Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/7/2025
Ωρα μία μετά τα μεσάνυχτα, επιστρέφοντας απ’ τη δουλειά, ψάχνω ATM για να πάρω λίγα μετρητά απ’ τον σχεδόν άδειο τραπεζικό λογαριασμό μου, για να επιστρέψω ένα μικρό φιλικό δάνειο, το συγκλονιστικό ποσό των 50 ευρώ. Το μετρό έχει κλείσει (εκεί πάντα βρίσκει κανείς ATM όσο λειτουργεί), αλλά στη διαδρομή από Σύνταγμα μέχρι Δάφνη, ύστερα προς Ηλιούπολη - πλατειούπολη, με τα τραπεζικά καταστήματα καίρια σημεία, δεν βρίσκω ούτε ένα ATM ανοιχτό. Είναι καλά ασφαλισμένα πίσω από ρολά κατεβασμένα. Οι διαβεβαιώσεις για «24 ώρες μετρητά» που είναι κολλημένες στις προσόψεις των τραπεζών με φωτισμένες τις μπράντες τους (κίτρινες λεμονί, πορτοκαλί, μπλε σκούρες, γαλάζιες) σαρκάζουν την προσπάθειά μου να είμαι συνεπής την επομένη το πρωί στον φίλο ή συγγενή που πρόθυμα με διευκόλυνε για λίγες μέρες. Και ο οποίος, όχι, φυσικά και δεν έχει POS, δεν έχει και εφαρμογή IRIS, δεν έχει web banking, δεν είναι άλλωστε υποχρεωμένος να έχει, προς το παρόν, γιατί τίποτε δεν αποκλείει σε λίγο να είναι αδίκημα το να μην έχεις λογαριασμό ηλεκτρονικής τραπεζικής, να κάνεις όλες τις συναλλαγές μόνος/η, να απαγορεύεται να πλησιάσεις φυσικό κατάστημα τράπεζας, ή αν το αποτολμήσεις να χρεώνεσαι ακόμη και τον κλιματισμό ανάλογα με την ώρα παραμονής σου εκεί. Το να κάνεις τις συναλλαγές σου, αγορές, εξοφλήσεις, δάνεια, δώρα, πουρμπουάρ, χαρτζιλίκια με μετρητά σε καθιστά αυτομάτως ύποπτο φοροδιαφυγής, αλίμονο οι νονοί, οι νονές, οι γιαγιάδες, οι παππούδες, οι θείοι, οι θείες, οι φίλοι, οι συνάδελφοι, οι γείτονες, οι νεωκόροι, οι επαίτες, οι Πακιστανοί που καθαρίζουν τα τζάμια των αυτοκινήτων στα φανάρια, οι Αλβανοί που έχουν μείνει σχεδόν μόνοι στα έρημα χωριά να φροντίζουν χτήματα και περιβόλια, μισακά ή με όποια άλλη συμφωνία δεν αποτυπώνεται σε συμβόλαια και αποδείξεις, οι σεζονάδες που τα καλοκαίρια πάνε στα νησιά και προτιμούν το φιλοδώρημα στο χέρι κι όχι στον λογαριασμό, και τα μισά της αμοιβής τους μαύρα, όχι στον λογαριασμό μισθοδοσίας τους, γιατί μπαίνει θέμα επιβίωσης, όλοι, μα όλοι αυτοί είναι ο συρφετός της παραοικονομίας που ληστεύουν τον πλούτο του κράτους. Και τα μετρητά είναι το πασπαρτού τους, η βαριοπούλα τους, ο ωρολογιακός μηχανισμός τους, η δυναμίτιδά τους. Τα μετρητά πρέπει να πεθάνουν!
Εντάξει, παραδέχομαι πως υπάρχει μια υπερβολή σε όλη αυτή την περιγραφή, αλλά σημασία έχει να συμφωνήσουμε ποια είναι η τάση. Κρατικές φορολογικές αρχές και ιδιωτικές τράπεζες (οι γνωστές, εις ο,τι μας αφορά, σωσμένες από χρεοκοπία με τα δικά μας λεφτά) βρίσκονται σε μια διαρκή ώσμωση και αλληλοσυμπλήρωση στην επιχείρηση εξαφάνισης των μετρητών. Τα όρια μεταξύ κράτους και ιδιωτικού κεφαλαίου έχουν σχεδόν εξαφανιστεί στο πεδίο αυτό, όλο το χρήμα που κάποτε κυκλοφορούσε από τσέπη σε τσέπη, από το ένα πορτοφόλι στο άλλο, από την τσάντα και το σακάκι μας στο ταμείο του καταστήματος, από τον χοντρέμπορο στον λιανέμπορο, από τον προμηθευτή πρώτης ύλης στον μεταποιητή της, τώρα περνάει σχεδόν αποκλειστικά από τον χρηματοπιστωτικό Λεβιάθαν, που παραχωρεί στον κρατικό Λεβιάθαν το προνόμιο του πρώτου πιστωτή στη φορολόγηση κάθε συναλλαγής. Μετά τον φόρο, έρχεται ο τόκος ( ο φόρος του τραπεζίτη!), αλλά χωρίς τη συνεργασία και τη σύμφυση των δυο μηχανισμών θα ήταν αδύνατο να φορολογηθεί και να τοκιστεί κάθε λεπτό του ευρώ.
Εξ ου και η επιχείρηση εξαφάνισης των μετρητών, τα οποία είναι η καλύτερη και αποτελεσματικότερη μέθοδος επιβολής capital control, που είναι ένα είδος προσωρινής ή και μόνιμης κατάσχεσης του διαθέσιμου ή αποταμιευμένου χρήματός μας. Τα τραπεζικά καταστήματα κλείνουν, ολόκληρες επαρχίες και ομάδες χωριών δεν έχουν ούτε ένα μηχάνημα ανάληψης μετρητών, η μόνη επαφή των ηλικιωμένων και απομονωμένων κατοίκων στα πιο ολιγάνθρωπα χωριά με το φυσικό χρήμα είναι ο ταχυδρόμος που φέρνει στις συντάξεις. Τα ΑΤΜ αραιώνουν και στις πόλεις. Στις γειτονιές έχουν προ πολλού εξαφανιστεί. Η ΑΑΔΕ θεωρεί γκρίζο ότι δεν αποτυπώνεται σε μια ηλεκτρονική συναλλαγή, ο κ. Πιτσιλής επαίρεται για την αύξηση των φορολογικών εσόδων που τη θεωρεί αντανάκλαση του περιορισμού της φοροδιαφυγής. Δύσπεπτος μύθος καθώς τα υπερέσοδα των δισεκατομμυρίων έρχονται από καθαρά ηλεκτρονικές συναλλαγές, φορολογημένες αυτοστιγμεί, φουσκωμένες από την ακρίβεια,, ενώ τα πρόσθετα έσοδα από την υποτιθέμενη αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στους σεσημασμένους κλάδους (υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, ταξιτζήδες, γιατρούς, δικηγόρους) είναι λίγων δεκάδων εκατομμυρίων. Αλλά είναι αρκετά για να πλέξει ο ΥΠΟΙΚ το εγκώμιο των φορολογικών αρχών και να χειροκροτήσει τη συμβολή των τραπεζών.
Και πείτε μου τώρα: σε τι διαφέρουν όλοι αυτοί οι περιορισμοί στη χρήση του χρήματός μας από τους κεφαλαιακούς ελέγχους του 2015, λίγο πριν το δημοψήφισμα του μεγάλου «όχι» που έγινε ένα δειλό και ταπεινωμένο «ναι»; Σε τι διαφέρουν τα ΑΤΜ που δεν βρίσκεις ή που είναι κλειστά τη νύχτα, από τις ουρές του 2015 για να πάρει κανείς 20, 40, 60 ευρώ; Γιατί οι «μενουμευρωπιστές» δεν έχουν βγει στους δρόμους να ουρλιάξουν που οι τράπεζες και οι φορολογικές αρχές ασκούν νταβατζιλίκι στα χρήματά τους; Γιατί δεν τα παίρνουν να τα πάνε και πάλι αλλού, κάπου που δεν μισούν τα μετρητά, κάπου που οι πλούσιοι δικαιούνται να γεμίζουν πισίνες με κέρματα και χαρτονομίσματα και να κάνουν βουτιές και σέρφινγκ σαν τον θείο Σκρούτζ; Γιατί οι ραντιέρηδες των κάμπων, των βουνών, των θαλασσών και των άστεων δεν εξεγείρονται που τους έχουν στερήσει τη χαρά να πετάνε πενηντάευρα ή να καίνε κατοστάευρα ακούγοντας καψουροτράγουδα; Γιατί οι μεγαλόσχημοι επιχειρηματίες δεν θεωρούν κατακλυσμιαία καταστροφή την αστυνόμευση διακίνησης κεφαλαίων, τον περιορισμό της ελευθερίας του χρήματος; Γιατί τα τωρινά, μόνιμα και μη αναστρέψιμα capital control που ντρέπονται να πουν τ’ όνομά τους δεν έχουν προκαλέσει «οικονομική καταστροφή» και δεν βγάζουν τους νοικοκυραίους στους δρόμους να υπερασπίσουν την ελευθερία του χρήματος, να πενθήσουν τον πρόωρο θάνατο των μετρητών;
ΥΓ Μία ενδεχόμενη απάντηση στα πολλά γιατί παραθέτω στις κάτωθι «Θεωρίες». Την τραγουδούσε η Γλυκερία πριν ανακαλύψει την «ελευθερία» να διασκεδάζει γενοκτόνους.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Τα μεγάφωνα το λένε,
διαπασών το τραγουδούν.
Φταίχτες είν’ όσοι δε φταίνε,
γι’ αυτό πίνουν και ξεχνούν.
Ωχ αμάν!
Γιατί τα πεντοχίλιαρα,
δεν είναι πετσετάκια.
Να παίρνω με τη σέσουλα,
να γράφω ραβασάκια.
Γιάννη Καραλή, «Τα πεντοχίλιαρα» (1985, άλμπουμ «Τραγούδι Αισθηματικό»)