Monday, January 21, 2008

Η ιστορία της ενημερωτικής μας παρακμής (19/1/2008)

Κάποια στιγμή πρέπει να αφηγηθούμε την ιστορία ολόκληρη. Το οφείλουμε, τουλάχιστον, σε όσους έχουν την υπομονή να παραμένουν αναγνώστες (εκτός από αγοραστές) εφημερίδων, ακροατές ραδιοφώνων, θεατές τηλεοπτικών δελτίων και παρακολουθούν άφωνοι τον επαγγελματικό μας διασυρμό.

Το μιντιακό σύμπαν στο οποίο κινούνται σήμερα πολλοί, αστέρες ή ανεξέλεγκτοι μετεωρίτες, έχει ηλικία μόλις είκοσι ετών. Εν αρχή ην το σκότος. Κρατική ραδιοτηλεόραση και πειρατική ραδιοφωνία, που έσπαγε την επίσημη αισθητική λογοκρισία. Φωτεινή εξαίρεση, το «Τρίτο» του Μάνου. Κι ακόμη: τρία-τέσσερα παραδοσιακά εκδοτικά συγκροτήματα που, αφού καθάρισαν με τον επικίνδυνο διάττοντα αστέρα ο οποίος εδραίωσε την απάτη και τη συναλλαγή με την εξουσία (το «βρόμικο» ’89), έμειναν με μόνο αντίπαλο το κρατικό μονοπώλιο στην ενημέρωση.

Πριν από 20 χρόνια το μονοπώλιο έσπασε, οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες άνοιξαν και στην πραγματικότητα πήραν για πρώτη φορά τη μορφή αγοράς. Οι εκδότες έκαναν συμμαχίες, νέα επιχειρηματικά τζάκια μπήκαν στα μίντια με φανατισμό νεοφώτιστου και ακολούθησε το big bang της διαφημιστικής αγοράς. Από το 1988 αναπτύχθηκε ιλιγγιωδώς ένας κλάδος που μέχρι τότε παρέμενε σε εμβρυακό επίπεδο.

Δημοτικά και ιδιωτικά ραδιόφωνα, ιδιωτικά κανάλια άλλαξαν το εγχώριο ενημερωτικό σύμπαν, στο οποίο αδυνατούσε πια να σταθεί η άκαμπτη επίσημη γλώσσα του κράτους. Στη μικρή ελληνική αγορά των δεκάδων ενημερωτικών μέσων, ένα κλειστό μέχρι τότε επάγγελμα ανοίγει βίαια σε μια πολυπληθή ομάδα νέων ανθρώπων. «Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά, κι έτυχε να ’χουν και καλή καρδιά», που λέει και το άσμα. Κανείς δεν έθεσε κριτήρια επάρκειας, κανείς δεν απαίτησε πτυχία και πιστοποιήσεις ικανοτήτων. Η νεότευκτη αγορά των media διαμόρφωσε τους όρους ένταξης, αμοιβής, ανάδειξης. Άπειροι επιχειρηματίες προσλάμβαναν αφειδώς εξ ίσου άπειρους επαγγελματίες, που ανταγωνίζονταν σε ελευθεροστομία και ικανότητα ελέγχου της εξουσίας. Άπειρη κι η εξουσία στον χειρισμό των νέων μέσων, πρόσθεσε τεράστιες υπεραξίες στη νέα αγορά, ακόμη και με τις γκάφες και τις αδεξιότητές της.

Οι εφημερίδες παρακολουθούν, αμήχανα στην αρχή, την έκρηξη των ηλεκτρονικών μέσων. Όσοι εκδότες δεν έχουν απευθείας επιχειρηματική σχέση με ραδιόφωνα και τηλεοράσεις φροντίζουν τουλάχιστον να δανειστούν λίγη από την ακτινοβολία τους. Μεταγράφουν τους ανερχόμενους μικρούς και μεγάλους αστέρες, παραχωρώντας τους ευχαρίστως τις στήλες τους. Μέσα σε τέσσερα-πέντε χρόνια, το επάγγελμα των μερικών δεκάδων υποαμειβόμενων γραφιάδων και εκφωνητών μεταλλάσσεται σε κλάδο των εκατοντάδων αστέρων και αστερίσκων. Οι υπεραξίες που συσσωρεύουν τα νέα μέσα επιτρέπουν αρκετά πιο γενναιόδωρους μισθούς στην αρχή και στη συνέχεια ένα προκλητικό παιχνίδι δημοπρασίας των αμοιβών. Ακόμα και πρωτοσέλιδα εφημερίδων διαμαρτύρονταν για τις πανάκριβες μεταγραφές των τηλεαστέρων. Ελάχιστα ίδρωσε τ’ αυτί των ιδιοκτητών που ανέβαζαν κι άλλο τον πήχυ. Τους το επέτρεπε η διαφημιστική αγορά. Οι ετήσιοι τζίροι αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο.

Το κράτος, με τις διαδοχές γαλάζιας και πράσινης διακυβέρνησης, δεν άργησε να μπει στο παιχνίδι. Πολύ πριν πουληθούν «τα ασημικά της οικογένειας», διαφήμισε αφειδώς τα παχύδερμα μονοπώλιά του, με διαρκώς αυξανόμενους τζίρους κρατικής διαφήμισης. Παρ’ ότι τα νέα ιδιωτικά μέσα αποτέλεσαν δίοδο των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε κάθε νοικοκυριό, σε κάθε αυτοκίνητο, ήταν η κρατική διαφήμιση που κατέστη η αγαπημένη των media shop. Δεν είναι σαφές αν το «μιντιακό κατεστημένο» ή το κρατικό κατεστημένο έκανε την αρχή σ’ αυτήν τη νοσηρή, αδιαφανή συναλλαγή. Δεν έχει σημασία. Ή, έχει τόση όσο και το δίλημμα για το αυγό του Κολόμβου.

Το κράτος διέπρεψε και σε ένα άλλο νέο πεδίο της επικοινωνίας. Στην εκ νέου κρατικοποίηση της ενημέρωσης, μέσω ενός ιδιότυπου μονοπωλίου των πηγών πληροφόρησης. Πρακτορεία ειδήσεων, κρατική ραδιοτηλεόραση, γραφεία Τύπου δίπλα σε κάθε υπουργό, υφυπουργό, γενικό γραμματέα, πρόεδρο ή διευθύνοντα σύμβουλο ΔΕΚΟ διαμόρφωσαν έναν τεράστιο μηχανισμό χειραγώγησης των πληροφοριών, αλλά και απασχόλησης των δημοσιογράφων. Είτε με όρους πραγματικής υπηρεσίας είτε με όρους αργομισθίας.

Η διεργασία συνεχίστηκε σχεδόν αδιατάρακτη για μια δεκαετία από το big bang. Το «επάγγελμα ρεπόρτερ» έγινε το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της ελληνικής κοινωνίας. Αγρότες, προλετάριοι, μεσοαστοί λαχταρούν να δουν τους νεαρούς βλαστούς τους σταρ της ενημέρωσης. Δίπλα στις ιδιωτικές σχολές που λειτουργούσαν στα όρια νομιμότητας και κομπογιαννιτισμού, το κράτος έσπευσε να προσφέρει επιστημονική πατίνα, ιδρύοντας πανεπιστημιακές σχολές από τις οποίες αποφοιτούν αισίως τουλάχιστον 600 νέοι τον χρόνο. Με τους ρυθμούς αυτούς, σε λίγα χρόνια θα αντιστοιχεί ένας ενημερωτής για κάθε ενημερωνόμενο.

Ο ιδιωτικός τομέας, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα παραγωγικό, λιγότερο παρασιτικό τμήμα του, δεν εφείσθη κι αυτός δαπανών για να επικοινωνήσει προϊόντα και υπηρεσίες. Θυσίασε πολλούς πόρους για να τα διαφημίσει (λευκά ή γκρίζα) και οργάνωσε κι αυτός δικούς του «στρατούς ενημέρωσης». Το κόστος τους πολλές φορές επισκιάζει το κόστος παραγωγής του προβαλλόμενου αγαθού. Εκατοντάδες δημοσιογράφοι βγάζουν μεροκάματα απ’ αυτήν τη φάμπρικα.

«Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά…» Μεγάλωσαν εν τω μεταξύ, ωρίμασαν και κυρίως διαφοροποιήθηκαν. Όπως συνέβαινε παντού, το προϊόν αυτής της νέας πηγής πλούτου, της πληροφορίας, δεν κατανεμήθηκε ομοιόμορφα σε όλους τους χαρούμενους και λαλίστατους φορείς της νέας εξουσίας. Η πυραμίδα του επαγγέλματος διατρέχει όλα τα επίπεδα της κοινωνικής κλίμακας: από την απόλυτη προλεταριοποίηση μέχρι την απόλυτη αστικοποίηση. Τα πολλά λεφτά, η εγγύτητα και η οικειότητα με την εξουσία, η απλόχερα εκχωρημένη από τους μιντιοκράτες ισχύς, ο συγχρωτισμός με τα δορυφορικά επιχειρηματικά συμφέροντα διαμόρφωσαν μια ομάδα ανθρώπων που εζήλωσαν την τύχη των εργοδοτών τους. Ο πειρασμός της μετάβασης από την κορυφή του σταρ σύστεμ στην επιχειρηματική ελίτ των μίντια ήταν μεγάλος. Και η απόσταση μόνο μερικά εκατομμύρια ευρώ. Αλλά, τα λεφτά δεν ήταν ποτέ πρόβλημα στη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα. Δημοσιογράφοι έγιναν εργολάβοι, μάνατζερ, εκδότες και το φαινόμενο δεν περιορίζεται στους λίγους που πρωταγωνιστούν στο θρίλερ των ημερών. Επεκτείνεται σε αρκετές δεκάδες που έχουν μετατραπεί σε επιχειρηματίες, φατουρατζήδες των πρώην συναδέλφων τους, εργοδότες του νέου δημοσιογραφικού προλεταριάτου. Επεκτείνεται και σε κείνους που βρίσκονται σε ασφυκτικό εναγκαλισμό με την πολιτική εξουσία, που έγιναν υπουργοί, κυβερνητικά στελέχη.

Μικρός είναι ο κόσμος, ακόμη μικρότερη η Ελλάδα, όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε. Η ανάδειξη των ΜΜΕ σε «4η Εξουσία» έγινε μια επικίνδυνη κυριολεξία, που εξηγεί γιατί οι διαχειριστές της ενημέρωσης έγιναν μέρος του προβλήματος. Η ώσμωση εξουσίας και επικοινωνίας υπερβαίνει πλέον τους απρόσωπους μηχανισμούς, ξεπερνά αυτό που συμβατικά αποκαλέσαμε διαπλοκή (και το ανέκδοτο του βασικού μετόχου) και διαπερνά τα πρόσωπα. Άνθρωποι που συνυπήρξαν κάποτε σε πανεπιστήμια, οργανώσεις, κόμματα (ιδιαίτερα της Αριστεράς και της κονόμας), παρεΐστικα αλκοολούχα ξενύχτια, φορτωμένα δημοσιογραφικά γραφεία, έσπασαν τη γυάλινη οροφή. Βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας, τα γραφεία τους τα χωρίζουν οι λεπτές μεσοτοιχίες των αδιάκριτων εξουσιών. Ο ένας υπουργός, ο άλλος μεγαλοδημοσιογράφος, ο τρίτος μάνατζερ ή νεοτζακάτος επιχειρηματίας. Φωνάζονται με τα μικρά τους ονόματα, πίνουν μαζί ποτό, βρίζονται, ανταγωνίζονται, δοκιμάζουν την ισχύ τους ο ένας κατά του άλλου. Αισθάνονται ότι συνδιαχειρίζονται την τύχη αυτού του τόπου, διαγκωνίζονται για το βάθος της επιρροής τους στην απρόσωπη κοινή γνώμη. «Εγώ με μια πληροφορία γκρεμίζω υπουργούς και κυβερνήσεις», λέει ο ένας. «Κι εγώ με άλλη μια διαλύω εκδότες κι εφημερίδες», λέει ο άλλος. «Εγώ σας πληρώνω και τους δύο και σας στέλνω όποτε θέλω σπίτια σας», λέει ο τρίτος. Πόλεμος των εξουσιών. Με κραυγές. Και κυρίως με σιωπές. Γιατί η φούσκα της πληροφορίας, αλιευμένης σε κρεβατοκάμαρες και τραπεζικούς λογαριασμούς, βασίζεται κυρίως σε παράδοξες, αρνητικές υπεραξίες. Είναι πιο πολύτιμα όσα δεν γράφονται, από αυτά που γράφονται. Είναι πιο προσοδοφόρα αυτά που αποκρύπτονται, από αυτά που προβάλλονται. Είναι πιο ακριβά αυτά που δεν λέγονται, από αυτά που λέγονται.

Αλλά, αυτές τις υπεραξίες τις δημιουργούμε εμείς. Για την ακρίβεια, υμείς και ημείς. Υμείς, η κοινή γνώμη που κάνει ανάρπαστη μια εφημερίδα για πέντε φωτογραφίες ενός παχύσαρκου μεσήλικα σε προσωπική «φάση». Και ημείς, οι ενημερωτές, που ξεπατωνόμαστε σε επιδείξεις επιχειρηματικού πατριωτισμού μόλις νιώσουμε να αποσταθεροποιείται η δύναμη και η δόξα της εργασιακής μας «πατρίδας». Βρίσκουν και τα κάνουν.

2 comments:

  1. Διεισδυτική σύνοψη μερικών πτυχών του φαινομένου. Τι προβλέπετε ότι ακολουθεί ως μετεξέλιξη του σημερινού σχηματισμού; Απλώς αλλαγές συσχετισμών; Και τι μένει μετά από αυτή την παρατεταμένη ματιά από την κλειδαρότρυπα, αν μένει κάτι;

    Τον επίλογο από τον Κόκκινο Θερισμό του Χάμετ τον θυμάστε, υποθέτω.

    ReplyDelete
  2. ”Να συντασσόμαστε με τα εφαρμόσιμα”, είπε πρόσφατα ο Badiou σε μια συνέντευξη του. Πώς αυτό σχετίζεται με την σκανδαλολογία περί δημοσιογραφίας και γενικού ισοπεδωτισμού;
    Η συσχέτιση είναι άμεση: ναρκισσισμοί και νευρώσεις ,οδηγούν κάποιους στο κυνήγι του μή εφικτού αναγνωρίσιμου, του ασήμαντου κοινοποιημένου.Αυτά τα παθογενή φαινόμενα, μπορούν να οδηγήσουν σε προβληματικές κοινωνικές καταστάσεις.
    Στην χώρα αυτή υπάρχει μια όψιμη εκδοχή του αμερικανικού ονείρου και ο δημοσιολόγος και έχων πρόσβαση σε δίκτυα ενημέρωσης, απο-δικτυώνεται αυτόματα,μηχανικά( σχεδόν απενεργοποιεί την ιδιότητα του πολίτη και γίνεται τροφοδότης ατομικών συμπτωμάτων)
    Θα το κάνω πιο απλό: πολλοί ,στο γυαλί και στις στήλες ,φοράνε μανδύες και προσωπεία κοινωνικής συμμετοχικότητας, ενδύονται ρόλους διαμορφωτών και καθοδηγητών, ενίοτε και κατα φαντασίαν ασθενών( ρωτάει προσκεκλημένη, τον Μάκη:” Γιατί κατηγορήσε;” ,”Για τίποτα!” λεει αυτός, ” Και τότε για ποιό λόγο απολογείσαι’;;;” )Ο διάλογος ,ήταν οτι πιο σημειολογικό έχω ακούσει στα παράθυρα της εσωστρεφούς τηλεοπτικής κοινότητας...
    Πολιτική και δημοσιογραφία,αλληλοκαλύπτονται και αυτοκτονούν: θαμπωμένοι απο την γοητεία των μετρήσεων αυτής της μεγάλης ψευτο-σημαντικής ”κοινής γνώμης”, οδηγούν την ατομική συνείδηση σε ομογενοποιημένες ατραπούς σκέψης.Σκεφτόμαστε ,ακούγοντας και βλέποντας αλλότρια και ταυτόχρονα τόσο οικεία πράγματα. Υπάρχουν στιγμές, που τα ρπόσωπα των καναλιών,μοιάζουν δικοί σου άνθρωποι, της οικογένειας, της παρέας.Το ερώτημα είναι απλό:ποιός θα ήθελε να έχει φίλο τον Πρετεντέρη (πχ) και συγγενή τον… Γιακουμάτο;Να ψυχογραφούμε και να απογυμνώνουμε τους καθιστούς απέναντι μας, που αποκτούν μια άλλη διάσταση της προσωπικότητας τους, πίσω απο το γυαλί που μας συντροφεύει στις ώρες ξενοιασιάς του σπιτιού μας. Μόνο ετσι θα κατανοήσουμε έννοιες όπως Πολιτική, Δημοσιογραφία, Λειτούργημα, Δικαιοσύνη…

    ReplyDelete