Monday, September 3, 2007

Η αυτο- απο(σο)δόμηση του κράτους (1/9/2007)

Έπιασα τον εαυτό μου να συμπεριφέρεται σαν «τζάνκι». Έκανα ζάπινγκ μανιωδώς. Από την τηλεόραση στο ραδιόφωνο, από το ένα κανάλι στο άλλο, από την Αρεόπολη, στη Ζαχάρω, από τον Ταΰγετο στον Πάρνωνα, από την Ηλεία στην Εύβοια, από τις κραυγές αγωνίας στις φωνές οργής, από την απελπισία στον θυμό, από τους νεκρούς ανθρώπους στη νεκρή φύση. Δεν έχουμε ζήσει πόλεμο ως γενιά, κι ελάχιστες φορές, ίσως ποτέ, είχαμε την εμπειρία μιας καταστροφής που να εκτυλιχθεί μπροστά μας, έστω και με τη διαμεσολάβηση μιας τηλεοπτικής κάμερας, έστω και μέσα από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες πανικόβλητων ρεπόρτερ, επίδοξων πολεμικών ανταποκριτών ή αυτοηρωποιούμενων τηλεαστέρων.

Εν αρχή ην ο φόβος. Η φρίκη μπροστά στην υποκατάσταση, η παράλυση που προκαλεί η σκέψη ότι μπορεί να συμβεί και σ’ εσένα, να χρειαστεί να προστατέψεις με το σώμα σου το παιδί σου, πριν οι φλόγες σε θερμοκρασία 1.000 βαθμών παγώσουν την οδύνη του τέλους. Ύστερα έρχεται η μαζική κατάθλιψη, η ιδέα ότι είμαστε απροστάτευτοι απέναντι σε φαινόμενα που μας ξεπερνούν, ακριβώς όπως οι πρωταγωνιστές του Γουέλς στον «Πόλεμο των κόσμων», που δέχονταν επίθεση από έναν εχθρό εξωγήινο, αόρατο αρχικά και ακατανίκητο. Η σκέψη επεκτείνεται στο μέλλον – με την απόσταση ασφαλείας που σε χωρίζει, προς το παρόν, από την καταστροφή, φαντάζεσαι τον εαυτό σου να διασχίζει με την ταχύτητα του «στρατηγού ανέμου» το φαιό τοπίο και να λες στο παιδί σου «εδώ ήταν κάποτε εθνικός δρυμός». Και αναρωτιέσαι «σε τι κόσμο φέρνουμε τα παιδιά μας». Το οικολογικό ολοκαύτωμα εξελίσσεται σε υπαρξιακό.

Ύστερα, έρχεται η επίκληση του κράτους. Η σκέψη ότι στον αποκρουστικό και αναπόφευκτο (;) Λεβιάθαν έχουμε εκχωρήσει τόσο πολύ από το εισόδημά μας, τόσες πολλές από τις ελευθερίες μας, τόση πολλή από τη συλλογική ισχύ μας, που δεν δικαιούται να παρακολουθεί με αβουλία και αμηχανία την καταστροφή. Ο όλεθρος της Πελοποννήσου και της Εύβοιας ήταν από τις ελάχιστες ευκαιρίες του κρατικού Λεβιάθαν να αποδείξει ότι είναι χρήσιμος, ότι αποτελεί το αναγκαίο κακό.

Έχουμε την πιο απτή απόδειξη ότι ισχύει το αντίθετο. Δικαίως, η υπουργός Εξωτερικών ανησύχησε για τη συντελούμενη αποδόμηση του κράτους στο ολοκαύτωμα του Αυγούστου. Ακόμη κι αν ίσχυε το ευφάνταστο μακαρθικό σενάριό της για τους «εσωτερικούς εχθρούς» που απεργάζονται την αποδόμηση του κράτους, επεκτείνοντας τα εμπρηστικά τους χάπενινγκ από το Σύνταγμα στις κορυφές των βουνών, αυτό θα αποτελούσε μια τραγική επιβεβαίωση της αχρηστίας του κράτους. Αν δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του απέναντι σε μερικές εκατοντάδες θερμόαιμων (που, κατά κανόνα, έχουν μεγαλύτερη οικολογική ευαισθησία από το ίδιο το κράτος), πώς θα μας υπερασπιστεί απέναντι στις επιβουλές υπαρκτών εχθρών και κακόβουλων συμμάχων;

Στην πραγματικότητα, το κράτος, στο παρανάλωμα του Αυγούστου, αυτο-αποδομήθηκε. Θα μπορούσα να πω ότι αυτο-σοδομήθηκε ακροβατικά, με τρόπο που θα ζήλευε κι ο πιο αρρωστημένος σκηνοθέτης πορνοταινίας. Το κράτος και όλοι οι μόνιμοι πολιτικοί του τρόφιμοι διέρρηξαν τον πυρήνα της ελάχιστης εμπιστοσύνης που συνέδεε τον Λεβιάθαν με τους πολίτες. Έχει μεσολαβήσει μια δεκαετία πλανητικής συσσώρευσης πόρων στο περίφημο πεδίο της ασφάλειας (κι αυτή βρίσκεται πράγματι στον πυρήνα αυτής τής κατά συνθήκη εμπιστοσύνης στο κράτος) εν ονόματι της τρομοκρατίας, των ασύμμετρων απειλών κι όλων των θεωριών συνωμοσίας που συντηρούν τον μύθο της κρατικής παντοδυναμίας. Ποτέ άλλοτε δεν δαπανήθηκαν τόσα χρήματα στην εθνική και διεθνή ασφάλεια. Και ποτέ άλλοτε δεν αποδείχθηκαν τόσο άχρηστα, πεταμένα στα σκουπίδια. Το σιδερόφραχτο κράτος αποδείχθηκε ανίκανο να σώσει τους πολίτες της υπερδύναμης στη Νέα Ορλεάνη απέναντι στην οργή του τυφώνα «Κατρίνα». Αποδείχθηκε ανίκανο να προστατεύσει τους ανθρώπους και το περιβάλλον τους στην περίπτωση του μένους της φωτιάς στην Πελοπόννησο, την Εύβοια και σε όλες τις δυστυχείς περιοχές της γραφικής μας Μπανανίας.

Πώς αντιδρούν το κράτος και οι πολιτικοί του τρόφιμοι σ’ αυτή την εκκωφαντική αποδόμηση του μύθου τους; Με την πιο εκτεταμένη επιχείρηση εξαγοράς του πόνου και της οργής των πληγέντων. Όσο κι αν είναι αναγκαία και αναπόφευκτη αυτή η μαζική εκστρατεία ανακούφισης των πυροπαθών, όσο κι αν είναι αναγκαίος αυτός ο πακτωλός πόρων για να επιβιώσουν οι άνθρωποι, ενταγμένος στην προεκλογική πλοκή είναι αδύνατο να αποτινάξει από πάνω του τη σφραγίδα της ανοικτής εξαγοράς. Πόσο κοστίζει μια ζωή; Μια σύνταξη. Πόσο κοστίζει η επιβίωση; Δεκατρία χιλιάρικα. Πόσο πάει η αποκατάσταση ενός νοικοκυριού; Μια επιδότηση, ένα άτοκο δάνειο, μια διαγραφή χρεών. Όλα έχουν την τιμή τους, στην price list του κράτους, που ξεπερνά σε γενναιοδωρία τον Σκρουτζ, μετά τη νύχτα των φαντασμάτων. Αλλά δεν είναι μια χειρονομία μεταμέλειας. Είναι μια κίνηση αυτοσυντήρησης, σε μία από τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετώπισε στη μεταπολεμική του ιστορία. Την απειλή της τελικής του απογύμνωσης. Είναι τόσος ο πανικός του Λεβιάθαν, που προτιμά να αυτο-ακρωτηριαστεί, να καταργήσει έναν ολόκληρο στρατό γραφειοκρατών, προκειμένου να φτάσει πιο γρήγορα στους αποδέκτες το τίμημα της εξαγοράς. Αν πάντα το κράτος λειτουργούσε με τις διαδικασίες-εξπρές που επέβαλε (ερήμην του νόμου) ο πρωθυπουργός για τους πυροπαθείς, περίπου τα δύο τρίτα των κρατικών υπαλλήλων θα έπρεπε να ψάχνουν για δουλειά. Αλλά, μην ανησυχείτε, η ανακούφιση είναι προσωρινή, η ταλαιπωρία μόνιμη.

Ενδεχομένως, να φαντάζει σχιζοφρενική αντίφαση αυτή η πολεμική φλυαρία κατά του κράτους από κάποιον, όπως ο υπογράφων, που κατά καιρούς έχει υπερασπιστεί τον «κρατισμό» απέναντι στην παντοδυναμία της «αγοράς». Αλλά η σχιζοφρένεια -αυτοκαθησυχάζομαι- δεν αφορά εμένα. Αφορά το κράτος και τον τρόπο που διαρκώς αυτοαναιρείται. Για χρόνια, οι ρέκτες του φιλελευθερισμού μαδούσαν σαν μαργαρίτα τα φύλλα, τα κλαδιά, τις ρίζες του κράτους, εν ονόματι της αποκρατικοποίησης. Το συκοφάντησαν ως ρίζα κάθε κακού, υποσχέθηκαν τη συρρίκνωσή του μέχρι ανυπαρξίας. Εμπέδωσαν σε μια μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας ότι δεν έχει λόγο να τροφοδοτεί τον πολυδάπανο, δυσκίνητο, άχρηστο μηχανισμό και μεθόδευσαν τον κατακερματισμό του και την εκποίησή του σε τεύχη. Τώρα, υπερασπίζονται το άχρηστο και επικίνδυνο κράτος με πάθος, μεθοδεύουν τη διόγκωσή του μέχρι σκασμού, το θέτουν στην υπηρεσία κάθε ατομικής ανάγκης και επιθυμίας. Το κράτος θα μας φτιάχνει τα σπίτια, θα μας αγοράζει την οικοσκευή, θα οργώνει τα χωράφια μας, θα ταΐζει τα ζώα μας, κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την καταστροφή. Το κράτος της πελατείας αναγεννάται ως φοίνιξ εκ της τέφρας του. Αλλά οι περισσότεροι, καχύποπτοι πια, το περιμένουν με το δίκαννο, πριν γίνει Στυμφαλίδα Όρνιθα και τους κατασπαράξει πάλι. Αυτά πρέπει να τα σκοτώνεις από μικρά…

4 comments:

  1. Οπως πάντα, άψογα τα κείμενά σου ΚΙΜΠΙ

    Καλό κουράγιο και φιλιά

    Δ.Τρ.

    ReplyDelete
  2. Συμφωνώ με τον ανώνυμο του προηγούμενου σχολίου, αλλά έχω μία ένσταση. Άλλο είναι η "υπεράσπιση του άχρηστου και επικίνδυνου κράτους με πάθος, η μεθόδευση της διόγκωσής του μέχρι σκασμού, κλπ κλπ" και άλλο η απαίτηση να αποζημιώση τους ανθρώπους που έχασαν την ιδιοκτησία τους, εξαιτίας ακριβώς της αθέτησης από μέρους του κράτους του άρρητου συμβολαίου που έχει υπογράψει με τους πολίτες, πράγμα που και εσείς καταγγέλετε. Και, αλήθεια, ποιοι είναι αυτοί οι ρέκτες του φιλελευθερισμού; Ο Ρουσόπουλος; :-D

    ReplyDelete
  3. Τώρα που το σκέφτομαι, δε γίνεται να συναινώ ότι είναι άψογο το κείμενο και καπάκι να λέω γιατί διαφωνώ με κάποιο σημείο του. Επομένως, λυπάμαι αλλά οφείλω να διαφωνήσω, ανώνυμε.

    Πάντως, είναι μία κάποια όαση τα γραπτά σας. Θυμάμαι στην "Καθημερινή" που άνοιγα πρώτα-πρώτα τα οικονομικά για τη στήλη σας και μετά τα πετούσα στην άκρη ως καλός τριτοδεσμίτης. :-)

    ReplyDelete
  4. πρωτη φορα σε διαβαζω ΚΙΜΠΙ,
    στον ΕΠΕΝΔΥΤΗ σημερα, πραγματι εξαιρικο το κειμενο σου για το
    ΤΑΜΕΙΟ ΤΗΣ ΚΑΛΠΗΣ.
    ειδικα το τελευταιο κομματι για τον δικομματισμο σπαει κοκκαλα,
    συγχαρητηρια.κατριν

    ReplyDelete