Sunday, January 10, 2010

Αυτοεκπληρούμενες προφητείες (9/1/2010)

Είθισται ο προφητικός οίστρος των ανθρώπων να συμπυκνώνεται στο τέλος του χρόνου και στην αρχή του επόμενου. Έπειτα, μόλις περάσουν οι πρώτες μέρες και οι πρώτες εβδομάδες του νέου έτους, το προφητικό ενδιαφέρον ατονεί, ή συντηρείται μόνο από τους αστρολόγους και τα ωροσκόπιά τους και (δευτερευόντως) από τους δημοσιογράφους που προσπαθούν να δώσουν ρεαλιστική υπόσταση στις μικρές «προφητείες» για τις κυβερνητικές πολιτικές, τις εξαγγελίες των υπουργών, τις προθέσεις των αξιωματούχων κάθε πόλου της εξουσίας. Το μαντικό σπορ γίνεται ιδιαίτερα συναρπαστικό στην αρχή μιας κυβερνητικής θητείας, όταν το περίφημο προεκλογικό «πρόγραμμα 100 ημερών κάθε κυβέρνησης» που σέβεται τον εαυτό της αναθεωρείται σε ποσοστό έως και 95% και αντικαθίσταται από πρόγραμμα «ρεαλιστικής προσαρμογής». Σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο οι «προφητείες» κινούνται μεταξύ μιας ζοφερής κασσανδρικής προειδοποίησης για κάποιον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα και ενός σκοτεινού, εσωτερικού ταξιδιού κυβερνητικής αυτογνωσίας: η κυβέρνηση αναζητεί ταυτότητα ανάμεσα στους ρόλους του σωτήρα και του μάρτυρα. Σωτήρας της κοινωνίας ή της οικονομίας από τον κακό εαυτό τους. Μάρτυρας, γιατί επωμίζεται το πολιτικό κόστος του ακρωτηριασμού του προεκλογικού της προγράμματος.

Μέχρι στιγμής τίποτε δεν κινείται εκτός της συνήθους προφητικής συνταγής. Αν εξαιρέσει κανείς τη δραματικότητα με την οποία περιγράφηκε το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, ο κίνδυνος χρεοκοπίας και η απειλή πλήρους εγκατάλειψης από επενδυτές και αγορές, όλα τα άλλα κινούνται στην πεπατημένη των τριών δεκαετιών της μεταπολίτευσης. Η σοσιαλιστική παλιγγενεσία δεν επεφύλασσε καμία ευχάριστη έκπληξη. Ούτε στον τρόπο με τον οποίο περιέγραψε και επικοινώνησε την «καμένη γη» που παρέλαβε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. Ούτε στον ρυθμό με τον οποίο προσγείωσε τις προσδοκίες για ρήξεις, σπασίματα αβγών και καινοτομίες στο μείγμα οικονομικής πολιτικής που επέλεξε. Από την άποψη αυτή, όλες οι προβλέψεις, υποδείξεις, συστάσεις, διαρροές, υποβολές που ακούστηκαν και γράφτηκαν το τελευταίο τρίμηνο για τα διλήμματα μεταξύ ήπιας και σκληρής προσαρμογής, μεταξύ πρώτου δρόμου (Βρυξελλών) και τρίτου δρόμου (Αθηνών) παίρνουν τελικά τη μορφή της αυτοεκπληρούμενης προφητείας.

Όπως κι αν αξιολογήσει κανείς τον βαθμό αντίστασης της κυβέρνησης στον κυνισμό των αγορών, στην ακαμψία των ευρωκρατών και στην αναλγησία των επενδυτών, έχουμε πλέον αρκετά και σαφή δεδομένα για να χαρακτηρίσουμε το κοινωνικό φορτίο των επιλογών της. Τα σοσιαλδημοκρατικά ανακλαστικά της κυβέρνησης, αυτά που προορίζονταν να δώσουν μια πατίνα κοινωνικής δικαιοσύνης στην απροσδιόριστη μέχρι πρότινος οικονομική της πολιτική, εξαντλήθηκαν σε δύο επικοινωνιακού χαρακτήρα μέτρα. Στην έκτακτη εισφορά στα κέρδη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων και στο έκτακτο κοινωνικό βοήθημα για τα πιο χαμηλά εισοδήματα. Έτσι, υποτίθεται, καθαρίσαμε με τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, που μπορεί το μεν το πρώτο να απολαμβάνει την οικονομική ασυλία του, το δε δεύτερο να πιπιλίζει την καραμέλα της κρατικής ελεημοσύνης. Τώρα, περνάμε στα «σκληρά». Και τα σκληρά περιέχουν τρία κυρίως στοιχεία:

Πρώτον, την ασφυκτική πίεση στο εισόδημα της εργασίας. Μπορεί οι περίπου 800.000 δημόσιοι υπάλληλοι να μην αποτελούν το πιο ευάλωτο και υπό εκμετάλλευση τμήμα του κόσμου της εργασίας, ούτε το πιο ηθικά άμεμπτο και παραγωγικά σημαντικό, ωστόσο έχουν το ειδικό βάρος που προκύπτει από την ιδιαίτερη δομή της ελληνικής οικονομίας, με το κράτος να εμφανίζεται σταθερά ως ο μεγαλύτερος εργοδότης. Το πολυαναμενόμενο Πρόγραμμα Σταθερότητας, έστω κι αν δεν προσφέρει τόσο «αίμα» όσο απαιτούσαν οι αγορές και οι ευρωκράτες, έστω κι αν βρίσκεται μακριά από τη «σφαγή» που υποδείκνυε το ιρλανδικό μοντέλο δημοσιονομικής προσαρμογής, κινείται ωστόσο στην ίδια φιλοσοφία. Επιλέγει τη σημαντική, πραγματική μείωση στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων. Ακόμη κι αν κάποιος αποδώσει στην επιλογή αυτή κάποιο ηθικό έρεισμα (γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν το πλεονέκτημα της μονιμότητας, ή γιατί κάποιοι απ’ αυτούς έχουν το ηθικό μειονέκτημα της αργομισθίας και του παρασιτισμού), πώς θα δικαιολογηθεί η πίεση που θα προκαλέσει στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα στον τρομακτικό συνδυασμό της με την αυξανόμενη ανεργία; Διότι είναι μάλλον απίθανο να αφήσει ασυγκίνητους τους ιδιώτες εργοδότες το παράδειγμα κράτους - εργοδότη. Αντιθέτως, θα αντιγραφεί στο πολλαπλάσιο.

Δεύτερον, το οριστικό διαζύγιο με την άλλοτε πολιτικά κραταιά μεσαία τάξη. Η δημοφιλής φιλολογία των ημερών για τη φοροδιαφυγή και τους βασικούς φορείς της έχει ήδη στοχοποιήσει αυτούς που ήταν άλλοτε ο περιούσιος λαός των δύο κομμάτων εξουσίας: τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες που έχουν μια αλλεργία στα τιμολόγια και τις ταμειακές μηχανές, τους επαγγελματίες που συναλλάσσονται με όρους φορολογικής ομερτά, τους μικροτεχνίτες που μετακυλίουν στους καταναλωτές τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και την επιστημονική ελίτ που τιμολογεί κατά βούληση τις ακριβές της υπηρεσίες. Όλοι αυτοί συγκροτούν πραγματικά μια φορολογική terra incognita για το κράτος, συντηρούν μια προκλητική, πολυτελή κατανάλωση, πολύ πάνω από τη φορολογική τους συμβολή, συνιστούν μια κοινωνική πρόκληση σε σχέση με την κατάσταση των άλλων υποτελών τάξεων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξηγούν την ανάποδη φορολογική πυραμίδα στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η εργασία και στη βάση της η οικονομική ελίτ της χώρας. Εν ολίγοις, το σπορ της φοροδιαφυγής των μικρομεσαίων δεν εξηγεί στο σύνολό του το πρόβλημα της τρομακτικά άνισης κατανομής του πλούτου ούτε αποτελεί την κορωνίδα των κοινωνικών αντιθέσεων που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία. Άλλωστε, ακόμη κι αν ο ηλεκτρολόγος της γειτονιάς έκοβε με φορολογική αυταπάρνηση απόδειξη και για την τελευταία πρίζα που άλλαζε, είναι απίθανο η Ελλάδα να είχε αποφύγει την κρίση του κρατικού χρέους στην οποία έχει περιέλθει. Οι ένοχοι αυτού πρέπει μάλλον να αναζητηθούν ανάμεσα στους τροφίμους των κρατικών επιδοτήσεων, της φορολογικής ασυλίας και της χρηματοπιστωτικής ληστείας.

Τρίτον, μια ακόμη γενναία δόση πώλησης των ασημικών της οικογένειας. Αν έχουν μείνει ασημικά και δεν πουλάμε ακόμη και τα χαλκώματα. Ο στόχος για έσοδα 2,5 δισ. από αποκρατικοποιήσεις, διακηρυσσόμενος επίσημα πια, δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες. Ένα ακόμη κομμάτι κοινωνικού πλούτου, δημόσιας περιουσίας, θυσιάζεται στη δημοσιονομική συγκυρία. Η ηθική της νομιμοποίηση είναι οριακή και η διαφοροποίησή της από τις ιδιωτικοποιήσεις νεοφιλελεύθερης κοπής της τελευταίας εικοσαετίας αφορά μόνο τη συσκευασία της. Οι γαλάζιες και οι φαιοπράσινες, εκσυγχρονιστικές ιδιωτικοποιήσεις γίνονταν εν ονόματι της αντιπαραγωγικής εμπλοκής του κράτους στην οικονομία. Τώρα προτείνονται εν ονόματι της αποφυγής μιας χρεοκοπίας. Θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα, γιατί οι αθρόες αποκρατικοποιήσεις της τελευταίας εικοσαετίας δεν απέτρεψαν τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, πώς ακριβώς συνέβαλαν στη μείωση του κρατικού χρέους, αλλά θα είναι ρητορική φλυαρία. Η κοινωνία έχει εθιστεί επικίνδυνα πλέον στη συκοφάντηση κάθε μορφής συλλογικής ιδιοκτησίας, ώστε η πώληση ενός «αντικοινωνικού» ΟΠΑΠ ή μιας «κοινωνικής» εταιρείας ύδρευσης δεν προκαλούν διαφοροποιημένες αντιδράσεις. Άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, ποντίκια να πιάνει… Και λεφτά στο ταμείο να φέρνει.

Τελικά, εμπροσθοβαρές ή οπισθοβαρές, τριετές ή τετραετές, ήπιο ή σκληρό, κεϊνσιανό ή μονεταριστικό, το σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής έχει ήδη ένα διαυγές ταξικό περιεχόμενο. Η ολοκλήρωσή του με την αύξηση των έμμεσων φόρων (φόρων των φτωχών, κατά το επαναλαμβανόμενο πλην αληθές κλισέ) και με τη συρρίκνωση των λιγοστών μηχανισμών φορολογικής αναδιανομής του πλούτου θα το κάνει ακόμη διαυγέστερο. Δύο είναι τα ερωτήματα που μπορούν να ολοκληρώσουν τη μελαγχολική εικόνα. Πρώτον, ακόμη κι αν τα μέτρα αποδώσουν το πολυπόθητο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, με συρρίκνωση του ελλείμματος, ποιο θα είναι το τίμημα για την πραγματική οικονομία; Τι θα αντισταθμίσει την προφανή συρρίκνωση της κατανάλωσης που επιφέρει η πίεση στην τιμή της εργασίας γενικά και στο εισόδημα ενός τόσο εκτεταμένου στρώματος όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι; Και δεύτερον: Από πού αντλεί η κυβέρνηση τη βεβαιότητα ότι το μείγμα οικονομικής πολιτικής που επέλεξε θα τύχει κοινωνικής αποδοχής ή, έστω, ανοχής; Πώς διασφαλίζει ότι το μούδιασμα που έχει προκαλέσει στην κοινωνία ο δημοσιονομικός τρόμος τους επόμενους μήνες δεν θα μετατραπεί σε σπασμωδικές και ανεξέλεγκτες αντιδράσεις που θα αχρηστεύσουν τους ασφαλείς σήμερα συνδικαλιστικούς συσχετισμούς;

No comments:

Post a Comment