν έχει σημασία ποιος θεσπίζει τους νόμους του... Εφόσον τεθεί επικεφαλής, η τοκογλυφία θα καταστρέψει οποιοδήποτε έθνος.

William Lyon Mackenzie King, πρωθυπουργός του Καναδά (1874-1950)

Saturday, May 1, 2010

Στα σκουπίδια της ιστορίας! (30/4/2010)

Πώς γράφεται η Ιστορία; Και από ποιους; Το αγαπημένο ρητό των ισχυρών της γης (και των υποτελών τους) είναι πως η Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Άρα, είναι μάλλον απίθανο να γράψουμε ιστορία ως κοινωνία, υποτασσόμενοι στο σενάριο ήττας και συνθηκολόγησης βάσει του οποίου πορεύεται η κυβέρνηση. Το πιθανότερο είναι ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος δεν θα έχουν τη χαρά έστω και της ονομαστικής αναφοράς της Ελλάδας ανάμεσα στις περίπου 170 που είχαν την ευτυχία να δεχθούν τη «σωτηρία» του ΔΝΤ. Εκτός κι αν η «σωτηρία» της Ελλάδας δεθεί με κάτι πιο ισχυρό, όπως για παράδειγμα η κατάρρευση της Ευρωζώνης ή η διάλυση της Ε.Ε. Και πάλι, είναι μάλλον απίθανο να μας απονεμηθεί κάποιος πρωταγωνιστικός ρόλος σ’ αυτόν τον γεωπολιτικό Αρμαγεδδώνα. Αν οι ιστορικοί του μέλλοντος κάνουν τη δουλειά τους σωστά, θα αναγνωρίσουν ότι η Ελλάδα ήταν απλώς το υπομόχλιο σ’ αυτό το παγκόσμιο σκάκι απληστίας, ιμπεριαλιστικού κυνισμού και αποικιοκρατικής αλαζονείας. Στην καλύτερη περίπτωση, θα την περιλάβουν στα ιστορικά ανέκδοτα.

Η αλήθεια είναι ότι η ηγεσία της χώρας -όλη η ηγεσία, η πολιτική, η οικονομική, η επιχειρηματική, η πνευματική- είχε πολλές ευκαιρίες να γράψει ιστορία τις τελευταίες δεκαετίες. Αν, για παράδειγμα, επεδείκνυε μια στοιχειώδη αντίσταση στα «ρεύματα» που αντιλαμβανόταν ως «καλέσματα της ιστορίας». Αν το καραμανλικό «ανήκομεν εις την Δύσιν» δεν μεταφραζόταν σε μία άνευ όρων υποταγή στα ιμπεριαλιστικά κέντρα της ψυχροπολεμικής περιόδου. Αν το παπανδρεϊκό «η Ελλάδα στους Έλληνες» συνοδευόταν από πολλά και επίμονα «όχι» στις αναιδείς απαιτήσεις των ευρωατλαντικών εταίρων. Αν το διακομματικό ευρωπαϊκό όραμα δεν ταυτιζόταν με μια πολιτική ανοικτών θυρών. Αν η ένταξη στο ευρώ δεν συνοδευόταν από το προκλητικό ζεύγος δημοσιονομικής απάτης και υποτίμησης της δραχμής (από την οποία φτιάχτηκαν περιουσίες). Αν ο αναπτυξιακός πρωταθλητισμός δεν στηριζόταν στην αλόγιστη πιστωτική επέκταση και στην κατασκευή του τραπεζικού Λεβιάθαν. Αν το πολιτικό προσωπικό δεν υιοθετούσε ασμένως κάθε νεοφιλελεύθερη απάτη και αυταπάτη. Αν ο ελληνικός «λαϊκός καπιταλισμός» δεν εξελισσόταν στη μεγαλύτερη λεηλασία λαϊκού εισοδήματος μέσω Χρηματιστηρίου. Αν η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δεν μεταφραζόταν στο «ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Αν η εξυγίανση του πελατειακού κράτους δεν αποτελούσε άλλοθι για το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου. Αν τα αναπτυξιακά κίνητρα δεν είχαν γίνει ανύπαρκτες, άσκοπες ή αποτυχημένες επενδύσεις. Αν είχε λεχθεί ένα γενναίο «όχι» στο φαραωνικό ολυμπιακό έπος, που πρόσθεσε 20 δισ. χρέους στη χώρα. Αν είχε τεθεί φραγμός στη λεηλασία της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων από κράτος και ιδιώτες. Αν είχε μπει πραγματικά τέλος στη διαπλοκή και στους νταβατζήδες. Αν οι υπερτιμολογήσεις και υπερκοστολογήσεις των δημοσίων έργων και προμηθευτών δεν είχαν στεγνώσει τα δημόσια ταμεία. Αν είχαν καθίσει στο εδώλιο όλοι οι πολιτικά, οικονομικά και ποινικά εμπλεκόμενοι στα σκάνδαλα των ομολόγων, της Siemens, του Βατοπεδίου. Αν το κράτος δεν είχε γίνει παράρτημα των κομμάτων εξουσίας και τα κόμματα δεν είχαν κρατικοποιηθεί σε βαθμό παραλυτικής ώσμωσης. Αν η επιχειρηματικότητα δεν είχε ταυτιστεί με τη ρεμούλα, τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή και την εξουθένωση των μισθωτών. Αν υπήρχε ένα ελάχιστο όραμα της άρχουσας τάξης για τη διεθνή θέση της χώρας, χωρίς τον γραφικό βαλκανικό μικροϊμπεριαλισμό της και την ταπεινωτική εθελοδουλεία της στους συνήθεις ευρωατλαντικούς πάτρωνές της. Αν υπήρχε ένα στοιχειώδες σχέδιο για τον παραγωγικό της προσανατολισμό και τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αν δεν θυσιαζόταν το κοινωνικό κράτος στην επίπλαστη ευημερία της περιούσιας μεσαίας τάξης. Αν το μόνο σχέδιο της εγχώριας πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης δεν ήταν η άνευ όρων παράδοση στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς.

Όλα αυτά τα «αν» κι άλλα τόσα απαντούν στα ηθικολογικά ερωτήματα που εκτονώνουν τον λαϊκό θυμό μπροστά στην απειλή χρεοκοπίας της χώρας. Πρώτον, γιατί θυμίζουν ότι δεν υπάρχει κανενός είδους συλλογική ενοχή στο έγκλημα που πραγματοποιήθηκε και πραγματοποιείται εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας. Και, δεύτερον, γιατί αν πράγματι εννοείται το ερώτημα «επιτέλους, θα πάει κάποιος φυλακή;», τότε φοβούμαι ότι οι φυλακές της χώρας δεν φτάνουν για να αποκατασταθεί το περί δικαίου λαϊκό αίσθημα.

Η πολιτική τάξη που κυβέρνησε τη χώρα από το 1974 είναι συγκεκριμένη. Έχει ονόματα και επίθετα – ανάμεσά τους κι αυτά που σήμερα εμφανίζονται ως μετά Χριστόν προφήτες και προτείνουν παιδαγωγικές θεραπείες-σοκ, υπεράνω πολιτικού κόστους, λες και δεν πέρασαν από υπουργικούς θώκους ή κυβέρνησαν σε μια άλλη χώρα. Επίσης, συγκεκριμένη είναι η κρατική και τεχνοκρατική γραφειοκρατία που πλαισίωσε τις κυβερνήσεις-συνενόχους των διαδοχικών εγκλημάτων – τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, σε μια βαρετή ανακύκλωση ρόλων και με συνεχείς (αλλά προσοδοφόρες) ιδεολογικές πιρουέτες μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού. Και, τέλος, συγκεκριμένο και ευάριθμο είναι το ελληνικό star system της επιχειρηματικότητας που, ακόμη κι όταν της χαρίστηκαν κοψοχρονιά φιλέτα του εθνικού πλούτου, αφού τα απομύζησε τα μετέτρεψε σε προβληματικές. Αν όλοι αυτοί κάτσουν στο εδώλιο, οι φυλακές θα φρακάρουν, ενδεχομένως να κάνουμε και εξαγωγή κρατουμένων. Κι αν επεκτείνουμε την απονομή δικαιοσύνης στις πρωτογενείς πηγές του εγκλήματος (στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου που παίζουν την Ελλάδα στα ζάρια, στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις με τις κυβερνήσεις-ντίλερ των «εθνικών πρωταθλητών», στις έδρες της ευρωκρατίας που έφτιαξαν μια Ε.Ε. κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του «έξυπνου χρήματος»), τότε υπολογίζω πως θα χρειαστούμε μια ολόκληρη χώρα, έστω στο μέγεθος της Κύπρου, για να τη μετατρέψουμε σε φυλακή για τους ενόχους της παγκόσμιας κρίσης χρέους.

Προς το παρόν, οι μόνοι που τιμωρούνται είναι οι εξ ορισμού αθώοι. Τιμωρείται μια ολόκληρη κοινωνία για την ανοησία της να πιστέψει τους πολιτικούς, να παραπλανηθεί από τους τεχνοκράτες, να εξαπατηθεί από τους επιχειρηματίες και να υπνωτιστεί από τους πνευματικούς ηγέτες της στο παραμύθι της ανάπτυξης και της αδιατάρακτης ευημερίας. Τιμωρούνται αυτοί που δεν μπορούσαν να φοροδιαφύγουν, που δεν μπορούσαν να κλέψουν τον δημόσιο πλούτο, που πείστηκαν από τις τράπεζες να δανειστούν, που πειθαναγκάστηκαν από τους διαφημιστές να καταναλώσουν ό,τι χρήσιμο και ό,τι περιττό, που είχαν το μικρότερο μερίδιο απόλαυσης σ’ αυτό που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «εποχή της ανεμελιάς». Ποιας ανεμελιάς; Δεν σταμάτησαν να δουλεύουν, δεν σταμάτησαν να αμείβονται με τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρωζώνη, δεν σταμάτησαν να φορολογούνται, δεν σταμάτησαν να πληρώνουν την πιο ακριβή αγορά της Ευρώπης, δεν σταμάτησαν τρέφουν τις υψηλές κερδοφορίες και την ευημερία των απατηλών αριθμών που έστησαν λαμπρές πολιτικές καριέρες και μεγάλες περιουσίες.

Τώρα, καλούνται να «γράψουν Ιστορία». Αποδεχόμενοι την επιστροφή στα χρόνια του Σικάγου του 1886 – μια βίαιη και μαζική υποτίμηση της εργασίας, μια αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, μια πρωτοφανή υποβάθμιση της δημοκρατίας. Απειλούμενοι με απόρριψη της χώρας στα σκουπίδια της παγκόσμιας κοινότητας, ακριβώς όπως οι οίκοι αξιολόγησης πέταξαν στα «σκουπίδια» τα ελληνικά ομόλογα. Τρομοκρατούμενοι με τον ίδιο τους τον θυμό («έρχονται κοινωνικές εκρήξεις στην Ελλάδα», διαμηνύουν προληπτικά οι «ακτινολόγοι» του ελληνικού χρέους και αναπαράγουν σαν πειθήνια φερέφωνα τα εγχώρια ΜΜΕ. Φοβούνται ή φοβίζουν μ’ αυτή την προφητεία;)

Αλλά, πώς γράφεται η Ιστορία; Και ποιοι τη γράφουν; Στις συνθήκες ασφυξίας που διαμορφώνει ο κλοιός των αγορών, με τους όρους υποτέλειας που διαπραγματεύεται ο θίασος των μαθητευόμενων μάγων, η Ιστορία θα γραφτεί πάλι από την πλευρά των νικητών. Η Ελλάδα (κι ίσως κι άλλες κοινωνίες μετά απ’ αυτήν) μετατρέπεται σε μια τρύπα στη γεωγραφία. Υπάρχει μία και μοναδική ευκαιρία να γραφτεί η Ιστορία αλλιώς. Να σπάσει τον κλοιό του φόβου και της σιωπής η κοινωνία. Να βγει στο προσκήνιο, να υπερασπιστεί τον εαυτό της, τις μικρές κατακτήσεις της, την ισχνή της δημοκρατία, το δικαίωμά της στην πολιτική, στην αυτοδιάθεση, στην ανεξαρτησία, στην εθνική κυριαρχία, στη στοιχειώδη κοινωνική αλληλεγγύη. Αφού η επίσημη πολιτική παραιτήθηκε από την υποχρέωση να υπερασπίζεται αυτά υπέρ των οποίων υπάρχει, κάποιος άλλος πρέπει να πει το «όχι». Κάποιος πρέπει να πετάξει στα σκουπίδια της Ιστορίας το χρέος και τους πιστωτές, πριν αυτοί μετατρέψουν τις κοινωνίες σε χωματερές.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (30/4/2010)

Ο πατέρας σου, μου ’πε προχθές το βράδυ η Ντίνα στο τηλέφωνο. Δεν είναι καλά αγόρι μου. Φέρνει γυροβολιές στη γειτονιά και μαζεύει σκουπίδια απ’ το δρόμο και τα ρίχνει στην κύκλωση πώς τη λένε. Και τώρα δα το απόγευμα ήθελε να μπει κι αυτός μέσα στον κάδο. Ισούς Χριστός φυλάει παιδάκι μου. Γύρναγε ο Στέφανος απ’ τη δουλειά και στο τσακ τον πρόλαβε. Ρε μπαρμπα-Τάσο του κάνει. Ρε μπαρμπα-Τάσο τρελάθηκες τι ’ν’ αυτά; Στο σκουπιδοντενεκέ πας να μπεις; Και τι γυρίζει και του λέει; Αχ βρε Στεφανάκο ο άντρας π’ αφήνει τη γυναίκα του να πεθάνει αβοήθητη είναι για πέταμα. Άσε να με πάρουν και μένα να με κυκλώσουν μπας και γίνω καλύτερος άνθρωπος και χρησιμότερος. Τ’ ακούς; Ακούς κουβέντες; Κι ύστερα καθόταν μόνος του και γέλαγε. Δεν είναι καλά αγόρι μου ο μπαμπάς σου.

Χρήστου Οικονόμου, «Κάτι θα γίνει, θα δεις»