Monday, September 20, 2010

Πιστωτική κάψουλα ασφαλείας (18/9/2010)

Μπορεί να έχει συμβεί και σε σας, τις αγαπάτε τις τράπεζες ή όχι.
Την περασμένη Δευτέρα χρειάστηκε να προσφύγω σε τραπεζικό κατάστημα της γειτονιάς μου – για να πληρώσω λογαριασμούς, μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν πρόκειται να συμβάλω στην πιστωτική επέκταση. Έχω εξοικειωθεί εδώ και καιρό με τα μέτρα ασφαλείας – ξέρετε, τις διπλές πόρτες που επιτρέπουν την είσοδο ενός πελάτη κάθε φορά. Πατάς το κουμπάκι, περιμένεις να ανάψει πράσινο, μια ηχογραφημένη βραχνή γυναικεία φωνή σου λέει «παρακαλώ, περιμένετε», ανοίγεις την πρώτη πόρτα, βρίσκεσαι για λίγο στο κενό ασφαλείας, ξαναπατάς το κουμπάκι στη δεύτερη πόρτα, περιμένεις, ξανακούγεται η φωνούλα, ανάβει πράσινο, επιτέλους μπαίνεις και πιάνεις σειρά στην ουρά. Όλη αυτή η διαδικασία καθυστέρησης στην είσοδο υποτίθεται ότι προστατεύει την τράπεζα από επίδοξους ληστές, αν και μέχρι σήμερα δεν είχα καταλάβει τι εμποδίζει τον ληστή να περάσει σαν κύριος τις διπλές πόρτες και να μπει με το κουμπούρι στην τσέπη, ακόμη και να περιμένει ευγενικά στη σειρά κι όταν φτάσει στο γκισέ να κάνει την «ανάληψή» του χωρίς προβλήματα.

Οι απορίες μου λύθηκαν όταν αντιμετώπισα την αναβαθμισμένη εκδοχή του συστήματος ασφαλείας που, μεταξύ άλλων, γλιτώνει τις αναξιοπαθούσες τράπεζες από το φοβερό μισθολογικό κόστος των 900 ευρώ τον μήνα (μαζί με τα ένσημα) για έναν υπάλληλο σεκιούριτι. Το σύστημα είναι, λοιπόν, μια κυλινδρική κάψουλα ανάμεσα στην είσοδο και στην αίθουσα συναλλαγών. Η κάψουλα θυμίζει τον θάλαμο διακτινισμού του «Star Trek», αλλά στο πολύ στενόχωρό του, χωρά ένα άτομο κι αυτό με την προϋπόθεση ότι δεν είναι πολύ ευτραφές. Ανοίγει με το ίδιο σύστημα με τα κουμπάκια, τα φωτάκια και τις φωνητικές εντολές η μία πόρτα, μπαίνεις στην κάψουλα και για μερικά δευτερόλεπτα αισθάνεσαι εγκλωβισμένος σ’ έναν χώρο μισού τετραγωνικού μέτρου. Ταυτόχρονα, είσαι έκθεμα για την ψυχαγώγηση των άλλων πελατών που σε κοιτάζουν πίσω από τα κοίλα κρύσταλλα της πόρτας, σαν τον μίστερ Σποκ στην κάψουλα διακτινισμού, αλλά χωρίς την ουράνια και ανέκφραστη ηρεμία του, γιατί στο μεταξύ πατάς το κουμπάκι της δεύτερης πόρτας, αυτή δεν ανοίγει, ενώ μια άλλη βραχνή γυναικεία φωνούλα σε ειδοποιεί ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος με μεταλλικά αντικείμενα. Απορημένος ή έντρομος, γιατί είσαι σίγουρος ότι δεν πήρες το μάγκνουμ μαζί σου, ξαναβγαίνεις από την πόρτα, ξαναμπαίνεις, η κάψουλα επιμένει να αρνείται να σου επιτρέψει την είσοδο στον παράδεισο, ξαναβγαίνεις και ανακαλύπτεις ότι είναι τα μεταλλικά κλειδιά σου που έχουν κινητοποιήσει το αναβαθμισμένο σύστημα ασφαλείας. Ευτυχώς, το σύστημα έχει προνοήσει, οπότε πίσω σου ανακαλύπτεις θυρίδες προσωρινής αποθήκευσης προσωπικών αντικειμένων, αφήνεις σε μία τα κλειδιά σου και ό,τι μεταλλικό έχεις πάνω σου, κλειδώνεις τη θυρίδα, παίρνεις το επίσης μεταλλικό, αλλά προφανώς πολύ μικρό για να ανιχνευτεί κλειδάκι της θυρίδας, κι επιτέλους στη δεύτερη ή στην τρίτη προσπάθεια ο οίκος της Πίστης σού επιτρέπει την είσοδο στην αίθουσα των μυστηρίων. Μια φωτεινή και χαρούμενη αίθουσα με διαφημιστικές αφίσες γεμάτες χαμογελαστά πρόσωπα και σπιρτόζικα μηνύματα που υπόσχονται εύκολα και γρήγορα δάνεια ή καταθετικούς λογαριασμούς υψηλής απόδοσης, προϊόντα που μπορούν να κάνουν ασφαλή κι ευτυχισμένη τη μέση ελληνική οικογένεια, ακόμη και σε περίοδο χρεοκοπίας. Η τράπεζα σας δίνει στοργή και Προδέρμ, εξ απαλών ονύχων μέχρις αποδημίας εις Κύριον.

Τι εξυπηρετεί όλη αυτή η σκηνοθεσία της ασφάλειας, που ακολουθείται από μια σιωπηρή, χωρίς εντάσεις, παραμονή στην ουρά, όπου κανείς πλέον δεν διανοείται να κλέψει σειρά ή να διαμαρτυρηθεί για τη μακρά αναμονή; Η προφανής εξήγηση είναι ότι ο προορισμός αυτής της σκηνοθετημένης ασφάλειας είναι οι ληστές και οι ληστείες (οι τράπεζες, παρ’ όλο που πολλές απ’ αυτές έχουν προστρέξει ως χορηγοί παραστάσεων της «Όπερας της πεντάρας» του Μπρεχτ, καμιά τους δεν έχει διδαχτεί τίποτα από τον αρχισυμμορίτη ΜακΧιθ που αναρωτιέται: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της;»). Θα πρέπει να μας πουν αν υπάρχει κάποιος απολογισμός για την απόδοση της επένδυσης στην ασφάλεια, για την αποτρεπτική λειτουργία της «κάψουλας εγκλωβισμού», αυτού του ολίγων δευτερολέπτων υπαρξιακού κενού του πελάτη ανάμεσα στον οίκο της Πίστης και στον υπόλοιπο, πραγματικό, κόσμο.

Αλλά, έχω την αίσθηση ότι υπάρχει μια άλλη, υπόρρητη στόχευση σ’ αυτή τη σκηνοθεσία της ασφάλειας – μια σιωπηρή διακήρυξη προς το κοινό, προς όλη την κοινωνία, και όχι προς τους ληστές: «Μπορεί να σας είμαστε απεχθείς και αντιπαθητικές, αλλά είναι αδύνατο να κάνετε έστω και βήμα χωρίς εμάς. Μπορεί να είμαστε συχνά ένοχοι μιας οικονομικής καταστροφής, μιας κυκλικής κρίσης, ενός κραχ, μιας ύφεσης, μιας κρατικής χρεοκοπίας, αλλά είμαστε και το μέσο υπέρβασής τους. Γιατί -παραφράζοντας τον συμμορίτη ΜακΧιθ- «τι είναι η χρεοκοπία μιας χώρας μπροστά στη χρεοκοπία μιας τράπεζας;». Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό το άρρητο ερώτημα μάλλον επιδοκιμάζεται από τη συμπεριφορά του μέσου νεοέλληνα στην πολύμηνη αγωνία για την επαπειλούμενη χρεοκοπία. Δίπλα στο άγχος του μισθού, της δουλειάς, του λουκέτου, της φορολογικής λαίλαπας, υπάρχει η αγωνία για τη μικρή ή μεσαία κατάθεση, για τη στιγμή που θα πάει στο ΑΤΜ και δεν θα μπορεί να κάνει ανάληψη, για την ώρα που οι κάψουλες ασφαλείας στις εισόδους των τραπεζών θα σπάσουν από μια μαζική έφοδο στο γκισέ. Αυτή τη φορά όχι από ληστές, αλλά από καθωσπρέπει φιλήσυχους πελάτες.

Οι πολιτικές των κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο, οι συνταγές και τα πακέτα των διακρατικών οργανισμών και των κεντρικών τραπεζιτών εδώ και δύο χρόνια, δεν έχουν αφήσει καμία αμφιβολία στις κοινωνίες για την εθελούσια παραμονή τους στην «κάψουλα ασφαλείας» του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έχουν πείσει τις κοινωνίες -ή τουλάχιστον το επιδιώκουν με φανατισμό- ότι ο απόλυτος συστημικός κίνδυνος δεν είναι η χρεοκοπία μιας χώρας – αυτή ενδεχομένως είναι το ανησυχητικό σύμπτωμα μιας άλλης, πιο σημαντικής καταστροφής: της χρεοκοπίας των τραπεζών.

Ελάχιστοι άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη δεν έχουν αντιληφθεί ότι ο τελικός βασικός αποδέκτης όλων των «πακέτων σωτηρίας» από τον κίνδυνο κρατικής χρεοκοπίας δεν είναι άλλος από το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα που προκάλεσε την κρίση χρέους. Αυτό που ενδεχομένως δεν έχουν αντιληφθεί είναι ότι, καθώς οι τράπεζες εξακολουθούν και αντλούν άφθονη ρευστότητα από τα κρατικά ταμεία και τακτοποιούν στον ένα ή τον άλλο βαθμό το δικό τους εταιρικό χρέος ή την έκθεσή τους στο κρατικό χρέος, ταυτόχρονα οχυρώνουν την «κάψουλα ασφαλείας» έναντι του δημοσιονομικού κινδύνου. Οι αυξήσεις κεφαλαίου εκατοντάδων δισ. ευρώ που ετοιμάζονται να κάνουν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, ακολουθούμενες δειλά και από τις ελληνικές, είναι μια μορφή αναδιάρθρωσης του τραπεζικού χρέους που στερεύει τις οικονομίες από όση παραγωγική ικμάδα τούς απομένει. Ό,τι έχουν αντλήσει από τα κρατικά ταμεία ή την ΕΚΤ μένει στον μεγαλύτερο βαθμό στα χαρτοφυλάκιά τους, στην καλύτερη περίπτωση επενδύεται σε άλλες αγορές, στον χρυσό, στα εμπορεύματα, στα τρόφιμα, τροφοδοτώντας μια νέα κερδοσκοπική σπείρα. Στην κάψουλα ασφαλείας του πιστωτικού συστήματος εγκλωβίζεται μια κρίσιμη μάζα ρευστότητας που θα μπορούσε να αποτρέψει τις απειλές της διπλής ύφεσης, να καταστήσει περιττά τα προγράμματα εξουθενωτικής λιτότητας που προωθούν οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και να ανακόψει την επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης χρέους που, αργά ή γρήγορα, θα έχει θύματα πολύ πέρα από την Ελλάδα. Ωστόσο, το μήνυμα που εκπέμπουν και οι τράπεζες και οι πολιτικές ελίτ που τις στηρίζουν είναι σαφές: «Ακόμη κι αν χρεοκοπήσει μια χώρα, δεν υπάρχει λόγος να χρεοκοπήσει και το τραπεζικό σύστημα».

Είναι ένας καταστρεπτικός φαύλος κύκλος. Παρ’ ότι θα ήταν μάταιο να ζητήσει κανείς απ’ τον σκορπιό ν’ απαρνηθεί την αυτοκαστροφική φύση του, θα περίμενε τουλάχιστον από τον βάτραχο αυτή τη φορά να αρνηθεί να τον μεταφέρει στην αντίπερα όχθη. Βάλτε τώρα στη θέση του βατράχου τα κόμματα εξουσίας σε όλη την Ε.Ε., τους τεχνοκράτες της ΕΚΤ, τους αξιωματούχους του ΔΝΤ και προσπαθήστε να εξηγήσετε γιατί, αν και ο μύθος επαναλαμβάνεται αενάως, αν και κάθε φορά ο σκορπιός τσιμπάει θανατηφόρα τον βάτραχο, αν και κάθε φορά που σώζεται το τραπεζικό σύστημα δουλεύει ακατάπαυστα για το επόμενο κραχ, γιατί ο βάτραχος επιμένει να γίνεται σωτήρας του σκορπιού. Μήπως είναι κι αυτού η φύση του;

No comments:

Post a Comment