Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18-19/10/2025
... Και μένα με ρώτησε κανείς; Μήπως μου πέφτει κάπως ο λόγος σε όλον αυτόν τον καβγά των ζωντανών για μας τους νεκρούς; Μήπως με ρώτησε κανείς και τότε, πριν από σχεδόν έναν αιώνα, όταν αποφάσιζαν να με εντοιχίσουν στα παλιά ανάκτορα, ως άγνωστο στρατιώτη, ως συνεκδοχή όλων των νεκρών, όλων των πολέμων, από της Τροίας την εκστρατεία για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη, μέχρι της Ουκρανίας τον ξένο πόλεμο, του 1919, ενάντια στους μπολσεβίκους; Αλήθεια, αυτός ο Λαζαρίδης, ο αρχιτέκτονας, κι ο Ροκ, ο γλύπτης, είχαν άραγε ποτέ βρεθεί σε πεδίο μάχης; Είχαν δει πολλούς νεκρούς στρατιώτες «εκτάδην κειμένους», σαν να τους πήρε γλυκά ο ύπνος, με την περικεφαλαία στο κεφάλι και την ασπίδα στ' αριστερό χέρι; Δεν έτυχε να δουν κεφάλια ανοιγμένα στα δυο, μυαλά χυμένα, πόδια και χέρια κομμένα, μάτια βγαλμένα, σώματα κομμένα στα δυο ή διαλυμένα στα εξ ων συνετέθησαν, θώρακες ανοιγμένους σαν κόκκινα τριαντάφυλλα, σωθικά χυμένα στο χώμα; Δεν άκουσαν για σώματα εξαϋλωμένα, που δεν βρέθηκε ούτε κοκαλάκι τους, απανθρακωμένα ή κονιορτοποιημένα μέσα στα ορύγματα από βόμβες ναπάλμ ή διασποράς;
Κάτι τέτοιο έπρεπε να σκαλίσουν στο μάρμαρο, στον πωρόλιθο, ό,τι είναι τέλος πάντων. Ο αφανής, ανεύρετος κι άταφος νεκρός, που χάθηκε σε μια συνθήκη απίστευτου τρόμου την οποία καμιά αγάπη για την πατρίδα, καμιά αφοσίωση στον πόλεμο των άλλων, καμιά πίστη δεν μπορεί να τον κατανικήσει, εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, την ώρα που η βόμβα σκάει δίπλα του, που η σφαίρα διαπερνάει το σώμα του, η χειροβομβίδα τον διαμελίζει, το αέριο τον πνίγει, η φωτιά λιώνει τη σάρκα του, δεν έχει καμιά γαλήνη.
Αν θες να ξέρεις, κι εγώ, ο εντοιχισμένος υποθετικός νεκρός, δεν κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, ζω τον ξύπνο του κολασμένου. Βλέπεις, τις πιο πολλές φορές χάθηκα σε άδικους πολέμους, πολέμους των άλλων, των στρατόκαυλων, των πολεμοκάπηλων, των άπληστων εξουσιών, των κατακτητών, των εμπόρων των εθνών και των όπλων, έγινα κρέας για τα κανόνια τους, ποδοπατήθηκα από τους ανταγωνισμούς τους για νέες αγορές, νέα εδάφη, νέους πόρους, με έστειλαν να υπερασπίσω τη δική τους πατρίδα, που δεν έχει σύνορα, σαν τα κεφάλαιά τους και τη δίψα τους να τα πολλαπλασιάσουν. Οι δικοί μου βωμοί κι εστίες που θα 'πρεπε να υπερασπιστώ, μαζί με τη μάνα, τον πατέρα μου, τα αδέλφια μου, την αγαπημένη μου, τα παιδιά μου, τους φίλους μου, τους γειτόνους, τους συγχωριανούς, τους συναδέλφους, τους συντρόφους μου, είναι περιχαρακωμένοι σε λίγες εκατοντάδες στρέμματα, άντε μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όσο το χωριό μου, η γειτονιά μου, το βουνό μου, το νησί μου, η πόλη μου. Οι δικές τους εστίες και βωμοί που για την υπεράσπισή τους με έστελναν να σφαγώ, ενώ οι ίδιοι έμεναν στην ασφάλεια των στρατηγείων, των θησαυροφυλακίων, των πύργων, των παλατιών, των μεγάρων τους, ήταν εκατοντάδες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Κριμαία, στον Σαγγάριο, στην Καλλίπολη, στην Καμπούλ, στο Κάιρο, στην Κορέα, στο Βιετνάμ. Και δεν είχε ίχνος ηρωισμού ο κάθε θάνατός μου εκεί. Δεν είχα καν την πολυτέλεια να μισήσω τον άγνωστο εχθρό μου. Μόνο να τον φοβηθώ μπορούσα, χωρίς να ξέρω ότι κι αυτός με τον ίδιο φόβο έτρεμε τον επερχόμενο θάνατο.
Εμένα, που λες, δεν με ρώτησε κανείς ούτε για το πού θα στηθεί το κενοτάφιό μου. Στην πραγματικότητα δεν το στήσανε για μένα. Δεκάρα δεν δίνουν για το αν χάθηκα στη μάχη του Μαραθώνα, στη Σικελική εκστρατεία, στην επέλαση στην Ασία που οργάνωσε αυτό το άπληστο, χαρισματικό τσογλάνι, ο Αλέξανδρος, στη μάχη της Λευκόπετρας, στην Αλωση της Πόλης, στα Δερβενάκια, στο Μπιζάνι, στο Τεπελένι ή στον Γράμμο, από πυρά εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών, εισβολέων ή δωσιλόγων. Το κενοτάφιο το στήσανε για πάρτη τους. Για να δοξάζουν τους εαυτούς τους, τους μύθους, τα ψεύδη, την προπαγάνδα, τις φαντασιώσεις τους, για να κρύψουν τις καταστροφικές επιλογές τους, τις αποτυχίες τους, τα μακελειά που προκάλεσαν, τις προδοσίες τους, τις συνεννοήσεις τους με κατασκευασμένους εχθρούς και ύπουλους φίλους.
Αν με ρωτούσαν πού θέλω να στηθεί το κενοτάφιό μου, θα διάλεγα τον κήπο του σπιτιού μου ή το χωράφι μου ή το βουνό ή μια αγαπημένη παραλία ή το υπόγειο που έκανα πρώτη φορά έρωτα, την αλάνα που έπαιζα παιδί με τους φίλους μου. Ισως τους έλεγα πως δεν θέλω καν κενοτάφιο, ούτε καντήλι, ούτε τους εύζωνες με τη θανάσιμη σιωπή τους και την όρθια νεκρική ακαμψία τους ούτε τουρίστες που χαζεύουν τη θέα του άδικου θανάτου, γιατί και στον πιο δίκαιο πόλεμο ο βίαιος θάνατος μόνο άδικος μπορεί να είναι. Φαντάροι που πάνε στον πόλεμο «με το χαμόγελο στα χείλη» υπάρχουν μόνο στα τραγούδια. Και πάλι, τα πιο ρεαλιστικά απ' αυτά λένε το πιο ουσιαστικό: «Οποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,/ στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει».
Γιατί, αν και νεκρός, σκοτωμένος εκατομμύρια φορές με όλους τους δυνατούς τρόπους, από τσεκούρι, σπαθί, δόρυ, καταπέλτη, σφαίρα, βόμβα, ραδιενέργεια, πνιγμό στον βυθό, αγαπώ τη ζωή. Τη νοσταλγώ συνεχώς, νοσταλγώ τα βάσανα και τις χαρές της, τις γεύσεις της, τις μυρωδιές της, τα φιλιά της, τις απολαύσεις της, τις φωνές της, και για τον ίδιο λόγο απολαμβάνω τις φωνές των ανθρώπων που παρελαύνουν μπροστά μου στο Σύνταγμα διεκδικώντας ζωή, περισσότερη ζωή, απορρίπτοντας όλες τις μικρές και μεγάλες δόσεις θανάτου που σε μορφή νομοσχεδίων κι αποφάσεων δίνουν στην κοινωνία οι νεκρόφιλοι της εξουσίας.
Ισως πάλι, αν με ρωτούσαν αν εμείς, οι εκατομμύρια άγνωστοι στρατιώτες, χρειαζόμαστε πράγματι ένα κενοτάφιο, ίσως τους έλεγα όχι. Ισως είναι πιο έντιμο να στήσουμε άλλα μνημεία για τον πόλεμο. Μνημεία για όσους γύρισαν ζωντανοί και μπορούν να αφηγηθούν τη φρίκη του πολέμου, απογυμνώνοντάς τον από κάθε πατίνα ηρωισμού, αποκαλύπτοντας την απανθρωπιά του. Μνημεία για όσους αρνήθηκαν να πάρουν όπλα και να σκοτώσουν στα τυφλά ανθρώπους που δεν ξέρουν καν, για λιποτάκτες που χτυπήθηκαν στο ψαχνό από τους αξιωματικούς τους ή εκτελέστηκαν από συναδέλφους τους, μνημεία για προδότες που προσπάθησαν να υπονομεύσουν έναν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο της πατρίδας τους, μνημεία για τις «παράπλευρες απώλειες», για τις βιασμένες γυναίκες, για τα παιδιά που πέθαναν από στρατιωτικούς αποκλεισμούς, για τους αυτόχειρες στρατιώτες, για τους σαμποτέρ των πολεμικών μηχανών, γι' αυτούς που αποκαλύπτουν κρατικά μυστικά και εξουδετερώνουν σχέδια πολέμου, για τους τρομοκράτες που αναλαμβάνουν να σκοτώσουν πολεμοχαρείς δόκτορες Strangelove ή αιμοδιψείς συνταγματάρχες Kurtz. Μνημεία ζωής, όχι θανάτου.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Μια γυναίκα δεν είναι σαν χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή.
Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σα χώρα»
No comments:
Post a Comment