Saturday, December 27, 2025

Ο κανόνας της χριστουγεννιάτικης αφθονίας

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 27-28/12/2025

Στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Ντίκενς, ο δεύτερος αγαπημένος θείος Κάρολος του 19ου αιώνα, που ουδέποτε συναντήθηκε με τον πρώτο αγαπημένο θείο Κάρολο (τον Μαρξ), αν και συνυπήρξαν στο Λονδίνο της βικτοριανής εποχής, περιγράφει το φάντασμα των Χριστουγέννων του παρόντος ως σύμβολο ευφορίας και αφθονίας: «Η σάλα είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα ώς το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό. Στο τζάκι έκαιγε μια ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά -γαλοπούλες, χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια- ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ᾿ έναν δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι. "Είμαι το Πνεύμα των Χριστουγέννων του Παρόντος", του φώναξε φιλικά. "Ελα!". Ο Σκρουτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Ηταν ντυμένο μ᾿ έναν μακρύ λευκό χιτώνα. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από λιόπρινο». 

Στην ονειρική περιγραφή του Ντίκενς συμπυκνώνεται η αντίφαση της βικτοριανής βιομηχανικής Αγγλίας: μια έκρηξη αφθονίας μετατρέπει το Λονδίνο σε παγκόσμιο εμπορικό κέντρο, με πολυτελή και σπάνια αγαθά από όλο τον κόσμο να πλημμυρίζουν τις αγορές του, με αντάλλαγμα υφάσματα, ρούχα, εργαλεία, μηχανές, ατμόπλοια που έφευγαν προς αποικίες, προτεκτοράτα και άλλες χώρες για να στηρίξουν τη δική τους βιομηχανική ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή, το Λονδίνο της αφθονίας ήταν και μια μητρόπολη απόλυτης φτώχειας, αθλιότητας, βρομιάς, θανατηφόρας υγιεινής για την πλειονότητα των κατοίκων του. Το Φάντασμα των Χριστουγέννων του παρόντος θυμίζει στον τσιγκούνη Σκρουτζ, που μισεί τα Χριστούγεννα ως πρόσχημα περιττής σπατάλης, ότι όλοι, ακόμη και οι φτωχότεροι των φτωχών, έχουν δικαίωμα σε ολίγη αφθονία και λιτή σπατάλη για μια-δυο γιορτινές μέρες του χρόνου. Κι επειδή αυτό δεν ήταν αυτονόητο για τους άπορους, η φιλανθρωπία, το πνεύμα της εθελοντικής προσφοράς στους στερημένους και μη έχοντες έρχεται, συμπληρώνει, αλλά ίσως και αντιπολιτεύεται τη «νομοθετημένη» από τη βασίλισσα Βικτορία φιλανθρωπία. Την οποία ο Ντίκενς ως γνωστόν επέκρινε χοντρά ως βιομηχανικό «παιδομάζωμα». 

Αλλά και το Φάντασμα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος, αν και απόκοσμο και λιγότερο πληθωρικό, δεν ξεφεύγει από τον κανόνα της αφθονίας, έστω και ως ολιγοήμερη παρένθεση. «Ποια είναι η δουλειά σου;», το ρωτά ο Σκρουτζ. «Η ευημερία σας», απαντά το φάντασμα. 

Δικαίως έχουν κάποιοι χαρακτηρίσει τον Ντίκενς «εφευρέτη των Χριστουγέννων», με την πασίγνωστη νουβέλα του. Δεν είναι και η καλύτερή του, αλλά οπωσδήποτε είναι η εξυπνότερη, μια και έδωσε στη σκληρότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού του 19ου αιώνα την ευκαιρία ενός στοιχειώδους εξανθρωπισμού, έστω για λίγες μέρες, ως διάλειμμα ευημερίας και λιτής αφθονίας για όλους, για τους πιο στερημένους, πένητες και ανέστιους. Το κατά Ντίκενς φορτωμένο τραπέζι, το γεμάτο πιάτο, η γαστρονομική υπερβολή των γιορτών και για τον πιο φτωχό έγιναν ό,τι και τα πέντε λεπτά δημοσιότητας που υποσχόταν και στον πιο άσημο και αφανή ο Γουόρχολ έναν αιώνα μετά. Η τεράστια αγορά των Χριστουγέννων, που στη Δύση αντιστοιχεί έως το 20% του ετήσιου τζίρου και στην Ανατολή σε ένα αντίστοιχο ποσοστό της παραγωγής, επέβαλε έναν ευρύ εκδημοκρατισμό της κατανάλωσης, χωρίς να χρειαστεί να επηρεαστεί στο ελάχιστο η τεράστια, συνεχώς διευρυνόμενη και ληστρική ανισότητα στην κατανομή του πλούτου. 

Ο κανόνας των Χριστουγέννων της αφθονίας σε αδρές γραμμές τηρήθηκε αδιάλειπτα εδώ και αιώνες, ακόμη και στις φτωχότερες περιοχές της καθ' ημάς Ανατολής και των οθωμανικών Βαλκανίων, όπου μια τεράστια ποικιλία εθίμων, γαστρονομικών επινοήσεων και απολαύσεων έδινε στα χριστιανικά Χριστούγεννα μια αυθεντική παγανιστική και ηδονιστική διάσταση. Η διαφορά είναι πως ο «εφευρέτης» των Χριστουγέννων Ντίκενς έδωσε σε αυτή τη διάσταση τον χαρακτήρα μιας παγκοσμιοποιημένης ηθικής, οικονομικής και κοινωνικής επιταγής για την πολιτική, οικονομική και επιχειρηματική ελίτ της εποχής του. 

Η παράδοση που διαμόρφωσε ο θείος Κάρολος Νο 2, με το αρχέτυπο του μεταμελημένου αποθησαυριστή Σκρουτζ, πρακτικά φτάνει ώς τις μέρες μας: με τη μορφή του επιθετικού, συναισθηματικά εκβιαστικού μάρκετινγκ με το οποίο οι κολοσσοί της εκμετάλλευσης, της κατασπατάλησης φυσικών πόρων, της καταπάτησης δημόσιων αγαθών και της απομύζησης των δημόσιων συμβάσεων, οι δεξιοτέχνες της μεγάλης φοροαποφυγής, οι μανατζαραίοι και μεγαλομέτοχοι της εκρηκτικής κερδοφορίας, των ιλιγγιωδών stock options και της ασφυκτικής ακρίβειας πλημμυρίζουν αίφνης αγάπη και στοργή για τους αναξιοπαθούντες του κόσμου. Και διαλαλούν κάθε ευρώ φιλανθρωπίας προς τους εξόριστους των Χριστουγέννων. Οσοι έχουν δώσει προσοχή στα καλοφτιαγμένα, μελιστάλακτα, ενίοτε δακρύβρεχτα διαφημιστικά μηνύματα των ημερών, μάλλον καταλαβαίνουν ότι το 12ήμερο των Χριστουγέννων είναι το μικρό διάλειμμα των καλικάντζαρων του πλούτου από το ακατάπαυστο πριόνισμα του Δέντρου της Ζωής. Και το μάρκετινγκ της φιλανθρωπίας τους, εκτός από ευπρεπές ξέπλυμα αθλιοτήτων, είναι και μια υποχρέωση να κλείσουν τους ετήσιους προϋπολογισμούς Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και να τσεκάρουν, ως καλοί πρόσκοποι, πόσους στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης έχουν πετύχει. 

Δεν μας φταίει ο Ντίκενς, βεβαίως, για τη μετατροπή της ανθρωπιάς και της συμπόνιας σε βιομηχανία φιλανθρωπίας. 


ΥΓ.: Ο κανόνας χριστουγεννιάτικης αφθονίας, ιδίως για την ελληνική αγορά, πρέπει φέτος να δέχτηκε το ισχυρότερο πλήγμα του εδώ και δεκαετίες. Αυτό τουλάχιστον μου μεταφέρουν ο φούρναρης, ο κρεοπώλης, ο μανάβης και λοιποί συντελεστές της συνοικιακής αγοράς. 

ΚΙΜΠΙ

kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com 




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

... Η καρδιά και η ψυχή του ήταν συγκεντρωμένες στη σκηνή και στον παλιό του εαυτό. Επιβεβαίωνε τα πάντα, θυμόταν τα πάντα, απολάμβανε τα πάντα και υπέφερε από την πιο παράξενη ταραχή. Μόνο τώρα, όταν τα λαμπερά πρόσωπα του παλιού εαυτού του και του Ντικ έφευγαν από μπροστά τους, θυμήθηκε το Φάντασμα και συνειδητοποίησε ότι τον κοιτούσε, ενώ το φως στο κεφάλι του έλαμπε πολύ καθαρά.

«Εύκολη υπόθεση», είπε το Φάντασμα, «να κάνεις αυτούς τους ανόητους ανθρώπους να πλημμυρίζουν ευγνωμοσύνη».

«Εύκολη!», επανέλαβε ο Σκρουτζ.

Το Πνεύμα του έκανε νόημα ν' ακούσει τους δύο μαθητευόμενους που άνοιγαν τις καρδιές τους επαινώντας τον Φέζιγουιγκ. Και όταν ο Σκρουτζ το έκανε, το Πνεύμα είπε: «Γιατί! Δεν είναι; Εχει ξοδέψει μόνο μερικές λίρες από τα θνητά σου χρήματα - τρεις ή τέσσερις, ίσως. Είναι τόσα πολλά ώστε να του αξίζει αυτός ο έπαινος;».

«Δεν είναι αυτό», είπε ο Σκρουτζ. Ξαναμμένος από το σχόλιο και μιλώντας ασυνείδητα σαν τον προηγούμενο -όχι τον κατοπινό- εαυτό του. «Δεν είναι αυτό, Πνεύμα. Εχει τη δύναμη να μας κάνει ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους· να κάνει την υπηρεσία μας ελαφριά ή βαριά: μια απόλαυση ή ένα αφόρητο βάρος. Πες ότι η δύναμή του βρίσκεται στα λόγια και τα βλέμματα· σε πράγματα τόσο μικρά και ασήμαντα που είναι αδύνατο να τα προσθέσεις και να τα μετρήσεις - τι λοιπόν; Η ευτυχία που δίνει είναι τόσο μεγάλη, σαν να του κοστίζει μια περιουσία».


Τσαρλς Ντίκενς, «Ο ύμνος των Χριστουγέννων»


Saturday, December 20, 2025

Οι δεσμώτες έχουν τους πιστωτές που τους αξίζουν

Η Εφημερίδα των Συντακτών 20-21/12/2025

Νήφος - δεσμώτης στο κέντρο κάτω, Κάλλιος - πιστωτής δεξιά. Πύρρα, σύζυγος του Κάλλιου αριστερά, Πεταλία, κόρη τους, στο κέντρο πάνω (Ειρήνη Δένδη, Στέφανος Κοσμίδης, Αγγελική Μαρίνου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, η ομάδα «Πτωχαλαζόνες» με σκηνοθέτη τον Κώστα Παπακωνσταντίνου). Τα ονόματα των τεσσάρων ηρώων, με μυθολογική προέλευση, είναι ένας γρίφος που πρέπει να μας λύσει η συγγραφέας  


Στη στήλη αυτή, από καταβολής της προ εικοσιπενταετίας (Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια...) έχει φιλοξενήσει τα πάντα: από παραμύθια (όχι της Χαλιμάς, δικά μου) μέχρι διαπρύσια παμφλέτα υπέρ της τεμπελιάς, από κινηματογράφο μέχρι εικαστικά, από ποίηση μέχρι φλυαρίες για τη φορολογία, την κρίση χρέους, την παγκοσμιοποίηση, την αριστερή απόγνωση. Δεν το λέω με έπαρση, αντιθέτως το γράφω για να καταδείξω το αλλοπρόσαλλον του πράγματος και κυρίως του γράφοντος, διότι, είπαμε ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ η στήλη, ίδια κι απαράλλαχτη από τότε που έσκασε μύτη μαζί με τη θυγατρική της (ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ) στις σομόν σελίδες της «Καθημερινής», κάπου στην αλλαγή αιώνα και χιλιετίας, αλλά «ελεύθερος σκοπευτής» (sniper, που λέμε και στα χωριά μας) δεν σημαίνει βάρα κι όποιον πάρει ο χάρος. 

Διότι η συμφωνία με τον εαυτό μου ήταν πως η στήλη αυτή θα ήταν κατά βάση ένα οικονομικό χρονογράφημα, με κάποιες δόσεις εύστοχου ή άστοχου χιούμορ, ολίγη αθυροστομία, άλλοτε με σαρκασμό, άλλοτε με θλίψη, συνήθως με ευθύ σχολιασμό, σπανιότερα με αλληγορικές παραμυθίες, τέσπα, ένα ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ χρονογράφημα βρε αδερφέ και αδερφή, οπότε τι δουλειά έχουν ο «Ευτυχισμένος Πρίγκιπας» του Ουάιλντ, τα «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο» του Αντερσον, «Τα Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο, τα «Στοχαστικά Τοπία» της Δίγκα ή «Το ημερολόγιο μιας τουρνέ» της Εφης Παπαθεοδώρου (της Θεοπούλας φυσικά!) σε μια στήλη που θα έπρεπε να ασχολείται με πληθωρισμούς, τιμές, φόρους, ανεργία, ΑΕΠ, ανάπτυξη, ύφεση, μετοχές, ομόλογα, χρηματιστήρια εμπορευμάτων, CDS και δε συμμαζεύεται; Ακόμη κι εγώ, ο ηθικός και φυσικός αυτουργός αυτού χάους, έχω την απορία, όμως, με κάποιο μαγικό τρόπο, τελικά όλα κολλάνε (κι αν όχι όλα, τα περισσότερα), κανένα από τα αντί-οικονομικά ή μη οικονομικά πονήματα δεν φαίνεται παράταιρο, το σύμπαν συνωμοτεί, όχι του Κοέλιο βέβαια, αλλά το χαοτικό σύμπαν του εγκεφάλου μου και το παζλ κουτσά στραβά βγαίνει. 

Ολη αυτή η αυτοαναφορική, σχεδόν ναρκισσιστική εισαγωγή (κανονικά θα έπρεπε να σας έχω προειδοποιήσει ότι μπορείτε να παραλείψετε την πρώτη παράγραφο) έγινε μόνο και μόνο για να δικαιολογήσω πως σήμερα θα γράψω για θέατρο. Για μια θεατρική παράσταση που είδα προ εβδομάδων («Δεσμώτης» της Νατάσας Σίδερη, από τη θεατρική ομάδα «Πτωχαλαζόνες», σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, Θέατρο «Ολβιον», κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 μ.μ.). Η Νατάσα είναι φίλη, οπότε αποσαφηνίζω εξ αρχής πως ό,τι γράφω εδώ έχει και ισχυρές δόσεις θετικής προκατάληψης, γιατί έχω διαβάσει κι άλλα θεατρικά της, όπως και διηγήματά της, κι εσείς μπορεί να έχετε διαβάσει εδώ, σε αυτήν την εφημερίδα κείμενά της· «Προμηθέας ο μικρομεσαίος» («Εφ.Συν.» 19/10/2025) ένα από τα τελευταία, με αφορμή το αμφιλεγόμενο γλυπτό στο Πεδίον του Αρεως. 

Κατά σύμπτωση, ο θεατρικός «Δεσμώτης» της έχει μια προφανή σχέση με τον σχολιαστικό Προμηθέα της, μόνο που ο δεσμώτης της δεν έχει κάνει κάτι ηρωικό υπέρ της ανθρωπότητας, δεν τιμωρείται για το θάρρος-θράσος του απέναντι στους θεούς, αλλά βασανίζεται για κάτι πολύ απλό: γιατί δανείστηκε. Δανείστηκε από ανθρώπους εμπιστοσύνης, φίλους του. Και οι φίλοι του εξελίσσονται σε δεσμοφύλακές του, το χρέος του σε φυλακή, έπειτα οι φίλοι-πιστωτές αλλάζουν level, που λένε και στο χωριό μου, γίνονται ιδιοκτήτες του φίλου – οφειλέτη τους κι αυτός γίνεται σκλάβος τους για να μη χάσει το σπίτι του, το μόνο πράγμα του δίνει την αίσθηση ότι είναι ελεύθερος. Το σπίτι υποτίθεται ότι σώζεται για κάποιο διάστημα, το ενδιαίτημα της υποτιθέμενης ελευθερίας γλιτώνει κάθε φορά την κατάσχεση, αλλά αυτός παραμένει δεσμώτης των φίλων του, ξεπληρώνει το χρέος σε είδος, γίνεται σκλάβος, ακριβώς όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι γίνονταν δούλοι για να απαλλάξουν από ένα χρέος την οικογένειά τους. Αλλά ακόμη κι εκείνα τα σκληρά χρόνια, που η ανθρώπινη ζωή είχε ελάχιστη αξία, ακόμη και τότε ερχόταν μια σεισάχθεια από έναν Σόλωνα ή ένα φαραώ που σκέφτονταν το μέλλον της πόλης ή της αυτοκρατορίας τους. Γιατί, αν οι μισοί υπήκοοι έμεναν δούλοι λόγω χρεών, ποιος θα υπερασπιζόταν τα βασίλειά τους από επιβουλές, ποιος θα παρήγε με ζήλο σιτάρι ή πλίνθους για την τροφή και τη στέγη των ανθρώπων; 

Νήφος ο δεσμώτης-οφειλέτης του έργου της Νατάσας, Κάλλιος ο φίλος–δανειστής του, διόλου τυχαία είναι και δικαστής, Πύρρα η γυναίκα του δικαστή Κάλλιου, που όσο εξελίσσεται το έργο μεταλλάσσεται σε dominatrix του έρμου του Νήφου, Πεταλία η 17χρονη κόρη του ζεύγους των φίλων - δανειστών - δουλοκτητών - βασανιστών του Νήφου. 

Σπόιλερ δεν θα κάνω, αλλά το θεατρικό της Σίδερη, βραβευμένο σε διεθνή διαγωνισμό σύγχρονης ελληνικής θεατρικής γραφής (Γερμανικό Θέατρο Regensburg «MΥΤΗOS ?!» σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ), η παράσταση των «Πτωχαλαζόνων» στο «Ολβιον» είναι μια θαυμάσια αλληγορία για την οδυνηρή ελληνική περιπέτεια χρεοκοπίας και «διάσωσης» από τους Ευρωπαίους δανειστές που μετέτρεψαν για μια ολόκληρη δεκαετία την ελληνική κοινωνία σε «χρεοδουλοπαροικία» και την ευρωζώνη σε θάλαμο βασανιστηρίων. Οι «διασώστες» ήταν εταίροι, φίλοι μας, και επινόησαν ένα σωρό παράνομα, εξωθεσμικά, απάνθρωπα, καταστροφικά τρικ για να εμφανίζονται από τη μια πλευρά αδέκαστοι λειτουργοί του ευρωπαϊκού νόμου κι από την άλλη, όταν κατέβαιναν από τη δικαστική έδρα και έμπαιναν στο «δωμάτιο ενηλίκων» (που λέει κι ο Βαρουφάκης) να επιστρατεύουν έναν σκασμό άτυπα και αθέσμιτα όργανα, το άτυπο Eurogroup, την άτυπη τρόικα, τα εκτός ευρωπαϊκής νομιμότητας μνημόνια, τις παρακάμψεις του Κοινοβουλίου, τη μετατροπή μιας ολόκληρης χώρας σε προτεκτοράτο των φίλων - πιστωτών. 

Αλλά, όπως σωστά αναδεικνύει η Σίδερη στον «Δεσμώτη» της, η ιστορία της «φιλικής χρεοκρατίας» δεν είναι τόσο μια ιστορία καταναγκασμού και αθέλητου εξανδραποδισμού, είναι περισσότερο μια ιστορία εθελοδουλείας. Κανείς στην πραγματικότητα δεν εμποδίζει τον Νήφο της να φύγει από τη φυλακή χρέους, να απελευθερωθεί («Πρέπει να απελευθερωθείς μόνος σου», του λέει η 17χρονη Πεταλία που έχει ήδη φύγει από τη γονεϊκή φυλακή), κανείς δεν εμπόδιζε και τη χώρα αυτή, την κοινωνία, την ηγεσία να πετάξει τις αλυσίδες της, πλην όμως έμεινε αυτοκαταστροφικά πιστή στη φιλική πίστωση και το επιστέγασμα της εθελοδουλείας της δεν ήταν άλλο από τα πανηγύρια της ανάδειξης του Ελληνα ΥΠΟΙΚ στην προεδρία του Eurogroup, ο δεσμώτης έγινε δεσμοφύλακας, άλλο level, ανοίξτε σαμπάνιες κι ας λήγει το φιλικό χρέος το 2070. Εγώ δεν θα ’μαι εδώ να γιορτάσω την απελευθέρωση... 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΚΑΛΛΙΟΣ: Ο νόμος ορίζει πως τα χρέη πρέπει να πληρώνονται. Αν εγώ, ο υπηρέτης του, αρχίσω να μην εφαρμόζω τις προσταγές του στη ζωή μου, τι παράδειγμα θα δώσω στους άλλους; 

ΝΗΦΟΣ: Ποιους άλλους; 

ΚΑΛΛΙΟΣ: Ακόμη κι ένας μάρτυρας αρκεί. Πάρε την Πεταλία, ας πούμε. Αν σου χάριζα τα χρέη σου θα ήταν σαν να της δίδασκα ότι είναι εντάξει να είναι κανείς αφερέγγυος. 

ΝΗΦΟΣ: Μα δεν θέλω να μου τα χαρίσεις. 

ΚΑΛΛΙΟΣ: Να τα βάλω σε παρένθεση. Το ίδιο κάνει. Εκπροσωπώ τη δικαιοσύνη, Νήφο. Οπου κι αν πάω, ο κόσμος με παρακολουθεί. Δεν γίνεται άλλα να λέω στους άλλους κι άλλα να κάνω εγώ.

Νατάσας Σίδερη, «Δεσμώτης»


Sunday, December 14, 2025

Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, Κυριάκο;

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 13-14/12/2025


Είναι ν’ απορείς, πράγματι...


 Προσπαθώ να καταλάβω από πού πηγάζει όλη η έκρηξη χαράς και περηφάνιας για την εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στη θέση του προέδρου του Eurogroup. Δηλαδή, τι ακριβώς σήμαινε για την Ιρλανδία η πενταετής θητεία του Ντόνοχιου, που κι αυτός ήταν γελαστός, χαρωπός και φωτογενής σαν το δικό μας «θείον βρέφος». Θυμάται κανείς τον Πορτογάλο Σεντένο, που ήταν πρόεδρος πριν από τον Ντόνοχιου; Τον Γιούνκερ, που κατσικώθηκε στη θέση για ολόκληρη δεκαετία όντας παράλληλα υπουργός Οικονομικών και πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου (ε, δεν σκοτωνόταν και στη δουλειά στο υπερπλούσιο δουκάτο, το διακριτικό πλυντήριο του σκοτεινού χρήματος όλου του πλανήτη, γι’ αυτό με το που άφησε το Eurogroup καβάντζωσε την προεδρία της Κομισιόν), φυσικά και τον θυμόμαστε. Το ίδιο και τον Ντάισελμπλουμ. Είχαν τα ηνία του Eurogroup στη χειρότερη στιγμή της ευρωζώνης και στη χειρότερη δεκαετία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Γιούνκερ έχτισε μια γερή υστεροφημία, κατάλληλη για απομνημονεύματα, αλλά ο Ντάισελμπλουμ, για σκεφτείτε, τι κάνει τώρα; Δήμαρχος στο Αϊντχόφεν των 200.000 κατοίκων. Δεν το λες κι επιτυχή εξαργύρωση θητείας αυτό. Βεβαίως, αν είσαι εθισμένος στην εξουσία, πάσα προσφορά δεκτή. 


Αλλά τα πανηγύρια των ιθαγενών, λες και ο Καραλής πέρασε τον Ντουμπλάντις στο επί κοντώ, ο Τεντόγλου έκανε παγκόσμιο ρεκόρ στο μήκος ή η εθνική ποδοσφαίρου έφτασε στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου, δυσκολεύομαι να τα παρακολουθήσω. Ειδικά τώρα, με τους αγανακτισμένους αγρότες σε όλο το εθνικό δίκτυο, τη χώρα διασυρόμενη πανευρωπαϊκά για ένα ακόμη σκάνδαλο διασπάθισης δημοσίου -ευρωπαϊκού και εθνικού- χρήματος και την ευρωπαϊκή Εισαγγελία να έχει βρει στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη τον καλύτερο πελάτη της στην πρώτη κιόλας θητεία της, μια ζωντανή διαφήμιση για τον νέο ευρωπαϊκό θεσμό, μια νεκροζώντανη δυσφήμιση για όλη τη χώρα. 


«Από μαύρο πρόβατο της Ε.Ε. στο τιμόνι της ευρωζώνης», γράφει περήφανος οικονομικός συντάκτης. «Τι φέρνει για την Ελλάδα η προεδρία του Eurogroup», αναρωτιέται άλλος, πιο συγκρατημένος. Τι φέρνει; Τι έφερε στην Πορτογαλία; Τι έφερε στην Ολλανδία ή στο Λουξεμβούργο; Μπορεί και τίποτα. Αν, για παράδειγμα, η ανάληψη αυτής της θέσης, που είναι περίπου κάτι σαν προεδρία σε συνέλευση συνιδιοκτητών πολυκατοικίας, συνοδευόταν από ένα bonus μείωσης του χρέους, να έλεγα «πάει στο διάολο, αξίζει τον κόπο». Αλλά, 402 δισ. ευρώ μένει το ρημάδι, με λήξη το 2070, όταν οι περισσότεροι από μας θα έχουμε αποδημήσει εις Κύριον, τα παιδιά μας θα είναι γέροντες, τα εγγόνια μας μεσήλικες. Κι από αυτά τα 402 δισ. τα 280 τα χρωστάμε σε αυτούς που την Πέμπτη εκλέξανε τον Κυριάκο Νο2 ομόφωνα. Μας κάνανε κανένα σκόντο για την αγγαρεία που ανέλαβε η κυβέρνηση και μας το φυλάνε για χριστουγεννιάτικη έκπληξη; 


Οχι, δεν παίζει καμιά έκπληξη, έριξα μια ματιά στα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, όλα είναι στη θέση τους, το χρέος παραμένει εκεί για να φάει τον χρόνο και το χρήμα δυο ακόμη γενιών, η τιμή της εκλογής δεν είχε αντίτιμο και ο λόγος που η Ελλάδα έπαψε να είναι το «μαύρο πρόβατο» της ευρωζώνης είναι γιατί το κρατικό χρέος έπαψε να είναι το βασικό παιχνίδι των αγορών χρήματος. Γιατί δεν βρίσκουν πια μικρούς αδύναμους κρίκους, τώρα είναι οι μεγάλοι κρίκοι της ευρωαλυσίδας που κάθονται σε βουνά χρέους, στο 114% του ΑΕΠ το εκτόξευσε η Γαλλία, στο 135% η Ιταλία, ακόμη κι η Γερμανία σπάει το ταμπού κι αυξάνει τις δαπάνες της για να εξοπλιστεί σαν αστακός εναντίον εχθρών ορατών κι αοράτων. Και μ’ αυτά τα μεγέθη ισχύει το αγοραίο κλισέ too big to fail. Αν μια νέα κρίση χρέους έχει στο επίκεντρο τον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης, αποχαιρέτα το και το ευρώ, αποχαιρέτα την και την Ε.Ε. και την Αλεξάνδρεια που χάνεις. 


Υπάρχει, βέβαια, ένας κάποιος συμβολισμός στην εκλογή Πιερρακάκη στην ηγεσία του ουσιαστικά «αθέσμιτου» θεσμού. Δεν είναι τόσο επιβράβευση της χώρας για κάποιο επίτευγμα ή για την επιστροφή της στον λεγόμενο ενάρετο κύκλο· τέτοιοι κύκλοι δεν υπάρχουν πια στον καπιταλισμό των κρίσεων και στην παγκοσμιοποίηση των προστατευτισμών. Αλλωστε, με τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης και τη μετάβαση σε σφιχτότερη Κοινή Αγροτική Πολιτική και σε έναν «πολεμικό» ευρωπαϊκό προϋπολογισμό η αναπτυξιακή φούσκα θα εξαερωθεί βίαια και θα αποκαλυφθεί ότι δεκάδες δισεκατομμύρια ευρωπαϊκών πόρων -που είναι χρήματα των φορολογουμένων- πετάχτηκαν στα σκουπίδια, χωρίς να αφήσουν ένα στέρεο παραγωγικό υπόστρωμα. Αυτή η εκλογή είναι περισσότερο επιβράβευση του ίδιου του ιερατείου των Βρυξελλών, του διευθυντηρίου της ευρωζώνης, των δημοσιονομικών βασανιστών των χωρών της Ε.Ε. και ιδιαίτερα της Ελλάδας. Επαίρονται και αυτοσυγχαίρονται γιατί μετέτρεψαν το παρδαλό κατσίκι σε άβουλο αρνάκι, τον απείθαρχο και ανεπίδεκτο μαθητή της Ε.Ε. σε πειθήνιο κυνηγό της αριστείας, την πυρακτωμένη κι έτοιμη για όλα κοινωνία του 2015 σε ένα μπερδεμένο (χωρίς πολιτική προσδοκία και εναλλακτική) ασύντακτο «μπουλούκι» του 2025. Ο Ελληνας πρόεδρος του Eurogroup είναι η συνεκδοχή αυτού του (αν)ηθικού θριάμβου των δανειστών. 


Εχει σημασία, βέβαια, να θυμίσουμε ότι το Eurogroup δεν παίζει κάποιον ουσιώδη ρόλο πια. Ξανάγινε λέσχη ανταλλαγής ιδεών των 20 του ευρώ εντός του αποφασιστικού Ecofin, δηλαδή του Συμβουλίου της Ε.Ε. με τη σύνθεση των υπουργών Οικονομικών. Το Eurogroup παραμένει ό,τι ήταν πάντα, μια ομάδα που συνεδριάζει άτυπα, άλλωστε δεν προβλέπεται καν σε άρθρο της Συνθήκης της Λισαβόνας, «εξορίστηκε» σε ένα από τα πολλά πρωτόκολλα που την συνοδεύουν. Ωστόσο αυτό το άτυπο «αθέσμιτο» και αυθαίρετο όργανο αποδείχθηκε βολικό και χρήσιμο για να γίνει το θεσμικό πραξικόπημα εις βάρος της Ελλάδας και των άλλων χωρών που μπήκαν στον γύψο των μνημονίων. Εγινε ο φορέας καταστρατήγησης της ίδιας της Συνθήκης της Ε.Ε., του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και μιας μακράς σειράς κανονισμών και οδηγιών που προέβλεπαν τα αντίθετα από όσα επιβλήθηκαν στην ελληνική κοινωνία μέσω τριών μνημονίων: η πτωχοποίηση, η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας, η διάλυση της (όποιας) παραγωγικής βάσης της χώρας, η αναδιανομή του εισοδήματος από τους κάτω και εντός, στους πάνω και εκτός. Η θεσμική ηγεσία της Ε.Ε. καταπάτησε κάθε έννοια ευρωπαϊκής νομιμότητας με κύριο όχημα το Eurogroup. Αλλά ποιος μπορούσε να κατηγορήσει για το έγκλημα ένα όργανο άτυπο, που δεν λογοδοτούσε πουθενά, δεν τηρούσε πρακτικά, και τελικά ανύπαρκτο; Χάρη στο Eurogroup όλοι οι άλλοι, η Κομισιόν, το Συμβούλιο, η ΕΚΤ, ο ESM, το Ευρωκοινοβούλιο, δεν λέρωσαν τα χέρια τους. 

Σ’ αυτόν τον ακαταλόγιστο ολετήρα έχουμε πια Ελληνα πρόεδρο. Αλλάζουμε level, που λένε. Ας κοιμηθούμε ήσυχοι. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αρθρο 1

Οι Υπουργοί των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ πραγματοποιούν άτυπες συναντήσεις μεταξύ τους. Οι συναντήσεις αυτές λαμβάνουν χώρα, ανάλογα με τις ανάγκες, για να συζητούνται τα θέματα που συνδέονται με τις ιδιαίτερες ευθύνες, τις οποίες συνυπέχουν στο θέμα του ενιαίου νομίσματος. Η Επιτροπή συμμετέχει στις συναντήσεις αυτές. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται να συμμετέχει σε αυτές τις συναντήσεις, οι οποίες προετοιμάζονται από τους αντιπροσώπους των υπουργών Οικονομικών των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ και της Επιτροπής.

Αρθρο 2

Οι υπουργοί των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ εκλέγουν ανά δυόμισι έτη πρόεδρο, με πλειοψηφία των εν λόγω κρατών μελών.


«Σχετικά με την Ευρωομάδα», Πρωτόκολλο 14, Συνθήκη της Λισαβόνας, Δεκέμβριος 2009 




Sunday, December 7, 2025

Αυτοδημιούργητοι φτωχοί*

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 6-7/12/2025


Αντιγράφω από το δελτίο Τύπου της UBS, από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου, αγαπημένο «θησαυροφυλάκιο» των υπερπλούσιων του πλανήτη, τη συνόψιση του βασικού ευρήματος της 11ης έκθεσής της Billionaire Ambitions Report (Εκθεση για τις φιλοδοξίες των δισεκατομμυριούχων): «Το 2025, 196 αυτοδημιούργητοι δισεκατομμυριούχοι πρόσθεσαν 386,5 δισεκατομμύρια δολάρια στον παγκόσμιο πλούτο, φτάνοντάς τον σε επίπεδο ρεκόρ 15,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (σ.σ. εννοεί τον πλούτο των δισεκατομμυριούχων). Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση που έχει καταγραφεί στην ιστορία αυτής της έκθεσης. Συνολικά, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε κατά 8,8%, από 2.682 σε σχεδόν 3.000. Σε αντίθεση με την αύξηση που προκλήθηκε από τα περιουσιακά στοιχεία μετά την πανδημία, η συγκεκριμένη αυτή ανάπτυξη οφείλεται στη δημιουργία τολμηρών επιχειρήσεων και τις ρηξικέλευθες επιτυχείς δράσεις». 

Πώς ακριβώς γίνεται κανείς «αυτοδημιούργητος» δισεκατομμυριούχος; Ολοι πίσω από το χρήμα τρέχουμε, αυτό κυνηγάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας, τις περισσότερες ώρες της μέρας μας, το κυνηγάμε ως παραγωγοί πλούτου, το κυνηγάμε και ως καταναλωτές, ψάχνοντας το φθηνότερο προϊόν, τις εκπτώσεις, τις black Fridays, για το χρήμα που έχουν ήδη παραγάγει αλλά δεν έχουν πάρει βρίσκονται στα μπλόκα των εθνικών οδών οι αγρότες, για λίγες ρουπίες που θα τους ταΐσουν οι «ανέγγιχτοι» της Ινδίας χώνονται στους βόθρους και τις βρομερές αποχετεύσεις των μεγαλουπόλεων, καταδικασμένοι (μεταξύ άλλων) να καθαρίζουν τα σκατά των άλλων. 

Αν το κυνήγι του χρήματος μετριόταν σε εργατοώρες, σε θερμίδες που καταναλώνουμε σε σωματική και διανοητική προσπάθεια, δεν νομίζω ότι θα βρίσκαμε καμιά ιδιαίτερη διαφορά ανάμεσα στη δύναμη που έχει καταβάλει ο «αυτοδημιούργητος» δισεκατομμυριούχος και σε αυτήν που καταβάλλει ο μέσος «αυτοδημιούργητος» μισθωτός των 850 ευρώ μηνιαίως. 

Τότε, τι εξηγεί την ιλιγγιώδη ταχύτητα αύξησης του πλούτου των υπερπλούσιων και τη στασιμότητα ή μείωση του πραγματικού πλούτου όσων βρίσκονται στο κάτω μισό της πυραμίδας; 

Είναι κυριολεκτικά η ερώτηση του ενός δισεκατομμυρίου. Στην οποία οι μεν επιτυχημένοι αυτοδημιούργητοι δισεκατομμυριούχοι απαντάνε με τη μεταφυσική του θείου Σκρουτζ (της Disney), ο οποίος είχε πείσει τον εαυτό του ότι όλα τα οφείλει στην τυχερή του πενταρίτσα (σ.σ. στις δεκαετίες 1960 και 1970 κυκλοφορούσαν πεντάρες στην Ελλάδα της δραχμής, ως το μικρότερο κέρμα, με το οποίο αγοράζαμε τουλάχιστον μια τσίχλα, εξ ου και η απόδοση του σεντ σε πεντάρα). Οι δε αποτυχημένοι φτωχοί, παλαιόπτωχοι, νεόπτωχοι, μισθωτό-πτωχοι απαντάνε στην ίδια ερώτηση με μοιρολατρία, νομίζουν ότι είναι γκαντέμηδες, ή ότι αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων, ή τέλος, το μάλλον επικρατέστερο, ότι φταίνε οι ίδιοι για τη φτώχεια τους, δεν αρκούν οι δεξιότητές τους, η ευφυΐα τους, ο ζήλος τους για δουλειά κι επιμόρφωση. Επομένως δεν τους φταίει κανείς εκτός από τον εαυτό τους, είναι κυριολεκτικά αυτοδημιούργητοι φτωχοί. 

Πόσο βολικές οι αλληλοσυμπληρούμενες πλάνες των πάνω και των κάτω!

* Ο τίτλος του πονήματος όπως δημοσιεύτηκε στην έντυπη Εφημερίδα των Συντακτών Σαββατοκύριακου ήταν "Αυτοδημιούργητοι πλούσιοι και φτωχοί". Κατόπιν ωρίμου σκέψεως νομίζω ότι το "αυτοδημιούργητοι φτωχοί" είναι καλύτερο ως εξίσου αντιφατικό και  άτοπο με το κλισέ "αυτοδημιούργητος πλούσιος". Εκτός αν εννοούμε εκείνη τη μικρή ομάδας πλουσίων γόνων που τα βρίσκουν έτοιμα από τους υπερπλούσιους γονείς τους και αφού λάμψουν για λίγο ως σελέμπριτι της μπίζνας στις λίστες forbes και στις κοσμικές στήλες των λαιφσταλάδικων μετά αποδεικνύεται πως τα έκαναν παρανάλωμα απληστίας, επίδειξης και ανικανότητας. 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

«Σκρουτζ: Τα χρήματα είναι σαν το θαλασσινό νερό: όσο περισσότερο πίνουμε τόσο πιο πολύ διψάμε. Το ίδιο ισχύει και για τη φήμη»


Καρλ Μπαρκς, ο κομίστας δημιουργός της σειράς της Disney με την οικογένεια Duck (πάπιες) 



Saturday, November 29, 2025

Καθείς και η Ιθάκη του

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 29-30/11/2025


Η δική μου Ιθάκη πάλι είναι δυο βήματα από Αθήνα, 20 χιλιόμετρα από το κέντρο. Βάρκιζα, για μια βουτιά μια δυο φορές τη βδομάδα. 



Μας τα ’λεγε ο Αλεξανδρινός, ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Καβάφης, αλλά ποιος του ’δινε σημασία τότε που τον διδασκόμασταν στα σχολεία, μια κι η δική του Ιθάκη ήταν από τα λίγα του ποιήματα που περνούσαν από τα φίλτρα της ελληνοχριστιανικής αγωγής και της εκπαιδευτικής λογοκρισίας. «Ηδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν...». 

Βλέπετε, η Ιθάκη δεν είναι μόνο μία, υπάρχουν χιλιάδες Ιθάκες, εκατομμύρια Ιθάκες, ίσως δισεκατομμύρια, όσες και τα ανθρώπινα όντα του πλανήτη, τα ζώντα και τα τεθνεώτα και τα αγέννητα, καθείς και η Ιθάκη του, που μπορεί να είναι μεγάλη σαν την Αυστραλία ή μικρή σαν τους Αρκιούς, απόμακρη σαν τον Αη Στράτη ή κοντινή σαν τη Σαλαμίνα, κοσμοπολίτικη σαν τη Μύκονο ή εναλλακτική σαν τη Γαύδο. Και σε αυτή τη χώρα έχουμε κι αυτή τη γενναιοδωρία της γεωγραφίας, της μυθολογίας, της ιστορίας, έχουμε τόσα νησιά, ξερονήσια, βραχονήσια, καταπράσινα, κατάξερα, με ψηλά βουνά ή επίπεδα σαν ατόλες, γεμάτα νερά ή άλλα άνυδρα, άλλα προορισμένα να γίνουν ο μόνιμος ή προσωρινός παράδεισός μας κι άλλα δοκιμασμένα για δεκαετίες σε ό,τι πλησιέστερο στην κόλαση για τους εξόριστους ενοίκους τους. Γιατί χιλιάδες άνθρωποι που παλεύαν για την Ιθάκη όλων μας βρήκαν τελικά τις Ιθάκες τους στη Γυάρο, στον Αη Στράτη, στη Μακρόνησο, που άλλωστε χαρακτηρίστηκε Παρθενώνας της σύγχρονης Ελλάδας, τι πιο ταιριαστό για μιαν Ιθάκη...

Κι αυτή η ιδέα, αν και παρελθόν ξεχασμένο ή αποκηρυγμένο πλέον, δεν πήγε χαμένη στις μέρες μας, για τους χιλιάδες πρόσφυγες που διασχίζουν ερήμους και θάλασσες μέχρι να φτάσουν σε ένα ελληνικό νησί, που δεν είναι η Ιθάκη τους- αυτή συνήθως βρίσκεται στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Αμστερνταμ, αλλά είναι η πύλη, ο δίαυλος, το κανάλι για τις Ιθάκες τους, με την προϋπόθεση να μην πνιγούν, να μην επαναπροωθηθούν, να μην απελαθούν. Και σκέφτηκαν λοιπόν οι Πλεύρηδες, οι Αδώνιδες, οι Βορίδηδες «γιατί να μην κηρύξουμε Ιθάκες τους τα ξερονήσια που τους ξεβράζουν τα σαπιοκάραβα που τους φέρνουν στις θάλασσές μας, να βρουν εκεί τις Πηνελόπες και τους Τηλεμάχους τους, να σκάψουν, να φυτέψουν, να καλλιεργήσουν, να χτίσουν, να φτιάξουν τις μικρές αποικίες τους και να αφήσουν ήσυχους εμάς τους υπόλοιπους, τους γηγενείς, να παστρέψουν τις δικές τους Ιθάκες, καθαρές από ξενομερίτες και σκουρόχρωμους;». 

Βέβαια, η ιδέα του Ομήρου και του ήρωά του είναι να τη βρεις μόνος σου την Ιθάκη σου, όχι να σου την ορίσουν άλλοι ή να σε φυλακίσουν σ’ αυτήν. Και επίσης μέρος της ίδιας ιδέας είναι η αναζήτηση της Ιθάκης να κρατήσει καιρό, να σου χαρίσει το ωραίο ταξίδι, που μας λέει κι ο Καβάφης, «να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος», άρα δεν είναι υπόθεση για βιαστικούς κι ανυπόμονους, ούτε για ουτοπιστές, αλλά μάλλον για πραγματιστές, γιατί ο προορισμός τελικά μάλλον θα σ’ απογοητεύσει, είτε θα τη βρεις την Ιθάκη φτωχική, είτε κατειλημμένη από ένα σωρό έγκαυλους μνηστήρες που πολιορκούν την Πηνελόπη -την Πηνελόπη ή το βασίλειο του Οδυσσέα που πήγαιναν πακέτο;- και τότε είναι που τα παίρνεις στο κρανίο και μετατρέπεις τον νυμφώνα σε σφαγείο, πάνε οι έρμοι οι μνηστήρες. 

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι αυτό το περίπλοκο ομηρικό ταξίδι του νόστου κράτησε καμιά δεκαετία, που αποκαλύπτει πως ο Οδυσσέας κι οι δικοί του δεν ήταν κι οι καλύτεροι ναυτικοί του κόσμου, μιας δυο ημερών δρομολόγιο το έκαναν γύρο του κόσμου. Αλλά, επειδή καθείς και η Ιθάκη του, που μπορεί να είναι η διαδρομή από την είσοδο της πολυκατοικίας σου μέχρι τη λεκάνη της τουαλέτας σου υπό την πίεση μιας ακαταμάχητης σωματικής ανάγκης που δεν παίρνει αναβολή, ο Τζέιμς Τζόις, ως γνωστόν, στις 800 και πλέον σελίδες του «Οδυσσέα» του περιγράφει τις συναντήσεις του Λέοπολντ Μπλουμ μια μοναδική κι εντελώς συνηθισμένη μέρα στο Δουβλίνο, την 16η Ιουνίου 1904. Ο Μπλουμ δεν έχει τίποτα το ηρωικό και επικό, η Ιθάκη του είναι απλώς το συζυγικό κρεβάτι στο σπίτι του και η Πηνελόπη του είναι η σύζυγός του Μόλι, και το χάπι εντ της Ιστορίας δεν είναι μια ευτυχής οικογενειακή επανένωση μετά από χρόνια απουσίας και απόστασης, αλλά η διαπίστωση της τεράστιας απόστασης ανάμεσά τους μετά από μια μέρα απουσίας. 

Υπάρχουν, βέβαια και οι ενδιάμεσες επιλογές. Ακόμη και στην Οδύσσεια των 12.000 στίχων και βάλε, αν κι ο Ομηρος (ή οι Ομηροι) μας προδίδει από την αρχή την αίσια έκβαση της πολύχρονης περιπέτειας του Οδυσσέα, τίποτε δεν απέκλειε η περιπλάνηση να σταματούσε κάπου στη μέση του ταξιδιού: γιατί να μην επέλεγε να κατσικωθεί στο νησί της Κίρκης, μια χαρά θα πέρναγε εκεί, ας όψεται ο νόστος. Αυτό λοιπόν επέλεξε ο Ρασούλης σε κείνο το όμορφο ερωτικό τραγουδάκι του Ανδρέα Μικρούτσικου με τη Σοφία Βόσσου, «Αχ βρε Κυκλωπάκι μου/ Λες κι είσαι η Ιθάκη μου/ Ξώκειλα στην αγκαλιά σου/ Σώος κι ένας/ Κι έγινα μέσ’ στα φιλιά σου/ Ο κανένας». 

***

Δεν διάβασα το βιβλίο του Τσίπρα και δεν ξέρω πού ακριβώς τοποθετεί τη δική του Ιθάκη, αν θεωρεί πως την πλησίασε έστω και για μια στιγμή, ποιοι απ’ όσους νομίζει πως του ’βαλαν εμπόδια αντιστοιχούν στο ομηρικό καστ, ήταν η Μέρκελ η Κίρκη του, το Eurogroup οι Λαιστρυγόνες του, ποια ήταν η Σκύλλα και ποιος η Χάρυβδη, υπήρχε έστω κι ένας Τηλέμαχος, μια Πηνελόπη στον κόσμο που τον περιέβαλλε άλλοτε με στοργή, άλλοτε με θαυμασμό, άλλοτε με θυμό και απέχθεια όλα αυτά τα περίπου 17 χρόνια που βρέθηκε στο κέντρο του πολιτικού προσκηνίου ή όλοι γύρω του τελικά ήταν μνηστήρες που φθονούσαν τον θρόνο του, Σειρήνες που προσπαθούσαν να τον αποπροσανατολίσουν, Λωτοφάγοι που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχάσει από πού ήρθε και πού πήγαινε; Δεν ξερω. 

Το σίγουρο είναι ότι κατάφερε να βάλει συνεπιβάτες στη σχεδία του εκατομμύρια ανθρώπους που πίστεψαν ότι ξέρει το δρομολόγιο για την Ιθάκη του, που την έκαναν και δική τους Ιθάκη. Αλλά η σχεδία εξόκειλε. Κι εκατομμύρια συνεπιβάτες όχι μόνο εγκατέλειψαν τη σχεδία, αλλά έχασαν τον πόθο της επιστροφής, την επιθυμία να βρουν μιαν οποιαδήποτε Ιθάκη. 

Μεγάλη ζημιά, όπως και να το κάνεις, μια κοινωνία χωρίς Νόστο, χωρίς Ιθάκη, χωρίς Ουτοπία. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα

Υστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό

Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά

(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;)


Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα

Ενα νησί ερημικό όπως στα βιβλία

Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας

Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία

Και στη μέση μια εκκλησιά


Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία

Του καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά—

Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου

Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά

Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι

Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.


Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.

Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.


Μανώλη Αναγνωστάκη, «Το ναυάγιο» (Συλλογή: Η Συνέχεια 3)


Sunday, November 23, 2025

Καμιά άλλη επιλογή, εκτός από ΤΙΝΑ και τσεκούρι

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 22-23/11/2025


Καθείς και το... τσεκούρι του . 


Θα σκοτώνατε για μια δουλειά; Μη βιαστείτε ν’ απαντήσετε κατηγορηματικά «όχι, εγώ ποτέ!» Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σκοτώσει εκατομμύρια άλλους ανθρώπους όχι μόνο για μια δουλειά, αλλά και για πιο ταπεινά πράγματα: για μια σπιθαμή γης, για ένα τετραγωνικό σκιάς κάτω από τον καυτό ήλιο, για μια τρύπα σε βράχο που θα τους προστατέψει από το κρύο, για ένα πιάτο φαΐ. Φυσικά, δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν δολοφονηθεί από άλλους ανθρώπους στα απέραντα σφαγεία που αποκαλούνται πεδία μάχης, για διακυβεύματα που δεν ήταν καθόλου δικά τους, ήταν των αφεντικών τους, των ηγετών τους, των κυριάρχων τάξεων που διψούσαν για περισσότερο πλούτο, ισχύ, αγορές, για ιδέες, διεκδικήσεις κι απληστίες άλλων, που συμπυκνώνονταν στην απατηλή και αιωνίως παρερμηνευόμενη έννοια «πατρίδα». 

Αλλά, εσείς θα σκοτώνατε για μια δουλειά, αν ήσασταν για παράδειγμα άνεργοι για πολύν καιρό, αν νιώθατε άχρηστες/οι στις οικογένειές σας, αν ντρεπόσασταν τα βλέμματα των παιδιών σας, των συντρόφων ή των γονιών σας, ή αν απλώς έπρεπε να κάνετε τα πάντα για να κρατήσετε μια θέση εργασίας που τη διεκδικούν πολλοί ή αν σας έθετε ο προϊστάμενος ή το αφεντικό σας έθετε το δίλημμα να διαλέξετε ποιος θα φύγει, εσείς ή ο διπλανός σας; Θα σκοτώνατε για μια δουλειά; 

Ρεαλιστικά όχι. Η πλειονότητα των σύγχρονων ανθρώπων, των σημερινών μισθωτών σκλάβων, των παρηκμασμένων μπλε κολάρων, των αμφίβολων λευκών κολάρων ή των μεταλλαγμένων σε αυτοαπασχολούμενα αφεντικά του εαυτού της στην gig economy, όχι, δεν θα σκότωνε για μια δουλειά, είτε μια απλή θέση εργασίας που εξασφαλίζει την ελάχιστη επιβίωση, είτε για μια θέση ευθύνης που δίνει καλή αμοιβή και μια γερή δόση εξουσίας επί των άλλων. 

Ωστόσο, η ίδια πλειονότητα, που επ’ ουδενί θα λέρωνε τα χέρια της με αίμα, αναγκαστικά συμμετέχει σε εκατομμύρια αθώες και νομιμοποιημένες ηθικά πράξεις διατήρησης μιας δουλειάς ή διεκδίκησης ενός καλοπληρωμένου πόστου με τις οποίες «σκοτώνουν» συμβολικά έναν ή περισσότερους άλλους που προσπαθούν να κρατήσουν ή να κερδίσουν την ίδια δουλειά. Το απλούστερο παράδειγμα είναι ο διαγωνισμός. Οι επιτυχόντες αποκλείουν τους αποτυχόντες, έστω κι αν η επιτυχία των μεν μπορεί να είναι προϊόν τύχης και η αποτυχία των δε η διαφορά ελάχιστων μορίων που δεν σημαίνουν τίποτα για την καταλληλότητα και την επάρκεια των προσόντων τους για τη διαφιλονικούμενη θέση δουλειάς. Αν και αυτή η διαδικασία είναι η μόνη πρακτικά λογική στον πολιτισμό της αξιοκρατίας και της αριστείας, πρέπει να αποδεχθούμε ότι βασίζεται στον συμβολικό «θάνατο» του άλλου: η επιτυχία μου συνεπάγεται την αποτυχία του άλλου, η επιλογή μου προϋποθέτει τον αποκλεισμό του, ο εργασιακός θάνατός του είναι η ζωή μου. 

 Ο οικονομικός μας πολιτισμός -καπιταλισμός λέγεται, δεν ντρεπόμαστε να το λέμε, αλλά περιβάλλεται από κάτι πολύ ευρύτερο από το μοντέλο παραγωγής και τις διαρκείς μεταλλάξεις του- έχει καθαγιάσει και απογειώσει τον ανταγωνισμό σε μοναδικό όρο ύπαρξης και επιβίωσης της ανθρωπότητας και των ανθρωπίνων όντων. Ανταγωνίζονται οι συμμαχίες και οι συνασπισμοί, οι οικονομικές και νομισματικές ενώσεις, τα κράτη, οι παγκόσμιες πολυεθνικές, οι επιχειρήσεις -εθνικοί πρωταθλητές, οι μεσαίοι και οι μικροί που αλληλοεξοντώνονται για να κρατηθούν στον ελάχιστο χώρο που τους αφήνουν οι μεγάλοι όμιλοι, ανταγωνίζονται οι εργαζόμενοι στην αλυσίδα παραγωγής, οι «συνεργάτες» της πλατφόρμας στην ταχύτητα παράδοσης των δεμάτων, οι συγκομιστές της σοδειάς στην ποσότητες που μαζεύουν, οι υπάλληλοι των call centers και οι τηλεπωλητές για τα πόσα συμβόλαια τη μέρα κλείνουν, οι εργαζόμενοι της ΑΑΔΕ για το πώς θα πιάσουν τους στόχους του Πιτσιλή, οι καθηγητές που αξιολογούνται, οι μαθητές που βαθμολογούνται, τα στελέχη που διαγκωνίζονται για τις διευθυντικές θέσεις, οι CEOs για το ποιος θα τσεπώσει τις υψηλότερες αμοιβές και τα περισσότερα stock options. 

Σ’ αυτόν τον γενικευμένο ανταγωνισμό, τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, που εκθειάζεται ως τάχα προωθητική δύναμη της Iστορίας και δεν αφήνει παρά ελάχιστο χώρο στην αλληλεγγύη, τη συνεργασία, τη συνύπαρξη, σε αυτόν τον ανελέητο διαγκωνισμό, που στην πραγματικότητα, στις πιο ακραίες του εκφράσεις, ευθύνεται για τις σκοτεινότερες στιγμές της Ιστορίας, τις μαύρες τρύπες της και τις απάνθρωπες οπισθοδρομήσεις της, υποτίθεται ότι υπάρχει ένας θρίαμβος της επιβίωσης και της ανθρώπινης βούλησης. «Αν θέλεις κάτι πολύ, θα το πετύχεις», είναι ένα κλισέ που λέμε στα παιδιά μας, πολύ πριν ο Κοέλιο μάς πείσει ότι εκτός από τη δική μας βούληση είναι και το σύμπαν που συνωμοτεί υπέρ μας. Αλλά, σε αυτή την αθώα συμβουλή, που δίνεται αφιλτράριστη στα παιδιά, χωρίς διευκρινίσεις για το αν κάθε τι που θέλουν είναι εφικτό ή αν όλα τα μέσα για την επίτευξή του είναι θεμιτά, αποδεκτά, ανώδυνα, υπάρχει ήδη κάτι σκοτεινό: 

Η παρότρυνση στα τρυφερά βλαστάρια μας ότι μπορούν όταν μεγαλώσουν να γίνουν ο Μπερκ Ντέβορ, ο τσεκουράτος πρωταγωνιστής του συγγραφέα Ντόναλντ Γουέστλεϊκ, ο Μπρουνό του Κώστα Γαβρά ή ο Γιο Μαν-σου του Παρκ Τσαν-γουκ. Το μυθιστορηματικό «Τσεκούρι» του πρώτου, το κινηματογραφικό του δεύτερου, το πιο μοντέρνο και σουρεαλιστικό του τρίτου, μας λένε πάνω κάτω την ίδια ιστορία. Και τη λένε το καθένα, με διαφορά είκοσι χρόνων το ένα από το άλλο, με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, αλλά μένοντας στον ίδιο παρονομαστή: η νεύρωση του ανταγωνισμού μπορεί να εξελιχθεί σε ψύχωση εξόντωσης των ανταγωνιστών. Ο θάνατός σου είναι η δουλειά μου, ο μισθός μου, η προαγωγή μου, η αναρρίχησή μου, το έχος μου, ο πλούτος μου, το σπίτι μου, η φαμίλια μου. 

Και το βιβλίο και τα φιλμ δεν ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, αυτό είναι χαρακτηριστικό των σημαντικών δημιουργών, αλλά συμπληρώνουν και εκσυγχρονίζουν την ίδια ιστορία που ξεκινά από μια χαρτοβιομηχανία της υπό αποβιομηχάνισης ΗΠΑ, συνεχίζεται σε μια χαρτοβιομηχανία του ανταγωνιστικού μάνατζμεντ στη Γαλλία και καταλήγει, είκοσι χρόνια μετά, σε μια χαρτοβιομηχανία της Νότιας Κορέας στην εποχή της πλήρους αυτοματοποίησης και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ο Κορεάτης σκηνοθέτης, στη σαρκαστική ιστορία του σίριαλ κίλερ εργαζόμενου που χάνει τη δουλειά του και για να την ανακτήσει δεν έχει άλλη επιλογή από το να σκοτώσει έναν προς έναν τους διεκδικητές της θέσης, προσθέτει μια πινελιά που αποκαλύπτει πόσο ανόητος είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των υποτελών του καπιταλισμού, ο οποίος από την εποχή των πρώτων κλωστικών μηχανών και των Λουδιτών μέχρι τον αιώνα της AI κάνει την ίδια δουλειά: επαναστατικοποιεί τεχνολογικά την παραγωγή και απογειώνει την παραγωγικότητα της εργασίας, καταστρέφοντας μαζικά θέσεις εργασίας. Ο θριαμβευτής σίριαλ κίλερ εργαζόμενος «βασιλεύει» σε ένα εργοστάσιο χωρίς εργαζόμενους, με την Τεχνητή Νοημοσύνη να έχει «δολοφονήσει» πολλαπλάσιους από όσους κατόρθωσε να θάψει αυτός. 

There Is No Alternative (TINA) λέγαν στο απόγειο της δόξας τους οι νεοφιλελεύθεροι, ΤΙΝΑ και ξερό ψωμί επιμένουν σήμερα οι ψηφιακοί αυτοκράτορες για να επιβάλουν βίαια την AI παντού και εις βάρος μας, «Καμιά άλλη επιλογή» λένε και οι ήρωες των Γουέστλεϊκ, Γαβρά, Παρκ Τσαν-γουκ. Υπάρχει μια υπόρρητη συγγένεια ανάμεσα στο δόγμα των πάνω και στην ανταγωνιστική πλάνη των κάτω, εκτός αν οι τελευταίοι αποφασίσουν να στρέψουν το τσεκούρι τους όχι στους διπλανούς τους, αλλά στους πάνω τους. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Συνειδητοποίησα από την αρχή την ειρωνεία σε αυτό που σχεδίαζα να κάνω. Αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι έξι ειδικοί στη διοίκηση... δεν ήταν εχθροί μου. Ο εχθρός είναι τα αφεντικά των εταιρειών. Ο εχθρός είναι οι μέτοχοι. Οι μέτοχοι δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο παρά για την απόδοση των επενδύσεων, γι’ αυτό υποστηρίζουν στελέχη που έχουν διαμορφωθεί κατ’ εικόνα τους. Υγιείς εταιρείες, με υψηλά μερίσματα στους μετόχους, παρ’ όλα αυτά απολύουν χιλιάδες εργαζόμενους, για να κερδίσουν λίγο περισσότερο... Αλλά τι θα με ωφελούσε αυτό; Αν σκότωνα χίλιους μετόχους και τη γλίτωνα ατιμώρητα, τι θα κέρδιζα;

Ντόναλντ Γουέστλεϊκ, «Το τσεκούρι» (1997)


Saturday, November 15, 2025

Οι άνθρωποι που δεν ξέρω

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 15-16/11/2025


Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Ετσι κι αλλιώς οι άνθρωποι που δεν ξέρω και δεν με ξέρουν είναι πάνω από 8 δισεκατομμύρια στον πλανήτη. Οι άνθρωποι που ξέρω, έστω κάπως, κατ' όψη ή κατ' όνομα, δεν είναι παρά δυο-τρεις εκατοντάδες. Κι αυτοί που ξέρω πραγματικά, που μιλάω μαζί τους και συνυπάρχω έστω για λίγη ώρα στη διάρκεια κάθε χρόνου, που τους σκέφτομαι μία φορά τον μήνα δεν μπορεί να είναι πάνω από 30 με 40. Με τόσους μπορεί να έχει μια κάπως ουσιαστική εγγύτητα ο μέσος άνθρωπος. Το είχα διαβάσει στο βιβλίο «Ο θάνατος του πλησίον» του Λουίτζι Τζιόλα, μου είχε κάνει εντύπωση κι έπειτα κάθισα και τσέκαρα στον ίδιο μου τον εαυτό, μέτρησα, ξαναμέτρησα, δεν ήταν πάνω από 30 οι άνθρωποι -συγγενείς, φίλοι, συνάδελφοι, αγαπητοί ή απεχθείς- που ήρθαν αυθόρμητα στο μυαλό μου σε λίγα λεπτά. 

Αλλά εγώ θέλω να γράψω κάτι για τους ανθρώπους που δεν ξέρω, στην πραγματικότητα για τους ανθρώπους που νομίζω ότι τους ξέρω, αλλά η έλλειψη της εγγύτητας και της συχνότητας οδηγεί στο να μην τους ξέρω πραγματικά. Και είναι πολλοί, δεκάδες οι άνθρωποι που νομίζω πως τους ξέρω, αλλά δεν τους ξέρω πραγματικά όταν με εκπλήσσουν, ευχάριστα ή δυσάρεστα, με συμπεριφορές κι επιλογές που νόμιζα πως δεν τους πολυκολλούσαν. 

Θα σας μιλήσω για μια τέτοια ευχάριστη, συγκινητική, γοητευτική έκπληξη με αφορμή μια άλλη, εντελώς οδυνηρή, αδιανόητη, θανάσιμη έκπληξη. 

Το κορίτσι της φωτογραφίας είναι η Νένα. Είναι, γράφω, αν και ήταν μέχρι πριν από έναν μήνα. Πέθανε απροσδόκητα, στα χέρια του αγαπημένου της συντρόφου. Σοκ και δέος στην οικογένεια, στους φίλους, στους συγγενείς, στους γνωστούς, στους μαθητές της. Το κορίτσι της φωτογραφίας, με την παλαιστινιακή κεφίγια στους ώμους, το σήμα της νίκης στα δάχτυλα και το ολόκαρδο κι ολόφωτο χαμόγελο στο πρόσωπο είναι η Νένα, η κόρη του Νίκου και της Ελένης, η γυναίκα του άλλου Νίκου, η αδελφή της Ερικέτης, η ανιψιά της Σοφίας και της Δώρας, του Κώστα και του Γκίντερ, η ξαδέλφη της Χαρίσσας, η θεία της Μάγιας και του Μάρκου, η κουνιάδα του Διονύση, η φίλη, συγγενής ή απλώς γνώριμη πολλών ακόμη ανθρώπων που ξαφνιάστηκαν, απόρησαν κι έκλαψαν σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από τον πρώτο, αυτόν των συγγενών. 

Είχα γράψει σ' αυτή τη στήλη, πριν από δέκα και πλέον χρόνια, για τον επίσης ξαφνικό θάνατο του πατέρα της Νένας, του Νίκου, για τον θρήνο της γυναίκας του, της Ελένης, αλλά δεν έγραψα για τον επίσης ξαφνικό θάνατο της ίδιας της Ελένης λίγο μετά, λες και βιάστηκε να σμίξει στον κόσμο της ανυπαρξίας, άρχισε να γίνεται δυσοίωνο να γράφω κάτι σαν επικηδείους, κι όμως, χρειάστηκε άλλες τρεις φορές να γράψω από αυτές τις στήλες για θανάτους ανθρώπων του περιβάλλοντός μου που το όνομά τους δεν λέει τίποτα στους αναγνώστες, αλλά η ζωή τους, η κουλτούρα τους ή οι επιλογές τους είχαν κάτι να πουν στον καθέναν από μας. 

Το κορίτσι με την κεφίγια είναι η Νένα που νόμιζα πως την ξέρω από παιδάκι, με τα τεράστια αμυγδαλωτά μάτια της και το τεράστιο χαμόγελό της, εύθραυστη, λεπτεπίλεπτη, αγαπημένη κόρη, εγγονή, ανιψιά, σύζυγος, φίλη, που γράφουν τα κηδειόχαρτα και τα αγγελτήρια θανάτου, αλλά και αγαπημένη δασκάλα, που συνήθως δεν το γράφουν. Αγαπημένη δασκάλα ενήλικων γυναικών και ανδρών από την Κένυα, την Αιθιοπία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τη Συρία, την Παλαιστίνη, το Ιράκ, ανθρώπων διωγμένων από τον τόπο τους, κυνηγημένων και στην υποτιθέμενη Γη της Επαγγελίας και σωτηρίας τους από Βορίδηδες, Αδώνηδες, Πλεύρηδες που μισούν τους μετανάστες, σιχαίνονται τους πρόσφυγες, κάνουν ό,τι μπορούν για να τους κόψουν το δικαίωμα στο άσυλο, στην επιβίωση, στην οικονομική και κοινωνική ένταξη, το δικαίωμα να μάθουν τη γλώσσα και την κουλτούρα της χώρας που τους φιλοξενεί ή θα ήθελαν να τους φιλοξενήσει αν η ηγεσία της δεν προτιμούσε να τους απελάσει, να τους στείλει στις ζώνες του πολέμου, των βασανιστηρίων, της κακοποίησης, ακόμη και να τους πνίξει στο Αιγαίο. 

Η Νένα έγινε η δασκάλα ελληνικών αυτών των ανθρώπων. Δούλεψε για χρόνια σκληρά για να πάρει επάρκειες, πιστοποιήσεις, διάβαζε, δίδασκε σε σχολειά μεταναστών, σε ΜΚΟ που πουλούσαν φιλανθρωπία με γραφειοκρατική παγωμάρα και χρήματα ελάχιστα για τους εκπαιδευτές, αγάπησε με πάθος τη δουλειά της, που μάλλον δεν τη θεωρούσε απλώς δουλειά, κι αυτό κατάλαβα στην κηδεία της Νένας, όταν είδα ένα σωρό γυναίκες από την Αφρική ή τη Μέση Ανατολή, άλλες με μαντίλα, άλλες χωρίς, να κλαίνε γοερά την πρόωρα χαμένη «δασκάλα τους» κι έναν λεπτό άνδρα μάλλον από αφρικανική χώρα, γιατρό ή νοσηλευτή όπως μου είπε μετά, να κατεβαίνει με την πατερίτσα τον δύσκολο χωματόδρομο μέχρι το σπίτι της οικογένειας, σε έναν όρμο στην Αίγινα, για ένα ποτήρι κρασί στη μνήμη της «δασκάλας του». 

Ετσι, με τον πιο θλιβερό τρόπο έμαθα ένα σωρό άγνωστα πράγματα για έναν άνθρωπο που νόμιζα πως ήξερα, αλλά δεν ήξερα πραγματικά, ένα κορίτσι που δεν έγινε απλώς δασκάλα ελληνικών για μετανάστες, αλλά δασκάλα ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και αγάπης. 

Λίγους μήνες πριν η Νένα φύγει ξαφνικά, τον περασμένο Αύγουστο, ένας μαθητής της που απελάθηκε από το κράτος της μισανθρωπίας, που θέλει να γίνει ενεργειακός κόμβος για το αμερικανικό αέριο, αλλά τείχος αποκλεισμού για τους κατατρεγμένους του κόσμου, ο Χασάν, της απηύθυνε το γράμμα που παραθέτω αυτούσιο, στη θυγατρική στήλη ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ. Μας το διάβασε ανάμεσα σε λυγμούς η Δώρα, ακριβώς όπως γράφτηκε, σε μια προσπάθεια του μαθητή Χασάν να δείξει πόσες πολλές λέξεις, εκφράσεις, σχήματα λόγου και αγάπη είχε μάθει από τη δασκάλα του. Ηταν ο πιο αυθεντικός αποχαιρετισμός.

ΚΙΜΠΙ

kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Αγαπητή μου δασκάλα, που έχεις γίνει σαν μητέρα για μένα, σε ευχαριστώ για τις μεγάλες σου προσπάθειες μαζί μου και που άφησες πολλά θετικά αποτελέσματα που θα μείνουν μαζί μου σε όλη μου τη ζωή. Ομορφη δασκάλα μου, είσαι σαν ένα απαλό αεράκι. Δεν έλαβα μόνο σχολικές γνώσεις από εσένα, αλλά έμαθα επίσης πολλά θέματα της ζωής που θα με βοηθήσουν να ξεπεράσω τις δυσκολίες. Δεν μπορούσα να βρω λόγια για να εκφράσω την αγάπη μου για σένα. Είσαι η ενάρετη δασκάλα μου που πάντα με καθοδηγούσε και με κατηύθυνε στο σωστό μονοπάτι. Καλή, όμορφη και καλοσυνάτη δασκάλα μου, μου έχεις ενσταλάξει γνώσεις και ηθικές αρχές που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ο Θεός ξέρει ότι έχω όλη την αγάπη, την εκτίμηση και τον σεβασμό για σένα. Αγαπητή μου δασκάλα, εσύ είσαι αυτή που ευθύνεται για την αριστεία και την επιτυχία μου. Εχεις καταβάλει μεγάλη προσπάθεια και η συνεχής ενθάρρυνσή σου έχει οδηγήσει στο να λάβω τους υψηλότερους βαθμούς. Σε αγαπώ τόσο πολύ και ελπίζω να γίνω σαν εσένα. Δασκάλα μου, είσαι σαν ένα κερί που φώτισε το μονοπάτι μου και με έκανε να πετύχω πολλά επιτεύγματα. Οσο περισσότερο καταφέρνεις κάτι, τόσο περισσότερο σε αγαπώ μέχρι που έγινες μέρος της καρδιάς μου. Αγαπημένη μου δασκάλα, είσαι ένας φάρος φωτός. Σε αγαπώ τόσο πολύ και σου εύχομαι περισσότερη ευτυχία και επιτυχία. Σε αγαπώ τόσο πολύ, όμορφη δασκάλα μου. Είσαι ένα σύννεφο βροχής γεμάτο με τα πιο όμορφα δώρα. Είμαι περήφανος που κάποτε ήσουν δασκάλα μου».

Χασάν, Γράμμα στη δασκάλα Νένα, Αύγουστος 2025

Saturday, November 8, 2025

Προσοχή! Στα επόμενα 100 χλμ. γίνονται μεταρρυθμίσεις

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/11/2025


Παλιότερα, προ ΣΔΙΤ και ιδιωτικών διεθνών αυτοκινητοδρόμων ταχείας κυκλοφορίας, πολλών λωρίδων και ασήκωτων διοδίων, η Τροχαία σήμαινε κάπως την επικινδυνότητα των εθνικών οδών, που έμοιαζαν πιο πολύ με αγροτικούς δρόμους της Γερμανίας ή της Γαλλίας, γεμάτους στροφές, απότομες κλίσεις, τυφλά σημεία, χωρίς διαχωριστική νησίδα ανάμεσα στα δύο αντίθετα ρεύματα κλυκλοφορίας. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, την «καρμανιόλα» Μαλιακός-Κλειδί στην παλιά ΠΑΘΕ, την Κορίνθου-Πατρών ή την ελικοειδή Παλιοβούνα από Αντίρριο προς Γιάννενα. Υπήρχαν διαδρομές δεκάδων χιλιομέτρων με υψηλή συχνότητα θανατηφόρων τροχαίων, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονταν όχι τόσο λόγω αποκοτιάς των οδηγών -υπήρχε κι αυτή φυσικά-, όσο λόγω ακαταλληλότητας των εθνικών οδών, κατασκευασμένων με την παράδοξη πεποίθηση των κυβερνώντων ότι το αυτοκίνητο δεν θα γίνει όρος ύπαρξης κάθε νοικοκυριού και κάθε ενήλικα στην Ελλάδα. 


Αλλά το αυτοκίνητο αποδείχτηκε τόσο αποδοτικό για τα κρατικά έσοδα και την κερδοφορία διυλιστηρίων, εισαγωγέων και εργολάβων, ώστε ολόκληρη η παραγωγική δραστηριότητα, ο κρατικός μηχανισμός αλλά και ο τραπεζικός τομέας για δεκαετίες κινούνταν γύρω απ’ αυτό. Μόνο που η ταχύτητα «εκδημοκρατισμού» του αυτοκινήτου δεν συγχρονιζόταν με τη βραδύτητα εκσυγχρονισμού του οδικού δικτύου, με αποτέλεσμα οι νεοφώτιστοι οδηγοί να παραδίδονται ως πρόβατα επί σφαγήν σε θανατηφόρες διαδρομές. 


Αλλά το κράτος, διά της Τροχαίας, και οι «νταβατζήδες» του, διά των κατασκευαστικών ομίλων, βρήκαν τη λύση. Οταν η στατιστική των θανάτων στο οδόστρωμα, σε μετωπικές συγκρούσεις ή σε εκτροπές αυτοκινήτων σε γκρεμούς, σε βράχια, σε τυφλά σημεία σκοτεινά και με ακατάλληλη σήμανση, άρχισε να απογειώνεται, κάρφωσαν στις πιο επικίνδυνες διαδρομές μια προειδοποιητική πινακίδα: «Οδηγοί προσοχή! Στα επόμενα 30 χιλιόμετρα γίνονται συχνά ατυχήματα». Εχω την εντύπωση ότι σε μερικές διαδρομές η προειδοποίηση ήταν πιο τρομοκρατική, στα όρια του σπλάτερ: «Στα επόμενα 50 χιλιόμετρα γίνονται πολλά θανατηφόρα τροχαία». Δεν μπήκαν, ωστόσο, στον πειρασμό να συνοδεύσουν την προειδοποίηση με φωτογραφίες: σώματα συντεθλιμμένα μέσα στις λαμαρίνες, κεφάλια εκτοξευμένα από το παρμπρίζ, άνθρωποι απανθρακωμένοι μέσα στην καμπίνα του Ι.Χ., πεζοί διαμελισμένοι από διερχόμενα αυτοκίνητα, οχήματα διαλυμένα σε απότομες πλαγιές ή βυθισμένα στη θάλασσα, μαζί με τους επιβάτες τους. Ισως κρίθηκε, άλλωστε, ότι δεν έχει και ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα η τρομοκρατία της εικόνας. Το έκαναν με τα τσιγάρα, με τους καμένους από καρκίνο και ΧΑΠ πνεύμονες, τις γλώσσες και τα χείλη με τα καρκινικά έλκη, τα μωράκια που τα φλομώνουν στον καπνό πάνω στα πακέτα των τσιγάρων, αλλά το κάπνισμα μειώθηκε από τη στιγμή που θεσπίστηκαν ακριβές απαγορεύσεις και οι καπνοβιομηχανίες το γύρισαν σε εναλλακτικά στο τσιγάρο προϊόντα. 


Οι προειδοποιήσεις του είδους, λοιπόν, δεν είχαν άλλο νόημα από το να μεταθέσουν την ευθύνη του κράτους και των κατασκευαστών για το άθλιο κι επικίνδυνο οδικό δίκτυο στους απρόσεκτους, βιαστικούς, νευρωτικούς, επιθετικούς, υπερβολικά νωχελικούς, μεθυσμένους, νυσταγμένους ή πολύ ηλικιωμένους οδηγούς. «Εμείς σας τα λέγαμε, ας προσέχατε...». 


Για κάποιο λόγο αυτήν ακριβώς την ανόητη και άχρηστη προειδοποίηση, που ελπίζω να μην έχει αντέξει στην κρίση δικαστηρίου στο οποία προσέφυγαν θύματα των οδικών κακοτεχνιών ή συγγενείς τους, μου τη θύμισε η αντίδραση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κ. Χατζηδάκη - του αίροντος τας μεταρρυθμίσεις του κόσμου, όχι μόνο ως επιβραβευόμενος Σούπερμαν αλλά και ως τιμωρούμενος σωτήρας- στις αποκαλύψεις που του απέδιδαν την πατρότητα της διάλυσης των ΕΛΤΑ. 


Τι είπε πάνω-κάτω ο αντιπρόεδρος; «Ως εδώ!» (δηλαδή, ώς πού; Ποιο είναι το εδώ, ποιο το εκεί, ποιο το παραπέρα και ποιο το αλλού;), «δεν έχω αρνηθεί την πατρότητα δύσκολων μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν θα αναλάβω ευθύνες που δεν μου αναλογούν». Κάποιον θέλει να δώσει ο αντιπρόεδρος, αλλά η νεοφιλελεύθερη προσκοπική τιμή του δεν του επιτρέπει να γίνει καρφί, περιττή όμως η αυτοσυγκράτηση, καθιερώθηκε πλέον στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ο ένας να δίνει τον άλλο, από σκανδάλου εις σκάνδαλον και από εξεταστικής εις εξεταστικήν. 


Ωστόσο, σ’ αυτήν την αναφορά στις «δύσκολες μεταρρυθμίσεις» που εμπνεύστηκε και υλοποίησε ο ίδιος και οι κυβερνήσεις που συμμετείχε υπάρχει η ομολογία ότι η «μεταρρύθμιση» δεν είναι το αυτονόητα καλό που τάζουν στο πόπολο οι απανταχού μεταρρυθμιστές. Για την ακρίβεια, μια μεταρρύθμιση, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται με ταξική αφοσίωση ο αντιπρόεδρος, μπορεί να είναι καλή για κάποιους και κάκιστη για άλλους, αλλά σημασία έχει το ισοζύγιο, γιατί μια μεταρρύθμιση που είναι ευνοϊκή για έναν ή μια μικρή ομάδα ανθρώπων, αλλά καταστροφική για όλους τους άλλους, καταχρηστικώς αποκαλείται μεταρρύθμιση, ορθότερα θα ήταν να αποκληθεί απορρύθμιση, αλλά -βλέπετε- ζούμε την εποχή του «μετα-», οπότε η «μεταρρύθμιση» μπορεί να είναι κάτι δυστοπικό και δυσοίωνο, όπως η μεταδημοκρατία, η μεταπολιτική, οι μεταπολιτικοί, οι μεταπολίτες, οι μεταμαλάκες και τα μεταχαϊβάνια, η μεταοικονομία, η μεταπαραγωγή, ο μετακαπιταλισμός, ο μεταφασισμός, ο μεταμοντερνισμός, το μεταεμπόριο, τα μετακόμματα, τα μετασχολεία, τα μεταπανεπιστήμια, η μεταεργασία, οι μεταεργαζόμενοι, οι μεταεργοδότες, οι μεταμισθοί, οι μετακυβερνήσεις και μυριάδες ακόμη μετα-σάμθινγκ που συνθέτουν τις μετακοινωνίες μας και τη σύγχρονη μεταζωή μας, όσο αντέξει κι αυτή και πριν περάσει στην άλλη όχθη, στη ζωή μετά. 


Επειδή λοιπόν όποιος καεί από μεταρρύθμιση φυσάει και την παράδοση, το τροπάριο ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι ο συντομότερος δρόμος προς τον παράδεισο έχει προ πολλού εγκαταλειφθεί. Τώρα είναι απλώς αναγκαία κακά, είναι δύσκολες αλλά αναπόφευκτες, οδυνηρές αλλά προτιμότερες από την κατάρρευση, άδικες αλλά μακροπρόθεσμα επωφελείς. Ο κ. Χατζηδάκης, ως Σούπερμαν, ο κ. Μητσοτάκης ως Μωυσής κατερχόμενος εκ Σινά, η κ. Κεραμέως ως αμείλικτη διώκτρια της τεμπελιάς είναι υπεύθυνοι μιας μακράς σειράς καταστροφικών για το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική πλειονότητα επιλογών, που μόνο κατ’ ευφημισμόν μπορούν να βαφτιστούν μεταρρυθμίσεις: ξεπουλήθηκε η κρατική Ολυμπιακή για να δημιουργηθεί ένα ιδιωτικό αεροπορικό μονοπώλιο, τα ΕΛΠΕ παραδόθηκαν αμαχητί στον Ομιλο Λάτση, η ιδιωτική ΔΕΗ σέρνει τον χορό της κερδοσκοπίας στο ρεύμα, το Ελληνικό μετατρέπεται σε απροσπέλαστη πλουσιούπολη, η Cosmote έγινε (Deutsche) Telekom, ο ΟΠΑΠ έγινε Allwyn, η ΛΑΡΚΟ αφέθηκε να σαπίζει, το 8ωρο έγινε 13ωρο, οι τράπεζες ξανάγιναν ιδιωτικές με τα λεφτά μας, οι Αμερικανοί τρυπάνε τις θάλασσές μας, τα ιδιωτικά ΙΕΚ βαφτίζονται πανεπιστήμια, η κοινωνική ασφάλιση οδεύει προς ιδιωτικοποίηση, η στέγη γίνεται απρόσιτη, όλη η χώρα γίνεται ένα ιδιωτικό εργοτάξιο, άλλος σκάβει για οπτική ίνα, άλλος για ανεμογεννήτρια, άλλος για αντιπαροχή, άλλος για αέριο, κανείς δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν, τα τρένα είναι θάνατος, τα ΕΛΤΑ διαλύονται υπέρ των ιδιωτών ανταγωνιστών τους, ο ΟΠΕΚΕΠΕ εξαφανίζεται εντός ΑΑΔΕ, η πιτσιλούπολη διευρύνει τη μεταρρυθμιστική επικράτειά της σε κάμπους και βουνά, στάβλους και χωράφια, και έπεται συνέχεια αν κάποιος, κάποιοι, όλοι δεν βάλουν ένα φρένο στο απορρυθμιστικό πλιάτσικο. Γιατί η μεταρρυθμιστική φαντασία και επινοητικότητά τους είναι αχαλίνωτη. Και καμιά προειδοποιητική πινακίδα, τύπου «στα επόμενα 100 ή 200 ή 1.000 χιλιόμετρα γίνονται συχνές μεταρρυθμίσεις» δεν μπορεί να μας σώσει απο μετωπικές, εκτροπές κι ολισθηρά οδοστρώματα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ακριβό μου διθέσιο

Καλό μου αμάξι

Που περνάς απ’ τ’ απαίσιο

Ξυστά

Κινητήρα και πλαίσιο

Σ’ τα ’χω πειράξει

Για να τη βγεις πιο μπροστά


Τη στιγμή που σ’ αγόραζα

Για να τριπάρω

Το κενό μου εξαγόραζα

Δειλά

Την καρδούλα που χώρισα

Ισως να πάρω

Σ’ άλλη ζωή πιο καλά


Στο λευκό σου αερόσακο

Θα ξαγρυπνήσω

Μ’ αφημένο το πρόσωπο

Σκοπιά

Σ’ ένα πάρκινγκ απρόσωπο

Θ’ αποφασίσω

Ποιον εαυτό θα ’χω πια


Λίνα Νικολακοπούλου, «Ακριβό μου διθέσιο» (Δίσκος «Σαν ηφαίστειο», σε μουσική Νίκου Αντύπα) 


Sunday, November 2, 2025

Ο θάνατος του Ερμή

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/11/2025


Μα τι τις θέλετε τις τράπεζες στο χωριό, τώρα που έχουμε το e-banking; Μπαίνεις στο λάπτοπ σου ή στο κινητό σου, τσάκα τσάκα τελειώνεις. Και τι χρειάζονται τα ATM όταν με την κάρτα σου κάνεις όλη τη δουλειά; Τι τα θες τα μετρητά, όταν όλα γίνονται με POS; Πότε θα ξεβλαχέψετε πια; Είμαστε στην εποχή της τεχνητής  νοημοσύνης. 

Και γιατί σας έλειψαν τα περίπτερα, οι μπακαλίτσες, τα παντοπωλεία, τα πρακτορεία Τύπου που φέρναν όλο το χαρτοβασίλειο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας σε μορφή περιοδικού ή εφημερίδας; Μπαίνεις στο ίντερνετ κι έχεις όλο τον κόσμο στην οθόνη σου και τζάμπα. 

Γιατί νοσταλγείτε τα καταστήματα της Αγροτικής Τράπεζας που γέμιζαν κόσμο στα κεφαλοχώρια κάθε φορά που τέλειωναν οι συγκομιδές και οι πωλήσεις της σοδειάς; Ετσι κι αλλιώς τώρα όλα περνούν από τους λογαριασμούς σας, επιδοτήσεις, πληρωμές, ασφάλιστρα, εισπράξεις. Τουλάχιστον αποφεύγετε και τις ιώσεις. 

Ti τα θέλετε τα υποκαταστήματα της ΔΕΗ, τι θέλετε να στήνεστε στις ουρές για να πληρώνετε φως, νερό, τηλέφωνο, τι σας χρειάζεται το υποκατάστημα του ΕΦΚΑ, η τοπική εφορία, όταν έχετε όλο την ΑΑΔΕ στα δάχτυλά σας, όλο το κράτος στο πληκτρολόγιο του κινητού, του τάμπλετ ή του υπολογιστή σας; Ενα «gov.gr» είναι η μεγάλη πύλη του άυλου κράτους, σε βάζει στα άδυτα των υπουργείων, των οργανισμών, ακόμη και του Μαξίμου, η εξουσία είναι λίγα κλικ μακριά σας, μόλις κάτω από τα ακροδάκτυλά σας. 

Και, έλεος πια, τι τους θέλετε τους ταχυδρόμους με τις δερμάτινες σάκες κατάφορτες, χιαστί κρεμασμένες στους ώμους τους, με σωρούς από άχρηστη χαρτούρα που θα μπορούσατε να παίρνετε απλά με ένα e-mail στον υπολογιστή σας, χωρίς να επιβαρύνετε το περιβάλλον και να σπαταλάτε χαρτί; Τόσα δάση χάνουμε κάθε χρόνο.

Κάπως έτσι σκέφτονται οι ακριβοθώρητοι σχεδιαστές των «μεταρρυθμίσεων» και του μεγαλεπήβολου ψηφιακού εκσυγχρονισμού της χώρας, που ξεπαστρεύουν ελαφρά τη καρδία κάθε δίκτυο, υποδομή, μονάδα δημόσιας ή και ιδιωτικής υπηρεσίας θυμίζει στην απομακρυσμένη περιφέρεια ότι παραμένει κομμάτι της ελληνικής επικράτειας, όσο στο άλλοτε κλεινόν, νυν ελεεινόν άστυ, και όλα τα άστεα συνωθείται το 80% του πληθυσμού της χώρας. Γιατί άραγε δεν μένουν οι νεότεροι άνθρωποι στα χωριά, βουνίσια, καμπίσια, παραλίμνια ή παραθαλάσσια; Γιατί κεφαλοχώρια που έσφυζαν άλλοτε από ζωή έχουν μείνει με ελάχιστους υπέργηρους κατοίκους που περιμένουν πώς και τι τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το καλοκαίρι, μπας και δουν ανθρώπου πρόσωπο, γιατί θεού θα δουν μια και καλή, όταν έρθει η ώρα τους; Γιατί κλείνουν τα σχολεία ελλείψει μαθητών, ή όσα μένουν ανοικτά συντηρούνται μόνο χάρη στους οικονομικούς μετανάστες, όσους ριζώνουν και κάνουν οικογένειες εδώ, κι είναι σχεδόν οι μόνοι που κρατούν ζωντανά χωράφια, περιβόλια, κοπάδια γύρω από τα μικρά, έρημα χωριά; 

Δεν θέλει και πολλή φαντασία η απάντηση σε αυτά τα γιατί. Λίγο-πολύ όλοι έχουμε μια ρίζα σε ένα χωριό, σε έναν κάμπο, σε ένα βουνό, σε ένα νησί, κι αν έχουμε καβαλήσει τον πρώτο μισό αιώνα ζωής, ή διανύουμε ήδη την έβδομη δεκαετία της ζωής μας, σαν και μένα, έχουμε παρακολουθήσει τον αργό θάνατο του χωριού που επιβίωνε για δυο-τρεις αιώνες με τη γη, τα ζώα κι όλη την αλυσίδα της μεταποίησής του, που ωστόσο δεν ξέφευγε πολλά χιλιόμετρα μακριά από την πλατεία του, άντε όσο η απόσταση απο τα Μεσόγεια της Αττικής ώς την Κηφισιά, από το Μαρκόπουλο ώς τον Πειραιά. 

Πρώτα σταμάτησε να πιάνει λιμάνι η «παντόφλα» που διέσχιζε τον Αργοσαρωνικό για να φτάσει στην παραλία του παραθαλάσσιου χωριού. Υστερα τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ αραίωσαν, από δύο τη μέρα γίνανε ένα, κι ύστερα κανένα, αν θες ντε και καλά να πας με το λεωφορείο, θα πρέπει να περπατήσεις δυο χιλιόμετρα ή να καλέσεις ταξί, που κι αυτό δεν υπάρχει πια, τέσσερα ταξί ή «αγοραία» είχε κάποτε το χωριό, τώρα πρέπει να έχεις το τηλέφωνο του ταξιτζή από το διπλανό χωριό. Επειτα πέθανε ο πράκτορας που έφερνε εφημερίδες και περιοδικά, κανένας δεν πήρε τη θέση του, λίγο μετά έκλεισε και το μοναδικό περίπτερο, ακολούθησε το κατάστημα της Αγροτικής, τα δύο ΑΤΜ που τις περισσότερες μέρες της βδομάδας δεν είχαν χρήματα ξηλώθηκαν και τυπικά, αν θες μετρητά πρέπει να έχεις αυτοκίνητο και να κάνεις δεκαπέντε χιλιόμετρα, ή να περιμένεις τον ταχυδρόμο να σου φέρει τη σύνταξη ή το επίδομα, μία φορά τον μήνα, αλλά τώρα θα κοπεί κι αυτό, και πού θα πληρώνεις τους λογαριασμούς τώρα που και το μοναδικό μπακάλικο του χωριού έσπασε τη σύμβασή του με τους παρόχους ρεύματος, νερού, τηλεφώνου; Μέχρι τη δεκαετία του ’90 ένας φούρνος, από τους τρεις παρακαλώ του χωριού, έκανε και χρέη ταχυδρομείου, έπειτα έμεινε μόνο το κίτρινο γραμματοκιβώτιο. Το Κέντρο Υγείας που άνοιξε με δύο θέσεις, έναν παθολόγο κι έναν αγροτικό γιατρό, δεν μακροημέρευσε, μόλις πέντε χρόνια κράτησε, πρόλαβε πάντως να το εγκαινιάσει κάποιος υπουργός ή τοπικός βουλευτής. Κι έπειτα, ήρθε ο «Καποδίστριας», ήρθε κι ο «Καλλικράτης», από δήμαρχος κλητήρας που λένε ο πρώην δήμαρχος του χωριού, που είναι ένα από καμιά 15αριά που κάνουν έναν μεγάλο καλλικρατικό δήμο, υποτίθεται πως εφαρμόζεται το ρητό η ισχύς εν τη ενώσει, στην πραγματικότητα τα μικρά χωριά απογυμνώνονται από κάθε ίχνος κρατικής δομής, όσοι απομένουν εκεί ή πρέπει να παίζουν τους υπολογιστές και τους αλγόριθμους στα δάχτυλα ή να οδηγούν αυτοκίνητο μέχρι τα βαθιά τους γεράματα για να φτάσουν το όλο και πιο απόμακρο κράτος.

Ο θάνατος του ταχυδρομείου είναι τελικά μια συνεκδοχή του θανάτου στον οποίο καταδικάζεται η περιφέρεια, θανάτου παραγωγικού, οικονομικού, δημογραφικού, πολιτιστικού. Οπως και το κλείσιμο του υποκαταστήματος της τράπεζας, της εφορίας, της υπηρεσίας του δήμου, του συμβολαιογραφείου, του υποθηκοφυλακείου. Οι υπερίληκες θα πεθάνουν, οι μεσήλικες έχουν ρίξει μαύρη πέτρα, οι ώριμοι έρχονται μια-δυο φορές τον χρόνο, οι νέοι ούτε ξέρουν πού πέφτει το χωριό, θα βρεθούν κληρονόμοι χωραφιών που θα λογγώνουν και δεν θα ξέρουν κατά πού πέφτουν, αλλά η ΑΑΔΕ δεν θα ξεχνά να τους χρεώνει τον ΕΝΦΙΑ. 

Το κεφάλι του φτερωτού Ερμή, του αγγελιαφόρου των θεών, παραδίδεται επί πίνακι στον ψηφιακό Λεβιάθαν. Ο Ερμής, ίσως η πιο συμπαθητική φιγούρα του ελληνικού Πανθέου, παιδί του Δία και της Μαίας, ήταν προστάτης του εμπορίου, των κλεφτών, του τζόγου και φυσικά των αγγελιαφόρων. Αλλά ήταν και ψυχοπομπός, συνόδευε τις ψυχές των νεκρών στον Αδη. Οι τελευταίοι κάτοικοι των έρημων χωριών θα φύγουν από τη ζωή στερούμενοι κι αυτή την ελάχιστη παρηγοριά του φτερωτού ψυχοπομπού. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο ταχυδρόμος πέθανε...

...ήταν παιδί στα δεκαεφτά

που τώρα έχει πετάξει


Ποιος θα σου φέρει αγάπη μου

το γράμμα που ’χα τάξει;


Και σαν πουλί που πέταξε

η πικραμένη του ζωή,

πέταξε πάει και του ’φυγε

η δροσερή πνοή


Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου

το τελευταίο φιλί μου;


Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια

κι ήταν αυτός η αγάπη μου,

η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια,

φέρνει δροσιά στ’ αηδόνια


Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου

πού ’ναι του ονείρου ο δρόμος

αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος;


Μάνου Χατζιδάκι, «Ο ταχυδρόμος πέθανε» (1961)


Saturday, October 25, 2025

Σαββοπουλειάδα Νο 44657581

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 25-26/10/2025

Ο Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια, το 1970.

Στην αρχή ήταν ένα μικρό πικάπ, μπεζ νομίζω, όχι μεγαλύτερο από τον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας, το είχε πάρει η εξαδέλφη Λ., φοιτήτρια τότε, κι ήταν μια αγαπημένη συνήθεια, όταν βρισκόμουν στο σπίτι της θείας Ε., στο Κερατσίνι, να ανοίγω το καπάκι του μικρού πικάπ και να διαλέξω ένα 45άρι, αλλά κυρίως έναν μεγάλο δίσκο, που όταν τον έβαζες στο περιστρεφόμενο «ταψί» του πικάπ εξείχε σχεδόν ο μισός από το πλαίσιο της συσκευής. Αλλά τη δουλειά του την έκανε, και μόλις έβαζες τη βελόνα στις γυαλιστερές αυλακιές του βινυλίου, ο ήχος σού φαινόταν μαγικός, κι ας έβγαινε από το ελάχιστο ηχειάκι του πλαστικού πικάπ. 

Ο μεγάλος δίσκος είχε και τη γοητεία του. Ηταν πολύ πιο υλικός, υπήρχε το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο με όλες τις πληροφορίες, καμιά φορά και τους στίχους των τραγουδιών και μικρά κείμενα των συντελεστών. Δύο θυμάμαι πως μου έκαναν εντύπωση από τη μικρή συλλογή της Λ.: τα «12+1 τραγούδια του Χατζιδάκι από την Αρλέτα», που είχε εικονογραφήσει η ίδια όλο τον δίσκο με κείνες τις αέρινες φιγούρες της, και το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου, με το εξώφυλλο του Κυριτσόπουλου, μαύρο και χακί, να παίζει απλώς με τον τίτλο, το όνομα και μια αδρή καρικατούρα του συνθέτη. Ο οποίος, στις «300 λέξεις για το φορτηγό μου» που συνόδευε το οπισθόφυλλο του δίσκου, έλεγε κάτι ακατάληπτα για έναν 9χρονο ή 10χρονο που ήμουν τότε, και κατέληγε σε ένα υστερόγραφο όλο αυτοσαρκασμό: «Ο παληός μου εαυτός πάει κι’ ο καινούργιος πούντος; Αυτά που θ’ ακούσετε εδώ μέσα, δεν είναι ακριβώς τραγούδια, είναι μάλλον μια σειρά ασκήσεις φυσικής αναπνοής». Δεν είχε κι άδικο. Ολη η μουσική που βασίζεται στην ανθρώπινη φωνή ή στην ανθρώπινη εκπνοή (πνευστά) είναι μια άσκηση φυσικής αναπνοής από τα προϊστορικά χρόνια.

Μετά το πικάπ, ήρθε ένα κασετοφωνάκι, πλαστικό πάλι, από Ουγγαρία, μάλλον ο αδερφός μου το είχε πάρει, μαύρο, με πέντε-έξι κουμπιά, το ένα νομίζω ήταν πορτοκαλί. Η κασέτα δεν είχε τη γοητεία του μεγάλου δίσκου, με το εξώφυλλό του κι ένα σωρό πληροφορίες για τους συντελεστές των κατά κανόνα 12 τραγουδιών κάθε συλλογής, ενώ το αντίστοιχο με τις γρατζουνιές στο βινύλιο μειονέκτημα της φτηνότερης κασέτας ήταν το μάγκωμα και μάσημα της ταινίας από το κασετόφωνο. Τέλος πάντων, κι αυτό το κασετόφωνο την έκανε τη δουλειά του, απ’ αυτό έφηβος πια άκουσα το «Περιβόλι του Τρελλού», τον «Μπάλλο», το «Βρώμικο Ψωμί», φυσικά και τα «10 χρόνια κομμάτια». Οχι πως έλειπε ο Σαββόπουλος από τα ραδιοφωνικά μας ακούσματα, αλλά από το κρατικό ραδιόφωνο, χουντικό και μεταπολιτευτικό, κάποια τραγούδια του τα κράταγε η κρησάρα της λογοκρισίας. Το να ακούσεις το όλον ήταν άλλου είδους εμπειρία, κάτι σαν μύηση τελετουργική. 

Από τα χιλιάδες κείμενα και αναρτήσεις στα σόσιαλ που έγιναν με την είδηση του θανάτου του Σαββόπουλου, σε ένα ιδιότυπο δημοψήφισμα με «υπέρ, κατά, λευκό, άκυρο και αποχή», κατάλαβα ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που ένιωσαν την ανάγκη «να πάρουν θέση» για τον Νιόνιο, τον ευφυή τραγουδοποιό, τον ευφάνταστο περφόρμερ, τον νεαρό αναρχικό, τον ώριμο αποστάτη, τον γηραιό δεξιό, θέλησαν να μιλήσουν κυρίως για τον εαυτό τους, τον ατομικό ή συλλογικό εαυτό, και τη σχέση τους με τα τραγούδια και τον δημιουργό που τους συνόδευσε από τη νιότη μέχρι τα γεράματά τους. 

Κι εγώ δεν ξεφεύγω από τον κανόνα. Γι’ αυτό θυμήθηκα το παιδικό πικάπ, το εφηβικό κασετόφωνο, τις νεανικές συναυλίες της μεταπολίτευσης, τον τρόπο που ο Σαββόπουλος διεμβόλιζε την ήδη διασπασμένη Αριστερά, αλλά ταυτόχρονα την ένωνε με όλο το ριζοσπαστικό, αν και μελαγχολικό φορτίο της δεκαετίας του ’60, της παρανομίας και της νομιμότητας, που έφερε με τη μουσική και την ποίησή του. Γι’ αυτό θυμάμαι με τρυφερότητα τον τρόπο που οι φίλοι με δούλευαν τραγουδώντας μου το «Για τα παιδιά που ’ναι στο κόμμα» και κάπου πρέπει να έχω ακόμη εκείνο τον πορσελάνινο λευκό και γαλάζιο ποντικό που μου είχε χαρίσει η Λένα, για να θυμάμαι πάντα ότι θα με περίμενε χωρίς πολιτικούρες και των μανιφέστων τις κλεισούρες, αν και Κνίτης, το τραγούδι έγινε από τα αγαπημένα μου του Σαββόπουλου, με τη Λένα χαθήκαμε, έχει πεθάνει πρόωρα κι άδικα, το αύριο το αλάνι έχει και για μένα προ πολλού παρέλθει, η ουρά μου έχει πέσει, το φτερό μου έχει σπάσει, και σε τίποτα δεν θυμίζω πια τον λευκογάλαζο ποντικό των έιτις.

Για 34 χρόνια ο Σαββόπουλος έγραφε το σάουντρακ και το λιμπρέτο μιας εποχής μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων. Ηταν η μουσική υπόκρουση ενός τεράστιου μετασχηματισμού της χώρας, πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, ήταν το ηχόχρωμα της συντριβής των οραμάτων μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής μετά την πτώση της χούντας, έγινε ο σαρκασμός κάθε νεαρού επαναστάτη που «ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός», όπως έγραψε στο «Κούρεμα», το 1989. Είναι παράξενο που ο Σαββόπουλος στην «Αποτυχία της Αριστεράς», ένα σκληροπυρηνικό πολιτικό τραγούδι που εξομοιώνει την περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ με τη στρατιωτική χούντα, και σε άλλα παρεμφερή, δεν λέει κουβέντα για τα συγκλονιστικά που συντελούνται εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη, με την κατάρρευση των καθεστώτων που διακυβερνούσαν τις κοινωνίες στο όνομα του σοσιαλισμού. 

Από το υπαινικτικό «Φορτηγό», στο λυρικό «Περιβόλι» και στον εκρηκτικό «Μπάλλο», από το αριστουργηματικό «Βρώμικο Ψωμί» στα εξεγερτικά «10 χρόνια κομμάτια», από την επιθετικά πολιτική «Ρεζέρβα» μέχρι τα διονυσιακά «Τραπεζάκια» και το «Κούρεμα», ως υστερόγραφη δήλωση μετανοίας, ο Σαββόπουλος της ουσίας και της προδοσίας, της αποκοτιάς και της κοινοτοπίας, του αντιεξουσιασμού και του καθεστωτισμού, της εκρηκτικής δημιουργικότητας και της βαρετής ανακύκλωσης του εαυτού του, ο διαρκώς μεταλλασσόμενος Σαββόπουλος υπήρξε η συνεκδοχή της μεταλλασσόμενης ελληνικής κοινωνίας, που διέτρεξε το πολιτικό φάσμα από αριστερά προς τα δεξιά, εντελώς αντίστροφα από την υλική της διαδρομή, από τον νεοπλουτισμό στη φτωχοποίηση. 




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
Ξεκινάω μ’ ένα φορτηγό.
Στην εθνική οδό λίγο έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη σε μαζεύει κι’ ύστερα από πολλά σ’ αφήνει στην Αθήνα πριν ξημερώσει…
Τέσσερα χρόνια πέρασαν κι’ εγώ όλο εκεί ξαναγυρνάω. Ολο εκεί ξαναγυρνάω τώρα που οι σχέσεις μου όλες μπατίρησαν και οι δουλειές μου μείνανε μισές κι’ οι παλιοί μου φίλοι ούτε ν’ ακούσουν θέλουν πια για μένα, ούτε ζωγραφιστό να με δουν.
Πέτρο, Μιμίκα, Αννα…
Θέλω να περισωθώ μέσα σας, εσείς όμως συνωμοτείτε με κάθε μόριο της πραγματικότητας κι’ όλο μου πάτε κόντρα και με νικάτε και θέλετε να με πάρετε φαντάρο και τα καταφέρατε έτσι που τα χρόνια να κυλήσουν και τα πράγματα να με ξεπεράσουν. Πώς να το παραδεχτώ. Ετσι δηλαδή θα τελειώσει η νιότη μου; Παίρνω σβάρνα τους δρόμους, τα καφενεία κι’ αφήνω τα κοριτσίστικα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν να τα βλέπει η μαρίδα να γελάη.
Θα ξανακατέβω εκεί στα δέντρα που για πρώτη φορά σε κατάφερα να μου πής «σ’ αγαπώ».
Θα ξανακατέβω στις αποθήκες της οδού Πειραιώς να βρω τον φίλο μου τον Τζώρτζη τον σωφέρ και θα τρυπώσω κάτω απ’ τον μουσαμά που στεγάζει το καμιόνι.

Διονύση Σαββόπουλου, «300 λέξεις για το φορτηγό μου» 


Sunday, October 19, 2025

Φωνή εκ του κενοταφίου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18-19/10/2025



 ... Και μένα με ρώτησε κανείς; Μήπως μου πέφτει κάπως ο λόγος σε όλον αυτόν τον καβγά των ζωντανών για μας τους νεκρούς; Μήπως με ρώτησε κανείς και τότε, πριν από σχεδόν έναν αιώνα, όταν αποφάσιζαν να με εντοιχίσουν στα παλιά ανάκτορα, ως άγνωστο στρατιώτη, ως συνεκδοχή όλων των νεκρών, όλων των πολέμων, από της Τροίας την εκστρατεία για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη, μέχρι της Ουκρανίας τον ξένο πόλεμο, του 1919, ενάντια στους μπολσεβίκους; Αλήθεια, αυτός ο Λαζαρίδης, ο αρχιτέκτονας, κι ο Ροκ, ο γλύπτης, είχαν άραγε ποτέ βρεθεί σε πεδίο μάχης; Είχαν δει πολλούς νεκρούς στρατιώτες «εκτάδην κειμένους», σαν να τους πήρε γλυκά ο ύπνος, με την περικεφαλαία στο κεφάλι και την ασπίδα στ' αριστερό χέρι; Δεν έτυχε να δουν κεφάλια ανοιγμένα στα δυο, μυαλά χυμένα, πόδια και χέρια κομμένα, μάτια βγαλμένα, σώματα κομμένα στα δυο ή διαλυμένα στα εξ ων συνετέθησαν, θώρακες ανοιγμένους σαν κόκκινα τριαντάφυλλα, σωθικά χυμένα στο χώμα; Δεν άκουσαν για σώματα εξαϋλωμένα, που δεν βρέθηκε ούτε κοκαλάκι τους, απανθρακωμένα ή κονιορτοποιημένα μέσα στα ορύγματα από βόμβες ναπάλμ ή διασποράς; 

Κάτι τέτοιο έπρεπε να σκαλίσουν στο μάρμαρο, στον πωρόλιθο, ό,τι είναι τέλος πάντων. Ο αφανής, ανεύρετος κι άταφος νεκρός, που χάθηκε σε μια συνθήκη απίστευτου τρόμου την οποία καμιά αγάπη για την πατρίδα, καμιά αφοσίωση στον πόλεμο των άλλων, καμιά πίστη δεν μπορεί να τον κατανικήσει, εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, την ώρα που η βόμβα σκάει δίπλα του, που η σφαίρα διαπερνάει το σώμα του, η χειροβομβίδα τον διαμελίζει, το αέριο τον πνίγει, η φωτιά λιώνει τη σάρκα του, δεν έχει καμιά γαλήνη. 

Αν θες να ξέρεις, κι εγώ, ο εντοιχισμένος υποθετικός νεκρός, δεν κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, ζω τον ξύπνο του κολασμένου. Βλέπεις, τις πιο πολλές φορές χάθηκα σε άδικους πολέμους, πολέμους των άλλων, των στρατόκαυλων, των πολεμοκάπηλων, των άπληστων εξουσιών, των κατακτητών, των εμπόρων των εθνών και των όπλων, έγινα κρέας για τα κανόνια τους, ποδοπατήθηκα από τους ανταγωνισμούς τους για νέες αγορές, νέα εδάφη, νέους πόρους, με έστειλαν να υπερασπίσω τη δική τους πατρίδα, που δεν έχει σύνορα, σαν τα κεφάλαιά τους και τη δίψα τους να τα πολλαπλασιάσουν. Οι δικοί μου βωμοί κι εστίες που θα 'πρεπε να υπερασπιστώ, μαζί με τη μάνα, τον πατέρα μου, τα αδέλφια μου, την αγαπημένη μου, τα παιδιά μου, τους φίλους μου, τους γειτόνους, τους συγχωριανούς, τους συναδέλφους, τους συντρόφους μου, είναι περιχαρακωμένοι σε λίγες εκατοντάδες στρέμματα, άντε μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όσο το χωριό μου, η γειτονιά μου, το βουνό μου, το νησί μου, η πόλη μου. Οι δικές τους εστίες και βωμοί που για την υπεράσπισή τους με έστελναν να σφαγώ, ενώ οι ίδιοι έμεναν στην ασφάλεια των στρατηγείων, των θησαυροφυλακίων, των πύργων, των παλατιών, των μεγάρων τους, ήταν εκατοντάδες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Κριμαία, στον Σαγγάριο, στην Καλλίπολη, στην Καμπούλ, στο Κάιρο, στην Κορέα, στο Βιετνάμ. Και δεν είχε ίχνος ηρωισμού ο κάθε θάνατός μου εκεί. Δεν είχα καν την πολυτέλεια να μισήσω τον άγνωστο εχθρό μου. Μόνο να τον φοβηθώ μπορούσα, χωρίς να ξέρω ότι κι αυτός με τον ίδιο φόβο έτρεμε τον επερχόμενο θάνατο. 

Εμένα, που λες, δεν με ρώτησε κανείς ούτε για το πού θα στηθεί το κενοτάφιό μου. Στην πραγματικότητα δεν το στήσανε για μένα. Δεκάρα δεν δίνουν για το αν χάθηκα στη μάχη του Μαραθώνα, στη Σικελική εκστρατεία, στην επέλαση στην Ασία που οργάνωσε αυτό το άπληστο, χαρισματικό τσογλάνι, ο Αλέξανδρος, στη μάχη της Λευκόπετρας, στην Αλωση της Πόλης, στα Δερβενάκια, στο Μπιζάνι, στο Τεπελένι ή στον Γράμμο, από πυρά εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών, εισβολέων ή δωσιλόγων. Το κενοτάφιο το στήσανε για πάρτη τους. Για να δοξάζουν τους εαυτούς τους, τους μύθους, τα ψεύδη, την προπαγάνδα, τις φαντασιώσεις τους, για να κρύψουν τις καταστροφικές επιλογές τους, τις αποτυχίες τους, τα μακελειά που προκάλεσαν, τις προδοσίες τους, τις συνεννοήσεις τους με κατασκευασμένους εχθρούς και ύπουλους φίλους. 

Αν με ρωτούσαν πού θέλω να στηθεί το κενοτάφιό μου, θα διάλεγα τον κήπο του σπιτιού μου ή το χωράφι μου ή το βουνό ή μια αγαπημένη παραλία ή το υπόγειο που έκανα πρώτη φορά έρωτα, την αλάνα που έπαιζα παιδί με τους φίλους μου. Ισως τους έλεγα πως δεν θέλω καν κενοτάφιο, ούτε καντήλι, ούτε τους εύζωνες με τη θανάσιμη σιωπή τους και την όρθια νεκρική ακαμψία τους ούτε τουρίστες που χαζεύουν τη θέα του άδικου θανάτου, γιατί και στον πιο δίκαιο πόλεμο ο βίαιος θάνατος μόνο άδικος μπορεί να είναι. Φαντάροι που πάνε στον πόλεμο «με το χαμόγελο στα χείλη» υπάρχουν μόνο στα τραγούδια. Και πάλι, τα πιο ρεαλιστικά απ' αυτά λένε το πιο ουσιαστικό: «Οποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,/ στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει». 

Γιατί, αν και νεκρός, σκοτωμένος εκατομμύρια φορές με όλους τους δυνατούς τρόπους, από τσεκούρι, σπαθί, δόρυ, καταπέλτη, σφαίρα, βόμβα, ραδιενέργεια, πνιγμό στον βυθό, αγαπώ τη ζωή. Τη νοσταλγώ συνεχώς, νοσταλγώ τα βάσανα και τις χαρές της, τις γεύσεις της, τις μυρωδιές της, τα φιλιά της, τις απολαύσεις της, τις φωνές της, και για τον ίδιο λόγο απολαμβάνω τις φωνές των ανθρώπων που παρελαύνουν μπροστά μου στο Σύνταγμα διεκδικώντας ζωή, περισσότερη ζωή, απορρίπτοντας όλες τις μικρές και μεγάλες δόσεις θανάτου που σε μορφή νομοσχεδίων κι αποφάσεων δίνουν στην κοινωνία οι νεκρόφιλοι της εξουσίας. 

Ισως πάλι, αν με ρωτούσαν αν εμείς, οι εκατομμύρια άγνωστοι στρατιώτες, χρειαζόμαστε πράγματι ένα κενοτάφιο, ίσως τους έλεγα όχι. Ισως είναι πιο έντιμο να στήσουμε άλλα μνημεία για τον πόλεμο. Μνημεία για όσους γύρισαν ζωντανοί και μπορούν να αφηγηθούν τη φρίκη του πολέμου, απογυμνώνοντάς τον από κάθε πατίνα ηρωισμού, αποκαλύπτοντας την απανθρωπιά του. Μνημεία για όσους αρνήθηκαν να πάρουν όπλα και να σκοτώσουν στα τυφλά ανθρώπους που δεν ξέρουν καν, για λιποτάκτες που χτυπήθηκαν στο ψαχνό από τους αξιωματικούς τους ή εκτελέστηκαν από συναδέλφους τους, μνημεία για προδότες που προσπάθησαν να υπονομεύσουν έναν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο της πατρίδας τους, μνημεία για τις «παράπλευρες απώλειες», για τις βιασμένες γυναίκες, για τα παιδιά που πέθαναν από στρατιωτικούς αποκλεισμούς, για τους αυτόχειρες στρατιώτες, για τους σαμποτέρ των πολεμικών μηχανών, γι' αυτούς που αποκαλύπτουν κρατικά μυστικά και εξουδετερώνουν σχέδια πολέμου, για τους τρομοκράτες που αναλαμβάνουν να σκοτώσουν πολεμοχαρείς δόκτορες Strangelove ή αιμοδιψείς συνταγματάρχες Kurtz. Μνημεία ζωής, όχι θανάτου. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Μια γυναίκα δεν είναι σαν χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή.

Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σα χώρα» 

Saturday, October 11, 2025

Εγχειρίδιο κατασκευής κομμάτων

  Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/10/2025



Πώς ακριβώς φτιάχνονται τα κόμματα; Ολοι υποψιαζόμαστε πως υπάρχει κάποια διάδραση ανάμεσα στην υλική κατάσταση και τη συναισθηματική αντίδραση των κοινωνικών ομάδων που υποφέρουν, ευημερούν ή απλώς είναι σε ένα limbo, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κόλασης και παράδεισου, ούτε κρύο ούτε ζέστη, ούτε πάνω ούτε κάτω, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε μπρος ούτε πίσω. Κόμμα και τάξη -κοινωνική τάξη- βρίσκονται στην ίδια συνάρτηση, ακόμη κι απ’ την εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, στην οποία Δημοκρατικοί και Αριστοκρατικοί αντιπαρατίθεντο ελκύοντας συχνά ετερόκλητα ακροατήρια: για παράδειγμα, στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου οι πρώτοι κέρδιζαν τον ενθουσιασμένο και φιλοπόλεμο ταξικό αφρό της Αθήνας, οι δεύτεροι την πλέμπα, τη φτωχολογιά της πόλης που είχε αποδεκατιστεί από τις μάχες και την πανούκλα. 

Το δίπολο αυτό του 5ου π.Χ. αιώνα, εννοείται, δεν άφηνε χιλιοστό χώρου για τον πάτο της αθηναϊκής κοινωνίας, τους δούλους, που οι πόλεμοι και τα χρέη τους αύξαιναν ασταμάτητα, σε βαθμό που να είναι η πλειονότητα των κατοίκων του κλεινού (και ελεεινού) άστεως. Δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία και ταλάντευση στους κορυφαίους φιλοσόφους, πολιτικούς, συγγραφείς, δημαγωγούς της κατά τεκμήριον τελειότερης άμεσης δημοκρατίας στην Ιστορία της ανθρωπότητας, της αθηναϊκής, ότι οι δούλοι, αυτά τα έμψυχα «πράγματα», μπορεί να είχαν τον παραμικρό ρόλο στη διακυβέρνηση της Αθήνας ή αργότερα της Ρώμης και όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των τριών ηπείρων, όπου μόνο εξεγέρσεις δούλων και καταπιεσμένων εθνοτήτων καταγράφηκαν, οι περισσότερες πνιγμένες στο αίμα. Κόμμα δούλων δεν υπήρξε ποτέ. Η, όταν υπήρξε, οι δούλοι δεν ήταν πια δούλοι. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μετά τον εμφύλιο και την κατάργηση της δουλείας -αλλά όχι και του ρατσισμού, της εκμετάλλευσης και του ανελέητου διωγμού των Αφροαμερικανών- δεν υπήρξε καν κόμμα απελευθερωμένων δούλων. Υπήρξε κόμμα αστών-βιομηχάνων της βόρειας Αμερικής που ήθελαν άφθονα και ελεύθερα εργατικά χέρια μαύρων ανδρών, γυναικών και παιδιών και κόμμα γαιοκτημόνων, που θέλαν τα ίδια ακριβώς χέρια σκλαβωμένα, δεμένα με τη γη, στη συγκομιδή του βαμβακιού, των σιτηρών από τις φυτείες του Νότου, που γίνονταν πρώτη ύλη για τα κλωστήρια και εργοστάσια του Βορρά. 

Πώς, λοιπόν, φτιάχνονται τα κόμματα; Στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, όπως μαθαίναμε στο σχολείο, ο ανυποψίαστος για το επερχόμενο τέλος του στην «αγία γκιλοτίνα» Λουδοβίκος ΙΣΤ', συγκάλεσε την περίφημη συνέλευση των τάξεων, που κατά την οπτική του για τον κόσμο και τη Γαλλία από τις Βερσαλίες, ήταν ο κλήρος, η αριστοκρατία και το ασαφές συνονθύλευμα Τρίτη Τάξη. Αυτό ήταν το πρόπλασμα τριών ή δυο κομματικών σχηματισμών που στην πραγματικότητα αντιπροσώπευαν ένα μικρό τμήμα της γαλλικής κοινωνίας, αφήνοντας την τεράστια πλειονότητα των φτωχών, των εργατών, των πεινασμένων, των αγροτών, των αναλφάβητων εκτός οποιασδήποτε εκπροσώπησης. Μπορεί όλοι αυτοί να αποτέλεσαν τον στρατό της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά το «κόμμα» της, η Τρίτη Τάξη, η Εθνοσυνέλευση, η Δημοκρατία, ήταν υπόθεση των αστών, βιομηχάνων, βιοτεχνών, εμπόρων, τραπεζιτών, υπαλλήλων, διανοουμένων της εποχής. \

Φυσικά, τα manual κατασκευής των κομμάτων προσφέρουν κι άλλες εναλλακτικές. Η γέννηση της ελληνικής δημοκρατίας στη διάρκεια της απελευθερωτικής Επανάστασης, ως γνωστόν, βασίστηκε στα κόμματα της ξένης επιρροής, το γαλλικό, το αγγλικό, το ρωσικό, που ελάχιστη σχέση είχαν με συμφέροντα τάξεων· περισσότερο αντανακλούσαν τις εξαρτήσεις -πολιτικές και οικονομικές- των αρχηγών τους από τις αντίστοιχες ηγεσίες των Μεγάλων Δυνάμεων ή απλώς από τις διπλωματικές αποστολές και τους πράκτορές τους στην καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία. 


Αν περιοριστούμε στη σύγχρονη ελληνική εμπειρία, ας πούμε στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή, τα κόμματα μέχρι και τις παραμονές της χούντας σχηματίστηκαν στη βάση μιας συντριπτικής, αιματηρής ήττας του αντιφασιστικού, απελευθερωτικού μετώπου και στον ακρωτηριασμένο κοινοβουλευτισμό που έθετε εκτός νόμου, πολιτικής και χώρας ένα τεράστιο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Τα μεταπολεμικά κόμματα κατασκευάστηκαν είτε από ανακύκλωση υλικών του Μεσοπολέμου με ισχυρές προσμίξεις δωσιλογισμού, αντικομμουνισμού, νεοφασισμού, φιλοαμερικανισμού, είτε από τα σπαράγματα της ηττημένης Αριστεράς που αναζητούσε όρους επιβίωσης σε μια στοιχειώδη δημοκρατική νομιμότητα. 


Η χούντα, πάλι, με τον αμείλικτο διωγμό κάθε υπερασπιστή της δημοκρατίας και τη γενναιόδωρη στήριξή της από την επιχειρηματική ελίτ της χώρας, τους ξένους επενδυτές και τις ΗΠΑ, επέβαλε άθελά της ένα big bang κομμάτων και πολιτικών οργανώσεων σε συνθήκες απόλυτης παρανομίας, ολιγάνθρωπων και συνωμοτικά κινούμενων, που το εύρος επιρροής φάνηκε μόνο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. 

Αλλά τα πραγματικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, αυτά που κυριάρχησαν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και στη διακυβέρνηση για δεκαετίες και σε σημαντικό βαθμό επιβιώνουν ώς σήμερα, ήταν κυριολεκτικά κατασκευές του εργαστηρίου. Στήθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες, μικρή σχέση είχαν με το υπόγειο αντιδικτατορικό κίνημα, με εξαίρεση τα κόμματα της Αριστεράς που ανασυντέθηκαν σωματικά, όταν άνοιξαν οι φυλακές και τα σύνορα για τους εξόριστους. 


Με λίγα λόγια, τα κόμματα δεν φτιάχνονται από τα κάτω. Δεν συνέβη ούτε καν με τα προλεταριακά κόμματα του 19ου και του 20ού αιώνα, τα κόμματα των τριών Διεθνών, που ιδρύονταν σε σκοτεινά υπόγεια ή κάτω από τη διαρκή παρακολούθηση της αστυνομίας και των χαφιέδων και απέκτησαν εκατομμύρια μέλη μόνο όταν έγιναν εξουσία και δη συγκεντρωτική, αυταρχική και διόλου απελευθερωτική. 

Τα κόμματα φτιάχνονται με τον βολονταρισμό και το ρίσκο μερικών φιλόδοξων ή αφοσιωμένων ανθρώπων και ομάδων και με τη στήριξη και χρηματοδότηση συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων. Πετυχαίνουν όταν καταφέρουν να καβαλήσουν ένα ρεύμα μεγάλης προσδοκίας, όπως έγινε με τη Ν.Δ. του Καραμανλή το 1974 και με το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου το 1981, ή τεράστιας δυσφορίας, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012-2015. 

Τα κόμματα εξαφανίζονται όταν οι χορηγοί τους ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν πια καμιά χρησιμότητα, όπως συνέβη με την ΠΟΛ.ΑΝ. του Σαμαρά, το ΚΕΠ του Αβραμόπουλου ή τον ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη. 

Και, τέλος, τα κόμματα διαλύονται όταν οι αρχηγοί τους αποφασίζουν να καταργήσουν κάθε εσωτερική λειτουργία και δημοκρατία, να απογυμνώσουν τα μέλη τους από κάθε δύναμη και να τα υποκαταστήσουν από ένα συνονθύλευμα ψηφοφόρων του ενός τετάρτου και των δυο ευρώ. Σ’ αυτήν τη φάση είμαστε σήμερα, στα κόμματα-ασώματες κεφαλές. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ενα μέρος της αστικής τάξης θέλει να διορθώσει τα κοινωνικά κακά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν: οικονομολόγοι, φιλάνθρωποι, ανθρωπιστές, άνθρωποι που ασχολούνται με τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, οργανωτές αγαθοεργιών, προστάτες των ζώων, ιδρυτές συλλόγων υπέρ της μετριοπάθειας, οι πιο παρδαλοί ψευτομεταρρυθμιστές. Κι αυτόν τον αστικό σοσιαλισμό έφτασαν να τον επεξεργαστούν σε ολόκληρα συστήματα. Ας αναφέρουμε σαν παράδειγμα τη «Φιλοσοφία της αθλιότητας» του Προυντόν.

Οι σοσιαλιστές αστοί θέλουν τις συνθήκες ζωής της σύγχρονης κοινωνίας χωρίς τους αγώνες και τους κινδύνους που απορρέουν αναγκαστικά απ’ αυτήν. Θέλουν τη σημερινή κοινωνία, αλλά αφού της αφαιρεθούν τα στοιχεία που την επαναστατικοποιούν και τη διαλύουν. Θέλουν την αστική τάξη χωρίς το προλεταριάτο. Η αστική τάξη, φυσικά, φαντάζεται τον κόσμο όπου κυριαρχεί σαν τον καλύτερο κόσμο. Ο αστικός σοσιαλισμός επεξεργάζεται αυτή την παρήγορη εικόνα σ’ ένα μισό ή ολοκληρωμένο σύστημα. Οταν παροτρύνει το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει τα συστήματά του και να μπει στη νέα Ιερουσαλήμ, τότε κατά βάθος το καλεί απλώς να σταματήσει στη σημερινή κοινωνία, να αποβάλει, όμως, τις εχθρικές αντιλήψεις που έχει γι’ αυτήν.

Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», 1848