Sunday, June 27, 2010

Chinamerica, Chermany, Chineuropa (26/6/2010)

Η κρίση φοράει φερετζέ. Για την ακρίβεια, πολλούς φερετζέδες. Καμουφλάρεται κάτω από πέπλα και μάσκες και χορεύει τον χορό της σύγχυσης.

Αν πιάσουμε την άκρη του νήματος από το πρώτο ντόμινο που έπεσε στις ΗΠΑ την άνοιξη του 2007, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της κρίσης. Πρώτα, έσκασε η φούσκα στην αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Υποτίθεται, λοιπόν, πως είχαμε μια κρίση στην αγορά ακινήτων και ακολούθως στη στεγαστική πίστη. Έπειτα, η κρίση μόλυνε τα τοξικά παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, πάνω στα οποία το «έξυπνο χρήμα» κερδοσκοπούσε ασύστολα, ερήμην των ανυποψίαστων Αμερικανών δανειοληπτών. Όσες τράπεζες και επενδυτές δεν είχαν φροντίσει να τα ξεφορτωθούν για να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους, κατέρρευσαν. Η κρίση έγινε λοιπόν μια καθαρά τραπεζική κρίση. Τάραξε την αμερικανική οικονομία, μεταδόθηκε εύκολα στην Ευρώπη και στην Ασία και έγινε μια διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση.

Το επόμενο βήμα έγινε από τις κυβερνήσεις. Πρώτα στις ΗΠΑ, έπειτα στην Ευρώπη και στην Ασία, διέθεσαν τεράστια ποσά, άνω των 10 τρισ. δολ. (περίπου το 15% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ) για να διασώσουν την απερίσκεπτη διεθνή τοκογλυφία, το τραπεζικό σύστημα. Και πώς το διέσωσαν; Δανείστηκαν (πάλι από το τραπεζικό σύστημα!) και εκτίναξαν το κρατικό χρέος και τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις χώρες-διασώστες. Έτσι η κρίση μεταλλάχτηκε σε δημοσιονομική κρίση, κρίση δημόσιου χρέους και τελικά κρίση δανεισμού στην εφιαλτική εκδοχή της Ελλάδας. Στο μεταξύ, η κρατική διαχείριση της τραπεζικής κρίσης έδωσε την ευκαιρία στις διασωθείσες τράπεζες (αφού ξεφορτώθηκαν τα σαπάκια του τραπεζικού ανταγωνισμού) να επιστρέψουν θριαμβευτικά στην κερδοφορία μέσα σε ενάμιση χρόνο. Μας το ανακοίνωναν αλαζονικά μάλιστα, σαν να επρόκειτο για μεγαλειώδες επίτευγμα των μετόχων και των στελεχών τους. Απέκρυπταν όμως για μήνες ότι η επιστροφή στην κερδοφορία έγινε όχι μόνο χάρη στο δωρεάν κρατικό χρήμα που πήραν, αλλά και χάρη στο κλείσιμο της στρόφιγγας του δανεισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η τραπεζική κρίση εξελίχθηκε σε κρίση ρευστότητας, η ζήτηση και η κατανάλωση έπεσαν, οι παραγγελίες αγαθών συρρικνώθηκαν, η εξέλιξη καταγράφηκε σαν μια καραμπινάτη ύφεση και τελικά η κρίση, απαλλαγμένη από πέπλα και τους φερετζέδες της, αποκαλύφθηκε ως μια κυκλική κρίση, μια κρίση υπερπαραγωγής, με τις απαραίτητες αποτυπώσεις της στα μικρά και μεγάλα κραχ των μετοχών, τις αλλεπάλληλες μαύρες Δευτέρες, Τρίτες, Τετάρτες (ευτυχώς που τα χρηματιστήρια είναι κλειστά το Σαββατοκύριακο, κι έτσι δεν διαθέτουμε Μαύρα Σάββατα και Μαύρες Κυριακές). Η χρηματιστηριακή κρίση είναι η συνηθέστερη μεταμόρφωση της κλασικής κρίσης υπερπαραγωγής.

Στην Ευρώπη, την υβριδική μεγάλη νομισματική ένωση του πλανήτη, μια άλλη μεταμόρφωση της κρίσης αποτυπώνεται στην περιπέτεια του ευρώ. Η κατρακύλα του ενιαίου νομίσματος στο φόντο της κρίσης χρέους το τελευταίο επτάμηνο παρήγαγε μια τυπική νομισματική κρίση, την κατάληξη της οποίας δεν έχουμε ακόμη δει, αλλά παρήγαγε και μια πρωτοφανή θεσμική κρίση στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ταλαντεύτηκαν για μήνες, πρώτα αν αξίζει τον κόπο να «σώσουν» την Ελλάδα, έπειτα αν υπάρχει λόγος να σώσουν το ευρώ και, τελικά, αν χρειάζεται να σώσουν το ιερό ευαγγέλιο της δημοσιονομικής ορθοδοξίας και της νεοφιλελεύθερης ακαμψίας. Και κατέληξαν να το κάνουν, έστω κι αν χρειαστεί να κάνουν τους κανόνες πιο σκληρούς και τιμωρητικούς, έστω κι αν πρέπει να βάλουν έναν Αγγλοσάξονα κηδεμόνα στο σπίτι τους και στις τσέπες τους, το ΔΝΤ. Έτσι, η δημοσιονομική, νομισματική, τραπεζική, θεσμική κρίση στην Ε.Ε. έγινε μια κανονική ευρωπαϊκή κρίση. Μια κρίση ταυτότητας που δεν οφείλεται πια μόνο στην απροθυμία των Ευρωπαίων να πετάξουν τις εθνικές τους ταυτότητες και να φορέσουν τον φερετζέ μιας ευρωπαϊκής, αλλά στην απόλυτη υπαρξιακή αμηχανία των ηγετών τους. Ποιοι είναι, τι θέλουν από την Ευρώπη, τι το θέλουν το ευρώ;

Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο ανέλαβε η ευρωκρατία να αντιμετωπίσει την ευρωπαϊκή κρίση, με μια ριζική και βίαιη αναίρεση κάθε κοινωνικής σταθεράς του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού οικονομικού πολιτισμού, προκάλεσε και μια κρίση εμπιστοσύνης των κοινωνιών στην Ε.Ε. και τις ηγεσίες της, τελικά μια πολιτική κρίση. Πυρήνας της, φυσικά, είναι η υποβόσκουσα κοινωνική κρίση που θα προκαλέσουν η εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας, η κατάρρευση του «ευρωπαϊκού ονείρου» και η συρρίκνωση της δημοκρατικής τάξης σε κάθε χώρα εν ονόματι του ευρωπαϊκού υπερ-κράτους.

Έχουμε, λοιπόν, τουλάχιστον μια δεκάδα εκδοχών της κρίσης, μπλέκουμε με τους όρους και τις μορφές της, αν και όλοι αντιλαμβανόμαστε -έστω και διαισθητικά- ότι δεν υπάρχουν πολλές, αλλά μία κρίση. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε απλώς καπιταλιστική κρίση ή κρίση του καπιταλισμού, αλλά κι αυτό δεν λέει πολλά για ένα σύστημα που αναγεννάται από τις κρίσεις του, τους αλλεπάλληλους μικρούς θανάτους του, τις δημιουργικές καταστροφές του. Πίσω από όλες αυτές τις μορφές φαίνεται να υπάρχει μόνο το χρήμα, τις αντιλαμβανόμαστε σαν κρίση των μέσων πληρωμής, αλλά γνωρίζουμε πως το χρήμα δεν είναι παρά η συμβολική έκφραση του παραγόμενου πλούτου, άρα και οι δικές του κρίσεις αποτελούν το συμβολικό αποτύπωμα των κρίσεων στην παραγωγή, σ’ αυτό που συμβατικά αποκαλούμε εσχάτως πραγματική οικονομία.

Αν θέλουμε όμως να αποκρυπτογραφήσουμε το γενετικό υλικό αυτής της κρίσης, αυτό που τη διαφοροποιεί από όλες τις άλλες τις εμπορευματικές, νομισματικές ή άλλες κρίσεις που συνέβαιναν πάντα, σε όλα τα οικονομικά συστήματα του παρελθόντος, πρέπει να επιμείνουμε στο τι διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από το δουλοκτητικό σύστημα του αρχαίου κόσμου, τη φεουδαρχία του μεσαίων ή τις προκαπιταλιστικές μορφές εμπορευματικής οικονομίας. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερα απλό, αλλά δεν είναι και μυστήριο. Αυτό που στον καπιταλισμό είναι μοναδικό είναι η αγορά εργασίας. Αυτή είναι η απόλυτη ιδιοτυπία του. Και μπορεί εκ πρώτης όψεως να ισχύει σ’ αυτή την αγορά ό,τι και σε κάθε αγορά αγαθών ή χρήματος, δηλαδή η τιμή του εμπορεύματος εργασία να καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά αυτός ο νόμος έχει μια πολύ περιορισμένη εφαρμογή σ’ αυτό το ιδιότυπο εμπόρευμα. Η τιμή οποιουδήποτε αγαθού μπορεί να ανέβει απεριόριστα, ανάλογα με τη σπανιότητά του, ή να εκμηδενιστεί όταν μένει αζήτητο στα ράφια κι απλώς να οδηγηθεί στη χωματερή. Ο μισθός, όμως, σπάνια παρακολουθεί την αύξηση της παραγωγικότητας, σπάνια υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωση ακόμη και στις περιόδους ευημερίας και σε κάθε περίπτωση δεν προσδιορίζεται από τις ανάγκες του εργαζόμενου, αλλά του κεφαλαίου. Αντιθέτως, βοηθούσης και της ανεργίας, μπορεί να πέσει χαμηλά, πολύ χαμηλά, να υποβαθμίσει τους ανθρώπους που αποτελούν αυτή την αγορά στο επίπεδο μιας εξαθλιωμένης, πληβειακής μάζας. Αν αυτό φαίνεται αδιανόητο για την εποχή μας και την Ευρώπη του «κοινωνικού συμβολαίου», του «κοινωνικού κράτους» και της «κοινωνικής ειρήνης», είναι μάλλον κοινός τόπος για τις αναδυόμενες δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού, την Κίνα, την Ινδία, τις ασιατικές τίγρεις που αντλούν όλη τους την ικμάδα από την πάμφθηνη εργασία των εξαθλιωμένων νέων προλεταρίων, όπως αποκαλύπτει η μικρή μισθολογική εξέγερση που εξελίσσεται εδώ και εβδομάδες στο εργοστάσιο του κόσμου. Κι είναι αυτή η υπερπροσφορά πάμφθηνης εργασίας στη ρίζα των ανισορροπιών ανάμεσα στις υπερδυνάμεις του καπιταλισμού που προκαλεί αντιθέσεις καλυμμένες πίσω από νομισματικούς, χρηματοπιστωτικούς ή φορολογικούς ανταγωνισμούς Δύσης και Ανατολής, ανταγωνισμούς που ενδέχεται να οδηγήσουν τον κόσμο μας σε μια Chinamerica, μια Chermany ή μια Chineuropa.

Παραδόξως, δεν χρειάστηκε να προστρέξουμε στον Μαρξ και τους επιγόνους του για να ανακαλύψουμε αυτή την πραγματικότητα. Είναι οι Ευρωπαίοι ηγέτες που μας θυμίζουν ότι το φθηνό εμπόρευμα που παράγει τον πλούτο αποτελεί την ουσία του καπιταλισμού και των κρίσεών του. Είναι οι ευρωκράτες που μας θύμισαν, με τον καταιγισμό μέτρων για τη βίαιη και μαζική υποτίμηση της εργατικής δύναμης, πως στη ρίζα των ανισορροπιών του οικονομικού μας πολιτισμού είναι η αποτυχία του μηχανισμού ισορροπίας στην αγορά εργασίας. Υψηλή ανεργία, χαμηλοί μισθοί, υψηλή παραγωγικότητα, χαμηλή αγοραστική δύναμη, να τα στοιχεία του νέου φαύλου κύκλου που ανοίγεται μπροστά μας. Arbeit macht frei, η εργασία απελευθερώνει, όπως ανέφερε και η επιγραφή στην είσοδο του Άουσβιτς. Απελευθερώνει. Αλλά ποιον άλλο, τι άλλο εκτός από το ποσοστό κέρδους;

4 comments:

  1. Η ανάλυση είναι σωστή και στα δύο βασικά της σημεία. Και στο γεγονός ότι σήμερα η ύπαρξη ενός υπέρογκου (δεν υπάρχουν λέξεις) χρηματιστικού (οιονεί) κεφαλαίου είναι το κέντρο της αντίφασης και ότι αυτό το "κεφάλαιο" διατηρήθηκε ως τέτοιο μέσα από τη συνεχή υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Στην Ευρώπη δεν μπορεί το προλεταριάτο να "συναγωνιστεί" το ασιατικό με μείωση της τάξης του 20-30%. Ακόμη όμως και με 60% μπορεί να συναγωνσιτεί τίποτα το χρηματιστικό κέρδος; Όλα γίνονται για να καθυστερήσει (η απολύτως απαραίτητη για το κεφάλαιο ως σχέση) απαξίωση του χρηματιστικού κεφαλαίου ακριβώς γιατί η κερδοφορία εκεί είναι ασυναγώνιστη. Πόσο μπορεί να καθυστερήσει; Όσο με την καταστολή αναπαράγεται το προλεταριάτο ολοένα και πιο υποτιμημένο. Επιμένω όμως: Ο φασισμός είναι πολιτική μορφή μιας προηγούμενης ιστορικής εποχής της σχέσης κεφάλαιο η οποία είχε να κάνει πολιτικά με το βιομηχανικό κεφάλαιο, όταν το τελευταίο είχε μπροστά του δυνατότητα ανάπτυξης. Μη μπερδευόμαστε: Σήμερα θριαμβεύει η δημοκρατία. Αν είναι να κάνουμε κριτική, πρέπει να κάνουμε κριτική στην ίδια τη δημοκρατία η οποία είναι αυτό που φαίνεται και τίποτα καλύτερο.

    ReplyDelete
  2. Ας κάνω μια μικρή διόρθωση: η αξία της εργατικής δύναμης είναι μεταβλητη και εξαρταται απο την δυναμικότητα των κοινωνικών - ταξικών αγώνων. Η εργατική τάξη της δυτικής Ευρώπης, κάτω απο τον φόβο της Ανατολικής και της πρώην Σ.Ε. είχε καταφέρει να διαμορφώσει μια αξιοπρεπή αμοιβή και είχε επιβάλει (πάντα με τους ταξικούς της αγώνες) ενα κράτος πολλαπλών κοινωνικών παροχών. Μετα την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την επικράτηση των Νόμων της παγκοσμιοποίησης για την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, και την άρση των δασμών (υπό την καθοδηγηση του ΠΟΕ, του ΔΝΤ και της ΠΤ) ο ανταγωνισμός εγινε αβάσταχτος για την εργατική ταξη της Δύσης.
    Κατα τα λοιπά όπως τα λες.

    ReplyDelete
  3. Η αναφορά μου στον φασισμό- και το απόσπασμα από την Μοσκόβσκα- φυσικά γίνεται στο ιστορικό της πλαίσιο. Σήμερα δεν θα μιλούσε κανείς για φασισμό. Αλλά πώς θα αποκαλέσουμε την τρομακτική συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας, την εκτροπή στον αυταρχισμό, τη μετάθεση του κέντρου των αποφάσεων από το συμβατικό πεδίο της πολιτικής σε ένα ιδιότυπο, ανεξέλεγκτο διευθυντήριο τεχνοκρατών που συνομιλούν και συναποφασίζουν με τον σκληρό πυρήνα του χρηματιστικού κεφαλαίου;
    Για το δεύτερο σχόλιο- σ' ευχαριστώ ange-ta για τη διαρκή προσοχή σου- συμφωνώ απολύτως, αυτή είναι ακριβώς η έννοια του μεταπολεμικού "κοινωνικού συμβολαίου" και οι εργατικοί αγώνες είναι αδιαμφισβήτητη συνιστώσα του. Ωστόσο,ήθελα να θύμίσω ότι η διακύμανση των μισθών έχειπλαφόν, έχει και κατώφλι (το όριο επιβίωσης), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί η μισθωτή εργασία να διολισθαίνει στην απόλυτη εξαθλίωση.

    ReplyDelete
  4. "Ωστόσο,ήθελα να θύμίσω ότι η διακύμανση των μισθών έχειπλαφόν, έχει και κατώφλι (το όριο επιβίωσης), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί η μισθωτή εργασία να διολισθαίνει στην απόλυτη εξαθλίωση".

    για το κάτω όριο: Σαφώς, σαφέστατα, όπως τα λες. Το παγκόσμιο προλεταριάτο οδηγείται σε ολέθρια εξαθλίωση!!
    Με την μεταβλητότητα, εννοούσα το άνω όριο.

    ReplyDelete