Saturday, November 15, 2025

Οι άνθρωποι που δεν ξέρω

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 15-16/11/2025


Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Ετσι κι αλλιώς οι άνθρωποι που δεν ξέρω και δεν με ξέρουν είναι πάνω από 8 δισεκατομμύρια στον πλανήτη. Οι άνθρωποι που ξέρω, έστω κάπως, κατ' όψη ή κατ' όνομα, δεν είναι παρά δυο-τρεις εκατοντάδες. Κι αυτοί που ξέρω πραγματικά, που μιλάω μαζί τους και συνυπάρχω έστω για λίγη ώρα στη διάρκεια κάθε χρόνου, που τους σκέφτομαι μία φορά τον μήνα δεν μπορεί να είναι πάνω από 30 με 40. Με τόσους μπορεί να έχει μια κάπως ουσιαστική εγγύτητα ο μέσος άνθρωπος. Το είχα διαβάσει στο βιβλίο «Ο θάνατος του πλησίον» του Λουίτζι Τζιόλα, μου είχε κάνει εντύπωση κι έπειτα κάθισα και τσέκαρα στον ίδιο μου τον εαυτό, μέτρησα, ξαναμέτρησα, δεν ήταν πάνω από 30 οι άνθρωποι -συγγενείς, φίλοι, συνάδελφοι, αγαπητοί ή απεχθείς- που ήρθαν αυθόρμητα στο μυαλό μου σε λίγα λεπτά. 

Αλλά εγώ θέλω να γράψω κάτι για τους ανθρώπους που δεν ξέρω, στην πραγματικότητα για τους ανθρώπους που νομίζω ότι τους ξέρω, αλλά η έλλειψη της εγγύτητας και της συχνότητας οδηγεί στο να μην τους ξέρω πραγματικά. Και είναι πολλοί, δεκάδες οι άνθρωποι που νομίζω πως τους ξέρω, αλλά δεν τους ξέρω πραγματικά όταν με εκπλήσσουν, ευχάριστα ή δυσάρεστα, με συμπεριφορές κι επιλογές που νόμιζα πως δεν τους πολυκολλούσαν. 

Θα σας μιλήσω για μια τέτοια ευχάριστη, συγκινητική, γοητευτική έκπληξη με αφορμή μια άλλη, εντελώς οδυνηρή, αδιανόητη, θανάσιμη έκπληξη. 

Το κορίτσι της φωτογραφίας είναι η Νένα. Είναι, γράφω, αν και ήταν μέχρι πριν από έναν μήνα. Πέθανε απροσδόκητα, στα χέρια του αγαπημένου της συντρόφου. Σοκ και δέος στην οικογένεια, στους φίλους, στους συγγενείς, στους γνωστούς, στους μαθητές της. Το κορίτσι της φωτογραφίας, με την παλαιστινιακή κεφίγια στους ώμους, το σήμα της νίκης στα δάχτυλα και το ολόκαρδο κι ολόφωτο χαμόγελο στο πρόσωπο είναι η Νένα, η κόρη του Νίκου και της Ελένης, η γυναίκα του άλλου Νίκου, η αδελφή της Ερικέτης, η ανιψιά της Σοφίας και της Δώρας, του Κώστα και του Γκίντερ, η ξαδέλφη της Χαρίσσας, η θεία της Μάγιας και του Μάρκου, η κουνιάδα του Διονύση, η φίλη, συγγενής ή απλώς γνώριμη πολλών ακόμη ανθρώπων που ξαφνιάστηκαν, απόρησαν κι έκλαψαν σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από τον πρώτο, αυτόν των συγγενών. 

Είχα γράψει σ' αυτή τη στήλη, πριν από δέκα και πλέον χρόνια, για τον επίσης ξαφνικό θάνατο του πατέρα της Νένας, του Νίκου, για τον θρήνο της γυναίκας του, της Ελένης, αλλά δεν έγραψα για τον επίσης ξαφνικό θάνατο της ίδιας της Ελένης λίγο μετά, λες και βιάστηκε να σμίξει στον κόσμο της ανυπαρξίας, άρχισε να γίνεται δυσοίωνο να γράφω κάτι σαν επικηδείους, κι όμως, χρειάστηκε άλλες τρεις φορές να γράψω από αυτές τις στήλες για θανάτους ανθρώπων του περιβάλλοντός μου που το όνομά τους δεν λέει τίποτα στους αναγνώστες, αλλά η ζωή τους, η κουλτούρα τους ή οι επιλογές τους είχαν κάτι να πουν στον καθέναν από μας. 

Το κορίτσι με την κεφίγια είναι η Νένα που νόμιζα πως την ξέρω από παιδάκι, με τα τεράστια αμυγδαλωτά μάτια της και το τεράστιο χαμόγελό της, εύθραυστη, λεπτεπίλεπτη, αγαπημένη κόρη, εγγονή, ανιψιά, σύζυγος, φίλη, που γράφουν τα κηδειόχαρτα και τα αγγελτήρια θανάτου, αλλά και αγαπημένη δασκάλα, που συνήθως δεν το γράφουν. Αγαπημένη δασκάλα ενήλικων γυναικών και ανδρών από την Κένυα, την Αιθιοπία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τη Συρία, την Παλαιστίνη, το Ιράκ, ανθρώπων διωγμένων από τον τόπο τους, κυνηγημένων και στην υποτιθέμενη Γη της Επαγγελίας και σωτηρίας τους από Βορίδηδες, Αδώνηδες, Πλεύρηδες που μισούν τους μετανάστες, σιχαίνονται τους πρόσφυγες, κάνουν ό,τι μπορούν για να τους κόψουν το δικαίωμα στο άσυλο, στην επιβίωση, στην οικονομική και κοινωνική ένταξη, το δικαίωμα να μάθουν τη γλώσσα και την κουλτούρα της χώρας που τους φιλοξενεί ή θα ήθελαν να τους φιλοξενήσει αν η ηγεσία της δεν προτιμούσε να τους απελάσει, να τους στείλει στις ζώνες του πολέμου, των βασανιστηρίων, της κακοποίησης, ακόμη και να τους πνίξει στο Αιγαίο. 

Η Νένα έγινε η δασκάλα ελληνικών αυτών των ανθρώπων. Δούλεψε για χρόνια σκληρά για να πάρει επάρκειες, πιστοποιήσεις, διάβαζε, δίδασκε σε σχολειά μεταναστών, σε ΜΚΟ που πουλούσαν φιλανθρωπία με γραφειοκρατική παγωμάρα και χρήματα ελάχιστα για τους εκπαιδευτές, αγάπησε με πάθος τη δουλειά της, που μάλλον δεν τη θεωρούσε απλώς δουλειά, κι αυτό κατάλαβα στην κηδεία της Νένας, όταν είδα ένα σωρό γυναίκες από την Αφρική ή τη Μέση Ανατολή, άλλες με μαντίλα, άλλες χωρίς, να κλαίνε γοερά την πρόωρα χαμένη «δασκάλα τους» κι έναν λεπτό άνδρα μάλλον από αφρικανική χώρα, γιατρό ή νοσηλευτή όπως μου είπε μετά, να κατεβαίνει με την πατερίτσα τον δύσκολο χωματόδρομο μέχρι το σπίτι της οικογένειας, σε έναν όρμο στην Αίγινα, για ένα ποτήρι κρασί στη μνήμη της «δασκάλας του». 

Ετσι, με τον πιο θλιβερό τρόπο έμαθα ένα σωρό άγνωστα πράγματα για έναν άνθρωπο που νόμιζα πως ήξερα, αλλά δεν ήξερα πραγματικά, ένα κορίτσι που δεν έγινε απλώς δασκάλα ελληνικών για μετανάστες, αλλά δασκάλα ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και αγάπης. 

Λίγους μήνες πριν η Νένα φύγει ξαφνικά, τον περασμένο Αύγουστο, ένας μαθητής της που απελάθηκε από το κράτος της μισανθρωπίας, που θέλει να γίνει ενεργειακός κόμβος για το αμερικανικό αέριο, αλλά τείχος αποκλεισμού για τους κατατρεγμένους του κόσμου, ο Χασάν, της απηύθυνε το γράμμα που παραθέτω αυτούσιο, στη θυγατρική στήλη ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ. Μας το διάβασε ανάμεσα σε λυγμούς η Δώρα, ακριβώς όπως γράφτηκε, σε μια προσπάθεια του μαθητή Χασάν να δείξει πόσες πολλές λέξεις, εκφράσεις, σχήματα λόγου και αγάπη είχε μάθει από τη δασκάλα του. Ηταν ο πιο αυθεντικός αποχαιρετισμός.

ΚΙΜΠΙ

kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Αγαπητή μου δασκάλα, που έχεις γίνει σαν μητέρα για μένα, σε ευχαριστώ για τις μεγάλες σου προσπάθειες μαζί μου και που άφησες πολλά θετικά αποτελέσματα που θα μείνουν μαζί μου σε όλη μου τη ζωή. Ομορφη δασκάλα μου, είσαι σαν ένα απαλό αεράκι. Δεν έλαβα μόνο σχολικές γνώσεις από εσένα, αλλά έμαθα επίσης πολλά θέματα της ζωής που θα με βοηθήσουν να ξεπεράσω τις δυσκολίες. Δεν μπορούσα να βρω λόγια για να εκφράσω την αγάπη μου για σένα. Είσαι η ενάρετη δασκάλα μου που πάντα με καθοδηγούσε και με κατηύθυνε στο σωστό μονοπάτι. Καλή, όμορφη και καλοσυνάτη δασκάλα μου, μου έχεις ενσταλάξει γνώσεις και ηθικές αρχές που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ο Θεός ξέρει ότι έχω όλη την αγάπη, την εκτίμηση και τον σεβασμό για σένα. Αγαπητή μου δασκάλα, εσύ είσαι αυτή που ευθύνεται για την αριστεία και την επιτυχία μου. Εχεις καταβάλει μεγάλη προσπάθεια και η συνεχής ενθάρρυνσή σου έχει οδηγήσει στο να λάβω τους υψηλότερους βαθμούς. Σε αγαπώ τόσο πολύ και ελπίζω να γίνω σαν εσένα. Δασκάλα μου, είσαι σαν ένα κερί που φώτισε το μονοπάτι μου και με έκανε να πετύχω πολλά επιτεύγματα. Οσο περισσότερο καταφέρνεις κάτι, τόσο περισσότερο σε αγαπώ μέχρι που έγινες μέρος της καρδιάς μου. Αγαπημένη μου δασκάλα, είσαι ένας φάρος φωτός. Σε αγαπώ τόσο πολύ και σου εύχομαι περισσότερη ευτυχία και επιτυχία. Σε αγαπώ τόσο πολύ, όμορφη δασκάλα μου. Είσαι ένα σύννεφο βροχής γεμάτο με τα πιο όμορφα δώρα. Είμαι περήφανος που κάποτε ήσουν δασκάλα μου».

Χασάν, Γράμμα στη δασκάλα Νένα, Αύγουστος 2025

Saturday, November 8, 2025

Προσοχή! Στα επόμενα 100 χλμ. γίνονται μεταρρυθμίσεις

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/11/2025


Παλιότερα, προ ΣΔΙΤ και ιδιωτικών διεθνών αυτοκινητοδρόμων ταχείας κυκλοφορίας, πολλών λωρίδων και ασήκωτων διοδίων, η Τροχαία σήμαινε κάπως την επικινδυνότητα των εθνικών οδών, που έμοιαζαν πιο πολύ με αγροτικούς δρόμους της Γερμανίας ή της Γαλλίας, γεμάτους στροφές, απότομες κλίσεις, τυφλά σημεία, χωρίς διαχωριστική νησίδα ανάμεσα στα δύο αντίθετα ρεύματα κλυκλοφορίας. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, την «καρμανιόλα» Μαλιακός-Κλειδί στην παλιά ΠΑΘΕ, την Κορίνθου-Πατρών ή την ελικοειδή Παλιοβούνα από Αντίρριο προς Γιάννενα. Υπήρχαν διαδρομές δεκάδων χιλιομέτρων με υψηλή συχνότητα θανατηφόρων τροχαίων, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονταν όχι τόσο λόγω αποκοτιάς των οδηγών -υπήρχε κι αυτή φυσικά-, όσο λόγω ακαταλληλότητας των εθνικών οδών, κατασκευασμένων με την παράδοξη πεποίθηση των κυβερνώντων ότι το αυτοκίνητο δεν θα γίνει όρος ύπαρξης κάθε νοικοκυριού και κάθε ενήλικα στην Ελλάδα. 


Αλλά το αυτοκίνητο αποδείχτηκε τόσο αποδοτικό για τα κρατικά έσοδα και την κερδοφορία διυλιστηρίων, εισαγωγέων και εργολάβων, ώστε ολόκληρη η παραγωγική δραστηριότητα, ο κρατικός μηχανισμός αλλά και ο τραπεζικός τομέας για δεκαετίες κινούνταν γύρω απ’ αυτό. Μόνο που η ταχύτητα «εκδημοκρατισμού» του αυτοκινήτου δεν συγχρονιζόταν με τη βραδύτητα εκσυγχρονισμού του οδικού δικτύου, με αποτέλεσμα οι νεοφώτιστοι οδηγοί να παραδίδονται ως πρόβατα επί σφαγήν σε θανατηφόρες διαδρομές. 


Αλλά το κράτος, διά της Τροχαίας, και οι «νταβατζήδες» του, διά των κατασκευαστικών ομίλων, βρήκαν τη λύση. Οταν η στατιστική των θανάτων στο οδόστρωμα, σε μετωπικές συγκρούσεις ή σε εκτροπές αυτοκινήτων σε γκρεμούς, σε βράχια, σε τυφλά σημεία σκοτεινά και με ακατάλληλη σήμανση, άρχισε να απογειώνεται, κάρφωσαν στις πιο επικίνδυνες διαδρομές μια προειδοποιητική πινακίδα: «Οδηγοί προσοχή! Στα επόμενα 30 χιλιόμετρα γίνονται συχνά ατυχήματα». Εχω την εντύπωση ότι σε μερικές διαδρομές η προειδοποίηση ήταν πιο τρομοκρατική, στα όρια του σπλάτερ: «Στα επόμενα 50 χιλιόμετρα γίνονται πολλά θανατηφόρα τροχαία». Δεν μπήκαν, ωστόσο, στον πειρασμό να συνοδεύσουν την προειδοποίηση με φωτογραφίες: σώματα συντεθλιμμένα μέσα στις λαμαρίνες, κεφάλια εκτοξευμένα από το παρμπρίζ, άνθρωποι απανθρακωμένοι μέσα στην καμπίνα του Ι.Χ., πεζοί διαμελισμένοι από διερχόμενα αυτοκίνητα, οχήματα διαλυμένα σε απότομες πλαγιές ή βυθισμένα στη θάλασσα, μαζί με τους επιβάτες τους. Ισως κρίθηκε, άλλωστε, ότι δεν έχει και ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα η τρομοκρατία της εικόνας. Το έκαναν με τα τσιγάρα, με τους καμένους από καρκίνο και ΧΑΠ πνεύμονες, τις γλώσσες και τα χείλη με τα καρκινικά έλκη, τα μωράκια που τα φλομώνουν στον καπνό πάνω στα πακέτα των τσιγάρων, αλλά το κάπνισμα μειώθηκε από τη στιγμή που θεσπίστηκαν ακριβές απαγορεύσεις και οι καπνοβιομηχανίες το γύρισαν σε εναλλακτικά στο τσιγάρο προϊόντα. 


Οι προειδοποιήσεις του είδους, λοιπόν, δεν είχαν άλλο νόημα από το να μεταθέσουν την ευθύνη του κράτους και των κατασκευαστών για το άθλιο κι επικίνδυνο οδικό δίκτυο στους απρόσεκτους, βιαστικούς, νευρωτικούς, επιθετικούς, υπερβολικά νωχελικούς, μεθυσμένους, νυσταγμένους ή πολύ ηλικιωμένους οδηγούς. «Εμείς σας τα λέγαμε, ας προσέχατε...». 


Για κάποιο λόγο αυτήν ακριβώς την ανόητη και άχρηστη προειδοποίηση, που ελπίζω να μην έχει αντέξει στην κρίση δικαστηρίου στο οποία προσέφυγαν θύματα των οδικών κακοτεχνιών ή συγγενείς τους, μου τη θύμισε η αντίδραση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κ. Χατζηδάκη - του αίροντος τας μεταρρυθμίσεις του κόσμου, όχι μόνο ως επιβραβευόμενος Σούπερμαν αλλά και ως τιμωρούμενος σωτήρας- στις αποκαλύψεις που του απέδιδαν την πατρότητα της διάλυσης των ΕΛΤΑ. 


Τι είπε πάνω-κάτω ο αντιπρόεδρος; «Ως εδώ!» (δηλαδή, ώς πού; Ποιο είναι το εδώ, ποιο το εκεί, ποιο το παραπέρα και ποιο το αλλού;), «δεν έχω αρνηθεί την πατρότητα δύσκολων μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν θα αναλάβω ευθύνες που δεν μου αναλογούν». Κάποιον θέλει να δώσει ο αντιπρόεδρος, αλλά η νεοφιλελεύθερη προσκοπική τιμή του δεν του επιτρέπει να γίνει καρφί, περιττή όμως η αυτοσυγκράτηση, καθιερώθηκε πλέον στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ο ένας να δίνει τον άλλο, από σκανδάλου εις σκάνδαλον και από εξεταστικής εις εξεταστικήν. 


Ωστόσο, σ’ αυτήν την αναφορά στις «δύσκολες μεταρρυθμίσεις» που εμπνεύστηκε και υλοποίησε ο ίδιος και οι κυβερνήσεις που συμμετείχε υπάρχει η ομολογία ότι η «μεταρρύθμιση» δεν είναι το αυτονόητα καλό που τάζουν στο πόπολο οι απανταχού μεταρρυθμιστές. Για την ακρίβεια, μια μεταρρύθμιση, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται με ταξική αφοσίωση ο αντιπρόεδρος, μπορεί να είναι καλή για κάποιους και κάκιστη για άλλους, αλλά σημασία έχει το ισοζύγιο, γιατί μια μεταρρύθμιση που είναι ευνοϊκή για έναν ή μια μικρή ομάδα ανθρώπων, αλλά καταστροφική για όλους τους άλλους, καταχρηστικώς αποκαλείται μεταρρύθμιση, ορθότερα θα ήταν να αποκληθεί απορρύθμιση, αλλά -βλέπετε- ζούμε την εποχή του «μετα-», οπότε η «μεταρρύθμιση» μπορεί να είναι κάτι δυστοπικό και δυσοίωνο, όπως η μεταδημοκρατία, η μεταπολιτική, οι μεταπολιτικοί, οι μεταπολίτες, οι μεταμαλάκες και τα μεταχαϊβάνια, η μεταοικονομία, η μεταπαραγωγή, ο μετακαπιταλισμός, ο μεταφασισμός, ο μεταμοντερνισμός, το μεταεμπόριο, τα μετακόμματα, τα μετασχολεία, τα μεταπανεπιστήμια, η μεταεργασία, οι μεταεργαζόμενοι, οι μεταεργοδότες, οι μεταμισθοί, οι μετακυβερνήσεις και μυριάδες ακόμη μετα-σάμθινγκ που συνθέτουν τις μετακοινωνίες μας και τη σύγχρονη μεταζωή μας, όσο αντέξει κι αυτή και πριν περάσει στην άλλη όχθη, στη ζωή μετά. 


Επειδή λοιπόν όποιος καεί από μεταρρύθμιση φυσάει και την παράδοση, το τροπάριο ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι ο συντομότερος δρόμος προς τον παράδεισο έχει προ πολλού εγκαταλειφθεί. Τώρα είναι απλώς αναγκαία κακά, είναι δύσκολες αλλά αναπόφευκτες, οδυνηρές αλλά προτιμότερες από την κατάρρευση, άδικες αλλά μακροπρόθεσμα επωφελείς. Ο κ. Χατζηδάκης, ως Σούπερμαν, ο κ. Μητσοτάκης ως Μωυσής κατερχόμενος εκ Σινά, η κ. Κεραμέως ως αμείλικτη διώκτρια της τεμπελιάς είναι υπεύθυνοι μιας μακράς σειράς καταστροφικών για το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική πλειονότητα επιλογών, που μόνο κατ’ ευφημισμόν μπορούν να βαφτιστούν μεταρρυθμίσεις: ξεπουλήθηκε η κρατική Ολυμπιακή για να δημιουργηθεί ένα ιδιωτικό αεροπορικό μονοπώλιο, τα ΕΛΠΕ παραδόθηκαν αμαχητί στον Ομιλο Λάτση, η ιδιωτική ΔΕΗ σέρνει τον χορό της κερδοσκοπίας στο ρεύμα, το Ελληνικό μετατρέπεται σε απροσπέλαστη πλουσιούπολη, η Cosmote έγινε (Deutsche) Telekom, ο ΟΠΑΠ έγινε Allwyn, η ΛΑΡΚΟ αφέθηκε να σαπίζει, το 8ωρο έγινε 13ωρο, οι τράπεζες ξανάγιναν ιδιωτικές με τα λεφτά μας, οι Αμερικανοί τρυπάνε τις θάλασσές μας, τα ιδιωτικά ΙΕΚ βαφτίζονται πανεπιστήμια, η κοινωνική ασφάλιση οδεύει προς ιδιωτικοποίηση, η στέγη γίνεται απρόσιτη, όλη η χώρα γίνεται ένα ιδιωτικό εργοτάξιο, άλλος σκάβει για οπτική ίνα, άλλος για ανεμογεννήτρια, άλλος για αντιπαροχή, άλλος για αέριο, κανείς δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν, τα τρένα είναι θάνατος, τα ΕΛΤΑ διαλύονται υπέρ των ιδιωτών ανταγωνιστών τους, ο ΟΠΕΚΕΠΕ εξαφανίζεται εντός ΑΑΔΕ, η πιτσιλούπολη διευρύνει τη μεταρρυθμιστική επικράτειά της σε κάμπους και βουνά, στάβλους και χωράφια, και έπεται συνέχεια αν κάποιος, κάποιοι, όλοι δεν βάλουν ένα φρένο στο απορρυθμιστικό πλιάτσικο. Γιατί η μεταρρυθμιστική φαντασία και επινοητικότητά τους είναι αχαλίνωτη. Και καμιά προειδοποιητική πινακίδα, τύπου «στα επόμενα 100 ή 200 ή 1.000 χιλιόμετρα γίνονται συχνές μεταρρυθμίσεις» δεν μπορεί να μας σώσει απο μετωπικές, εκτροπές κι ολισθηρά οδοστρώματα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ακριβό μου διθέσιο

Καλό μου αμάξι

Που περνάς απ’ τ’ απαίσιο

Ξυστά

Κινητήρα και πλαίσιο

Σ’ τα ’χω πειράξει

Για να τη βγεις πιο μπροστά


Τη στιγμή που σ’ αγόραζα

Για να τριπάρω

Το κενό μου εξαγόραζα

Δειλά

Την καρδούλα που χώρισα

Ισως να πάρω

Σ’ άλλη ζωή πιο καλά


Στο λευκό σου αερόσακο

Θα ξαγρυπνήσω

Μ’ αφημένο το πρόσωπο

Σκοπιά

Σ’ ένα πάρκινγκ απρόσωπο

Θ’ αποφασίσω

Ποιον εαυτό θα ’χω πια


Λίνα Νικολακοπούλου, «Ακριβό μου διθέσιο» (Δίσκος «Σαν ηφαίστειο», σε μουσική Νίκου Αντύπα) 


Sunday, November 2, 2025

Ο θάνατος του Ερμή

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/11/2025


Μα τι τις θέλετε τις τράπεζες στο χωριό, τώρα που έχουμε το e-banking; Μπαίνεις στο λάπτοπ σου ή στο κινητό σου, τσάκα τσάκα τελειώνεις. Και τι χρειάζονται τα ATM όταν με την κάρτα σου κάνεις όλη τη δουλειά; Τι τα θες τα μετρητά, όταν όλα γίνονται με POS; Πότε θα ξεβλαχέψετε πια; Είμαστε στην εποχή της τεχνητής  νοημοσύνης. 

Και γιατί σας έλειψαν τα περίπτερα, οι μπακαλίτσες, τα παντοπωλεία, τα πρακτορεία Τύπου που φέρναν όλο το χαρτοβασίλειο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας σε μορφή περιοδικού ή εφημερίδας; Μπαίνεις στο ίντερνετ κι έχεις όλο τον κόσμο στην οθόνη σου και τζάμπα. 

Γιατί νοσταλγείτε τα καταστήματα της Αγροτικής Τράπεζας που γέμιζαν κόσμο στα κεφαλοχώρια κάθε φορά που τέλειωναν οι συγκομιδές και οι πωλήσεις της σοδειάς; Ετσι κι αλλιώς τώρα όλα περνούν από τους λογαριασμούς σας, επιδοτήσεις, πληρωμές, ασφάλιστρα, εισπράξεις. Τουλάχιστον αποφεύγετε και τις ιώσεις. 

Ti τα θέλετε τα υποκαταστήματα της ΔΕΗ, τι θέλετε να στήνεστε στις ουρές για να πληρώνετε φως, νερό, τηλέφωνο, τι σας χρειάζεται το υποκατάστημα του ΕΦΚΑ, η τοπική εφορία, όταν έχετε όλο την ΑΑΔΕ στα δάχτυλά σας, όλο το κράτος στο πληκτρολόγιο του κινητού, του τάμπλετ ή του υπολογιστή σας; Ενα «gov.gr» είναι η μεγάλη πύλη του άυλου κράτους, σε βάζει στα άδυτα των υπουργείων, των οργανισμών, ακόμη και του Μαξίμου, η εξουσία είναι λίγα κλικ μακριά σας, μόλις κάτω από τα ακροδάκτυλά σας. 

Και, έλεος πια, τι τους θέλετε τους ταχυδρόμους με τις δερμάτινες σάκες κατάφορτες, χιαστί κρεμασμένες στους ώμους τους, με σωρούς από άχρηστη χαρτούρα που θα μπορούσατε να παίρνετε απλά με ένα e-mail στον υπολογιστή σας, χωρίς να επιβαρύνετε το περιβάλλον και να σπαταλάτε χαρτί; Τόσα δάση χάνουμε κάθε χρόνο.

Κάπως έτσι σκέφτονται οι ακριβοθώρητοι σχεδιαστές των «μεταρρυθμίσεων» και του μεγαλεπήβολου ψηφιακού εκσυγχρονισμού της χώρας, που ξεπαστρεύουν ελαφρά τη καρδία κάθε δίκτυο, υποδομή, μονάδα δημόσιας ή και ιδιωτικής υπηρεσίας θυμίζει στην απομακρυσμένη περιφέρεια ότι παραμένει κομμάτι της ελληνικής επικράτειας, όσο στο άλλοτε κλεινόν, νυν ελεεινόν άστυ, και όλα τα άστεα συνωθείται το 80% του πληθυσμού της χώρας. Γιατί άραγε δεν μένουν οι νεότεροι άνθρωποι στα χωριά, βουνίσια, καμπίσια, παραλίμνια ή παραθαλάσσια; Γιατί κεφαλοχώρια που έσφυζαν άλλοτε από ζωή έχουν μείνει με ελάχιστους υπέργηρους κατοίκους που περιμένουν πώς και τι τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το καλοκαίρι, μπας και δουν ανθρώπου πρόσωπο, γιατί θεού θα δουν μια και καλή, όταν έρθει η ώρα τους; Γιατί κλείνουν τα σχολεία ελλείψει μαθητών, ή όσα μένουν ανοικτά συντηρούνται μόνο χάρη στους οικονομικούς μετανάστες, όσους ριζώνουν και κάνουν οικογένειες εδώ, κι είναι σχεδόν οι μόνοι που κρατούν ζωντανά χωράφια, περιβόλια, κοπάδια γύρω από τα μικρά, έρημα χωριά; 

Δεν θέλει και πολλή φαντασία η απάντηση σε αυτά τα γιατί. Λίγο-πολύ όλοι έχουμε μια ρίζα σε ένα χωριό, σε έναν κάμπο, σε ένα βουνό, σε ένα νησί, κι αν έχουμε καβαλήσει τον πρώτο μισό αιώνα ζωής, ή διανύουμε ήδη την έβδομη δεκαετία της ζωής μας, σαν και μένα, έχουμε παρακολουθήσει τον αργό θάνατο του χωριού που επιβίωνε για δυο-τρεις αιώνες με τη γη, τα ζώα κι όλη την αλυσίδα της μεταποίησής του, που ωστόσο δεν ξέφευγε πολλά χιλιόμετρα μακριά από την πλατεία του, άντε όσο η απόσταση απο τα Μεσόγεια της Αττικής ώς την Κηφισιά, από το Μαρκόπουλο ώς τον Πειραιά. 

Πρώτα σταμάτησε να πιάνει λιμάνι η «παντόφλα» που διέσχιζε τον Αργοσαρωνικό για να φτάσει στην παραλία του παραθαλάσσιου χωριού. Υστερα τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ αραίωσαν, από δύο τη μέρα γίνανε ένα, κι ύστερα κανένα, αν θες ντε και καλά να πας με το λεωφορείο, θα πρέπει να περπατήσεις δυο χιλιόμετρα ή να καλέσεις ταξί, που κι αυτό δεν υπάρχει πια, τέσσερα ταξί ή «αγοραία» είχε κάποτε το χωριό, τώρα πρέπει να έχεις το τηλέφωνο του ταξιτζή από το διπλανό χωριό. Επειτα πέθανε ο πράκτορας που έφερνε εφημερίδες και περιοδικά, κανένας δεν πήρε τη θέση του, λίγο μετά έκλεισε και το μοναδικό περίπτερο, ακολούθησε το κατάστημα της Αγροτικής, τα δύο ΑΤΜ που τις περισσότερες μέρες της βδομάδας δεν είχαν χρήματα ξηλώθηκαν και τυπικά, αν θες μετρητά πρέπει να έχεις αυτοκίνητο και να κάνεις δεκαπέντε χιλιόμετρα, ή να περιμένεις τον ταχυδρόμο να σου φέρει τη σύνταξη ή το επίδομα, μία φορά τον μήνα, αλλά τώρα θα κοπεί κι αυτό, και πού θα πληρώνεις τους λογαριασμούς τώρα που και το μοναδικό μπακάλικο του χωριού έσπασε τη σύμβασή του με τους παρόχους ρεύματος, νερού, τηλεφώνου; Μέχρι τη δεκαετία του ’90 ένας φούρνος, από τους τρεις παρακαλώ του χωριού, έκανε και χρέη ταχυδρομείου, έπειτα έμεινε μόνο το κίτρινο γραμματοκιβώτιο. Το Κέντρο Υγείας που άνοιξε με δύο θέσεις, έναν παθολόγο κι έναν αγροτικό γιατρό, δεν μακροημέρευσε, μόλις πέντε χρόνια κράτησε, πρόλαβε πάντως να το εγκαινιάσει κάποιος υπουργός ή τοπικός βουλευτής. Κι έπειτα, ήρθε ο «Καποδίστριας», ήρθε κι ο «Καλλικράτης», από δήμαρχος κλητήρας που λένε ο πρώην δήμαρχος του χωριού, που είναι ένα από καμιά 15αριά που κάνουν έναν μεγάλο καλλικρατικό δήμο, υποτίθεται πως εφαρμόζεται το ρητό η ισχύς εν τη ενώσει, στην πραγματικότητα τα μικρά χωριά απογυμνώνονται από κάθε ίχνος κρατικής δομής, όσοι απομένουν εκεί ή πρέπει να παίζουν τους υπολογιστές και τους αλγόριθμους στα δάχτυλα ή να οδηγούν αυτοκίνητο μέχρι τα βαθιά τους γεράματα για να φτάσουν το όλο και πιο απόμακρο κράτος.

Ο θάνατος του ταχυδρομείου είναι τελικά μια συνεκδοχή του θανάτου στον οποίο καταδικάζεται η περιφέρεια, θανάτου παραγωγικού, οικονομικού, δημογραφικού, πολιτιστικού. Οπως και το κλείσιμο του υποκαταστήματος της τράπεζας, της εφορίας, της υπηρεσίας του δήμου, του συμβολαιογραφείου, του υποθηκοφυλακείου. Οι υπερίληκες θα πεθάνουν, οι μεσήλικες έχουν ρίξει μαύρη πέτρα, οι ώριμοι έρχονται μια-δυο φορές τον χρόνο, οι νέοι ούτε ξέρουν πού πέφτει το χωριό, θα βρεθούν κληρονόμοι χωραφιών που θα λογγώνουν και δεν θα ξέρουν κατά πού πέφτουν, αλλά η ΑΑΔΕ δεν θα ξεχνά να τους χρεώνει τον ΕΝΦΙΑ. 

Το κεφάλι του φτερωτού Ερμή, του αγγελιαφόρου των θεών, παραδίδεται επί πίνακι στον ψηφιακό Λεβιάθαν. Ο Ερμής, ίσως η πιο συμπαθητική φιγούρα του ελληνικού Πανθέου, παιδί του Δία και της Μαίας, ήταν προστάτης του εμπορίου, των κλεφτών, του τζόγου και φυσικά των αγγελιαφόρων. Αλλά ήταν και ψυχοπομπός, συνόδευε τις ψυχές των νεκρών στον Αδη. Οι τελευταίοι κάτοικοι των έρημων χωριών θα φύγουν από τη ζωή στερούμενοι κι αυτή την ελάχιστη παρηγοριά του φτερωτού ψυχοπομπού. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο ταχυδρόμος πέθανε...

...ήταν παιδί στα δεκαεφτά

που τώρα έχει πετάξει


Ποιος θα σου φέρει αγάπη μου

το γράμμα που ’χα τάξει;


Και σαν πουλί που πέταξε

η πικραμένη του ζωή,

πέταξε πάει και του ’φυγε

η δροσερή πνοή


Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου

το τελευταίο φιλί μου;


Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια

κι ήταν αυτός η αγάπη μου,

η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια,

φέρνει δροσιά στ’ αηδόνια


Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου

πού ’ναι του ονείρου ο δρόμος

αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος;


Μάνου Χατζιδάκι, «Ο ταχυδρόμος πέθανε» (1961)


Saturday, October 25, 2025

Σαββοπουλειάδα Νο 44657581

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 25-26/10/2025

Ο Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια, το 1970.

Στην αρχή ήταν ένα μικρό πικάπ, μπεζ νομίζω, όχι μεγαλύτερο από τον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας, το είχε πάρει η εξαδέλφη Λ., φοιτήτρια τότε, κι ήταν μια αγαπημένη συνήθεια, όταν βρισκόμουν στο σπίτι της θείας Ε., στο Κερατσίνι, να ανοίγω το καπάκι του μικρού πικάπ και να διαλέξω ένα 45άρι, αλλά κυρίως έναν μεγάλο δίσκο, που όταν τον έβαζες στο περιστρεφόμενο «ταψί» του πικάπ εξείχε σχεδόν ο μισός από το πλαίσιο της συσκευής. Αλλά τη δουλειά του την έκανε, και μόλις έβαζες τη βελόνα στις γυαλιστερές αυλακιές του βινυλίου, ο ήχος σού φαινόταν μαγικός, κι ας έβγαινε από το ελάχιστο ηχειάκι του πλαστικού πικάπ. 

Ο μεγάλος δίσκος είχε και τη γοητεία του. Ηταν πολύ πιο υλικός, υπήρχε το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο με όλες τις πληροφορίες, καμιά φορά και τους στίχους των τραγουδιών και μικρά κείμενα των συντελεστών. Δύο θυμάμαι πως μου έκαναν εντύπωση από τη μικρή συλλογή της Λ.: τα «12+1 τραγούδια του Χατζιδάκι από την Αρλέτα», που είχε εικονογραφήσει η ίδια όλο τον δίσκο με κείνες τις αέρινες φιγούρες της, και το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου, με το εξώφυλλο του Κυριτσόπουλου, μαύρο και χακί, να παίζει απλώς με τον τίτλο, το όνομα και μια αδρή καρικατούρα του συνθέτη. Ο οποίος, στις «300 λέξεις για το φορτηγό μου» που συνόδευε το οπισθόφυλλο του δίσκου, έλεγε κάτι ακατάληπτα για έναν 9χρονο ή 10χρονο που ήμουν τότε, και κατέληγε σε ένα υστερόγραφο όλο αυτοσαρκασμό: «Ο παληός μου εαυτός πάει κι’ ο καινούργιος πούντος; Αυτά που θ’ ακούσετε εδώ μέσα, δεν είναι ακριβώς τραγούδια, είναι μάλλον μια σειρά ασκήσεις φυσικής αναπνοής». Δεν είχε κι άδικο. Ολη η μουσική που βασίζεται στην ανθρώπινη φωνή ή στην ανθρώπινη εκπνοή (πνευστά) είναι μια άσκηση φυσικής αναπνοής από τα προϊστορικά χρόνια.

Μετά το πικάπ, ήρθε ένα κασετοφωνάκι, πλαστικό πάλι, από Ουγγαρία, μάλλον ο αδερφός μου το είχε πάρει, μαύρο, με πέντε-έξι κουμπιά, το ένα νομίζω ήταν πορτοκαλί. Η κασέτα δεν είχε τη γοητεία του μεγάλου δίσκου, με το εξώφυλλό του κι ένα σωρό πληροφορίες για τους συντελεστές των κατά κανόνα 12 τραγουδιών κάθε συλλογής, ενώ το αντίστοιχο με τις γρατζουνιές στο βινύλιο μειονέκτημα της φτηνότερης κασέτας ήταν το μάγκωμα και μάσημα της ταινίας από το κασετόφωνο. Τέλος πάντων, κι αυτό το κασετόφωνο την έκανε τη δουλειά του, απ’ αυτό έφηβος πια άκουσα το «Περιβόλι του Τρελλού», τον «Μπάλλο», το «Βρώμικο Ψωμί», φυσικά και τα «10 χρόνια κομμάτια». Οχι πως έλειπε ο Σαββόπουλος από τα ραδιοφωνικά μας ακούσματα, αλλά από το κρατικό ραδιόφωνο, χουντικό και μεταπολιτευτικό, κάποια τραγούδια του τα κράταγε η κρησάρα της λογοκρισίας. Το να ακούσεις το όλον ήταν άλλου είδους εμπειρία, κάτι σαν μύηση τελετουργική. 

Από τα χιλιάδες κείμενα και αναρτήσεις στα σόσιαλ που έγιναν με την είδηση του θανάτου του Σαββόπουλου, σε ένα ιδιότυπο δημοψήφισμα με «υπέρ, κατά, λευκό, άκυρο και αποχή», κατάλαβα ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που ένιωσαν την ανάγκη «να πάρουν θέση» για τον Νιόνιο, τον ευφυή τραγουδοποιό, τον ευφάνταστο περφόρμερ, τον νεαρό αναρχικό, τον ώριμο αποστάτη, τον γηραιό δεξιό, θέλησαν να μιλήσουν κυρίως για τον εαυτό τους, τον ατομικό ή συλλογικό εαυτό, και τη σχέση τους με τα τραγούδια και τον δημιουργό που τους συνόδευσε από τη νιότη μέχρι τα γεράματά τους. 

Κι εγώ δεν ξεφεύγω από τον κανόνα. Γι’ αυτό θυμήθηκα το παιδικό πικάπ, το εφηβικό κασετόφωνο, τις νεανικές συναυλίες της μεταπολίτευσης, τον τρόπο που ο Σαββόπουλος διεμβόλιζε την ήδη διασπασμένη Αριστερά, αλλά ταυτόχρονα την ένωνε με όλο το ριζοσπαστικό, αν και μελαγχολικό φορτίο της δεκαετίας του ’60, της παρανομίας και της νομιμότητας, που έφερε με τη μουσική και την ποίησή του. Γι’ αυτό θυμάμαι με τρυφερότητα τον τρόπο που οι φίλοι με δούλευαν τραγουδώντας μου το «Για τα παιδιά που ’ναι στο κόμμα» και κάπου πρέπει να έχω ακόμη εκείνο τον πορσελάνινο λευκό και γαλάζιο ποντικό που μου είχε χαρίσει η Λένα, για να θυμάμαι πάντα ότι θα με περίμενε χωρίς πολιτικούρες και των μανιφέστων τις κλεισούρες, αν και Κνίτης, το τραγούδι έγινε από τα αγαπημένα μου του Σαββόπουλου, με τη Λένα χαθήκαμε, έχει πεθάνει πρόωρα κι άδικα, το αύριο το αλάνι έχει και για μένα προ πολλού παρέλθει, η ουρά μου έχει πέσει, το φτερό μου έχει σπάσει, και σε τίποτα δεν θυμίζω πια τον λευκογάλαζο ποντικό των έιτις.

Για 34 χρόνια ο Σαββόπουλος έγραφε το σάουντρακ και το λιμπρέτο μιας εποχής μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων. Ηταν η μουσική υπόκρουση ενός τεράστιου μετασχηματισμού της χώρας, πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, ήταν το ηχόχρωμα της συντριβής των οραμάτων μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής μετά την πτώση της χούντας, έγινε ο σαρκασμός κάθε νεαρού επαναστάτη που «ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός», όπως έγραψε στο «Κούρεμα», το 1989. Είναι παράξενο που ο Σαββόπουλος στην «Αποτυχία της Αριστεράς», ένα σκληροπυρηνικό πολιτικό τραγούδι που εξομοιώνει την περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ με τη στρατιωτική χούντα, και σε άλλα παρεμφερή, δεν λέει κουβέντα για τα συγκλονιστικά που συντελούνται εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη, με την κατάρρευση των καθεστώτων που διακυβερνούσαν τις κοινωνίες στο όνομα του σοσιαλισμού. 

Από το υπαινικτικό «Φορτηγό», στο λυρικό «Περιβόλι» και στον εκρηκτικό «Μπάλλο», από το αριστουργηματικό «Βρώμικο Ψωμί» στα εξεγερτικά «10 χρόνια κομμάτια», από την επιθετικά πολιτική «Ρεζέρβα» μέχρι τα διονυσιακά «Τραπεζάκια» και το «Κούρεμα», ως υστερόγραφη δήλωση μετανοίας, ο Σαββόπουλος της ουσίας και της προδοσίας, της αποκοτιάς και της κοινοτοπίας, του αντιεξουσιασμού και του καθεστωτισμού, της εκρηκτικής δημιουργικότητας και της βαρετής ανακύκλωσης του εαυτού του, ο διαρκώς μεταλλασσόμενος Σαββόπουλος υπήρξε η συνεκδοχή της μεταλλασσόμενης ελληνικής κοινωνίας, που διέτρεξε το πολιτικό φάσμα από αριστερά προς τα δεξιά, εντελώς αντίστροφα από την υλική της διαδρομή, από τον νεοπλουτισμό στη φτωχοποίηση. 




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
Ξεκινάω μ’ ένα φορτηγό.
Στην εθνική οδό λίγο έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη σε μαζεύει κι’ ύστερα από πολλά σ’ αφήνει στην Αθήνα πριν ξημερώσει…
Τέσσερα χρόνια πέρασαν κι’ εγώ όλο εκεί ξαναγυρνάω. Ολο εκεί ξαναγυρνάω τώρα που οι σχέσεις μου όλες μπατίρησαν και οι δουλειές μου μείνανε μισές κι’ οι παλιοί μου φίλοι ούτε ν’ ακούσουν θέλουν πια για μένα, ούτε ζωγραφιστό να με δουν.
Πέτρο, Μιμίκα, Αννα…
Θέλω να περισωθώ μέσα σας, εσείς όμως συνωμοτείτε με κάθε μόριο της πραγματικότητας κι’ όλο μου πάτε κόντρα και με νικάτε και θέλετε να με πάρετε φαντάρο και τα καταφέρατε έτσι που τα χρόνια να κυλήσουν και τα πράγματα να με ξεπεράσουν. Πώς να το παραδεχτώ. Ετσι δηλαδή θα τελειώσει η νιότη μου; Παίρνω σβάρνα τους δρόμους, τα καφενεία κι’ αφήνω τα κοριτσίστικα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν να τα βλέπει η μαρίδα να γελάη.
Θα ξανακατέβω εκεί στα δέντρα που για πρώτη φορά σε κατάφερα να μου πής «σ’ αγαπώ».
Θα ξανακατέβω στις αποθήκες της οδού Πειραιώς να βρω τον φίλο μου τον Τζώρτζη τον σωφέρ και θα τρυπώσω κάτω απ’ τον μουσαμά που στεγάζει το καμιόνι.

Διονύση Σαββόπουλου, «300 λέξεις για το φορτηγό μου» 


Sunday, October 19, 2025

Φωνή εκ του κενοταφίου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18-19/10/2025



 ... Και μένα με ρώτησε κανείς; Μήπως μου πέφτει κάπως ο λόγος σε όλον αυτόν τον καβγά των ζωντανών για μας τους νεκρούς; Μήπως με ρώτησε κανείς και τότε, πριν από σχεδόν έναν αιώνα, όταν αποφάσιζαν να με εντοιχίσουν στα παλιά ανάκτορα, ως άγνωστο στρατιώτη, ως συνεκδοχή όλων των νεκρών, όλων των πολέμων, από της Τροίας την εκστρατεία για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη, μέχρι της Ουκρανίας τον ξένο πόλεμο, του 1919, ενάντια στους μπολσεβίκους; Αλήθεια, αυτός ο Λαζαρίδης, ο αρχιτέκτονας, κι ο Ροκ, ο γλύπτης, είχαν άραγε ποτέ βρεθεί σε πεδίο μάχης; Είχαν δει πολλούς νεκρούς στρατιώτες «εκτάδην κειμένους», σαν να τους πήρε γλυκά ο ύπνος, με την περικεφαλαία στο κεφάλι και την ασπίδα στ' αριστερό χέρι; Δεν έτυχε να δουν κεφάλια ανοιγμένα στα δυο, μυαλά χυμένα, πόδια και χέρια κομμένα, μάτια βγαλμένα, σώματα κομμένα στα δυο ή διαλυμένα στα εξ ων συνετέθησαν, θώρακες ανοιγμένους σαν κόκκινα τριαντάφυλλα, σωθικά χυμένα στο χώμα; Δεν άκουσαν για σώματα εξαϋλωμένα, που δεν βρέθηκε ούτε κοκαλάκι τους, απανθρακωμένα ή κονιορτοποιημένα μέσα στα ορύγματα από βόμβες ναπάλμ ή διασποράς; 

Κάτι τέτοιο έπρεπε να σκαλίσουν στο μάρμαρο, στον πωρόλιθο, ό,τι είναι τέλος πάντων. Ο αφανής, ανεύρετος κι άταφος νεκρός, που χάθηκε σε μια συνθήκη απίστευτου τρόμου την οποία καμιά αγάπη για την πατρίδα, καμιά αφοσίωση στον πόλεμο των άλλων, καμιά πίστη δεν μπορεί να τον κατανικήσει, εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, την ώρα που η βόμβα σκάει δίπλα του, που η σφαίρα διαπερνάει το σώμα του, η χειροβομβίδα τον διαμελίζει, το αέριο τον πνίγει, η φωτιά λιώνει τη σάρκα του, δεν έχει καμιά γαλήνη. 

Αν θες να ξέρεις, κι εγώ, ο εντοιχισμένος υποθετικός νεκρός, δεν κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, ζω τον ξύπνο του κολασμένου. Βλέπεις, τις πιο πολλές φορές χάθηκα σε άδικους πολέμους, πολέμους των άλλων, των στρατόκαυλων, των πολεμοκάπηλων, των άπληστων εξουσιών, των κατακτητών, των εμπόρων των εθνών και των όπλων, έγινα κρέας για τα κανόνια τους, ποδοπατήθηκα από τους ανταγωνισμούς τους για νέες αγορές, νέα εδάφη, νέους πόρους, με έστειλαν να υπερασπίσω τη δική τους πατρίδα, που δεν έχει σύνορα, σαν τα κεφάλαιά τους και τη δίψα τους να τα πολλαπλασιάσουν. Οι δικοί μου βωμοί κι εστίες που θα 'πρεπε να υπερασπιστώ, μαζί με τη μάνα, τον πατέρα μου, τα αδέλφια μου, την αγαπημένη μου, τα παιδιά μου, τους φίλους μου, τους γειτόνους, τους συγχωριανούς, τους συναδέλφους, τους συντρόφους μου, είναι περιχαρακωμένοι σε λίγες εκατοντάδες στρέμματα, άντε μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όσο το χωριό μου, η γειτονιά μου, το βουνό μου, το νησί μου, η πόλη μου. Οι δικές τους εστίες και βωμοί που για την υπεράσπισή τους με έστελναν να σφαγώ, ενώ οι ίδιοι έμεναν στην ασφάλεια των στρατηγείων, των θησαυροφυλακίων, των πύργων, των παλατιών, των μεγάρων τους, ήταν εκατοντάδες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Κριμαία, στον Σαγγάριο, στην Καλλίπολη, στην Καμπούλ, στο Κάιρο, στην Κορέα, στο Βιετνάμ. Και δεν είχε ίχνος ηρωισμού ο κάθε θάνατός μου εκεί. Δεν είχα καν την πολυτέλεια να μισήσω τον άγνωστο εχθρό μου. Μόνο να τον φοβηθώ μπορούσα, χωρίς να ξέρω ότι κι αυτός με τον ίδιο φόβο έτρεμε τον επερχόμενο θάνατο. 

Εμένα, που λες, δεν με ρώτησε κανείς ούτε για το πού θα στηθεί το κενοτάφιό μου. Στην πραγματικότητα δεν το στήσανε για μένα. Δεκάρα δεν δίνουν για το αν χάθηκα στη μάχη του Μαραθώνα, στη Σικελική εκστρατεία, στην επέλαση στην Ασία που οργάνωσε αυτό το άπληστο, χαρισματικό τσογλάνι, ο Αλέξανδρος, στη μάχη της Λευκόπετρας, στην Αλωση της Πόλης, στα Δερβενάκια, στο Μπιζάνι, στο Τεπελένι ή στον Γράμμο, από πυρά εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών, εισβολέων ή δωσιλόγων. Το κενοτάφιο το στήσανε για πάρτη τους. Για να δοξάζουν τους εαυτούς τους, τους μύθους, τα ψεύδη, την προπαγάνδα, τις φαντασιώσεις τους, για να κρύψουν τις καταστροφικές επιλογές τους, τις αποτυχίες τους, τα μακελειά που προκάλεσαν, τις προδοσίες τους, τις συνεννοήσεις τους με κατασκευασμένους εχθρούς και ύπουλους φίλους. 

Αν με ρωτούσαν πού θέλω να στηθεί το κενοτάφιό μου, θα διάλεγα τον κήπο του σπιτιού μου ή το χωράφι μου ή το βουνό ή μια αγαπημένη παραλία ή το υπόγειο που έκανα πρώτη φορά έρωτα, την αλάνα που έπαιζα παιδί με τους φίλους μου. Ισως τους έλεγα πως δεν θέλω καν κενοτάφιο, ούτε καντήλι, ούτε τους εύζωνες με τη θανάσιμη σιωπή τους και την όρθια νεκρική ακαμψία τους ούτε τουρίστες που χαζεύουν τη θέα του άδικου θανάτου, γιατί και στον πιο δίκαιο πόλεμο ο βίαιος θάνατος μόνο άδικος μπορεί να είναι. Φαντάροι που πάνε στον πόλεμο «με το χαμόγελο στα χείλη» υπάρχουν μόνο στα τραγούδια. Και πάλι, τα πιο ρεαλιστικά απ' αυτά λένε το πιο ουσιαστικό: «Οποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,/ στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει». 

Γιατί, αν και νεκρός, σκοτωμένος εκατομμύρια φορές με όλους τους δυνατούς τρόπους, από τσεκούρι, σπαθί, δόρυ, καταπέλτη, σφαίρα, βόμβα, ραδιενέργεια, πνιγμό στον βυθό, αγαπώ τη ζωή. Τη νοσταλγώ συνεχώς, νοσταλγώ τα βάσανα και τις χαρές της, τις γεύσεις της, τις μυρωδιές της, τα φιλιά της, τις απολαύσεις της, τις φωνές της, και για τον ίδιο λόγο απολαμβάνω τις φωνές των ανθρώπων που παρελαύνουν μπροστά μου στο Σύνταγμα διεκδικώντας ζωή, περισσότερη ζωή, απορρίπτοντας όλες τις μικρές και μεγάλες δόσεις θανάτου που σε μορφή νομοσχεδίων κι αποφάσεων δίνουν στην κοινωνία οι νεκρόφιλοι της εξουσίας. 

Ισως πάλι, αν με ρωτούσαν αν εμείς, οι εκατομμύρια άγνωστοι στρατιώτες, χρειαζόμαστε πράγματι ένα κενοτάφιο, ίσως τους έλεγα όχι. Ισως είναι πιο έντιμο να στήσουμε άλλα μνημεία για τον πόλεμο. Μνημεία για όσους γύρισαν ζωντανοί και μπορούν να αφηγηθούν τη φρίκη του πολέμου, απογυμνώνοντάς τον από κάθε πατίνα ηρωισμού, αποκαλύπτοντας την απανθρωπιά του. Μνημεία για όσους αρνήθηκαν να πάρουν όπλα και να σκοτώσουν στα τυφλά ανθρώπους που δεν ξέρουν καν, για λιποτάκτες που χτυπήθηκαν στο ψαχνό από τους αξιωματικούς τους ή εκτελέστηκαν από συναδέλφους τους, μνημεία για προδότες που προσπάθησαν να υπονομεύσουν έναν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο της πατρίδας τους, μνημεία για τις «παράπλευρες απώλειες», για τις βιασμένες γυναίκες, για τα παιδιά που πέθαναν από στρατιωτικούς αποκλεισμούς, για τους αυτόχειρες στρατιώτες, για τους σαμποτέρ των πολεμικών μηχανών, γι' αυτούς που αποκαλύπτουν κρατικά μυστικά και εξουδετερώνουν σχέδια πολέμου, για τους τρομοκράτες που αναλαμβάνουν να σκοτώσουν πολεμοχαρείς δόκτορες Strangelove ή αιμοδιψείς συνταγματάρχες Kurtz. Μνημεία ζωής, όχι θανάτου. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Μια γυναίκα δεν είναι σαν χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή.

Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σα χώρα» 

Saturday, October 11, 2025

Εγχειρίδιο κατασκευής κομμάτων

  Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/10/2025



Πώς ακριβώς φτιάχνονται τα κόμματα; Ολοι υποψιαζόμαστε πως υπάρχει κάποια διάδραση ανάμεσα στην υλική κατάσταση και τη συναισθηματική αντίδραση των κοινωνικών ομάδων που υποφέρουν, ευημερούν ή απλώς είναι σε ένα limbo, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κόλασης και παράδεισου, ούτε κρύο ούτε ζέστη, ούτε πάνω ούτε κάτω, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε μπρος ούτε πίσω. Κόμμα και τάξη -κοινωνική τάξη- βρίσκονται στην ίδια συνάρτηση, ακόμη κι απ’ την εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, στην οποία Δημοκρατικοί και Αριστοκρατικοί αντιπαρατίθεντο ελκύοντας συχνά ετερόκλητα ακροατήρια: για παράδειγμα, στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου οι πρώτοι κέρδιζαν τον ενθουσιασμένο και φιλοπόλεμο ταξικό αφρό της Αθήνας, οι δεύτεροι την πλέμπα, τη φτωχολογιά της πόλης που είχε αποδεκατιστεί από τις μάχες και την πανούκλα. 

Το δίπολο αυτό του 5ου π.Χ. αιώνα, εννοείται, δεν άφηνε χιλιοστό χώρου για τον πάτο της αθηναϊκής κοινωνίας, τους δούλους, που οι πόλεμοι και τα χρέη τους αύξαιναν ασταμάτητα, σε βαθμό που να είναι η πλειονότητα των κατοίκων του κλεινού (και ελεεινού) άστεως. Δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία και ταλάντευση στους κορυφαίους φιλοσόφους, πολιτικούς, συγγραφείς, δημαγωγούς της κατά τεκμήριον τελειότερης άμεσης δημοκρατίας στην Ιστορία της ανθρωπότητας, της αθηναϊκής, ότι οι δούλοι, αυτά τα έμψυχα «πράγματα», μπορεί να είχαν τον παραμικρό ρόλο στη διακυβέρνηση της Αθήνας ή αργότερα της Ρώμης και όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των τριών ηπείρων, όπου μόνο εξεγέρσεις δούλων και καταπιεσμένων εθνοτήτων καταγράφηκαν, οι περισσότερες πνιγμένες στο αίμα. Κόμμα δούλων δεν υπήρξε ποτέ. Η, όταν υπήρξε, οι δούλοι δεν ήταν πια δούλοι. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μετά τον εμφύλιο και την κατάργηση της δουλείας -αλλά όχι και του ρατσισμού, της εκμετάλλευσης και του ανελέητου διωγμού των Αφροαμερικανών- δεν υπήρξε καν κόμμα απελευθερωμένων δούλων. Υπήρξε κόμμα αστών-βιομηχάνων της βόρειας Αμερικής που ήθελαν άφθονα και ελεύθερα εργατικά χέρια μαύρων ανδρών, γυναικών και παιδιών και κόμμα γαιοκτημόνων, που θέλαν τα ίδια ακριβώς χέρια σκλαβωμένα, δεμένα με τη γη, στη συγκομιδή του βαμβακιού, των σιτηρών από τις φυτείες του Νότου, που γίνονταν πρώτη ύλη για τα κλωστήρια και εργοστάσια του Βορρά. 

Πώς, λοιπόν, φτιάχνονται τα κόμματα; Στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, όπως μαθαίναμε στο σχολείο, ο ανυποψίαστος για το επερχόμενο τέλος του στην «αγία γκιλοτίνα» Λουδοβίκος ΙΣΤ', συγκάλεσε την περίφημη συνέλευση των τάξεων, που κατά την οπτική του για τον κόσμο και τη Γαλλία από τις Βερσαλίες, ήταν ο κλήρος, η αριστοκρατία και το ασαφές συνονθύλευμα Τρίτη Τάξη. Αυτό ήταν το πρόπλασμα τριών ή δυο κομματικών σχηματισμών που στην πραγματικότητα αντιπροσώπευαν ένα μικρό τμήμα της γαλλικής κοινωνίας, αφήνοντας την τεράστια πλειονότητα των φτωχών, των εργατών, των πεινασμένων, των αγροτών, των αναλφάβητων εκτός οποιασδήποτε εκπροσώπησης. Μπορεί όλοι αυτοί να αποτέλεσαν τον στρατό της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά το «κόμμα» της, η Τρίτη Τάξη, η Εθνοσυνέλευση, η Δημοκρατία, ήταν υπόθεση των αστών, βιομηχάνων, βιοτεχνών, εμπόρων, τραπεζιτών, υπαλλήλων, διανοουμένων της εποχής. \

Φυσικά, τα manual κατασκευής των κομμάτων προσφέρουν κι άλλες εναλλακτικές. Η γέννηση της ελληνικής δημοκρατίας στη διάρκεια της απελευθερωτικής Επανάστασης, ως γνωστόν, βασίστηκε στα κόμματα της ξένης επιρροής, το γαλλικό, το αγγλικό, το ρωσικό, που ελάχιστη σχέση είχαν με συμφέροντα τάξεων· περισσότερο αντανακλούσαν τις εξαρτήσεις -πολιτικές και οικονομικές- των αρχηγών τους από τις αντίστοιχες ηγεσίες των Μεγάλων Δυνάμεων ή απλώς από τις διπλωματικές αποστολές και τους πράκτορές τους στην καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία. 


Αν περιοριστούμε στη σύγχρονη ελληνική εμπειρία, ας πούμε στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή, τα κόμματα μέχρι και τις παραμονές της χούντας σχηματίστηκαν στη βάση μιας συντριπτικής, αιματηρής ήττας του αντιφασιστικού, απελευθερωτικού μετώπου και στον ακρωτηριασμένο κοινοβουλευτισμό που έθετε εκτός νόμου, πολιτικής και χώρας ένα τεράστιο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Τα μεταπολεμικά κόμματα κατασκευάστηκαν είτε από ανακύκλωση υλικών του Μεσοπολέμου με ισχυρές προσμίξεις δωσιλογισμού, αντικομμουνισμού, νεοφασισμού, φιλοαμερικανισμού, είτε από τα σπαράγματα της ηττημένης Αριστεράς που αναζητούσε όρους επιβίωσης σε μια στοιχειώδη δημοκρατική νομιμότητα. 


Η χούντα, πάλι, με τον αμείλικτο διωγμό κάθε υπερασπιστή της δημοκρατίας και τη γενναιόδωρη στήριξή της από την επιχειρηματική ελίτ της χώρας, τους ξένους επενδυτές και τις ΗΠΑ, επέβαλε άθελά της ένα big bang κομμάτων και πολιτικών οργανώσεων σε συνθήκες απόλυτης παρανομίας, ολιγάνθρωπων και συνωμοτικά κινούμενων, που το εύρος επιρροής φάνηκε μόνο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. 

Αλλά τα πραγματικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, αυτά που κυριάρχησαν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και στη διακυβέρνηση για δεκαετίες και σε σημαντικό βαθμό επιβιώνουν ώς σήμερα, ήταν κυριολεκτικά κατασκευές του εργαστηρίου. Στήθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες, μικρή σχέση είχαν με το υπόγειο αντιδικτατορικό κίνημα, με εξαίρεση τα κόμματα της Αριστεράς που ανασυντέθηκαν σωματικά, όταν άνοιξαν οι φυλακές και τα σύνορα για τους εξόριστους. 


Με λίγα λόγια, τα κόμματα δεν φτιάχνονται από τα κάτω. Δεν συνέβη ούτε καν με τα προλεταριακά κόμματα του 19ου και του 20ού αιώνα, τα κόμματα των τριών Διεθνών, που ιδρύονταν σε σκοτεινά υπόγεια ή κάτω από τη διαρκή παρακολούθηση της αστυνομίας και των χαφιέδων και απέκτησαν εκατομμύρια μέλη μόνο όταν έγιναν εξουσία και δη συγκεντρωτική, αυταρχική και διόλου απελευθερωτική. 

Τα κόμματα φτιάχνονται με τον βολονταρισμό και το ρίσκο μερικών φιλόδοξων ή αφοσιωμένων ανθρώπων και ομάδων και με τη στήριξη και χρηματοδότηση συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων. Πετυχαίνουν όταν καταφέρουν να καβαλήσουν ένα ρεύμα μεγάλης προσδοκίας, όπως έγινε με τη Ν.Δ. του Καραμανλή το 1974 και με το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου το 1981, ή τεράστιας δυσφορίας, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012-2015. 

Τα κόμματα εξαφανίζονται όταν οι χορηγοί τους ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν πια καμιά χρησιμότητα, όπως συνέβη με την ΠΟΛ.ΑΝ. του Σαμαρά, το ΚΕΠ του Αβραμόπουλου ή τον ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη. 

Και, τέλος, τα κόμματα διαλύονται όταν οι αρχηγοί τους αποφασίζουν να καταργήσουν κάθε εσωτερική λειτουργία και δημοκρατία, να απογυμνώσουν τα μέλη τους από κάθε δύναμη και να τα υποκαταστήσουν από ένα συνονθύλευμα ψηφοφόρων του ενός τετάρτου και των δυο ευρώ. Σ’ αυτήν τη φάση είμαστε σήμερα, στα κόμματα-ασώματες κεφαλές. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ενα μέρος της αστικής τάξης θέλει να διορθώσει τα κοινωνικά κακά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν: οικονομολόγοι, φιλάνθρωποι, ανθρωπιστές, άνθρωποι που ασχολούνται με τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, οργανωτές αγαθοεργιών, προστάτες των ζώων, ιδρυτές συλλόγων υπέρ της μετριοπάθειας, οι πιο παρδαλοί ψευτομεταρρυθμιστές. Κι αυτόν τον αστικό σοσιαλισμό έφτασαν να τον επεξεργαστούν σε ολόκληρα συστήματα. Ας αναφέρουμε σαν παράδειγμα τη «Φιλοσοφία της αθλιότητας» του Προυντόν.

Οι σοσιαλιστές αστοί θέλουν τις συνθήκες ζωής της σύγχρονης κοινωνίας χωρίς τους αγώνες και τους κινδύνους που απορρέουν αναγκαστικά απ’ αυτήν. Θέλουν τη σημερινή κοινωνία, αλλά αφού της αφαιρεθούν τα στοιχεία που την επαναστατικοποιούν και τη διαλύουν. Θέλουν την αστική τάξη χωρίς το προλεταριάτο. Η αστική τάξη, φυσικά, φαντάζεται τον κόσμο όπου κυριαρχεί σαν τον καλύτερο κόσμο. Ο αστικός σοσιαλισμός επεξεργάζεται αυτή την παρήγορη εικόνα σ’ ένα μισό ή ολοκληρωμένο σύστημα. Οταν παροτρύνει το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει τα συστήματά του και να μπει στη νέα Ιερουσαλήμ, τότε κατά βάθος το καλεί απλώς να σταματήσει στη σημερινή κοινωνία, να αποβάλει, όμως, τις εχθρικές αντιλήψεις που έχει γι’ αυτήν.

Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», 1848


Tuesday, October 7, 2025

Μέρκελ θα λέμε και θα κλαίμε

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 7/10/2025, από τη στήλη ΑΝΩ ΚΑΤΩ 


Του ΚΙΜΠΙ 

Θα το παινευτώ
πως δεν ξαφνιάστηκα καθόλου από όσα αποκάλυψε -στην πραγματικότητα υπενθύμισε- η πρώην σιδηρά κυρία Γερμανίας και Ε.Ε., η καγκελάριος που μισήθηκε όσο λίγοι στη διάρκεια των πέτρινων χρόνων των μνημονίων, για το παρασκήνιο της ρωσοουκρανικής κρίσης.
«Τον Ιούνιο του 2021 ένιωσα ότι ο Πούτιν δεν έπαιρνε πλέον στα σοβαρά τη Συμφωνία του Μινσκ. Και γι' αυτό ήθελα μια νέα μορφή όπου εμείς, ως Ευρωπαϊκή Ενωση, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε απευθείας με τον Πούτιν... Αυτό δεν υποστηρίχθηκε από ορισμένους. Ηταν κυρίως τα κράτη της Βαλτικής, αλλά και η Πολωνία που φοβούνταν ότι δεν θα είχαμε μια κοινή πολιτική απέναντι στη Ρωσία... Μετά έφυγα από καγκελάριος και ξεκίνησε η επιθετικότητα του Πούτιν», είπε η Μέρκελ στη διάρκεια επίσκεψής της στην Ουγγαρία. 

Η διατύπωση θυμίζει λίγο τo «après moi le déluge» (=μετ' εμέ ο κατακλυσμός) του Λουδοβίκου 15ου, από τον οποίο λίγα έχουν διασωθεί, μεταξύ τους τα χλιδομπαρόκ έπιπλα «λουί κενζ», δείγμα των οποίων κάθε καθωσπρέπει νεόπλουτος αστός άλλοτε όφειλε να έχει στο μικρό παλάτι του.
Αλλά η Μέρκελ, με το λιτό dress code της (σακάκι, παντελόνι στα βασικά χρώματα), απέχει παρασάγγας από τον τρυφηλό βασιλιά που αποτέλεσε πυροκροτητή της Γαλλικής Επανάστασης. Ηταν μια αφοσιωμένη στη γερμανική ηγεμονία επί της Ε.Ε. ηγέτις και με ψυχρό ρεαλισμό υπερασπιζόταν ένα από τα θεμέλια αυτής της ηγεμονίας: τη γερμανορωσική σχέση, που περιλάμβανε φτηνό αέριο, πνεύμα συνεννόησης με τον Πούτιν αλλά και τον αγωγό Nord Stream 2 που θα έφερνε στην Ε.Ε. περισσότερο κι ακόμη φτηνότερο αέριο και πιθανότατα θα απέτρεπε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. 

Υποθετική ιστορία
δεν υπάρχει. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε αυτή η δεξιά, καραδεξιά πολιτικός, που μέσα της ισορροπούσαν παράδοξα οι «δύο Ευρώπες» της όλης Γηραιάς Ηπείρου, από Ατλαντικό μέχρι Ουράλια, ίσως απέτρεπε τη σύνθλιψη της Ε.Ε. ανάμεσα στις Συμπληγάδες ΗΠΑ-Ρωσίας και τον διασυρμό της σε άβουλο συντελεστή της ψυχροπολεμικής παλινόρθωσης.