Sunday, November 2, 2025

Ο θάνατος του Ερμή

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/11/2025


Μα τι τις θέλετε τις τράπεζες στο χωριό, τώρα που έχουμε το e-banking; Μπαίνεις στο λάπτοπ σου ή στο κινητό σου, τσάκα τσάκα τελειώνεις. Και τι χρειάζονται τα ATM όταν με την κάρτα σου κάνεις όλη τη δουλειά; Τι τα θες τα μετρητά, όταν όλα γίνονται με POS; Πότε θα ξεβλαχέψετε πια; Είμαστε στην εποχή της τεχνητής  νοημοσύνης. 

Και γιατί σας έλειψαν τα περίπτερα, οι μπακαλίτσες, τα παντοπωλεία, τα πρακτορεία Τύπου που φέρναν όλο το χαρτοβασίλειο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας σε μορφή περιοδικού ή εφημερίδας; Μπαίνεις στο ίντερνετ κι έχεις όλο τον κόσμο στην οθόνη σου και τζάμπα. 

Γιατί νοσταλγείτε τα καταστήματα της Αγροτικής Τράπεζας που γέμιζαν κόσμο στα κεφαλοχώρια κάθε φορά που τέλειωναν οι συγκομιδές και οι πωλήσεις της σοδειάς; Ετσι κι αλλιώς τώρα όλα περνούν από τους λογαριασμούς σας, επιδοτήσεις, πληρωμές, ασφάλιστρα, εισπράξεις. Τουλάχιστον αποφεύγετε και τις ιώσεις. 

Ti τα θέλετε τα υποκαταστήματα της ΔΕΗ, τι θέλετε να στήνεστε στις ουρές για να πληρώνετε φως, νερό, τηλέφωνο, τι σας χρειάζεται το υποκατάστημα του ΕΦΚΑ, η τοπική εφορία, όταν έχετε όλο την ΑΑΔΕ στα δάχτυλά σας, όλο το κράτος στο πληκτρολόγιο του κινητού, του τάμπλετ ή του υπολογιστή σας; Ενα «gov.gr» είναι η μεγάλη πύλη του άυλου κράτους, σε βάζει στα άδυτα των υπουργείων, των οργανισμών, ακόμη και του Μαξίμου, η εξουσία είναι λίγα κλικ μακριά σας, μόλις κάτω από τα ακροδάκτυλά σας. 

Και, έλεος πια, τι τους θέλετε τους ταχυδρόμους με τις δερμάτινες σάκες κατάφορτες, χιαστί κρεμασμένες στους ώμους τους, με σωρούς από άχρηστη χαρτούρα που θα μπορούσατε να παίρνετε απλά με ένα e-mail στον υπολογιστή σας, χωρίς να επιβαρύνετε το περιβάλλον και να σπαταλάτε χαρτί; Τόσα δάση χάνουμε κάθε χρόνο.

Κάπως έτσι σκέφτονται οι ακριβοθώρητοι σχεδιαστές των «μεταρρυθμίσεων» και του μεγαλεπήβολου ψηφιακού εκσυγχρονισμού της χώρας, που ξεπαστρεύουν ελαφρά τη καρδία κάθε δίκτυο, υποδομή, μονάδα δημόσιας ή και ιδιωτικής υπηρεσίας θυμίζει στην απομακρυσμένη περιφέρεια ότι παραμένει κομμάτι της ελληνικής επικράτειας, όσο στο άλλοτε κλεινόν, νυν ελεεινόν άστυ, και όλα τα άστεα συνωθείται το 80% του πληθυσμού της χώρας. Γιατί άραγε δεν μένουν οι νεότεροι άνθρωποι στα χωριά, βουνίσια, καμπίσια, παραλίμνια ή παραθαλάσσια; Γιατί κεφαλοχώρια που έσφυζαν άλλοτε από ζωή έχουν μείνει με ελάχιστους υπέργηρους κατοίκους που περιμένουν πώς και τι τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το καλοκαίρι, μπας και δουν ανθρώπου πρόσωπο, γιατί θεού θα δουν μια και καλή, όταν έρθει η ώρα τους; Γιατί κλείνουν τα σχολεία ελλείψει μαθητών, ή όσα μένουν ανοικτά συντηρούνται μόνο χάρη στους οικονομικούς μετανάστες, όσους ριζώνουν και κάνουν οικογένειες εδώ, κι είναι σχεδόν οι μόνοι που κρατούν ζωντανά χωράφια, περιβόλια, κοπάδια γύρω από τα μικρά, έρημα χωριά; 

Δεν θέλει και πολλή φαντασία η απάντηση σε αυτά τα γιατί. Λίγο-πολύ όλοι έχουμε μια ρίζα σε ένα χωριό, σε έναν κάμπο, σε ένα βουνό, σε ένα νησί, κι αν έχουμε καβαλήσει τον πρώτο μισό αιώνα ζωής, ή διανύουμε ήδη την έβδομη δεκαετία της ζωής μας, σαν και μένα, έχουμε παρακολουθήσει τον αργό θάνατο του χωριού που επιβίωνε για δυο-τρεις αιώνες με τη γη, τα ζώα κι όλη την αλυσίδα της μεταποίησής του, που ωστόσο δεν ξέφευγε πολλά χιλιόμετρα μακριά από την πλατεία του, άντε όσο η απόσταση απο τα Μεσόγεια της Αττικής ώς την Κηφισιά, από το Μαρκόπουλο ώς τον Πειραιά. 

Πρώτα σταμάτησε να πιάνει λιμάνι η «παντόφλα» που διέσχιζε τον Αργοσαρωνικό για να φτάσει στην παραλία του παραθαλάσσιου χωριού. Υστερα τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ αραίωσαν, από δύο τη μέρα γίνανε ένα, κι ύστερα κανένα, αν θες ντε και καλά να πας με το λεωφορείο, θα πρέπει να περπατήσεις δυο χιλιόμετρα ή να καλέσεις ταξί, που κι αυτό δεν υπάρχει πια, τέσσερα ταξί ή «αγοραία» είχε κάποτε το χωριό, τώρα πρέπει να έχεις το τηλέφωνο του ταξιτζή από το διπλανό χωριό. Επειτα πέθανε ο πράκτορας που έφερνε εφημερίδες και περιοδικά, κανένας δεν πήρε τη θέση του, λίγο μετά έκλεισε και το μοναδικό περίπτερο, ακολούθησε το κατάστημα της Αγροτικής, τα δύο ΑΤΜ που τις περισσότερες μέρες της βδομάδας δεν είχαν χρήματα ξηλώθηκαν και τυπικά, αν θες μετρητά πρέπει να έχεις αυτοκίνητο και να κάνεις δεκαπέντε χιλιόμετρα, ή να περιμένεις τον ταχυδρόμο να σου φέρει τη σύνταξη ή το επίδομα, μία φορά τον μήνα, αλλά τώρα θα κοπεί κι αυτό, και πού θα πληρώνεις τους λογαριασμούς τώρα που και το μοναδικό μπακάλικο του χωριού έσπασε τη σύμβασή του με τους παρόχους ρεύματος, νερού, τηλεφώνου; Μέχρι τη δεκαετία του ’90 ένας φούρνος, από τους τρεις παρακαλώ του χωριού, έκανε και χρέη ταχυδρομείου, έπειτα έμεινε μόνο το κίτρινο γραμματοκιβώτιο. Το Κέντρο Υγείας που άνοιξε με δύο θέσεις, έναν παθολόγο κι έναν αγροτικό γιατρό, δεν μακροημέρευσε, μόλις πέντε χρόνια κράτησε, πρόλαβε πάντως να το εγκαινιάσει κάποιος υπουργός ή τοπικός βουλευτής. Κι έπειτα, ήρθε ο «Καποδίστριας», ήρθε κι ο «Καλλικράτης», από δήμαρχος κλητήρας που λένε ο πρώην δήμαρχος του χωριού, που είναι ένα από καμιά 15αριά που κάνουν έναν μεγάλο καλλικρατικό δήμο, υποτίθεται πως εφαρμόζεται το ρητό η ισχύς εν τη ενώσει, στην πραγματικότητα τα μικρά χωριά απογυμνώνονται από κάθε ίχνος κρατικής δομής, όσοι απομένουν εκεί ή πρέπει να παίζουν τους υπολογιστές και τους αλγόριθμους στα δάχτυλα ή να οδηγούν αυτοκίνητο μέχρι τα βαθιά τους γεράματα για να φτάσουν το όλο και πιο απόμακρο κράτος.

Ο θάνατος του ταχυδρομείου είναι τελικά μια συνεκδοχή του θανάτου στον οποίο καταδικάζεται η περιφέρεια, θανάτου παραγωγικού, οικονομικού, δημογραφικού, πολιτιστικού. Οπως και το κλείσιμο του υποκαταστήματος της τράπεζας, της εφορίας, της υπηρεσίας του δήμου, του συμβολαιογραφείου, του υποθηκοφυλακείου. Οι υπερίληκες θα πεθάνουν, οι μεσήλικες έχουν ρίξει μαύρη πέτρα, οι ώριμοι έρχονται μια-δυο φορές τον χρόνο, οι νέοι ούτε ξέρουν πού πέφτει το χωριό, θα βρεθούν κληρονόμοι χωραφιών που θα λογγώνουν και δεν θα ξέρουν κατά πού πέφτουν, αλλά η ΑΑΔΕ δεν θα ξεχνά να τους χρεώνει τον ΕΝΦΙΑ. 

Το κεφάλι του φτερωτού Ερμή, του αγγελιαφόρου των θεών, παραδίδεται επί πίνακι στον ψηφιακό Λεβιάθαν. Ο Ερμής, ίσως η πιο συμπαθητική φιγούρα του ελληνικού Πανθέου, παιδί του Δία και της Μαίας, ήταν προστάτης του εμπορίου, των κλεφτών, του τζόγου και φυσικά των αγγελιαφόρων. Αλλά ήταν και ψυχοπομπός, συνόδευε τις ψυχές των νεκρών στον Αδη. Οι τελευταίοι κάτοικοι των έρημων χωριών θα φύγουν από τη ζωή στερούμενοι κι αυτή την ελάχιστη παρηγοριά του φτερωτού ψυχοπομπού. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο ταχυδρόμος πέθανε...

...ήταν παιδί στα δεκαεφτά

που τώρα έχει πετάξει


Ποιος θα σου φέρει αγάπη μου

το γράμμα που ’χα τάξει;


Και σαν πουλί που πέταξε

η πικραμένη του ζωή,

πέταξε πάει και του ’φυγε

η δροσερή πνοή


Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου

το τελευταίο φιλί μου;


Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια

κι ήταν αυτός η αγάπη μου,

η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια,

φέρνει δροσιά στ’ αηδόνια


Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου

πού ’ναι του ονείρου ο δρόμος

αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος;


Μάνου Χατζιδάκι, «Ο ταχυδρόμος πέθανε» (1961)


Saturday, October 25, 2025

Σαββοπουλειάδα Νο 44657581

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 25-26/10/2025

Ο Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια, το 1970.

Στην αρχή ήταν ένα μικρό πικάπ, μπεζ νομίζω, όχι μεγαλύτερο από τον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας, το είχε πάρει η εξαδέλφη Λ., φοιτήτρια τότε, κι ήταν μια αγαπημένη συνήθεια, όταν βρισκόμουν στο σπίτι της θείας Ε., στο Κερατσίνι, να ανοίγω το καπάκι του μικρού πικάπ και να διαλέξω ένα 45άρι, αλλά κυρίως έναν μεγάλο δίσκο, που όταν τον έβαζες στο περιστρεφόμενο «ταψί» του πικάπ εξείχε σχεδόν ο μισός από το πλαίσιο της συσκευής. Αλλά τη δουλειά του την έκανε, και μόλις έβαζες τη βελόνα στις γυαλιστερές αυλακιές του βινυλίου, ο ήχος σού φαινόταν μαγικός, κι ας έβγαινε από το ελάχιστο ηχειάκι του πλαστικού πικάπ. 

Ο μεγάλος δίσκος είχε και τη γοητεία του. Ηταν πολύ πιο υλικός, υπήρχε το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο με όλες τις πληροφορίες, καμιά φορά και τους στίχους των τραγουδιών και μικρά κείμενα των συντελεστών. Δύο θυμάμαι πως μου έκαναν εντύπωση από τη μικρή συλλογή της Λ.: τα «12+1 τραγούδια του Χατζιδάκι από την Αρλέτα», που είχε εικονογραφήσει η ίδια όλο τον δίσκο με κείνες τις αέρινες φιγούρες της, και το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου, με το εξώφυλλο του Κυριτσόπουλου, μαύρο και χακί, να παίζει απλώς με τον τίτλο, το όνομα και μια αδρή καρικατούρα του συνθέτη. Ο οποίος, στις «300 λέξεις για το φορτηγό μου» που συνόδευε το οπισθόφυλλο του δίσκου, έλεγε κάτι ακατάληπτα για έναν 9χρονο ή 10χρονο που ήμουν τότε, και κατέληγε σε ένα υστερόγραφο όλο αυτοσαρκασμό: «Ο παληός μου εαυτός πάει κι’ ο καινούργιος πούντος; Αυτά που θ’ ακούσετε εδώ μέσα, δεν είναι ακριβώς τραγούδια, είναι μάλλον μια σειρά ασκήσεις φυσικής αναπνοής». Δεν είχε κι άδικο. Ολη η μουσική που βασίζεται στην ανθρώπινη φωνή ή στην ανθρώπινη εκπνοή (πνευστά) είναι μια άσκηση φυσικής αναπνοής από τα προϊστορικά χρόνια.

Μετά το πικάπ, ήρθε ένα κασετοφωνάκι, πλαστικό πάλι, από Ουγγαρία, μάλλον ο αδερφός μου το είχε πάρει, μαύρο, με πέντε-έξι κουμπιά, το ένα νομίζω ήταν πορτοκαλί. Η κασέτα δεν είχε τη γοητεία του μεγάλου δίσκου, με το εξώφυλλό του κι ένα σωρό πληροφορίες για τους συντελεστές των κατά κανόνα 12 τραγουδιών κάθε συλλογής, ενώ το αντίστοιχο με τις γρατζουνιές στο βινύλιο μειονέκτημα της φτηνότερης κασέτας ήταν το μάγκωμα και μάσημα της ταινίας από το κασετόφωνο. Τέλος πάντων, κι αυτό το κασετόφωνο την έκανε τη δουλειά του, απ’ αυτό έφηβος πια άκουσα το «Περιβόλι του Τρελλού», τον «Μπάλλο», το «Βρώμικο Ψωμί», φυσικά και τα «10 χρόνια κομμάτια». Οχι πως έλειπε ο Σαββόπουλος από τα ραδιοφωνικά μας ακούσματα, αλλά από το κρατικό ραδιόφωνο, χουντικό και μεταπολιτευτικό, κάποια τραγούδια του τα κράταγε η κρησάρα της λογοκρισίας. Το να ακούσεις το όλον ήταν άλλου είδους εμπειρία, κάτι σαν μύηση τελετουργική. 

Από τα χιλιάδες κείμενα και αναρτήσεις στα σόσιαλ που έγιναν με την είδηση του θανάτου του Σαββόπουλου, σε ένα ιδιότυπο δημοψήφισμα με «υπέρ, κατά, λευκό, άκυρο και αποχή», κατάλαβα ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που ένιωσαν την ανάγκη «να πάρουν θέση» για τον Νιόνιο, τον ευφυή τραγουδοποιό, τον ευφάνταστο περφόρμερ, τον νεαρό αναρχικό, τον ώριμο αποστάτη, τον γηραιό δεξιό, θέλησαν να μιλήσουν κυρίως για τον εαυτό τους, τον ατομικό ή συλλογικό εαυτό, και τη σχέση τους με τα τραγούδια και τον δημιουργό που τους συνόδευσε από τη νιότη μέχρι τα γεράματά τους. 

Κι εγώ δεν ξεφεύγω από τον κανόνα. Γι’ αυτό θυμήθηκα το παιδικό πικάπ, το εφηβικό κασετόφωνο, τις νεανικές συναυλίες της μεταπολίτευσης, τον τρόπο που ο Σαββόπουλος διεμβόλιζε την ήδη διασπασμένη Αριστερά, αλλά ταυτόχρονα την ένωνε με όλο το ριζοσπαστικό, αν και μελαγχολικό φορτίο της δεκαετίας του ’60, της παρανομίας και της νομιμότητας, που έφερε με τη μουσική και την ποίησή του. Γι’ αυτό θυμάμαι με τρυφερότητα τον τρόπο που οι φίλοι με δούλευαν τραγουδώντας μου το «Για τα παιδιά που ’ναι στο κόμμα» και κάπου πρέπει να έχω ακόμη εκείνο τον πορσελάνινο λευκό και γαλάζιο ποντικό που μου είχε χαρίσει η Λένα, για να θυμάμαι πάντα ότι θα με περίμενε χωρίς πολιτικούρες και των μανιφέστων τις κλεισούρες, αν και Κνίτης, το τραγούδι έγινε από τα αγαπημένα μου του Σαββόπουλου, με τη Λένα χαθήκαμε, έχει πεθάνει πρόωρα κι άδικα, το αύριο το αλάνι έχει και για μένα προ πολλού παρέλθει, η ουρά μου έχει πέσει, το φτερό μου έχει σπάσει, και σε τίποτα δεν θυμίζω πια τον λευκογάλαζο ποντικό των έιτις.

Για 34 χρόνια ο Σαββόπουλος έγραφε το σάουντρακ και το λιμπρέτο μιας εποχής μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων. Ηταν η μουσική υπόκρουση ενός τεράστιου μετασχηματισμού της χώρας, πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, ήταν το ηχόχρωμα της συντριβής των οραμάτων μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής μετά την πτώση της χούντας, έγινε ο σαρκασμός κάθε νεαρού επαναστάτη που «ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός», όπως έγραψε στο «Κούρεμα», το 1989. Είναι παράξενο που ο Σαββόπουλος στην «Αποτυχία της Αριστεράς», ένα σκληροπυρηνικό πολιτικό τραγούδι που εξομοιώνει την περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ με τη στρατιωτική χούντα, και σε άλλα παρεμφερή, δεν λέει κουβέντα για τα συγκλονιστικά που συντελούνται εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη, με την κατάρρευση των καθεστώτων που διακυβερνούσαν τις κοινωνίες στο όνομα του σοσιαλισμού. 

Από το υπαινικτικό «Φορτηγό», στο λυρικό «Περιβόλι» και στον εκρηκτικό «Μπάλλο», από το αριστουργηματικό «Βρώμικο Ψωμί» στα εξεγερτικά «10 χρόνια κομμάτια», από την επιθετικά πολιτική «Ρεζέρβα» μέχρι τα διονυσιακά «Τραπεζάκια» και το «Κούρεμα», ως υστερόγραφη δήλωση μετανοίας, ο Σαββόπουλος της ουσίας και της προδοσίας, της αποκοτιάς και της κοινοτοπίας, του αντιεξουσιασμού και του καθεστωτισμού, της εκρηκτικής δημιουργικότητας και της βαρετής ανακύκλωσης του εαυτού του, ο διαρκώς μεταλλασσόμενος Σαββόπουλος υπήρξε η συνεκδοχή της μεταλλασσόμενης ελληνικής κοινωνίας, που διέτρεξε το πολιτικό φάσμα από αριστερά προς τα δεξιά, εντελώς αντίστροφα από την υλική της διαδρομή, από τον νεοπλουτισμό στη φτωχοποίηση. 




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
Ξεκινάω μ’ ένα φορτηγό.
Στην εθνική οδό λίγο έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη σε μαζεύει κι’ ύστερα από πολλά σ’ αφήνει στην Αθήνα πριν ξημερώσει…
Τέσσερα χρόνια πέρασαν κι’ εγώ όλο εκεί ξαναγυρνάω. Ολο εκεί ξαναγυρνάω τώρα που οι σχέσεις μου όλες μπατίρησαν και οι δουλειές μου μείνανε μισές κι’ οι παλιοί μου φίλοι ούτε ν’ ακούσουν θέλουν πια για μένα, ούτε ζωγραφιστό να με δουν.
Πέτρο, Μιμίκα, Αννα…
Θέλω να περισωθώ μέσα σας, εσείς όμως συνωμοτείτε με κάθε μόριο της πραγματικότητας κι’ όλο μου πάτε κόντρα και με νικάτε και θέλετε να με πάρετε φαντάρο και τα καταφέρατε έτσι που τα χρόνια να κυλήσουν και τα πράγματα να με ξεπεράσουν. Πώς να το παραδεχτώ. Ετσι δηλαδή θα τελειώσει η νιότη μου; Παίρνω σβάρνα τους δρόμους, τα καφενεία κι’ αφήνω τα κοριτσίστικα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν να τα βλέπει η μαρίδα να γελάη.
Θα ξανακατέβω εκεί στα δέντρα που για πρώτη φορά σε κατάφερα να μου πής «σ’ αγαπώ».
Θα ξανακατέβω στις αποθήκες της οδού Πειραιώς να βρω τον φίλο μου τον Τζώρτζη τον σωφέρ και θα τρυπώσω κάτω απ’ τον μουσαμά που στεγάζει το καμιόνι.

Διονύση Σαββόπουλου, «300 λέξεις για το φορτηγό μου» 


Sunday, October 19, 2025

Φωνή εκ του κενοταφίου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18-19/10/2025



 ... Και μένα με ρώτησε κανείς; Μήπως μου πέφτει κάπως ο λόγος σε όλον αυτόν τον καβγά των ζωντανών για μας τους νεκρούς; Μήπως με ρώτησε κανείς και τότε, πριν από σχεδόν έναν αιώνα, όταν αποφάσιζαν να με εντοιχίσουν στα παλιά ανάκτορα, ως άγνωστο στρατιώτη, ως συνεκδοχή όλων των νεκρών, όλων των πολέμων, από της Τροίας την εκστρατεία για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη, μέχρι της Ουκρανίας τον ξένο πόλεμο, του 1919, ενάντια στους μπολσεβίκους; Αλήθεια, αυτός ο Λαζαρίδης, ο αρχιτέκτονας, κι ο Ροκ, ο γλύπτης, είχαν άραγε ποτέ βρεθεί σε πεδίο μάχης; Είχαν δει πολλούς νεκρούς στρατιώτες «εκτάδην κειμένους», σαν να τους πήρε γλυκά ο ύπνος, με την περικεφαλαία στο κεφάλι και την ασπίδα στ' αριστερό χέρι; Δεν έτυχε να δουν κεφάλια ανοιγμένα στα δυο, μυαλά χυμένα, πόδια και χέρια κομμένα, μάτια βγαλμένα, σώματα κομμένα στα δυο ή διαλυμένα στα εξ ων συνετέθησαν, θώρακες ανοιγμένους σαν κόκκινα τριαντάφυλλα, σωθικά χυμένα στο χώμα; Δεν άκουσαν για σώματα εξαϋλωμένα, που δεν βρέθηκε ούτε κοκαλάκι τους, απανθρακωμένα ή κονιορτοποιημένα μέσα στα ορύγματα από βόμβες ναπάλμ ή διασποράς; 

Κάτι τέτοιο έπρεπε να σκαλίσουν στο μάρμαρο, στον πωρόλιθο, ό,τι είναι τέλος πάντων. Ο αφανής, ανεύρετος κι άταφος νεκρός, που χάθηκε σε μια συνθήκη απίστευτου τρόμου την οποία καμιά αγάπη για την πατρίδα, καμιά αφοσίωση στον πόλεμο των άλλων, καμιά πίστη δεν μπορεί να τον κατανικήσει, εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, την ώρα που η βόμβα σκάει δίπλα του, που η σφαίρα διαπερνάει το σώμα του, η χειροβομβίδα τον διαμελίζει, το αέριο τον πνίγει, η φωτιά λιώνει τη σάρκα του, δεν έχει καμιά γαλήνη. 

Αν θες να ξέρεις, κι εγώ, ο εντοιχισμένος υποθετικός νεκρός, δεν κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, ζω τον ξύπνο του κολασμένου. Βλέπεις, τις πιο πολλές φορές χάθηκα σε άδικους πολέμους, πολέμους των άλλων, των στρατόκαυλων, των πολεμοκάπηλων, των άπληστων εξουσιών, των κατακτητών, των εμπόρων των εθνών και των όπλων, έγινα κρέας για τα κανόνια τους, ποδοπατήθηκα από τους ανταγωνισμούς τους για νέες αγορές, νέα εδάφη, νέους πόρους, με έστειλαν να υπερασπίσω τη δική τους πατρίδα, που δεν έχει σύνορα, σαν τα κεφάλαιά τους και τη δίψα τους να τα πολλαπλασιάσουν. Οι δικοί μου βωμοί κι εστίες που θα 'πρεπε να υπερασπιστώ, μαζί με τη μάνα, τον πατέρα μου, τα αδέλφια μου, την αγαπημένη μου, τα παιδιά μου, τους φίλους μου, τους γειτόνους, τους συγχωριανούς, τους συναδέλφους, τους συντρόφους μου, είναι περιχαρακωμένοι σε λίγες εκατοντάδες στρέμματα, άντε μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όσο το χωριό μου, η γειτονιά μου, το βουνό μου, το νησί μου, η πόλη μου. Οι δικές τους εστίες και βωμοί που για την υπεράσπισή τους με έστελναν να σφαγώ, ενώ οι ίδιοι έμεναν στην ασφάλεια των στρατηγείων, των θησαυροφυλακίων, των πύργων, των παλατιών, των μεγάρων τους, ήταν εκατοντάδες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Κριμαία, στον Σαγγάριο, στην Καλλίπολη, στην Καμπούλ, στο Κάιρο, στην Κορέα, στο Βιετνάμ. Και δεν είχε ίχνος ηρωισμού ο κάθε θάνατός μου εκεί. Δεν είχα καν την πολυτέλεια να μισήσω τον άγνωστο εχθρό μου. Μόνο να τον φοβηθώ μπορούσα, χωρίς να ξέρω ότι κι αυτός με τον ίδιο φόβο έτρεμε τον επερχόμενο θάνατο. 

Εμένα, που λες, δεν με ρώτησε κανείς ούτε για το πού θα στηθεί το κενοτάφιό μου. Στην πραγματικότητα δεν το στήσανε για μένα. Δεκάρα δεν δίνουν για το αν χάθηκα στη μάχη του Μαραθώνα, στη Σικελική εκστρατεία, στην επέλαση στην Ασία που οργάνωσε αυτό το άπληστο, χαρισματικό τσογλάνι, ο Αλέξανδρος, στη μάχη της Λευκόπετρας, στην Αλωση της Πόλης, στα Δερβενάκια, στο Μπιζάνι, στο Τεπελένι ή στον Γράμμο, από πυρά εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών, εισβολέων ή δωσιλόγων. Το κενοτάφιο το στήσανε για πάρτη τους. Για να δοξάζουν τους εαυτούς τους, τους μύθους, τα ψεύδη, την προπαγάνδα, τις φαντασιώσεις τους, για να κρύψουν τις καταστροφικές επιλογές τους, τις αποτυχίες τους, τα μακελειά που προκάλεσαν, τις προδοσίες τους, τις συνεννοήσεις τους με κατασκευασμένους εχθρούς και ύπουλους φίλους. 

Αν με ρωτούσαν πού θέλω να στηθεί το κενοτάφιό μου, θα διάλεγα τον κήπο του σπιτιού μου ή το χωράφι μου ή το βουνό ή μια αγαπημένη παραλία ή το υπόγειο που έκανα πρώτη φορά έρωτα, την αλάνα που έπαιζα παιδί με τους φίλους μου. Ισως τους έλεγα πως δεν θέλω καν κενοτάφιο, ούτε καντήλι, ούτε τους εύζωνες με τη θανάσιμη σιωπή τους και την όρθια νεκρική ακαμψία τους ούτε τουρίστες που χαζεύουν τη θέα του άδικου θανάτου, γιατί και στον πιο δίκαιο πόλεμο ο βίαιος θάνατος μόνο άδικος μπορεί να είναι. Φαντάροι που πάνε στον πόλεμο «με το χαμόγελο στα χείλη» υπάρχουν μόνο στα τραγούδια. Και πάλι, τα πιο ρεαλιστικά απ' αυτά λένε το πιο ουσιαστικό: «Οποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,/ στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει». 

Γιατί, αν και νεκρός, σκοτωμένος εκατομμύρια φορές με όλους τους δυνατούς τρόπους, από τσεκούρι, σπαθί, δόρυ, καταπέλτη, σφαίρα, βόμβα, ραδιενέργεια, πνιγμό στον βυθό, αγαπώ τη ζωή. Τη νοσταλγώ συνεχώς, νοσταλγώ τα βάσανα και τις χαρές της, τις γεύσεις της, τις μυρωδιές της, τα φιλιά της, τις απολαύσεις της, τις φωνές της, και για τον ίδιο λόγο απολαμβάνω τις φωνές των ανθρώπων που παρελαύνουν μπροστά μου στο Σύνταγμα διεκδικώντας ζωή, περισσότερη ζωή, απορρίπτοντας όλες τις μικρές και μεγάλες δόσεις θανάτου που σε μορφή νομοσχεδίων κι αποφάσεων δίνουν στην κοινωνία οι νεκρόφιλοι της εξουσίας. 

Ισως πάλι, αν με ρωτούσαν αν εμείς, οι εκατομμύρια άγνωστοι στρατιώτες, χρειαζόμαστε πράγματι ένα κενοτάφιο, ίσως τους έλεγα όχι. Ισως είναι πιο έντιμο να στήσουμε άλλα μνημεία για τον πόλεμο. Μνημεία για όσους γύρισαν ζωντανοί και μπορούν να αφηγηθούν τη φρίκη του πολέμου, απογυμνώνοντάς τον από κάθε πατίνα ηρωισμού, αποκαλύπτοντας την απανθρωπιά του. Μνημεία για όσους αρνήθηκαν να πάρουν όπλα και να σκοτώσουν στα τυφλά ανθρώπους που δεν ξέρουν καν, για λιποτάκτες που χτυπήθηκαν στο ψαχνό από τους αξιωματικούς τους ή εκτελέστηκαν από συναδέλφους τους, μνημεία για προδότες που προσπάθησαν να υπονομεύσουν έναν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο της πατρίδας τους, μνημεία για τις «παράπλευρες απώλειες», για τις βιασμένες γυναίκες, για τα παιδιά που πέθαναν από στρατιωτικούς αποκλεισμούς, για τους αυτόχειρες στρατιώτες, για τους σαμποτέρ των πολεμικών μηχανών, γι' αυτούς που αποκαλύπτουν κρατικά μυστικά και εξουδετερώνουν σχέδια πολέμου, για τους τρομοκράτες που αναλαμβάνουν να σκοτώσουν πολεμοχαρείς δόκτορες Strangelove ή αιμοδιψείς συνταγματάρχες Kurtz. Μνημεία ζωής, όχι θανάτου. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Μια γυναίκα δεν είναι σαν χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή.

Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σα χώρα» 

Saturday, October 11, 2025

Εγχειρίδιο κατασκευής κομμάτων

  Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/10/2025



Πώς ακριβώς φτιάχνονται τα κόμματα; Ολοι υποψιαζόμαστε πως υπάρχει κάποια διάδραση ανάμεσα στην υλική κατάσταση και τη συναισθηματική αντίδραση των κοινωνικών ομάδων που υποφέρουν, ευημερούν ή απλώς είναι σε ένα limbo, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κόλασης και παράδεισου, ούτε κρύο ούτε ζέστη, ούτε πάνω ούτε κάτω, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε μπρος ούτε πίσω. Κόμμα και τάξη -κοινωνική τάξη- βρίσκονται στην ίδια συνάρτηση, ακόμη κι απ’ την εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, στην οποία Δημοκρατικοί και Αριστοκρατικοί αντιπαρατίθεντο ελκύοντας συχνά ετερόκλητα ακροατήρια: για παράδειγμα, στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου οι πρώτοι κέρδιζαν τον ενθουσιασμένο και φιλοπόλεμο ταξικό αφρό της Αθήνας, οι δεύτεροι την πλέμπα, τη φτωχολογιά της πόλης που είχε αποδεκατιστεί από τις μάχες και την πανούκλα. 

Το δίπολο αυτό του 5ου π.Χ. αιώνα, εννοείται, δεν άφηνε χιλιοστό χώρου για τον πάτο της αθηναϊκής κοινωνίας, τους δούλους, που οι πόλεμοι και τα χρέη τους αύξαιναν ασταμάτητα, σε βαθμό που να είναι η πλειονότητα των κατοίκων του κλεινού (και ελεεινού) άστεως. Δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία και ταλάντευση στους κορυφαίους φιλοσόφους, πολιτικούς, συγγραφείς, δημαγωγούς της κατά τεκμήριον τελειότερης άμεσης δημοκρατίας στην Ιστορία της ανθρωπότητας, της αθηναϊκής, ότι οι δούλοι, αυτά τα έμψυχα «πράγματα», μπορεί να είχαν τον παραμικρό ρόλο στη διακυβέρνηση της Αθήνας ή αργότερα της Ρώμης και όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των τριών ηπείρων, όπου μόνο εξεγέρσεις δούλων και καταπιεσμένων εθνοτήτων καταγράφηκαν, οι περισσότερες πνιγμένες στο αίμα. Κόμμα δούλων δεν υπήρξε ποτέ. Η, όταν υπήρξε, οι δούλοι δεν ήταν πια δούλοι. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μετά τον εμφύλιο και την κατάργηση της δουλείας -αλλά όχι και του ρατσισμού, της εκμετάλλευσης και του ανελέητου διωγμού των Αφροαμερικανών- δεν υπήρξε καν κόμμα απελευθερωμένων δούλων. Υπήρξε κόμμα αστών-βιομηχάνων της βόρειας Αμερικής που ήθελαν άφθονα και ελεύθερα εργατικά χέρια μαύρων ανδρών, γυναικών και παιδιών και κόμμα γαιοκτημόνων, που θέλαν τα ίδια ακριβώς χέρια σκλαβωμένα, δεμένα με τη γη, στη συγκομιδή του βαμβακιού, των σιτηρών από τις φυτείες του Νότου, που γίνονταν πρώτη ύλη για τα κλωστήρια και εργοστάσια του Βορρά. 

Πώς, λοιπόν, φτιάχνονται τα κόμματα; Στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, όπως μαθαίναμε στο σχολείο, ο ανυποψίαστος για το επερχόμενο τέλος του στην «αγία γκιλοτίνα» Λουδοβίκος ΙΣΤ', συγκάλεσε την περίφημη συνέλευση των τάξεων, που κατά την οπτική του για τον κόσμο και τη Γαλλία από τις Βερσαλίες, ήταν ο κλήρος, η αριστοκρατία και το ασαφές συνονθύλευμα Τρίτη Τάξη. Αυτό ήταν το πρόπλασμα τριών ή δυο κομματικών σχηματισμών που στην πραγματικότητα αντιπροσώπευαν ένα μικρό τμήμα της γαλλικής κοινωνίας, αφήνοντας την τεράστια πλειονότητα των φτωχών, των εργατών, των πεινασμένων, των αγροτών, των αναλφάβητων εκτός οποιασδήποτε εκπροσώπησης. Μπορεί όλοι αυτοί να αποτέλεσαν τον στρατό της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά το «κόμμα» της, η Τρίτη Τάξη, η Εθνοσυνέλευση, η Δημοκρατία, ήταν υπόθεση των αστών, βιομηχάνων, βιοτεχνών, εμπόρων, τραπεζιτών, υπαλλήλων, διανοουμένων της εποχής. \

Φυσικά, τα manual κατασκευής των κομμάτων προσφέρουν κι άλλες εναλλακτικές. Η γέννηση της ελληνικής δημοκρατίας στη διάρκεια της απελευθερωτικής Επανάστασης, ως γνωστόν, βασίστηκε στα κόμματα της ξένης επιρροής, το γαλλικό, το αγγλικό, το ρωσικό, που ελάχιστη σχέση είχαν με συμφέροντα τάξεων· περισσότερο αντανακλούσαν τις εξαρτήσεις -πολιτικές και οικονομικές- των αρχηγών τους από τις αντίστοιχες ηγεσίες των Μεγάλων Δυνάμεων ή απλώς από τις διπλωματικές αποστολές και τους πράκτορές τους στην καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία. 


Αν περιοριστούμε στη σύγχρονη ελληνική εμπειρία, ας πούμε στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή, τα κόμματα μέχρι και τις παραμονές της χούντας σχηματίστηκαν στη βάση μιας συντριπτικής, αιματηρής ήττας του αντιφασιστικού, απελευθερωτικού μετώπου και στον ακρωτηριασμένο κοινοβουλευτισμό που έθετε εκτός νόμου, πολιτικής και χώρας ένα τεράστιο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Τα μεταπολεμικά κόμματα κατασκευάστηκαν είτε από ανακύκλωση υλικών του Μεσοπολέμου με ισχυρές προσμίξεις δωσιλογισμού, αντικομμουνισμού, νεοφασισμού, φιλοαμερικανισμού, είτε από τα σπαράγματα της ηττημένης Αριστεράς που αναζητούσε όρους επιβίωσης σε μια στοιχειώδη δημοκρατική νομιμότητα. 


Η χούντα, πάλι, με τον αμείλικτο διωγμό κάθε υπερασπιστή της δημοκρατίας και τη γενναιόδωρη στήριξή της από την επιχειρηματική ελίτ της χώρας, τους ξένους επενδυτές και τις ΗΠΑ, επέβαλε άθελά της ένα big bang κομμάτων και πολιτικών οργανώσεων σε συνθήκες απόλυτης παρανομίας, ολιγάνθρωπων και συνωμοτικά κινούμενων, που το εύρος επιρροής φάνηκε μόνο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. 

Αλλά τα πραγματικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, αυτά που κυριάρχησαν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και στη διακυβέρνηση για δεκαετίες και σε σημαντικό βαθμό επιβιώνουν ώς σήμερα, ήταν κυριολεκτικά κατασκευές του εργαστηρίου. Στήθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες, μικρή σχέση είχαν με το υπόγειο αντιδικτατορικό κίνημα, με εξαίρεση τα κόμματα της Αριστεράς που ανασυντέθηκαν σωματικά, όταν άνοιξαν οι φυλακές και τα σύνορα για τους εξόριστους. 


Με λίγα λόγια, τα κόμματα δεν φτιάχνονται από τα κάτω. Δεν συνέβη ούτε καν με τα προλεταριακά κόμματα του 19ου και του 20ού αιώνα, τα κόμματα των τριών Διεθνών, που ιδρύονταν σε σκοτεινά υπόγεια ή κάτω από τη διαρκή παρακολούθηση της αστυνομίας και των χαφιέδων και απέκτησαν εκατομμύρια μέλη μόνο όταν έγιναν εξουσία και δη συγκεντρωτική, αυταρχική και διόλου απελευθερωτική. 

Τα κόμματα φτιάχνονται με τον βολονταρισμό και το ρίσκο μερικών φιλόδοξων ή αφοσιωμένων ανθρώπων και ομάδων και με τη στήριξη και χρηματοδότηση συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων. Πετυχαίνουν όταν καταφέρουν να καβαλήσουν ένα ρεύμα μεγάλης προσδοκίας, όπως έγινε με τη Ν.Δ. του Καραμανλή το 1974 και με το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου το 1981, ή τεράστιας δυσφορίας, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012-2015. 

Τα κόμματα εξαφανίζονται όταν οι χορηγοί τους ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν πια καμιά χρησιμότητα, όπως συνέβη με την ΠΟΛ.ΑΝ. του Σαμαρά, το ΚΕΠ του Αβραμόπουλου ή τον ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη. 

Και, τέλος, τα κόμματα διαλύονται όταν οι αρχηγοί τους αποφασίζουν να καταργήσουν κάθε εσωτερική λειτουργία και δημοκρατία, να απογυμνώσουν τα μέλη τους από κάθε δύναμη και να τα υποκαταστήσουν από ένα συνονθύλευμα ψηφοφόρων του ενός τετάρτου και των δυο ευρώ. Σ’ αυτήν τη φάση είμαστε σήμερα, στα κόμματα-ασώματες κεφαλές. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ενα μέρος της αστικής τάξης θέλει να διορθώσει τα κοινωνικά κακά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν: οικονομολόγοι, φιλάνθρωποι, ανθρωπιστές, άνθρωποι που ασχολούνται με τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, οργανωτές αγαθοεργιών, προστάτες των ζώων, ιδρυτές συλλόγων υπέρ της μετριοπάθειας, οι πιο παρδαλοί ψευτομεταρρυθμιστές. Κι αυτόν τον αστικό σοσιαλισμό έφτασαν να τον επεξεργαστούν σε ολόκληρα συστήματα. Ας αναφέρουμε σαν παράδειγμα τη «Φιλοσοφία της αθλιότητας» του Προυντόν.

Οι σοσιαλιστές αστοί θέλουν τις συνθήκες ζωής της σύγχρονης κοινωνίας χωρίς τους αγώνες και τους κινδύνους που απορρέουν αναγκαστικά απ’ αυτήν. Θέλουν τη σημερινή κοινωνία, αλλά αφού της αφαιρεθούν τα στοιχεία που την επαναστατικοποιούν και τη διαλύουν. Θέλουν την αστική τάξη χωρίς το προλεταριάτο. Η αστική τάξη, φυσικά, φαντάζεται τον κόσμο όπου κυριαρχεί σαν τον καλύτερο κόσμο. Ο αστικός σοσιαλισμός επεξεργάζεται αυτή την παρήγορη εικόνα σ’ ένα μισό ή ολοκληρωμένο σύστημα. Οταν παροτρύνει το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει τα συστήματά του και να μπει στη νέα Ιερουσαλήμ, τότε κατά βάθος το καλεί απλώς να σταματήσει στη σημερινή κοινωνία, να αποβάλει, όμως, τις εχθρικές αντιλήψεις που έχει γι’ αυτήν.

Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», 1848


Tuesday, October 7, 2025

Μέρκελ θα λέμε και θα κλαίμε

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 7/10/2025, από τη στήλη ΑΝΩ ΚΑΤΩ 


Του ΚΙΜΠΙ 

Θα το παινευτώ
πως δεν ξαφνιάστηκα καθόλου από όσα αποκάλυψε -στην πραγματικότητα υπενθύμισε- η πρώην σιδηρά κυρία Γερμανίας και Ε.Ε., η καγκελάριος που μισήθηκε όσο λίγοι στη διάρκεια των πέτρινων χρόνων των μνημονίων, για το παρασκήνιο της ρωσοουκρανικής κρίσης.
«Τον Ιούνιο του 2021 ένιωσα ότι ο Πούτιν δεν έπαιρνε πλέον στα σοβαρά τη Συμφωνία του Μινσκ. Και γι' αυτό ήθελα μια νέα μορφή όπου εμείς, ως Ευρωπαϊκή Ενωση, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε απευθείας με τον Πούτιν... Αυτό δεν υποστηρίχθηκε από ορισμένους. Ηταν κυρίως τα κράτη της Βαλτικής, αλλά και η Πολωνία που φοβούνταν ότι δεν θα είχαμε μια κοινή πολιτική απέναντι στη Ρωσία... Μετά έφυγα από καγκελάριος και ξεκίνησε η επιθετικότητα του Πούτιν», είπε η Μέρκελ στη διάρκεια επίσκεψής της στην Ουγγαρία. 

Η διατύπωση θυμίζει λίγο τo «après moi le déluge» (=μετ' εμέ ο κατακλυσμός) του Λουδοβίκου 15ου, από τον οποίο λίγα έχουν διασωθεί, μεταξύ τους τα χλιδομπαρόκ έπιπλα «λουί κενζ», δείγμα των οποίων κάθε καθωσπρέπει νεόπλουτος αστός άλλοτε όφειλε να έχει στο μικρό παλάτι του.
Αλλά η Μέρκελ, με το λιτό dress code της (σακάκι, παντελόνι στα βασικά χρώματα), απέχει παρασάγγας από τον τρυφηλό βασιλιά που αποτέλεσε πυροκροτητή της Γαλλικής Επανάστασης. Ηταν μια αφοσιωμένη στη γερμανική ηγεμονία επί της Ε.Ε. ηγέτις και με ψυχρό ρεαλισμό υπερασπιζόταν ένα από τα θεμέλια αυτής της ηγεμονίας: τη γερμανορωσική σχέση, που περιλάμβανε φτηνό αέριο, πνεύμα συνεννόησης με τον Πούτιν αλλά και τον αγωγό Nord Stream 2 που θα έφερνε στην Ε.Ε. περισσότερο κι ακόμη φτηνότερο αέριο και πιθανότατα θα απέτρεπε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. 

Υποθετική ιστορία
δεν υπάρχει. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε αυτή η δεξιά, καραδεξιά πολιτικός, που μέσα της ισορροπούσαν παράδοξα οι «δύο Ευρώπες» της όλης Γηραιάς Ηπείρου, από Ατλαντικό μέχρι Ουράλια, ίσως απέτρεπε τη σύνθλιψη της Ε.Ε. ανάμεσα στις Συμπληγάδες ΗΠΑ-Ρωσίας και τον διασυρμό της σε άβουλο συντελεστή της ψυχροπολεμικής παλινόρθωσης.

Saturday, September 27, 2025

Το μεγάλο Μουσείο της Ηττας

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-27/9/2025

Αλλη μια ανεπαίσθητη ήττα: μέχρι πριν από λίγες μέρες στο σημείο αυτό, κάπου στην Ηλιούπολη, βρισκόταν μια μονοκατοικία της δεκαετίας του 1960, τη ζήλευα για δεκαετίες, όχι τίποτα πομπώδες, αλλά περικυκλωμένη από έναν μικρό πράσινο παράδεισο: μια μανταρινιά, μια πορτοκαλιά, μια λεμονιά, μια ροδιά και κάποια ακόμα πιο ταπεινά φυτά. Περικυκλωμένη από δρόμους «συνεχούς πυράς», υπέκυψε στην αντιπαροχή. Φυσικά, οι ηττημένοι ιδιοκτήτες της μπορεί να αισθάνονται νικητές 

«Η νίκη έχει πολλούς πατεράδες, η ήττα είναι πεντάρφανη». Το ιστορικό κλισέ αποδίδεται στον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών του Μουσολίνι, τον Τσιάνο, που πλήρωσε την ήττα της Ιταλίας από την Ελλάδα στο αλβανικό μέτωπο, στον δικό μας νικηφόρο «Οχι» του 1940, με ταπεινωτική απόλυση από τον πεθερό του και τρία χρόνια μετά με την εκτέλεσή του, ως προδότη, από τον ίδιο τον Μουσολίνι στη φασιστική «Δημοκρατία του Σαλό». 


Η νίκη –και οι νίκες γενικώς– είναι υπερεκτιμημένη. Ισως έχει δίκιο ο Παδούρα με το γνωστό απόφθεγμα «Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη», που επαναλαμβάνουν μονότονα οι μονίμως ηττημένοι πρωταγωνιστές του, αν και δεν ξέρουμε αν απλώς αυτοσαρκάζονταν ή ήταν απελπιστικά αφελείς. Πάντως, αυτή τους η προσέγγιση περιβάλλει την ήττα με μια τρυφερότητα, μια στωικότητα, την κάνει οικεία και τελικά υποφερτή. Ισως, πάλι, η ήττα δεν είναι μια εντελώς απορριπτέα κατάσταση. Πολύ προ Παδούρα η κόκκινη Ρόζα πρόβαλλε τον παιδαγωγικό χαρακτήρα της ήττας για το προλεταριάτο, τα επαναστατικά κινήματα, μόνο που σ’ αυτή τη μεταφυσική ιστορική αισιοδοξία υπάρχει κάτι άδικο για τους φορείς της: αυτοί, όπως η Λούξεμπουργκ, είναι θαμμένοι μαζί με τις ήττες τους. Οι μελλοντικοί νικητές ή όσοι θα απολαμβάνουν τους καρπούς των νικών τους θα έχουν ξεχάσει ή θα αγνοούν εντελώς τη μακρά στρατιά ηττημένων που έγιναν πρώτη ύλη τους.


Η αδικία είναι συστατικό στοιχείο στο ισοζύγιο νίκης και ήττας. Εκτός από την ορφάνια της ήττας έναντι της «πολυγονεϊκής» νίκης, ο Μπρεχτ έχει επισημάνει ένα άλλο ιστορικό χαρακτηριστικό: «Οι ήττες και οι νίκες των ανθρώπων στην κορυφή δεν είναι πάντα ήττες και νίκες για τους ανθρώπους στον πάτο». Στην ιστορία των μεγάλων πολέμων, των αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα σε κράτη, έθνη, συμμαχίες, συνασπισμούς η έκβαση έχει νικητές και ηττημένους, αλλά τόσο στο στρατόπεδο των νικητών όσο και των ηττημένων υπάρχει κραυγαλέα ανισότητα στην κατανομή των λαφύρων της νίκης και του τιμήματος της ήττας. Οι υποτελείς τάξεις, και στα δύο στρατόπεδα, παίρνουν από τίποτα έως ελάχιστα για τη νίκη, αλλά πληρώνουν τα πάντα –σε χρήμα, σε πόνο, σε απώλεια, σε θάνατο– και για τη νίκη και για την ήττα. «Οι άνθρωποι στον πάτο», που λέει ο Μπρεχτ, είναι ηττημένοι και στις νίκες και στις ήττες. 

 

Η νίκη είναι υπερεκτιμημένη. Επιμένω σ’ αυτό, όχι από μοιρολατρία, αλλά και βάσει αποτελεσμάτων. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι νικητές είχαν σχεδόν διπλάσιες ανθρώπινες απώλειες από τους ηττημένους. Στον Β΄ Παγκόσμιο οι απώλειες των νικητών μόνο σε στρατιώτες ήταν τριπλάσιες. Αν υπολογίσουμε πολίτες, αμάχους, νεκρούς των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της πείνας, η νίκη βασίστηκε σε ένα δημογραφικό ολοκαύτωμα των νικητών. Δείτε σήμερα τους μεγάλους χαμένους των δυο πολεμικών κολάσεων, πρωτίστως τη Γερμανία. Εχουν συμπεριφορά ηττημένων που έχουν διδαχθεί από τις ήττες τους; 


Εξ ου και οι αρχαίοι ημών, που είχαν θεοποιήσει τη Νίκη (διόλου τυχαία, αδελφή του Κράτους, του Ζήλου και της Βίας), εκτός του ότι για την ήττα δεν είχαν την παραμικρή μυθολογική μέριμνα, κάποια στιγμή είχαν την πρόνοια στις γλυπτές απεικονίσεις της νίκης να της κόψουν τα φτερά, ομολογώντας έμμεσα τη ματαιότητα των μεγάλων νικών. Θα ήταν εντιμότερο να έκαναν και την ήττα θεά και να της έστηναν άγαλμα δίπλα στην Απτερο Νίκη, στον Παρθενώνα. 


Αλλά, βλέπετε, η ανθρωπότητα, όλα τα έθνη, μικρά και μεγάλα, αρχαία και νεότερα, όλα τα κράτη έχουν μεγάλα μουσεία για τις νίκες τους, μνημεία για τους πολεμικούς θριάμβους τους, για τις νικηφόρες ανατροπές των τυράννων τους, για τις πετυχημένες εξεγέρσεις των καταπιεσμένων, για τις επαναστάσεις που τους απελευθέρωσαν από κατακτητές, αλλά και γι’ αυτές που κατέλυσαν εξουσίες και ταξικές κυριαρχίες για να εγκαταστήσουν νέες. Ομως, κακά τα ψέματα, στη μακρά, αιματηρή πορεία της ανθρωπότητας προς τη χειραφέτηση, την απελευθέρωση από φυσικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς, τεχνολογικούς καταναγκασμούς, οι ήττες είναι πολλαπλάσιες από τις νίκες. Είναι κρίμα να μη διαθέτουμε ένα μεγάλο, τεράστιο μουσείο μνημείων ήττας, για κάθε μορφής ήττας, συλλογικής και ατομικής. Ενα μουσείο που θα αναγκάσει τους μουσειολόγους να στύψουν το μυαλό τους, να ξαναδιαβάσουν την ιστορία, τη μυθολογία, την πραγματικότητα από τη σκοπιά των ηττημένων. 


Ειδικός δεν είμαι, μερικές ιδέες τολμώ μόνο να δώσω για το τι μπορεί να περιλαμβάνεται στο Μεγάλο Μουσείο της Ηττας. Η πρώτη κιόλας αίθουσά του πρέπει να ξεκινά με την ήττα των πρωτόπλαστων, την έκπτωση από τον Παράδεισο, την ήττα τους από τον τιμωρό Θεό που έκτοτε, χιλιάδες χρόνια, προσπαθούν να τον εξευμενίσουν, αλλά αυτός παραμένει μνησίκακος, κάνοντας τα συντετριμμένα θύματά του όλο και πιο μοχθηρά, πιο αιμοσταγή, τα μεταλλάσσει σε ανελέητους γενοκτόνους. 

Ισως, πάλι, αλλάζοντας μυθολογικό καμβά, στις πρώτες αίθουσες του Μουσείου θα πρέπει να απεικονιστεί πότε και πώς ακριβώς ο «ευγενής άγριος» του Ρουσό εξέπεσε από τον Παράδεισο της κοινοκτημοσύνης και της ελευθερίας και φυλακίστηκε στην Κόλαση της ιδιοκτησίας και της απληστίας.


Οπωσδήποτε στο Μεγάλο Μουσείο της Ηττας πρέπει να βρουν θέση όλες οι μεγάλες χαμένες επαναστάσεις, οι πνιγμένες στο αίμα ή στον αφρό ξυρίσματος, από τον Σπάρτακο μέχρι τη Λούξεμπουργκ, από τη συντριβή της ισπανικής επανάστασης μέχρι την ήττα της αντιφασιστικής αντίστασης και του ΔΣΕ στα ελληνικά βουνά. Αλλά και οι νικηφόρες επαναστάσεις, που πνίγηκαν στον ίδιο τον θρίαμβό τους, μεταλλάσσοντας το απελευθερωτικό όραμα σε γραφειοκρατική, καταπιεστική εξουσία, διεκδικούν τον δικό τους χώρο στο Μουσείο της Ηττας.

Επειτα, το μουσείο πρέπει να ’ναι γενναιόδωρο με τους μεγάλους ηττημένους επαναστάτες της γνώσης, τον Προμηθέα πρωτίστως που τον κάρφωσαν οι θεοί στον Καύκασο για την κλοπή της φωτιάς, τον Γαλιλαίο, για την ταπεινωτική υποχώρησή του μπροστά στο ιεροδικείο, την Κιουρί, ηττημένη από την ίδια της την ανακάλυψη, κι εκατοντάδες, χιλιάδες άλλους.

Αλλά επειδή η Ιστορία δεν γράφεται μόνο από επωνύμους, οι μουσειολόγοι πρέπει να είναι ευρηματικοί με τα δισεκατομμύρια ανωνύμων ηττημένων, που με τις μικρές, ταπεινές, καθημερινές ήττες τους «γράφουν» όχι την ιστορία (με μικρό ή μεγάλο Ιώτα), αλλά την απτή πραγματικότητα: ο προϊστορικός κυνηγός που σκοτώνεται από το θήραμά του, ο πρώιμος γεωργός που δεν πρόλαβε να δει στάρι να βλασταίνει, ο δούλος μαρμαρογλύπτης του Παρθενώνα που πέθανε από τις βουρδουλιές του ιδιοκτήτη του, ο δουλοπάροικος που δολοφονήθηκε γιατί δεν πλήρωσε τον φεουδάρχη, ο εργάτης που σκοτώθηκε από την αστυνομία στην πρώτη απεργία του, ο χρεοκοπημένος που του παίρνουν το σπίτι οι πιστωτές, ο αγρότης που η σοδειά του καταστράφηκε, ο συνεταιριστής που ανακαλύπτει τη ληστεία που γινόταν εις βάρος του μέσω ΟΠΕΚΕΠΕ, ο κτηνοτρόφος που βλέπει να θανατώνονται τα αρνοκάτσικά του, ονοματισμένα ένα προς ένα, ο ράφτης, η κεντίστρα, η δαντελοποιός, ο παπουτσής που μπήκε στη συντεχνία κι έγινε κομμουνάρος στην πιο λαμπερή έφοδο των ηττημένων του κόσμου στον ουρανό, στην παρισινή Κομμούνα, το 1871, μπορεί να αποδειχθούν η μεγάλη ατραξιόν του μουσείου. 

Φυσικά, το πιο βασανιστικό έργο των μουσειολόγων είναι το πώς θα απεικονίσουν τη χειρότερη εκδοχή ήττας: την ήττα από τον ίδιο τον εαυτό μας. Πώς την κάνεις μουσειακό έκθεμα; Με την αναπαράσταση μιας αυτοχειρίας; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

«Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!» Ηλίθιοι δήμιοι! Η «τάξη» σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα «ανυψωθεί με μια βροντή» και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ημουν, Είμαι, Θα είμαι!

Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο» (1919)

Saturday, September 20, 2025

Δέκα λόγοι που δεν ντρέπομαι που υπάρχω

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 20-21/9/2025



Στις 26 Ιουλίου 2025, σχεδόν δύο μήνες πριν, στη στήλη αυτή, που έχει κλείσει έξι χρόνια φιλοξενίας στο φύλλο της «Εφημερίδας των Συντακτών» Σαββατοκύριακο, έπειτα από άλλα δεκαεννιά χρόνια περιπλάνησης σε άλλες εφημερίδες ή πλήρους έντυπης αστεγίας, έγραψα κείμενο υπό τον τίτλο «Σχεδόν ντρέπομαι που υπάρχω». Ηταν ένα παμφλέτο συναισθηματικού εκβιασμού, κατά κάποιο τρόπο: απαριθμούσα εκεί μερικά από τα πολλά πράγματα που μας θυμώνουν και μας εξοργίζουν. Aπό την ακρίβεια, την κλιματική κρίση, τη διαφθορά μέχρι τα σκάνδαλα, τη συγκάλυψη, τον κυνισμό της εξουσίας, αλλά και τα γηρατειά που μας βαραίνουν (όσους μας βαραίνουν), για να καταλήξω στο πιο εξοργιστικό, το έγκλημα του κράτους-δολοφόνου, με την ανοχή 200 κρατών συνεργών, συνενόχων, σιωπηλών παρατηρητών, εις βάρος εκατομμυρίων Παλαιστινίων, γέρων, νέων, παιδιών, βρεφών. «Υπάρχει αυτή η μαύρη τρύπα της ανθρώπινης ύπαρξης που μας κάνει σχεδόν να ντρεπόμαστε που εμείς υπάρχουμε. Πρέπει να κάνουμε κάτι ριζικό, ίσως και ακραίο, για να ξεπλύνουμε αυτή την ντροπή της ύπαρξης, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και να νιώθουμε πως αξίζει να υπάρχουμε». Ετσι έκλεινε ο «συναισθηματικός εκβιασμός». 


«Πήγε καλά», που λέμε εμείς οι νάρκισσοι της δημοσιογραφίας και δημοσιολογίας, μετρώντας την απήχηση ενός κειμένου, μιας άποψης, ενός ρεπορτάζ παλιότερα μόνο με τα «μπράβο», τα μηνύματα, τα τηλεφωνήματα, τις διαψεύσεις ή τις οργισμένες αντιδράσεις θιγόμενων, ακόμη και τα εξώδικα δημόσιων λειτουργών ή ιδιωτών, σήμερα με τα «κλικ», τα «λάικ», τις προβολές στα σόσιαλ μίντια, τα προσωπικά ή του μέσου. Ηταν βαριά η διακήρυξη του τίτλου, δεν λέω, «Σχεδόν ντρέπομαι που υπάρχω», αλλά υπήρχε αυτό το «σχεδόν» που το ’σωζε, μετρίαζε την υπερβολή της, γιατί αν πράγματι ντρεπόμουν απόλυτα, θα είχα αυτοκτονήσει, ενδεχομένως αυτοπυρπολούμενος μπροστά στην ισραηλινή πρεσβεία ή στο μέγαρο Μαξίμου (σιγά το δίλημμα), ή πηγαίνοντας με κάθε μέσο στη γραμμή πυρός στη Γάζα, μέχρι να με βρει μια σφαίρα, να με συνθλίψει μια ερπύστρια, να με διαμελίσει μια βόμβα από ψηλά. 


Πλην είμαι εδώ, στα πόδια μου, ή στην καρέκλα μου, κατά τεκμήριο υγιής, σταθερά θυμωμένος, οργισμένος, διαμαρτυρόμενος, θλιμμένος για εκατοντάδες μικρά και μεγάλα εγκλήματα των μικρών και μεγάλων εξουσιών του κόσμου μας, αισχυνόμενος για τη συνενοχή των επίσημων Αρχών, για την άνευρη αντίδραση των διεθνών οργανισμών, για τη σιωπή ή την απροθυμία αντίστασης των πολλών, και τη δική μου προθυμία, την «τόσο όσο». Αλλά, τελικά, δεν ντρέπομαι που υπάρχω. Γιατί μετρώ πολλά πράγματα που με κάνουν περήφανο για το «τυχαίο γεγονός» της ύπαρξής μου, κι εδώ απαριθμώ πρόχειρα τουλάχιστον δέκα λόγους γι’ αυτό:


1. Είμαι περήφανος γιατί δουλεύω σ’ αυτή την εφημερίδα, τη μόνη στην Ελλάδα (για τον κόσμο δεν ξέρω, ίσως) που έβαλε στο λογότυπό της, στον τίτλο της «Η Εφημερίδα των Συντακτών» τη σημαία της Παλαιστίνης, από τις 17 Νοέμβρη 2023, έναν μήνα μετά την έναρξη της ισραηλινής επιχείρησης «αντιποίνων» στις απαγωγές ομήρων, με τη δέσμευση δημόσια (στην πρώτη σελίδα) ότι «η σημαία της Παλαιστίνης θα υπάρχει καθημερινά στο πρωτοσέλιδο της “Εφ.Συν.” μέχρι να σταματήσει η σφαγή στη Γάζα, ο απάνθρωπος βομβαρδισμός των αμάχων και η επιχείρηση λογοκρισίας ΜΜΕ και κοινής γνώμης». 

2. Κάθε άλλο παρά ντρέπομαι που υπάρχω και δουλεύω ως δημοσιογράφος, και ειδικά σ’ αυτή την εφημερίδα, που δεν κώλωσε εδώ και τρία σχεδόν χρόνια να μιλήσει για «γενοκτονία» εις βάρος των Παλαιστινίων, όταν η λέξη θεωρούνταν αδιανόητη, ίσως και ποινικά κολάσιμη να χαρακτηρίσει «κράτος δολοφόνο» ή «κράτος τρομοκράτη» το Ισραήλ, χωρίς να διολισθήσει ούτε κατά ένα χιλιοστό στον αντισημιτισμό, δημοσιεύοντας ακόμα και τις οργισμένες, εμπαθείς αντιδράσεις της πρεσβείας του Ισραήλ.

3. Είμαι περήφανος που περιβάλλομαι από συναδέλφους ανάμεσα στους οποίους δεν έχω εντοπίσει ούτε έναν να ταλαντεύεται αν είναι «στη σωστή πλευρά της ιστορίας», επιλέγοντας την καταδίκη της γενοκτονίας, την υποστήριξη της παλαιστινιακής αντίστασης, συχνά με το τίμημα αποκλεισμού ή με τη στοχοποίηση από «σμήνη» φιλοσιωνιστικών τρολ.

4. Είμαι περήφανος που υπηρετώ ένα είδος δημοσιογραφίας και ένα μέσο ενημέρωσης που, μαζί με απελπιστικά λίγα ακόμα, δεν παραιτείται από την τεκμηριωμένη και ενοχλητική έρευνα για να εξασφαλίσει περισσότερα «ανταποδοτικά έσοδα», που δεν το παίζει «ουδέτερο» για περισσότερη διαφήμιση, που στην πραγματικότητα «τιμωρείται» από μεγάλο μέρος της διαφημιστικής πιάτσας γιατί είναι αυτό που είναι, γράφει αυτά που γράφει. 

5. Δεν ντρέπομαι που κάνω ένα επάγγελμα το οποίο, αν και πολλές φορές δικαιώνει θλιβερά το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», άλλες τόσες το διαψεύδει όταν οι λειτουργοί του έχουν την ελευθερία που τους αξίζει και την παρρησία που τους χρειάζεται για να αποκαλύψουν καταχρήσεις εξουσίας, διασπάθιση δημόσιου χρήματος, διαφθορά, σκάνδαλα, εύνοια υπέρ ισχυρών, κυνήγι αδυνάμων, απανθρωπιά, ρατσισμό, αυταρχισμό, φασισμό. 

6. Επαίρομαι γιατί σε αυτή τη νησίδα ανεξάρτητης ενημέρωσης, και στις άλλες, τις λιγοστές νησίδες που συνθέτουν το μικρό αρχιπέλαγος ερευνητικής δημοσιογραφίας, πέφτουν βροχή τα εξώδικα, οι αγωγές, οι μηνύσεις, οι εκφοβισμοί, οι παρακολουθήσεις, οι παγιδεύσεις και οι εξαγορές, προδίδοντας ότι η εξουσία, πολιτική και οικονομική, δεν είναι τόσο άτρωτη κι ατρόμητη όσο θέλει να δείχνει· στην πραγματικότητα φοβάται την ελευθερία της σκέψης, της έκφρασης, της έρευνας. 

7. Δεν ντρέπομαι –κάθε άλλο!– για τη συμβολή της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας στην αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών, του ΟΠΕΚΕΠΕ, του εγκλήματος των Τεμπών, στη στήριξη του αγώνα των συγγενών, στην υποστήριξη του μεγαλύτερου ρεύματος οργής και απαίτησης για δικαιοσύνη εδώ και πολλές δεκαετίες. 

8. Δεν ντρέπομαι που συνήθως βρίσκομαι στην πλευρά των ηττημένων, των χαμένων, των «λούζερ» που βλέπουν τα χιλιάρικα να περνούν και τις μεγάλες ευκαιρίες να χάνονται.

9. Δεν ντρέπομαι που αφήνω στην κόρη μου μια επαγγελματική «κληρονομιά αποτυχιών», σε έναν χώρο που είναι ζούγκλα ανταγωνισμών κι ανθρωποφαγίας· δεν ντρέπομαι που αδυνατώ να της αφήσω έτοιμες καρέκλες, στρωμένες καριέρες, εύνοιες υπέρ «τέκνων συναδέλφων». 

10. Κι είμαι περήφανος που ένας εικοσάχρονος φοιτητής, ο Σωτήρης, αφοσιωμένος φίλος και αναγνώστης της «Εφ.Συν.», έγραψε ένα από τα καλύτερα κείμενα που έχουν γραφεί για τη γενοκτονία στη Γάζα, που με χαρά αναδημοσιεύσαμε και «τσιτάρω» παρακάτω ως ερέθισμα για να το διαβάσετε ολόκληρο. Θα δώσετε μόλις πέντε λεπτά, που θα γίνουν πολύτιμα.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Στέκομαι σε ένα βάθρο από ερείπια. Φοράω κουρέλια, μα το βλέμμα μου είναι άδειο, ταυτόχρονα τετραπέραντο. Μιλάω αργά, η φωνή μου σπάει... κι όμως δεν θρηνώ πλέον μόνο για μένα. Εχουμε άλλωστε πεθάνει και έχουμε αναστηθεί αμέτρητες φορές. Θρηνώ για ΣΑΣ. Γιατί στην προσπάθειά σας να μας σβήσετε, εμένα και τ’ αδέλφια μου, από τον χάρτη, το μόνο που καταφέρνετε είναι να σβήσετε ό,τι έχει απομείνει από την ανθρωπιά σας.

Και όταν πέσει και η τελευταία μας πέτρα, και σιγήσει και η τελευταία μας κραυγή, και το μόνο που θα απομείνει θα είναι η σιωπή και η σκόνη, εσείς θα συνεχίζετε να συζητάτε. Να αναλύετε. Να καταδικάζετε με προσοχή...

Και δεν θα έχετε καταλάβει πως δεν θάψατε μια πόλη ή εναν λαό. Θάψατε την ίδια σας την ψυχή και ολόκληρο τον γαμωπολιτισμό σας!


Σωτήρη Μερμίγκη, «Ο Παλαιστίνιος, ένας μονόλογος» (κείμενο που δημοσιεύτηκε στο blog «Ανυπότακτο Αγρίνιο» και στην efsyn.gr)