Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-27/9/2025
«Η νίκη έχει πολλούς πατεράδες, η ήττα είναι πεντάρφανη». Το ιστορικό κλισέ αποδίδεται στον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών του Μουσολίνι, τον Τσιάνο, που πλήρωσε την ήττα της Ιταλίας από την Ελλάδα στο αλβανικό μέτωπο, στον δικό μας νικηφόρο «Οχι» του 1940, με ταπεινωτική απόλυση από τον πεθερό του και τρία χρόνια μετά με την εκτέλεσή του, ως προδότη, από τον ίδιο τον Μουσολίνι στη φασιστική «Δημοκρατία του Σαλό».
Η νίκη –και οι νίκες γενικώς– είναι υπερεκτιμημένη. Ισως έχει δίκιο ο Παδούρα με το γνωστό απόφθεγμα «Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη», που επαναλαμβάνουν μονότονα οι μονίμως ηττημένοι πρωταγωνιστές του, αν και δεν ξέρουμε αν απλώς αυτοσαρκάζονταν ή ήταν απελπιστικά αφελείς. Πάντως, αυτή τους η προσέγγιση περιβάλλει την ήττα με μια τρυφερότητα, μια στωικότητα, την κάνει οικεία και τελικά υποφερτή. Ισως, πάλι, η ήττα δεν είναι μια εντελώς απορριπτέα κατάσταση. Πολύ προ Παδούρα η κόκκινη Ρόζα πρόβαλλε τον παιδαγωγικό χαρακτήρα της ήττας για το προλεταριάτο, τα επαναστατικά κινήματα, μόνο που σ’ αυτή τη μεταφυσική ιστορική αισιοδοξία υπάρχει κάτι άδικο για τους φορείς της: αυτοί, όπως η Λούξεμπουργκ, είναι θαμμένοι μαζί με τις ήττες τους. Οι μελλοντικοί νικητές ή όσοι θα απολαμβάνουν τους καρπούς των νικών τους θα έχουν ξεχάσει ή θα αγνοούν εντελώς τη μακρά στρατιά ηττημένων που έγιναν πρώτη ύλη τους.
Η αδικία είναι συστατικό στοιχείο στο ισοζύγιο νίκης και ήττας. Εκτός από την ορφάνια της ήττας έναντι της «πολυγονεϊκής» νίκης, ο Μπρεχτ έχει επισημάνει ένα άλλο ιστορικό χαρακτηριστικό: «Οι ήττες και οι νίκες των ανθρώπων στην κορυφή δεν είναι πάντα ήττες και νίκες για τους ανθρώπους στον πάτο». Στην ιστορία των μεγάλων πολέμων, των αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα σε κράτη, έθνη, συμμαχίες, συνασπισμούς η έκβαση έχει νικητές και ηττημένους, αλλά τόσο στο στρατόπεδο των νικητών όσο και των ηττημένων υπάρχει κραυγαλέα ανισότητα στην κατανομή των λαφύρων της νίκης και του τιμήματος της ήττας. Οι υποτελείς τάξεις, και στα δύο στρατόπεδα, παίρνουν από τίποτα έως ελάχιστα για τη νίκη, αλλά πληρώνουν τα πάντα –σε χρήμα, σε πόνο, σε απώλεια, σε θάνατο– και για τη νίκη και για την ήττα. «Οι άνθρωποι στον πάτο», που λέει ο Μπρεχτ, είναι ηττημένοι και στις νίκες και στις ήττες.
Η νίκη είναι υπερεκτιμημένη. Επιμένω σ’ αυτό, όχι από μοιρολατρία, αλλά και βάσει αποτελεσμάτων. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι νικητές είχαν σχεδόν διπλάσιες ανθρώπινες απώλειες από τους ηττημένους. Στον Β΄ Παγκόσμιο οι απώλειες των νικητών μόνο σε στρατιώτες ήταν τριπλάσιες. Αν υπολογίσουμε πολίτες, αμάχους, νεκρούς των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της πείνας, η νίκη βασίστηκε σε ένα δημογραφικό ολοκαύτωμα των νικητών. Δείτε σήμερα τους μεγάλους χαμένους των δυο πολεμικών κολάσεων, πρωτίστως τη Γερμανία. Εχουν συμπεριφορά ηττημένων που έχουν διδαχθεί από τις ήττες τους;
Εξ ου και οι αρχαίοι ημών, που είχαν θεοποιήσει τη Νίκη (διόλου τυχαία, αδελφή του Κράτους, του Ζήλου και της Βίας), εκτός του ότι για την ήττα δεν είχαν την παραμικρή μυθολογική μέριμνα, κάποια στιγμή είχαν την πρόνοια στις γλυπτές απεικονίσεις της νίκης να της κόψουν τα φτερά, ομολογώντας έμμεσα τη ματαιότητα των μεγάλων νικών. Θα ήταν εντιμότερο να έκαναν και την ήττα θεά και να της έστηναν άγαλμα δίπλα στην Απτερο Νίκη, στον Παρθενώνα.
Αλλά, βλέπετε, η ανθρωπότητα, όλα τα έθνη, μικρά και μεγάλα, αρχαία και νεότερα, όλα τα κράτη έχουν μεγάλα μουσεία για τις νίκες τους, μνημεία για τους πολεμικούς θριάμβους τους, για τις νικηφόρες ανατροπές των τυράννων τους, για τις πετυχημένες εξεγέρσεις των καταπιεσμένων, για τις επαναστάσεις που τους απελευθέρωσαν από κατακτητές, αλλά και γι’ αυτές που κατέλυσαν εξουσίες και ταξικές κυριαρχίες για να εγκαταστήσουν νέες. Ομως, κακά τα ψέματα, στη μακρά, αιματηρή πορεία της ανθρωπότητας προς τη χειραφέτηση, την απελευθέρωση από φυσικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς, τεχνολογικούς καταναγκασμούς, οι ήττες είναι πολλαπλάσιες από τις νίκες. Είναι κρίμα να μη διαθέτουμε ένα μεγάλο, τεράστιο μουσείο μνημείων ήττας, για κάθε μορφής ήττας, συλλογικής και ατομικής. Ενα μουσείο που θα αναγκάσει τους μουσειολόγους να στύψουν το μυαλό τους, να ξαναδιαβάσουν την ιστορία, τη μυθολογία, την πραγματικότητα από τη σκοπιά των ηττημένων.
Ειδικός δεν είμαι, μερικές ιδέες τολμώ μόνο να δώσω για το τι μπορεί να περιλαμβάνεται στο Μεγάλο Μουσείο της Ηττας. Η πρώτη κιόλας αίθουσά του πρέπει να ξεκινά με την ήττα των πρωτόπλαστων, την έκπτωση από τον Παράδεισο, την ήττα τους από τον τιμωρό Θεό που έκτοτε, χιλιάδες χρόνια, προσπαθούν να τον εξευμενίσουν, αλλά αυτός παραμένει μνησίκακος, κάνοντας τα συντετριμμένα θύματά του όλο και πιο μοχθηρά, πιο αιμοσταγή, τα μεταλλάσσει σε ανελέητους γενοκτόνους.
Ισως, πάλι, αλλάζοντας μυθολογικό καμβά, στις πρώτες αίθουσες του Μουσείου θα πρέπει να απεικονιστεί πότε και πώς ακριβώς ο «ευγενής άγριος» του Ρουσό εξέπεσε από τον Παράδεισο της κοινοκτημοσύνης και της ελευθερίας και φυλακίστηκε στην Κόλαση της ιδιοκτησίας και της απληστίας.
Οπωσδήποτε στο Μεγάλο Μουσείο της Ηττας πρέπει να βρουν θέση όλες οι μεγάλες χαμένες επαναστάσεις, οι πνιγμένες στο αίμα ή στον αφρό ξυρίσματος, από τον Σπάρτακο μέχρι τη Λούξεμπουργκ, από τη συντριβή της ισπανικής επανάστασης μέχρι την ήττα της αντιφασιστικής αντίστασης και του ΔΣΕ στα ελληνικά βουνά. Αλλά και οι νικηφόρες επαναστάσεις, που πνίγηκαν στον ίδιο τον θρίαμβό τους, μεταλλάσσοντας το απελευθερωτικό όραμα σε γραφειοκρατική, καταπιεστική εξουσία, διεκδικούν τον δικό τους χώρο στο Μουσείο της Ηττας.
Επειτα, το μουσείο πρέπει να ’ναι γενναιόδωρο με τους μεγάλους ηττημένους επαναστάτες της γνώσης, τον Προμηθέα πρωτίστως που τον κάρφωσαν οι θεοί στον Καύκασο για την κλοπή της φωτιάς, τον Γαλιλαίο, για την ταπεινωτική υποχώρησή του μπροστά στο ιεροδικείο, την Κιουρί, ηττημένη από την ίδια της την ανακάλυψη, κι εκατοντάδες, χιλιάδες άλλους.
Αλλά επειδή η Ιστορία δεν γράφεται μόνο από επωνύμους, οι μουσειολόγοι πρέπει να είναι ευρηματικοί με τα δισεκατομμύρια ανωνύμων ηττημένων, που με τις μικρές, ταπεινές, καθημερινές ήττες τους «γράφουν» όχι την ιστορία (με μικρό ή μεγάλο Ιώτα), αλλά την απτή πραγματικότητα: ο προϊστορικός κυνηγός που σκοτώνεται από το θήραμά του, ο πρώιμος γεωργός που δεν πρόλαβε να δει στάρι να βλασταίνει, ο δούλος μαρμαρογλύπτης του Παρθενώνα που πέθανε από τις βουρδουλιές του ιδιοκτήτη του, ο δουλοπάροικος που δολοφονήθηκε γιατί δεν πλήρωσε τον φεουδάρχη, ο εργάτης που σκοτώθηκε από την αστυνομία στην πρώτη απεργία του, ο χρεοκοπημένος που του παίρνουν το σπίτι οι πιστωτές, ο αγρότης που η σοδειά του καταστράφηκε, ο συνεταιριστής που ανακαλύπτει τη ληστεία που γινόταν εις βάρος του μέσω ΟΠΕΚΕΠΕ, ο κτηνοτρόφος που βλέπει να θανατώνονται τα αρνοκάτσικά του, ονοματισμένα ένα προς ένα, ο ράφτης, η κεντίστρα, η δαντελοποιός, ο παπουτσής που μπήκε στη συντεχνία κι έγινε κομμουνάρος στην πιο λαμπερή έφοδο των ηττημένων του κόσμου στον ουρανό, στην παρισινή Κομμούνα, το 1871, μπορεί να αποδειχθούν η μεγάλη ατραξιόν του μουσείου.
Φυσικά, το πιο βασανιστικό έργο των μουσειολόγων είναι το πώς θα απεικονίσουν τη χειρότερη εκδοχή ήττας: την ήττα από τον ίδιο τον εαυτό μας. Πώς την κάνεις μουσειακό έκθεμα; Με την αναπαράσταση μιας αυτοχειρίας;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
«Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!» Ηλίθιοι δήμιοι! Η «τάξη» σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα «ανυψωθεί με μια βροντή» και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ημουν, Είμαι, Θα είμαι!
Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο» (1919)
No comments:
Post a Comment