Saturday, November 9, 2024

Ο Τραμπ, ο Ιστγουντ και η βαθιά Αμερική

Η Εφημερίδα των Συντακτών 9-11/11/2024




 Οσοι δεν έχουμε ταξιδέψει και μείνει για λίγο, όχι εγκλωβισμένοι στην ασφάλεια ενός τουριστικού γκρουπ, στις ΗΠΑ, όσοι δεν έχουμε διασχίσει οριζόντια, από ωκεανό σε ωκεανό, αυτή τη χώρα, όσοι δεν έχουμε διασχίσει έστω και λίγα από τα 4.000 χιλιόμετρα του «Αυτοκινητόδρομου 66» (Route 66) που επιβιώνει πια ως τουριστική ατραξιόν, όσοι δεν έχουμε ομογενείς συγγενείς και φίλους εκεί, που είτε έρχονται εδώ είτε μας φιλοξενούν εκεί συχνά κι ανταλλάσσουμε μαζί τους εμπειρίες για τα πάντα, από συνταγές μαγειρικής μέχρι πολιτική, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να καταλάβουμε πώς σκέπτεται, πώς επιλέγει μια κοινωνία των 330 εκατομμυρίων κατοίκων. Από τους οποίους ψήφισαν 142 εκατομμύρια άτομα, το 55% των ατόμων σε ηλικία ψήφου. Καθόλου κακό ποσοστό για μια χώρα που η συμμετοχή στις εκλογές από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα δεν έχει ξεπεράσει το 62%. 

Οσοι δεν έχουμε, λοιπόν, κάποιο απ’ αυτά τα πλεονεκτήματα, μένουμε κατ’ αρχάς στις παραστάσεις από τα διαβάσματά μας. Προφανώς στους κλασικούς, τον Φόκνερ, τον Λόντον, τον Στάινμπεκ, τον Απντάικ, τον Κέρουακ, τον Σάλιτζερ, τη Χάισμιθ, που έχουν φωτίσει με πολύ διαφορετικούς τρόπους το βαθύ σκότος της αμερικανικής λάμψης, σίγουρα τους νεότερους, τον Ροθ, τον Ελις, τον Ντελίλο, τον Οστερ, ίσως πάνω απ’ όλους τον τελευταίο. Στο επικό «4 3 2 1» διατρέχει τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες στις ΗΠΑ με κεντρικό ήρωα τον Αρτσι Φέργκιουσον, γόνο μικροαστικής οικογένειας, αλλά παραθέτει τέσσερις εναλλακτικές εκδοχές της ζωής του, προς την επιτυχία, την επιβίωση ή την καταστροφή, με διαφορετικές επαγγελματικές, προσωπικές και ιδεολογικοπολιτικές επιλογές. Ορισμένοι είδαν σε αυτό το λογοτεχνικό πείραμα του Οστερ τον ρόλο της «μοίρας». Στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος που η βαθιά Αμερική, με όλο το ιστορικό φορτίο της εξωστρεφούς, άπληστης και επιθετικής υπερδύναμης, που αναδείχθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επέδρασε στις υλικές συνθήκες των Αμερικανών και στην κουλτούρα της σκέψης τους. 

Αλλά και πάλι οι περισσότεροι συγγραφείς, τουλάχιστον όσοι φτάνουν μέχρι εμάς, με την προφανή μεροληψία των περισσότερων συνήθως υπέρ των Δημοκρατικών και της όποιας και όσης Αριστεράς επιβιώνει στις τάξεις τους, σπάνια μας μιλούν για το τι συμβαίνει στις ζωές των Αμερικανών που δεν ζουν στη Χρυσή Πολιτεία (όχι του Πλούταρχου, αλλά της Καλιφόρνιας) ή στη Μέκκα του καπιταλισμού, στη Νέα Υόρκη. Που ζουν στις περιοχές που αποκαλούνται Ζώνη της Σκουριάς, Ζώνη της Βίβλου, Ζώνη του Ρυζιού, του Βαμβακιού ή του Καλαμποκιού, Ζώνη του Χιονιού ή Ζώνη του Ηλιου. Ζώνες που ωστόσο αποκρύπτουν τις μικρές και μεγάλες κοινωνικές καταστροφές που προκαλούν οι διαρκείς μεταλλάξεις του αμερικανικού καπιταλισμού: από τον φορντισμό μέχρι την «πλατφόρμα», από το βιομηχανικό έπος μέχρι τη χρηματιστικοποίηση, από τους εφευρέτες και τις πατέντες τους μέχρι το υπολογιστικό νέφος και την τεχνητή νοημοσύνη. 

Τα ταξικά ερείπια που αφήνουν πίσω τους οι τρομακτικές μεταμορφώσεις του αμερικανικού καπιταλισμού, που είναι πια σε μεγάλο βαθμό ένας οικουμενικός, άρα εξω-αμερικανικός καπιταλισμός, ίσως τα βρούμε αποσπασματικά στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Καταναλώνουμε τεράστιες ποσότητες αμερικανικής κοινωνίας καθημερινά, για καμιά άλλη χώρα δεν μαθαίνουμε τόσα πράγματα, τόσες χρήσιμες και άχρηστες λεπτομέρειες, τόσα δημόσια πρόσωπα, εκτός από τις ΗΠΑ. Μας είναι βέβαια άγνωστο πόση αλήθεια περνάει από τις εικόνες και τις ιστορίες που γεμίζουν τις οθόνες, τον χρόνο μας και το μυαλό μας από τα τηλεοπτικά δίκτυα, τις πλατφόρμες ή τις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο Χόλιγουντ και σε όλη την αμερικανική οπτικοακουστική παραγωγή ότι, παρά την γκλαμουριά, τον εξωραϊσμό και τις άπειρες εκδοχές αμερικανικού ονείρου, ανοίγουν παράθυρα στον κοινωνικό ρεαλισμό. Δεν διστάζουν να δείξουν τα ράκη της φτώχειας, την απουσία πρόνοιας, τη σκληρότητα και την καθυστέρηση που υπάρχει πίσω από τη βιτρίνα της πιο δυναμικής, της πιο επιδραστικής, της πιο αναπτυγμένης τεχνολογικά, αλλά και της πιο χρεωμένης χώρας του κόσμου. 

Μπορώ να απαριθμήσω μπόλικες ταινίες που έχουν δείξει πλευρές της βαθιάς Αμερικής, η οποία παροχετεύει μέρος της δυσφορίας της για την ανέχεια και τη στέρησή της είτε στην απάθεια και την περιθωριοποίηση είτε στους Ρεπουμπλικανούς και στον Τραμπ. Θυμηθείτε το «Nomadland», το «Florida Project», τις «Τρεις πινακίδες στο Μιζούρι», αλλά πάνω από απ’ όλους ανακαλέστε τις ταινίες του ορκισμένου και ήσυχου Ρεπουμπλικανού, του Κλιντ Ιστγουντ: Το «Grand Torino», το «Μυστικό Ποτάμι», το «Million Dollar Baby»... Εκεί, σ’ αυτή την κινηματογραφημένη Αμερική των τσακισμένων ανθρώπων που έχουν όμως τα όνειρα, τις χαρές τους, τις πετριές τους, τα κολλήματά τους, τις στριμάδες τους, τις ιδεοληψίες τους, τους ρατσισμούς, τις προκαταλήψεις και τις θεωρίες συνωμοσίας τους, υπάρχει κάτι από τη βαθιά Αμερική που έδωσε τον εκλογικό θρίαμβο στον Τραμπ. Ισως αυτές οι εικόνες, αυτοί οι κινηματογραφικοί χαρακτήρες, αυτά τα τοπία σκουριάς, παρακμής, εγκατάλειψης. σκληρότητας, αλλά και ανθρωπιάς και αλληλεγγύης και κοινοτικής λειτουργίας στα χωριά της αμερικανικής ενδοχώρας, καλύπτουν κάπως το κενό γνώσης που έχουμε για τις διεργασίες στην αμερικανική κοινωνία. 

Ο Τραμπ, βρίζοντας τους Κινέζους, τους Ευρωπαίους, τους μετανάστες, τις επιχειρήσεις που μετακομίζουν, τις πολυεθνικές που κόβουν θέσεις εργασίας ή αυξάνουν τις τιμές, ενίοτε και τη Wall Street που δεν αφήνει τον πλούτο να αυξάνεται ανεξέλεγκτα, υποσχόμενος να κάνει «την Αμερική μεγάλη ξανά», κατάφερε να ενώσει τα δυο άκρα της πυραμίδας της ανισότητας στις ΗΠΑ: από τον Ελον Μασκ, με τα 205 εκατομμύρια ακολούθους στο «Ιδιωτικής Χρήσεως» πλέον Χ, μέχρι τον ένοικο του καμπ αστέγων, τον ενοικιαστή τροχόσπιτου, τον χρεοκοπημένο μικρομεσαίο που διατηρεί τη βεβαιότητα ότι η παρακμή των ΗΠΑ οφείλεται στην «προδοσία» των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ που δεν θέλουν να μοιραστούν τίποτα από τον πλούτο και τα προνόμιά τους με τους κάτω. Το «Make America Great Again» είναι το νέο όπιο του αμερικανικού λαού, η ανανέωση της προσδοκίας ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός, που κάθε επιτυχία του εδώ και δεκαετίες αφήνει πίσω του συντρίμμια, έχει έστω ένα μικρό, έστω ελάχιστο κομμάτι πίτας για όλους. Η ελάχιστη επιβίωση των κάτω προϋποθέτει την ανοχή στην απεριόριστη απληστία των πάνω. Φυσικά και του Ελον Μασκ.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Στη μία το μεσημέρι γίνεται διάλειμμα. Μια ώρα διακοπή για τους υπάλληλους, ένα τεταρτάκι για τους εργάτες. Κολατσιό.

Ο καθένας κολατσίζει ανάλογα με το βδομαδιάτικο που παίρνει. Οσοι πιάνουν δεκαπέντε δολάρια τη βδομάδα, αυτοί αγοράζουν μ’ ένα νικέλινο κέρμα ένα ξερό κολατσιό σε πακέτο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το ροκανίζουν με πολύ μεγάλη όρεξη.

Οσοι παίρνουν τριάντα πέντε δολάρια πάνε σ’ ένα μεγάλο αυτόματο μπουφέ, ρίχνουν πέντε σεντς, πατάνε το κουμπί και στη στιγμή το μηχάνημα γεμίζει ένα φλιτζάνι με καφέ. Με άλλα δυο-τρία νικέλινα κέρματα ανοίγουν σε κάτι τεράστια ράφια γεμάτα με φαγητά μια μικρή γυάλινη πορτίτσα και παίρνουν ένα σάντουιτς.

Οι άλλοι που πιάνουν εξήντα δολάρια τη βδομάδα τρώνε κάτι γκρίζες τηγανίτες από κουρκούτι και αυγά χτυπημένα σε κάτι κάτασπρα πιατάκια εμαγιέ με τη ρεκλάμα του καφέ Ροκφέλερ.

Οσοι παίρνουν από εκατό δολάρια κι απάνω, αυτοί πηγαίνουν στα εστιατόρια κάθε εθνικότητας, κινέζικα, ρούσικα, ασσυριανά, γαλλικά, ινδικά, σε όλα εκτός από τα άνοστα αμερικάνικα που σου σερβίρουν έναν περίδρομο από κονσερβαρισμένο κρέας Αρμόρ, που είναι κλεισμένο στα κουτιά απ’ τον καιρό του πολέμου της απελευθέρωσης σχεδόν [...]

Πώς τρώει ο εργάτης; Ο εργάτης τρώει άσχημα.


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» 




Sunday, November 3, 2024

Σκ...

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3/11/2024


 


Κάπου στα 1970, όταν η χούντα ήταν ακόμη στα ντουζένια της και τίποτα δεν φαινόταν να την απειλεί, η ρηξικέλευθη ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτρια Μαριέττα Ριάλδη θέλησε να ανεβάσει στην πειραματική σκηνή που είχε ιδρύσει μια καταλυτική σάτιρα με τον τίτλο «ΣΚΑΤΑ». Με τίποτε δεν περνούσε από τη χουντική λογοκρισία, οπότε έδωσε την απλή λύση των δύο πρώτων γραμμάτων της βρόμικης και δυσώδους, εκ φύσεως, λέξης. Ο τίτλος του θεατρικού έγινε «ΣΙΓΜΑ ΚΑΠΑ», και όλα πήγαν μια χαρά. Το έργο είχε μεγάλη πετυχεσά -όπως το απαιτεί και ο τίτλος του- και η χούντα δεν μπορούσε να βρει ούτε πρόσχημα να αποφύγει εκείνα με τα οποία την έλουζε η επίμαχη παράσταση: τα σκατά.


Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας
έκτοτε και, παρότι η χούντα αντιμετωπίζεται πια σαν καρικατούρα εξουσίας, παρότι τα αποτελέσματα της πολιτικής της είναι απτά και ζοφερά, δεν έχουν τίποτα το γελοίο και γελοιογραφικό, η κυβερνητική, πολιτική και οικονομική εξουσία της χώρας φαίνεται ότι δεν έχει ακόμη ξεπεράσει το κατά Φρόιντ πρωκτικό στάδιο ωρίμανσης, στο οποίο η απεχθής και δυσώδης σκατολαγνεία ή κοπρολαγνεία είναι μια τεράστια απόλαυση για τα νήπια ή βρέφη. 


Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά πιθανό το νέο ελληνικό κράτος των 200 και κάτι ετών να μην έχει ξεπεράσει ακόμη το κρίσιμο πρωκτικό στάδιο, να βρίσκεται στο μεταίχμιο στοματικού και πρωκτικού σταδίου ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, επομένως είναι ασαφές πόσες δεκαετίες ή και αιώνες θα χρειαστούν για να φτάσουμε στο γεννητικό στάδιο ωρίμασης, εκτός αν το υπερβούμε κι αυτό εντελώς και περάσουμε απευθείας στο γήρας και στον θάνατο, πράγμα που ουδόλως αποκλείεται γιατί και τα έθνη γερνάνε και τα κράτη πεθαίνουν. Συχνότατα στις πιο αναξιοπρεπείς συνθήκες, όπως και οι σάρκινοι άνθρωποι, πνιγμένοι στα ίδια τους τα αφοδεύματα και εκκρίματα. 


Αλλά, ας μην το κάνουμε πιο σπλάτερ
και σκατένιο από όσο ήδη είναι. Γιατί η αφορμή αυτού του σκατένιου λίβελου είναι το περίφημο σελφ τεστ κοπράνων που κόστισε στο Δημόσιο 50 εκατ. ευρώ (Ταμείο Ανάκαμψης) και το διαφήμισαν σκανδαλωδώς ο Αδωνις (αλίμονο, λείπει ο Μάρτης...;) και ο Κυριάκος προσωπικά, το οποίο κάποια ιδιωτική εταιρεία το γλεντάει, δεν ξέρω αν και κάποιοι άλλοι γλεντάνε την προμήθεια που τους αντιστοιχεί.

 
Παίρνω λοιπόν το «κιτ»,
γιατί είμαι στην κρίσιμη ηλικία, δεν διαφέρει πολύ από τα σελφ της γρίπης και του Covid, μελετώ τα κοπροβέλονα του «κιτ», αν κι έχω κάνει ήδη δύο κολονοσκοποπήσεις παρακαλώ, ου γαρ, και διαβάζω πως για να πάρω τα κατάλληλα δείγματα της αφόδευσης, είναι καλό να ρίξω μπόλικο χαρτί στη λεκάνη, ούτως ώστε το «προϊόν» να πέσει στα μαλακά, μην πάθει και τίποτα, κι εγώ με το ακροφύσιο του τεστ να πάρω τα κατάλληλα δείγματα κοπράνων που θα δείξουν αν υπάρχουν ίχνη αίματος, τα οποία ίσως με οδηγούν στην ανάγκη μιας νέας (δωρεάν, παρακαλώ!) κολονοσκόπησης. Είναι πολλά τα λεφτά, Αρη, κι είναι περισσότερα τα σκατά, Γιάννη. Πόσο ηλίθιους πρέπει να μας θεωρούν, ώστε να πιστεύουν ότι κανείς δεν θα πάρει πρέφα από τη σκατένια αρπαχτή τους;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Ηρθεν ουν και της Ματσουκοπορδούς ο υιός από την Λείχεμας και του Σκατοδακτύλη ο υιός οπό τας Γλείφας και ο Γέρων ο Κάππαρης ο Μπεσσαλιώτης και ευχόμενοι έλεγον: «Αγκανος, εξάγκανος ο ποταμός ο πύρινος ο κατακεκαυμένος, οποίος καταβαίνει εκ την αναχεσοφυσοπορδοκλήθραν του αφεδρώνος μας και γεμίζει των Εβραίων τα κολοκύνθια, ψύξη, καύση, μαράνη τας εβδομήντα δύο ήμισυ φλέβας του γουργούρου σου και τον καρύτσαφλόν σου!» 


Αγνώστου, «Σπανός», έκδοση 1562

Saturday, October 26, 2024

Διαβάζεται σε 10 λεπτά

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-28/10/2024




Οχι, δεν υπάρχει λάθος στον τίτλο του σημερινού πονήματος. Τόσο υπολογίζω ότι χρειάζεται για την ανάγνωση της φλυαρίας μου. Φυσικά, μιλάμε για μέσο χρόνο ανάγνωσης, ενός ανθρώπου με μέσες δεξιότητες όρασης και κατανόησης, οπωσδήποτε χωρίς διάσπαση προσοχής και με τα κατάλληλα γυαλιά αν τυχόν έχει αυξημένη πρεσβυωπία. Ενας έφηβος ίσως χρειαστεί περισσότερο χρόνο αν βρίσκει ακατάληπτες λέξεις και φράσεις, ή απλώς ασυναρτησίες, ένας συνταξιούχος μπορεί να χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο αν ψάχνει τα γυαλιά πρεσβυωπίας που είναι σίγουρος ότι τα είχε αφήσει εδώ δίπλα, πάνω στο κομοδίνο, αλλά δεν τα βρίσκει. 

Πάντως, η προειδοποίηση του μέσου χρόνου ανάγνωσης ενός κειμένου, και μάλιστα με ακρίβεια δευτερολέπτου, θα ήταν αδιανόητη ή απλώς ανόητη οποιαδήποτε άλλη περίοδο της μακραίωνης εποχής του Γουτεμβέργιου και της τυπογραφίας. Φανταστείτε να υπήρχε μια ανάλογη προειδοποίηση στο εξώφυλλο της Βίβλου, του Κορανίου, των τριών τόμων του Κεφαλαίου ή του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: «Διαβάζεται σε τρεις εβδομάδες... Διαβάζεται σε δυο μήνες, σε ένα χρόνο... Διαβάζεται μια ολόκληρη ζωή». 

Αν και, βέβαια, οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και λιγότερο πια, παρότι αφιερώνουν ένα τεράστιο μέρος του 24ώρου τους προσκολλημένοι σε οθόνες με εικόνες, γράμματα και αριθμούς, έχω αναρωτηθεί ποια ακριβώς διανοητική λειτουργία και σκοπιμότητα εξυπηρετεί η προειδοποίηση που περιλαμβάνουν πολλές ενημερωτικές ιστοσελίδες στην αρχή κάθε ανάρτησής τους: «Διαβάζεται σε 1' και 20"», ή «χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά». 

Οk, ας πούμε ότι τα λογισμικά και οι αλγόριθμοι των ενημερωτικών ιστοσελίδων σέβονται τον χρόνο μου –ενδεχομένως και το χρήμα μου, αν είναι συνδρομητικές- και θέλουν να με προστατέψουν από την περιττή σπατάλη του. Αλλά, μήπως πριν από την προειδοποίηση χρόνου να μου έστελναν και μία προειδοποίηση περιεχομένου; Με ενδιαφέρει ή όχι το θέμα της είδησης ή του άρθρου για να δαπανήσω τον ανάλογο χρόνο; Τι ξέρει το σάιτ για τις προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντά μου, τις αγωνίες μου; Τι ξέρει για την ταχύτητα ή βραδύτητα με την οποία διαβάζω; Κι αν ένα κείμενο είναι τόσο απολαυστικά γραμμένο που κάθομαι πάνω σε κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε περίοδο ολόκληρα λεπτά; Κι αν είναι τόσο σύνθετη η πληροφορία που μου προσφέρει ώστε πρέπει σε κάθε φράση να κοντοστέκομαι, να αποστρέφω το βλέμμα από την οθόνη και να στοχάζομαι, να φαντάζομαι ή απλώς να χαζεύω στο κενό, γιατί μια λέξη με πήγε αλλού, μια σκέψη του αρθρογράφου μού άνοιξε μια υπαρξιακή άβυσσο, μια ανοησία με τσάτισε τόσο πολύ που μου έρχεται να πετάξω το κινητό ή το λάπτοπ, να πάρω το μέσο και να τους χέσω ή να γράψω ένα επιθετικό σχόλιο κάτω από το επίμαχο κείμενο; 

Δεν ξέρω αν όλα τα λειτουργικά συστήματα εξυπηρέτησης των εκατομμυρίων ενημερωτικών ιστοσελίδων σε όλο τον κόσμο προσφέρουν την ίδια υπηρεσία πληροφόρησης/ προειδοποίησης του αναγνώστη, αλλά -ειδικά για τα ειδησεογραφικά μέσα που το χρησιμοποιούν- η εκτίμηση του χρόνου ανάγνωσης κάθε κειμένου είναι η απόδειξη της αυτοπαγίδευσής τους στο κυνήγι των «κλικ», που μεταφράζονται σε προσδοκώμενα διαφημιστικά έσοδα από τις παγκόσμιες πλατφόρμες προβολής του περιεχομένου τους (αλλά όσα αποφασίσουν αυτές ότι αναλογούν σε κάθε μέσο). Το δίλημμα των ΜΜΕ από την εποχή της αναλογικής τεχνολογίας ήταν πάντα «εικόνα ή κείμενο;», το οποίο στην εποχή των ταμπλόιντ μετεξελίχθηκε σε «πόσο κείμενο έναντι πόσης εικόνας;». Η τηλεόραση το έλυσε αυτό με έναν ολιστικό τρόπο, καθώς εικόνα και κείμενο (προφορικό ή γραπτό) έγιναν ένα ενιαίο σύνολο που κατέληγε να είναι ουσιαστικά μόνο εικόνα. Η πληροφορία, όταν δεν εξαντλούνταν στην ίδια την εικόνα, συμπληρωνόταν από τον λόγο του ρεπόρτερ ή του παρουσιαστή (σπικάζ) ή από τα λόγια των πρωταγωνιστών ή κομπάρσων του ρεπορτάζ ως ηχητική επένδυση της εικόνας. Δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα μέχρι σήμερα, στην ψηφιακή εκδοχή της τηλεόρασης. 

Στον ενημερωτικό ανταγωνισμό του διαδικτύου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα κλικ μετριούνται, ο αριθμός τους είναι ζήτημα ζωής και θανάτου (οικονομικής ζωής και οικονομικού θανάτου κάθε ενημερωτικής ιστοσελίδας), αλλά μετράει και η διάρκεια παραμονής του μέσου αναγνώστη σε κάθε συγκεκριμένη ανάρτηση, σε κάθε κείμενο και σε κάθε σάιτ. Η προειδοποίηση του χρόνου που χρειάζεται κατά μέσον όρο η ανάγνωση κάθε κειμένου, κάθε είδησης, κάθε άποψης, αφορά την οικονομία χρόνου του ιστότοπου. Οχι τον χρόνο του επισκέπτη και του αναγνώστη. Αυτόν δεν τον λυπάται κανείς. Το «διαβάζεται σε 1' και 40"» είναι μια διόλου ευγενική υπενθύμιση ότι ο αναγνώστης ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει το κείμενο στον χρόνο αυτό για να περάσει στο επόμενο και στο μεθεπόμενο και, ιδανικά, να μείνει όσο περισσότερα λεπτά γίνεται στην ιστοσελίδα, να καταναλώσει χρήσιμες, αδιάφορες και εντελώς άχρηστες πληροφορίες της ημέρας, για τις οποίες ο «Μεγάλος Αδελφός» της Silicon Valley, που μπορεί να έχει την έδρα του στην Ιρλανδία ή στην Αυστραλία, θα αποφασίσει μέσω κατάλληλα κατασκευασμένων αλγορίθμων να κρατούν τον αναγνώστη αρκετό χρόνο στην ιστοσελίδα, αρκετό για να δει τις διαφημίσεις που πετάγονται σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στις παραγράφους του κειμένου, που αποσπούν την προσοχή του, που τον πάνε αλλού, που μεγεθύνουν όση ΔΕΠΥ τυχόν είχε, που τον κάνουν να ξεχνάει τι είχε αρχίσει να διαβάζει, να αναρωτιέται αν είναι πρώιμα ανοϊκός, και στο τέλος να εγκαταλείπει διανοητικά εξουθενωμένος από την ενημέρωση, που δεν ήταν καν εξημέρωση και πληροφόρηση, είναι μια τρομακτική απο-πληροφόρηση, γιατί τελικά ο χρόνος ανάγνωσης του κειμένου είναι μόλις δύο λεπτά, και ο χρόνος παραμονής σου στην ιστοσελίδα συμποσούται σε 6 λεπτά, πα μαλ, δώσε στα παιδιά ένα ευρώ ανά επισκέπτη, αλλά εδώ τελειώνει η προειδοποίηση χρόνου των 10 λεπτών και πέστε μου αν βγάλατε κανένα συμπέρασμα εκτός από το ότι χάσατε τον χρόνο σας. 

Αλλά, αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Να χάσετε τον χρόνο σας που είναι πάντα χρήμα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα 

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν

χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω 

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

…………………

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. 

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κ. Π. Καβάφης, «Απ’ τες εννιά»


Saturday, October 19, 2024

Οικονομική ελευθερία; Ποιων; Και από ποιους;

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/10/2024



Διάβασα με ενδιαφέρον την ανακοίνωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για την παγκόσμια κατάταξη της χώρας στους δείκτες της λεγόμενης οικονομικής ελευθερίας. Με βάση τα δεδομένα μέχρι και το 2022 για 165 χώρες, την κατάταξη της Ελλάδας μόλις στην 70ή θέση δεν τη λες και καλή επίδοση για την πιο (νεο)φιλελεύθερη κυβέρνηση εδώ και μισόν αιώνα, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Την κυβέρνηση που αναδείχθηκε το 2019 με την υπόσχεση ότι σε 2-3 βδομάδες θα μπαίναν μπουλντόζες στο Ελληνικό (όπερ και εγένετο, αν και με καθυστέρηση 2-3 ετών) και ότι με το καλημέρα θα έκοβε φόρους που πνίγουν την επιχειρηματικότητα (ρωτήστε τους επαγγελματίες, που είναι μες στην τρελή χαρά με τα τεκμήρια, πόση συνέπεια έχει επιδείξει σ’ αυτό η κυβέρνηση).


Οχι, η θέση 70, μαζί με την Καμπότζη και την Γκάμπια, κάτω από τη Μογγολία και μόλις ένα σκαλί πάνω από την Κένυα, δεν είναι καλή θέση για μια καθωσπρέπει νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Κι αναρωτιέται κανείς αν αυτή είναι ακόμη μια ντροπιαστική αξιολόγηση από διεθνείς, πολιτικά προκατειλημμένους και προφανώς αριστερόπληκτους θεσμούς, όπως οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, που κατέταξαν φέτος την Ελλάδα στην 88η θέση ως προς την ελευθερία του Τύπου, ή το Ευρωβαρόμετρο της Ε.Ε., που φέρνει τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 ως προς το αν οι πολίτες νιώθουν ότι προστατεύονται το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, τα βασικά δικαιώματα. Πλην όμως, όχι, ούτε το ΚΕΦΙΜ ούτε το διεθνές ινστιτούτο Frase, που μετρά την «οικονομική ελευθερία» μεταξύ 165 χωρών, μπορεί να πει κανείς ότι εμφορούνται από αντι- φιλελεύθερα, αντιμητσοτακικά αισθήματα.


Οχι, δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική προκατάληψη στην κακή κατάταξη της Ελλάδας. Υπάρχουν απλώς μεγάλες απαιτήσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για απελευθέρωση της οικονομίας και συρρίκνωση του κράτους, που δεν έχουν εκπληρωθεί, παρά τα πέντε χρόνια φιλότιμης προσπάθειας. Κατ’ αρχάς, είναι αληθινά ντροπιαστική η κατάταξη στην 150ή θέση (έλεος!) μεταξύ 165 χωρών ως προς το μέγεθος του κράτους. Παράδοξη κατάταξη, αν και δεν ξέρουμε τι ακόμη μπορεί να πουληθεί, πέρα από τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τους αυτοκινητόδρομους, τις τηλεπικοινωνίες, την παραγωγή ενέργειας, τους υδάτινους πόρους, τα βουνά, τους κάμπους, τις ακτές, που εκχωρούνται για ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια επέκτασης της οικονομικής ελευθερίας στο πεδίο αυτό, π.χ. να κλείσουν αρκετά δημόσια ΑΕΙ για να αφήσουν χώρο στα ιδιωτικά, να βελτιωθεί ο συσχετισμός ιδιωτικών και δημόσιων νοσοκομείων υπέρ των πρώτων, να σταματήσει ο αθέμιτος ανταγωνισμός του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος εις βάρος των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, να σπάσει επιτέλους το μονοπώλιο του κράτους στον φορολογικό έλεγχο και να εκχωρηθεί το πιο σοβαρό μέρος του στις ίδιες τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις, γιατί μόνο αυτές ξέρουν τι αξίζουν πραγματικά - σιγά τώρα μη μας πουν τα τσιράκια του Πιτσιλή τι φόρο θα πληρώσουμε!

 

Η κατάταξη της Ελλάδας στη θέση 150 ως προς το μέγεθος του κράτους, έναν από τους 5 δείκτες οικονομικής ελευθερίας, είναι αληθινά ταπεινωτική. Στη θέση του «σούπερμαν» των ιδιωτικοποιήσεων κ. Χατζηδάκη θα είχα παραιτηθεί. Και δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι εξίσου χαμηλά στον δείκτη αυτό κατατάσσονται θεριά του κρατικού καπιταλισμού όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Αντιθέτως, μας θυμώνει το γεγονός ότι σε αυτή την πίστα πλασάρεται ψηλά η Αλβανία (θέση 24 παρακαλώ, κάνει δουλίτσα ο Ράμα). Αν μάλιστα υπήρχε κάποια διαδικασία ενστάσεων για την άδικη βαθμολογία, σίγουρα κάτι έπρεπε να κάνουμε εις βάρος του Ισραήλ, που είναι στην ελίτ της οικονομικής ελευθερίας (θέση 41). Οχι γιατί είναι ένα μιλιταριστικό κράτος που ανθεί οικονομικά ασκώντας επί δεκαετίες γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων και τρομοκρατία εις βάρος όλου του αραβικού κόσμου. Θα ενιστάμεθα γιατί το Ισραήλ έχει αποτύχει να επεκτείνει την οικονομική ελευθερία σε όλη την Παλαιστίνη, της οποίας οι επιδόσεις δεν μετρώνται από τα νεφελίμ του φιλελευθερισμού. Ισως γιατί εκεί, στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ έχει επιβάλει ένα πολύ ανώτερο είδος ελευθερίας: την ελευθερία από τον καταναγκασμό της ύπαρξης.


Υπάρχουν κι άλλα πεδία ένστασης. Αίφνης, γιατί στον δείκτη «πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα» η Ελλάδα κατατάσσεται στη θέση 68, όταν οι λοιποί εταίροι στην ευρωζώνη δεν πέφτουν κάτω από τη θέση 35; Δεν είναι ίδιο το ευρώ για όλους, Γερμανούς, Λετονούς ή Μαλτέζους; Φυσικά και όχι, σεραφειμάκια της νομισματικής ελευθερίας! Ειδικά εμείς, που περάσαμε από τη μνημονιακή κόλαση, θα έπρεπε να το έχουμε καταλάβει αυτό, χωρίς να μας το ψιθυρίζει εμπιστευτικά το ΚΕΦΙΜ, πως δεν υπάρχει ένα ευρώ για όλους, υπάρχουν 20, και σε μας αναλογεί το χειρότερο, το πιο ξεφτιλισμένο. 


Τέλος πάντων, πέραν της πλάκας, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αυτού του είδους τα διεθνή καλλιστεία, που καθιερώθηκαν από τη δεκαετία του 1980 από τον Μίλτον Φρίντμαν και τους ομοϊδεάτες του ανά τον κόσμο (όπως το ινστιτούτο Fraser του Καναδά που υπηρετεί το σπορ), μια ελευθερία μετρούν στην ουσία: την ελευθερία του ιδιωτικού από το δημόσιο, του ατομικού από το κοινό και συλλογικό, και εν τέλει την ελευθερία του κεφαλαίου από κάθε κρατικό ή κοινωνικό περιορισμό. Κι αυτή η ελευθερία περιλαμβάνει ενδεχομένως ακόμη και την ελευθερία του Ελον Μασκ να χρησιμοποιεί το «Χ» για να χειραγωγεί τα πλήθη υπέρ του Τραμπ και οποιουδήποτε άλλου νεοφασίστα. Ή την ελευθερία της Google να μονοπωλεί τις αναζητήσεις και τις διαφημίσεις. Υποθέτω ότι αν το αμερικανικό Δημόσιο αποφασίσει τελικώς τη διάσπαση της Google για να προστατέψει στοιχειωδώς τη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς», αυτό θα θεωρηθεί ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ελευθερία και οι ΗΠΑ θα κατρακυλήσουν αρκετές σκάλες από την 5η θέση που καταλαμβάνουν τώρα. 


Υποθέτω, επίσης, ότι αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίσει τις φιλότιμες προσπάθειές της για επέκταση της οικονομικής ελευθερίας, χωρίς βλακειούλες και παρασπονδίες τύπου «έκτακτος φόρος στα υπερκέρδη», στην επόμενη μέτρηση έχουμε πιθανότητες να ανέβουμε στη γαλάζια ελίτ του πλανήτη. Για κάποιους (πολλούς!) αυτό θα σημαίνει, βεβαίως, μεγαλύτερο εγκλωβισμό στη φτώχεια και στην ανισότητα, αλλά τι να κάνουμε, η ελευθερία έχει το τίμημά της.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι δρόμοι είναι βρόμικοι επειδή το κράτος δεν φορολογεί αρκετά τους πολίτες για να τους καθαρίσει. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι βρόμικοι επειδή δεν ανήκουν σε κανέναν.


Μίλτον Φρίντμαν, «Καπιταλισμός και Ελευθερία» 


Sunday, October 13, 2024

Εμείς φταίμε για όλα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/10/2024


Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά, μόλις έξι επεισοδίων, που προβάλλει το Cinobo (εδώ κάνω διαφήμιση, ξεκάθαρα), η οποία σε γενικές γραμμές είναι αναμνήσεις από το εγγύς μας πολιτικό μας μέλλον. Ενα πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Το «Years and Years» βγήκε στον αέρα το 2019, λίγο πριν από την πανδημία, σε παραγωγή BBC και HBO. Και μπορεί κανείς να πει ότι από όσα περιλαμβάνει η 15ετία που μελλοντολογικά διατρέχει (2019-2034) σε γενικές γραμμές τα περισσότερα έχουν ήδη συμβεί. Εχει πέσει μέσα, δηλαδή. 

Ο δημιουργός της σειράς (Ράσελ Τ Ντέιβις) παρακολουθεί τις προσωπικές και συλλογικές περιπέτειες μιας μεγάλης, μικροαστικής οικογένειας (τα τέσσερα αδέλφια Λάιονς με τις/τους συζύγους και συντρόφους τους, τα παιδιά τους, τη γιαγιά τους, στο σπίτι της οποίας συναντιούνται συχνά και κάνουν μικρές ανακεφαλαιώσεις της ζωής τους). Το φόντο είναι μια Βρετανία στην οποία αφενός ψηφιοποιούνται και επιτηρούνται ψηφιακά τα πάντα, ακόμη και τα ανθρώπινα σώματα, αφετέρου ανελίσσεται στην εξουσία μια πανούργα, δημοφιλής, ακροδεξιά περσόνα, η Βίβιαν Ρουκ (με την εκπληκτική Εμα Τόμσον), η οποία επιβάλλει ουσιαστικά μια σκληρή κυβερνο-στρατιωτική δικτατορία. Και ο κόσμος γύρω από αυτή τη Βρετανία αποσυντίθεται: η Ρωσία ελέγχει την Ουκρανία, ο Τραμπ κερδίζει κι άλλη θητεία, οι ΗΠΑ φεύγουν από τον ΟΗΕ, η Ευρώπη κλονίζεται από προσφυγική κρίση, η Ουγγαρία χρεοκοπεί, η Ελλάδα φεύγει από την Ε.Ε. (!), ξεσπάει άλλη μια τραπεζική κρίση και άλλο ένα κύμα διεθνούς ύφεσης, ενώ χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους από τις ανεξέλεγκτες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης και τους αυτοματισμούς. 

Το ενδιαφέρον στη σειρά είναι ότι ενώ βγήκε το 2019, άρα –υποθέτουμε– προετοιμαζόταν τουλάχιστον έναν χρόνο πριν, αναπτύσσει εύστοχα μια εξαιρετικά επίκαιρη ατζέντα, δηλαδή όσα συζητάμε σήμερα. Αλλά, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της είναι το ηθικό και πολιτικό ερώτημα που θέτει για τους πρωταγωνιστές της, τα μέλη της οικογένειας Λάιονς, που έκαναν καθένα διαφορετικές επιλογές: τι έκαναν οι ίδιοι και οι ίδιες για να αποτρέψουν όσα ζοφερά συνέβησαν μεταξύ 2019 και 2034 στον κόσμο, στη Βρετανία, στις γειτονιές τους, στις ζωές τους; 

Η απάντηση σε αυτό το ηθικο-πολιτικό ερώτημα δεν είναι ακριβώς «τίποτα», μια και στην ιστορία του αφηγείται το σίριαλ κάποιοι πρωταγωνιστές δεν κάνουν πράγματι τίποτα, κάποιοι φοβούνται, κάποιοι περνάνε στην πλευρά του «τέρατος» και το υπηρετούν αυτοκαταστροφικά, και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να κάνουν κάτι, με μεγάλο ρίσκο, θανάσιμο τίμημα, έστω και συνωμοτικά, ατομικά. Εξάλλου, το τέλος της σειράς επιφυλάσσει ένα μικρό, απελευθερωτικό, εξεγερτικό χάπι εντ, χωρίς ωστόσο να ξέρουμε αν αλλάζει τη ροή των πραγμάτων προς έναν όλο και πιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό ψηφιακής επιτήρησης. Ωστόσο, υπάρχει μια σκηνή στη σειρά που συμπυκνώνει όλη την ουσία του πράγματος, την ατομική ευθύνη αντίστασης σε μια συλλογική καταστροφή. Η γιαγιά Μίριελ της οικογένειας Λάιονς γιορτάζει τα 92α γενέθλιά της, κάπου στα 2034, μαζεύοντας τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, τις/τους συντρόφους τους. Και ως άνθρωπος του 20ού αιώνα, παιδί του μεγάλου πολέμου, του αναλογικού καπιταλισμού, των συλλογικών αντιστάσεων, των μεγάλων κατακτήσεων, αλλά και των μεγάλων οπισθοδρομήσεων, δεν έχει καμιά αναστολή να πει στους απογόνους της, που τους τραπεζώνει και τους κερνάει κρασί, ότι αυτοί φταίνε για όλα, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό της απ’ αυτό. Αυτοί φταίνε για τον ζοφερό κόσμο που φτιάξανε, αυτοί φταίνε που δεν αντιστάθηκαν σε κάθε πράξη οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής βίας που εμφανιζόταν σαν φοβερός κι αναπόφευκτος εκσυγχρονισμός. Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς φταίμε για κάθε πράξη αντίστασης που παραλείπουμε. Και επειδή είναι αδύνατο να το περιγράψω καλύτερα από τη γιαγιά Μίριελ της σειράς «Years and Years», σας αφήνω να απολαύσετε αυτούσιο τον μακρύ, πικρό συλλογισμό της, στη θυγατρική στήλη «Θεωρίες για την υπεραξία». Εμείς φταίμε για όλα. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

- Μίριελ: Εσείς φταίτε για όλα!

- Στίβεν: Για ποια;

- Μίριελ: Για τα πάντα… Οι τράπεζες. Η κυβέρνηση. Η Αμερική. Η ύφεση. Η κ. Ρουκ. Κάθε τι που πήγε στραβά είναι δικό σας λάθος. 

-Στίβεν: Κατηγορούμαι για πολλά, αλλά πώς είμαι υπεύθυνος για όλο τον κόσμο; 

- Μίριελ: Γιατί είμαστε, όλοι μας. Μπορούμε να καθόμαστε εδώ όλη μέρα κατηγορώντας τους άλλους ανθρώπους… Φταίει η οικονομία, φταίει η Ευρώπη, η αντιπολίτευση, ο καιρός. Και μετά κατηγορούμε αυτές τις τεράστιες σαρωτικές παλίρροιες της ιστορίας. Σαν να είναι εκτός ελέγχου μας. Σαν να ’μαστε τόσο αβοήθητοι και μικροί. Αλλά και πάλι φταίμε εμείς. Ξέρετε γιατί. Είναι το μπλουζάκι της μιας λίρας. Το μπλουζάκι που κόστισε μια λίρα, δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Ολοι μας. Βλέπουμε ένα μπλουζάκι που κοστίζει μια λίρα και λέμε, «Ευκαιρία, μ’ αρέσει». Και τ’ αγοράζουμε. Οχι για κάτι καλό. Απλώς ένα ωραίο μπλουζάκι για το χειμώνα, για από μέσα. Και ο καταστηματάρχης παίρνει πέντε άθλιες πένες γι’ αυτό το μπλουζάκι. Και κάποιος χωρικός σ’ ένα χωράφι παίρνει 0,01 πένες. Και πιστεύουμε ότι όλο αυτό είναι μια χαρά. Ολοι μας. Και δίνουμε τη λίρα μας και μπαίνουμε σε αυτό το σύστημα για μια ζωή. Είδα ότι όλα πήγαιναν στραβά όταν ξεκίνησε στα σουπερμάρκετ, όταν αντικατέστησαν τις γυναίκες με αυτά τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα.

- Ρουθ: Οχι, δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό. Τα μισώ αυτά, πάντα τα μισούσα. Με τρελαίνουν…

- Μίριελ: Ναι αλλά δεν κάνατε τίποτα, κάνατε; Πριν από είκοσι χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, σηκωθήκατε να φύγετε; Γράψατε επιστολές διαμαρτυρίας; Ψωνίσατε από αλλού; Οχι! Ξεφυσήσατε και ξεφυσήσατε και το ανεχτήκατε. Και τώρα όλες αυτές οι γυναίκες έχουν φύγει. Κι εμείς το αφήσαμε να συμβεί. Και πιστεύω ότι μας αρέσουν αυτά τα ταμεία χωρίς ταμίες, τα θέλουμε. Γιατί αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να πάρουμε τα ψώνια μας και δεν χρειάζεται να δούμε αυτή τη γυναίκα στα μάτια. Τη γυναίκα που πληρώνεται λιγότερο από εμάς. Εφυγε. Την ξεφορτωθήκαμε. Την απολύσαμε. Μπράβο. Οπότε, ναι, εμείς φταίμε. Αυτός είναι ο κόσμος που φτιάξαμε. Συγχαρητήρια. Στην υγειά σας. 


Russel T. Davies, «Years and Years» (τηλεοπτική σειρά έξι επεισοδίων του 2019, παραγωγής BBC) 


Saturday, October 5, 2024

Και τι μας νοιάζει εμάς ο πόλεμος;

Η Εφημερίδα των Συντακτών 5-6/10/2024


Τι μας λέει για την ανθρώπινη κατάστασή μας η απάθεια με την οποία πλέον παρακολουθούμε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που γίνονται στη Μέση Ανατολή, όχι εδώ και έναν χρόνο, αλλά εδώ και 75 και πλέον χρόνια; Τι μας λέει για τα ανθρώπινα ή ανθρωπιστικά (υπάρχουν τέτοια;) ανακλαστικά μας η εξοικείωσή μας με την τυπικά παγωμένη αλλά σταθερά αιματηρή σύγκρουση στην καρδιά της Ευρώπης, μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας; Είμαστε ακόμη στη μακρά, παγκόσμια μεταπολεμική ειρήνη που διαμορφώθηκε μετά την ήττα του ναζιστικού άξονα ή στη μετα-ψυχροπολεμική συνύπαρξη που έφερε η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού; Ή μήπως ζούμε έναν αργό, βραδυφλεγή, ασίγαστο αλλά και ακήρυχτο παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο συμμετέχουν οι πάντες, με πράξεις και παραλείψεις, με σιωπές και διακηρύξεις, με όπλα ή κεφάλαια; Και γιατί ο κραταιός, οικουμενικός, κυρίαρχος παντού (και με ελάχιστες πια χαμαιλεοντικές παραλλαγές) καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, χωρίς κανέναν αντίπαλο, χωρίς κανένα ελκυστικό εναλλακτικό μοντέλο, δεν έχει φέρει την υπεσχημένη παγκόσμια ειρήνη, αντιθέτως έχει πολλαπλασιάσει σε ασύλληπτο βαθμό τις αιτίες, τις αφορμές, τις προφάσεις και -κυρίως- τα υλικά μέσα ενός αληθινά ολοκληρωτικού πολέμου, που δεν θα αφήσει κολυμπηθρόξυλο επί Γης, από τα έγκατά της μέχρι τη στρατόσφαιρα; 

Εχει δίκιο ν’ αγανακτεί ο Ν. Κοσματόπουλος (διαβάστε την εκπληκτική, οργισμένη μαρτυρία του σε αυτό το φύλλο της «Εφ.Συν.») για τα «δημοσιογραφικά» ερωτήματα που του υποβάλλουν, του τύπου «πώς νιώθουν οι Ελληνες στην κόλαση της Βηρυτού;», λες κι ο πόλεμος αποκτά υπόσταση μόνο όταν σκοτωθεί ή τραυματιστεί ένας «δικός» μας που έτυχε να βρίσκεται εκεί, λες και ο πόνος, ο πανικός, το αίμα, ο θάνατος έχουν διαφορετική «ελληνικότητα», «παλαιστινιακότητα», «χριστιανικότητα» ή «ισλαμικότητα». Το C130 που θα είναι stand by στην Κύπρο για να «απεγκλωβίσει» Ελληνες εν κινδύνω υποτίθεται ότι είναι μια μικρή κιβωτός ανθρωπιάς, καθείς ας σώσει τουλάχιστον τους δικούς του από τον θάνατο, κι είμαστε εντάξει με τη συνείδησή μας και με τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις μας, όπως έχουν προκύψει από το μεταπολεμικό status quo. 

Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι δεν είναι απλώς απάθεια και εξουδετέρωση των ανακλαστικών μας ο τρόπος που ΔΕΝ αντιδρούμε και απλώς παρακολουθούμε τη συντελούμενη γενοκτονία στη Γάζα και την προκλητική προσπάθεια της ισραηλινής ηγεσίας να διεθνοποιήσει τον πόλεμο που έχει κηρύξει εναντίον αυτού που περιγράφει ως «άξονα του κακού». Πρακτικά εναντίον κάθε τι αραβικού, κάθε τι ισλαμικού. Δεν είναι απάθεια, είναι μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας ότι η χώρα Ελλάδα, η συμμαχία Ε.Ε., οι πολιτικές ηγεσίες τους, οι επιχειρηματικές ολιγαρχίες τους, ακόμη και οι σχεδόν λοβοτομημένες αντιπολιτεύσεις τους, σε αυτό τον ολοκληρωτικό, άνισο, άδικο πόλεμο έχουν επιλέξει πλευρά. Κι αν στην περίπτωση της Ουκρανίας η επιλογή πλευράς (διόλου αυτονόητη κι εκεί!) είχε κάποια επιχειρήματα, στην περίπτωση του Ισραήλ δεν έχει κανένα. Η ανοχή της γενοκτονίας στη Γάζα και των επιθέσεων του Ισραήλ σε Λίβανο, Ιράν, Υεμένη, Συρία, Ιράκ και ποιος ξέρει πού αλλού προσεχώς, είναι ξεκάθαρη συνέργεια σε έναν πόλεμο τυπικά περιφερειακό, αλλά ηθικά ήδη παγκόσμιο. 

Από τη σκοπιά των πάνω αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε. Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, που κυβερνά την υπερδύναμη εδώ και 70 χρόνια, έχει θεμελιώσει εν μέρει την ισχύ του στην ακραιφνή στήριξη του στρατοκρατικού Ισραήλ. Η Ε.Ε., επίσης, έχει προσχωρήσει πιο βαθιά στη συμμαχία αυτή και η προοπτική της δικής της «πολεμικής οικονομίας» δημιουργεί ποικίλες τεχνολογικές και επενδυτικές εξαρτήσεις με την πιο πολεμική οικονομία του κόσμου, αυτή τη Ισραήλ. Οι ενεργειακές κι άλλες παραγωγικές διασυνδέσεις (ακόμη και οι κατασκοπευτικές, τύπου Predator!) έχουν καταστήσει το Ισραήλ όχι μόνο την άτυπη 51η Πολιτεία των ΗΠΑ, αλλά και μια σκιώδη 28η χώρα-μέλος της Ε.Ε. Και την ίδια στιγμή η όλη Δύση επιλέγει να βαθύνει όχι μόνο το μέτωπο του θερμού, δι’ αντιπροσώπων, πολέμου με τη Ρωσία, αλλά κι αυτό του εμπορικού πολέμου με την Κίνα (για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις σπάνιες γαίες και ποιος ξέρει για τι ακόμη!). Της χώρας που, παρά την «κομμουνιστική» πατίνα της, έχει απομείνει σχεδόν μόνη στην υπεράσπιση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς ειρήνης που αυτή προϋποθέτει. Εν ολίγοις, η υπάρχουσα δυτική ηγεσία είναι σχεδόν εγκλωβισμένη στη στρατηγική του πολέμου. 

Απ’ τη σκοπιά των κάτω, όμως, είναι σχεδόν ακατανόητος ένας ανάλογος εγκλωβισμός. Ακόμη και η πιο ιδιοτελής, ατομικιστική, ωφελιμιστική ματιά σε έναν πόλεμο, που φαίνεται ακόμη αρκετά μακρινός, και σε μια στρατιωτική αγριότητα εις βάρος ενός ολόκληρου λαού και ενός έθνους, που «δεν είναι δικό μας», θα επέβαλλε να πάρουν εκατομμύρια άνθρωποι θέση στο πλευρό των θυμάτων και απέναντι στον ανελέητο θύτη. Αυτό δεν συμβαίνει. Αλλά την ίδια στιγμή το Ευρωβαρόμετρο λέει ότι οι Ελληνες αξιολογούν περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο την ακρίβεια και το κόστος ζωής ως το μείζον πρόβλημά τους (70%). Και θεωρούν, πάλι στα μεγαλύτερα ποσοστά (45%), ότι το πρώτο στο οποίο μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη η Ε.Ε. είναι η ειρήνη και η ασφάλεια. Και στα δύο οι ηγεσίες της Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις τους έχουν αποτύχει για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Οχι μόνο δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια ειρήνευσης στο Ουκρανικό, αλλά επέτρεψαν όλες οι καταστροφικές παρενέργειες του πολέμου να περάσουν στα χωράφια, στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στα τιμολόγια ρεύματος, στα συρρικνούμενα εισοδήματα των νοικοκυριών. Αν το «μοντέλο» επαναληφθεί και στην υποστήριξη του πολεμικού τυχοδιωκτισμού του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, θα έχουμε από χέρι ένα ακόμη οικονομικό «ολοκαύτωμα». 

Μπορεί να ακούγεται, λοιπόν, σχεδόν προσβλητικό για τα νεκρά παιδιά και τους σφαγμένους αμάχους της Γάζας ή του Λιβάνου, αλλά αν κάποιος ανησυχεί πραγματικά για την τσέπη του, τις τιμές, την επιβίωσή του, έχει κάθε λόγο να διαδηλώνει γα να σταματήσει το Ισραήλ τον ανελέητο πόλεμο και για να πάψουν οι κυβερνήσεις της Δύσης να το στηρίζουν. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε: Πόλεμος και ειρήνη

είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά.


Ομως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους

μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα.

Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους

καθώς ο γιος από τη μάνα.

Εχει τα δικά της

απαίσια χαρακτηριστικά.


Ο πόλεμός τους σκοτώνει

ό,τι άφησε όρθιο

η ειρήνη τους.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά μιλάνε για ειρήνη 

ο απλός λαός ξέρει

πως έρχεται ο πόλεμος.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο

οι διαταγές για επιστράτευση

έχουν υπογραφεί.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» (μετάφραση Μάριου Πλωρίτη) 


Sunday, September 22, 2024

Ταπεράκια έξω

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 21-22/9/2024 

 


Ο Μάικλ Μουρ, ο θορυβώδης κινηματογραφιστής και συγγραφέας, έχει δίκιο. Ο καπιταλισμός είναι μια ιστορία αγάπης. Η εξάρτησή μας από τον καπιταλισμό δεν είναι μόνο υπόθεση βίαιης υποταγής, σκληρής εκμετάλλευσης και επιδέξιας παραπλάνησης. Είναι μια σχέση βαθιά συναισθηματική, σχεδόν ερωτική και εντελώς ανεξάρτητη κι ανεπηρέαστη από την απέχθεια ή τη διάθεση ανατροπής που αισθανόμαστε για το σύστημα που διαβουκολεί την όλη ανθρωπότητα εδώ και μισό αιώνα.

Πάρτε την είδηση για την αίτηση πτώχευσης της Tupperware. Μετρήστε πόσες εκατοντάδες, χιλιάδες ιστορίες αναπόλησης της σχεδόν 90χρονης ιστορίας της πολυεθνικής πλημμύρισαν τα ΜΜΕ και τις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Ρετρό φωτογραφίες από τα πλαστικά δοχεία με τα αεροστεγή καπάκια, με τον εφευρέτη τους τον Earl Tupper που το όνομά του έχει δημιουργήσει ένα σωρό καινούργιες λέξεις σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, με την πραγματικά σοφή Brownie Wise, την πωλήτρια που επινόησε τα πάρτι επίδειξης των πλαστικών προϊόντων, εγκαινιάζοντας έναν πρώιμο καπιταλισμό της πλατφόρμας σε μια ψηφιακά ανυποψίαστη, αναλογική εποχή.

 Ολα τα δημοσιεύματα ξεχειλίζουν νοσταλγία για ένα εμβληματικό success story του βιομηχανικού καπιταλισμού, για την άνοδο και πτώση της αυτοκρατορίας του πλαστικού και τελικά για εκείνη τη χρυσή εποχή που ο Γκαλμπρέιθ αποκάλεσε «κοινωνία τη αφθονίας». Τα τάπερ ήταν ανάμεσα στα σήματα κατατεθέντα αυτής της εποχής.

Στον αντίποδα αυτής της φενάκης,
που έχει προ πολλού κλείσει τον κύκλο της και ως αυταπάτη των καπιταλιστών και ως εξαπάτηση των υποτελών τους (καταναλωτών και μισθωτών), οι σημερινοί νέοι, είτε ως σπουδαστές είτε ως εργαζόμενοι που σιτίζονται με τα ταπεράκια της μαμάς, ή με τα δικά τους εν πάση περιπτώσει, με φαγητό από το σπίτι γιατί ακόμη και το φτηνό καθημερινό ντελίβερι έχει γίνει ακριβό σπορ, δεν υποψιάζονται ότι αυτό το πλαστικό σύμβολο ανέχειας, εγκράτειας ή κανονικής φτώχειας σήμερα, υπήρξε κάποτε σύμβολο καταναλωτικής αφθονίας, ευμάρειας, ακόμη και παράγοντας υγείας για τα νοικοκυριά.

Ισως δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αυτό σήμερα, όταν πέρα από τα Tapperware υπάρχουν πλαστικά δοχεία μιας χρήσης αξίας λίγων λεπτών διαθέσιμα στα σούπερ μάρκετ κατά πεντάδες, ή όταν κάθε δευτερόλεπτο εκατομμύρια πλαστικά μπουκάλια νερού ή αναψυκτικού ανοίγονται, αδειάζονται από το δροσιστικό περιεχόμενό τους και πετάγονται, χωρίς ούτε το 10% από αυτά να μπουν στον κύκλο ανακύκλωσης, όπως υπόσχονται απατηλά οι ετικέτες τους. Ισως δεν είναι αντιληπτό πόσο πολύτιμη μπορεί να ήταν για μια οικογένεια της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα, που μπορεί να μην είχε ψυγείο ή είχε ακόμη ψυγείο με πάγο, μια σειρά από πλαστικά δοχεία φύλαξης τροφίμων. Και άρα, πόσο το εξοβελιστέο και αποδιοπομπαίο σήμερα πλαστικό, που δεν βιοδιασπάται, που αποσυντίθεται σε τρισεκατομμύρια μικροπλαστικά και πνίγει τα έμβια όντα της θάλασσας, ήταν το μικρό μέρισμα πλούτου που απένεμε στους μικροαστούς και τους προλετάριους ο πλαστικός καπιταλισμός των μεταπολεμικών χρόνων.

Είδατε που με κατέλαβε και μένα η νοσταλγία του πλαστικού καπιταλισμού;
Γιατί στις γειτονιές της αντιπαροχής στην Αθήνα των σίξτις, στις οποίες κι εγώ μεγάλωσα, οι επιδείξεις των τάπερ έδιναν κι έπαιρναν, και η μαμά που ήταν μοδίστρα κι είχε έναν μεγάλο κύκλο από πελάτισσες στη γειτονιά ήταν ιδανική οικοδέσποινα για να φιλοξενήσει τέτοιες επιδείξεις. Αλλά παρά τις πιέσεις που της ασκούσαν κάποιες γνωστές πωλήτριες της Tupperware, λίγες θυμάμαι να γίνονται τελικά στο υβρίδιο σαλονιού και εργαστηρίου ραπτικής που ήταν το μισό σπίτι μας. Προφανώς ήταν μπελάς για την κ. Βέρα, που έπρεπε να συμμαζέψει για να μην εκτεθεί στις γειτόνισσες, ίσως και να μην το γούσταρε κιόλας, γιατί η κ. Τάδε που έκανε χρόνια τις επιδείξεις έβγαζε με εξοργιστική ευκολία έναν σκασμό λεφτά βγάζοντας τα ταπεράκια έξω από τις μεγάλες τσάντες και θήκες της, ολόκληρη πολυκατοικία λέγεται ότι είχε σηκώσει, ενώ η ίδια έπρεπε να δουλεύει 12 ώρες τη μέρα με τη Singer ίσα για να τα βγάζουμε πέρα. Ακόμη και η αγορά πέντε δοχείων τάπερ ήταν μια δαπάνη διόλου ευκαταφρόνητη.

Αλλά αυτό που έκανε η κ. Τάδε (πραγματικά δεν μου ’ρχεται τ’ όνομά της
, αλλά έχω την εικόνα της, πάντα φρεσκοχτενισμένο μαλλί, συνήθως «λάχανο», και καλοντυμένη, αν και δεν ραβόταν στη μάνα μου) γινόταν από εκατοντάδες σε όλη τη χώρα, κι έτσι η μικρή πλαστική πολυτέλεια που άρχισε να κατακλύζει τα νοικοκυριά έφερε κι ένα εργοστάσιο παραγωγής στην Ελλάδα και, διόλου τυχαία φαντάζομαι, αφού το χρήμα έρρεε άφθονο, μια έδρα του ελληνικού βραχίονα της πολυεθνικής στο κέντρο της Αθήνας, έναντι ΥΠΕΞ, ψηλά στην Ακαδημίας, με μια βιτρίνα στην οποία τα πολύχρωμα πλαστικά δοχεία εκτίθενται ανάμεσα σε μια προθήκη με πανάκριβα κρύσταλλα μπακαρά και μιαν άλλη με γυναικεία ρούχα πρετ α πορτέ και αξεσουάρ, έκαστο των οποίων τιμάται από μισό έως τρεις μέσους μισθούς. Αν η κυρία Βέρα, η μοδίστρα, είχε προλάβει ζωντανή αυτή την εξέλιξη, ίσως να εξοργιζόταν για το γεγονός ότι είχε έστω αυτή την ελάχιστη συμβολή στη διόγκωση της διεθνούς πλαστικής αυτοκρατορίας.

Αλλά όλες οι ιστορίες επιτυχίας είτε του αναλογικού είτε του ψηφιακού καπιταλισμού, στον σκληρό πυρήνα τους είναι ιστορίες απληστίας. Η Tupperware, με τους πολλούς διαδοχικούς ιδιοκτήτες της, έμεινε μέχρι τέλους πιστή στο μοντέλο πώλησης που δημιούργησε, στον πρώιμο καπιταλισμό πλατφόρμας που έφτασε να αριθμεί κάποια στιγμή πάνω από 3 εκατ. «συνεργάτες-πωλητές» σε όλο τον κόσμο, τρέφοντας ισάριθμες μικρές ιστορίες απληστίας, που ωστόσο συνετρίβησαν πάνω στις νέες, μεγάλες, παγκόσμιες ιστορίες απληστίας που έφερε ο νέος, ο ψηφιακός καπιταλισμός της πλατφόρμας. Γιατί, τι μας χρειάζονται οι περιποιημένες κυρίες των κατ’ οίκον επιδείξεων, όταν έχουμε τις πλατφόρμες ηλεκτρονικών πωλήσεων, όπου βρίσκεις όλα τα ταπεράκια του κόσμου -μικρά, μεγάλα, στρογγυλά, τετράγωνα, οβάλ, ρηχά, βαθιά, κόκκινα, κίτρινα, πολύχρωμα, διάφανα- και με ένα κλικ τα παραγγέλνεις κι έρχονται σπίτι από ανυποψίαστους «συνεργάτες» μιας άλλης πλατφόρμας, που δεν ξέρουν καν τι περιέχει το πακέτο που παραδίδουν.

Και τι περιέχει το πακέτο; Απειρες εκδοχές του αγαπημένου πολυαιθυλένιου, που ο ευφυής μακαρίτης Ερλ Τάπερ σκέφτηκε να το μετατρέψει σε κάτι τόσο απτό, χρηστικό, παγκόσμιο, πυροδοτώντας τη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου από πλαστικό, με τόσους καταναλωτές, τόσους παραγωγούς, τόσους διακινητές, τόσους πωλητές, τόσους εφευρέτες και τόσους ανταγωνιστές, ώστε ακόμη κι η αυτοκρατορία Tupperware, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή, να πέσει θύμα της επιτυχίας της.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Δεν υπάρχει καλός καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός είναι ένα οργανωμένο σύστημα που εγγυάται ότι η απληστία αποτελεί την πρωταρχική δύναμη του οικονομικού μας συστήματος και επιτρέπει στους λίγους να γίνουν πολύ πλούσιοι και σε μας τους υπόλοιπους να φανταζόμαστε ότι μπορεί να γίνουμε κι εμείς (πολύ πλούσιοι), αν απλώς δουλέψουμε σκληρά. Αν πουλήσουμε αρκετά προϊόντα Tupperware και Amway, μπορούμε κι εμείς να πάρουμε μια ροζ Cadillac.

Μάικλ Μουρ, συνέντευξη μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ του «Capitalism, a Love Story», 2009