Saturday, July 2, 2022

Στη σωστή πλευρά του φράχτη

 Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3/7/2022


Οσοι έχουμε παιδιά που κάποτε ήταν παιδιά, νήπια, βρέφη προφανώς και δεν αποφύγαμε να τα υποβάλουμε στην παιδαγωγική της αιχμαλωσίας, της φυλακής, της σκλαβιάς, με μια επίσκεψη στο Αττικό Πάρκο, τον μοναδικό μεγάλο ζωολογικό κήπο με άγρια ζώα που διαθέτουμε πλέον ως χώρα. Κάθε πολιτισμένη χώρα και μητρόπολη που σέβεται τον εαυτό της έχει μια τέτοια φυλακή πολυτελείας για τα άγρια ή ημιάγρια ζώα. Και όσο πιο βαρύ αποικιοκρατικό και ιμπεριαλιστικό παρελθόν έχει τόσο πιο μεγάλα ζωολογικά πάρκα διαθέτει. Και η πολυτέλεια των τεχνητών ενδιαιτημάτων που παρέχει κάθε πολιτισμένη χώρα στα ζώα είναι ευθέως ανάλογη της σκληρότητας και της βαρβαρότητας με την οποία έχει εκμεταλλευτεί ή εξοντώσει κοινωνίες στην Αφρική, την Ασία, την Αμερική ή την Ωκεανία, από τις οποίες έχουν αρπαγεί τα εξωτικά αντικείμενα της φυσιοδιφικής μας περιέργειας. 

Ο Μπαζού- αν πράγματι λεγόταν έτσι-, ο 27χρονος χιμπατζής του Αττικού Πάρκου που πυροβολήθηκε για λόγους ασφαλείας όταν πήδηξε το συρματόπλεγμα της πολυτελούς φυλακής του είναι μια συνεκδοχή της ληστρικής σχέσης που ανέπτυξε στο πέρασμα χιλιετιών το είδος μας με όλα τα υπόλοιπα. Το ότι ο γνωστός δικηγόρος, που πηδάει με ζωώδη ορμή τα κάγκελα των γηπέδων, του ανθρωπισμού και της νοημοσύνης μας, ανέλαβε αυτοβούλως την εκπροσώπηση της φιλοζωίας ή ζωοφιλίας μας και τη μετά θάνατον δικαίωση του χιμπατζή είναι μια αδιάφορη υποσημείωση για την κρούστα υποκρισίας που καλύπτει αυτή τη ληστρική σχέση μας με τη φύση, άγρια ή μη.

 Ποιο είναι άραγε το μεγαλύτερο έγκλημα; Το ότι ο Μπαζού πυροβολήθηκε για να αποτραπεί μια φυσιολογική επίθεσή του στον άνθρωπο- δεσμοφύλακά του; Ή το ότι βρέθηκε αιχμάλωτος πίσω από τον ηλεκτροφόρο φράχτη για να γίνει αντικείμενο ψυχαγωγίας μας (η ψυχαγωγία της φυλακής!); Αν το καλοσκεφτείτε, είναι ένα δίλημμα σε απόλυτη αναλογία με αυτό που βάζει ο Μπρεχτ στο στόμα του Μακίθ, στην «Οπερα της πεντάρας»: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας; Και τι είναι η δολοφονία ενός ανθρώπου μπροστά στην πρόσληψή του;». Κάντε τώρα τη διασκευή – αναγωγή: «Τι είναι το λαθρεμπόριο άγριων ζώων μπροστά στην ίδρυση ενός ζωολογικού πάρκου; Και τι είναι ο πυροβολισμός ενός χιμπατζή μπροστά στη μετατροπή του σε θέαμα έναντι εισιτηρίου;»

Το θέμα είναι, βεβαίως, να βρίσκεσαι πάντα στη σωστή πλευρά του φράχτη. Που κατά κάποιον τρόπο είναι και η σωστή πλευρά της ιστορίας. Και η σωστή πλευρά του φράχτη ή της ιστορίας -ας μην κοροϊδευόμαστε- είναι η πλευρά των νικητών. Ή των δεσμοφυλάκων, στην περίπτωση των ζωολογικών πάρκων. Οταν παίρνουμε από το χέρι το ανυποψίαστο παιδί μας για μια επίσκεψη στο πάρκο άγριων ζώων ή ακόμη κι όταν του δωρίζουμε ένα απόλυτα φιλικό κι ακίνδυνο κατοικίδιο πρόθυμο για χάδια, για μαλώματα αλλά και για απαγορεύσεις, ηθελημένα ή αθέλητα το μυούμε στην κουλτούρα της αιχμαλωσίας και της ανελευθερίας. Αυτή η αθώα ξενάγηση γνωριμίας με τη φύση είναι ταυτόχρονα μια εξοικείωση με το α-φύσικο. 

Οσοι δεν είναι αρκετά πλούσιοι να χρηματοδοτήσουν ένα τουριστικό σαφάρι ασφαλούς παρατήρησης λιονταριών στα καλά προστατευμένα, αχανή πάρκα άγριας φύσης στην αφρικανική σαβάνα έχουν αυτή μόνο την εναλλακτική: λιοντάρι στο κλουβί. Τα κάγκελα, τα συρματοπλέγματα, οι φράχτες και οι βαθιές τάφροι που μας χωρίζουν από τους αιχμαλώτους- κρατουμένους μας -λιοντάρια, γαζέλες, ελέφαντες, πύθωνες, χιμπατζήδες, γορίλες- είναι η πρωταρχική γνώση και αξία που ενσταλάζουμε στα παιδιά εξ απαλών ονύχων. Το υπόρρητο μήνυμα είναι ότι η δική τους ελευθερία και ασφάλεια προϋποθέτει την σκλαβιά και τα δεσμά κάποιων άλλων. Αρκεί να βρίσκονται στη σωστή πλευρά του φράχτη. 

Φυσικά και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, δεν είμαι τόσο αφελής. Αν ως είδος και ως κοινωνικά συστήματα είχαμε επιλέξει τη συμφιλίωση με την άγρια φύση, με επίγνωση και σεβασμό των ορίων, των κινδύνων και των αποστάσεων -κατά το «μακριά κι αγαπημένοι»-, θα είχαμε μείνει στο επίπεδο των νεολιθικών κοινοτήτων του Αμαζονίου. Των λιγοστών πια που έχουν επιλέξει να μείνουν στη σωστή πλευρά της προϊστορίας και όχι της ιστορίας. Η οποία δεν έχει μεν φράχτες, σύνορα και φυλακές, έχει μόνο μιαν ελεύθερη αλλά και επικίνδυνη σχέση με τη φύση. Αλλά δεν έχει και Μουσείο Πράδο να εντυπωσιάζει ακόμη και έναν Κυριάκο, δεν έχει κινητά τηλέφωνα, ψηφιακές πλατφόρμες, πιστωτικό χρήμα, πλυντήρια πιάτων. Δεν έχει εμβόλια, εκπαιδευτικά συστήματα, οικονομικούς κύκλους και ενεργειακές κρίσεις. Δεν έχει κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς, ΟΗΕ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ. Ενδεχομένως δεν έχει και πανδημίες-επιδημίες, τουλάχιστον όχι αυτές που προκαλούνται, όταν ο αδηφάγος ανθρώπινος πολιτισμός παραβιάζει και τους τελευταίους φράχτες που τον χωρίζουν από την άγρια φύση, αυτούς που ορθώνονται τις τελευταίες δεκαετίες από την καθυστερημένη ανακάλυψη της κλιματικής αλλαγής, της αειφορίας και της αυτό-καταστροφικής ανθρωποκαίνου εποχής. 

Στην ευφυή, αν και εγκεφαλική κινηματογραφική σάτιρα του Σουηδού Ρούμπεν Εστλουντ, «Το Τετράγωνο», ένα παιχνίδι για τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματικότητα, η φιλότεχνη, πολιτικά ορθή και ανθεκτική στις προκλητικές καινοτομίες των καλλιτεχνών αριστοκρατία, μεταξύ σαμπάνιας και αστακών, καλείται να παρακολουθήσει την περφόρμανς ενός καλλιτέχνη που μιμείται ένα χιμπατζή ή γορίλα. Ο ηθοποιός, με μια ημιόρθια στάση σώματος που θυμίζει την άγρια προϊστορία του είδους μας, τριγυρίζει ανάμεσα στα τραπέζια των φιλότεχνων συνδαιτυμόνων. Βγάζει άναρθρες κραυγές, πειράζει τα πιάτα, τα πιρούνια, το φαγητό τους, τα κεφάλια τους. Και όσο βλέπει τη δεκτικότητα των φιλότεχνων, γίνεται πιο τολμηρός, πιο επιθετικός. Μέχρι που στο τέλος σέρνει από τα μαλλιά και σχεδόν βιάζει μια έντρομη γυναίκα και τότε η κρούστα της φιλότεχνης υποκρισίας σπάει, «η περφόρμανς» ξεπέρασε τα όρια -αλλά ποιος ορίζει τα όρια;- και τη λύση τη δίνουν οι σεκιουριτάδες και η αστυνομία, που διακόπτουν βίαια τον τόσο μπασμένο στο πετσί του ρόλου του γορίλα ηθοποιό. Δεν το δείχνει η ταινία, αλλά υποθέτουμε ότι για τον υπερβάλλοντα ζήλο του στην απόδοση των ζωωδών ενστίκτων -δηλαδή της ίδιας της φύσης- του γορίλα, ο παθιασμένος περφόρμερ θα κατέληξε στη σωστή πλευρά του φράχτη. Στη φυλακή. 

Ετσι την πάτησε και ο Μπαζού. Αποσπασμένος βίαια από το φυσικό του ενδιαίτημα, όφειλε να υποδύεται τον ρόλο του χορτασμένου εγκλείστου, του αδιάφορου για τα ανθρώπινα βλέμματα περφόρμερ του ζωολογικού πάρκου. Επρεπε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι βρίσκεται στη σωστή πλευρά του φράχτη. Πώς να καταπνίξεις όμως την περιέργεια -κι ας σκοτώνει ενίοτε- για το τι βρίσκεται στην άλλη πλευρά του φράχτη; Η ίδια περιέργεια, άλλωστε, δεν ήταν που απέσπασε εμάς, το είδος μας, από την κατάσταση του μακρινού μας συγγενή; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αυτοί είναι πιο όμορφοι από μένα. Οι ρινόκεροι είναι πιο όμορφοι! Είχα άδικο λοιπόν! Ω, πόσο ήθελα να ήμουν σαν αυτούς! Κοίτα χάλια! Κέρατα, ούτε για δείγμα! Τι άσχημο που είναι ένα γυμνό αστόλιστο μέτωπο. Χωρίς κέρατα. Ενα-δυο κερατάκια θα μου πήγαιναν πάρα πολύ! Θα τόνιζαν τα χαρακτηριστικά μου που έχουν μια τάση να κρεμάνε προς τα κάτω. Αλλά ποιος ξέρει, δεν αποκλείεται μια μέρα να μου φυτρώσουνε κέρατα. Τότε θα σταματήσω να ντρέπομαι. Θα μπορούσα να πάω κοντά τους με στολισμένο μέτωπο. 

Ευγένιου Ιονέσκο, «Ο ρινόκερος» 


No comments:

Post a Comment