Saturday, November 10, 2012

Middle age hero


(Επενδυτής, 10/11/2012)



Ει ο καιρός μεθ’ ημών… Και μέχρι προ ημερών, παραδόξως, ο καιρός υπήρξε ο μόνος μεθ’ ημών. Μπορεί να ήταν και δυσοίωνες αυτές οι θερμοκρασίες, ίσως να ήταν ο κλιματικός Αρμαγεδδών που δυτικά χτυπούσε με έναν Σάντι, βόρεια με επιδρομή ψύχους κι εδώ, σ’ αυτή τη μνημονιακή εξαίρεση της εύκρατης ζώνης, με εικοσάρια Κελσίου που έκαναν τους πετρελαιάδες, τους κρατικούς θησαυροφύλακες και τους πιστωτές να ιδρώνουν από αγωνία. 

Όσο, λοιπόν, το φθινόπωρο κυλάει ήπια προς το χειμώνα, καμιά φορά σηκώνομαι πουρνό – πάνε χρόνια από τον ύπνο τον έχω κουμπάρο - και κάνω έναν περίπατο στο βουνό, στον Υμηττό. Έχω το μικρό προνόμιο να ζω στους πρόποδές του.  Ακόμη και τις καθημερινές ο περίπατος αυτός, ένας δασικός δρόμος αρκετών χιλιομέτρων, σφίζει από ζωή. Ζωή όχι και στα ντουζένια της. Οι περιπατητές είναι κυρίως άνθρωποι σαν και μένα. Της μέσης ηλικίας. Οι λίγοι νεότεροι δεν αρκούνται σε νωχελικούς ή ζωηρούς περιπάτους. Τρέχουν. Αλλά οι περισσότεροι απλώς περπατούν, στον ρυθμό που προφανώς τους έχουν υποδείξει οι ορθοπεδικοί και που αντιστοιχούν σε προβλήματα μέσης, προβολές δίσκων, κοίλες, δισκοπάθειες, ισχυαλγίες, οσφυαλγίες, αρθρίτιδες, οστεοπορώσεις κι όλα αυτά τα ωραία πράγματα που συνοδεύουν τη μέση ηλικία.

Ο περίπατος προσφέρεται για ανθρωπολογική ανάλυση. Καθώς διασταυρώνομαι με περιπατητές, μεμονωμένους, ζευγάρια ή μικρές παρέες, ανθρώπους που συνοδεύουν τα σκυλιά τους, ανταλλάσσω «καλημέρες» ευγενείας- άλλες ζωηρές, άλλες ξεψυχισμένες ή απλά νεύματα της κεφαλής. Αλλά, ταυτόχρονα παρατηρώ. Και επιτρέπω στον εαυτό μου μικρά εσωτερικά σχόλια. Άλλωστε, κι εγώ, υποθέτω, είμαι αντικείμενο παρατήρησης.

 Οι μεσήλικες περιπατητές δεν είναι όλοι ίδιοι. Δεν είναι σαφές ποιοι είναι ήδη συνταξιούχοι κι επομένως έχουν την πολυτέλεια ενός πρωινού περιπάτου, ποιοι είναι άνεργοι κι αυτή είναι η μόνη τους πολυτέλεια, ποιοι είναι απλώς κοπανατζήδες από τη δουλειά, ποιοι εκμεταλλεύονται την ιδιαιτερότητα του  ωραρίου εργασίας τους και ποιοι δεν έχουν- και πιθανότατα δεν είχαν ποτέ - την έγνοια της δουλειάς. Από τα θραύσματα διαλόγων, πάντως, που φτάνουν στ’ αυτιά μου από τις πιο ομιλητικές παρέες αντιλαμβάνομαι πως οι περισσότεροι είναι συνταξιούχοι ή προ-συνταξιούχοι που προσπαθούν να χωνέψουν ό,τι έχουν υποστεί από το μνημόνιο.

Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά το στυλ τους. Σε αδρές γραμμές ξεχωρίζουν δυο κατηγορίες μεσηλίκων περιπατητών. Εκείνοι που προσπαθούν απεγνωσμένα να κρατηθούν κάτω από το ηλικιακό σύνορο της μέσης ηλικίας- με το ντύσιμο, τα αξεσουάρ, το όλον look, τον ζήλο με τον οποίο βαδίζουν ή κάνουν τζόκινγκ, τα προσεκτικά εκτελεσμένα τεντώματα με τα οποία ανοίγουν και  κλείνουν τον περίπατό ή το τζόκινγκ τους, σε στυλ ΓΑΠ προ μαραθωνίου. Κι εκείνοι που έχουν μάλλον συμφιλιωθεί με το μη αναστρέψιμο της ηλικίας και όσα το συνοδεύουν: κυρίες με τις περιφέρειές τους, κύριοι με τις κοιλίτσες τους και τα γκρίζα ή πάλλευκα μαλλιά τους, χωρίς πλήρη αθλητική εξάρτυση, αλλά με ρούχα πρόχειρα, φόρμες παράταιρες, χωρίς αξεσουάρ, αρκετοί χωρίς καν αθλητικά παπούτσια, σε μια παρέλαση ατημελησίας.

Όλα τα υπόλοιπα δεν φαίνονται. Απλώς τεκμαίρονται. Και με υψηλότατο βαθμό αυθαιρεσίας. Και οι δύο «φυλές» των middle age heroes, πάντως, βρίσκονται ενώπιον της ίδιας πρόκλησης: να αποδείξουν τη χρησιμότητα της σωματικής τους δοκιμασίας στη νέα κατάσταση στην οποία τους υποβάλει ο βίαιος μνημονιακός κοινωνικός μετασχηματισμός. Άλλοι γιατί θα πρέπει να αποδείξουν πόσα χρόνια έχουν πραγματικά κερδίσει με τη συστηματική άσκηση και άρα πόσο έτοιμοι είναι για τον παρατεινόμενο μέχρι τα 67 εργάσιμο βίο τους. Άλλοι γιατί θα πρέπει να ξεχάσουν τι ακριβώς κεφαλαιοποιούσαν μέχρι σήμερα, στα 30-40 χρόνια εργασίας τους, εφόσον θα σπεύσουν να πάρουν σύνταξη πριν τους προλάβουν τα νέα όρια. Κι άλλοι, όσοι έχουν ήδη πάρει σύνταξη, γιατί θα πρέπει να εφαρμόσουν τις δοκιμασίες σωματικής αντοχής όχι μόνο στους περιπάτους στο βουνό, αλλά σε πολύ πιο στοιχειώδη πράγματα: στη διατροφή, στα φάρμακα που σχεδόν πάντα σ’ αυτή την ηλικία τη συμπληρώνουν, στην περίθαλψη, στην ποιότητα ζωής τους, στη σχέση αλληλεγγύης με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, σχέση που καθιστούσε τους ανθρώπους της μέσης και τρίτης ηλικίας το άτυπο κράτος πρόνοιας κάθε φαμίλιας.

Όσοι βρίσκονται σήμερα στη λεγόμενη μέση ηλικία, στην περιοχή των 50 και βάλε, αλλά και όσοι έχουν βρίσκονται στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας – οι ειδικοί επιστήμονες μετακινούν κατά βούληση αυτά τα ηλικιακά «κατώφλια» διαρκώς προς τα πάνω, λες κι είναι βαλτοί από τους «μεταρρυθμιστές» των συνταξιοδοτικών συστημάτων- βιώνουν σήμερα ένα παράξενο μίγμα ήττας και διάψευσης μιας ολόκληρης γενιάς.  Συμβατικά αντιστοιχούν στους Αμερικανούς baby boomers των μεταπολεμικών χρόνων, που μπήκαν στην αγορά εργασίας στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, σε μια περίοδο που η οικονομική μεγέθυνση επεφύλασσε κάποια όχι ευκαταφρόνητα bonus για τον κόσμο της εργασίας: μισθολογικές αυξήσεις, διεύρυνση ασφαλιστικών- συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους, βελτίωση τους εισοδήματος, της κατανάλωσης αλλά και της δυνατότητας αποταμίευσης ή επένδυσης σε μικρά και μεσαία όνειρα. Σπίτι, αυτοκίνητο, για μερικούς εξοχικό και, κυρίως, ένα «κεφάλαιο γήρατος». Όχι τόσο για τους ίδιους. Πιο πολύ για τους απογόνους.

Φυσικά, για τους Έλληνες baby boomers, αν υποθέσουμε ότι υπήρξαν, όλα αυτά έγιναν πολύ ετεροχρονισμένα, με πολλές αναπηρίες και εκπτώσεις. Αυτό που στις ΗΠΑ αναπτύχθηκε ως «ιδιωτικό» κοινωνικό κράτος και στην Ευρώπη ως δημόσιο από τη δεκαετία του ’50, στην Ελλάδα βρέθηκε σε πλήρη ανάπτυξη μόλις από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Ακόμη και το ΕΣΥ, που σήμερα ξηλώνεται ως βδέλυγμα σπατάλης, δεν έχει παρά 30 χρόνια ζωής. Ουσιαστικά μόλις τώρα οι «ήρωες της μέσης ηλικίας» επρόκειτο να αρχίσουν να «εισπράττουν» την απόδοση της επένδυσής τους στο κοινωνικό κράτος, το δημόσιο και το «ατομικό», αυτό που έφτιαξαν με τις μικρές ή μεγάλες αποταμιεύσεις και επενδύσεις τους. Αυτές οι επενδύσεις σήμερα είναι το κατ’ εξοχήν αντικείμενο λεηλασίας των μνημονίων.

Το αποτέλεσμα δεν είναι απλά ότι οι baby boomers αναδεικνύονται στην κατ’ εξοχήν χαμένη γενιά. Το πλήγμα που δέχονται διαχέεται σε όλη την κοινωνία και την οικονομία. Λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της ύφεσης και της ανθρωπιστικής κρίσης.

Πρώτον, διότι η εισοδηματική τους συντριβή προκαλεί μια τεράστια μαύρη τρύπα. Οι «γενεαλόγοι» υπολογίζουν ότι οι baby boomers της Δύσης είναι κάτοχοι του 80% των προσωπικών περιουσιακών στοιχείων, καλύπτουν το 50% της καταναλωτικής δαπάνης, αγοράζουν το 70% των φαρμάκων και πραγματοποιούν το 80% των ταξιδιών αναψυχής. Σε κάποια αναλογία κι ίσως με μια διαφορετική ιεράρχηση αυτά ισχύουν και για τη δική μας χαμένη γενιά των baby boomers.

Δεύτερον, διότι η παράταση της παραμονής στην εργασία των middle age heroes (που δουλεύοντας μέχρι τα 67 γίνονται κατά κυριολεξία ήρωες) λειτουργεί άκρως ανταγωνιστικά έναντι της δεύτερης χαμένης γενιάς του μνημονιακού ολετήρα, των παιδιών και των εγγονιών τους. Μάλιστα, με τη βίαιη μείωση του μισθολογικού κόστους και την αποσύνδεσή του από την παραγωγική εμπειρία, ο ανταγωνισμός μεταφέρεται όχι μόνο στην παραγωγή και στο ασφαλιστικό σύστημα, αλλά και στο κανιβαλικό πεδίο των 1,5 εκατ. ανέργων.

Τρίτον, ανάμεσα στις δυο χαμένες γενιές συντελείται μια βαθύτερη ανθρωπολογική στρέβλωση που διαλύει σχέσεις και αξίες από τα βάθη του χρόνου. Το χάσμα των γενεών είναι υπαρκτό, ο ανταγωνισμός τους έχει βάση βιολογική, αλλά πάντα αντισταθμιζόταν από μια οργανική σχέση αλληλεγγύης της παλιότερης γενιάς στη νεότερη, που μεταφραζόταν σε πράγματα χειροπιαστά: χρηματοδότηση των σπουδών, οικονομική στήριξη, κληροδότηση ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, χαρτζιλίκια, βοήθεια με τα εγγόνια και το σπίτι… Αυτή η υλική βάση της αλληλεγγύης των γενιών περιορίζεται, απαξιώνεται, διαλύεται και οι middle age heroes ξαφνικά από χορηγοί γίνονται βαρίδι των απογόνων τους. Ένα ακόμη κομμάτι του κοινωνικού μας ήθους τελεί υπό καταστροφή, κι αυτό καμιά αναλογιστική μελέτη και κανένα μνημόνιο δεν μπορεί να το υπολογίσει.

Υ.Γ. Στο μεταξύ, το γρουσούζεψα με τον καιρό. Φύσηξε βοριαδάκι, έπεσαν και βροχές και ο Κέλσιος πέφτει κάτω από τους είκοσι βαθμούς. Τελικά, ούτε ο καιρός εστί μεθ’ ημών.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο στον Ενρίκο και στη γενιά του ήταν πόσο γραμμικός ήταν ο χρόνος στη ζωή τους. Εργαζόταν για χρόνια σε δουλειές που σπάνια ποίκιλλαν από μέρα σε μέρα. Σε αυτή τη γραμμή του χρόνου το αποτέλεσμα ήταν συσσωρευτικό. Ο Ενρίκο και η Φλάβια ήλεγχαν κάθε εβδομάδα την αύξηση των αποταμιεύσεών τους, μετρούσαν την οικογενειακή ζωή τους με βάση τις ποικίλες βελτιώσεις και προσθήκες στο σπίτι τους. Μολονότι όταν πρωτοσυνάντησα τον Ενρίκο ήταν μόλις σαράντα ετών, ήξερε με ακρίβεια πότε θα έπαιρνε σύνταξη και πόση θα ήταν η σύνταξή του.

Ο χρόνος είναι ο μοναδικός πόρος που διατίθεται δωρεάν σ’ εκείνους που είναι στον πάτο της κοινωνίας… (Ο Ενρίκο) δημιούργησε για τον εαυτό του μια ξεκάθαρη ιστορία στην οποία οι εμπειρίες του συσσωρρεύονταν υλικά και ψυχικά… Μολονότι κάποιος σνομπ μπορεί να θεωρούσε τον Ενρίκο πληκτικό, ο ίδιος βίωσε τη ζωή του ως μια δραματική ιστορία που προχωρούσε μπροστά με τη μια επισκευή του σπιτιού του μετά την άλλη, με τη μια πληρωμή της δόσης του δανείου μετά την άλλη. Ο καθαριστής κτιρίων ένιωθε πως ήταν δημιουργός της ζωής του και, παρότι ανήκε σε χαμηλή βαθμίδα στην κοινωνική κλίμακα, αυτή η αφήγηση του παρείχε αίσθημα αυτοσεβασμού.

Richard Sennet, «Ο ελαστικοποιημένος άνθρωπος» 

No comments:

Post a Comment