Tuesday, December 17, 2013

Σφυροδρέπανο

(Ορφανό κείμενο Νο2)


Τρίτη πρωί, με ξυπνάει ο παρηγορητικός, γουργουριστός ήχος ενός σφυροδράπανου που τρυπάει έναν τοίχο σε διπλανό διαμέρισμα. Ο ήχος του εναλλάσσεται με τους κρότους ενός σφυριού που χτυπάει πιθανότατα τον ίδιο τοίχο. «Ίσως ήρθε η ανάπτυξη», σκέφτομαι, αν και το αστείο ξέρω πως είναι κοινότοπο πια. Όχι, δεν ξέρω αν ήρθε η ανάπτυξη, που ο Προβόπουλος τη βλέπει ήδη σε συσκευασία πρωτοχρονιάτικου δώρου του 2014, αλλά τουλάχιστον κάποιος θα βγάλει ένα εικοσάρικο μεροκάματο. Και κάποιος έχει να δαπανήσει ένα εικοσάρικο που δεν προορίζεται αποκλειστικά για την επιβίωση, τα χαράτσια, τους λογαριασμούς και τη βενζίνη για να πάει μέχρι τη δουλειά. Αν πάντως πράγματι έρθει πράγματι η ανάπτυξη κάπως έτσι θα ’ναι: σφυριά στους τοίχους, τρυπάνια στα μπετά, εκσκαφείς, φορτηγά, μπετονιέρες, ταινίες μεταφοράς προϊόντων, αλυσίδες παραγωγής, περισσότερος θόρυβος στους δρόμους, γεωτρύπανα, γερανοί, ικριώματα, μπουλντόζες στο ΙΧ πρώην εθνικό οδικό δίκτυο, ασφαλτοτάπητες, πυκνότερα δρομολόγια ντελιβαράδων, κι άλλα νέα καταστήματα «ψωμί, γλυκό, καφές», σουβλατζίδικα και καταστήματα πρόχειρου φαγητού, κρουαζιερόπλοια στον Πειραιά, στο Φάληρο, στον Άλιμο, μερικά ακόμη ξενοδοχεία, εμβάσματα κατοίκων εξωτερικού, «τα παιδιά βρήκαν δουλειά στη Γερμανία», τουριστικό και ναυτιλιακό συνάλλαγμα, παραρτήματα outsourcing της Google, της Yahoo, της Microsoft, της Sanofi, της Pfizer και μια τιτάνια μάχη μεταξύ της αμερικανικής Black&Decker, της γερμανικής Bosch και της ιαπωνικής Hitachi για το ποια θα μονοπωλήσει την αγορά σφυροδράπανων και λοιπών εργαλείων κατασκευής κι επισκευής. Η ζωή σαν μερεμέτι…

Το τρυπάνι από δίπλα διακόπτει τον αναπτυξιακό συνειρμό μου, το σφυρί προσπαθεί να συνθέσει έναν ρυθμό, ο επόμενος ήχος-έκπληξη έρχεται από τον δρόμο, ο θόρυβος ενός βυτίου που βάζει πετρέλαιο θέρμανσης στη διπλανή πολυκατοικία- η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς να μην παγώσουν. Ο λόγος που δεν θα έρθει η ανάπτυξη, ή αν έρθει θα είναι το ίδιο οδυνηρή με την ύφεση, δεν είναι ότι σχεδιαστές του οικονομικού μετασχηματισμού της χώρας δεν δίνουν στον καθένα από ένα σφυροδράπανο για να ανοίγει μια τρύπα κι ύστερα να την ξανακλείνει και τούμπαλιν, ώστε να δημιουργείται ένα πρόσχημα απασχόλησης κεφαλαίου και εργασίας, όπως περίπου γινόταν στις ΗΠΑ του New Deal. Ούτε επίσης ότι δεν δίνεται στον καθένα ένα εικοσάρικο για να το δαπανήσει σε ένα απαραίτητο μερεμέτι στο σπίτι, ένα κατοστάρικο για να βάλει πετρέλαιο θέρμανσης και να μην ξεπαγιάσει. Αυτό υποτίθεται πως λέγεται κεϊνσιανισμός, αλλά αν πιστεύει κανείς ότι θα έχει κάποιο αποτέλεσμα στην περίπτωσή μας είναι μάλλον γελασμένος. Για να έρθει η ανάπτυξη μέσω ενός τέτοιου τρικ θα χρειαζόταν να επιστρατευτούν τουλάχιστον οι πόροι ύψους 150 και πλέον δισ. ευρώ που χάθηκαν στην πενταετία της μεγάλης ελληνικής ύφεσης. Για την ακρίβεια, θα έπρεπε να δημευθούν, να κρατικοποιηθούν, να εθνικοποιηθούν, να απαλλοτριωθούν αυτοί οι πόροι όπου βρίσκονται, ακόμη και εις χείρας τρίτου, αλλά αυτό δεν είναι κεϊνσιανισμός, είναι κάτι μεταξύ κρατικού καπιταλισμού και σοσιαλισμού, κι αυτό δεν ξέρω αν το αντέχει το στομαχάκι των ευαίσθητων αναπτυξιολόγων.

Ο λόγος που δεν θα έρθει η ανάπτυξη, ακόμη κι αυτή στην οποία προσβλέπουν νεοφιλελεύθεροι, κεϊνσιανοί και οι ενδιάμεσοι, δεν είναι ότι δεν διαθέτουν την πολιτική τόλμη να εφαρμόσουν μια ελάχιστη δόση κεϊνσιανισμού, έστω και με χρήμα που θα κόψουν αφειδώς από το πουθενά, αλλά γιατί υπάρχει μια τρομακτική απροθυμία και ανικανότητα του κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί ακόμη και με τους πιο στυγνούς όρους την εργασία. Θεωρητικώς, στην ειδική συνθήκη που έχει διαμορφωθεί με τη βοήθεια της τρόικας στην Ελλάδα και στα λοιπά μνημονιακά πειραματόζωα, οι κάτοχοι του κεφαλαίου έχουν τους ιδεωδέστερους όρους να αντλήσουν υπεραξία, να ξεζουμίσουν κάθε ικμάδα εκατομμυρίων ανθρώπων. Υπάρχουν εκεί έξω 1,5 εκατομμύριο άνεργοι έτοιμοι και πρόθυμοι για όλα, διαθέσιμοι να απασχοληθούν με τους χειρότερους όρους, ικανοί να πουλήσουν γνώσεις και δεξιότητες για έναν καφέ, μια τυρόπιτα, ένα φθηνό γεύμα και τα εισιτήριά τους. Υπάρχουν άλλο 1,5 εκατομμύριο κατά συνθήκην εργαζόμενοι που δουλεύουν ήδη δωρεάν, τζάμπα, τουλάχιστον κατά τους 3,5 και πάνω μήνες αμοιβών που τους οφείλουν οι εργοδότες τους. Υπάρχουν 800.000 δημόσιοι υπάλληλοι που οι μισθοί τους έχουν ήδη περικοπεί κατά 50%, κι όμως ο Άδωνις, ο Κυριάκος, ο Γιάννης (οι αρκετοί Γιάννηδες της κυβέρνησης) θα προτιμούσαν να τους δουν διαθέσιμους, ανέργους ή συνταξιούχους. Υπάρχουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες υπάλληλοι των τραπεζών, του ΟΤΕ κι άλλων οργανισμών που οι ιδιοκτήτες και οι μάνατζέρ τους προτιμούν να χρηματοδοτήσουν με εκατομμύρια την «εθελούσια έξοδό» τους παρά να τους απασχολήσουν. Υπάρχουν χιλιάδες νέοι επιστήμονες που κάνουν «κρα» για μια δουλειά, αλλά το κράτος- υβρίδιο των πιστωτών προτιμά να διευκολύνει τη μετανάστευσή τους, «για να μας αδειάζουν τη γωνιά».

Συμβαίνει, λοιπόν, το πρωτοφανές στα μεταπολεμικά χρονικά το κεφάλαιο, σε όλες τις ατομικές και συλλογικές εκφράσεις του, εγχώριες ή πολυεθνικές, να εμφανίζεται απρόθυμο και κυρίως ανίκανο ακόμη και να εκμεταλλευτεί στυγνά την εργασία, για να δημιουργήσει μιαν ελάχιστη απασχόληση, αναπαραγωγή, κατανάλωση και τελικά ανάπτυξη. Κι έτσι τρομακτικά αποσυρμένο, ζαρωμένο, αδύναμο κι αμήχανο μπροστά στην κρίση που το ίδιο προκάλεσε σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι: τι χρειαζόμαστε το κεφάλαιο και τους κατόχους του; Σε ποιον είναι χρήσιμο και απαραίτητο; Τι νόημα έχει το σφυροδράπανο που ανοίγει τρύπες στον τοίχο χωρίς το χρήστη του; Τι νόημα έχει το «κρουστικό σφυροδράπανο» που η πονηρή του ορθογραφία – έναν «άλφα» αντί ενός «έψιλον»- μας έχει κάνει να βλέπουμε και ν’ ακούμε το «σφυροδρέπανο» ως γραφική καρικατούρα της Ιστορίας;

Άλλη μια θορυβώδης, γουργουριστή διείσδυση του σφυροδράπανου στον τοίχο του διπλανού διαμερίσματος. Διπλά παραγωγική η συμβολή του. Ο μάστορας έβγαλε το μεροκάματο κι εγώ κατέγραψα αυτόν τον συνειρμό που ελπίζω να τον βρει κανένας χρήσιμο.

Υ.Γ. Αυτό είναι το δεύτερο «ορφανό» κείμενο μια και ο «Επενδυτής» που θα ήταν ο κανονικός του προορισμός δεν βγαίνει λόγω απεργίας και λόγω «απροθυμίας και ανικανότητας του κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί τους εργαζόμενούς του».

ΚΙΜΠΙ

 

  

Sunday, December 8, 2013

Ένα ορφανό κείμενο



Ορφανό, με την έννοια ότι τα κείμενα που κατά κανόνα δημοσιεύονται σ’ αυτό το μπλογκ προορίζονται για δημοσίευση σε έντυπη εκδοχή, στην εφημερίδα «Επενδυτής», κάθε Σάββατο, στη στήλη «Ελεύθερος Σκοπευτής». Ορφανό, επίσης, από την άποψη ο προορισμός ενός κειμένου για εφημερίδα επιβάλλει συνήθως μια κάποια εναρμόνιση με την ατζέντα της, με το όλο «πακέτο» ειδήσεων, ρεπορτάζ, αναλύσεων, στηλών, απόψεων που αυτή περιλαμβάνει. Αυτό, λοιπόν, είναι ένα ορφανό κείμενο γιατί ο «Επενδυτής» δεν κυκλοφόρησε αυτό το Σάββατο, γιατί οι συντελεστές του, δημοσιογράφοι και τεχνικοί, απεργούν και το γιατί μάλλον ήδη το γνωρίζετε-  γιατί απεργούν τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενοι στις εφημερίδες και τα άλλα ΜΜΕ; Γιατί είναι απλήρωτοι και γιατί οι ιδιοκτήτες τους προσπαθούν να επιβεβαιώσουν το πείραμα του Χότζα με τον γάιδαρό του. Εν πάση περιπτώσει, αναλυτικά το γιατί αυτής της απουσίας, αυτής της απεργίας κι αυτού του ορφανού κειμένου μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

 Αλλά, με την ευκαιρία, σ’ αυτό το ορφανό κείμενο λέω να συμπεριλάβω μια περίπου ορφανή άποψη – παρατήρηση: οι δημοσιογράφοι και άλλοι «παραγωγοί» των ΜΜΕ βρίσκονται εδώ και καιρό ενώπιον μιας ιδιόμορφης ομηρίας. Τα ΜΜΕ ανήκουν (κυρίως) στις τράπεζες λόγω υπερδανεισμού, οι τράπεζες ανήκουν στο ΤΧΣ λόγω ανακεφαλαιοποίησης, άρα στην τρόικα, άρα στους δανειστές. Άρα, τα ΜΜΕ ανήκουν στην τρόικα και στους δανειστές, από τις βουλές των οποίων εξαρτάται η επιβίωση του υπερχρεωμένου κλάδου. Αυτό λίγο πολύ συμβαίνει με αρκετούς κλάδους της  ιδιωτικής οικονομίας, αλλά η ιδιομορφία με τα ΜΜΕ είναι πως αποτελούν τους μόνους διαθέσιμους –σε κυβέρνηση, τρόικα, δανειστές- διαύλους επικοινωνίας με την κοινή γνώμη, τους μόνους διαθέσιμους ιμάντες προπαγάνδισης του βίαιου κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού της χώρας- μετασχηματισμού σε τι, δεν μας είναι πολύ σαφές ακόμη. Έτσι, ακόμη κι όταν η τρόικα, η task force και οι ποικίλοι επιτηρητές που έχουν εγκατασταθεί στην αποικία εκφράζονται με διόλου κολακευτικά λόγια για τη μιντιακή διαπλοκή που εδώ και χρόνια απομυζά πόρους από τη χρηματοπιστωτική διαπλοκή και την θέτει στη «μαύρη λίστα» από άποψη χρηματοδότησης, βρίσκεται ενώπιον του ερωτήματος με ποιους άλλους θα κάνει τη βρομοδουλειά της μνημονιακής προπαγάνδας αν αφήσει τους μόνους διαθέσιμους να στραγγαλιστούν οικονομικά.

Αυτή είναι η πρώτη αντίφαση. Ακολουθεί, όμως, και δεύτερη. Θύματα των χρεοκοπημένων από τους ιδιοκτήτες τους ΜΜΕ είναι και οι δημοσιογράφοι, τεχνικοί και διοικητικοί που προσπαθούν να υπερασπιστούν τα ελάχιστα αυτονόητα. Το δικαίωμα να έχουν δουλειά και να την παρέχουν αμειβόμενοι. Το παράδοξο είναι ότι για να συμβεί αυτό στην παρούσα συγκυρία θα πρέπει τα ΜΜΕ να παίζουν τον εκχωρημένο από την τρόικα και το νέο, μνημονιακό λόμπι διαπλοκής ρόλο τους. Δηλαδή, τον ρόλο των υπερασπιστών του μνημονιακού μονοδρόμου. Θα πρέπει, δηλαδή, να πείθουν την άναυδη κοινή γνώμη – με αποχρώσεις και επιμέρους αντιρρήσεις- ότι είναι καλό ή αναγκαίο πράγμα η εξουθενωτική φορολογία, οι μειώσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, οι περικοπές στην παιδεία και το σύστημα υγείας, η απελευθέρωση των απολύσεων, η ανεργία των 1.5 εκατομμυρίων. Επομένως, όταν οι δημοσιογράφοι, ακόμη και οι υπεράνω διαπλοκής και συνενοχής στο μνημονιακό και στα άλλα συγγενή εγκλήματα, υπερασπίζονται τη δουλειά και τους μισθούς τους, και τελικά την επιβίωση των υπερχρεωμένων ΜΜΕ στα οποία δουλεύουν, είναι σαν υπερασπίζονται άθελά τους τις περικοπές μισθών, τις απολύσεις, την απληρωσιά και την ανεργία των άλλων, των εκτός μιντιακού σύμπαντος ανθρώπων.

Πώς ξεπερνιέται αυτή η αντίφαση; Η απάντηση φαίνεται απλή: με το να κάνουν οι δημοσιογράφοι τη δουλειά τους. Να φέρνουν στο φως την αλήθεια, να δίνουν βήμα, χώρο και χρόνο στους ανθρώπους που υποφέρουν από τις κτηνώδεις και ηλίθιες πολιτικές- όχι για να κάνουν μελοδραματικά σόου-, να μη διεκπεραιώνουν αμάσητες τις πληροφορίες του Μαξίμου, της τρόικας και των ποικίλων κέντρων εξουσίας, να αφήνουν την πολιτική διαπάλη να αναπτυχθεί σε όλο της το βάθος, να μην επιτρέπουν στα ΜΜΕ να γίνονται φερέφωνα των troika-news. Αλλά τότε, αν ανακτήσουν ελάχιστη από τη στοιχειώδη ανεξαρτησία της περιούσιας Τέταρτης Εξουσίας, η στρόφιγγα της χρηματοδότησης μπορεί να κλείσει ανά πάσα στιγμή και η ήδη ανάπηρη ελευθερία των ΜΜΕ να στραγγαλιστεί μια και καλή. Δύσκολο δίλημμα, ε;

Η τρόικα ενδεχομένως να θελήσει να ξεπεράσει τη δική της αντίφαση με μια γενναιόδωρη διαγραφή των κόκκινων δανείων προς τα ΜΜΕ, για να μπορέσουν αυτά να πάρουν νέα και να συνεχίσουν τη «δουλειά». Οι ιδιοκτήτες ενδέχεται να θελήσουν να ξεπεράσουν τη δική τους αντιφατική θέση διαγράφοντας με τη σειρά τους μέρος των οφειλών τους  προς τους εργαζόμενους, για να συνεχίσουν κι αυτοί τη «δουλειά». Οι εργαζόμενοι- δημοσιογράφοι, τεχνικοί, διοικητικοί- πώς θα ξεπεράσουν τη δική τους αντιφατική κατάσταση; Θα εξαγοράσουν με υπερβάλλοντα μνημονιακό ζήλο τις κατά τι ασφαλέστερες θέσεις εργασίας τους; Και θα ’χουν την προσδοκία ότι το «προϊόν» τους θα βρίσκει για πολύ ακόμη τους λίγους αγοραστές που έχουν απομείνει;
ΚΙΜΠΙ

Saturday, November 30, 2013

Άγνωστα αριστουργήματα

(Επενδυτής, 30/11/2013)

 


Ένας νέος εκκολαπτόμενος συγγραφέας, με πηγαίο και δοκιμασμένο σε μικρά πονήματα ταλέντο, με εξαιρετικές σπουδές και βαθιά γνώση της λογοτεχνίας, έχει μόλις ολοκληρώσει ένα ογκώδες μυθιστόρημα, προϊόν πολύχρονης μελέτης και προσπάθειας. Οι λίγοι στους οποίους εμπιστεύτηκε την ανάγνωσή του, ανάμεσά τους κι ένας έμπειρος πλην συνταξιούχος κριτικός, έμειναν άναυδοι απ’ αυτό που διάβασαν. «Είναι το έπος της εποχής μας», του είπε συγκινημένος ένας φίλος, ενώ ο κριτικός τού εκμυστηρεύτηκε την πεποίθησή του ότι η κυκλοφορία του βιβλίου θ’ αλλάξει την ιστορία της λογοτεχνίας. Ενθαρρυμένος από τα καλά λόγια των φίλων, ο συγγραφέας αποφασίζει να χτυπήσει τις πόρτες των εκδοτικών οίκων, ξέροντας ότι έχει μπροστά του έναν Γολγοθά.

Όσοι μεγάλοι ή μεσαίοι εκδοτικοί οίκοι επιβιώνουν παραλαμβάνουν αδιάφορα το ογκώδες πακέτο με τις περίπου 700 εκτυπωμένες σελίδες Α4, το στικάκι με το ψηφιακό έγγραφο και την εγκωμιαστική επιστολή του συνταξιούχου κριτικού. Το αρχειοθετούν ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα υποψήφια προς έκδοση βιβλία επίδοξων συγγραφέων. Έχουν προ πολλού απολύσει τους δικούς τους έμπειρους κριτικούς, τους αξιολογητές, τους επιμελητές, τους διορθωτές και ξεπροβοδίζουν τον νέο συγγραφέα αφήνοντάς του ελάχιστες ελπίδες ότι το δημιούργημά του θα έχει την τύχη έστω της απλής ανάγνωσης από κάποιο εξασκημένο μάτι. «Είναι και πολλές σελίδες, βρε παιδί μου», είναι ένα από τα σχόλια που κόβει τα φτερά του συγγραφέα. Περνούν μήνες, χρόνος, δύο χρόνια περιπλάνησης του χειρογράφου και του USB με το μυθιστόρημα και εναγώνιων οχλήσεων και τηλεφωνημάτων στους εκδότες. Δεν υπάρχει ούτε καν μια απορριπτική απάντηση, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει κανείς να το διαβάσει. Οι εκδότες και οι λίγοι επιτελείς τους δεν έχουν τον χρόνο και την πολυτέλεια να ασχοληθούν με κάτι που δεν έχει πιθανότητα εμπορικής επιτυχίας ή τουλάχιστον ότι θα βγάλει τα έξοδά του.

Ο συγγραφέας μας αποφασίζει να απευθυνθεί σε μικρότερους εκδοτικούς οίκους, επιλέγει μερικές δεκάδες απ’ αυτούς που έχουν στο ενεργητικό τους ενδιαφέρουσες δουλειές κι αρχίζει έναν νέο γύρο περιπλάνησης. Ανακαλύπτει ότι οι μισοί απ’ αυτούς έχουν κλείσει κι οι άλλοι μισοί φυτοζωούν, κατά κανόνα με μόνο απασχολούμενο τον ίδιο τον εκδότη και μερικούς συνεργάτες part time ή με το κομμάτι. Σχεδόν όλοι τους τρομάζουν με τον όγκο του βιβλίου. «Είναι πολλά τα εκτυπωτικά, δεν συμφέρει, κι ύστερα, τι τιμή να βάλεις, κανείς δεν δίνει 30 ευρώ για βιβλίο στις μέρες μας». Ένας από τους εκδότες του προτείνει τη λύση της αυτοέκδοσης, «θα βάλεις τα τυπογραφικά, και τα υπόλοιπα άσ’ τα σε μένα». Ο συγγραφέας μας, που ξέρει ότι ο χρόνος δουλεύει εις βάρος του, το σκέφτεται κι αποφασίζει να θυσιάσει τις οικονομίες του για να τυπωθούν 1.000 αντίτυπα. Παραλαμβάνει με συγκίνηση το τυπωμένο βιβλίο, συγχύζεται όταν διαπιστώνει την προχειρότητα τα έκδοσης, με λάθη από την πρώτη σελίδα, δεν συνεχίζει, μοιράζει σε φίλους μερικές δεκάδες αντίτυπα και περιμένει τα «υπόλοιπα» που έχει αναλάβει ο εκδότης. Ο εκδότης, όμως, δεν έχει κανένα μηχανισμό προώθησης του βιβλίου, το δελτίο Τύπου που στέλνει στις εφημερίδες πιθανότατα το ανέθεσε σε κάποιον που δεν διάβασε καν το βιβλίο, οι εφημερίδες έχουν κόψει τα σχετικά ένθετα, κι όσες τα διατηρούν περιορίζονται στη δημοσίευση των δελτίων τύπου. Τα ειδικά περιοδικά για το βιβλίο, επίσης, έχουν προ πολλού κλείσει, ενώ μια σκέψη για παρουσίαση του βιβλίου αποκλείστηκε γιατί ο εκδότης απαιτούσε επιπλέον χρήματα από τον συγγραφέα για τη διοργάνωσή της. Το αποτέλεσμα είναι ότι, έναν χρόνο μετά την έκδοσή του, για το βιβλίο δεν υπήρξαν παρά μερικές αναπαραγωγές του δελτίου Τύπου, πουλήθηκαν λιγότερα από 200 αντίτυπα και τα υπόλοιπα παραμένουν ξεχασμένα στα ράφια περιφερειακών βιβλιοπωλείων, καθώς στα κεντρικά ήταν αδύνατη η τοποθέτησή του γιατί οι υπεύθυνοι ζητούσαν χρήματα που ο εκδότης δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει. Αγορασμένο από 200 ανθρώπους, διαβασμένο από λιγότερους, το βιβλίο δεν συνάντησε ποτέ το πεπρωμένο του να γίνει «το μυθιστόρημα που θα άλλαζε την ιστορία της λογοτεχνίας». «Δεν το κάνεις λίγο πιο περιληπτικό;», ήταν το μόνο που βρήκε να πει στον αποθαρρυμένο πια συγγραφέα μας ο εκδότης.

Η ιστορία είναι, φυσικά, επινοημένη, δεν σας εκμυστηρεύομαι την περιπέτεια ενός δικού μου συγγραφικού απωθημένου, ούτε το άδοξο τέλος ενός άγνωστου αριστουργήματος. Η επινόηση, ωστόσο, συντίθεται από στοιχεία της πραγματικότητας κι η πραγματικότητα είναι ότι, σε αντίθεση με το ανόητο νεοφιλελεύθερο κλισέ πως τάχα «η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες», η κρίση κυρίως καταστρέφει ευκαιρίες. Χιλιάδες ταλαντούχοι άνθρωποι, χιλιάδες ευφυείς και δημιουργικές ιδέες δεν πρόκειται να βρουν ποτέ παραγωγική διέξοδο, διότι πολύ απλά η κρίση, και ιδιαίτερα η ειδική εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα, που καθίσταται το παγκόσμιο παράδειγμα επταετούς αδιάλειπτης ύφεσης, οδηγεί τους κατόχους κεφαλαίου είτε στην καταστροφή είτε στον ανταγωνισμό μείωσης του κόστους και στην αποεπένδυση. Ανάμεσα στους 1,5 εκατ. ανέργους, στην πλειοψηφία τους νέους και με προσόντα και δεξιότητες που ποτέ μέχρι σήμερα δεν διέθετε σε τόση έκταση ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας, προφανώς υπάρχουν αρκετοί που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός επαναστατικού φαρμάκου για την καταπολέμηση του καρκίνου, να βρουν ένα νέο φθηνό και φιλικό στο περιβάλλον δομικό υλικό, να αναπτύξουν μια ευφυή εφαρμογή στα κινητά ή στα PC που θα είναι κοινωνικά χρήσιμη και δεν θα εξαντλείται στο ροκάνισμα του νεκρού χρόνου, να προτείνουν μια νέα μέθοδο ανακύκλωσης, να γίνουν οι εισηγητές μιας τεχνολογικής επανάστασης, να γράψουν συγκλονιστικά μυθιστορήματα και ποιήματα, να δημιουργήσουν πρωτοποριακά έργα τέχνης, να γράψουν πανέμορφη μουσική, να διατυπώσουν νέες απελευθερωτικές ιδέες για την κοινωνία, την οικονομία, τη φιλοσοφία, την Ιστορία, το μέλλον της ανθρωπότητας. 

Το τι συμβαίνει, όμως, μας είναι γνωστό. Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, με ταλέντο ή χωρίς, είναι υποχρεωμένοι να προσγειώσουν τις φιλοδοξίες και τη δημιουργικότητά τους στην άμεση ανάγκη: στην επιβίωση. Οι δημόσιοι πόροι, που τόσο άπληστα αντλούνται από τα συρρικνούμενα εισοδήματα, πάνε υπέρ πίστεως (τραπεζικής) και άλλων πατρίδων, ήτοι υπέρ δανειστών. Την ώρα που το κράτος θα έπρεπε να αναπληρώσει την απρόθυμη ή ανίκανη ιδιωτική οικονομία σε επένδυση στην έρευνα, στην καινοτομία, στη δημιουργικότητα του ανθρώπινου δυναμικού, αυτό υποχρεώνεται σε δραστική συρρίκνωση, εξαναγκαστική αποεπένδυση, «εξυγιαντική» αυτοκατάργηση. Οι κάτοχοι του χρήματος από την άλλη πλευρά, όσοι εγχώριοι ή ξένοι έχουν πλεόνασμα ρευστότητας να επενδύσουν στις «ευκαιρίες», έχουν άλλα κριτήρια και προτεραιότητες για να ορίσουν τι είναι «ευκαιρία» και τι όχι. Και βασικά ένα κριτήριο: τι θα κάνει άμεσα αποδοτική και κερδοφόρα την επένδυσή τους. Κι αυτό πολλές φορές σημαίνει ότι θα χρειαστεί όχι να αξιοποιήσουν, αλλά να εκτρέψουν και να καταστρέψουν την «ευκαιρία», τη λαμπερή ιδέα, την ευφυή λύση και τελικά το κρυμμένο ταλέντο ενός νέου ανθρώπου. Τι πιο χαρακτηριστικό από το γεγονός ότι οι νέοι που συνωθούνται για τις λιγοστές θέσεις εργασίας  που προσφέρονται, υποβάλλονται σε έναν ανταγωνισμό προσόντων -γλώσσες, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, έρευνες, συνέδρια- τα οποία ζητούνται μόνο και μόνο για να απαξιωθούν σε απασχόληση που αντιστοιχεί σ’ ένα γκισέ, ένα call center ή μια θέση πωλητή.

Αυτή είναι η συνταγή μιας ιστορικής παρακμής. Πολλά άγνωστα αριστουργήματα δεν θα βγουν ποτέ στο φως, πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι θα σπαταλήσουν τα χαρίσματα και τις δεξιότητές τους στη μετανάστευση και στην εργασιακή περιπλάνηση σε υποβαθμισμένες, βραχύβιες και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Εδώ συντελείται, συν τοις άλλοις, μια πνευματική γενοκτονία.

 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Γεννήθηκα στις 13-3-1988 στην Αθήνα. Αποφοίτησα από το ΤΕΙ γραφιστικής το 2011. Γνωρίζω άριστα photoshop/illustrator/indesign/premiere/after effects/flash/dreamweaver/corel draw/3d max/maya/html/web design/java/c+/. Επίσης μπορώ να κρατάω τα λογιστικά βιβλία και να σκουπίζω/σφουγγαρίζω το γραφείο ώστε να μη χρειάζεστε επιπλέον προσωπικό γι’ αυτές τις εργασίες. Ακόμη γνωρίζω παραγωγή πολλών ειδών καφέ, όπως capuccino/esspresso/φραπέ/νες (χτυπημένο στο χέρι, να κάνει τον κατάλληλο αφρό). Έχω εκπληρωμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις. Μπορώ να εργάζομαι αδιάκοπα για πάνω από 12 ώρες συνεχόμενες αδιαμαρτύρητα. Επίσης, δεν έχω προσωπική ζωή, δεν έχω φίλους, δεν έχω κοπέλα, δεν σκοπεύω να κάνω οικογένεια ποτέ (οπότε δεν έχω αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις), δεν έχω όνειρα πέρα από το καλό της εταιρείας.

Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν τρώω, δεν χρειάζομαι ποτέ διάλειμμα. Δεν γνωρίζω τι σημαίνει υπερωρία. Μπορώ να μην κοιμάμαι για πάνω από τρεις μέρες για να ικανοποιήσω και τα πιο παράλογα χρονοδιαγράμματα που έχει συμφωνήσει ο εργοδότης μου με τον πελάτη του (…). Τέλος, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω πως δεν ζητάω πάνω από 300 ευρώ το μήνα, μπορώ δε να πληρώνομαι και με καθυστέρηση 5-6 μηνών, καθώς δεν τρέχουν τα νοίκια (μένω με τους γονείς μου)… Δέχομαι ακόμα και να εργαστώ δωρεάν, καθώς θα έχω την τιμή να δω δουλειά μου δημοσιευμένη.


Οσονούπω μετανάστης, «Το τέλειο βιογραφικό» (από το «Το ημερολόγιο ενός ανέργου», www.imerologioanergou.gr)

 

 

Saturday, November 23, 2013

Επανάσταση

(Επενδυτής, 23/11/2013)




Όταν κυβερνητικός αξιωματούχος εκμυστηρεύεται στον «Guardian» ότι «και μισό μέτρο παραπάνω να εφαρμόσουμε θα γίνει επανάσταση», όταν ο Θ. Πάγκαλος συμβουλεύει όσους μπορούν να φύγουν στο εξωτερικό το βράδυ των εκλογών, αν νικήσει ο Τσίπρας, όταν η κυβέρνηση ζητά δημόσια από τους δανειστές να χαλαρώσουν την πίεση γιατί κινδυνεύει να πέσει, όταν κάθε συμφωνία με την τρόικα για νέο, παλιό ή αναπαλαιωμένο μέτρο είναι αδύνατο να εφαρμοστεί χωρίς να προκαλέσει κρίσεις ή απορρύθμιση (ΕΡΤ, πανεπιστήμια, υγεία), όταν τα συγκυβερνώντα κόμματα τρέμουν στην ιδέα ότι θα χρειαστεί να ζητήσουν ψήφο από τους βουλευτές τους για το επόμενο νομοσχέδιο, όταν τα κέντρα εξουσίας αναζητούν στο παρασκήνιο εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης χωρίς να περάσουν από την κόλαση της κάλπης, όταν οι κρατικοί αξιωματούχοι επικαλούνται τόσο συχνά την επιστράτευση, την αστυνομία, τα ΜΑΤ, τα δικαστήρια για να εφαρμόσουν την απλούστερη υπουργική απόφαση, όταν το σύστημα διακυβέρνησης αδυνατεί να συγκροτήσει μια ελάχιστη κοινωνική συμμαχία σ’ αυτό που ορίζει ως στρατηγικό μονόδρομο, όταν το ίδιο σύστημα προσκρούει από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, χωρίς να διαθέτει έξοδο κινδύνου, Plan B, όταν όλα δείχνουν ότι «οι κάτω δεν θέλουν» και «οι επάνω δεν μπορούν πια», τότε, ναι, ίσως η λέξη «επανάσταση» δεν είναι τόσο αδιανόητη.

Επανάσταση; Πιπέρι στο στόμα! Βαριά λέξη. Κι ακόμη βαρύτερη και περιπλοκότερη κατάσταση. Για να είμαστε ακριβείς και ειλικρινείς, όμως, δεν υπάρχει καμιά δύναμη στο πολιτικό σύστημα η οποία, πέρα από τον ρητορικό της μαξιμαλισμό, να επιδιώκει, να σχεδιάζει, να προετοιμάζει και να μπορεί να πραγματοποιήσει κάτι που να πλησιάζει  σ’ αυτό που αποκαλείται «επανάσταση». Τουλάχιστον αυτό που η Ιστορία ορίζει ως τέτοιο. Δεν υπάρχει, επίσης, καμιά κοινωνική ομάδα ή τάξη που να διαθέτει το επίπεδο οργάνωσης και ισχύος, ώστε να εξελιχθεί από «τάξη καθαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της», για να θυμηθούμε τον Μαρξ, να διεκδικήσει δηλαδή την πολιτική ηγεμονία, να γίνει ηγέτιδα «εθνική τάξη» και να καταλάβει την εξουσία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτή την ιδιότητα, άλλωστε, την έχει χάσει προ πολλού ακόμη και η μέχρι πρότινος ηγέτιδα οικονομική ελίτ, η οποία κινείται μεταξύ πανικού, σύγχυσης, κανιβαλισμού, φυγής και λογικής «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Αυτό, λοιπόν, που πιθανότατα εννοεί ο ανώνυμος κυβερνητικός αξιωματούχος, ο οποίος τρέμει στην ιδέα μιας «επανάστασης», είναι κάτι άλλο. Μια τόσο βαθιά, απόλυτη και πλήρη απονομιμοποίηση του συστήματος διακυβέρνησης, ώστε καμιά του απόφαση, καμιά διοικητική του πράξη να μην μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να προκαλεί κοινωνικές εκρήξεις. Όταν, λοιπόν, οι «επάνω δεν μπορούν» και οι «κάτω δεν θέλουν», αλλά δεν υπάρχει ακόμη «κάποιος που και μπορεί και θέλει», τι προκύπτει; Κενό εξουσίας. Το κενό κατά κανόνα καλύπτεται από την εξέγερση, άλλοτε τυφλή και βίαιη, άλλοτε ειρηνική και στοιχειωδώς οργανωμένη, από κοινωνικές ομάδες που στην αρχή το μόνο τους σχέδιο είναι η διαμαρτυρία, η έκφραση του θυμού, η διάθεση να τιμωρήσουν ένα καθεστώς, χωρίς να έχουν αποφασίσει με τι θα το αντικαταστήσουν. Η εξέγερση ρευστοποιεί το κοινωνικό τοπίο, υποχρεώνει τις πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση απέναντί της και θέτουν στο καθεστώς το δίλημμα της καταλλαγής ή της καταστολής. Αλλά η μόνη περίπτωση να εξελιχθεί η εξέγερση σε «επανάσταση» είναι να υπάρξει κάποια δύναμη έτοιμη να προβάλει ένα πειστικό εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας και διακυβέρνησης, ικανή να το εφαρμόσει και στον δρόμο, όπου κυκλοφορεί το θυμωμένο πλήθος (αλλά και το χάος, και το οργανωμένο έγκλημα, και οι οπισθοφυλακές του παλαιού καθεστώτος), και στο κράτος, που τα κλειδιά του κρατά η γραφειοκρατία της παλαιάς διακυβέρνησης.

Παραδέχομαι πως η περιγραφή είναι σχηματική, αποστειρωμένη, αποστεωμένη και θεωρητική. Όμως, δεν διαθέτουμε άλλα εργαλεία εκτός από αυτά της Ιστορίας, ακόμη και της ζωντανής, για να προσδιορίσουμε τους όρους και τις έννοιές τους. Στην Αίγυπτο εξελίσσεται εδώ και τρία χρόνια η πιο ευρεία και ανθεκτική κοινωνική εξέγερση, στην οποία εναλλάσσονται τα κοινωνικά με τα ιδεολογικά-θρησκευτικά κίνητρα. Αλλά δεν κατάφερε «να μεγαλώσει και να γίνει επανάσταση», αφού ο στρατός πέτυχε με την εναλλαγή συνδιαλλαγής και καταστολής τη συνέχεια του καθεστώτος. Γενικώς, η εποχή μας είναι εποχή εξεγέρσεων. Η κοινωνική δυσφορία διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, ο κόσμος είναι γεμάτος αδύναμους κρίκους που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σπάσουν την αλυσίδα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, των οικονομικών, νομισματικών, πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών. Αλλά ούτε η εποχή μας ούτε ο κόσμος μας έχουν ανέβει από το σκαλί της εξέγερσης σ’ αυτό της επανάστασης. Υπάρχει κάτι που λείπει για ν’ αποδώσει κάτι αντίστοιχο με τις αστικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα, την Οκτωβριανή Επανάσταση, ή τις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα.

Τι λείπει; Λείπει πρώτα πρώτα ένα σχήμα του κόσμου μας. Οι επαναστάσεις του 18ου αιώνα φυτεύτηκαν σε επιστημονικές και πνευματικές ανακαλύψεις, που έδιναν ακριβώς σχήμα στον κόσμο της εποχής τους. Ακόμη και η αγγλική εκδοχή της λέξης επανάσταση, το revolution, οφείλει την ύπαρξή της στον Κοπέρνικο και στο έργο του «De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI» (Περί της περιστροφής των ουρανίων σφαιρών, βιβλία έξι). Αν ο Κοπέρνικος δεν έδινε σχήμα στο πλανητικό σύστημα και οι διάδοχοί του αστρονόμοι στο σύμπαν, οι γεωγράφοι στη Γη, αν οι πολιτικοί φιλόσοφοι δεν έδιναν σχήμα στην κοινωνία, στο κράτος, στην οικονομία, στην Ιστορία, ίσως να μην είχαν προκύψει η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση. Η revolution θα είχε μείνει μια βαρετή «περιστροφή» του κόσμου γύρω από τον εαυτό του.

Δεν λείπει, βέβαια, από την εποχή μας η επιστημονική επανάσταση. Τη ζούμε, καθώς η ψηφιακή κι οι άλλες τεχνολογίες αλλάζουν τα δεδομένα γύρω μας με ταχύτητα που αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε. Αλλά μας λείπει η πνευματική επανάσταση, οι ρηξικέλευθες ιδέες που θα ξαναδώσουν σχήμα στον ά-σχημο κόσμο μας. Δεν είμαστε σίγουροι τι είδους καπιταλισμός είναι αυτός που ζούμε, αν βιώνουμε τη μετάλλαξή του ή τους σπασμούς του τέλους του. Δεν ξέρουμε αν τα σύνορα του κόσμου είναι οριστικά ή αν θα ξαναχαραχτούν, με ποταμούς αίματος ή καταρράκτες χρήματος. Δεν είμαστε βέβαιοι αν τα έθνη-κράτη θα επιβιώσουν ή θα χαθούν σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση την οποία οι κοινωνίες θα είναι αδύνατο να επηρεάσουν. Δεν ξέρουμε αν οι δημοκρατίες θα επιβιώσουν ή θα εξαφανιστούν σε έναν ολοκληρωτισμό όπου το άυλο χρήμα και οι κάτοχοί του θα είναι ο μόνος πόλος εξουσίας. Δεν ξέρουμε πολλά για τον κόσμο μας, διαισθανόμαστε μόνο εξελίσσεται σε απεχθή δυστοπία. Κι ευελπιστούμε ότι κάποιοι ιδιοφυείς άνθρωποι αποκρυπτογραφούν ήδη τους κώδικές του για να αποκαλύψουν την αχίλλειο πτέρνα του.

Τι άλλο λείπει; Λείπει η αναδιατύπωση της ουτοπίας. Μπορεί οι ουτοπίες των προηγούμενων αιώνων να έγιναν άλλοθι για ιστορικά εγκλήματα, αλλά ταυτόχρονα ήταν αυτές που έφεραν τα πλήθη στο προσκήνιο των επαναστάσεων. Ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός θέλησε να βάλει τέλος στην Ιστορία, στις μεγάλες αφηγήσεις, στις ουτοπίες και τελικά στις επαναστάσεις, προσφέροντας ως αντάλλαγμα μια ελάχιστη ποσόστωση ευημερίας για όλους, άνισα και άδικα κατανεμημένη, αλλά συναρτημένη με μια διαρκή και αδιατάρακτη από κρίσεις μεγέθυνση. Αυτό μας τελείωσε. Ο θρίαμβος του καπιταλισμού σχεδόν σε όλο τον πλανήτη ταυτόχρονα τον γκρέμισε από το βάθρο της έσχατης υλοποιημένης ουτοπίας. Ο θριαμβευτής έχει πολλαπλασιάσει επικίνδυνα τους νεκροθάφτες του. Λείπουν μόνο η νεκρώσιμος ακολουθία και το ουτοπικό τροπάριο της επόμενης «ανάστασης». Λέτε να συντίθενται κάπου εδώ κοντά μας, τόσο κοντά που οι νότες τους να ’φτασαν στ’ αυτιά του ανώνυμου κυβερνητικού αξιωματούχου; Ποτέ μη λες «ποτέ».



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Καθένας όμως που έχει μελετήσει μια επαναστατική εξέγερση, γνωρίζει πόσες εσωτερικές δυσκολίες μια μάζα συναντά για να εξεγερθεί. Μόνο στην ανάγκη ρίχνεται ο άνθρωπος στο άγνωστο. Η μεγαλόπρεπη φράση «το προλεταριάτο δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες του» ισχύει σαν ιστορική προοπτική και για ολόκληρη την εργατική τάξη συνολικά. Όμως, η εσωτερική ιστορία μιας επανάστασης δεν βρίσκεται τάχα ακριβώς στο ότι το προλεταριάτο -οι προλετάριοι δηλαδή- αποφασίζουν να δράσουν σαν τάξη; Στη διαδικασία αυτή πολλά έχουν να χάσουν και πολλά να ριψοκινδυνέψουν. Αξιοπρόσεκτο είναι πως εδώ η ίδια η ζωή θεωρείται το πιο τελευταίο, το λιγότερο σημαντικό από όλα. Συχνά τη βάζουν σε κίνδυνο πολύ πιο εύκολα, παρά ένα φτωχικό σπιτάκι.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Τρία κόκκινα γράμματα»

Saturday, November 16, 2013

Η προχειρότης του βίου

(Επενδυτής, 16/11/2013)



Κοιτάζω βίντεο και φωτογραφίες από τις Φιλιππίνες. Ο φακός έχει ρουφήξει αχόρταγα κάθε εκδοχή καταστροφής. Εστιάζει με υπόρρητο σαδισμό στα πρόσωπα που κραυγάζουν τον πόνο και την απελπισία. Οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σαρώθηκαν από τη μανία του ωκεανού που γεννά τυφώνες. Κανείς δεν ξέρει πόσοι νεκροί, άστεγοι και πεινασμένοι θα μείνουν για καιρό ξεχασμένοι στα 7.000 νησιά του Αρχιπελάγους. «Όπου φτωχός κι η μοίρα του», «τους τιμωρεί και ο καιρός και ο Θεός», τα κοινότοπα σχόλια που αναμειγνύουν τον οίκτο με την ανακούφιση για το γεγονός ότι δεν είμαστε στη θέση τους κι είμαστε πολύ μακριά τους. Τώρα, αυτός ο δυστυχισμένος πληθυσμός των 100 εκατομμυρίων ανθρώπων, που γνώρισε τα «αγαθά» της δικτατορίας, των μεταρρυθμίσεων του ΔΝΤ και του «θαύματος» της ανάπτυξης, θα πρέπει να συμβιβαστεί σ’ ένα ακόμη κατώτερο σκαλοπάτι ανέχειας, κάτω κι από τα 1.700 δολάρια κατά κεφαλή που του αντιστοιχούσαν μέχρι σήμερα. Το μόνο σχέδιο ζωής που απομένει για μια τεράστια μάζα Φιλιππινέζων είναι η επιβίωση. Όχι για την επόμενη χρονιά, τον επόμενο μήνα, την επόμενη μέρα. Αλλά για την επόμενη ώρα.

Μου ’ρχεται ντροπή να τολμήσω την οποιαδήποτε σύγκριση. Άλλο να σ’ απειλεί ο δικαστικός επιμελητής με το κατασχετήριο του σπιτιού σου κι άλλο να σου ’χει πάρει ο τυφώνας και το σπίτι και το έδαφος κάτω από τα πόδια σου κι ολόκληρο το τοπίο που ήταν κάποτε το τροπικό ενδιαίτημά σου. Άλλο να αγχώνεσαι για το χαράτσι, για τα φορολογικά χρέη, για τους απλήρωτους λογαριασμούς κι άλλο να θρηνείς τη χαμένη σου οικογένεια, το εξαφανισμένο σου χωριό. Άλλο να μην έχεις δουλειά κι άλλο να μην έχεις ζωή. Άλλο να μην έχεις λεφτά κι άλλο τα λεφτά να μην έχουν κανένα απολύτως νόημα, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να αγοράσεις και κανείς να εξαγοράσεις. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι να λεηλατήσεις, ν’ αρπάξεις, να φας και να πιεις ό,τι βρεις.

Παρ’ όλα αυτά τολμώ τη σύγκριση, διατηρώντας τις αναλογίες ανάμεσα στην ανθρωπιστική καταστροφή που κεραυνοβόλησε σε διάστημα ωρών τις Φιλιππίνες κι αυτήν που εξελίσσεται εδώ, αργόσυρτα, βασανιστικά, στατιστικά απροσδιόριστη ακόμη και από τους ζοφερούς αριθμούς της ανεργίας και της αυξανόμενης φτώχειας. Ο αριθμητής κάνει την τεράστια διαφορά, αλλά ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα στη μία και στην άλλη καταστροφή είναι η προχειρότης του βίου που επιβάλλεται στους ανθρώπους. Η στέρησή τους από την ελάχιστη δυνατότητα να προβλέψουν και να σχεδιάσουν με κάποια ασφάλεια τη ζωή τους για την επόμενη ώρα, την επόμενη ημέρα, εβδομάδα, μήνα, χρόνο. Για τον Φιλιππινέζο, που έπεσε θύμα της μανίας του «Χαϊγιάν», αυτή η αδυναμία προέρχεται από το μέγεθος της καταστροφής και από την απόλυτη εξάρτησή του από τη διεθνή βοήθεια, που είναι άγνωστο πότε κι αν θα καταλήξει στους φυσικούς αποδέκτες της. Για τον νεοέλληνα που έχει πέσει θύμα του μνημονίου, η προχειρότης του βίου επιβάλλεται από τους δανειστές που χαράσσουν μια διαδρομή γεμάτη ζιγκ ζαγκ, παλινδρομήσεις, ανασχεδιασμούς και αναδιαπραγματεύσεις, σ’ έναν οδικό χάρτη σχεδόν χωρίς προορισμό.

Υπάρχει ένας αξιοσημείωτος συγχρονισμός ανάμεσα στην προχειρότητα των πάνω και στην προχειρότητα των κάτω. Ο πολιτικός βίος της χώρας και η διακυβέρνησή της εξελίσσονται πάνω σε απόλυτο στρατηγικό κενό. Όλα διαμορφώνονται από Eurogroup σε Eurogroup, από τη μία επίσκεψη της τρόικας στην άλλη, από δόση σε δόση. Κανείς δεν πιστεύει πια μεγαλόστομες κοινοτοπίες περί αρχής του τέλους, περί φωτός στην άκρη του τούνελ, περί επανεκκίνησης και αποδέσμευσης από το μνημόνιο. Αυτό που βλέπουν όλοι είναι η απόλυτη αδυναμία του κρατικού  μηχανισμού και της οικονομικής ελίτ που τον πλαισιώνει να προγραμματίσουν την επόμενη εβδομάδα ή τον επόμενο μήνα. Τη μια μέρα η τρόικα δαιμονοποιείται ως ενσάρκωση του κακού, την άλλη εξαίρεται ως από μηχανής θεός. Τη μια μέρα το μνημόνιο είναι το πληρέστερο κείμενο του κράτους, την άλλη κατακεραυνώνεται ως συνταγή καταστροφής. Τη μια είναι ορόσημο ο Ιούνιος, την άλλη ο Δεκέμβριος. Τη μια φταίει ο Τόμσεν, την άλλη ο Βίζερ. Τη μια η Μέρκελ είναι σωτήρας, την επομένη γίνεται ολετήρας. Η διακυβέρνηση που προκύπτει απ’ αυτή την εικόνα αντιστοιχεί σε μια λέξη: μπάχαλο. Η χώρα δεν κυβερνάται. Απλώς σέρνεται από το ένα εμπόδιο στο άλλο, με μόνο σχέδιο να υπερπηδήσει κάθε φορά αυτό που έχει μπροστά της, μόλις στο ένα μέτρο.

Αν η ηγεσία της χώρας πορεύεται έτσι πρόχειρα, παραιτημένη από κάθε ίχνος σχεδίου, τι διαφορετικό να κάνουν οι απελπισμένοι της υπήκοοι; Τα συμπτώματα είναι γύρω μας και πάνω μας: Έχω σταματήσει να προσέχω τι φοράω κάθε μέρα, κατά σύμπτωση οι κάλτσες είναι πάντα από το ίδιο ζευγάρι, δεν ξέρω αν περνάω τσατσάρα μου απ’ το κεφάλι πριν βγω, βάζω βενζίνη μόνο όταν το ηχητικό σήμα του άδειου ρεζερβουάρ με αιφνιδιάσει, στο σέρβις τρέχω μόνο αφού η μηχανή μουγκρίσει άγρια, τους λογαριασμούς τους πληρώνω σταθερά μετά τη λήξη τους. Μια εικόνα ατημελησίας και παραίτησης κάθεται σαν λεπτή πάχνη στα σώματα, στα σπίτια, στ’ αυτοκίνητα, στους δρόμους. Οι γυναίκες μοιάζουν να ’χουν παραιτηθεί απ’ την προσπάθεια να προσελκύσουν τα βλέμματα των ανδρών, οι άνδρες ίσως έχουν ήδη παραιτηθεί. Οι έφηβοι δεν ανησυχούν τόσο για τους εξεταστικούς μαραθωνίους που τους περιμένουν, οι φοιτητές δεν βιάζονται ν’ αποφοιτήσουν, οι απόφοιτοι περιφέρουν τα βιογραφικά τους σε δουλειές του ποδαριού, οι άνεργοι είναι ευτυχείς αν μπουν σε πεντάμηνη επιδοτούμενη απασχόληση, οι απασχολούμενοι αισθάνονται τυχεροί αν παίρνουν τον Νοέμβριο τον μισθό του Ιουλίου, οι δημόσιοι υπάλληλοι βιάζονται να πάρουν σύνταξη οι μισοί κι οι άλλοι μισοί ξέρουν ότι κάθονται σε προσωρινές καρέκλες. Οι επιχειρήσεις φορτώνουν με οφειλές τους προμηθευτές τους, οι προμηθευτές φορτώνουν το κράτος, τους υπαλλήλους τους, τις τράπεζες. Η νέα επιχειρηματικότητα που ανθεί στους δρόμους των πόλεων είναι κι αυτή προσαρμοσμένη στο πρόχειρο και στο προσωρινό, «ψωμί, γλυκό, καφές», άντε και σουβλατζίδικα, με πέντε ευρώ καβαλάς τη μέρα και πορεύεσαι. Τα νοικοκυριά έχουν εγκαταλείψει τα ταπεινά σχέδια για εκείνο ή το άλλο μερεμέτι στο σπίτι, οι διαχειριστές των πολυκατοικιών δεν ανησυχούν για τα ανείσπρακτα κοινόχρηστα - έτσι κι αλλιώς δεν προβλέπεται παραγγελία πετρελαίου-, στα μπαλκόνια και στις αποθήκες ντανιάζονται καυσόξυλα, στα σούπερ μάρκετ μπαίνουν σε περίοπτη θέση ηλεκτρικές σόμπες των 20-50 ευρώ. «Τούτο τον χειμώνα άμα τον πηδήξουμε, για άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε». Ούτε λόγος για τέτοιες φιλοδοξίες. Η προχειρότης του βίου περιορίζει το μακροπρόθεσμο στις δέκα εβδομάδες το πολύ.

Παρατήρησα πως οι πιάτσες των αστέγων κατεβαίνουν προς τη Συγγρού. Βοηθούν πια τα κλειστά ισόγεια καταστήματα κάτω από τα υπόστεγα πολυώροφων, άδειων κτιρίων, βοηθούσε κι ο καιρός, το γλυκό μέχρι τώρα φθινόπωρο. Ένας ώριμος άνδρας κι ένα κορίτσι γύρω στα 11, πιθανά κόρη του, στρώνουν με επιμέλεια τα χαρτόκουτα στο πεζοδρόμιο, έπειτα μια κουβέρτα, τοποθετούν δίπλα τους τις σακούλες με τα υπάρχοντά τους και πιάνουν το στασίδι της νύχτας. Είναι λίγοι οι άστεγοι της Αθήνας, ελάχιστοι σε σχέση με τον πληθυσμό που δυσφορεί για όσα του συμβαίνουν. Αλλά αυτή η τελετουργία της προσωρινής εγκατάστασης για «να περάσει κι αυτή η νύχτα» συμπυκνώνει τη νέα συνθήκη της εποχής, την προχειρότητα του βίου στην οποία καθηλώνει τους ανθρώπους  η προχειρότητα της πολιτικής, φέρνοντας τις Φιλιππίνες πολύ πιο κοντά μας απ’ όσο νομίζουμε. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Κι όμως, το μάτι από τα παράθυρα του τρένου, το ξέχασαν. Αλλά υπάρχει και βλέπει την τεμπελιά και τη φροντίδα για την ομορφιά που ξεχάστηκε εμπρός στο κουτί που βγάζει ασταμάτητα εικόνες ενός κόσμου άλλου, αστραφτερού, που μπορεί να μην είναι ο δικός τους, αλλά τους βάζει να φαντάζονται αυτά που πρέπει να έχουν όλοι – κι αυτοί, γιατί όχι; Πού χρόνος πια! Φαγώνεται. Πού χρόνος για κήπια, κληματαριές κι ασβεστώματα!

Κι όμως, τα θυμάμαι. Άλλοτε τα είχα δει. Υπήρχαν όταν στα δώδεκα είχα περάσει με το τρένο για την Ολυμπία. Πάντα τα έφερνα στο μυαλό μου, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που γράφει τις εντυπώσεις ένα παιδί. Τους κήπους με τις πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα, που ξεχείλιζαν από χρώματα μέσα στο μεσημεριάτικο φως στις μάντρες. Νόμιζα πως θα ήταν πάντα εκεί. Μοιάζει να βαριούνται την ίδια τους τη ζωή οι άνθρωποι και το κέρδος της να έχει μετατοπιστεί.

Κλεοπάτρα Δίγκα, «Θέση 44, Παράθυρο»

 

   

Saturday, November 9, 2013

Συμφιλίωση με το τέρας

(Επενδυτής, 9/11/2013)

 


Δεν ξέρω πότε θα «δέσει» στο μαντίλι του ο Σαμαράς το πρωτογενές πλεόνασμα του Στουρνάρα, αλλά αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα είπε τη Δευτέρα, αχνοφέγγουν ελπίδες να βγούμε απ’ το μνημόνιο. Το πιστεύετε; Εγώ το πιστεύω. Όχι γιατί πρόκειται να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του ή γιατί το 2014 ξαφνικά θα εισβάλει ασυγκράτητη η ανάπτυξη. Αλλά γιατί το ελληνικό πείραμα μπορεί να συνεχιστεί και χωρίς μνημόνιο. Αν ακολουθήσουμε το γράμμα της πρωθυπουργικής συνέντευξης, ορίζοντας εξόδου της χώρας από το μνημόνιο υπάρχει. Αλλά ορίζοντας εξόδου της τρόικας από τη χώρα δεν υπάρχει. Η τρόικα -έστω και χωρίς τον ατλαντικό της βραχίονα, το ΔΝΤ, έστω και χωρίς το απεχθές brand name- θα υπάρχει στη ζωή μας για δεκαετίες. Γιατί αποκλείεται να αποπληρωθεί το 75% του χρέους, όπως ο επίτροπος Όλι Ρεν μάς αποκάλυψε ότι απαιτείται, σε μια δεκαετία.

Αφού, όμως, η τρόικα ήρθε για να μείνει, γιατί το Ευρωκοινοβούλιο αφυπνίσθηκε από τον τετραετή λήθαργό του κι ανακάλυψε ότι κάτι σόλοικο, παράδοξο, σχεδόν παράνομο υπάρχει στη λειτουργία της στις χώρες-υποζύγια χρέους; Γιατί ανακάλυψε μόλις τώρα το έλλειμμα διαφάνειας, λογοδοσίας, δημοκρατικής και ευρωπαϊκής νομιμοποίησης στο αδιάκοπο πηγαινέλα των επικυρίαρχων που υποβάλλουν μέτρα, νομοσχέδια, μετρούν κατά βούληση το ΑΕΠ, την ύφεση, τα ελλείμματα, αποφασίζουν πόσο θα συρρικνωθούν οι μισθοί, πόσοι κρατικοί υπάλληλοι θα απολυθούν, ποιες κρατικές επιχειρήσεις θα κλείσουν ή θα πουληθούν;

Το προφανές είναι ότι μύρισαν ευρωεκλογές και οι εν υπνώσει σ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης κυρίαρχες ομάδες του περιπλανώμενου μεταξύ Στρασβούργου και Βρυξελλών Ευρωκοινοβουλίου ξύπνησαν και τρέχουν. «Τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος». Κι επειδή η απρεπής φράση θα με κατέτασσε αυτομάτως εις τους λαϊκιστάς, αυτή η τρομερή απειλή, ο «λαϊκισμός» και ο «εξτρεμισμός» που απειλεί να αλώσει το ευρωπαϊκό ημικύκλιο, είναι και το κίνητρο της έρευνας για τη δράση της τρόικας. Αν το Ευρωκοινοβούλιο διέθετε τις ευαισθησίες αυτές από την αρχή της ευρωπαϊκής κρίσης, θα απαιτούσε να ασκήσει προληπτικό και όχι κατασταλτικό έλεγχο. Τώρα, η ζημιά έχει γίνει. Και υποθέτουμε ότι κανείς από τους επισπεύδοντες την έρευνα δεν έχει πρόθεση να στείλει σε εξεταστικές επιτροπές τον Μπαρόζο, τον Ντράγκι ή τον προκάτοχό του Τρισέ, τη Λαγκάρντ ή τον προκάτοχό της Στρος Καν. Το πιθανότερο είναι ότι εκεί, κατά τον Απρίλιο, λίγο πριν από τις ευρωεκλογές, θα δούμε μια καλογραμμένη έκθεση ιδεών που θα μιλά για «λάθη», «αβλεψίες» και «αστοχίες υλικού». Ένας ευφημισμός για την καταστροφή, που στην περίπτωση της Ελλάδας παίρνει διαστάσεις οικονομικής και κοινωνικής γενοκτονίας.

Εξάλλου, θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς αν το κακό θα είχε αποφευχθεί χωρίς την τρόικα. Εντάξει, η Γερμανία επέβαλε με τσαμπουκά το ΔΝΤ στην Ευρώπη, έναν ξενιστή στο παραδείσιο ευρωπαϊκό θερμοκήπιο. Αλλά τι διαφορετικό θα είχε συμβεί στις μνημονιακές χώρες αν αντί της τρόικας τις χειραγωγούσε μια μπερλίνα δύο αλόγων, της Κομισιόν και της ΕΚΤ;  Το ΔΝΤ, προς μεγάλη τσαντίλα των όψιμων εραστών της ευρωδιαφάνειας, αρνείται να λογοδοτήσει στο Ευρωκοινοβούλιο – μαγκιά του, από μιαν άποψη, «εσείς με καλέσατε στην Ευρώπη», θα απαντήσει εύλογα. Αλλά μήπως λογοδοτεί η εκ συστάσεως «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Ποιος εκλέγει την ηγεσία της, ποιον εκπροσωπεί, σε ποιον λογοδοτεί, εκτός από τις αγορές και τους κερδοσκόπους; Έχει λογοδοτήσει ποτέ στο κατά τεκμήριον αντιπροσωπευτικό Ευρωκοινοβούλιο; 

Μήπως έχει το Ευρωκοινοβούλιο καλέσει ποτέ το Eurogroup και το Ecofin να λογοδοτήσουν, παρ’ ότι ο μεγαλύτερος όγκος των αποφάσεων για την αυτοκαταστροφική διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη πέρασε από τα 27 μέλη του, τους υπουργούς που προσέρχονται ως εκπρόσωποι «εθνικών συμφερόντων» και ως συμμαχίες Βορείων που αποφασίζουν ενάντια τους παρείσακτους Νότιους;  Μήπως η Ευρωβουλή έλεγξε ποτέ τους κομισιάριους για τις αλλεπάλληλες αποτυχίες τους στις προβλέψεις για την ύφεση και τον εκτροχιασμό της ανεργίας; Πότε θα λογοδοτήσουν τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια για το γεγονός ότι χρειάστηκαν τρεις συνόδους κορυφής μέχρι να παραδεχθούν ότι η χρηματοπιστωτική κρίση πλήττει την Ε.Ε.; Πότε θα απολογηθούν για το γεγονός ότι μεσολάβησαν άλλες έξι σύνοδοι και δύο χρόνια μέχρι να αποφασίσουν το αναπόφευκτο κούρεμα του ελληνικού χρέους; Σε ποιον θα καταλογιστούν οι αποφάσεις που γέννησαν την κρίση κρατικού χρέους, φορτώνοντας τα κράτη με το κόστος ύψους 2,3 τρισ. για τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για τον ύποπτο χρόνο που δόθηκε στις τράπεζες να ξεφορτωθούν μαζικά τα ελληνικά ομόλογα πριν από το κούρεμα; Και ποιος θα πληρώσει το κόστος της εξαπάτησης των Ευρωπαίων στους οποίους σήμερα ανακοινώνεται: «Αρκετά σας πήραμε ως φορολογούμενους. Τώρα, ξεχάστε τις κρατικές διασώσεις τραπεζών, στο εξής θα πληρώνετε τα σπασμένα ως καταθέτες»;

Τα ρητορικά ερωτήματα που μπορεί να θέσει κανείς για να καταδείξει την υποκρισία του ελέγχου της τρόικας είναι άπειρα και εκτείνονται πέρα από τον σκληρό πυρήνα της οικονομικής πολιτικής. Και οι απαντήσεις θα προσθέσουν ελάχιστα πράγματα στις γνώσεις των ευρωβουλευτών και των θυμωμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών.  Το βασικό συμπέρασμα είναι το εξής: Η τρόικα των μνημονιακών χωρών μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εξωθεσμική εξαίρεση και τερατώδης παρένθεση το πλαίσιο της Ε.Ε. Αλλά η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη έχουν προ πολλού διαμορφωθεί οι ίδιες ως ένα θεσμικό τέρας, ένας Ευρωλεβιάθαν που έχει όλο και μικρότερη σχέση με τη δημοκρατία, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, την κυριαρχία των κρατών, την αξιοπρέπεια των κοινωνιών, που αντιμετωπίζονται μόνον ως κόστος και ως βαρίδι της ανταγωνιστικότητας. Η Ευρωζώνη είναι μια τερατώδης κατασκευή στην οποία έχουν εγκλωβιστεί οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, που για πρώτη φορά από τη σύστασή της ταλαντεύονται τόσο σοβαρά μπροστά στο δίλημμα: «Αξίζει τον κόπο να είναι κανείς σ’ αυτή την ένωση»;

Οι πολιτικές ηγεσίες της Ε.Ε. προσπαθούν να παρακάμψουν ευσχήμως αυτό το δίλημμα, υποκαθιστώντας το με ένα άλλο: «Αντέχετε το κόστος διάλυσης του τέρατος;». Κι η αλήθεια είναι ότι οι συνέπειες δεν είναι προσδιορισμένες και μετρήσιμες. Ούτε μπορεί να είναι ίδιες για όλους. Άλλο το να είσαι Γερμανία που υπερασπίζεσαι αυτάρεσκα τα εμπορικά σου πλεονάσματα κι άλλο Ελλάδα, μια χώρα με κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό. Έτσι, μια και το Plan B απορρίπτεται λόγω απροσδιόριστου ρίσκου, προκύπτει ένα Plan C: αφού δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από το τέρας, ας συμφιλιωθούμε μαζί του. Η Ε.Ε. δεν θα γίνει ποτέ η ομόσπονδη ουτοπία της ισότιμης ευημερίας, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να τη δούμε σαν μια βιώσιμη δυστοπία.

Το παράδοξο είναι ότι σ’ αυτό τον οδυνηρό συμβιβασμό δεν προσέρχεται μόνον η κυβερνώσα Ν.Δ., που στη θέση του κακού πρώτου μνημονίου ανακάλυψε το καλό και εφαρμόσιμο δεύτερο μνημόνιο (για το τρίτο, προς το παρόν, γαργάρα…). Προσέρχεται και η «κυβερνώσα Αριστερά». Η οποία, αφού παραδέχεται ότι το ευρώ ήταν τέρας από τα γεννοφάσκια του, μας καλεί να συμφιλιωθούμε μαζί του. Περίπου όπως η Ρόζμαρι, η ηρωίδα του ευφυούς και διάσημου horror story, η οποία έχοντας καταδυθεί στην κόλαση για να γεννήσει τον διάδοχο του Σατανά, κρατώντας στα χέρια το βρέφος με τα κίτρινα μάτια, το σταχτί δέρμα, τα γαμψά νύχια και τα κερατάκια στο κρανίο, το κοιτάζει τρυφερά κι αποφασίζει να τ’ αγαπήσει σαν παιδί της. Που, άλλωστε, είναι. 
 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Σού  δίνω το λόγο μου, δεν πρόκειται να σου κάνω κακό», είπε η Ρόζμαρυ στο μωρό. Έσκυψε κι έλυσε την κορδέλα γύρω από τον λαιμό του. «Η Λώρα Λούιζ το έδεσε πολύ σφιχτά, ε; Για να το χαλαρώσω λίγο να είσαι πιο άνετα. Έχεις πολύ χαριτωμένο πηγούνι, το ξέρεις; Έχεις παράξενα κίτρινα μάτια, αλλά έχεις ένα πολύ χαριτωμένο πηγούνι».
Έδεσε την κορδέλα του νυχτικού πιο χαλαρά.
Το άμοιρο το πλασματάκι!
Δεν ήταν δυνατό να είναι ολωσδιόλου κακό. Δεν ήταν δυνατόν. Ακόμη κι αν ήταν μισός Σατανάς, δεν έπαυε να είναι και μισός εκείνη. Ο μισός ήταν ένα φυσιολογικό, συνηθισμένο ανθρώπινο πλάσμα. Αν εκείνη καταπολεμούσε την κακή τους επίδραση πάνω του, αν ασκούσε τη δική της επιρροή ενάντια στο κακό…
«Το ξέρεις ότι έχεις το δικό σου δωμάτιο;», του είπε ξεστρώνοντας την κουβέρτα που ήταν κι αυτή σφιχτά τυλιγμένη γύρω του. «Έχει άσπρη και κίτρινη ταπετσαρία, άσπρο κρεβατάκι με κίτρινα κάγκελα και δεν υπάρχει πουθενά ίχνος από μαύρο χρώμα και μαύρη μαγεία. Θα σου το δείξω όταν έρθει η ώρα να φας…».
Ira Levin, «Το μωρό της Ρόζμαρυ»

Saturday, November 2, 2013

Σε βλέπω, σ’ ακούω

(Επενδυτής, 2/11/2013)
Την ώρα που πληκτρολογώ αυτά τα γράμματα, αυτές τις φράσεις, όσο κοντοστέκομαι στις λέξεις, σβήνω τη μια και ψάχνω άλλη, ένας γιγαντιαίος σέρβερ που δεν ξέρω πού ακριβώς βρίσκεται -υποθέτω κάπου στη Silicon Valley- καταγράφει κι αποθηκεύει κάθε δισταγμό και κάθε αποφασιστική μου κίνηση. Εφόσον το laptop μου είναι συνεχώς online και κάθε λίγο ανατρέχω στις μηχανές αναζήτησης για να ψάξω μια πληροφορία, να στείλω ή να πάρω ένα μήνυμα, να χαζέψω, να λύσω ένα Sudoku ή να κρυφοκοιτάξω μια τσόντα, ό,τι κάνω με τα μάτια και τα χέρια μεταξύ οθόνης και πληκτρολογίου απομνημονεύεται σε έναν τεράστιο ψηφιακό εγκέφαλο. Δεν είναι βέβαιο ότι οι πληροφορίες που διαθέτει αυτός ο «Μεγάλος Αδελφός» για μένα ή για καθένα από τους 2,5 δισεκατομμύρια χρήστες του Διαδίκτυου θα του είναι ποτέ χρήσιμες. Αλλά έχει όλες τις δυνατότητες να τις χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή εις βάρος μου και εις βάρος οποιουδήποτε. Το ίδιο συμβαίνει με τους περίπου 6 δισεκατομμύρια χρήστες κινητών και σταθερών τηλεφώνων, το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι συνομιλίες των οποίων μπορούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να καταγραφούν, να αποθηκευτούν, να απομαγνητοφωνηθούν και να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους, αν παραστεί ανάγκη.

 Είναι κοινό μυστικό ότι οι ιδιωτικές ή κρατικές υπηρεσίες παροχής ψηφιακών επικοινωνιών έχουν τα τεχνολογικά μέσα να το κάνουν. Έχουν επίσης το νομικό πρόσχημα να το κάνουν, χάρη σε σειρά νομοθετημάτων που θεσπίστηκαν εν ονόματι της δημόσιας ασφάλειας ή της αντιτρομοκρατίας (ιδιαίτερα μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους). Και κατά κανόνα έχουν και τη συναίνεσή μας να το κάνουν. Άλλοτε με τη μορφή της φαρδιάς πλατιάς υπογραφής μας στα συμβόλαια σύνδεσης που υπογράφουμε χωρίς να διαβάσουμε, κι άλλοτε με την αθώα κι ανυποψίαστη συμβολή μας στην «αναβάθμιση» των υπηρεσιών που μας παρέχουν οι μηχανές αναζήτησης, οι εταιρείες εξυπηρέτησης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, οι εταιρείες παροχής λειτουργικών συστημάτων και τα social media.

Κάθε φορά που ο πάροχος ενός προγράμματος το οποίο μου είναι απαραίτητο μου στέλνει ένα άδολο μηνυματάκι περί αναβάθμισής του και «νέων όρων προστασίας απορρήτου», κάθε φορά που η υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προσθέτει λειτουργίες και δυνατότητες που η χρήση τους απαιτεί την «αποδοχή» μου, το δικό μου «ναι» ή «όχι» στους όρους που κατά κανόνα δεν διαβάζω δεν είναι μια πράξη δημοκρατίας στον κυβερνοχώρο, αλλά μια κίνηση συνενοχής. Παρ’ ότι η ψηφιακή τεχνολογία προκαλεί μια έκρηξη νέας κοινωνικότητας, μας οδηγεί ταυτόχρονα σε μια τρομακτική αύξηση της ιδιώτευσης. Και -σχιζοειδώς αντιφατικό αυτό- παρ’ ότι στο νέο σύμπαν της ψηφιακής κοινωνικότητας ιδιωτεύουμε περισσότερο από ποτέ, ο χώρος της προστατευμένης ιδιωτικότητας εξαφανίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μας βλέπουν και μας ακούνε, χωρίς να τους βλέπουμε και να τους ακούμε.

Το παράδοξο είναι πως αυτή η δικτατορία της παρακολούθησης δεν φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους. Ίσα ίσα που σε ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αναπτύσσεται μια κουλτούρα εθελοδουλείας και αυτο-έκθεσης, ένας αυτοπαθής ναρκισσισμός που ουδεμία σχέση έχει, φυσικά, με την παρρησία της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας (δικαίωμα και υποχρέωση της δημόσιας γνώμης). «Εγώ με την καινούργια γκόμενα φιλιόμαστε», «Είμαστε στα Starbucks και πίνουμε καφέ», «Σας αρέσουν αυτές οι γόβες; Τις παίρνω;». Η φωτογραφία, το σχόλιο και το κυνήγι των likes στις ιστοσελίδες «κοινωνικής δικτύωσης», όπου ένα παράξενο πλήθος δημοσιοποιεί κάθε εκδήλωση της ασημαντότητάς του, αναμένοντας την επιδοκιμασία από εκατοντάδες ή χιλιάδες «φίλους», είναι πρωτίστως ένας μηχανισμός συναινετικής παρακολούθησης, διαμόρφωσης κοινωνικού, οικονομικού και τελικά καταναλωτικού προφίλ για κάθε χρήστη τους, η ιστοσελίδα του οποίου πλημμυρίζει από στοχευμένα διαφημιστικά «μπανεράκια».

Φυσικά, τα social media, το Διαδίκτυο, οι τηλεπικοινωνίες δεν είναι μόνο «Μεγάλος Αδελφός». Δεν τα δαιμονοποιώ λόγω προσωπικής τεχνολογικής καθυστέρησης, ημιαναλφαβητισμού και καχυποψίας. Όλα είναι ταυτόχρονα δεσμοί κοινωνικοποίησης, δίαυλοι διαλόγου, δημόσιας γνώμης, ζύμωσης. Αλλά είναι πρωτίστως μια αγορά, μια τεράστια αγορά πληροφοριών για τις τάσεις, τις προτιμήσεις, τα γούστα, τις ιδιοτροπίες, τα μυστικά και τα ψέματα του ατόμου και του πλήθους. Η συλλογή και αξιοποίηση αυτών των πληροφοριών είναι το κίνητρο όλων αυτών που επενδύουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια κάθε χρόνο στην ανάπτυξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Η παρακολούθηση, η καταγραφή και η επεξεργασία αυτών των σημαντικών ή ασήμαντων πληροφοριών για καθέναν από μας είναι πυρήνας και όρος ύπαρξης της παγκόσμιας ψηφιακής μηχανής και αγοράς. Ειδάλλως δεν θα είχαν κανένα λόγο να ξοδεύουν έστω κι ένα ευρώ για να ικανοποιήσουν τις αδηφάγες επικοινωνιακές μας επιθυμίες πριν καν τις εκφράσουμε.

Κοντά στον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα. Όποιος υποκρίνεται ότι εκπλήσσεται από τις αποκαλύψεις για τις αμοιβαίες παρακολουθήσεις ΗΠΑ - Ευρώπης ακόμη και στο ανώτατο επίπεδο των ηγετών είναι ή βλαξ ή ύποπτος συνενοχής. Όταν οι τηλεπικοινωνιακές συνήθειες εμού του ασημαντότατου είναι τόσο σημαντικές για την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ώστε να προσπαθεί καθημερινά και επίμονα να με αποσπάσει από τον ανταγωνιστή της, όταν το Χ social medium καταφέρνει να πέσει διάνα στο ποιοι χρήστες ή bloggers θα μ’ ενδιέφεραν να τους «ακολουθήσω» (η ιδεολογική και πολιτική ευστοχία τους με κάνει ν’ ανατριχιάζω), γιατί θα ήταν αδιάφορες οι τηλεφωνικές συνομιλίες της Μέρκελ για την αμερικανική NSA ή τη ρωσική FSB; Το έκαναν από την εποχή της Μάτα Χάρι, του Ράιλι και του Φίλμπι. Γιατί δεν θα το κάνουν τώρα που η τεχνολογία τους απαλλάσσει από τα ρίσκα των ανθρώπινων αδυναμιών;

Το σοβαρό και νέο -πέρα από τον γραφικό τζαμπαμαγκισμό του Πάγκαλου, που έκανε την εβδομαδιαία πλάκα του για να μείνει στο προσκήνιο του μηδενός- είναι ότι έχει επέλθει μια τεράστια τεχνολογική -και τελικά πολιτική, κοινωνική και οικονομική- αλλαγή στον μηχανισμό του «Μεγάλου Αδελφού». Η αμερικανική NSA μπορεί να παρακολουθεί τη Γερμανίδα Μέρκελ και τον Κινέζο Σι Τζινπίνγκ χρησιμοποιώντας και γερμανικής κατασκευής δορυφόρους ή κινεζικούς μικροεπεξεργαστές, αλλά αυτό είναι μόλις μια ελάχιστη ένδειξη της ώσμωσης που έχει επέλθει ανάμεσα στους ιδιωτικούς και τους κρατικούς «μηχανισμούς» παρακολούθησης. Το «παγκόσμιο ψηφιακό χωριό» είναι ένα τεράστιο σύμπλεγμα από ιδιωτικούς και κρατικούς δορυφόρους τηλεπικοινωνιών και μετάδοσης δεδομένων, κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες παροχής ψηφιακών υπηρεσιών που λειτουργούν χωρίς στεγανά, με διαρκή συνέργεια, αλλά και ανταγωνισμό. Η δράση των μυστικών υπηρεσιών -είτε αναπτύσσεται με πρόσχημα την «εθνική» ασφάλεια, είτε την «κοινωνική»- στην πραγματικότητα είναι ένα απειροελάχιστο τμήμα αυτού του παγκόσμιου «νέφους» παρακολούθησης που αναπτύσσεται ερήμην μας, αλλά και με την ανυποψίαστη συναίνεσή μας. Κι είναι αδύνατη χωρίς τη συνεργασία των ιδιωτικών πυλώνων του που, κατά τα λοιπά, νοιάζονται απλώς για το καταναλωτικό μας προφίλ και τα όλο και λιγότερα λεφτά μας.

Μας βλέπουν και μας ακούνε ανά πάσα στιγμή. Ακόμη κι η τελεία που θα μπει στο τέλος αυτής της φράσης αυτού του κειμένου θα καταγραφεί. Δεν ξέρω σε τι θα τους φανεί χρήσιμη κάποτε. Ίσως είναι το τεκμήριο ενός στυγερού μου εγκλήματος κατά του κράτους, ίσως το σημείο στίξης που απλώς θα με κάνει post mortem διάσημο, όπως έκανε διάσημο τον Σαραμάγκου η γενική απέχθεια στις τελείες και στα άλλα σημεία στίξης. Ίσως είναι η τελεία που πρέπει να βάλουμε στην ανοχή και στην αμεριμνησία μας απέναντι σ’ όσους μας βλέπουν, μας ακούνε, μας καταγράφουν, μας φακελώνουν και μας καταστρέφουν.

  ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Αισθήματα έχω αδερφικά
για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά
που με χιόνια και βροχές
να με φυλάνε έχουν διαταγές.

Μικρόφωνα βάζουν για ν’ ακούν
όσα από το στόμα μου περνούν
τραγούδια και βρισιές κι αστεία
στον καμπινέ και στην τραπεζαρία.

Αδέρφια μου ασφαλίτες, εσείς μόνο
τον δικό μου ξέρετε τον πόνο.

Εσείς ξέρετε πως
η σκέψη μου είναι διαρκώς
τρυφερή και παθιασμένη
στον αγώνα αφιερωμένη.

Λόγια που αλλιώς θα ’χαν χαθεί
στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί.
Και για ύπνο όταν πάτε
τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε.

Ευχαριστώ γι αυτό πολύ
συνεργάτες μου πιστοί.

Βολφ Μπίρμαν, «Μπαλάντα για τους ασφαλίτες» (Μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ, για τον δίσκο του Θ. Μικρούτσικου, «Πολιτικά τραγούδια»

Thursday, October 24, 2013

Αλογοκρατία

(Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 25/10/2013)





«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Η φράση με την οποία ο Ιωάννης ανοίγει το ευαγγέλιό του ηγεμόνευσε για πολλούς μετά Χριστόν αιώνες στη Δύση. Εξέφρασε τον θρίαμβο της θεο-λογοκρατίας και τη συντριβή της αρχαιοελληνικής λογοκρατίας, όπου λόγος ήταν ο κοινός ή ο σύνθετος νους, το μέτρο του κόσμου ή τουλάχιστον το μέτρο αντίληψης του κόσμου. Η μεσολάβηση του θεού καπέλωσε και τον κοινό και τον σύνθετο νου. Ο Λόγος έγινε και φόβος και παρηγοριά για όσα φρικτά περίμεναν τις δύσμοιρες ανθρώπινες υπάρξεις, μέχρι που ήρθαν οι ανθρωπιστές και λίγο μετά οι διαφωτιστές (ομολογώ ότι μ’ έχει πιάσει κάποια εμμονή με τον διαφωτισμό, αλλά τόσο πίσω μάς έχει οδηγήσει ο νεο-σκοταδισμός) κι αποκατέστησαν την κυριαρχία του Ορθού Λόγου. Ο ορθολογισμός τους άλλαξε πολλά στη ζωή των ανθρώπων, τουλάχιστον στη Δύση, και έσπασε το μονοπώλιο του ανορθολογισμού, ο οποίος εδώ και τέσσερις αιώνες σε γενικές γραμμές  περιθωριοποιείται. Ζούμε στην εποχή του ορθολογισμού και ουδείς διανοείται να διακηρύξει ότι οποιαδήποτε πολιτική απόφαση, οικονομική επιλογή ή διοικητική πράξη είναι προϊόν θείας επιφοίτησης, προφητείας ή ονειρικής αποκάλυψης, χωρίς να τον πάρουν στο ψιλό. Ακόμη κι όταν εισηγείται τα πιο ανορθολογικά πράγματα.

Το μνημόνιο, αίφνης, και οι εξ αυτού εκπορευόμενες κυβερνητικές αποφάσεις και συνέπειες προβάλλονται ως η πεμπτουσία του ορθολογισμού. Σε βαθμό ώστε ακόμη και τα πιο παράλογα αποτελέσματά τους να αποκαλούνται «εξορθολογισμός». Ως εξορθολογισμός προβλήθηκε η ισοπεδωτική μείωση μισθών και συντάξεων, αλλά ο ορθολογισμός των εξορθολογιστών αποφεύγει να σχολιάσει τη λογική συνάφεια ανάμεσα στη μείωση αυτή και την καταστροφική ύφεση που προκάλεσαν. Όπως αδυνατούν, επίσης, να εξηγήσουν ορθολογικά πώς είναι δυνατό να προκύψει ανάκαμψη μέσω της καταναλωτικής εξουθένωσης, πώς δηλαδή μπορεί να προκύψει αύξηση εισοδήματος μέσω της μείωσής του.

Έχουμε πήξει  στους ορθολογιστές που μας ταράζουν στον ανορθολογισμό κρυμμένο πίσω από τον ευφημισμό του «εξορθολογισμού». Εξορθολογισμός αποκαλούνται οι απολύσεις, το κούρεμα των μισθών, η μετάλλαξη των εργασιακών σχέσεων σε κάτι που προσομοιάζει σε δουλοπαροικία, ενίοτε και σε καθαρή δουλεία, ακόμη και το λουκέτο. Εξορθολογισμός είναι επίσης το μπάχαλο στον κρατικό μηχανισμό μέσω της κινητικότητας-διαθεσιμότητας, η αδυναμία των νοσοκομείων να προγραμματίσουν ακόμη και επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις λόγω έλλειψης υλικών, η μετατροπή του ΕΟΠΥΥ σε Καιάδα για χρόνια ασθενείς και υπερήλικες, η διαρκής υποβάθμιση του σχολείου και του πανεπιστήμιου, η μετατροπή του φορολογικού μηχανισμού σε απαλλοτριωτή ακινήτων και λογαριασμών, τα αλλεπάλληλα μέτρα λιτότητας που από οριζόντια βαφτίζονται κάθετα, πλάγια, κυκλικά ή τεθλασμένα, λες κι η ονομασία τους θα τα κάνει λιγότερο οδυνηρά.

Αυτό που περιγράφεται ως ορθολογισμός εξελίσσεται σε έναν θρίαμβο της αλογοκρατίας (καμιά πρόθεση να προσβάλω με τον όρο τα συμπαθή τετράποδα άλογα, που έχουν περισσότερη σχέση με τον Ορθό Λόγο απ’ ό,τι οι μνημονιακοί «λογοκράτες»). Το αποτύπωμα της μνημονιακής αλογοκρατίας είναι ορατό στην καθημερινότητα των θυμάτων της. Φίλος εκπαιδευτικός μου περιέγραψε απλά τον ανορθολογισμό του «εξορθολογισμού» στην παιδεία. Τέλη Οκτωβρίου, κι ενώ εισπράττει κανονικά τον μισθό του, δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί σε οργανική θέση, παραμένοντας μετέωρος στη λίστα της «κινητικότητας», κάτι σαν το Limbo της καθολικής μυθολογίας, η κόλαση των αναμάρτητων που τους βαρύνει μόνο το προπατορικό αμάρτημα, το ότι είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Όταν αποφάσισε να ενοχλήσει μόνος την αρμόδια περιφερειακή διεύθυνση για να δουλέψει, επιτέλους, οι αρμόδιοι (και πανικόβλητοι) προϊστάμενοι του πρότειναν μετακίνηση σε όμορη εκπαιδευτική περιφέρεια, η οποία με τη σειρά της μπορεί να τον μετακινούσε σε άλλη περιφέρεια, πιθανότατα νησιωτική, από την οποία πάντως δυο-τρεις συνάδελφοί του έχουν αποσπαστεί και εργάζονται στη γραμματεία της δικής του περιφερειακής διεύθυνσης, όπως με έκπληξε διαπίστωσε. Του πρότεινε επίσης την «εναλλακτική» μιας θέσης γραμματειακής υποστήριξης σε ένα ΙΕΚ, αν και η θέση που για χρόνια κατείχε σε επαγγελματικό λύκειο παραμένει κενή και οι μαθητές πορεύονται ακάθεκτοι προς τον Νοέμβριο χωρίς φιλόλογο, περιμένοντας έναν καθηγητή που θα μετακινηθεί από τη Μακεδονία, από την Κρήτη ή ποιος ξέρει από πού αλλού.

Αυτό που συμβαίνει στη μικροκλίμακα ενός σχολείου ή μιας εκπαιδευτικής περιφέρειας, στη μεγάλη κλίμακα του εκπαιδευτικού συστήματος εξελίσσεται στη χειρότερη σχολική χρονιά εδώ και δεκαετίες. Με αβυσσαλέα κενά, θεσμούς όπως το ολοήμερο που παρακμάζουν, χωρίς να έχουν ποτέ ακμάσει, καθηγητές που θα μπουν για πρώτη φορά στην τάξη τον Νοέμβριο και εξ ορισμού έχουν χάσει το παιχνίδι με τους δύσκολους εφήβους, σχολικά κτίρια αφύλακτα, πανεπιστήμια εκτός λειτουργίας. Στη μέγιστη κλίμακα της χώρας το φαινόμενο τείνει να επιβεβαιώσει τον ορισμό του αποτυχημένου κράτους.

Ο θρίαμβος της αλογοκρατίας ίσως αποκαλύπτεται πιο έντονα σε μια εξέλιξη των ημερών: στο γεγονός ότι ο σκληρός πυρήνας του κράτους χρηματοδοτεί τη μελλοντική έξωσή του από τα κτίρια που του ανήκουν. Προβλήθηκε ως πεμπτουσία του Ορθού Λόγου η πώληση και επαναμίσθωση 28 κτιρίων, συνολικής επιφάνειας άνω των 270.000 τετραγωνικών, στα οποία στεγάζονται πέντε υπουργεία και 23 κρίσιμες κρατικές υπηρεσίες, όπως η ΓΑΔΑ, στις θυγατρικές real estate δύο τραπεζών, οι οποίες με τη σειρά τους οδεύουν σε ξένα funds. Το Δημόσιο εισέπραξε 261 εκατ. ευρώ, αλλά απ’ αυτή τη στιγμή θα πληρώνει ως νοικάρης 30 εκατ. τον χρόνο για να χρησιμοποιεί αυτά που του ανήκαν, ενώ επωμίζεται και το κόστος της ασφάλισης και τακτικής συντήρησής τους. Σε είκοσι χρόνια θα έχει καταβάλει στους νέους ιδιοκτήτες περίπου 600 εκατ. ευρώ, για να αποπληρωθεί μέρος του αβίωτου κρατικού χρέους που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το μισό του νέου χρέους που δημιουργεί. Συν τοις άλλοις, το κράτος σε είκοσι χρόνια θα έχει το δίλημμα ή να βρεθεί άστεγο ή να πληρώσει για να ξαναγοράσει την περιουσία του σε τιμές αγοράς. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, αυτή η «ορθολογική» συναλλαγή θα έχει κοστίσει στο κράτος τουλάχιστον το εξαπλάσιο του τιμήματος που εισέπραξε. Αν έχει να τα πληρώσει, βεβαίως. Κι επειδή ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, υπάρχει και το επιπλέον ερώτημα: τι θα συμβεί αν το κράτος βρεθεί σε αδυναμία πληρωμών, άρα αδυνατεί να καταβάλλει τα μισθώματα στους νέους σπιτονοικοκύρηδες της ακίνητης περιουσίας του;  Θα παρέχει τις υπηρεσίες του υπαίθρια, στις πλατείες και στα πεζοδρόμια;

Στον πυρήνα της σκέψης της μνημονιακής αλογοκρατίας, που διαπερνά κάθε κυβερνητική απόφαση εδώ και τέσσερα χρόνια, βρίσκεται η Πίστη. Η τραπεζική και η χρηματοπιστωτική εν γένει. Η οποία, εντέλει, είναι μια καθαρή, ανορθολογική πίστη, αντίστοιχη της θρησκευτικής. Οι αλογοκράτες θεωρούν αδιανόητο να μην αποπληρωθεί το χρέος, παρ’ ότι γνωρίζουν ότι είναι αδιανόητο και το να αποπληρωθεί. Εξ ου και παζαρεύουν την ελάφρυνσή του. Εδώ, όμως, προκύπτει σύγκρουση (αν)ορθολογισμών. Ο (αν)ορθολογισμός του πιστωτή τού επιτρέπει να δημιουργεί χρήμα εκ του μη όντος, να το δανείζει και να απαιτεί εξόφλησή του, αλλά σε χρήμα ή είδος εντελώς χειροπιαστά. Ο (αν)ορθολογισμός του οφειλέτη τού επιβάλει να εξοφλήσει τα δανεικά σε υπαρκτά χρήματα και περιουσιακά στοιχεία, έστω κι αν χρειαστεί ο ίδιος- ως άτομο, ως κοινωνία, ως κράτος- να εξαϋλωθεί, όπως και το άυλο χρήμα που δανείστηκε, σε βαθμό που να αδυνατεί να πληρώνει πια, γιατί απλώς δεν θα υπάρχει. Το αποτέλεσμα είναι ο όρκος της Πίστης να εξελίσσεται σε αμοιβαία Απιστία. Αυτό το χρέος, και οποιοδήποτε κρατικό χρέος, δεν πρόκειται να εξοφληθεί ποτέ. Υπάρχει για να συντηρεί την Πίστη, τον ανορθολογισμό που κινεί το σύμπαν του οικονομικού «ορθολογισμού», μια ορθοδοξία που δεν έχει Παράδεισο, μόνο Κόλαση, Limbo και Καθαρτήριο.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Να… το ζήτημα είναι… μήπως ξέρετε αν υπάρχει καμιά πυρκαγιά στο σπίτι σας. ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ: Για ποιο λόγο μας ρωτάτε;
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Είναι γιατί… συγχωρέστε με, αλλά ξέρετε έχω εντολή να σβήσω όλες τις πυρκαγιές στην πόλη.
(…..)
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές αυτή την εποχή, ε!
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Απ’ το κακό στο χειρότερο. Δεν κάνουμε σεφτέ. Πού και πού καμιά καπνοδόχος, καμιά αχυροκαλύβα, τιποτένια πράγματα, ανάξια λόγου. Κι όταν δεν υπάρχει κατανάλωση, το κέρδος παραγωγής είναι ελαχιστότατο.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ: Δυστυχώς σε όλα το ίδιο συμβαίνει, τίποτα δεν πάει μπροστά. Το εμπόριο, η γεωργία, όλα βρίσκονται σε κακή κατάσταση φέτος, όπως και με τις πυρκαγιές.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Έλλειψις σιτηρών, έλλειψις πυρκαγιών.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Κατά συνέπεια έλλειψις κατακλυσμών.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ: Ναι, αλλά έχουμε ζάχαρη.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ: Αυτό συμβαίνει γιατί την εισάγουμε από το εξωτερικό.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Για τις πυρκαγιές είναι πιο δύσκολο. Έχουν βλέπετε πολύ μεγάλη φορολογία.

Ευγένιου Ιονέσκο, «Η φαλακρή τραγουδίστρια»