Saturday, December 28, 2019

Χαμένη δεκαετία

ΕφΣυν, 28-29/1/2019
 
 

Ο χρόνος είναι χρήμα, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Η φράση αποδίδεται στον Βενιαμίν Φραγκλίνο, αλλά δεν θα τσακωθούμε γι’ αυτό. Οποιος προγενέστερος ή μεταγενέστερος του Φραγκλίνου κι αν την είπε, διέπραξε τη μικρή απάτη ότι δεν πρόκειται για μια αμφίδρομη εξίσωση. Ναι, ο χρόνος έγινε χρήμα την εποχή του «ωρολογιακού καπιταλισμού», όταν οι ώρες εργασίας που απαιτούνταν για την παραγωγή ενός προϊόντος έγιναν ασφαλές μέτρο της αξίας του, πριν αυτό φτάσει στην αγορά κι αποκτήσει τις γνωστές μυστικιστικές ιδιότητές του. Αλλά από ένα σημείο και μετά το χρήμα -στη συνολική και αφηρημένη εκδοχή του ως μέτρο του πλούτου- αυτονομήθηκε πλήρως από τον χρόνο εργασίας ειδικά και από τον χρόνο γενικά. Μοιάζει να παράγεται απεριόριστα σε ένα οικονομικό σύμπαν άχρονο, άχωρο και άυλο. Τουλάχιστον γι’ αυτούς που το κατέχουν σε απεριόριστες ποσότητες.

Αντιθέτως, για τους ανθρώπους
που κατέχουν όλο και μικρότερο μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου, ο χρόνος έχει πάψει προ πολλού να είναι χρήμα. Πιο πολύ φαίνεται να μετριέται σε απώλεια χρήματος. Eξ ου και η θυμοσοφία των μισθωτών που σαρκάζουν την ανέχειά τους με το ερώτημα: «γιατί στο τέλος κάθε μισθού μένει τόσο πολύς μήνας;»

Αυτή η αντιστροφή
στη σχέση χρόνου και χρήματος εκφράστηκε με τον πιο ακραίο τρόπο, την τελευταία δεκαετία. Για την πλειονότητα των ανθρώπων στον κόσμο ήταν μια χαμένη δεκαετία. Παρότι από άποψη τεχνολογικής προόδου οι οπτιμιστές τη θεωρούν ως την καλύτερη δεκαετία στην ιστορία της ανθρωπότητας, το στίγμα της το έδωσε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η ταξικά μεροληπτική διαχείρισή της από τις πολιτικές ηγεσίες.

Λοιπόν, ας δούμε
έναν απολογισμό μιας δεκαετίας σε χρήμα.

Το 2010, στην κορύφωση
και παγκοσμιοποίηση της κρίσης που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, ο παγκόσμιος πλούτος υπολογιζόταν σε 200 τρισεκατομμύρια δολάρια. Δεν το λέω εγώ, το λέει η Credit Suisse. Αυτό αντιστοιχούσε σε περίπου 45.000 δολάρια καθαρού πλούτου- δηλαδή μετά την αφαίρεση του χρέους- κατά κεφαλήν. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα, θεωρητικά, είχε στη διάθεσή του αυτόν τον ελάχιστο πλούτο που του επέτρεπε να αποφύγει την εξαθλίωση.

Δέκα χρόνια μετά
και αφού έχουν μεσολαβήσει μερικά χρονάκια ύφεσης ή στασιμότητας, εκτεταμένα προγράμματα λιτότητας, αρκετές κρατικές και χιλιάδες εταιρικές χρεοκοπίες, επώδυνα προγράμματα διάσωσης χωρών και -κυρίως- τραπεζών, εκτοπισμός εκατομμυρίων ανθρώπων στην ανεργία και στην απόλυτη φτώχεια, συντριβή και φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης, ο παγκόσμιος πλούτος υπολογίζεται σε 360 τρισ. δολάρια, αυξημένος κατά 55%. Το κατά κεφαλήν μερίδιο αυξήθηκε και αυτό σε σχεδόν 80.000 δολάρια. Για να μη δημιουργούνται παραπλανήσεις με αυτούς τους παγκόσμιους μέσους όρους, που περιλαμβάνουν από το Αφγανιστάν μέχρι το Λουξεμβούργο, σας διευκρινίζω ότι ο κατά κεφαλήν πλούτος στην Ευρώπη είναι 200.000 δολάρια και στη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ - Καναδάς) 417.000 δολάρια.

Λοιπόν, πρόκειται
για μυστήριο ή για θαύμα; Πώς είναι δυνατόν η δεκαετία που το καπιταλιστικό σύμπαν έζησε ως την πιο καταστροφική διαταραχή από την περίοδο της Μεγάλης Υφεσης να είναι ταυτόχρονα περίοδος θεαματικής αύξησης του παγκόσμιου πλούτου; Ποια θαυμάσια εφαρμογή της θεωρίας της δημιουργικής καταστροφής έχουμε εδώ; Πώς γίνεται και αυτό που η πλειονότητα του κόσμου της εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες το βίωσε ως βίαιη συρρίκνωση του εισοδήματός της και φτωχοποίηση να εμφανίζεται ως τσουνάμι ευημερίας; Πώς είναι δυνατόν αυτό που εγώ, εσείς- ή οι περισσότεροι από σας, υποθέτω- και πολλοί άλλοι αντιλαμβανόμαστε ως χαμένη δεκαετία, κάποιοι να τη θεωρούν μια ολοκάθαρα κερδισμένη δεκαετία;

Εννοείται πως τα ερωτήματα
είναι ρητορικά. Οι καπιταλιστικές κρίσεις, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνουν κάθε φορά, λειτουργούν κυρίως ως μηχανισμός αναδιανομής του πλούτου από τους πολλούς σε όλο και λιγότερους. Από το 2009, ενώ ο δείκτης ανισότητας (συντελεστής Gini) έμεινε τυπικά σταθερός, το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού αύξησε το μερίδιο πλούτου που ελέγχει από το 41,9% στο 45%. Αυτές οι τρεις ασήμαντες μονάδες σημαίνουν ότι χρήμα και περιουσιακά στοιχεία 10 τρισ. δολαρίων άλλαξαν χέρια με όλους τους δυνατούς τρόπους. Ανάμεσα στους οποίους είναι τα κυβερνητικά προγράμματα λιτότητας, οι «μεταρρυθμίσεις» των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, οι ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων, οι ποσοτικές χαλαρώσεις των κεντρικών τραπεζών που αντάμειψαν με δωρεάν ρευστότητα τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους.

Αυτή, δυστυχώς, είναι η θλιβερή
ανακεφαλαίωση μιας δεκαετίας που ξεκίνησε ως πρωτοφανής κλονισμός του καπιταλισμού, ως μαζική αποδοκιμασία της ανηθικότητάς του, για να καταλήξει σε μια πανηγυρική παλινόρθωση του μηχανισμού της απληστίας, ενδεχομένως σε πιο επιθετικές μορφές. Και σίγουρα με πιο επιθετικούς πολιτικούς εκπροσώπους.

Κάτι πρέπει να κάνουμε τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, ε, τι λέτε;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Αηδίες -ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Απειρο με το μεγάλο διασκελισμό
ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν...


Τάσου Λειβαδίτη, «25η ραψωδία της Οδύσσειας»

Saturday, December 21, 2019

Κουκακίου άλωσις

ΕφΣυν, 21/12/2019
 
 

Γέννημα θρέμμα Νεοσκοσμίτης, από παιδί έβλεπα τη Συγγρού σαν το φυσικό σύνορο που χώριζε τη γειτονιά μου -μίγμα προσφύγων, Μικρασιατών και Αρμένιων, εσωτερικών μεταναστών από κάθε σημείο της ελληνικής επαρχίας και ντόπιων δύο τριών γενιών, προφανώς όχι γκάγκαρων- από την απέναντι, μια γειτονιά ένα τουλάχιστον σκαλί πιο πάνω από τη δική μου: το Κουκάκι. Αρχές του 20ού αιώνα, στη συμβολή Δημητρακοπούλου και Ολυμπίου έχτισε το σπίτι του ο Κουκάκης, κατασκευαστής διάσημων χαλύβδινων κλινών και κλινοστρωμνών, κι έτσι η γειτονιά πήρε το όνομά του. Προφανώς δεν ήταν απλώς ένα σπιτάκι...

Οταν ως παιδί
άρχισα να αποσπώμαι από τη στενή επιτήρηση των γονιών και να αυξάνω την ακτίνα των αποδράσεών μου, το Κουκάκι ήταν ένα προσπελάσιμο καταφύγιο. Εβγαινα στη Φραντζή, περνούσα την Καλλιρρόης, έφτανα Φιξ -η μυρωδιά απ’ το εργοστάσιο δεν σ’ άφηνε να χαθείς-, περνούσα στη Ζίννη κι από 'κει έπαιρνα τη Δημητρακοπούλου ή τη Βεΐκου, μέχρι τη Γαργαρέττα ή του Μακρυγιάννη. Κάπου ενδιάμεσα η θεία μου η Μ. είχε μαγαζί με ρούχα κι αυτό γινόταν ενίοτε το επιπλέον πρόσχημα του μεγάλου περίπατου σ’ αυτή τη θορυβώδη συνοικία με τα πολλά μαγαζιά, τις πολλές πολυκατοικίες, τις πολλές μονοκατοικίες, την πολλή κίνηση. Σε σχέση με το Κουκάκι, ο Νέος Κόσμος έμοιαζε χωριό.

Ξαναγνωρίστηκα με το Κουκάκι έπειτα από δεκαετίες. Το πέτυχα πριν από πέντε χρόνια, στο τέλος μιας περιόδου παρακμής, που είχε κλείσει πολλά μαγαζιά κι είχε αδειάσει πολλά διαμερίσματα και κατοικίες από τους μικροαστούς ιδιοκτήτες τους που διασπάρθηκαν προς νότια και βόρεια προάστια, δίνοντας όμως παράλληλα ευκαιρίες φτηνής στέγης, κυρίως σε νέους και φτωχούς ανθρώπους. Με επίκεντρο τους δύο πάντα κατάμεστους πεζοδρόμους, την Ολυμπίου και τη Δράκου, το Κουκάκι είχε εποικιστεί από ένα ολοζώντανο κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας, που έδινε ελάχιστη υπεραξία σε χρήμα, αλλά άφθονη σε ατμόσφαιρα.

Επί πέντε χρόνια, δουλεύοντας σε ένα διαμέρισμα μιας μισοάδειας πολυκατοικίας στο Κουκάκι, παρακολούθησα μέρα τη μέρα την αθόρυβη κατάληψη της συνοικίας από τον τουριστικό ολετήρα. Στην αρχή, άρχισαν να γεμίζουν τα άδεια -για πολλά χρόνια- ισόγεια μαγαζιά. Η Συγγρού ξανάγινε γρήγορα η μεγάλη πιάτσα των ενοικιάσεων αυτοκινήτων. Επειτα, άρχισαν οι ανακαινίσεις και μετασκευές εγκαταλειμμένων κτιρίων γραφείων σε ξενοδοχεία και χόστελ. Από την Καλλιρρόης, τη Συγγρού και στη συνέχεια σε κάθε δρόμο και στενό του Κουκακίου, ανάμεσα στους δύο σταθμούς του Μετρό. Επειτα, η σιωπηλή εισβολή επεκτάθηκε στις μονοκατοικίες και τις πολυκατοικίες. Από τις αρχές Απρίλη μέχρι τα τέλη Οκτώβρη, ο θόρυβος από τα ροδάκια των βαλιτσών στα πεζοδρόμια ανταγωνιζόταν τον ήχο των αυτοκινήτων στους δρόμους. Στου Μακρυγιάννη, δύο ανθρώπινα ρεύματα συγκρούονταν: το ένα ανέβαινε προς Ακρόπολη και Μουσείο, το άλλο κατέβαινε προς τους πεζοδρόμους Δράκου και Ολυμπίου.

Η μισοάδεια
πολυκατοικία, όπου δούλευα, σιγά σιγά ξαναγέμισε. Μικρές και βιαστικές ανακαινίσεις, καινούργια, φτηνά έπιπλα μετέτρεπαν τα διαμερίσματα σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Δίπλα στην είσοδό της πολυκατοικίας, στα ελάχιστα τετραγωνικά ενός καταστήματος που ξανάνοιξε, τουρίστες άφηναν τις βαλίτσες τους, φόρτιζαν τα κινητά τους και, κυρίως, παραλάμβαναν ή άφηναν τα κλειδιά του Airbnb διαμερίσματος που νοίκιαζαν στην ευρύτερη περιοχή. Με τον ίδιο ρυθμό γέμισαν όλες οι πολυκατοικίες, από τη Διάκου μέχρι την Παιδική Χαρά, κι από τη Συγγρού μέχρι τη Ζαχαρίτσα. Αλλά γέμισαν, αφού άδειασαν πρώτα. Η μεγαλύτερη, μαζικότερη και πιο βίαιη κατάληψη στο Κουκάκι δεν έγινε στα τρία κτίρια της Ματρόζου, της Παναιτωλίου και της Αρβάλη. Η μείζων άλωση του Κουκακίου έγινε μέσα σε τρία - τέσσερα χρόνια σε όλα τα σοκάκια της συνοικίας, μέσα στα οποία οι βραχυχρόνιες μισθώσεις των μικρών και μικρομέγαλων ιδιοκτητών και οι χρυσές βίζες των σιωπηρών επενδυτών εξαπέλυσαν έναν ανελέητο διωγμό χιλιάδων φτωχών ενοίκων από τα σπίτια τους. Κι ο διωγμός επεκτάθηκε προς Φιλοπάππου, προς Πετράλωνα, ακόμη και στον ταπεινό Νέο Κόσμο, κι όπου υπάρχει κοντά μετρό, τραμ, λεωφορείο, όπου υπάρχει υποψία ανεκμετάλλευτου τουριστικού κοιτάσματος. Το κατά Προυντόν αξίωμα -«η ιδιοκτησία είναι κλοπή!»- γίνεται μια εφιαλτική κυριολεξία.

Η αδημονία
του μικροϊδιοκτήτη, η τουριστική πλημμυρίδα, η πολυεθνική μηχανή κέρδους που λέγεται Airbnb εξορίζουν τους ανθρώπους από τις γειτονιές τους. Καταλαμβάνουν βίαια τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους. Και το Ευρωδικαστήριο δεν βλέπει κανένα πρόβλημα μ' αυτό. Και οι «ρόμποκοπ» του Χρυσοχοΐδη δεν είναι εκεί για να υπερασπίσουν το οικιακό άσυλο. Αλλά, κι αν ήταν, θα έδερναν τους εκδιωκόμενους, όχι τους καταληψίες της αγοράς. Θα πέταγαν ακόμη και τον ανυποψίαστο Κουκάκη από τη χαλύβδινη κλίνη και κλινοστρωμνή του.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Σε κυβερνούν σημαίνει, σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε κίνηση, σε σημειώνουν, σε καταγράφουν, σε απογράφουν, σε ζυγίζουν, σε ταξινομούν, σε φορολογούν, σε υποσημειώνουν, σε εμποδίζουν, σε μετασχηματίζουν, σε αναστηλώνουν, σε διορθώνουν. Σημαίνει με το πρόσχημα της δημόσιας ωφέλειας και του γενικού συμφέροντος να σε καταχωρούν, να σε εξαγοράζουν, να σε εκμεταλλεύονται, να σε γδύνουν, να σε συμπιέζουν, να σε μυστικοποιούν, να σε κλέβουν∙ και έπειτα, με την παραμικρή αντίσταση, με την παραμικρή διαμαρτυρία να σε καταδιώκουν, να σε προπηλακίζουν, να σε ταλανίζουν, να σε κυνηγούν, να σε λοιδορούν, να σε ανασκολοπίζουν, να σε αφοπλίζουν, να σε δένουν χειροπόδαρα, να σε χώνουν φυλακή, να σε τουφεκίζουν, να σε πυροβολούν, να σε δικάζουν, να σε καταδικάζουν, να σε θυσιάζουν, να σε πουλούν, να σε προδίδουν και σαν αποκορύφωμα, να σε εμπαίζουν, να σε χλευάζουν, να σε εξευτελίζουν, να σε βασανίζουν, να σε ατιμάζουν.

Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, «Ιδιοκτησία και επανάσταση»

Saturday, December 14, 2019

Γουρούνια!

ΕφΣυν, 14-15/12/2019




Τώρα, εσείς υποθέτετε ότι ο τίτλος παραπέμπει στο γνωστό σύνθημα με τους μπάτσους και τους δολοφόνους, για το οποίο διαδραματίστηκε άλλη μια τρικυμία εν ποτηρίω, με αποδοκιμασίες, συγγνώμες, μηνύσεις κ.λπ. Καμία σχέση.

Το επόμενο που υποθέτετε είναι ότι η λέξη «γουρούνια», ακολουθούμενη από το θαυμαστικό, χρησιμοποιείται ντε και καλά ως βρισιά εναντίον κάποιων. Πάλι καμιά σχέση. Το ενδεχόμενο αυτό το θαυμαστικό στο τέλος της λέξης να εκφράζει πράγματι θαυμασμό, εκτίμηση, συμπάθεια στα ταπεινά πλάσματα που εδώ και αιώνες χορταίνουν την πείνα μας το έχετε σκεφτεί;
Λοιπόν, περί αυτού πρόκειται: μια ταπεινή προσπάθεια να λύσουμε μια προϊστορική παρεξήγηση που διχοτομεί παράδοξα τον κόσμο σε ένα ιουδαϊκό-ισλαμο-ινδουιστικό μπλοκ (ηχεί παράδοξο ακόμη και να μιλούμε για τέτοιο μπλοκ, αλλά να που διατροφικά υπάρχει) και στο λοιπό χριστιανο-παμφάγο μπλοκ.

Δεν πρόκειται να ξαναγράψω την προϊστορία, την ιστορία και την ανθρωπολογία, αλλά υποθέτω ότι όλοι λίγο-πολύ συμφωνούμε πως η ζωική πρωτεΐνη «έχτισε» το είδος μας, που αν είχε επιλέξει να μείνει βίγκαν το πιθανότερο είναι να μην είχε διαχωριστεί από τους θεωρούμενους προγόνους μας, τους πιθήκους (κι αυτό ας μην εκληφθεί ως μομφή για τους βίγκαν, των οποίων την επιλογή σέβομαι, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κατάλληλα υποκατάστατα που δεν ρίχνουν τον αιματοκρίτη στα τάρταρα). Ο ανελέητος αγώνας για την εξασφάλιση αυτής της πρωτεΐνης μετέτρεψε τον τροφοσυλλέκτη σε κυνηγό, τον κυνηγό σε κτηνοτρόφο και καλλιεργητή και πάει λέγοντας - δεν υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες αυτής της απλοϊκής αφαίρεσης, γιατί θα φάω ξύλο από τους πάντες: από αξιοσέβαστους βίγκαν, από οπαδούς του «ευφυούς σχεδιασμού», από χριστιανούς, μουσουλμάνους, βουδιστές, ινδουιστές, εβραίους, ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ζώων, οικολόγους βάθους που ενδεχομένως πιστεύουν ότι το μόνο έμβιο ον που αξίζει να επιβιώσει στον πλανήτη της ανθρωποκαίνου εποχής είναι η αυτοαναπαραγόμενη αμοιβάδα.

Οι θρησκευτικές απαγορεύσεις και δοξασίες περί την τροφή στην πραγματικότητα μας λένε με διαφορετικό τρόπο την ιστορία της διατροφικής οικονομίας. Το γουρουνάκι «καταδικάστηκε» ως ακάθαρτο στις κοινωνίες της αρχαίας Μέσης Ανατολής πιθανότατα για λόγους καθαρά παραγωγικούς. Οι αιτιολογίες της απαγόρευσης της Παλαιάς Διαθήκης ή του Κορανίου -φταίει τάχα που δεν μηρυκάζει την τροφή του, που τρώει τα πάντα, ακόμη και πτώματα και σκουπίδια, που είναι ευπρόσβλητο σε ασθένειες, που δεν δίνει γάλα και μαλλί- κατά κάποιο τρόπο περιγράφουν τους παράγοντες που καθιστούσαν ασύμφορη την εκτροφή του. Τα αμνοερίφια και τα μοσχάρια μια χαρά εκπλήρωναν τον πολυσύνθετο παραγωγικό προορισμό τους και τα κοπάδια τους, αφού αποψίλωσαν τεράστιες εκτάσεις φυσικής χλωρίδας, εύκολα προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της σπάνεως και μοιράστηκαν με τους βοσκούς τους τα πρώτα προϊόντα της γεωργικής επανάστασης: κριθάρι, στάρι, βρώμη, χορτάρι.

Κατά τα φαινόμενα, το ταπεινό γουρουνάκι με τις ακόρεστες ορέξεις του και τον μάλλον υψηλότερο δείκτη ευφυΐας από τα αρνοκάτσικα και τα γελάδια, δεν πολυχωρούσε σ’ αυτόν τον καταμερισμό εργασίας. Οπως ακριβώς για λόγους παραγωγικότητας απαγορεύτηκε η βρώση της καμήλας, που κατά τα λοιπά μια χαρά έκανε τη δουλειά της ως ζώο μεταφοράς, ή της «ιερής αγελάδας» στην Ινδία, όταν ο πληθυσμός της χώρας άρχισε να αυξάνεται εκθετικά. Αντιθέτως, η Παλαιά Διαθήκη υποδεικνύει ως μια χαρά τροφή ακόμη και τη βδελυρή ακρίδα. Λογική υπόδειξη, όταν οι ακρίδες ήταν το μόνο που απέμενε αφού τα σμήνη τους αφάνιζαν σε δευτερόλεπτα τα σπαρτά και καταδίκαζαν στην πείνα τους πληθυσμούς.

Αυτές οι μυστικιστικές απαγορεύσεις του αρχέγονου καταμερισμού εργασίας δρασκέλισαν το κατώφλι μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, εξ ου και ο Χριστός -Ιουδαίος γαρ και ο ίδιος- στις παραβολές του δεν φέρεται με τρυφερότητα απέναντι στα πλάσματα του δημιουργού πατρός του: αλλού απαξιώνει τα γουρουνάκια γιατί είναι ανίκανα να ξεχωρίσουν την αξία των μαργαριταριών (σ.σ.: ακατάληπτο εύρημα: μήπως τα γίδια ξέρουν από μαργαριτάρια;), αλλού τα στέλνει στον γκρεμό μαζί με τους δαίμονες, κι αλλού -στον άσωτο υιό- εμφανίζει το επάγγελμα του χοιροβοσκού ως το πιο υποτιμητικό που θα μπορούσε να κάνει κανείς.

Φευ, όμως
, εδώ η Καινή Διαθήκη την πάτησε, διότι ο χοιροβοσκός άσωτος υιός προδίδει ότι η παγκοσμιοποίηση της εποχής είχε αρχίσει να παραβιάζει τις αρχαίες απαγορεύσεις και είχε φέρει τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων και των Ρωμαίων, που λάτρευαν το γουρουνάκι σε κάθε εκδοχή: ψητό, παϊδάκια, γεμιστό, παστό, αλλαντικό. Ο Αίσωπος έχει προ πολλού λύσει την παρεξήγηση περί ακάθαρτου γουρουνιού: «Ὗς καὶ κύων ἀλλήλαις λοιδορούμεναι...», έλεγε σε έναν από τους μύθους του και για να μη σας μπερδεύω με τ' αρχαία, ο μύθος ανέφερε ότι μια σκυλίτσα και μια γουρουνίτσα μάλωναν για το ποια έχει την εύνοια της θεάς Αφροδίτης. Στον ισχυρισμό της σκύλας ότι η θεά δεν ανέχεται ούτε να θυσιάσουν τη γουρούνα επειδή είναι ακάθαρτη, η γουρουνίτσα απάντησε: «Ισα ίσα η θεά απαγορεύει να με θυσιάζουν επειδή είμαι το αγαπημένο της ζώο».

Δυστυχώς γ
ια τα γουρουνάκια -ευτυχώς για μας-, η υψηλότερη από των άλλων βρώσιμων θηλαστικών ευφυΐα τους δεν τα διέσωσε από τη γενικευμένη ένταξή τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Ακόμη κι αν στη γλώσσα διατηρούνται πολλές από τις περί «ακαθαρσίας» δοξασίες, ο βιομηχανικός καπιταλισμός κατέστησε το χοιρινό βασική πηγή φτηνής ζωικής πρωτεΐνης για τον παγκόσμιο πληθυσμό, εκμεταλλεύσιμης μέχρι και τελευταίου εκατοστού οστού ή δέρματος (διαβάστε τη «Ζούγκλα» του Απτον Σίνκλερ σχετικώς και ενδεχομένως θα γίνετε οι συνεπέστεροι βίγκαν). Αυτά. Τώρα ας φάμε ένα πιτόγυρο.




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Μαρατσιόνε: Τότε η μικρή Γκουστάβα ούρλιαξε «τα γουρούνια τρώνε τον κύριο Τζούλιαν!»
Χερντχίτσε: Κι εσείς τι κάνατε;
Μαρατσιόνε: … Εμείς… όταν φτάσαμε στο χοιροστάσιο τα γουρούνια τρώγανε ό,τι είχε μείνει από έναν άνθρωπο, μάλλον ήταν ο κ. Τζούλιαν… φαινόταν ένα χέρι, αλλά στο τέλος, τίποτα…
Χερντχίτσε: Κανείς δεν είδε ούτε ένα ίχνος; Ούτε ένα κουρέλι ρούχου, μια σόλα παπουτσιού;
Μαρατσιόνε: Οχι, τίποτα.
Χερντχίτσε:… Ενα κουμπί;
Μαρατσιόνε: Οχι, κανένα.
Χερντχίτσε: Τότε… (βάζει το δάχτυλο στο στόμα, σε νεύμα σιωπής)… Ούτε λέξη σε κανέναν.

Πιερ Πάολο Παζολίνι, «Χοιροστάσιο» (1969)

Sunday, December 8, 2019

Αγορά αθανασίας

ΕφΣυν, 8-9/12/2019



Πρωτομηνιά, χάζευα στην τηλεόραση -η λέξη χαζεύω είναι η μόνη που ταιριάζει, τουλάχιστον στα δωρεάν λήψης κανάλια, με τα λοιπά πληρωτέα δεν ξέρω τι παίζει, δεν διαθέτω- κι έπεσα πάνω στο κλασικό ρεπορτάζ για την εκκίνηση της καταναλωτικής περιόδου που ονομάζεται Χριστούγεννα, αυτή που ακολουθεί το πατροπαράδοτο Black Friday, με το φαντεζί άναμμα των χριστουγεννιάτικων δέντρων στις ευρωπαϊκές πόλεις, «καταπληκτικό το δέντρο της γκαλερί Λαφαγιέτ στο Παρίσι», λέει η παρουσιάστρια, αλλά δευτερόλεπτα μετά μιλάει εκστασιασμένη για τα εγκαίνια του «Χριστουγεννιάτικου Κόσμου» στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (εκεί κάτω στο Φάληρο, που κάποτε τρέχαν τα αλογάκια, τζόγαραν οι αλογομούρηδες, πριν τους εξορίσουν στο Μαρκόπουλο, κι εγώ, φοιτητής τότε, έβγαζα ένα μεροκάματο με καθεστώς ημερήσιας πρόσληψης-απόλυσης, ζωάρα για 18άρη, κλείει η παρένθεσις). «Επιτέλους, γίναμε Ευρώπη», λέει η παρουσιάστρια για το αστραφτερό σόου με τα χιλιάδες λαμπιόνια στο πάρκο του Κέντρου - προφανώς κινέζικα λαμπιόνια, φτιαγμένα στην Κίνα από κινέζικα παιδικά χεράκια για τα κινέζικα Χριστούγεννα της Δύσης.

Οι εικόνες στην τηλεόραση δικαίωναν τον εκστασιασμό της παρουσιάστριας. Επιβλητικό το Κέντρο αρχιτεκτονικά κι η φωταγώγηση του δεντροφυτεμένου πάρκου του απογείωνε τη λάμψη του. Αλλά εμένα μου κόλλησε το ερώτημα: οι χιλιάδες που εισέρρευσαν για το σόου ξέρουν ποιος ήταν ο Νιάρχος; Εχουν την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν και τι έκανε πριν γίνει ιδέα και ίδρυμα; Ξέρουν κάτι, πέρα από τους αστικούς μύθους και τις γκλάμουρ ή μοιρολατρικές μυθιστορίες περί Μαρίας Κάλλας, Τζάκι, Χριστίνας, Αλέξανδρου, Αθηνάς, για τον επιχειρηματικό βίο και πολιτεία του Ωνάση, πριν γίνει κι αυτός Ιδρυμα και Στέγη; Μήπως ξέρουν κάτι για τον βίο και την πολιτεία του Γιάννη Λάτση οι αποδέκτες των υποτροφιών και λοιπών ενισχύσεων από το ομώνυμο Κοινωφελές Ιδρυμα; Κι όσοι μπαίνουν στο Μέγαρο Μουσικής και στην αίθουσα Χρήστου Λαμπράκη τι έχουν συγκρατήσει για τον βαρόνο των ΜΜΕ, τον ηγεμόνα του «Συγκροτήματος», που όσο ζούσε ήταν διαχρονικός ρυθμιστής των εγχωρίων σχέσεων εξουσίας; Και οι περιθαλπόμενοι από το Ιδρυμα Βαρδινογιάννη, όσοι γίνονται δέκτες της στοργής και της ελπίδας του, τι ξέρουν για την επιχειρηματική φαμίλια που μεσουρανεί εδώ και δεκαετίες σε πετρέλαια, ναυτιλία, ΜΜΕ, τράπεζες, τουρισμό; Να συνεχίσω τα ερωτήματα με το Ιδρυμα Μποδοσάκη;

Δεν λέω, θαυμάσια η Στέγη, υπέροχο το Μέγαρο, απαστράπτον το Κέντρο στο Φάληρο, αδιαμφισβήτητη η προσφορά τους στον εξευρωπαϊσμό της κουλτούρας των ιθαγενών. Αλλά ποιο ήταν το πραγματικό κίνητρο των ευεργετών στους οποίους τα οφείλουμε, των ανθρώπων που η ζωή τους ήταν ένας μαραθώνιος ανελέητης απληστίας, ενώ ο θάνατός τους άφησε καταπιστεύματα γενναιοδωρίας;

Υπάρχουν ενδιαφέροντα οικονομικά μυστικά στην ιστορία των ιδρυμάτων που αφήνουν πίσω τους Κροίσοι και Μαικήνες, καθότι τα σάβανα εξακολουθούν να μην έχουν τσέπες και δεν έχει ακόμη επινοηθεί μεταβίβαση περιουσίας στη ζωή μετά θάνατον. Ακόμη και φορολογικά μυστικά που απαλλάσσουν τους κληρονόμους των ιδρυμάτων από περιττούς πονοκεφάλους στην απόλαυση της περιουσίας τους και στο άπληστο κυνήγι του πλούτου - αναρωτηθείτε γιατί τα περισσότερα από αυτά τα ιδρύματα διατηρούν τις έδρες τους στο Λιχτενστάιν, στην Ελβετία ή στις Βερμούδες, γεγονός που αποδυναμώνει την παρηγορητική εκδοχή πως η προσφορά των ιδρυμάτων είναι μια μορφή μετά θάνατον αναδιανομής του πλούτου.

Ωστόσο, η πιο ενδιαφέρουσα, σχεδόν διασκεδαστική διάσταση της αγωνίας των δημιουργών τους να αφήνουν πίσω τους κληροδοτήματα και ιδρύματα με το όνομά τους είναι βαθύτατα μυστικιστική. Κατά κάποιον τρόπο αγοράζουν ένα κομμάτι αθανασίας, ένα οικόπεδο στον παράδεισο, ένα μέρος στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων που αντικαθιστά και εξαλείφει όσα ήξεραν ή είχαν ακούσει γι’ αυτούς: για μαυραγορίτες της Κατοχής που έγιναν εφοπλιστές ή εργολάβοι του Δημοσίου, για αδίστακτους επιχειρηματίες που εξαγόραζαν πολιτικούς ή συναλλάσσονταν με τη χούντα, για πλοιοκτήτες που έσπαγαν διεθνή εμπάργκο προμηθεύοντας απάνθρωπα καθεστώτα, για απαλλοτριωτές δημόσιας γης και κρατικής περιουσίας, για αποδέκτες χαριστικών δανείων και κραυγαλέων φοροαπαλλαγών, για βρόμικες μπίζνες που παίρναν στον λαιμό τους ανθρώπους αδικοχαμένους σε εργατικά δυστυχήματα, σε ναυάγια και σε περιβαλλοντικά εγκλήματα.

Τα ιδρύματα
είναι κάτι σαν τα συγχωροχάρτια που μοίραζε το Βατικανό, με τα οποία χρηματοδότησε εν μέρει τις Σταυροφορίες. Είναι μια ανταλλαγή του σκοτεινού παρελθόντος με ένα καθαρότερο παρόν και ένα πάλλευκο μέλλον. Είναι παράδοξο πώς άνθρωποι αφοσιωμένοι τόσο βαθιά στο κυνήγι του κέρδους έδωσαν τόση σημασία στο να ξεπλύνουν την ιστορία τους από κάθε κηλίδα, να εξασφαλίσουν μια υψηλή τιμή στο χρηματιστήριο της αθανασίας. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και μετά θάνατον να διαγκωνίζονται ποιος θα αφήσει πιο βαθύ το αποτύπωμά του, πιο διαρκή τον απόηχό του, πιο μεγάλο το δημόσιο μνημείο που φέρει το όνομά του. Ο ένας Μέγαρο, ο άλλος Στέγη, ο τρίτος κοτζάμ Κέντρο 210.000 τετραγωνικών. Ο επόμενος, ποιος ξέρει, μπορεί να ορθώσει τον Πύργο της Βαβέλ στο Σύνταγμα. Ή να μετεγκαταστήσει ολόκληρο το Λας Βέγκας στο Ελληνικό. Ο καθείς ανάλογα με το τι παρελθόν έχει να ξεπλύνει.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές,
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.
Ηρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.

Νίκου Γκάτσου, «Αθανασία» (από τον ομώνυμο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι, 1976)